ἐς
English (LSJ)
Ion., old Att., Dor. form of εἰς: all compounds must be sought under εἰσ-, except a few words which appear only in the form ἐσ-.
II Arc., = ἐκ, IG5(2).6.49 (Tegea, iv B. C.), al.; also Delph., BCH23.611, and Arg., IG4.492 (Mycenae, vi B. C.); v. ἐκ init.
English (Autenrieth)
(εἰς before a consonant only in εἰσβαίνω): into.—I. adv. (the socalled ‘tmesis'), ἐς δ' ἦλθον, ἐς δ ἐρέτᾶς ἀγείρομεν, Il. 1.142; an acc. in the same clause may specify the relation of the adv., thus preparing the way for a true prepositional use, τὼ δ' εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα (acc. of end of motion) βήτην, Θ 11, Od. 2.152. —II. prep. w. acc., into, to, for; ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο, ‘towards’ each other, into each other's faces, Il. 24.484; of purpose, εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν, ‘for’ a good end, Il. 9.102 ; εἰς ἄτην, ‘to’ my ruin, Od. 12.372; of time, εἰς ἐνιαυτόν, i. e. up to the end of a year, Od. 4.595; so εἰς ὅ κε, until; distributively, αἰεὶ εἰς ὥρᾶς, ‘season after season’ (cf. in dies), Od. 9.135. Apparently w. gen., by an ellipsis, εἰς Ἀιδᾶο (sc. δόμον), ἐς Πριάμοιο, and by analogy, εἰς Αἰγύπτοιο (sc. ὕδωρ), εἰς ἡμετέρου, Od. 2.55, etc.
for words compounded with ἐς, see under εἰς-.
English (Slater)
ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, (P. 4.44), (P. 6.4), (P. 9.55), (I. 7.41) fr. 162, ?fr. 333a. 8.)
1
a to, towards, into.
I generally, lit. & met. ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν (O. 1.10) ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον (O. 1.38) ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) (O. 1.48) ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν (O. 1.78) ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν (O. 2.34) ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον (O. 2.49) ἐς γαῖαν πορεύειν (O. 3.25) ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται (O. 3.34) ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (O. 5.14) φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22) ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος (O. 6.44) δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν (O. 6.63) μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών (O. 7.31) πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (O. 7.33) ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (O. 8.47) [βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v.l. πρός) (O. 9.34) ] εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται (O. 10.92) ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν (P. 2.28) εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον (P. 2.35) εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα (P. 3.11) πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν (P. 3.34) ἤλυθεν ἐς λέχος (P. 3.99) “Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼν” (P. 4.44) ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ (P. 4.76) ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα (P. 4.188) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι (P. 4.207) ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον (P. 4.211) ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.67) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4) “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” (P. 9.55) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον (P. 10.46) ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) (P. 11.4) θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν (N. 1.35) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) (N. 6.49) εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.62) κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ (N. 9.2) —3. καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (N. 9.18) φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι (N. 9.21) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him (N. 10.14) εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (N. 11.3) σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν (I. 5.22) τὸν (= Τελαμῶνα) χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν (I. 6.27) ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων (I. 6.62) Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) (I. 7.11) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν (I. 7.45) σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν (I. 8.21) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (I. 8.41) ἐς Τροία[ν (Pae. 6.75) μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (Pae. 6.115) ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν (Pae. 7.3) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (Pae. 12.15) ]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to, φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (O. 7.67) πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (εἰς coni. Er. Schmid) (N. 5.11) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into, βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (O. 10.37) πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι (P. 6.12) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.44) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων (N. 9.4) ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον (I. 2.2)
II of journeying, upon ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.73) ἐς πλόον ἀρχομένοις (v.l. ἐρχομένοις) (P. 1.34) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.41)
III sc. δόμους, to the home of εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34)
b towards, in the direction of δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν (P. 1.70) δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (P. 3.35) καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα. . . εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.
c with a view to, with the object of, for “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεται” (O. 1.75) ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (O. 10.12) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (N. 7.48) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.21) ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (I. 6.36) Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
d with regard to, in reference to ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (O. 2.85) (αἶνον) ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ (O. 6.13) ]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί (τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.
e of time, for, during. ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105) τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι (P. 10.63) ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.
f dub. & frag. “δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” (πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ (Pae. 18.6) ]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.
2 ἐν, a Doric form of ἐς.
a to, towards Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38) δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.
b into ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (P. 2.11) μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.
c dub., upon πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (codd.: δοκέοντι Fennel, Lobel: cf. ἐν 8.) (N. 7.31)
d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) (N. 4.68) ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει (P. 2.86) θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.
Greek Monolingual
(I)
και εισέ και σε και σ(') προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων του άρθρου (AM εἰς και ἐς)
πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ' εἰς ἅλαδε προρρέουσιν»)
2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς Μίλητον»)
3. διεύθυνση («τον οδηγούσαν στον Αγαμέμνονα», «εἰς Ἀγαμέμνονα δῑον ἄγον», «ήρθα σε σάς», «εἰς ὑμᾱς εἰσῆλθον»)
4. στάση σε τόπο μετά από κίνηση («εκάθισε εις τον θρόνον», «ἐς θρόνους ἕζοντο»)
5. τερματισμό μιας καταστάσεως και είσοδο σε άλλη («έπεσε σε βαθύ ύπνο», «ὡς ἄν εἰς ὕπνον πέσῃ»)
6. στάση σε τόπο («μένει στο εξωτερικό», «εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν)
7. τοπική έκταση («εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου»)
8. ενώπιον («ενεφανίσθη εις το δικαστήριον», «εἰπέ τε ἐς πάντας τάδε»)
9. τοπικό όριο
έως, μέχρι («ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν»)
10. με αριθμητικό δηλώνει διανομή ή διαίρεση («ἐσχίσθη εἰς δύο», «προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς φυλάς»)
11. αξία («δύο στο χιλιάρικο», «ἔλαβε εἰς τὰ δύο λεπτά θερμία»)
12. αναφορά, σχέση με κάτι ή ως προς κάτι «άτυχος στον γάμο», «μακάριος πέφυκ' ἀνὴρ πλὴν ἐς θυγατέρας», «λέγω ἐς ἑαυτόν»)
13. εχθρική ή φιλική σχέση («άδικος σε μένα», «τὸν ἐξαμαρτόντ' ἐς θεούς», «φιλία ἐς ἀμφοτέρους»)
14. διάκριση ως προς κάτι («πρώτος στ' άρματα», «πρῶτος ἐς εὐψυχίαν»)
15. τρόπο («θα πληρώσεις εις χρήμα, εις είδος», «εἰς μὲν οὖν χρήματα ὁ μὴ θέλων γαμεῖν ταῦτα ζημιούσθω»)
16. μεταβολή από μια κατάσταση σε άλλη («μεταμορφώθηκε σε διάβολο», «εις άγγελον φωτός μετασχηματίζεται», «ἤν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν»)
17. με το ειμί, γίγνομαι κ.λπ. για σχηματισμό κατηγορουμένου
(«προάγεται εις στρατηγόν», «προχειρίζεται εἰς ἐπίσκοπον», «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν)
18. σκοπό («προσάγω εις απόδειξιν...», «εις επίρρωσιν τούτων», «εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν»)
19. (με τα επίθετα ικανός, επιτήδειος, ευπρεπής κ.λπ.) σε κάτι («ικανός στα αγωνίσματα», «ανθεκτικός στη θερμότητα», «ἐς τοῦτο ἐπιτηδεώτατος»)
20. σε ποιόν δίδεται ή χορηγείται κάτι («ἐλεημοσύνας ποιήσω εἰς τὸ ἔθνος μου»)
21. όρκους ή ευχές («εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ»)
μσν.- νεοελλ.
1. εναντίον («επετέθη στους εχθρούς», «μόνοι κατετολμήσατε ἐλθεῖν εἰς μυριάδας»)
2. διάρκεια («πάγεις εις την κόλασιν εις όσα και αν ζήσεις», «νὰ ζῇ εἰς χρόνους ἀμετρήτους», «εἰς ἔτη πολλά»)
3. αιτία («εις του κυρού την απονιά πολλά παραπονάται»)
4. κατάσταση («βρίσκεται σε μεγάλη κρίση»
«εἶσαι εἰς τοῦ ὅρκου τὴν στοργήν»)
5. αντικατάσταση («άλλαξα τις δραχμές σε λίρες»)
6. μέσο, όργανο («παρηγοράτ' η Αρετή εις τα τση μίλει η Νένα»)
7. χώρος στον οποίο εκτείνεται κυριαρχία ή υπεροχή («να εξουσιάζει σε γη και ουρανό»)
μσν.
1. ποιητικό αίτιο («τὸ ἔπαθα εἰς ἐσᾱς»)
2. συμφωνία, σύμφωνα με («θέλει γίνειν ἡ ἀγάπη εἰς τὴν ὄρεξίν σου)
3. προσθήκη (μαζί με το «επάνω»)
αρχ.
1. χρονικό σημείο ή περίοδος κατά την οποία συμβαίνει κάτι («εἰς μὲν τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκεν)
2. χρονικό όριο («εἰς ἠέλιον καταδύντα» — ώς το ηλιοβασίλεμα)
3. μέτρο ή όριο χωρίς αναφορά σε τόπο ή χρόνο
έως, μέχρι («ἐς δραχμὴν Ἀττικήν ἑκάστῳ... διέδωκε» — ανά μία δραχμή)
5. (ως επίρρ.) φρ.
α) «ἐς τὸ πᾶν» — πάντως
β) «ἐς κοινόν» — κοινώς
γ) «ἐς τάχος» — ταχέως
δ) «εἰς τὸ πρᾶγμα εἰμί» — συντελώ σε μια υπόθεση
ε) «ἐς αὐτίκα μάλα» — αμέσως
στ) «εἰς ὅτε» — μέχρις ότου
ζ) «εἰς ὁπότε» — μέχρι ποιό χρόνο ακριβώς
η) «εἰς τί» — πότε
θ) «ἐς ὅ» — μέχρις ότου
ι) «ἐς οὗ» — μέχρις ότου
ια) «ἐς τόδε» — ώς τώρα
ιβ) «ἐς τὰ μάλιστα» — στον μέγιστο βαθμό
ιγ) «ἐς πλῆθος» — πολλοί
ιδ) «εἰς ἅλις» — αρκετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εις (< ενς) προ φωνήεντος και ες (< ενς) προ συμφώνου είναι νεώτεροι σχηματισμοί της Ελληνικής, εν αντιθέσει προς τα εν και (επικ.) ενι που είναι αρχικοί τύποι (< IEen). Και οι δυο τ. εις και ες απαντούν στον Όμηρο και στους Ίωνες και τραγικούς ποιητές, το ες στις ιωνικές επιγραφές, στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη, ενώ το εις στις αττικές επιγραφές από τον 4ο αι. Ο αρχικός τ. ενς μαρτυρείται στο Άργος και στην Κρήτη. Ενώ το εν συνάπτεται τόσο με δοτική τοπική όσο και με αιτιατική, το εις συντάσσεται αποκλειστικά με αιτιατική και από την Κοινή βαθμιαία αντικαθιστά στη χρήση το εν. Στην Κοινή Νέα Ελληνική έχει υποχωρήσει και υποκατασταθεί από το σε. Στη σύνθεση ως α' συνθετικό είναι λιγότερο εύχρηστο από το εν στην Αρχαία, αλλ' εν τούτοις απαντά σε αρκετά μεγάλο αριθμό συνθέτων
πρβλ. εισάγω, εισακούω, εισβάλλω, εισδύω κ.ά.
αρχ.
εισαγγέλλω, εισαείρομαι, εισαίρω, εισακοντίζω, εισαλείφω, εισαναγκάζω, είσειμι, εισελαύνω κ.ά.].
(II)
εἷς, μία, ἕv (AM)
ένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένας].
German (Pape)
[Seite 1042] ion. u. altatt. für εἰς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. εἰς.
Russian (Dvoretsky)
ἐς: ион.-староатт. = εἰσ-.
ион.-староатт. = εἰς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐς: Ἰων. καὶ παλαιὸς Ἀττ. τύπος τῆς προθ. εἰς· ἅπαντα τὰ σύνθετα ζητητέον ἐν εἰσ-, πλὴν ὀλίγων Ἰων. καὶ Ἐπικῶν λέξ. ἀπαντωσῶν μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἐσ-.
Greek Monotonic
ἐς: Ιων. και αρχ. Αττ. τύπος του εἰς· τα σύνθετά του απαντούν με τη μορφή του εἰσ-.
Frisk Etymological English
Grammatical information: prep.
See also: s. εἰς.
Frisk Etymology German
ἐς: {es}
Grammar: Präp.
See also: s. εἰς.
Page 1,574