εἶδος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
εἴδεος, τό, (εἴδω A)
A that which is seen: form, shape, freq. in Hom., of the human form or figure, esp. abs. in acc. with Adjs., εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, Il.3.39,5.787, 10.316; ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174; opp. φρένες, 17.454; opp. βίη, Il.21.316; δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼν τὸ εἶδος Alcm.23.58; τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων Hdt.1.8, etc.; appearance, of a dog, Od.17.308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107; εἴδεα [τῶν θεῶν] σημήναντες Id.2.53; γυνὴ τό γ' εἶδος Ar.Th.267: hence, periphrasis for person, S.El.1177; τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Pl.Smp. 210b.
b especially of beauty of person, comeliness, εἴδεος ἐπαμμένος Hdt.1.199; πλούτῳ καὶ εἴδει προφέρων Id.6.127.
c Medic., physique, habit of body, constitution, Hp.Nat.Hom.9, Hum.1: more freq. in plural, Id.Aër.3, al.; εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ib.5.
2 generally, shape, σχῆμα καὶ εἶδος Id.Off.3, cf. Mochl.6, etc.; pattern, of 'figurate' numbers, Arist. Ph.203a15; ἡ μονὰς εἶδος εἰδῶν τυγχάνει Theol.Ar.4, cf. 17; decorative pattern or figure, Plu. Them.29 (pl.); of a musical scale, τοῦ διὰ τεσσάρων τρία εἰδη Aristox.Harm.p.74 M. (identified with σχῆμα, ibid.): in plural, shapes, i.e. various kinds of atoms (cf. ἰδέα), Democr. ap. Thphr. Sens.51.
b Geom., δύο εἴδη τῷ εἴδει δεδομένα two figures given in species, Euc.Dat.53, etc.; especially in central conics, rectangle formed by a transverse diameter and the corresponding parameter, Apollon.Perg. Con.1.14,21, al.; also, species of numbers, of the terms in an algebraical expression involving different powers of the unknown quantity, Dioph.Def.11.
II form, kind, or nature, τῶν ἀλλέων παιγνιέων τὰ εἴδεα Hdt.1.94; τὸ εἶδος τῆς νόσου Th.2.50, etc.; ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι, γενέσθαι, to be or become like... Pl.Phd. 91d, cf. Cra.394d; ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει by way of medicine, Id.R.389b; νόμων ἔχει εἶδος is in the province of law, Arist.Pol.1286a3; situation, state of things, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει… τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62; plan of action, policy, ἐπὶ εἶδος τρέπεσθαι Id.6.77, 8.56; ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι take up another line, Ar.Pl.317; specific notion, meaning, idea, ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶδος δύο ὀνόματα... περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά Aen.Tact.24.1; department, Hp.VM12 (but also, elementary nature or quality, ib. 15); type, sort, πυρετῶν Id.Epid.3.12; αὐγῆς Id.Off.3, etc.: Rhet., style of writing, τὰ εἴδη τῶν λόγων Isoc.13.17, cf. Arist.Rh.Al. 1441b9 (pl.); later, definite literary form, Men.Rh.init., Procl.Chrest. p.243 W., EM295.52; also, example of a style, ὅλοις εἴδεσι Isoc.15.74; later, single poem, applied to Pindar's odes by Sch.; also, written statement, ἀναγνωσθέντος εἴδους PAmh.2.65.11 (ii A.D.), cf. PTeb.287.12 (ii A.D.).
III class, kind, πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος Isoc.15.280, cf. D.24.192: freq. in Pl., περὶ παντὸς τοῦ εἴδους… ἐν ᾧ… Tht. 178a; ἑνὶ εἴδει περιλαβεῖν ib.148d; εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν εἶδος ib. 205d, etc.; logical species, Sph.235d; ἓν εἶδος ἀποχωρίζειν Plt.262e; τὰς διαφορὰς ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται, ib.285b, al., cf. Arist.Metaph. 1057b7, al., Cat.2b7; as a subdivision of γένος, Id.Rh.1393a27; ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ γένους πεύκη, εἴδει διαφέρουσα, Dsc.1.69.
2 = ἰδέα II.2, Pl.Phd. 103e, R.596a, Prm.132a, al., Arist.Metaph.990b9, al., etc.
3 form, opp. matter (ὕλη), Id.Ph.187a18, al., Metaph.1029a29: hence, formal cause, essence, ib.1032b1, etc.
IV in later Gr., wares of different kinds, goods, POxy.109.1 (iii/iv A.D.), PFay.34.7 (ii A.D.): hence, payments in kind, opp. χρυσίον, Just.Nov.17.8, cf. Cod.Just.1.4.18, al.; spices, Lyd.Mag.3.61; groceries, Anon.post Max.p.120 L.; εἶδος ἰατρικόν drug, Hsch. s.v. νίτρον, cf. Hippiatr.129.54 and v. ἑξάειδος, τετράειδος, τρίειδος; of a chemical reagent, Zos.Alch.p.205 B.
Spanish (DGE)
εἴδεος, τό
• Alolema(s): ϝεἶδος Alcm.1.58
A Irel. el aspecto o la forma externa
1 de seres vivos apariencia, aspecto, forma como ac. de rel. Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε Il.3.39, εἶδος ἀγητοί de los argivos Il.5.787, εἶδος ... κακός, ἀλλὰ ποδώκης Il.10.316, cf. 21.316, Hes.Th.259, εἶδος ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174, ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107, ἀνὴρ μὲν ἡμῖν οὑτοσὶ καὶ δὴ γυνὴ τό γ' εἶδος he aquí a nuestro hombre, ahora también mujer, al menos en apariencia Ar.Th.267, cf. Pl.Smp.215b, Arist.HA 505b13, Phgn.808a25, 808b8, en otros casos καὶ εἴδεα αὐτῶν (τῶν θεῶν) σημήναντες y determinando sus formas externas Hdt.2.53, τά τε εἴδεα τῶν ἀνθρώπων εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ἐστι Hp.Aër.5, πῶς ... εἴδη τε γενοίατο χροῖά τε θνητῶν τόσσ' cómo se produjeron tantas formas y colores de seres mortales Emp.B 71.4, cf. 98.5, κάλλιστον ... εἶδος ἐν τοῖς ἄρρεσι τὸ θῆλυ Critias B 48, εἶδος θνητὸν ἀλλάξας ἔχω he revestido esta apariencia mortal E.Ba.53, Ἐσθὴρ εἶδος ἔτευξεν ἐράσμιον Gr.Naz.Mul.Orn.291, εἶδος θεϊκὸν βροτοείκελον ref. a Cristo ICr.2.24.13.12 (Retimna IV d.C.), de un perro καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε Od.17.308, distinto de μορφή: θεὸν ... ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς el dios ... que cambia su aspecto de muchas formas Pl.R.380d
•contextualmente rostro, cara σὲ δὲ μή τι νόος κατελεγχέτω εἶδος nunca tu pensamiento desmienta tu cara Hes.Op.714
•a veces como sinón. de cuerpo op. φρένες Od.14.177, 17.454, παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον un hermoso cuerpo de virgen, deseable de Pandora, Hes.Op.63, τά τε εἴδεα ἐπὶ τὸ πλῆθος αὐτῶν ἀτονώτερα εἶναι Hp.Aër.3, cf. 10, Nat.Hom.9, 17, συγγενὲς εἶδος Hp.Hum.1
•uso perifr. por persona ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; ¿acaso es ésta la noble figura de Electra? S.El.1177
•belleza, hermosura ἁ δὲ δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼ τὸ Ϝεἶδος Alcm.1.58, Ἑλένας περὶ εἴδει Ibyc.1(a).5, τὸ εἶδος τῆς γυναικός Hdt.1.8, cf. 1.199, 6.127, Gorg.B 22, Colluth.129.
2 de partes del cuerpo y de cosas forma frec. c. gen. σχῆμα καὶ εἶδος τοῦ χειριζομένου la posición y la forma de la parte operada Hp.Off.3, cf. Mochl.6, τὰ εἴδεα τῶν μελέων Hp.Nat.Puer.19, de las figuras en un tapiz, Plu.Them.29, αἴσθησις ἡ τῶν συνθέτων εἰδῶν κριτική sentido capaz de discernir las formas compuestas de las imágenes Placit.4.10.1
•de abstr. manifestación visible τὰ τῆς μαντικῆς εἴδη las manifestaciones visibles de la mántica, e.e. la práctica de la mántica Ph.2.221
•marca, huella sinón. de τύπος en las almas jóvenes, Ph.2.447
•geom. forma, figura τὸ δὲ τοῦ σώματος εἶδος πᾶν καὶ βάθος ἔχει toda forma corpórea posee también profundidad Pl.Ti.53c, ὁτὲ μὲν ἄλλο ἀεὶ γίγνεσθαι τὸ εἶδος, ὁτὲ δὲ ἕν Arist.Ph.203a15, εἴ κα ὁμοῖα εἴδεα ἀναγραφέωντι Archim.Spir.10, τοῦ εἴδους ἡ πλαγία πλευρά Apollon.Perg.Con.1.14, δοθὲν ἄρα τὸ ΦXP τρίγωνον ὀρθογώνιον τῷ εἴδει καὶ τῷ μεγέθει Papp.42, cf. Euc.Dat.def.3, 53, Papp.196, Procl.in Euc.205.17, 271.14
•astr. fase, figura πᾶν τὸ ὅμοιον εἶδος ἀπὸ τοῦ ὁμοίου εἴδους πᾶσι τοῖς ἄστροις δι' ἐνιαυτοῦ γίνεται Gem.13.20, cf. 29
•gram. forma verbal ὅταν δὲ τῶν ῥημάτων ἀλλάττῃ τὰ εἴδη τῶν παθητικῶν καὶ ποιητικῶν D.H.Amm.2.7.1
•métr. esquema formal, forma εἶδος δ' αὐτοῦ (τετραμέτρου) ἐγὼ δείξω en un manual BKT 5(2).140 (III d.C.)
•ret. forma συνεστραμμένον τὸ εἶδος forma estructurada del período oratorio, Demetr.Eloc.20.
II 1imagen real de un objeto visible, sinón. de εἴδωλον: τοῖς προσπίπτουσιν ἀπὸ τῶν ὁρατῶν <εἴδε>σιν ... ὁρῶμεν Plu.2.626a
•imagen mental, representación mental de una abstracción, concepto ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶδος δύο ὀνόματα si un sólo concepto da lugar a dos palabras Aen.Tact.24.1, ἁπλῶς δ' οὐδὲν εἶδος τῶν μελλόντων ἔγνωσαν sencillamente ni se imaginaban lo que les esperaba Plb.36.7.1.
2 imagen, estatua, figura sinón. de εἰκών: τὴν δὲ παρατήρησιν τῶν ... ἱερῶν εἰδῶν IEphesos 27.91 (II d.C.), Ἀρτέμιδος IEphesos 1351 (IV d.C.).
III indic. clasificación clase, tipo, variedad como elemento diferenciador de una casuística, gener. c. gen. καὶ τῶν ἀλλέων πασέων παιγνιέων τὰ εἴδεα, πλὴν πεσσῶν Hdt.1.94, τὸ εἶδος τῆς νόσου de la peste, Th.2.50, πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος todo tipo de pruebas Isoc.15.280, ἔστιν ... δύ' εἴδη περὶ ὧν εἰσιν οἱ νόμοι κατὰ πάσας τὰς πόλεις hay dos tipos de leyes en todas las ciudades D.24.192, οὐκοῦν εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν ἡ συλλαβὴ εἶδος ἐκείνῳ; Pl.Tht.205d, τὸ μὲν οὖν περὶ τῆς τοιαύτης στρατηγίας ἐπισκοπεῖν νόμων ἔχει μᾶλλον εἶδος ἢ πολιτείας en el primer caso, en verdad, hacer un estudio sobre tal régimen militar atañe más al tipo de las legislaciones que al de una constitución Arist.Pol.1286a3
•cien., opone modos diversos de una entidad ὁ ... ἀριθμὸς ἔχει δύο μὲν ... εἴδη, περισσὸν καὶ ἄρτιον Philol.B 5, εἴδεα (τῶν πυρετῶν) ... ἐστὶ τέσσερα Hp.Nat.Hom.15, cf. Epid.3.12, εἴδη τρία τῶν ἀλγη[μ] άτων Diog.Oen.48.2.1, ἔχει ... ὁ ἀνὴρ ὑγροῦ τέσσερα εἴδεα ἐν τῷ σώματι Hp.Morb.4.32, cf. Off.3, ἕν ἐστι τούτων (λίθων) εἶδος de la magnetita, Phld.Sign.1.25
•mús. διὰ τεσσάρων ... τρία εἴδη de los tonos, Aristox.Harm.92.13, cf. 74.18, μελῳδιῶν εἴδη ἕξ Aristid.Quint.17.10, τῆς μουσικῆς εἴδη Anon.Bellerm.13, εἶδος τι ὀρχήσεως Procl.Chr.56, cf. 37, Demetr.Lac.Herc.1012.36.3
•en ret. τὰ εἴδη τῶν λόγων tipos de discursos Isoc.13.17, λοιπὸν δέ ἐστιν ἡμῖν εἶδος τό τε κατηγορικὸν <καὶ τὸ ἀπολογικὸν> καὶ τὸ ἐξεταστικόν Anaximen.Rh.1441b30, τὰ εἴδη τοῖς εἴδεσιν ἐπένειμεν clasificó las odas (de Píndaro) por tipos, EM 295.52G.
•gram. εἴδη ἀντωνυμίας D.T.640.17, Sch.D.T.90.8, τὰ ἐν ὀνόμασι εἴδη Gramm.Pap.12.6.
IV 1forma, estado ὅταν μή τι νεωτεροποιηθῇ ἐν τῷ ἄνω εἴδει siempre que no se produzca ninguna novedad en el estado anterior ref. al curso de una enfermedad, Hp.Epid.2.1.4, ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι del alma, Pl.Phd.91d, ἐν τέρατος εἴδει γένεσθαι Pl.Cra.394d, ἐν φαρμάκου εἴδει a modo de medicina Pl.R.389b.
2 situación σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει ... τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62
•plan de acción, táctica ἐπὶ τὸ εἶδος τρέπεσθαι aplicarse a un plan de acción Th.6.77, cf. 8.56, ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι tomar otra línea de conducta Ar.Pl.317.
3 forma de gobierno οἱ δὲ τῶν τετρακοσίων μάλιστα ἐναντίοι ὄντες τῷ τοιούτῳ εἴδει Th.8.90, τὸ ... τῆς βασιλείας καὶ μοναρχίας εἶδος el sistema real y monárquico Plb.6.8.1, cf. 15.1.
4 gram. modo verbal παρέπεται δὲ τοῖς ῥήμασι πρόσωπα, εἴδη, χρόνοι Hdn.Sol.302, cf. 303.
B usos cien. y fil.
I 1especie como subdivisión del γένος ‘género’:
a) fil. πολλαὶ οὖσαι ἑνὶ εἴδει Pl.Tht.148d, ἔγωγέ μοι καὶ νῦν φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη τῆς μιμητικῆς en cuanto a mí, parece que distingo dos especies del arte imitativo Pl.Sph.235d, τῆς ῥητορικῆς εἴδη τρία Arist.Rh.1358a36, cf. 1393a28, εἴδη τῶν χρωμάτων Arist.Sens.440b23, τὸν ἀριθμόν ... κατ' εἴδη δύο διαιρεῖν Pl.Plt.262d, τὰς διαφορὰς ... ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται Pl.Plt.285b, τινες οὐσίας λέγουσιν εἶναι τά τ' εἴδη καὶ τὰ μαθηματικά dicen algunos que las Especies y Realidades Matemáticas son substancias Arist.Metaph.1042a12, cf. Syrian.in Metaph.32.29, τῶν δὲ δευτέρων οὐσίων μᾶλλον οὐσία τὸ εἶδος τοῦ γένους Arist.Cat.2b7, τὸ ... γένος εἴδους διαφέρει κατὰ τὸ ἔλαττον Ph.1.590, τὸ προσόδιον καὶ τὰ ἄλλα προειρημένα ... ἀντιδιαστέλλοντες τῷ ὕμνῳ ὡς εἴδη πρὸς γένος Procl.Chr.39
•en constr. prep. κατὰ τὸ εἶδος, κατ' εἴδη op. κατὰ γένος por especie, especifícamente Arist.Metaph.1010a25, Demetr.Lac.Herc.1012.15.2, cf. 36.4, νοσήματα κατ' εἴδη τε καὶ γένη διαιρούμενοι Gal.7.42, καὶ κατὰ εἶδος εἰ βουλοίμην λέγειν Vett.Val.326.13, κατ' εἶδος ἀφθαρσίαν ἀπονέμων τοῖς κατ' οὐρανὸν ἅπασιν asignando una incorruptibilidad específica a todo lo celeste Attic.6.11, cf. Porph.Sent.35, Hom.Clem.4.24, ἐπ' εἴδους detalladamente Longin.13.3, 43.6, en dat. equiv. a un adv. τὰ μὲν ἀριθμῷ τὰ δὲ εἴδει unas veces numéricamente, otras específicamente Arist.GC 338b13, cf. Mete.357b28;
b) mat. especie τοῦτο τὸ εἶδος καλεῖται διπλοισότης de las ecuaciones de segundo grado, Dioph.96.9, cf. 14.14, de triángulos, Dioph.416.1, 424.1;
c) bot. especie vegetal ἔστι δὲ τοῦ αὐτοῦ γένους ... πεύκη, εἴδει διαφέρουσα Dsc.1.69.
2 Idea como forma pura, Forma ideal, exenta
a) gener. εἰ μὲν εἰδέων τεὰ πραγματεία si de las formas hubiera un tratamiento concreto, e.d. científico Archyt.B 4;
b) en fil. platónica εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώθαμεν τίθεσθαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά pues acostumbramos a postular una Idea única para cada multiplicidad de cosas Pl.R.596a, οἶμαί σε ἐκ τοῦ τοιοῦδε ἓν ἕκαστον εἶδος οἴεσθαι εἶναι pienso que tú crees que cada Forma es una por la siguiente razón Pl.Prm.132a, ἔστιν ... ὥστε μὴ μόνον αὐτὸ τὸ εἶδος ἀξιοῦσθαι τοῦ αὑτοῦ ὀνόματος εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον Pl.Phd.103e, en ref. aristotélicas ταῦτα (τὰ ἐναντία) ποιεῖ ὕλην τὸ δὲ ἓν τὸ εἶδος (Platón) hace de estos contrarios la materia y del Uno la forma Arist.Ph.187a18, καθ' οὓς τρόπους δείκνυμεν ὅτι ἔστι τὰ εἴδη, κατ' οὐθένα φαίνεται τούτων Arist.Metaph.990b9;
c) entre los neoplatónicos ἡ μονὰς ... εἶδος εἰδῶν τυγχάνει, ὡς τέχνη τις τεχνικῷ καὶ νόησις νοητικῷ Theol.Ar.4, cf. 34, εἰ δὲ τῶν ὄντων εἶδος ὁ ἀριθμός Theol.Ar.17, ἔστι δέ τι ὂν τὸ εἶδος la Forma es un tipo particular de Ser Procl.Inst.157;
d) crist. εἶδος εἰδοποιὸν ἐν τοῖς ἀνειδέοις Forma que provee de forma a los sin forma ref. a la divinidad de Cristo, Dion.Ar.DN 2.10.
II en Arist.
1 forma op. ὕλη ‘materia’ εἶδος γὰρ οὐκ ἔχει ἡ ὕλη ya que la materia no tiene forma Arist.Ph.207a25, cf. 207b1, Metaph.1029a29, οἷον σὺ σαυτῷ καὶ τῷ εἴδει καὶ τῇ ὕλῃ ἕν por ejemplo, tú con relación a ti mismo eres uno por la forma y por la materia Arist.Metaph.1054a35, cf. b5, 10, op. οὐσία ‘entidad’ ὥστε φανερὸν ὅτι ἡ οὐσία καὶ τὸ εἶδος ἐνέργειά ἐστιν de manera que es evidente que la entidad y la forma específica son acto Arist.Metaph.1050b2.
2 causa formal εἶδος δὲ λέγω τὸ τί ἦν εἶναι ἑκάστου καὶ τὴν πρώτην οὐσίαν y llamo causa formal a la esencia de cada cosa y a la substancia primera Arist.Metaph.1032b1, unido a τὸ παράδειγμα Arist.Metaph.1013a26, Ph.194b26.
III otros usos esp.
1 ret. proposición especial op. a τόπος: λέγω δ' εἴδη μὲν τὰς καθ' ἕκαστον γένος ἰδίας προτάσεις llamo proposiciones a los enunciados propios que se refieren a cada uno de los géneros Arist.Rh.1358a31.
2 objeto de conocimiento οἶμαι δ' ἔγωγε καὶ τὰ ὀνόματα αὐτὰς (τὰς τέχνας) διὰ τὰ εἴδεα λαβεῖν yo opino que también tomaron ellas (las ciencias) sus nombres de los objetos Hp.de Arte 2, εἶδος δὲ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης τὸ ἄρχειν gobernar es el objeto del conocimiento político Olymp.in Alc.178.
3 diferencia específica ἐν εἴδεσιν· ἐν διαφοραῖς Hsch.ε 2864.
C usos deriv.
I concr., sin idea de división
1 objeto esp. de tipo cotidiano (ropas, utensilios, etc.) ἀρόντων ἔνγραφα καὶ ἕτερα εἴδη ... λαθραίως TAM 5.231.9 (Lidia III d.C.), cf. SB 13260.21 (IV d.C.), ἀντλητικὸς κάδος καὶ ἕτερον εἶδος χάλκεον SB 15036.12 (II d.C.), τὰ προειρημένα ἐσθήματα καὶ διάφορα εἴδη SB 7033.50 (V d.C.), λόγος εἰδῶν POxy.109.1 (III/IV d.C.)
•mercancía, género, producto esp. de tipo agrícola ἐβάρησα ἐν ἄλλοις εἴδεσι τὸν ναυτικόν BGU 1674.9 (II d.C.), cf. PKell.G.96.593, 848 (IV d.C.), SB 8029.18 (VI d.C.)
•empleados como medio de pago en especie τὴν τιμὴν τῇ μητρί μου ἀποκατάστησον ἢ τὸ εἶδος BGU 276.23 (II/III d.C.), ἀπέστειλα ἐν εἴδεσιν ... τὴν τιμή<ν> PIand.11.6 (III d.C.), εἴτε ἐν εἴδεσιν εἴτε ἐν χρυσίῳ Iust.Nou.17.8, cf. Lyd.Mag.3.61, Cod.Iust.1.4.18
•pieza, colgante φυλακτήριον ἔχον εἴδη ε α SB 15251.6 (VII d.C.)
•componente, ingrediente νίτρον· εἶδος ἰατρικόν Hsch.ν 90, cf. Hippiatr.129.54.
2 alquim. materia καὶ εἴδους ἐροῦμεν βαφήν, εἴσκρισιν ... también a propósito de nuestra materia hablaremos de tinción, penetración ... ref. al «polvo seco» utilizado como reactivo, Zos.Alch.205.6.
3 especie en Egipto n. de diversos impuestos prob. en origen pagados en especie y gener. impuesto τὴν εἴσπραξιν ποιήσασθαι ... μονοδεσμίας χόρτου καὶ ἄλλων εἰδῶν νομαρχίας PFay.34.7 (II d.C.), εἴδη ἐλαικά PFay.64.4 (II d.C.), ἐπὶ τρίτῳ μέρει τῷ μεμισθωμένῳ τῶν ... γενημάτων καθαρῷ ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους PSoterichos 1.15, cf. 2.13 (ambos I d.C.), POxy.3638.24 (III d.C.), cf. PRyl.213.53 (II d.C.), PMil.Vogl.301.28 (II d.C.)
•pago, suma en gener. PAbinn.30.16, 21 (IV d.C.)
•pago en especie ἀπέστειλα ἐν εἴδεσιν τὴν τιμήν envié el precio en especie, PIand.11.6 (III d.C.) en BL 6.56, τὴν τιμὴν τῇ μητρί μου ἀποκατάστησον ἢ τὸ εἶδος BGU 276.23 (II/III d.C.), op. χρυσίον Lyd.Mag.3.61, Iust.Nou.17.8, cf. Cod.Iust.1.4.18.
4 informe, expediente, dossier administrativo, esp. en rel. c. el conventus judicial del prefecto τὸ μεταδοθέν σοι ὑπὸ τοῦ ἐγλογιστοῦ εἰς ἐξέτασιν εἶδος PSI 1109.7 (I d.C.), cf. PTeb.287.12, PAmh.65.11 (ambos II d.C.), ἀνεξέταστα εἴδη POxy.4061.6 (II d.C.), εἴδη ... κελευσθέντα ... διακριθῆναι ἐπέστειλα SB 11477.13 (III d.C.), cf. PPetaus 25.5 (II d.C.), εἶδος ἀναπεμφθὲν ὑπὸ τοῦ διέποντος τὴν ἐγλογιστίαν τοῦ νομοῦ POxy.3601.5 (III d.C.)
•cláusula, disposición parte de un documento mayor εἰς τὸν ... νόμον καταχωρισθήτω τὸ ὑπογεγραμμένον εἶδος SEG 43.369.3 (Anfípolis II a.C.), εἶδος ὁρκίου γενομένου Ῥωμαίων καὶ Πλαρασέων IAphrodisias 1.9.7, cf. 1 (I a.C.).
5 astr. lugar sinón. de τόπος celeste ἕκαστον γὰρ εἶδος σχηματογραφίας ... ἐστὶ δυναστικόν Vett.Val.83.25.
II concr., c. idea de división
1 sección, parte de una obra literaria οἶμαι δὲ ὑμῖν ὄγδοον καὶ εἰκοστὸν εἶδος ἀκροάσεως ... τουτὶ νῦν ἠδολεσχῆσθαι Epicur.Nat.28.13.13.7, de discursos οὐ μόνον μικροῖς μέρεσιν, ἀλλ' ὅλοις εἴδεσιν ... χρῆσθαι πρὸς ὑμᾶς Isoc.15.74, τῆς ῥητορικῆς ἁπάσης τριχῶς διαιρουμένης ὡς μέρεσιν ἢ εἴδεσιν Men.Rh.331
•pieza literaria, ref. a los epinicios pindáricos τὸ τεσσαρεσκαιδέκατον εἶδος μονοστροφικόν ἐστιν Sch.Pi.O.14T.
•división μέρη τῆς ψυχῆς ἢ εἴδη τρία Dam.Fr.30a.
2 milit. sección, destacamento χιλίαρχοι λογχοφόροι εἴδους Βιθυνῶν δευτέρων SEG 8.357 (Egipto II a.C.).
3 parte, división μήνιγγας καὶ τὰ ἐντὸς εἴδη meninges y partes internas del cuerpo, Vett.Val.17.29, καθ' ὁμάδα ... ἢ κατ' εἶδος en su totalidad o en parte, Iust.Nou.1.1.proem.
4 cuadra, manzana de casas ἀπὸ εἴδους Κωμογραμματέων τῆς Ἀμμωνιακῆς POxy.2975.5 (II d.C.) en BL 7.155.
III crist. visión, vista op. la fe διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν οὐ διὰ εἴδους pues caminamos por fé, no por visión 2Ep.Cor.5.7.
• Etimología: Cf. ai. védas- < *u̯eidos, tema en -s sobre la r. que da lugar a ἔ(ϝ)ιδον, (ϝ)οῖδα, etc. Cf. tb. aesl. vidŭ ‘εἶδος’, lituan. véidas ‘rostro’, etc.
-εος, τό
calor ἄμβροτα δ' ὅσσ' εἴδει τε καὶ ἀργέτι δευέται αὐγῇ cuantos seres inmortales están empapados de calor y luz radiante, ref. a los astros o partículas del aire, Emp.B 21.4, cf. 62.5, πίλημα ... ἄλκαρ εἴδεος ἐνδίοιο sombrero como resguardo del calor del mediodía Call.Fr.304 (cj., ap. crít.), εἴδεος· θάλπους, καύματος Hsch.
• Etimología: Prob. rel. ἱδρώς, q.u.
German (Pape)
[Seite 724] τό (s. εἴδω), das in die Augen Fallende; – 1) Ansehen, Gestalt; Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε Il. 3, 39; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ὲῴκει, glich ihm an Gestalt, Größe u. Wuchs, 2, 57; εἶδος ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, 21, 316, der βίη entgegenstehend, mehr schöne Gestalt, wie Od. 17, 454 οὐκ ἄρα σοί γ' ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν; Her. παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους 8, 105; vgl. 1, 199; οὔτ' εἶδος, οὔ. τε θυμόν, οὕθ' ὅπλων σχέσιν μωμητός Aesch. Spt. 489; ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Soph. El. 1168, wie sonst δέμας umschreibend. So auch in Prosa; τὸ τοῦ σώματος εἶδος Plat. Tim. 53 c; τόγε εἶδος ὁμοῖος εἶ τούτοις Conv. 715 b; ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Rep. II, 380 d; τοὺς τὰ εἴδη βελτίστους Xen. Cyr. 4, 5, 57. Von Tieren, vom Hunde, εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε Od. 17, 308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα, bunt von Ansehen, Her. 3, 107; vgl. Xen. Cyn. 3, 3. 4, 2. – 2) Bei Arist. u. sp. Philosophen die Form, der Materie, ὕλη, entgegengesetzt, phys. ausc. 2, 1. 4, 1; Plut. öfter. Bei Plat. die Idee, das Urbild der Dinge im Geiste, dah. τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Conv. 210 b. – 3) Beschaffenheit, Art, τῶν παιγνιέων τὰ εἴδεα Her. 1, 94; εἶδος νόσου Thuc. 2, 50; τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα 3, 82; Art des Verfahrens, 6, 77. 8, 56; εἰς εἶδος τιάρας, nach Art einer Tiara, Hdn. 5, 5, 4. Dah. die Art, Gatt ung, εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώθαμεν τίθεσθαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν Rep. X, 576 a; Species, im Gegensatz des γένος oft bet Plat.; αὐτὰ τὰ γένη τε καὶ εἴδη Parm. 129 c; ὅτι καὶ ἀνθρώπων εἴδη τοσαῦτα ἀνάγκη τρόπων εἶναι ὅσαπερ καὶ πολιτειῶν Rep. VIII, 544 d; δύο τῆς κατηγορίας εἴδη λέλειπται Aesch. 1, 116.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. aspect extérieur, d'où
1 forme du corps, air d'une personne ou d'une chose ; au plur. les traits (du visage) ; particul. beauté;
2 p. ext. (en poésie) la personne elle-même;
II. forme en gén.
1 forme d'une chose dans l'esprit, idée;
2 forme propre à une chose ; genre, sorte, caractère d'une maladie ; forme de gouvernement;
4 espèce, forme spécifique;
5 manière particulière de diriger qch (une opération, une discussion, etc.) ; méthode, façon.
Étymologie: p. Ϝεῖδος, de la R. Ϝιδ, voir ; cf. *εἴδω ; lat. video.
Russian (Dvoretsky)
εἶδος: εος τό [*εἴδω
1 вид, внешность, образ, облик (εἶ τε μέγεθός τε ἐοικέναι τινί Hom.): εἴδεος ἐπαμμένος Her. красивой наружности; τὸ εἶδος и τὰ εἴδη Xen., Plat., Arst. видом, по виду, на вид; описательно: εἶδος Ἠλέκτρας Soph. = Ἠλέκτρα;
2 красивая наружность, красота: εἶδος καὶ φρένες Hom. красота и ум;
3 вид, характер, род (νόσου Thuc.): ἐν εἴδει τινός εἶναι Plat. являться видом или разновидностью чего-л.; τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Thuc. разнородные вещи;
4 образ, способ: ἐπὶ τοῦτο τὸ εἶδος τρέπεσθαι Thuc. прибегать к этому способу;
5 форма правления, государственный строй: ἐναντίοι ὄντες τῷ τοιούτῳ εἴδει Thuc. будучи противниками этого политического режима;
6 лог. вид (γένη καὶ εἴδη Plat., Arst., Plut., Sext.);
7 филос. (у Платона) эйдос, идея (νοητὰ καὶ ἀσώματα εἴδη Plat.): τὸ ἐπ᾽ εἴδει καλόν Plat. эйдетическая (т. е. идеальная, абсолютная) красота;
8 филос. форма (τὸ εἶδος καὶ τὸ παράδειγμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εἶδος: εἴδεος, τό: (*εἴδω Α) ὅ,τι φαίνεται, μορφή, σχῆμα, κάλλος, Λατ. species, forma· συχν. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς παρ’ Ὁμ., ὅστις καὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀπολύτως κατ’ αἰτ. ὡς προσδιορισμὸν τοῦ κατά τι μετ’ ἐπιθέτων, εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, ὅμοιος, κτλ.· ἐνίοτε κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰς φρένας, ὤ πόποι, οὐκ ἄρα σοίγ’ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν, ἄλλοτε πρὸς τὴν σωματικὴν ῥώμην, ἴδε Ὀδ. Ρ. 454· οὔτε βίην χραισμησέμεν οὔτε τι εἶδος Ἰλ. Φ. 316· εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἐσκεθέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, ἐὰν κατὰ τὴν μορφήν του ταύτην εἶχε καὶ ταχύτητα ἀνάλογον, περὶ τοῦ κυνὸς Ἄργου, Ὀδ. Ρ. 308, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 107· ἴδε ἐν λ. δέμας. 2) ὡραία μορφή, κάλλος, ὡς τὸ Λατ. forma, Ὀδ. Ρ. 454, Ἡρόδ. 1. 199., 8. 105, κτλ.· ὄψις τοῦ προσώπου, χρῶμα, εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρὰ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) Περιφρ. τὸ σχῆμα, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸ δέμας, ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Σοφ. Ἠλ. 1177. ΙΙ. εἶδος, ἰδιαίτερον εἶδος ἢ ἰδιαιτέρας φύσεως, τῶν ἄλλων παιγνιέων τὰ εἴδεα Ἡρόδ. 1. 94· τὸ εἶδος τῆς νόσου Θουκ. 2. 50, κτλ.· ἐν εἴδει τινὸς εἶναι ἢ γενέσθαι: - ἐν ἁρμονίας εἴδει οὖσα, οὖσα ὁμοία πρὸς ἁρμονίαν, δηλ. ἡ ψυχή, Πλάτ. Φαίδων 91D, Κρατ. 394D· ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει, ὡς φάρμακον, ἐν εἴδει φαρμ., Πολ. 389Β· νόμων ἔχει εἶδος, ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν νόμων, Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 2. 2) ἰδιαιτέρα κατάστασις πραγμάτων, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει... τοῦτο ἔπραξαν Θουκ. 3. 62. 3) ἰδιαίτερον σχέδιον ἢ τρόπος ἐνεργείας, ἐπὶ εἶδός τι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 5. 77., 8. 56. ΙΙΙ. τάξις, διαίρεσις, εἴτε γένους εἴτε εἴδους, περὶ παντὸς τοῦ εἴδους..., ἐν ᾧ Πλάτ. Θεαίτ. 178Α· ἑνὶ εἴδει περιλαμβάνειν αὐτόθι 148D· εἰς ταὐτὸν ἐμπίπτειν εἶδος αὐτόθι 205D, κτλ.· λογικὸν σχῆμα ἢ εἶδος, Πλάτ. Σοφ. 246C, Πολιτ. 262Ε, 285Β, κτλ.· ἴδε Γεωργ. Γροτίου (G. Grote) Πλάτωνα 2. σ. 467 κἑξ.· - παρέλαβε δὲ τὴν λέξιν μετὰ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἀκριβέστερον ὥρισεν αὐτὴν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ λογικῇ, ἴδε Κατηγ. 45. 2) παρὰ Πλάτωνι ὁ πληθ. τὰ εἴδη πολλαχοῦ ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἰδέαι (ἴδε ἰδέα ΙΙ. 2), Φαίδων 103Ε, Πολ. 597Α, Παρμ. 132D, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3 κἑξ., κ. ἀλλ.· τὸ ἐπ’ εἴδει καλόν, τὸ ἰδεῶδες καλόν, ἡ ἰδεώδης καλλονή, Πλάτ. Συμπ. 210Β. 3) παρ’ Ἀριστ. ἡ ἐξωτερικὴ ὑπόστασις, ἡ μορφὴ ἢ τὸ σχῆμα τῆς ὕλης ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὴν τὴν οὐσίαν αὐτῆς, τὴν κυρίως ὕλην, Φυσ. 1. 4, 1., 7, 10., 2. 1, 9., 4. 1, 3, κ. ἀλλ.: - ἐντεῦθεν, ἡ εἰδικὴ αἰτία, ἡ οὐσία, ἡ φύσις = τὸ τί ἦν εἶναι, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 7., 6. 7, 4., 6. 8, 2, κ. ἀλλ. πρβλ. εἰμὶ ϛ΄, 2. IV. τὰ εἴδη, ἀρώματα (πρβλ. τὴν παλαιὰν Γαλλ. λέξ. espices, ἐκ τῆς Λατ. species), λεπτὰ καὶ πολύτιμα πράγματα, παρ’ Ἱππ. 645. 16 καὶ παρὰ μεταγεν. V. μαθηματικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ.
English (Autenrieth)
εος (ϝιδ), dat. εἴδεϊ: appearance, looks, especially of the human countenance, and mostly with a suggestion of beauty; freq. as acc. of specification with adjectives, and often coupled w. μέγεθος, φυή, δέμας. Of a dog, ταχὺς θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, a fast runner ‘with all that good looks,’ Od. 17.308.
English (Slater)
εἶδος (ϝειδ- (O. 8.19) ) form; beauty ἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε (O. 8.19) εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν (sc. νεφέλα) (P. 2.38) εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός, αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος (P. 4.264) ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο sc. of Cyrene (P. 9.108)
English (Strong)
from εἴδω; a view, i.e. form (literally or figuratively): appearance, fashion, shape, sight.
English (Thayer)
εἴδους, τό (ἘΙΔΩ), in the Sept. chiefly for מַרְאֶה and תֹּאַר; properly, that which strikes the eye, which is exposed to view;
1. the external oppearance, form, figure, shape, (so from Homer down): σωματικῷ εἴδει, τό εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ, διά εἴδους, as encompassed with the visible appearance (of eternal things) (see διά, A. I:2), by sight i. e. beholding (Luth.: im Schauen); but no example has yet been adduced from any Greek writings in which εἶδος is used actively, like the Latin species, of vision; (στόμα κατά στόμα, ἐν εἴδει, καί οὐ δἰ ὁραμάτων καί ἐνυπνίων, Clement. homil. 17,18; cf. Sept.).
2. form, kind: ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε, i. e. from every kind of evil or wrong, πονηρός, under the end); (Josephus, Antiquities 10,3, 1 πᾶν εἶδος πονηρίας. The Greeks, especially Plato, oppose τό εἶδος to τό γένος, as the Latin does species to genus. Cf. Schmidt, chapter 182,2).
Greek Monolingual
το (AM εἶδος)
1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα
2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα
μσν.- νεοελλ.
1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῖν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.)
2. πράγμα
μσν.
στον πληθ. α) χαρακτηριστικά
β) αγαθά
αρχ.
1. ιδέα (ως όρος της φιλοσοφίας)
2. περιφραστικά με γεν. προσώπ. για να δηλώσει το πρόσωπο («ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε» [[[αντί]]: η Ηλέκτρα], Σοφ.)
3. ωραία όψη
4. στον πληθ. διακοσμητικά σχέδια
5. ιατρ. ιδιοσυγκρασία
6. μουσ. η μουσική κλίμακα ταυτόσημη με το σχήμα
7. (φιλοσ.) στον πληθ. εἴδη
σχήματα, διάφορες κατηγορίες ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδος < (F)εῖδ-ος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα weid- που σημαίνει «βλέπω» (πρβλ. απρμφ. ιδείν του αορ. είδον) αλλά και «γνωρίζω, ξέρω» (πρβλ. παρακμ. οίδα < (F)oıδ-a «έχω δει», άρα «ξέρω»). Ο τ. είδος αντιστοιχεί μορφολογικά σε αρχ. ινδ. vedas- «κτήση, απόκτηση», ενώ ο αόρ. είδον διαφέρει σημασιολογικά από τον αρχ. ινδ. αόρ. avidam «βρήκα, απέκτησα». Στενότερη σημασιολογική σχέση με το είδος φαίνεται να παρουσιάζει το αρχ. σλαβ. vidŭ «είδος, θεωρία» < weido(s), λιθ. veidas «όψη, πρόσωπο», αρχ. άνω γερμ. wĩsa «τρόπος». Η λ. είδος εμφανίζεται ως β' συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής με τη μορφή -ειδής].
Greek Monotonic
εἶδος: -εος, τό (*εἴδω Α),·
I. αυτό που διακρίνει, μορφή, σχήμα, φιγούρα, Λατ. species, forma, σε Όμηρ.· απόλ. με αιτ., εἶδος ἄριστος κ.λπ.
II. 1. μορφή, είδος, ιδιαίτερο είδος ή φύση, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ιδιαίτερη κατάσταση των πραγμάτων ή πορεία, εξέλιξη, ο ρους της πράξης, της ενέργειας, σε Θουκ.
III. τάξη, κατηγορία, είδος, είτε γένους είτε είδους, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
εἶδος, εος, [*εἴδω A]
I. that which is seen, form, shape, figure, Lat. species, forma, Hom.; absol. in acc., εἶδος ἄριστος, etc.
II. a form, sort, particular kind or nature, Hdt., etc.
2. a particular state of things or course of action, Thuc.
III. a class, kind, sort, whether genus or species, Plat., etc.
Frisk Etymology German
εἶδος: {eĩdos}
Grammar: n.
Meaning: ‘species, Aussehen, Gestalt, Beschaffenheit, Gattung (auch Liedgattung), Zustand' (seit Il.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in εὐειδής wohlgestaltet (seit Il.); als Vorderglied u. a. in εἰδεχθής von häßlichem Aussehen (Thphr. u. a.), εἰδοποιός [[ein εἶδος bildend]] (Arist. u. a.) neben εἰδοποιέω mit Gestalt ausrüsten, abbilden (hell. u. sp.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum εἰδύλλιον Einzellied, Gedicht, "Idyll" (Sch.; zur Bildung Leumann Glotta 32, 214ff., zur Bed. Bickel Glotta 29, 29ff., Zucker Hermes 76, 382ff.); Adjektiva εἰδάλιμος schöngestaltet (ω 279, nach κυδάλιμος; Leumann Hom. Wörter 248 m. A. 1 m. Lit.), εἰδικός [[zum εἶδος gehörig]] (hell. u. spät; wie γενικός: γένος); Abstraktbildung εἰδότης ‘das εἶδος-Sein’ (Dam.).
Etymology: Als Verbalnomen zum Wort für sehen, ἰδεῖν (s. d.), mit aind. védas- n. Besitz, Erwerb formal identisch; der bei εἶδον ich erblickte = aind. ávidam ich fand, ich erwarb vorliegende Bedeutungsunterschied kommt auch bei den zugehörigen Nomina zum Ausdruck. Semantisch besser zu εἶδος stimmen aksl. vidъ (serb. vȋd) εἶδος, θεωρία (aus *u̯eido(s)-), lit. véidas Angesicht (wohl urspr. Langdiphthong) und das von einem s-Stamm ausgehende ahd. wīsa Art, Weise. — WP. 1, 239 m. Lit.; auch Porzig Satzinhalte 294. — Über die Bedeutung von εἶδος s. P. Brommer ΕΙΔΟΣ et ΙΔΕΑ. Étude sémantique et chronologique des oeuvres de Platon. 1940.
Page 1,451-452
Chinese
原文音譯:eŒdoj 誒多士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:覺察(力) 相當於: (מַרְאֶה) (תֹּאַר) (תְּמוּנָה)
字義溯源:觀察,外表,形狀,形像,狀,眼見,樣,貌,面貌;源自(οἶδα)*=看見)。
同義字:1) (εἶδος)外表 2) (εἰκών)相像 3) (εἰδέα / ἰδέα)景象,容貌 4) (μορφή)形像 5) (μόρφωσις)形成,外貌 6) (ὁμοίωμα)樣武 7) (ὄψις)外貌 8) (πρόσωπον)面前,面 9) (σχῆμα)風度,樣子 10) (τυπικῶς / τύπος)印模,榜樣 11) (χάραγμα)印記
出現次數:總共(5);路(2);約(1);林後(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 樣(1) 帖前5:22;
2) 眼見(1) 林後5:7;
3) 形像(1) 約5:37;
4) 貌(1) 路9:29;
5) 狀(1) 路3:22
English (Woodhouse)
appearance, class, fashion, form, kind, manner, shape, sort, species, style, personal appearance, the abstract conception, the Platonic idea
Mantoulidis Etymological
(=ὅ,τι φαίνεται, μορφή, σχῆμα). Ἀπό τό εἴδω (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό 1 imagen ref. al Dios cristiano ἀληθὲς ἀληθῶς εἶδος ἀόρατον εἰς αἰῶνας αἰώνων en verdad verdadera imagen invisible por los siglos de los siglos C 21 48 2 plu. fantasmas ἐὰν εἴδη φωνῆσαι <θελήσῃς> si quieres llamar fantasmas P XIII 1077
Lexicon Thucydideum
modus, species, manner, kind, 2.41.1, 2.50.1, 3.82.2,
specie discriminata, distinguished in appearance.
status, forma civitatis, condition, form of government, 3.62.3, 8.90.1,
ratio, modus agendi, method, manner of acting, 6.77.2, 8.56.2.
Translations
shape
Albanian: formë; Arabic: شَكْل, أَشْكَال; Armenian: ձեւ; Azerbaijani: şəkil, forma; Belarusian: форма; Bengali: আকৃতি, আকার; Bulgarian: форма, вид; Burmese: ပုံ; Catalan: forma; Chinese Mandarin: 形狀, 形状, 形式; Czech: tvar; Danish: form; Dutch: vorm; Estonian: kuju, vorm; Faroese: skap; Finnish: muoto, kuvio; French: forme; Galician: forma; Georgian: ფორმა, მოხაზულობა, მოყვანილობა; German: Form, Gestalt; Greek: μορφή; Ancient Greek: μορφή, σχῆμα; Guaraní: ysaja; Hebrew: צוּרָה; Hindi: आकार; Hungarian: alak, forma; Icelandic: form; Indonesian: bentuk; Irish: cruth; Italian: forma, sagoma; Japanese: 形, 型, 形式; Javanese: wangun, wujud, rupa, dhapur, warna, warni; Kazakh: нысан, форма, пішім; Khmer: គ្រោង; Korean: 모양(模樣), 형식(形式), 형(形); Kurdish Northern Kurdish: şikil; Kyrgyz: форма; Lao: ຮູບຮ່າງ; Latin: forma, figura; Latvian: forma; Lithuanian: forma; Luhya: liumbo; Macedonian: облик; Malay: bentuk; Maori: āhuahanga; Mongolian Cyrillic: хэлбэр; Norwegian Bokmål: form; Ottoman Turkish: شكل; Pashto: شکل; Persian: شکل; Polish: kształt, forma; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: форма; Sanskrit: रूप; Scottish Gaelic: cumadh, cruth; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏блӣк; Roman: ȍblīk; Slovak: tvar; Slovene: oblika; Spanish: forma; Swahili: umbo; Swedish: form; Tagalog: hugis; Tajik: шакл; Telugu: ఆకారం, ఆకృతి; Thai: รูปร่าง, รูป; Tocharian B: ersna; Turkish: görünüş, şekil; Turkmen: şekil, forma, görnüş; Ukrainian: форма, вигляд, кшталт; Urdu: شکل; Uyghur: شەكىل; Uzbek: shakl, forma; Vietnamese: hình dáng, hình thức; Yiddish: פֿאָרעם
image
Albanian: imazh; Arabic: صُورَة; Armenian: պատկեր; Azerbaijani: şəkil, surət, obraz; Belarusian: вобраз, выява; Bengali: ছবি; Breton: skeudenn; Bulgarian: образ, изображение; Catalan: imatge; Chinese Mandarin: 圖片, 图片; Czech: obraz; Danish: billede; Dutch: beeld, beeltenis, plaatje; Esperanto: bildo; Faroese: mynd; Finnish: kuva; French: image; Galician: imaxe; Georgian: სურათი; German: Bild, Abbild; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐍃𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: εικόνα, απεικόνιση, απείκασμα, πανομοιότυπο; Ancient Greek: εἰκών; Haitian Creole: imaj; Hebrew: תְּמוּנָה; Hindi: तस्वीर, प्रतिबिम्ब; Hungarian: kép; Icelandic: mynd; Ido: imajo; Indonesian: gambar; Irish: íomhá; Italian: immagine; Japanese: 像, 肖像, 映像; Khmer: រូបភាព, រូប; Korean: 상(像), 영상(映像), 이미지; Kyrgyz: сүрөт; Lao: ຮູບພາບ, ຮູບ, ພາບ; Latgalian: atvaigs; Latin: imago; Latvian: attēls; Lezgi: суьрет; Macedonian: слика; Malayalam: ചിത്രം; Maori: atahanga, mātātuhi; Middle English: ymage; Nahuatl: ixiptli; Navajo: eʼelyaaígíí; Norwegian Bokmål: bilde; Nynorsk: bilde; Occitan: imatge; Pashto: انځور; Persian: تصویر, نگاره; Plautdietsch: Bilt; Polish: obraz; Portuguese: imagem, figura, fotografia; Punjabi Gurmukhi: ਤਸਵੀਰ; Shahmukhi: تصویر; Romanian: imagine, poză; Russian: образ, изображение; Sardinian Campidanese: màgini; Scots: beeld; Scottish Gaelic: dealbh; Serbo-Croatian Cyrillic: сли̏ка; Roman: slȉka; Sicilian: mmàggini; Slovak: obraz; Slovene: slika; Sorbian Lower Sorbian: wobraz; Upper Sorbian: wobraz; Spanish: imagen; Swahili: sura; Swedish: bild; Tagalog: imahen, hulagway; Tajik: тасвир, акс; Thai: รูปภาพ, รูป, ภาพ; Turkish: resim; Tuvan: чурук; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎎; Ukrainian: образ, зображення; Uyghur: رەسىم; Westrobothnian: roos; Yiddish: בילד
habit
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט
beauty
Arabic: جَمَال, زَيْن; Egyptian Arabic: جمال; Moroccan Arabic: زين, زين; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܘܼܦܪܵܐ; Armenian: գեղեցկություն; Azerbaijani: gözəllik, hüsn; Belarusian: прыгажосць, хараство, краса; Bengali: সৌন্দর্য, খুবসুরতী, জামাল; Berber: aẓři, aẓli, tiẓilt; Bulgarian: хубост, красота, прелест; Catalan: bellesa; Chinese Mandarin: 美麗, 美丽, 漂亮, 美; Wu: 美; Coptic: ⲙⲛⲧⲥⲁⲉⲓⲉ; Czech: krása; Danish: skønhed; Dutch: schoonheid; Esperanto: belo; Estonian: ilu; Farefare: sõŋa; Finnish: kauneus; French: beauté; Friulian: bielece; Galician: beleza, fermosura; German: Schönheit; Greek: ομορφιά, κάλλος; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλάϊσμα, εἶδος, εὐμορφία, καλλίστευμα, καλλονή, κάλλος, καλλοσύνη, καλότης, τὸ εὐειδές, τὸ καλόν, χάρις, ὡραιότης; Hebrew: יופי; Hindi: सौन्दर्य, सुंदरता, ख़ूबसूरती, हुस्न; Hungarian: szépség; Iban: bajik; Icelandic: fegurð; Ido: beleso; Ingrian: käpehys; Irish: áilleacht, spéiriúlacht, áille, scéimh, maise, breáichte; Istriot: balissa; Italian: bellezza; Japanese: 美しさ, 美; Korean: 아름다움, 미(美); Kurdish Central Kurdish: جوانی; Kyrgyz: сулуулук, кооздук; Latin: pulchritudo, formositas; Latvian: daiļums, skaistums, glītums; Lithuanian: gražumas, grožis; Low German: Schöönheit; Macedonian: убавина, красота, убост; Maharastri Prakrit: 𑀭𑀽𑀅; Malayalam: സൗന്ദര്യം, മനോഹാരിത; Maltese: sbuħija; Manx: aalid, aalinid, bwoyid, stoamid; Maori: rerehua; Marathi: सौंदर्य, सुंदरता; Mongolian: гоо үзэсгэлэн, сайхан байдал; Nheengatu: purangasawa; Norman: bieauté; Norwegian Bokmål: skjønnhet; Nynorsk: venleik, skjønnheit; Occitan: belesa; Old English: fægernes; Old French: biauté; Persian: زیبایی, جمال, حسن, قشنگی; Plautdietsch: Scheenheit; Polish: piękno, uroda, krasa, pięknota, krasota; Portuguese: beleza; Romanian: frumusețe; Romansch: bellezza, bellezia, baleztgia, balegia, belezza; Russian: красота, прелесть, краса, лепота; Sanskrit: इन्दिरा; Sardinian: bellesa; Scots: beauty, brawness; Scottish Gaelic: àilleachd, maise, sgèimh, bòidhchead; Serbo-Croatian Cyrillic: лепота, красота, бај, дивота; Roman: lepota, krasota, baj, divota; Sicilian: bidizza; Slovak: krása; Slovene: lepota; Somali: qurux; Sorbian Lower Sorbian: rědnosć; Spanish: belleza, hermosura, preciosidad, preciosura, beldad, lindeza; Sudovian: grozis; Swahili: urembo, uzuri, jamala; Swedish: skönhet, fägring; Tagalog: ganda, kagandahan; Tajik: зебоӣ; Tamil: அழகு, எழில், சௌந்தரியம்; Telugu: అందము, చక్కదనము; Thai: ความสวย, ความสวยงาม; Turkish: güzellik; Tuvan: чаражы; Ukrainian: краса, врода; Urdu: خوبصورتی; Uyghur: گۈزەللىك; Venetian: bełeça; Volapük: jön; Votic: ilozuz; Welsh: harddwch, prydferthwch; Yiddish: שיינקײַט