ἀριθμός
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
[ᾰ],
A (ἁρ- IG1.164), ὁ, number, first in Od., λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451; ἀριθμῷ παῦρα Semon.3; ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6; ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14, cf. 50; ἐς τὸν ἀριθμὸν τρισχίλια Id.7.97; πλῆθος ἐς ἀριθμόν the amount in point of number, ib.60; τὸν ἀριθμὸν δώδεκα Euphro11.11; δύο τινὲς ἢ τρεῖς . . εἰς τὸν ἀριθμόν Men.165; ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht.155a; οὔτ' ἀριθμοῖς οὔτε μεγέθεσιν ἐλάττους Id.Lg.861e; σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45; δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16, cf. E.Tr.620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν = 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19; οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον . . ἔχων Dionys.Com.3.13.
2 amount, sum, πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78; ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.
3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but δένδρα ἀριθμῷ ὑμέτερα by tale, Th.2.72; ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6.
4 item or term in a series, ὁ δεύτερος ἀριθμός E.Ion1014; τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574; ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel.410, cf. Arist.Po.1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg.668d; τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3; τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c: hence as a mark of completeness, πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.
5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449; εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr.492; εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec.1186; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib.794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr.519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El.1054; ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.
6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr.476; ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu.1203; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl.997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.
II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; especially in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of... Hdt.8.7; ποιεῖν X.An.7.1.7, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀριθμόν ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.
III the science of numbers, arithmetic, ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr.459; ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα S.Fr. 432; ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr.274c, cf. R.522c: prov., εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19.
IV in Philos., abstract number, Arist.Cat.4b23, Metaph.990a19, al.; ἀριθμὸς μαθηματικός ib.1090b35; ἀριθμὸς οὐσιώδης, opp. ἀριθμὸς τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀριθμὸς ἑνιαῖος, ἀριθμὸς οὐσιώδης, ἀριθμὸς ἑτεροῖος, Dam.Pr.228.
V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυϊκός, πληθυντικός.
VI numeral, ib.36.6, etc.; ὁ τέσσαρα ἀ. S.E.M.7.96; παιδὸς ἀριθμός = δεκάτη, E.El. 1132.
VII unknown quantity (x), defined as πλῆθος μονάδων ἀορίστων, Dioph.Def.2.
VIII Rhet., rhythm in Prose, in plural, D.H.Comp.23, Dem.52, cf. Arist.Rh.1408b29; but also ἀριθμοὶ τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG703.7 (Delph.).
IX line of a book, Apollon. Cit.2.
X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.
XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG5187 (vi A. D.), BGU673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul. ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).
XII Astrol., mostly in plural, ἀριθμοί, degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr.112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.
XIII Medic., in plural, precise conditions, παρόντων τῶν πρὸς τὴν φλεβοτομίαν ἀριθμῶν Herod.Med.in Rh.Mus.58.71, cf. Aret.CA2.3, prob. in Herod.Med. ap. Aët.9.2; cf. supr.1.4. [ῐ E.El.1132, Ar.Nu.1203.] (ἀριθμός from root ἀρι-, cf. ἐπάριτος (q.v.), νήριτος.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄμιθρος Simon.121; hαριθμός IG 13.357.62 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-; -ῐ- E.El.1132, Ar.Nu.1203]
A def.
I 1número como resultado del hecho de contar, recuento λέκτο δ' ἀριθμόν contó el número (de focas) Od.4.451, cf. 16.246, ἀριθμὸν ποιεῖν Hdt.8.7, X.An.7.1.7, frec. en dat. ἀριθμῷ παῦρα Semon.4, ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6, παράδοτε ... δένδρα ἀριθμῷ τὰ ὑμέτερα entregadme vuestros árboles con indicación de su número Th.2.72, etc.
•c. ac. int. ἀριθμὸν ἕξ Hdt.1.14, τὸν ἀριθμὸν δώδεκα Euphro 10.11
•ἐς τὸν ἀριθμὸν τρισχιλία Hdt.7.97, πλῆθος ἐς ἀριθμόν Hdt.7.60
•c. gen. ὀλύνθων Hes.Fr.278, τῶν περιοίκων Hdt.6.58, ἀριθμὸν τῆς ὅλης πραγματείας el número de líneas de toda la obra Plb.39.8.8, τῶν ἀτόμων Diog.Oen.47.1.3, τῶν δὲ Δημοκρίτου εἰδώλων Plu.2.682f, ψυχῶν LXX Ex.12.4, τῶν ἡμέρων LXX Ex.23.26, τῶν προβάτων LXX Nu.31.36, ἰάμβων Amph.Seleuc.338
•prov. λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν indicando imposibilidad, Pi.O.13.46, οὐ γιγνώσκω ψήφων ἀριθμούς indicando ausencia de ciencia profunda, Ephipp.19
•unido a ordinales ὁ δεύτερος ἀ. el número dos E.Io 1014, τρίτος ὡδείνων ἀ. el tercer parto, GVI 645.4 (I d.C.), ὁ τέσσαρα ἀ. S.E.M.7.96, παιδὸς ἀριθμὸν ὡς τελεσφόρον θύσω celebraré el sacrificio del décimo día en el que se daba nombre al recién nacido, E.El.1132
•op. ὄγκος Pl.Tht.155a, a μέγεθος Pl.Lg.861e, a σταθμός X.Smp.4.45, a μέτρον Plu.Per.16
•en plu. Los Números o Censo tít. de uno de los libros de la Biblia, Clem.Al.Strom.3.4.32, Cyr.Al.M.68.569D.
2 número, posibilidad de contar μάσσον' ἀριθμοῦ más de lo que se puede contar Pi.N.2.23, ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Pi.O.2.98, εἴ τι δυνατὸν ἀριθμὸν ἐλθεῖν si puede ser reflejado en números Th.2.72, cf. Plu.2.732e
•capacidad de contar op. a λογισμός Pl.Phdr.274c.
3 fig. número, consideración, cuenta μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ es contado entre los varones, Od.11.449, τυχὼν ... ξενίας τ' ἀριθμῷ πρῶτα ocupando el primer puesto por lo que respecta a hospitalidad E.Hec.794, δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν los cobardes no cuentan en la batalla E.Fr.519, ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Mart.Pol.14.2, ἐν ἀ. τῶν σῳζομένων Clem.Al.Strom.3.10.70
•importancia πόστον ἂν ἀριθμὸν ἔχειν λέγοιτο ... ἡ κυβερνητικὴ τέχνη Origenes Princ.3.1.19 (p.232).
II 1parte, fragmento, componente πολλοὺς ἀριθμοὺς ... ναυαγίων E.Hel.410, τοὺς ἀριθμοὺς τοῦ σώματος las partes del cuerpo Pl.Lg.668d, ἐκ πολλῶν ... ἀριθμῶν εἰς ἕνα καιρὸν ἡκόντων Plu.2.45c
•variante de una enfermedad τοὺς ἀριθμοὺς ἑκάστους τῶν νοσημάτων Hp.Acut.3
•línea de un libro, Apollon.Cit.1.9
•en plu. totalidad τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς todos los deberes M.Ant.3.1, ἅπαντας δὲ τοὺς ἀριθμούς la totalidad de los datos Isoc.11.16, παρόντων τῶν πρὸς τὴν φλεβοτομίαν ἀριθμῶν dándose todas las condiciones para la flebotomía anón. medic. en Rh.Mus.58.1903.71.
2 astr. y astrol., en plu. grados atravesados en un tiempo dado Ptol.Tetr.3.4.7
•de la luna τοῖς ἰδίοις ἀριθμοῖς a su velocidad propia Gal.19.531
•tb. de grados de latitud Heph.Astr.2.3.4, 3.1.7.
3 unidad de tropas lat. numerus, PSI 495.13 (III a.C.), BGU 2024.8 (III d.C.), PFlor.278.5 (VI d.C.), SEG 9.356.18, 26 (Ptolemaide, Cirenaica VI d.C.)
•legión Iul.ad Ath.280d.
III gram.
1 número gramatical Chrysipp.Stoic.3.214, A.D.Synt.32.2.
2 número o ritmo de la prosa, sg. Arist.Rh.1408b29, plu. D.H.Comp.23.21, Dem.54
•metro del verso ἀριθμοὶ τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG 703.7 (Delfos II a.C.).
B indef.
1 cantidad κύματ' ἄμιθρον Simon.121, χρυσίου X.Cyr.8.2.16
•gasto en efectivo, SEG 2.582.8 (Jonia III/II a.C.)
•mat. cantidad desconocida, cantidad x Dioph.1 (p.6).
2 cantidad, extensión de tiempo μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε no sigas (una conducta) propia de (edad) más avanzada Pi.Fr.127.3
•c. gen. χρόνου Aeschin.1.49, τοὺς προσήκοντας ἀριθμούς el tiempo conveniente Plu.2.495e, cf. Eus.HE 3.28.2
•de longitud, c. gen. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6.
3 fig. puro número, mera cantidad ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν ... λόγων estas no son meras palabras S.OC 382, de hombres οὐκ ἀ. ἄλλως E.Tr.476, ἀ., πρόβατ' ἄλλως Ar.Nu.1203, οὐκ ἀ. ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα E.Heracl.997, ἀ. πληροῦν carecer de importancia Chor.Decl.17.67.
C en el plano teórico
1 el número ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr.459, Fr.181a.4, ἀ. ἐστιν ... πλῆθος ὡρισμένον Eudox.Fr.D66, cf. Gr.Naz.M.36.152C, tb. en plu. τὰ περὶ [τοὺς ἀρι] θμοὺς προβλήματα Phld.Acad.Ind.p.15 (= Eudox.Fr.D23)
•fil. número abstracto Arist.Metaph.1086a5, ἀ. ἀριθμητικός número aritmético Arist.Metaph.1083b16, ἀ. νοητός número inteligible Arist.Metaph.990a30, ἀ. σωματικός número sensible (e.e. corpóreo) Arist.Metaph.1092b22
•op. a τάξις Plu.2.747e, op. a μέτρον Plu.2.99b, op. a εἶδος Plu.2.1016f, op. a ἁρμονία Plu.2.1029e, op. a ὄνομα SEG 15.141 (V d.C.)
•en sent. teol., op. a φύσις Cyr.Al.M.75.181D, Euagr.Pont.Ep.8.2 (p.24)
•entre los pitagóricos el número como principio de todas las cosas, Pythag.B 4, compuesto de dos elementos τοῦ δὲ ἀριθμοῦ στοιχεῖα τό τε ἄρτιον καὶ τὸ περιττόν Pythag.B 5, ὅδε μὲν ἀνθρώπου ὁ ἀ., ὅδε δὲ ἵππου Euryt.2, plu. como tít. de obra Περὶ Πυθαγορικῶν ἀριθμῶν Speus.28.
2 número místico o cabalístico como suma de los valores numéricos de las letras de un nombre, Apoc.13.17, cf. Clem.Al.Strom.6.16.139, Hippol.Haer.1.2.6.
• Etimología: De la raíz *H2erHi̯- ‘ajustar’, cf. arm. hariwr, v. tb. ἀραρίσκω, ἄρθρον, etc.
German (Pape)
[Seite 351] (ἄρω, ἀρθμός), ὁ, 1) das Aneinandergefügte, Menge, Zahl, Od. 4, 451 λέκτο δ' ἀριθμόν, 16, 246 εἴσεαι ἀριθμόν, 11, 449 μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ; – Soph. Ai. 1165; in Prosa sehr gew., πολλοὶἀριθμῷ, viel an Zahl, Her. 3, 6; οὐδὲ ἓν ἀριθμῷ 3, 6; πλείους τὸν ἀριθμόν Plat. Conv. 190 d; Xen. Hell. 3, 4, 13; Arist. oft, rhet. ad Alex. 1 τοσαῦτα ἀριθμῷ; ib. 2 ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν; κατ' ἀριθμόν, ἐς ἀριθμόν Her. 7, 60. 97; das Zahlensystem, Plat. Gorg. 147 e; die Zahlenkunst, καὶ λογισμός Phaedr. 274 c; Maaß, σώματος Legg. II, 668 d; ὁδοῦ Xen. An. 2, 2, 6. – 2) Zählung, ἀριθμὸν ποιέεσθαι τῆς στρατιῆς Her. 7, 59; τῶν νεῶν 8, 7; ποιεῖν, Zählung, Musterung halten, Xen. An. 1, 2, 9. 7, 1, 7; τὸν ἀριθμὸν λαμβάνειν Timocl. com. Ath. VII, 245 b; ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν, sich zählen lassen, Thuc. 2, 72; ἐν ἀριθμῷ εἶναι, mitgezählt werden, d. i. in Achtung stehen, u. häufiger ἐν οὐδενὶ ἀριθμῷεἶναι, unbeachtet, verachtet sein, Sp.; ἔσχατοι εἰς τὸν ἀριθμόν Men. bei Stob. fl. 121, 11; οὔτ' ἐν λόγῳ οὔμ' ἐν ἀριθμῷ orac. bei Schol. Theocr. 14, 48; vgl. Callim. 9 (V, 6). – 3) Vollzähligkeit, ἅπαντας τοὺς ἀριθμοὺς περιλαβών, in jeder Hinsicht alles umfassend, Isocr. 11, 16; ὁ πᾶς ἀρ., die Gesammtsumme, Thuc. 2, 7; πάντες ἀριθμοὶ τοῦ καθήκοντος, der Inbegriff aller Pflichten, M. Anton. 3, 1. – 4) Zahl, im Gegensatz des inneren Gehaltes, ταῦτ' οὐκ ἀριθμός ἐστι λόγων, ἀλλ' ἔργα δεινά, nicht leere Worte, Soph. O. C. 383; vgl. Eur. Tr. 476 Bacch. 209; Ion. 1014 οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως, ἀλλ' ὑπερτάτους Φρυγῶν; dah. auch ein Mensch ohne Werth so heißt, Ar. Nubb. 1204, eine Null; vgl. Hor. Ep. 1, 2, 27 nos numerus sumus.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ajustement, agencement, d'où
I. nombre, càd :
1 quantité en gén. : πολλοὶ ἀριθμῷ ou ἀριθμόν ou ἐς ἀριθμόν en grand nombre, nombreux;
2 p. anal. (en parl. de quantité en espace ou en durée) ἀριθμὸς ὁδοῦ XÉN longueur d'un chemin ; ἀριθμὸς χρόνου ESCHN durée de temps;
3 quantité confuse, foule : ἀριθμὸς λόγων SOPH amas de vaines paroles;
4 nombre déterminé, le nombre cardinal : ἀριθμὸς ἕξ, ἀριθμὸς δώδεκα HDT le nombre 6, le nombre 12;
5 la science des nombres, numération, arithmétique;
6 t. de gramm. le nombre;
II. compte :
1 dénombrement : ἐς ἀριθμὸν παρεῖναι XÉN être présent pour l'appel;
2 somme d'argent;
3 fig. compte ou cas que l'on fait de qch ; ce qui compte pour qch, rang, considération;
III. nombre (avec idée d'ensemble ou d'harmonie) : ἅπαντας τοὺς ἀριθμοὺς περιλαβών ISOCR ayant embrassé tout l'ensemble;
NT: total.
Étymologie: R. Ἀρ ajuster ; cf. ἀραρίσκω, ἀρθμός.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰριθμός (-οῦ, -όν) number ἐπεὶ ψάμμος ἀρᾰθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98) ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.46) τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ (N. 2.23) μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν i. e. a conduct older than the number of your years: of an older man fr. 127.
English (Strong)
from αἴρω; a number (as reckoned up): number.
English (Thayer)
ἀριθμοῦ, ὁ (from Homer down), a number;
a. a fixed and definite number: τόν ἀριθμόν πεντακισχίλιοι, in number, Winer's Grammar, 230 (216); (Buttmann, 153 (134))); ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, ἀριθμός ... ἀνθρώπου, a number whose letters indicate a certain Prayer of Manasseh, Revelation 20:8.
Greek Monolingual
ο (AM ἀριθμός)
1. σύνολο ομοειδών μονάδων, το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους
2. η σχέση μιας ποσότητας προς άλλη που λαμβάνεται ως μονάδα
3. γραμμ. η διαίρεση των κλιτών μερών του λόγου σε τρεις κατηγορίες για να δηλωθεί η έννοια του ενός, των δύο ή των πολλών (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός αριθμός)
4. πληθ. οἱ Ἀριθμοί
τίτλος έργου της ΠΔ, το τέταρτο βιβλίο της Πεντατεύχου
νεοελλ.
1. το καθένα από τα δέκα αριθμητικά ψηφία (0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9), με τα οποία γράφονται οι μονάδες, καθώς και κάθε συνδυασμός αυτών που δηλώνει αριθμητικό ποσό (33, 685 κ.ά.)
2. το αριθμημένο πρόσωπο ή αντικείμενο
3. ένδειξη διαστάσεων ή μεγέθους αντικειμένου, το νούμερο
4. φρ. «αὔξων ἀριθμός» — το νούμερο που δηλώνει τη σειρά αρίθμησης ομοειδών μονάδων
αρχ.
1. (για τόπο ή χρόνο) διάστημα, έκταση, ποσό
2. τμήμα, μέρος συνόλου ομοειδών
3. κατάλληλη περίσταση, περίπτωση
4. αριθμητική σειρά, διάταξη
5. τάξη, αξία, σημασία, θέση
6. σημείο πληρότητας ή ολοκλήρωσης
7. κάτι που θεωρείται απλώς ως ποσότητα χωρίς να του αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, το ασήμαντο
8. αρίθμηση, μέτρημα, υπολογισμός
9. ο ρυθμός στον πεζό λόγο
10. (περιλπτ.) αναξιόλογο πλήθος ανθρώπων
11. η αριθμητική, η επιστήμη των αριθμών
12. οἱ ἀριθμοί
τα στρατιωτικά τάγματα
13. (φιλοσ.) η αφηρημένη έννοια του αριθμού
14. (στη δοτ.) ἀριθμῷ
ορισμένο, καθορισμένο ποσό
15. φρ. α) «οἱ ἀριθμοὶ τοῦ σώματος» — οι αναλογίες του σώματος
β) «ἀριθμὸς ἀργυρίου ἢ χρυσίου» — χρηματικό ποσό
γ) «ἀριθμὸν ἔχω» ή «ἐν ἀριθμῷ εἰμι» — λαμβάνομαι υπ' όψιν, υπολογίζομαι, λογαριάζομαι
δ) «ἀριθμός ἡμερῶν» — τέλος χρονικού διαστήματος, λήξη, συμπλήρωση ορισμένης χρονικής περιόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο σε -θμός από θ. αρι-, το οποίο υπάρχει στον τ. νήριτος «αναρίθμητος» (πρβλ. όνομα προσώπου Επήριτος, αρκαδ. Πεδάριτος και αρκαδ. προσηγορ. όν. Επάριτοι «εκλεκτοί»). Η σύγκριση με το αβεστ. rῑm «λογαριασμός», αρχ. άνω γερμ. rῑm «σειρά, αριθμός», αρχ. ιρλ. rῑm «αριθμός», λατ. rῖtus «ιερός θεσμός» οδηγεί σε θ. ri-, του οποίου το ελλ. αρι- αποτελεί πιθ. παραλλαγή (το α- ίσως πρόθεση). Ο ιωνικός τ. αμιθρός (πρβλ. ρ. αμιθρέω, -ώ) σχηματίστηκε από αντιμετάθεση φθόγγων του τ. αριθμός. Η λ. απαντά στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με την έννοια του «πλήθους», από την οποία προήλθαν οι σημασίες «λογαριασμός, ποσότητα», ενώ σπάνια χρησιμοποιείται με τη σημασία «αριθμητική» ή για να δηλώσει τη γραμματική κατηγορία του αριθμού. Στον πεζό λόγο, αλλά σπανιότερα και στην ποίηση, δήλωνε τον «ρυθμό», ενώ σε μεταγενέστερη εποχή τη «στρατιωτική μονάδα» (πρβλ. λατ. numerus).
ΠΑΡ. αριθμώ
αρχ.
αρίθμιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) νεοελλ. αριθμομηχανή, αριθμομνήμων
(β' συνθετικό) ανάριθμος, ενάριθμος, ισάριθμος, πολυάριθμος, υπεράριθμος
αρχ.
αυτοαριθμός, ετεράριθμος, συνάριθμος, τοσοντάριθμος, τρισάριθμος, ψευδαριθμός, ωράριθμος
αρχ.-μσν.
εξάριθμος
μσν.
εικοσάριθμος, τοσάριθμος, χιλιάριθμος
νεοελλ.
απειράριθμος, ευάριθμος, λογάριθμος, ολιγάριθμος, ταντάριθμος, τιμάριθμος, τοκάριθμος].
Greek Monotonic
ἀριθμός: [ᾰ], ὁ (*ἄρω)·
I. 1. αριθμός, Λατ. numerus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀριθμόν, στον αριθμό, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀριθμὸν ἕξ, σε Ηρόδ.· ἐς τὸν ἀριθμὸν τρισχίλια, στον ίδ.· επίσης, ἓν ἀριθμῷ, στον ίδ.· ομοίως, σε Αττ.
2. ποσό, σύνολο, έκταση, πολὺς ἀριθμὸς χρόνου, σε Αισχίν.· ἀριθμὸς ἀργυρίου, σύνολο των χρημάτων, χρηματικό ποσό, σε Ξεν.
3. ως σημείο τάξης, αξίας, αξιώματος, μετ' ἀνδρῶν ἀριθμῷ, ανάμεσα στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἔχουσιν ἀριθμόν, δεν τους υπολογίζει κανείς, σε Ευρ.· οὐδ' εἰς ἀριθμὸν ἥκεις λόγων, δεν φτάνει στο σημείο ώστε να μπορώ να συζητήσω μαζί της, στον ίδ.
4. απλός αριθμός, ποσότητα αντίθ. προς ποιότητα, αξία, ἀριθμὸς λόγων, απλή παράταξη λέξεων, σε Σοφ.· ομοίως λέγεται για πρόσωπα, οὐκ ἀριθμὸς ἄλλως, σύνολο μόνο, σε Ευρ.· ομοίως, ἀριθμός μόνο, όπως Ορατίου nos numerus sumus, σε Αριστοφ.
II. αρίθμηση, καταμέτρηση, ἀριθμὸν ποιεῖσθαι τῆς στρατιῆς, κάνω επιθεώρηση του στρατού, σε Ηρόδ.· παρεῖναι εἰςτὸν ἀριθμόν, σε Ξεν.
III. επιστήμη των αριθμών, αριθμολογία, αριθμητική, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριθμός: (ᾰ) ὁ
1 количество, число: ἀριθμῶ и ἐς ἀριθμόν Her., (τὸν) ἀριθμόν Xen., Plat. и εἰς τὸν ἀριθμόν Men. числом, численно, по количеству; ἀ. σωματικός или αἰσθητός Arst. именованное число: ἀ. μαθηματικός Arst. отвлеченное число; πλῆθος ἐς ἀριθμόν Her. численный состав;
2 протяжение, длина (ὁδοῦ Xen.);
3 длительность, промежуток (χρόνου Aeschin.);
4 сумма (ἀργυρίου Xen.): ὁ πᾶς ἀ. Thuc. общая сумма, итог;
5 подсчет, исчисление (ἀριθμὸν ποιεῖσθαι Her. и ποιεῖν Plat. ): ἀριθμῷ Her. в определенном количестве, но тж. Thuc. в числовом выражении, в цифрах;
6 наука о числе, искусство счисления (ἀριθμὸν εὑρεῖν Plat. или ἐξευρεῖν Aesch.);
7 перекличка (εἰς τὸν ἀριθμὸν παρεῖναι Xen.);
8 вес, достоинство, значение: οὐκ εἰς ἀριθμὸν ἥκειν λόγων Eur. не приниматься в расчет; τούτων ἀ. οὐδείς ἐστι Plut. это не имеет никакого значения;
9 pl. числовые отношения, связное целое, совокупность (ἅπαντες οἱ ἀριθμοί Isocr.; οἱ τοῦ σώματος ἀριθμοί Plat.);
10 вещь (по порядку), номер (ὁ δεύτερος ἀ. Eur.);
11 пустое число (без содержания): ἀ. τῶν λόγων Soph. набор пустых слов; (ὁ) ἀ. Eur., Arph.; ничтожество;
12 грам. число.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριθμὸς: [ᾰ], ὁ, (ἴδε * ἄρω) Λατ. numerus, πρῶτον ἐν Ὀδ., λέκτο δ’ ἀριθμὸν Δ. 451· ἀριθμῷ παῦρα Σιμωνίδ. 47· ἓν ἀριθμῷ Ἡρόδ. 3. 6· ἀριθμὸν ἓξ ὁ αὐξ. 1. 14, πρβλ. 50· ἐς τὸν ἀρ. τρισχίλια ὁ αὐτ. 7. 97· πλῆθος ἐς ἀριθμόν, τὸ πλῆθος, τὸ ποσὸν ὡς πρὸς τὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 7. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., μήκωνος ἐπιπάσας ἄνω κόκκους τὸν ἀριθμὸν δώδεκα Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 1. 11· δύο τινὲς ἢ τρεῖς ἑστήκασι πάντων ἔσχατοι εἰς τὸν ἀρ. Μένανδ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 2· ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Πλάτ. Θεαίτ. 155Α· οὐτ’ ἀριθμοῖς οὔτε μεγέθεσιν ἐλάττους ὁ αὐτ. Νόμ. 861Ε· σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ· Ξεν. Συμπ. 4. 45· μέτρον καὶ ἀρ. Πλουτ. Περ. 16, πρβλ. Εὐρ. Τρω. 616· - παροιμ., ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν, «κατὰ πολὺ μέντοι ἀκριβῶς οὐκ ἂν εἰδείην, ὥστε λέγειν τὸν ἀριθμὸν τῶν ψηφίδων τῶν παραθαλασσίων, ἤγουν τῆς ψάμμου κτλ.» (Σχόλ), Πινδ. Ο. 13. 66, πρβλ. 2. 179· οὐ γιγνώσκω ψήφων ἀριθμούς, ἐπὶ ἠλιθίου, Ἔφιππ. ἐν «Πελταστῇ» 1. οὔτ’ ἀριθμὸν οὔτ’ ἔλεγχον… ἔχων Διονύσ. ὁ Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 13. 2) διάστημα, ἔκτασις, ἐπὶ χρόνου ἢ τόπου, ποσόν, πολὺς ἀριθμὸς χρόνου Αἰσχίν. 7. 36· ἀριθμὸς τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν 2. 2, 6· ἀρ. ἀργυρίου, ποσὸν χρηματικὸν ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 2, 15. 3) ἀριθμῷ ἀπολ. ἐπεὰν γὰρ ἀποθάνῃ βασιλεὺς Λακεδαιμονίων, ἐκ πάσης δέει Λακεδαίμονος… ἀριθμῷ τῶν περιοίκων ἀναγκαστοὺς ἐς τὸ κῆδος ἰέναι, ἀριθμός τις ἐκ τῶν περιοίκων, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλά, δένδρα ἀριθμῷ ὑμέτερα, καὶ τὰ ὑμέτερα δένδρα πόσα εἶναι κατ’ ἀριθμόν, Θουκ. 2. 72· ἀριθμῷ διδόασι τὰ κρέα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 6. 4) ἀριθμός, ὁ δεύτερος ἀρ. Εὐρ. Ἴων 1014· πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων Ἑλ. 410· τὸν τέτταρα ἀριθμὸν Λουκ. Ἑρμότ. 35. 5) ἀριθμός, ὡς σημεῖον τάξεως, ἀξίας, ἀξιώματος, μετ’ ἀνδρῶν ἵζεσθαι ἀριθμῷ, λαμβάνω θέσιν μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, Ὀδ. Λ. 449· ἐν πολλαῖς Ἀττ. φράσεσιν, εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀριθμὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 495· εἰς ἀρ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν ὁ αὐτ. Ἑκ. 1186· ξενίας τ’ ἀριθμῷ πρῶτος ὤν ἐμῶν φίλων, ἐν τῷ ἀριθμῷ τῶν ἐκ ξενίας φίλων μου πρῶτος ὤν αὐτός, αὐτόθι 794· δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν, δὲν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψει, δὲν τοὺς λογαριάζει κανείς, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 523· εἰ δοκεῖ τάδε, οὐδ’ εἰς ἀριθμὸν τῶν ἐμῶν ἥκεις λόγων, δὲν φθάνει οὐδ’ εἰς σημεῖον τοιοῦτον ὥστε νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συζητήσω μετ’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. Ἡλ. 1054· οὐδεὶς ἀρ. ἐστί τινος, ὡς τὸ Λατ. nullo esse in numero, Πλούτ. 2. 682F· πρβλ. ἀριθμέω, χώρα Ι. 3. 6) ὡσαύτως, ἁπλοῦς ἀριθμός, ποσότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ποιότητα ἢ ἀξίαν, ταῦτ’ οὐκ ἀριθμός ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων, ἁπλῆ παράταξις λέξεων, Σοφ. Ο. Κ. 382· οὕτως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐγεινάμην τέκνα οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως, ἀλλ’ ὑπερτάτους Φρυγῶν δὲν ἐγέννησα ἁπλῶς μόνον ἀριθμὸν τέκνων, ἀλλ’ ἄνδρας ὑπερτάτους Φρυγῶν, Εὐρ. Τρῳ. 476· οὕτως, ἀριθμὸς μόνον ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nos numerus sumus, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203· ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, οὐκ ἀριθμόν, ἀλλ’ ἐτητύμως ἀνδρ’ ὄντα, οὐχὶ ἁπλῶς μία μονὰς ἀλλὰ…, Εὐρ. Ἡρακλ. 997. 7) εἴς τινας φράσεις ὡς σημεῖον τελειότητος ἢ ὁλοκληρίας, οἱ ἀριθμοὶ τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 668D· πάντας τοὺς ἀριθμοὺς περιλαβών, Λατ. omnibus numeris absolutus, Ἰσοκρ. 224D· πάντες ἀριθμοὶ τοῦ καθήκοντος, τὸ σύνολον τοῦ καθήκοντος, Μ. Ἀντων. 3. 1. ΙΙ. ἀρίθμισις, τὰ δ’ οἴκοι μάσσον’ ἀριθμοῦ, ὑπέρτερα ἀριθμήσεως, ἀναρίθμητα, Πινδ. Ν. 2. 35· ἰδίως ἐν φράσεσιν, ἀριθμὸν ποιεῖσθαι τῆς στρατιῆς, τῶν νεῶν, ἀπαρίθμησιν, ἐπιθεώρησιν… Ἡρόδ. 8. 7· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7, κλ.· παρεῖναι εἰς τὸν ἀριθμὸν αὐτόθι 11· εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν, νὰ ἀριθμηθῇ νὰ ὁρισθῇ δι’ ἀριθμοῦ, Θουκ. 2. 72. ΙΙΙ. ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀριθμῶν, ἀριθμητική, ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459, πρβλ. Ἔφιππον ἐν «Πελταστῇ» 1· ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379· ἀρ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 274C, πρβλ. Πολ. 522C: παροιμ. εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 19. IV. περὶ τοῦ Πυθαγορείου δόγματος ὅτι οἱ ἀριθμοὶ ἦσαν τὰ συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ παντός, ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8, 22 κἑξ., 13. 3, κ. ἀλλ., πρβλ. Γροτίου Πλάτωνα 1. σ. 10. V. στίχος, προφερόμενοι ἀριθμοὺς τῶν ἀρχαίων ποιητῶν [ΙΙ]. Ἐπιγρ. Δελφ. BCH 1894. 80, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ., φέρε γὰρ ἐπιχειρήτω τις προφέρεσθαι τοὺς δ’ ἀριθμούς, Ὄλυνθον μὲν καὶ Μεθώνην καὶ Ἀπολλωνίαν - Ἴδε ὡσαύτως Larfeld Ber. ü. d. Epigr. 1896, σ. 208. Η. Searles.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: number, payment (Od.);
Other forms: Through metathesis ἀμιθρός (Schwy. 268)
Derivatives: Denom. verb ἀριθμέω count (Il.) with ἀριθμητικός.
Origin: IE [Indo-European] [60] *h₂rei- count
Etymology: Derivation in -θμο- of the root in νήρι-τος countless; cf. the PN Ἐπήριτος, Arc. Πεδάριτος and the Arc. appellative Ἐπάριτοι the chosen, Wackernagel Unt. 250, Philol. 86, 133ff. - Outside Greek one compares Germanic words, ONo. rīm n. account, OHG. rīm m. row, number, OIr. rīm number; also Lat. rītus use, rite? (Not here Arm. hariwr, which is an Iranian loan.)
Middle Liddell
(*ἄρω)
I. number, Lat. numerus, Od., etc.; ἀριθμόν in number, Hdt., Attic; ἀριθμὸν ἕξ Hdt.; ἐς τὸν ἀρ. τρισχίλια Hdt.; also, ἓν ἀριθμῶι Hdt.; so in Attic
2. amount, sum, extent, πολὺς ἀρ. χρόνου Aeschin.; ἀρ. ἀργυρίου a sum of money, Xen.
3. as mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἀριθμῶι among men, Od.; οὐκ ἔχουσιν ἀριθμόν have no account made of them, Eur.; οὐδ' εἰς ἀριθμὸν ἥκεις λόγων you come not into my account, Eur.
4. mere number, quantity, opp. to quality, worth, ἀριθμὸς λόγων a mere set of words, Soph.; so of men, οὐκ ἀρ. ἄλλως not a mere lot, Eur.; so ἀριθμός alone, like Hor.'s nos numerus sumus, Ar.
II. a numbering, counting, ἀριθμὸν ποιεῖσθαι τῆς στρατιῆς to hold a muster of the army, Hdt.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀρ. Xen.
III. the science of numbers, numeration, arithmetic, Aesch., Plat.
Frisk Etymology German
ἀριθμός: {arithmós}
Forms: durch Metathese ἀμιθρός, ἀριθμέω (ion., vgl. Schwyzer 268).
Grammar: m.
Meaning: Zahl, Anzahl, Zählung (allg. seit Od.);
Derivative: Nominale Ableitung ἀρίθμιος zur Zahl gehörig (spät). Denominatives Verb ἀριθμέω zählen (seit Il.) mit den Nomina actionis ἀρίθμημα (A., Secund.), ἀρίθμησις (ion. hell.) Zählung (vgl. Holt Les noms d'action en -σις 126) und dem Adjektiv ἀριθμητικός zur Zählung gehörig, vorw. als t. t. arithmetisch (Pl., Archyt., Arist. usw.); ferner das Nomen agentis ἀριθμητής ([Pl.] Just. 373b neben μετρητής).
Etymology: Ableitung auf -θμο- des in νήριτος zahllos vorliegenden Wurzelelements ἀρι-; vgl. noch die PN Ἐπήριτος, ark. Πεδάριτος und das ark. Appellativum Ἐπάριτοι die Auserlesenen, Wackernagel Unt. 250 m. Lit., Philol. 86, 133ff. — Außergriechische Beziehungen unsicher; man vergleicht die germ. Sippe awno. rīm n. Rechnung, ahd. rīm m. ‘Reihe(nfolge), Zahl', air. rīm Zahl; außerdem noch lat. rītus Gebrauch, Sitte, die alle auf eine Wurzel rī- zurückführen, von der also gr. ἀρι- eine (vokalprothetische?) Variante darstellen würde.
Page 1,139
Chinese
原文音譯:¢riqmÒj 阿而特摩士
詞類次數:名詞(18)
原文字根:數目 相當於: (מִסְפָּר) (סְפֹרֹות)
字義溯源:數目,人數,總數,總共;源自(αἴρω)*=舉起)。這字不僅顯示其數量,(如:第三本書);也包括其質量,(如:他在他班上是第一名)昔時,他們也用字母來代表數目,如:a=1, b=2, r=100,等等
出現次數:總共(18);路(1);約(1);徒(5);羅(1);啓(10)
譯字彙編:
1) 數目(16) 路22:3; 約6:10; 徒4:4; 徒6:7; 徒11:21; 羅9:27; 啓5:11; 啓7:4; 啓9:16; 啓9:16; 啓13:17; 啓13:18; 啓13:18; 啓13:18; 啓15:2; 啓20:8;
2) 人數(1) 徒16:5;
3) 數(1) 徒5:36
English (Woodhouse)
account, amount, batch, number, quantity, a mere cipher
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω. Ριζικό στοιχεῖο ἀρι + πρόσφυμα θμο + ς → ἀριθμός.
Παράγωγα: ἀριθμέω -ῶ, ἀρίθμημα (=ἀρίθμηση), ἀρίθμησις, ἀριθμητέος, ἀριθμητέον, ἀριθμητής (=λογιστής), ἀριθμητικός, ἀριθμητός, εὐαρίθμητος, ἀναρίθμητος, ἀνάριθμος καί ἀνήριθμος (=ἀλογάριαστος), εὐάριθμος, νήριθμος, νήριτος (=ἄπειρος).
Léxico de magia
ὁ número de días del año, como advoc. de Ἀβράσαξ en su valor numérico σὺ εἶ ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ· Ἀβράσαξ tú eres el número de (los días del) año, Abrasax P XIII 156 P XIII 466
Lexicon Thucydideum
numerus, number, 1.74.1, 2.7.2, 2.72.3, 3.87.3, 3.113.6, 4.101.2, 5.68.2, 6.31.2. 7.70.1. 8.10.2. 8.20.1. 8.29.2.
Translations
Abkhaz: ахыҧхьаӡара; Afrikaans: aantal, getal; Albanian: sasi, numër; Amharic: ቁጥር; Apache Western Apache: ndee biyáti'; Arabic: عَدَد; Hijazi Arabic: رقِم, رقَم; Moroccan Arabic: رقم; Aragonese: lumero; Armenian: թիվ; Old Armenian: թիւ; Assamese: সংখ্যা; Asturian: númberu; Azerbaijani: say, rəqəm, ədəd, nömrə, şumarə; Bashkir: һан; Basque: zenbaki; Belarusian: лік; Bengali: সংখ্যা, নম্বর, অঙ্ক; Breton: niver; Brunei Malay: numbur; Bulgarian: число; Burmese: နံပါတ်, ဂဏန်း; Buryat: тоо; Catalan: nombre; Cebuano: numero; Central Dusun: numbul; Chinese Dungan: фур, фурму; Mandarin: 數, 数, 數目, 数目, 數字, 数字; Cornish: niver; Czech: číslo; Danish: tal; Dutch: aantal, hoeveelheid; Elfdalian: tal; Esperanto: nombro; Estonian: arv; Farefare: nimõrɔ; Finnish: luku; French: nombre, numéro; Old French: nombre; Friulian: numar; Fula Latin: adadu, emmbere; Fula Adlam: 𞤀𞤣𞤢𞤣𞤵, 𞤫𞤥𞥆𞤦𞤫𞤪𞤫; Galician: número; Georgian: რიცხვი; German: Zahl; Gothic: 𐍂𐌰𐌸𐌾𐍉; Greek: αριθμός, πλήθος; Greenlandic: kisitsit; Gujarati: નંબર; Hawaiian: helu; Hebrew: מִסְפָּר; Hiligaynon: isip; Hindi: संख्या, अंक; Hungarian: szám; Icelandic: tala; Ido: nombro; Inari Sami: nummeer; Indonesian: angka, bilangan; Interlingua: numero; Irish: uimhir; Italian: numero; Japanese: 数, 数字; Javanese: wilangan; Karachay-Balkar: сан; Karaim: сан; Kazakh: сан, нөмір; Khakas: сан; Khmer: លេខ; Korean: 숫자(數字), 수(數); Kurdish Central Kurdish: ژِمارە; Northern Kurdish: jimare; Krymchak: сан; Kyrgyz: сан; Ladin: numer; Lao: ເລກ; Latin: numerus; Latvian: skaitlis; Lithuanian: skaičius; Livonian: lug; Luxembourgish: Zuel; Macedonian: број; Malay: nombor, angka, bilangan; Maltese: numru; Manchu: ᡨᠣᠨ; Manx: earroo; Mirandese: númaro; Mongolian Cyrillic: тоо; Navajo: námboo, ánéeltʼeʼ, ákwíígíí, nóomba; Nepali: संख्या, अंक; Nogai: сан; Northern Altai: тоо, сан; Northern Sami: lohku, tálla; Norwegian Bokmål: antall, tall; Nynorsk: tal; Occitan: nombre; Old English: rīm, tæl; Old Frisian: rīm; Old High German: rīm; Old Javanese: wilaṅ; Oriya: ସଂଖ୍ୟା; Pali: gaṇanā; Pashto: رقم, عدد, نمره; Persian: شماره, رقم, عدد, نمره; Polish: liczba; Portuguese: número; Quechua: yupay; Rabha: জায়; Romanian: număr; Romansch: numer, nomer; Russian: число; Rusyn: чісло; Sanskrit: संख्या; Sardinian: númeru, númunu; Scottish Gaelic: àireamh; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑ј, число; Roman: brȏj, číslo; Shor: сан; Sicilian: nummuru, nùmmuru; Sinhalese: ගණන, අංක; Slovak: číslo; Slovene: število; Sorbian Lower Sorbian: cysło, numer; Upper Sorbian: ličba, čisło; Southern Altai: сан; Spanish: número; Sundanese: ᮝᮤᮜᮍᮔ᮪; Swahili: nambari, namba; Swedish: tal; Tagalog: bilang; Tajik: рақам, адад, шумора; Tamil: எண்; Tatar: сан; Tausug: taud, umbul; Telugu: సంఖ్య; Thai: จำนวน, เลข; Tibetan: གྲངས་ཀ; Tigrinya: ቍጽሪ; Tofa: сан; Turkish: sayı, rakam, adet; Turkmen: san; Tuvan: сан; Ukrainian: число; Urdu: عدد, تعداد; Uyghur: رەقەم, سان; Uzbek: raqam, son; Venetian: nùmaro; Vietnamese: số); Volapük: numat; Welsh: rhif; Yakan: umbul; Yiddish: נומער, צאָל; Yoruba: nọ́ḿbà, òǹkà; Zhuang: cihsoq, susw, soqcih, soqmoeg