ἀναιρέω

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρέω Medium diacritics: ἀναιρέω Low diacritics: αναιρέω Capitals: ΑΝΑΙΡΕΩ
Transliteration A: anairéō Transliteration B: anaireō Transliteration C: anaireo Beta Code: a)naire/w

English (LSJ)

pf. ἀνῄρηκα (ἀνειρέω dub. in Com.Adesp.18.6D.): (v. αἱρέω): —
A take up, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός = having raised the victim from the ground, so as to cut its throat (cf. αὐερύω), Od.3.453.
2 take up and carry off, bear away, esp. prizes, ἀέθλια Il.23.736, cf.551; στεφανηφόρους ἀγῶνας ἀναραιρηκότα Hdt.5.102; Ὀλύμπια ἀναραιρηκώς 6.36, cf. B. 1.1.
3 simply, take up, παῖδα Pi.P.9.61; τὰ ὀστᾶ Th.1.126.
4 take up bodies for burial, ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ar. V.386, cf. X.An.6.4.9; more common in Med., v. infr. B. 1.3.
II make away with, destroy, of men, kill, Hdt.4.66; πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch.990; σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀναιρεῖ E.Andr.517; θανάτοις ἀναιρέω Pl.Lg. 870d; ἐκ πολιτείας τοιαῦτα θηρία ἀναιρέω Din.3.19, etc.
2 of things, abrogate, annul, ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῇ πεπηγότας Sol.36.4; νόμον Aeschin.3.39; διαθήκας Is.1.14; στήλας And.1.103; ἀταξίαν D.3.35, etc.; ἐκ μέσου ἀναιρέω βλασφημίας Id.10.36; τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν Id.28.5; abolish, τὰς τῶν παρανόμων γραφάς Arist.Ath.29.4:—Pass., ἀνῄρηνται ὀλιγαρχίαι X.Cyr.1.1.1.
3 destroy an argument, confute it, Arist.; esp. confute directly, opp. διαιρέω (v. ἀναίρεσις II.4), Arist.SE176b36, al.; ἀναιρέω ἑαυτὸν = confute oneself, Olymp.in Mete.25.14.
4 in argument, do away with, τὰς ὑποθέσεις Pl.R. 533c; deny, opp. τιθέναι, S.E.P.1.192, al.
III appoint, ordain, of oracle's answer to inquiry, ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀ. παραδοῦναι Th.1.25; οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Pl.Lg.865d, cf. 642d; ἀνεῖλεν θεοῖς οἷς ἔδει θύειν X.An.3.1.6: also c. acc. et inf., ἢν τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Hdt.1.13, etc.: abs., answer, give a response, ἀνεῖλε τὸ χρηστήριον ibid.; ἀναιρέω τι περί τινος = give an oracle about a thing, Pl.Lg.914a; μαντείας ἀναιρέω D. Ep.1.16:—Pass., Id.21.51.
B Med., take up for oneself, take up, pick up, οὐλοχύτας ἀνέλοντο Il.1.449; ἀσπίδα, ἔγχος, 11.32, 13.296; κυνέην Hdt.1.84; δίκτυα Arist.HA602b9; achieve, win, ἀναιρέω τὴν Ὀλυμπιάδα, ἀναιρέω τὴν νίκην, Hdt.6.70,103, D.H.5.47; generally, ἀναιρέω ἐπιφροσύνας = take thought, Od.19.22; εὐδαιμονίαν Pi.N.7.56, cf. Thgn.281; in bad sense, ὄνειδος σπαργάνων ἀναιρέω S.OT 1035; εἴ σ' ἀνελοίμην = if I should take thee into my service, Od.18.357; σῖτα ἀναιρέω = get forage, Hdt.4.128; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀναιρέω = exact vengeance for... Id.2.134.
2 take up and carry off, snatch, κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od.20.66; ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Pl.Lg. 914b; ἀνείλατο (for the form cf. Hsch.) δαίμων Epigr.Gr.404.1.
3 take up for burial (cf. A.1.4), Hdt.4.14, Th.4.97, etc.; πατέρων ἀρίστων σώμαθ' ὧν ἀνειλόμην E.Supp.1167; τὰ ὀστέα Hdt.2.41; of the ashes of the dead, πυρὸς ἀναιρέω ἄθλιον βάρος S.El.1140; of one still living, E.Hel. 1616, X.HG6.4.13; τοὺς ναυαγούς ib.1.7.4, cf. ΙΙ; τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Pl.Ap.32b:—Pass., ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν.. ὑγιὴς ἀνῃρέθη Id.R.614b, al.
4 take up in one's arms, Il.16.8: hence, take up new-born children, own them, Plu.Ant.36, cf. Ar.Nu.531; take up an exposed child, Men. Sam.159, cf. BGU1110, etc.
5 conceive in the womb, c. acc., Hdt. 2.108, 6.69.
6 take up money at interest, D.50.17.
7 take up a lease, Michel1359 (Chios). cf. BCH†7.204.
8 withdraw money from a bank, etc., αὐτὸς ἀνελέσθω IG5(2).159.
II take upon oneself, undertake, πόνους Hdt.6.108; πόλεμόν τινι = war against one, Id.5.36; πολέμους ἀναιρούμεσθα E.Supp.492, cf. D.1.7; ἀναιρέω ἔχθραν Pl.Phdr.233c, D.6.20; ἀναιρέω δημόσιον ἔργον = undertake, contract for the execution of a work, Pl.Lg.921d, cf. a, b, D.53.21.
2 accept as one's own, adopt, γνώμην Hdt.7.16.ά; τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2.52; ἀναιρέω φιλοψυχίην = entertain a love for life, 6.29.
III rescind, cancel, συγγραφήν, συνθήκας, etc., D.34.31, 48.46, IG7.3171 (Orchom. Boeot., iii B. C.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. rad. ind. panf. ἀνhε͂λε IPamph.3.1; siracusano ἄνελον EM 302.38G, imperat. lacon. ἀνελόσθο IGA Roehl 68B.2, part. ἀνhελόμενος TEracl.1.168, 176, inf. eol. ὀννέλην Alc.130b.12; aor. sigm. ind. ἀνεῖλα Act.Ap.2.23, GVI 1166.18 (Esmirna III a.C.), ἀνῄρησα Q.S.4.40, med. ἀνειλάμην BGU 140.11 (II a.C.); perf. jón. ἀναραίρηκα Hdt.5.102, inf. cret. ἀνειλε̄́θαι ICr.4.72.7.10]
A act. (y med. c. sent. próximo)
I ἀνάhacia arriba
1 levantar, recoger ἀνελόντες ἀπὸ χθονός (la cabeza de la víctima) Od.3.453, παῖδα ... ἀνελῶν φίλας ὑπὸ ματέρος Pi.P.9.61
en v. med. δακρυόεσσα δέ μιν ποτιδέρκεται, ὄφρ' ἀνέληται mira llorando para que la coja en brazos de una niña de pocos años Il.16.10, ἀσπίδα Il.11.32, κυνέην Hdt.1.84, ἀ. σῖτα forrajear Hdt.4.128
recoger, rescatar cadáveres o en gener. restos procedentes de combates, Ar.V.386, X.An.6.4.9, τὰ ὀστᾶ Th.1.126, GVI 1166.18 (Esmirna III a.C.)
muy frec. en este sent. en v. med. σώμαθ' ὧν ἀνειλόμην E.Supp.1167, νεκρούς Th.4.97, Plb.5.86.2, τὰ ὀστέα τῶν βοῶν Hdt.2.41, πυρὸς ἀνειλόμην ... ἄθλιον βάρος de las cenizas después de la cremación, S.El.1140, τοὺς ναυαγούς X.HG 1.7.4, τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Pl.Ap.32b, τὰ λείψανα Plu.2.162e
abs. ἔχοντας τὰ πρόσφορα ὡς ἀναιρησομένους Hdt.4.14, cf. Is.4.19
en pas. ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Pl.R.614b.
2 coger, sacar abs. μηδ' ἀπὸ χυτροπόδων ... ἀνελόντα ἔσθειν μηδὲ λόεσθαι no comas ni te laves sacando de las tinajas Hes.Op.748
v. med. οὐλοχύτας ἀνέλοντο Il.1.449, ἀνείλετο λευκὸν ἄλειφαρ Hes.Th.553, τὰ δίκτυα ... ἀναιροῦνται οἱ ἁλιεῖς Arist.HA 602b9, τὴν θῖβιν LXX Ex.2.5, ἀνελόμενος τὴν ἑαυτοῦ μάχαιραν desenvainando su espada, PTeb.138 (II a.C.)
fig. δεινόν γ' ὄνειδος σπαργάνων S.OT 1035.
3 llevarse, ganar de premios y competiciones ἀέθλια Il.23.736, στεφανηφόρους τε ἀγῶνας Hdt.5.102, Ὀλύμπια Hdt.6.36
v. med. igual sent. Ὀλυμπιάδα Hdt.6.70, 103, νίκην D.H.5.47, IGLBulg.190.6 (IV a.C.), Synes.Calu.M.66.1193B
tb. v. med. de otras cosas llevarse en el sent. de robar ἂν ... ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρῃ Pl.Lg.914b
fig. alcanzar, lograr εὐδαιμονίαν Pi.N.7.56
de ahí c. gen. coger de entre, escoger τῶν οἱ ἔπειτ' ἀνελῶν δόμεναι καὶ μεῖζον ἄεθλον Il.23.551, τῶν οὐκ ἄν τι φέροις ἀνελών Il.1.301.
4 arrancar ὅρους Sol.24.6, Plu.2.122e, στήλας And.Myst.103.
II usos fig. y conceptuales
1 eliminar, acabar con στάσιν Alc.130b.12, Pi.Fr.109, νεῖκος Theoc.22.180, φιλίαν Plu.2.55c
ἀ. ἐκ μέσου quitar de enmedio Pl.Erx.401e, D.10.36
de leyes, contratos, etc. abrogar, abolir νόμους Aeschin.3.39, διαθήκην Is.1.14, 6.30, μαρτυρίαν ἀνελεῖν no considerar válido un testimonio D.28.5
en v. med. ἀ. συγγραφήν rescindir un contrato D.34.31, cf. IG 7.3171.6 (Orcómeno III a.C.), τὰς συνθήκας D.48.46
en v. pas. ser eliminado, ser abolido ἄνθεα τιμῆς Emp.B 3.7, ὀλιγαρχίαι X.Cyr.1.1.1, μοναρχίας εἶδος Plb.6.8.1, ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας Plb.1.14.6, cf. Plu.2.140d.
2 de pers. y anim. aniquilar, eliminar, matar πολλούς A.Ch.1004, σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀναιρεῖ E.Andr.518, cf. Pl.Lg.870d, Din.3.19, Eu.Matt.2.16, Act.Ap.2.23, Q.S.4.40, ἀ. ἑαυτόν suicidarse Arist.EN 1166b13, Act.Ap.16.27
abs. αἱ δὲ κυνάγχαι ... τάχιστα ἀναιρέουσιν Hp.Prog.23, τι τῶν ταχέως ἀναιρούντων Men.Asp.342
v. med. igual sent. μνηστῆρας ἀνείλετο Thgn.1125
v. pas. καὶ ἔνιοι μὲν ὑγιάζονται, οἱ δὲ καὶ ἀναιροῦνται Arist.GA 726a14, τὴν νεότητα ἐκ τῆς πόλεως ἀνῃρῆσθαι Arist.Rh.1365a32
de fuerzas naturales o divinidades llevarse, arrebatar e.d. hacer morir κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od.20.66, ἄνδρα ... ἀνείλατοδαίμων Epigr.Gr.404.1, cf. Ign.Eph.12.2.
3 refutar a base de argumentos ὑποθέσεις Pl.R.533c, τῶν λόγων τοὺς μὲν συλλελογισμένους ἀνελόντα Arist.SE 176b36, cf. Hp.de Arte 3, Olymp.in Mete.25.14
negar op. τιθέναι S.E.P.1.192.
III de oráculos (quizá por la adivinación hecha recogiendo sortes u hojas) ordenar, mandar, dar como respuesta c. inf. ἢν μὲν [δὴ] τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Hdt.1.13, cf. 6.69, ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ... καταλαβεῖν Th.1.126, cf. 1.25, X.An.3.1.6
c. ac. οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Pl.Lg.865d
C. ac. int. (θεοί) μαντείας ἀνῃρήκασιν D.Ep.1.16
c. ac. y περί c. gen. ὅ τι δ' ἂν ὁ θεὸς ἀναιρῇ περί τε τῶν χρημάτων Pl.Lg.914a.
B usos esp. de la v. med.
I concebir, engendrar σε Hdt.6.69, cf. en v. pas. Hdt.3.108.
II 1de pers. tomar a su servicio εἴ σ' ἀνελοίμην Od.18.357.
2 ref. a niños expuestos recoger, tomar a su cargo Ar.Nu.531, Men.Epit.330, τὴν μείρακα Men.Pc.134, de Moisés ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην LXX Ex.2.10, cf. Act.Ap.7.21, (παιδία) ... ἀνελόμενοι ἔτρεφον ὡς αὑτῶν D.Chr.15.9, de Rómulo y Remo τὰ δὲ βρέφη ... συφορβὸς ἀνείλετο Plu.Rom.6, cf. ICr.4.72.7.10, PSI 203.3 (I a.C.), POxy.38.6 (I a.C.), (en v. act. ib.37.6), PMerton 118.13 (I d.C.)
pero tb. ref. a los padres propios en el sent. de no exponer, e.d. reconocer un hijo conservarlo, legitimarlo Men.Sam.355, 373, Plu.2.320e, 489f, Ant.36, Arr.Epict.1.23.7, BGU 140.11 (II a.C.).
3 de abstr. encargarse de, tomar a su cargo, emprender ἐπιφροσύνας ἀνέλοιο Od.19.22, ἀνελόμενος δημόσιον ἔργον Pl.Lg.92Id, cf. D.53.21, πολέμους ἀναιρούμεσθα nos metemos en guerras E.Supp.492, cf. D.1.7, πόλεμον βασιλέϊ τῶν Περσέων ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36, πόνους Hdt.6.108, οὐδὲ διὰ σμικρὰ ἰσχυρὰν ἔχθραν ἀναιρούμενος y no dejándome llevar a una fuerte enemistad por pequeñeces Pl.Phdr.233c.
4 fig. adoptar como propio, tomar, adoptar γνώμην Hdt.7.16α, τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα Hdt.2.52, φιλοψυχίην Hdt.6.29, ποινὴν ... ἀνελέσθαι tomar venganza, vengarse Hdt.2.134.
III 1tomar prestado a interés ναυτικὸν ἀνειλόμην D.50.17, cf. PFlor.1.12 (II a.C.), PRoss.Georg.5.15-16.1.4 (II/III a.C.).
2 retirar un depósito del banco ἰδὼν ἀνὴρ ἄνδρα ἕτερον ἀργύριον ἀναιρούμενον Antipho Soph.B 54, cf. IG 5(2).159 (Tegea V a.C.), PSarap.80.14.
3 tomar en arriendo τὴν γῆν Michel 1359.37 (Quíos), ὁ ἀνελόμενος el arrendatario, SEG 22.508b.2 (Quíos IV a.C.), TEracl.1.168, 176.

German (Pape)

[Seite 189] (s. αἱρέω). – I. Act. in die Höhe heben, aufnehmen, ἀπὸ χθονός, das Opferthier von der Erde, Od. 3, 453; und wegnehmen, κριούς, Soph. Ai. 233; bes. a) von Kampfpreisen, ἀέθλια, Il. 23, 736; vgl. Her. 6, 36. 5, 102, ἀγῶνα, Ὀλύμπια, im Wettkampf, in den Olympischen Spielen siegen, u. unten med., welches häufiger in dieser Vbdg ist; ναῦταίσφ' ἀνεῖλον, retteten sie, Eur. Hel. 1233. – b) aufheben, beseitigen, vernichten, παρακαταθήκην, Plat. Legg. XI, 913 b; ὀλιγαρχίας, Xen. Cyr. 1, 1, 1; διαθήκας, Is. 1, 14; νόμους, oft bei den Rednern, im Gegensatz von καταλείπειν, Aesch. 3, 39; ἐκ μέσου βλασφημίας, Dem. 10, 36; συμμαχίαν, Pol. 32, 1; πόλεμον, beilegen, 9, 11, 2; νεῖκος, Theocr. 22, 180; πύργους, zerstören, Xen. Cyr. 7, 5, 12; πόλεις, Dem. 9, 26, der auch ἔθνος ἀνῃρημένον, vernichtetes Volk, verbindet; σκηνήν, Zelt abbrechen, Xon. Cyr. 8, 5, 4. Dah. – c) von Menschen, tödten, Aesch. Ch. 998; Pind. P. 11, 18; u. in Prosa, Her. 4, 66; Plat. Legg. IX, 870 d. Bei Theogn. 1 123 so auch ἀνείλετο mit der v.l. ἀνείλατο, ist aber zw. – Von Arist. an: widersprechen, Πλάτων ἀναιρεῖ, ὅτι οὐκ ἔστιν, Eth. Nic. 10, 2, 3. Dem κατασκευάζειν entgegengesetzt, also = ἀνασκευάζειν, top. 2, 3 u. oft eine Behauptung widerlegen. – d) Vom Orakel, wo man φωνήν ergänzt, die Stimme aus der Tiefe erheben, eine Antwort erteilen, ὁ θεὸς ἀνεῖλε, vom Apollo; τὸ χρηστήριον, μαντήϊον, Her. 1, 13. 2, 52; ἡ Πυθία, 9, 331 Plat. Apol. 21 a; οἱ μάντιες, Her. 6, 69; durch ein Opfer erklären, Xen. An. 7, 6, 44. Es tritt auch ein acc. dazu, οὓς ἂν – ἀνέλῃ, welche das Orakel bezeichnet, Legg. IX, 865 d; μαντείας, Dem. ep. 1 am Ende; aber bei Xen. An. 3, 1, 6 ist θεοῖς οἷς θύειν ἔδει als Attraktion dem θεούς vorzuziehen. Dazu Pass., ἐν ταῖς μαντείαις ἀνῃρημένον εὑρήσετε τῇ πόλει Dem. 21, 51. – II. Med. für sich aufnehmen, ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν Od. 22, 9; von Waffen, ἀσπίδα, ἔγχος, Il. 1 1, 32. 13, 296; auf den Arm, 16, 8; ἐπιφροσύνας, Vernunft annehmen, Od. 19, 22; – für sich wegnehmen, davontragen, ἃ μὴ κατέθου, μὴ ἀνέλῃ Plat. Legg. XI, 913 c; σῖτα, Speise zu sich neh men, Her. 4, 128; ποινήν τινος ἀνελέσθαι, Buße für etwas, 2, 134; φιλοψυχίην, Liebe zum Leben fassen, 6, 29; γνώμην 7, 16, 1; οὐνόματα, Namen annehmen, 2, 52. Vom Weibe, empfangen, 6, 69; auch von Tieren, 3, 108. Am häufigsten a) vom Kampfpreis, Od. 21, 117; und öfter bei Her. ἀγῶνας, in den Kamfspielen siegen, 9, 88; Ὀλυμπιάδα τεθρίππῳ 6, 71; häufig νίκην, den Sieg davontragen, z. B. 9, 64. – b) von Aufnahme und Bestattung der Todten, Her. 4, 14. 9, 22; Plat. Ap. 32 b, u. sonst; auch selten im act., Xen. An. 6, 4, 9; Dem. 43, 57, im Gesetz, ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν. – c) Kinder aufnehmen u. sie dadurch für die seinigen anerkennen, im Gegensatz von ἐκτιθέναι, Isocr.; Plut.; vgl. Pind. P. 9, 63, wo das act. steht. – d) Zurücknehmen einer Klageschrift, Aufheben eines Contracts, γραφήν, δίκην, Dem. 58, 82. 59, 53; συνθήκας, συγγραφήν, 48, 46. 34, 31. – Allgem.: auf sich nehmen, übernehmen, πόλεμον Her. 5, 36; An. 5, 7, 27, u. sonst oft; ἔχθραν Plat. Phaedr. 243 c; πρός τινα, Dem. 6, 20; ἔργον Plat. Legg. XI, 921 a; πόνον ὑπέρ τινος Her. 6, 108; Plat. Phil. 59 a.

French (Bailly abrégé)

ἀναιρῶ :
f. ἀναιρήσω, ao.2 ἀνεῖλον, pf. ἀνῄρηκα;
1 enlever;
2 enlever, remporter (un prix);
3 enlever, faire disparaître ; p. ext. faire périr ; ἑαυτὸν ἀν. PLUT se tuer ; πόλεις DÉM détruire des villes ; συνθήκας ISOCR annuler des conventions ; νόμους ESCHN abroger des lois;
4 en parl. d'un oracle ordonner, prescrire : ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀνεῖλεν avec un inf. THC le dieu leur ordonna de ; en gén. rendre un oracle ; abs. ἀνεῖλε ἡ Πυθίη HDT la Pythie répondit;
Moy. ἀναιρέομαι, ἀναιροῦμαι;
1 enlever pour soi, prendre pour soi ou sur soi : ἀσπίδα IL, ἔγχος IL s'armer de son bouclier, de sa javeline ; choisir;
2 enlever, prendre dans ses bras ; particul. prendre dans ses bras un nouveau-né et le reconnaître pour sien;
3 enlever un mort pour lui donner la sépulture ; particul. enlever des morts après un combat ; recueillir des naufragés après un combat naval;
4 enlever, emporter : νίκην ἀν. HDT remporter une victoire ; Ὀλύμπια HDT, τὴν Ὀλυμπιάδα HDT remporter le prix aux jeux olympiques ; ποινῆν τῆς Αἰσωποῦ ψυχῆς ἀν. HDT recevoir l'amende due pour le meurtre d'Ésope;
5 emmener avec soi, prendre à son service, acc.;
6 prendre sur soi, se charger de, acc..
Étymologie: ἀνά, αἱρέω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀνελών, mid. fut. ἀναιρήσομαι, aor. 2 ἀνειλόμην, ἀνελόμην: take up; mid., for oneself, or what is one's own, Il. 13.296; ‘into one's service,’ ἦ ἄρ κ' ἐθέλοις θητευέμεν, εἴ σ ἀνελοίμην, Od. 18.357; in bad sense, κούρᾶς ἀνέλοντο θύελλαι, ‘snatched away,’ Od. 20.66.

English (Slater)

ἀναιρέω
   a take up, away “παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” (P. 9.61) Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) met., ἐρευνασάτω στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.
   b med., carry off for oneself, gain τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.56) [ἀναιρεῖται contra met. codd: ἀνατεί τε H. J. Mette fr. 169. 8.]

English (Strong)

from ἀνά and (the active of) αἱρέομαι; to take up, i.e. adopt; by implication, to take away (violently), i.e. abolish, murder: put to death, kill, slay, take away, take up.

English (Thayer)

(ῶ; future ἀνελῶ, L T Tr WH text cf. Dionysius Halicarnassus 11,18; Diodorus Siculus 2,25; cf. Winer's Grammar, 82 (78); (Buttmann, 53 (47); Veitch, under the word αἱρέω, "perhaps late έ῾λω)), for the usual ἀναιρήσω; 2nd aorist ἀνεῖλον; 2nd aorist middle ἀνειλόμην (but ἀνείλατο ἀνεῖλαν ἀνείλατε G L T Tr WH, after the Alex. form, cf. Winer's Grammar, 73 f (71 f); Buttmann, 39 (34)f (see αἱρέω); passive, present ἀναιροῦμαι; 1st aorist ἀνῃρέθην;
1. to take up, to lift up (from the ground); middle to take up for myself as value, to own (an exposed infant): ἀναίρεσθαι, Aristophanes nub. 531; Epictetus diss. 1,23, 7; (Plutarch, Anton. 36,3; fortuna Romans 8; fratern. Amos 18, etc.)).
2. to take away, abolish;
a. ordinances, established customs (to abrogate): Prayer of Manasseh, to put not of the way, slay, kill, (often so in the Sept. and Greek writings from (Herodotus 4,66) Thucydides down): L T Tr WH text; ἑαυτόν, to kill oneself, Acts 16:27.

Greek Monotonic

ἀναιρέω: μέλ. -ήσω, παρακ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ ἀν-εῖλον·
Α. I. 1. σηκώνω, μαζεύω, Λατ. tollere.
2. μεταφέρω, σηκώνω και κομίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
3. περισυλλέγω πτώματα για ταφή, σε Αριστοφ., Ξεν.· είναι συνηθέστερο στη Μέσ.
II. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, καταλύω, ακυρώνω, διαγράφω, εξαλείφω, σε Ξεν. κ.λπ.
3. καταρρίπτω επιχείρημα, ανατρέπω, σε Πλάτ.
II. ορίζω, διατάσσω, λέγεται για χρησμό, με απαρ., ἀνεῖλε παραδοῦναι, σε Θουκ.· επίσης με αιτ. και απαρ. ἀνεῖλέ μιν βασιλέα εἶναι, σε Ηρόδ.
2. απόλ., απαντώ, αποκρίνομαι, στον ίδ., Αττ. Β. I. 1. παίρνω για τον εαυτό μου, σηκώνω· και έπειτα, κερδίζω, νικώ, αποκτώ, κατορθώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποινήν τινος ἀν., απαιτώ τιμωρία από κάποιον, σε Ηρόδ.
2. αρπάζω, παίρνω για τον εαυτό μου και απέρχομαι, σε Ομήρ. Οδ.
3. συλλέγω πτώματα για ταφή, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
4. παίρνω στα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, αναλαμβάνω νεογέννητα παιδιά, αναγνωρίζω ως δικά μου, αποκτώ, Λατ. dollere, suspicere, σε Πλούτ.
5. συλλαμβάνω στη μήτρα, όπως το ίδιο το συλλαμβάνω, σε Ηρόδ.
II. αναλαμβάνω, δεσμεύομαι, πόνους, στον ίδ.· πόλεμόν τινι, πόλεμος εναντίον κάποιου, στον ίδ.· ἀν. δημόσιον ἔργον, αναλαμβάνω την περάτωσή του, σε Πλάτ.
2. αποδέχομαι ως δικό μου, γνώμην, σε Ηρόδ.· ἀν. φιλοψυχίην, έχω αγάπη προς την ζωή, στον ίδ.
III. αποσύρω, λύνω, διαγράφω, ακυρώνω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιρέω: (aor. 2 ἀνεῖλον, pf. ἀνῄρηκα)
1 поднимать (ἀπὸ χθονός Hom.);
2 преимущ. med. (о павших на поле битвы) подбирать, уносить для погребения (sc. νεκρούς Her., Arph., Xen., Plat.; τὰ ὀστᾶ Thuc.; ἀ. καὶ θἀπτειν Dem.);
3 получать в награду (ἀέθλια Hom.);
4 преимущ. med. побеждать, выигрывать (ἀγῶνας, Ὀλυμπιάδα или Ὀλύμπια τεθρίππῳ Her.): νίκην ἀνελέσθαι Her., Plut. одержать победу;
5 med. брать, принимать (ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν Hom.): ἀνείλετο ἔγχος Hom. он вооружился копьем; ἀναιρέεσθαι σῖτα Her. добывать продовольствие; ἀναιρεῖσθαι κλῆρος Plat. вынимать жребий; τὰ δικτύα ἀναιρεῖσθαι Arst. тянуть невод; ποινὴν ἀνελέσθαι τῆς ψυχῆς τινος Her. взять выкуп за убийство кого-л.; ἀνελέσθαι γνώμην Her. усвоить мнение; ἔχθρας ἀναιρεῖσθαι Plat. начать враждовать; ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Hom. взяться за ум;
6 med. предпринимать (πόνους ὑπέρ τινος, πόλεμον Her. - ср. 13; ἔργον Plat.; πρᾶξιν Plut.);
7 подхватывать, уносить (τινα и τι Hom., Plat.);
8 med. становиться беременной, зачать (τινα Her.);
9 преимущ. med. (о символическом обряде признания своего отцовства) поднимать, брать на руки (sc. παῖδα Isocr., Plut.), тж. усыновлять Arph.;
10 снимать, убирать (sc. τὰς σκηνάς Xen.);
11 разрушать, уничтожать (πύργους Xen.; πόλεις Dem.): ἀ. τινας θανάτοις Plat. умерщвлять кого-л.;
12 убивать, истреблять (πολλούς Aesch., Her.; τὸ Φωκέων ἔθνος ἀνῃρημένον Dem.): φαρμάκοις ἀνελεῖν Plut. отравить;
13 прекращать (πόλεμον Polyb. - ср. 6; νεῖκος Theocr.): ἀνελεῖν ἐκ μέσου τι Dem. положить конец чему-л.; ἀνελεῖν τὴν παρακαταθήκην Plat. изъять (свой) денежный вклад;
14 свергать, сокрушать (μοναρχίας καὶ ὀλιγαρχίας Xen.);
15 тж. med. расторгать (συνθήκας Isocr.; διαθήκας Isae.; συμμαχίαν Polyb.);
16 упразднять, отменять (νόμους Aeschin.): (μόρια), ὧν ἀναιρουμένων ἀναιρεῖται καὶ τὸ ὅλον Arst. части, с устранением которых устраняется и целое;
17 med. брать назад (γραφήν Dem.);
18 возражать, опровергать (τὰς ὑποθέσεις Plat.);
19 (воз)вещать, изрекать (χρηστήριον Her.; μαντείας Dem.): Πλάτων ἀναιρεῖ, ὅτι οὔκ ἐστιν ἡδονὴ τἀγαθόν Arst. Платон утверждает, что наслаждение не есть благо; ἀνεῖλεν ἡ Πυθία Her., Plat. Пифия изрекла; ἀνελεῖν τινι ποιεῖν τι Thuc., Xen. (о божестве) повелеть кому-л. сделать что-л.; ἐν ταῖς μαντείαις ἀνῃρημένον Dem. возвещенное в оракулах; ἀ. τι περί τινος Plat. предписать (в оракуле) что-л. относительно чего-л.; οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Plat. те, кого укажет божество.

Middle Liddell

I. to take up, raise, Lat. tollere.
2. to take up and carry off, bear away, Il., Hdt.
3. to take up bodies for burial, Ar., Xen.; this is more common in Mid.
II. to make away with, to destroy, kill, Hom., Hdt., etc.
2. of things, to abolish, annul, Xen., etc.
3. to destroy an argument, confute, Plat.
III. to appoint, order, of an oracle, c. inf., ἀνεῖλε παραδοῦναι Thuc.; also c. acc. et inf., ἀνεῖλε μιν βασιλέα εἶναι Hdt.
2. absol. to answer, give a response, Hdt., Attic
B. Mid. to take up for oneself, take up; and then to gain, win, get, achieve, Hom., etc.; ποινήν τινος ἀν. to exact penalty from one, Hdt.
2. to take up and carry off, snatch away, Od.
3. to take up dead bodies for burial, Hdt., Thuc., etc.
4. to take up in one's arms, Il.: hence, to take up new-born children, own them, Lat. tollere, suscipere, Plut.
5. to conceive in the womb, like συλλαμβάνω, Hdt.
II. to take upon oneself, undertake, πόνους Hdt.; πόλεμόν τινι war against one, Hdt.; ἀν. δημόσιον ἔργον to undertake, contract for the execution of a work, Plat.
2. to accept as one's own, γνώμην Hdt.; ἀν. φιλοψυχίην to entertain a love for life, Hdt.
III. to take back to oneself, cancel, Dem.

Chinese

原文音譯:¢nairšw 安-埃雷哦
詞類次數:動詞(23)
原文字根:向上-舉起 相當於: (הָרַג‎) (מוּת‎)
字義溯源:拿起,殺害,奪去,廢止,廢除,處死,害死,殺死,殺,殺盡,拾了去;由(ἀνά)*=上,各個)與(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)組成。
同義字:1) (ἀναιρέω)拿起,殺害 2) (ἀνατρέπω)顛覆 3) (ἀποκτείνω / ἀποκτέννω)殺害 4) (ἀπόλλυμι)全毀 5) (ἀφανίζω)滅沒 6) (διαφθείρω)全然敗壞 7) (διαχειρίζω)下手處決 8) (ἐδαφίζω)摧毀 9) (θανατόω)治死 10) (θύω / ἐπιθύω)急進,宰 11) (καθαιρέω)取下,拆毀 12) (καταλύω)毀壞 13) (καταργέω)使完全無用 14) (κατασκάπτω)暗中破壞 15) (καταστρέφω)顛倒 16) (καταφθείρω)完全變壞 17) (κενόω)成空 18) (λύω)解開 19) (νεκρόω)治死 20) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅,毀滅皆 21) (πορθέω)蹂躪 22) (σφάζω)宰 23) (φθείρω)使枯萎 24) (φθορά)腐朽,宰殺 25) (φονεύω)謀殺
出現次數:總共(23);太(1);路(2);徒(19);來(1)
譯字彙編
1) 殺(5) 徒5:33; 徒7:28; 徒7:28; 徒13:28; 徒16:27;
2) 殺害(4) 路22:2; 徒9:24; 徒23:27; 徒25:3;
3) 殺了(3) 徒2:23; 徒12:2; 徒23:21;
4) 要殺害(2) 徒9:23; 徒9:29;
5) 被殺(1) 徒26:10;
6) 他除去(1) 來10:9;
7) 他們⋯殺了(1) 徒10:39;
8) 殺死(1) 徒23:15;
9) 拾了去(1) 徒7:21;
10) 處死(1) 路23:32;
11) 被殺了(1) 徒5:36;
12) 他都殺盡了(1) 太2:16;
13) 害死(1) 徒22:20

English (Woodhouse)

destroy, reply, rescind, bring to naught, bring to nothing, nip in the bud, put an end to, take away

⇢ Look up "ἀναιρέω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

evertere, to overturn, destroy, 5.33.1, 5.77.1, 7.25.6, [ubi optimi where the best manuscriptscodd. manuscripts εἶλον, ut vicissim as in turn ἀνελών pro for ἑλών,1.13.6.]. 8.24.1,
tollere, movere, to lift up, move (sepulcra tombs), 1.126.12, 3.104.2, 5.1.1,
PASS. 1.8.1,
respondere (de oraculis), to reply (of oracles), 1.25.1, 1.118.3, 1.126.4, 2.54.4.
MED. recipere, colligere, to gather together, recover, 2.84.4, 4.12.1,
tollere, colligere, to take up, collect (corpora interfectorum bodies of the slain) ad sepulturam, for burial, 1.54.1,
simil. Ib. similarly there 1.2.1. 2.22.2, 2.79.7, 2.92.4, 3.98.5, 3.109.2, 3.109.3. 4.44.3. 4.44.6. 4.97.1. 4.98.8. 4.114.2. 5.74.2. 7.5.3. 7.72.1,
suscipere, to undertake, 6.1.1, 6.38.3.

Translations

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎