τέλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(41)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τέλειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τελεία]] Ν, και [[τέλεος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία [[έλλειψη]], που δεν παρουσιάζει κανένα [[μειονέκτημα]] ή [[ελάττωμα]], [[πλήρης]], [[άρτιος]], [[ολοκληρωμένος]], [[εντελής]] (α. «τέλειο [[έργο]]» β. «[[τέλειος]] [[άνθρωπος]]» γ. «τέλεια [[παράσταση]]» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι [[ὥσπερ]] ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔ<br />ε. «[[τέλειος]] [[σοφιστής]]», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «[[Ζεὺς]] [[τέλειος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τελεία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τέλειο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[άθροισμα]] τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 <span style="color: red;">+</span> 2 <span style="color: red;">+</span> 4 <span style="color: red;">+</span> 7 <span style="color: red;">+</span> 14<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άριστος]], [[βέλτιστος]], [[ιδανικός]], [[ιδεώδης]], [[πρότυπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [[αέριο]]»<br /><b>φυσ.</b> το ιδανικό [[αέριο]] (<b>βλ.</b> [[ιδανικός]])<br />β) «τέλειο ρευστό»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[ρευστός]]<br />γ) «τέλειο [[σύνολο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] το οποίο συμπίπτει με το [[σύνολο]] τών οριακών του σημείων<br />δ) «τέλειο [[τετράγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[αριθμός]] που [[είναι]] γινόμενο δύο παραγόντων<br />ε) «τέλεια [[συμφωνία]]»<br /><b>μουσ.</b> οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις της πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτης<br />στ) «[[τέλειος]] [[χρόνος]]»<br /><b>μουσ.</b> το συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[ήχος]] μπορεί να ακουστεί [[ολοκληρωμένος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τέλειοι</i><br />αυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συμπληρωμένος, [[σωστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ηλικίας του, ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα τών θυσιών) [[αρτιμελής]] («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θυσία]]) [[πλήρης]], σύμφωνη με όλους τους κανόνες του τελετουργικού<br /><b>3.</b> (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη [[βεβαιότητα]] για [[εκπλήρωση]]<br /><b>4.</b> (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' [[είδος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ατελείς, [[δηλαδή]] αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη<br /><b>5.</b> ο παντρεμένος<br /><b>6.</b> (για νόσο, [[πάθος]] ή [[κακό]]) [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> (για [[εικόνα]] ή ανδριάντα) αυτός που έχει [[φυσικό]] [[μέγεθος]]<br /><b>8.</b> (για ευχές, δεήσεις <b>κ.ά.</b>) αυτός που έχει εκπληρωθεί<br /><b>9.</b> [[έσχατος]], [[τελειωτικός]] («τελειωτάτη [[ἀφάνισις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές<br /><b>11.</b> (για άνδρα) [[προστάτης]], [[αρχηγός]] της οικογένειας<br /><b>12.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέλεος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Επίδαυρο<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τέλειον</i><br />περσικό βασιλικό [[συμπόσιο]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[ψῆφος]]» — οριστική [[απόφαση]] (<b>Αισχύλ.</b>, <b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[τέλειος]] [[ἡμέρα]]» — η τελευταία [[μέρα]] (<b>Σοφ.</b>, Προκ.)<br />γ) «[[τέλειος]] [[κρατήρ]]» — ο [[τελευταίος]] [[κρατήρας]] που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (<b>Ευρ.</b>, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελείως]] ΝΜΑ, και [[τελέως]] Α<br />εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br />επιτέλους, τελοσπάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τέλειος]] (<br /><i>τελεσ</i>-<i>yο</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελεσ</i>- του σιγμόληκτου ουδ. [[τέλος]] με [[επίθημα]] -<i>yo</i>- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –<i>σy</i> και [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ya</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τέλειος]] απαντά και ο τ. [[τέλεος]] (<b>πρβλ.</b> [[κήδειος]] / [[κήδεος]]: [[κῆδος]]). Ανάλογη φωνολογική [[εναλλαγή]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[τελείω]]: [[τελέω]] / τελῶ (για τη σημ. του επιθ. [[τέλειος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέλος]])].
|mltxt=-α, -ο / [[τέλειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τελεία]] Ν, και [[τέλεος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία [[έλλειψη]], που δεν παρουσιάζει κανένα [[μειονέκτημα]] ή [[ελάττωμα]], [[πλήρης]], [[άρτιος]], [[ολοκληρωμένος]], [[εντελής]] (α. «τέλειο [[έργο]]» β. «[[τέλειος]] [[άνθρωπος]]» γ. «τέλεια [[παράσταση]]» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι [[ὥσπερ]] ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔ<br />ε. «[[τέλειος]] [[σοφιστής]]», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «[[Ζεὺς]] [[τέλειος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τελεία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τέλειο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[άθροισμα]] τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 <span style="color: red;">+</span> 2 <span style="color: red;">+</span> 4 <span style="color: red;">+</span> 7 <span style="color: red;">+</span> 14<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άριστος]], [[βέλτιστος]], [[ιδανικός]], [[ιδεώδης]], [[πρότυπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [[αέριο]]»<br /><b>φυσ.</b> το ιδανικό [[αέριο]] (<b>βλ.</b> [[ιδανικός]])<br />β) «τέλειο ρευστό»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[ρευστός]]<br />γ) «τέλειο [[σύνολο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] το οποίο συμπίπτει με το [[σύνολο]] τών οριακών του σημείων<br />δ) «τέλειο [[τετράγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[αριθμός]] που [[είναι]] γινόμενο δύο παραγόντων<br />ε) «τέλεια [[συμφωνία]]»<br /><b>μουσ.</b> οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις της πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτης<br />στ) «[[τέλειος]] [[χρόνος]]»<br /><b>μουσ.</b> το συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[ήχος]] μπορεί να ακουστεί [[ολοκληρωμένος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τέλειοι</i><br />αυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συμπληρωμένος, [[σωστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ηλικίας του, ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα τών θυσιών) [[αρτιμελής]] («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θυσία]]) [[πλήρης]], σύμφωνη με όλους τους κανόνες του τελετουργικού<br /><b>3.</b> (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη [[βεβαιότητα]] για [[εκπλήρωση]]<br /><b>4.</b> (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' [[είδος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ατελείς, [[δηλαδή]] αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη<br /><b>5.</b> ο παντρεμένος<br /><b>6.</b> (για νόσο, [[πάθος]] ή [[κακό]]) [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> (για [[εικόνα]] ή ανδριάντα) αυτός που έχει [[φυσικό]] [[μέγεθος]]<br /><b>8.</b> (για ευχές, δεήσεις <b>κ.ά.</b>) αυτός που έχει εκπληρωθεί<br /><b>9.</b> [[έσχατος]], [[τελειωτικός]] («τελειωτάτη [[ἀφάνισις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές<br /><b>11.</b> (για άνδρα) [[προστάτης]], [[αρχηγός]] της οικογένειας<br /><b>12.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέλεος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Επίδαυρο<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τέλειον</i><br />περσικό βασιλικό [[συμπόσιο]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[ψῆφος]]» — οριστική [[απόφαση]] (<b>Αισχύλ.</b>, <b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[τέλειος]] [[ἡμέρα]]» — η τελευταία [[μέρα]] (<b>Σοφ.</b>, Προκ.)<br />γ) «[[τέλειος]] [[κρατήρ]]» — ο [[τελευταίος]] [[κρατήρας]] που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (<b>Ευρ.</b>, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελείως]] ΝΜΑ, και [[τελέως]] Α<br />εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br />επιτέλους, τελοσπάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τέλειος]] (<br /><i>τελεσ</i>-<i>yο</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελεσ</i>- του σιγμόληκτου ουδ. [[τέλος]] με [[επίθημα]] -<i>yo</i>- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –<i>σy</i> και [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ya</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τέλειος]] απαντά και ο τ. [[τέλεος]] (<b>πρβλ.</b> [[κήδειος]] / [[κήδεος]]: [[κῆδος]]). Ανάλογη φωνολογική [[εναλλαγή]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[τελείω]]: [[τελέω]] / τελῶ (για τη σημ. του επιθ. [[τέλειος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλειος Medium diacritics: τέλειος Low diacritics: τέλειος Capitals: ΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: téleios Transliteration B: teleios Transliteration C: teleios Beta Code: te/leios

English (LSJ)

and τέλεος, α, ον, in Trag., Att., and Dor.also ος, ον, A.Eu. 382 (lyr.), Pl.Phlb.67a, Arist.EN1153b16, SIG265 (Delph., iv B.C.), etc.: the form τέλειος is alone used by Hom., neither form in Hes.; τέλεος is alone used by Hdt., exc. in 9.110; in Trag. and Att. both forms occur; Att. Inscrr. up to the end of iii B.C. have only τέλεος, IG 12.76.39, al., and τέλεος, τελέως, τελεῶ are recommended by Thom. Mag.p.358R.; τέλειος first in IG22.2314.51, al. (early ii B.C.), freq. in Papyri (PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), etc.), but the neut. used as Adv. is sts. τέλεον (BGU903.12 (ii A.D.), etc.,

   A τέλειον POxy.707.31 (ii A.D.), etc.): the form τέλεως, acc. τέλεων, with pl. τέλεῳ, is found in SIG1025.61, 1026.14 (Cos, iv/iii B.C.), dub. in Schwyzer 734 (Zeleia) and Herod.7.20: the form τέληον in GDI4963 (Crete): (τέλος):—perfect, of victims, entire, without spot or blemish, ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων Il.1.66, cf. 24.34; βοτὸν τ. Riv.Fil.56.265 (Cyrene); τὸνς ϝεξήκοντα τελέονς ὄϝινς (acc. pl.) SIG56.30 (Argos, v. B.C.); of sacrifices, ἱερὰ τ. perfect, of full tale or number, or performed with all rites, Th.5.47, Lexap.And.1.97, D.59.60; τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος τέλεος ὄντως . . γίγνεται Pl.Phdr.249c; in Il.8.247, 24.315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν is prob. the surest bird of augury (cf. τελήεις).    b in Dialects, = κύριος, fully constituted, valid, ἐν ἀγορᾷ τελείῳ Schwyzer 324.1 (Delph., iv B.C.), SIG265 (ibid.), etc.; ἀλιαίᾳ ἔδοξε τελείᾳ ib.594.3 (Mycenae, ii B.C.); authoritative, final, ἁ δέ κα ϝράτρα ἁ δαμοσία τελεία εἴε δικάδοσα Schwyzer412 (Elis); τὸ θέθμιον . . τέλεον εἶμεν IG9(1).334.47 (Locr., v B.C.); so in Trag., τελεία ψῆφος a final decision, A.Supp.739, S.Ant.632.    2 of animals, full-grown, τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας A.Ag.1504 (anap., and so perh. αἶγες τ. in Il. ll.cc.); ἐπ' οὗ θύεται τὰ τ. τῶν προβάτων, opp. γαλαθηνά, Hdt.1.183, cf. SIG1015.31 (Halic.), Pherecr.44, PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), Sammelb.5277.5 (iii A.D.), etc.; τ. ζῷον defined in Gal.7.677; as Subst., τέλειον καὶ δέκα ἄρνες SIG1024.35 (Myconus, iii/ii B.C.); τ. ἵππος, opp. πῶλος, Pl.Lg.834c; τ. ἅρμα a chariot drawn by horses, opp. ἅρμα πωλικόν, CIG2758 111.D2 (Aphrodisias), SIG840 (Olympia, ii A.D.), Luc.Tim.50; τελέᾳ συνωρίδι IG5(2).549.2, al. (Arc., iv B.C.); τελέῳ τεθρίππῳ ib.5; κέλητι τελέῳ ib.550.29; κέλητι τελείῳ ib.7.1772.14, cf. 16; of trees, Thphr.CP3.7.5, POxy.909.18 (iii A.D.); εἰκὼν τελεία life-sized, GDI4942b7 (Crete, ii B.C.); of a torsionengine, full-sized, opp. to the model of one, Ph.Bel.55.30: of human beings, full-grown, adult, Pl.Lg.929c, X.Cyr.1.2.4, 12, 14, BGU1100.10 (i B.C.), POxy.485.30 (ii A.D.), Sor.1.10, al.    b married, τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Paus.Gr.Fr.306; Ἥρα Τελεία is so expld. at Stymphalus, Paus.8.22.2, cf. Aristocl.Hist.5 (ap.Sch.Theoc.15.64); v. infr. 11.    3 of persons, accomplished, perfect in his kind, in relation to quality, Isoc. 12.32,242; ἱστοριῶν συγγραφέα τέλειον Supp.Epigr.1.400 (Samos, ii A.D.); τ. σοφιστής Pl.Cra.403e; τ. εἴς τι Id.Phdr.269e (Sup.); κατὰ πάντα Id.Ti.30d; πρός τι Id.Lg.647d, 678b, Isoc.12.9, etc.; ἔν τινι Id.Ep.4.3 (Sup.); οἱ τ. δογματικοί Gal.15.60; but ἡ τελεία μαῖα the trained or qualified midwife, distd. from ἡ ἀρίστη (the trained and experienced midwife), Sor.1.4.    b of things, φάρμακον τελεώτατον Pl.Criti.106b; τ. ἀρετή, φιλία, etc., Arist.EN1129b30, 1156b34, al.; of a syllogism in the 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς, Id.APr.27a1, etc.; τὸ τελεώτατον ἐκεῖνο γυμνάσιον, ὂ δὴ καὶ κατασκευὴν ὀνομάζουσι Gal.6.169, cf. 208: even of evils, τ. νόσημα a serious, dangerous illness, Hp.Prorrh.2.30; τελειοτάτη κακία Gal.16.500; ἀδικία τελέα, τελεωτάτη, absolute, Pl.R.348b, 344a; συνθέσεις λευκὰς τελείας δέκα τρεῖς thirteen complete white suits, PHamb.10.14 (ii A.D.); τ. ἀποζυγή complete divorce, PGrenf. 2.76.19 (iv A.D.); ὕνις τελεία, κράβακτος ξύλινος τ., etc., PTeb.406.19, al. (iii A.D.); of land, fully inundated, opp. ἀβροχικός, PMasp. 107.13, al. (vi A.D.), prob. in PFlor.286.23 (vi A.D.).    4 of prayers, vows, etc., fulfilled, accomplished, εὐχωλαί Pi.Fr.122.15; τέλειον ἐπ' εὐχᾷ ἐσλόν Id.P.9.89; τελεία γένεος Οἰδίπου τ' ἀρά A.Th.832 (lyr.); μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην Id.Ag.1432; τέλεα εὔγματα Ar. Th.353 (lyr.); of omens or predictions, ὄψις ὀνείρου οὐ τελέη a vision which imported nothing, Hdt.1.121; τ. σύμβολον h.Merc.526 (s. v.l.); τ. τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται Pl.R.443b.    5 of numbers, full, complete, τελέους ἑπτὰ μῆνας Ar.Lys.104; τ. ἐνιαυτός the great year, Pl. Ti.39d.    b in Arithm., of perfectnumbers, which are equal to the sum of their divisors, as 6 = 3+2+1; 28 = 14+7+4+2+1, Id.R.546b, Euc.7 Def.23, Theo Sm.p.45 H., Nicom.Ar.1.16:—but 9 is τ. ὅτι ἐκ τελείου τοῦ γ γίνεται, Theol.Ar.58 (3 is τ. because it has ἀρχή, μέσον, τέλος, ib. 14).    6 τ. κρατήρ, i.e. the third bowl offered to Ζεὺς Σωτήρ, Ar.Fr.526, E.Fr.148.    II of the gods, having power to fulfil prayer, all-powerful (as implied in A.Ag.973, Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει) , Ζεὺς τ. Pi.O.13.115, P.1.67; τ. ὕψιστον Δία A.Eu.28; τελέων τελειότατον κράτος, Ζεῦ Id.Supp.526 (lyr.); of Hera ζυγία, the presiding goddess of marriage (v. supr. 1.2 b, τέλος 1.6), Pi.N.10.18, A.Eu.214, Fr.383, Ar.Th.973 (lyr.); of Apollo, Theoc.25.22 (Sup.); of the Eumenides, A.Eu.382 (lyr.); Μοῖραι Supp.Epigr.3.400.9 (Delph., iii B.C.): generally, θεοὶ τέλειοι τέλειαί τε A.Th.167 (lyr.); πῦρ τέλεον ἄρρητον Lyr.Alex.Adesp.36.14: also ἀνὴρ τ. the head or lord of the house, A.Ag.972.    III = τελευταῖος, last, S.Tr.948 (lyr.).    IV τέλειον, τό, a royal banquet, as a transl. of the Pers. τυκτά, Hdt.9.110.    V ἡ τελεία (sc. στιγμή) the full point, D.T.630.6; so τελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84 A.    2 ἡ τελεία (sc. ἀντίδοτος) the perfect antidote, effective against all poisons, Scrib. Larg.177.    VI Τέλεος (sc. μήν(, ὁ, name of a month at Epidaurus, IG42(1).109 ii 114.    VII Adv. τελέως finally, absolutely, with full authority, A.Eu.320,953 (both anap.).    2 completely, absolutely, thoroughly, τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται Hdt.1.120; τ. ἐκκλησιάσαιμεν perfectly, Ar.Th.329 (lyr.); τ. ἄφρων Is.12.4; ἔρια τ. ῥυπαρά PCair.Zen. 287 (iii B.C.); τ. μ' ὑπῆλθε completely deceived me, Epicr.9; τ. ἑστιᾶν perfectly, X.Smp.2.2; τ. κινήσεται absolutely, Pl.Tht.182c; τ. γὰρ ἡμᾶς ἐνώχλει he was a perfect nuisance to us, PCair.Zen.637.4 (iii B.C.); τ. γυμνάζειν put a person through the τέλειον γυμνάσιον, Gal. 6.286; μέσα τ. completely neutral, Id.18(2).59, cf. 79, al.--This is the only form of the Adv. allowed by Thom.Mag.p.358 R., but τελείως is found in Gorg.Hel.18, Isoc.13.18, Pl.Def.411d, Arist.Metaph. 1021b26, PPetr.3p.114 (iii B.C.), LXX Ju.11.6, Gal.16.639, etc.    3 the neut. τέλεον is also used as Adv. in later Prose, Luc.Merc.Cond. 5, App.BC1.8, Sor.2.56, etc.    VIII Comp. and Sup.: Hom. uses only τελειότατος: in Prose τελεώτερος, -ώτατος prevail, though the other forms occur in Arist.EN1097a30, 1174b22. Comp. Adv. τελεώτερον Pl.R.520b (τελειοτέρως Sch.Il.2.350, v.l. in Procl.Inst.18); τελεώτατα Pl.R.351b.

German (Pape)

[Seite 1084] att. gew. 2 Endgn, ion. τέλεος (s. unten), – 1) was sein Ziel od. Ende erreicht hat; dah. – a) vollständig, vollkommen, woran Nichts fehlt, unversehrt u. tadellos, z. B. von Opferthieren, welche ohne allen Makel sein müssen, Il. 1, 66. 24, 34; ἱερὰ τέλεια, vollständige od. vollzählige Opfer, od. Opfer von vollständig ausgewachsenen Thieren (s. b), Andoc. 1, 97 im Gesetz; vgl. Dem. 59, 60; Hom. nennt den Adler τελειότατον πετεηνῶν, Il. 8, 247. 24, 315, den vollkommensten unter den Vögeln, also den vornehmsten od. edelsten; τέλειον ἐσλόν, Pind. P. 9, 89; ἀνήρ, Plat. Legg. I, 643 d, u. öfter; τέλειος ἀνὴρ εἰς τὸν πραγματικὸν τρόπον, Pol. 4, 8, 1. – b) vollkommen ausgewachsen; von Menschen, Plat. Legg. XI, 929 c; Xen. Cyr. 1, 2, 4 u. öfter (von 25 bis 50 Jahren); von Thieren, Plat. Legg. VIII, 834 c, wie auch Einige ἱερὰ τέλεια u. αἶγες τέλειαι in der Il. erklären; dah. reif, männlich, im Ggstz von παιδίον νήπιον, Pol 5, 29, 2; so auch ἅρμα τ., im Ggstz von πωλικόν, mit ausgewachsenen Pferden, Luc. Tim. 50; bestimmt, ψῆφος, Soph. Ant. 628, Schol. τὴν ἤδη τετελεσμένην, feste, letzte Entscheidung. – c) übh. geendigt, vollbracht, εἰ κρανθῇ πρᾶγμα τέλειον, Aesch. Suppl. 86; von Gebeten, Wünschen, Hoffnungen, erhört, in Erfüllung gegangen, auch von Vorzeichen u. Vorbedeutungen, ἀραί Spt. 748, einzeln bei Sp. – 2) akt., vollbringend, vollendend, erhörend; θεοί, die Götter, welche die an sie gerichteten Gebete erhören u. allen Dingen Vollendung und Gedeihen geben, Aesch. Ag. 982; Ζεύς, Pind. Ol. 13, 115 P. 1, 67, wie Aesch. Eum. 28 Ag. 947; so bes. Ἥρα τελεία, die Hera als Ehestifterinn, Iuno pronuba; τελεία μάτηρ, Pind. N. 10, 18; Aesch. Eum. 205; Ar. Th. 973; vgl. Crinag. 13 (VI, 244); μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην, Aesch. Ag. 1437. – In der Arithmetik hießen diejenigen Zahlen τέλειοι, welche der Summe aller ihrer Maaße oder Faktoren gleich sind, 6 = 3 + 2 + 1, 28 = 14 + 7 + 4 +2 + 1, 496 = 248 + 124 + 62 + 31 + 16 + 8 + 4 + 2 + 1, 8128 u. s. s., Nicom. arithm. Vgl. auch Plat. Rep. VIII, 546 b.

Greek (Liddell-Scott)

τέλειος: καὶ τέλεος, -α, -ον, παρ’ Ἀττικ. ὡσαύτως ος, ον· ὁ τύπος τέλεος εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν ἀπανταχοῦ παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ. IV), ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι, ὧν οἱ ποιηταὶ λαμβάνουσιν ἑκάστοτε τὸν μᾶλλον ἁρμόζοντα πρὸς τὸ μέτρον, παρὰ δὲ τοῖς πεζογράφοις τὸ τέλεος εἶναι συνηθέστατον, ὡς βεβαίως παρὰ Πλάτ.· - προσέτι, οἱ δοκιμώτατοι τῶν συγγραφέων, ὡς ὁ Πλάτ., χρῶνται τῷ θηλ. εἰς α ἢ εἰς ος ἀδιαφόρως: (τέλος). Φθάσας εἰς τὸ ὡρισμένον τέλος, εἰς ἀκμήν, ἐντελής, σωστός, τέλειος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν Ἰλ.), κλπ.· ἐπὶ θυμάτων, πλήρης, τέλειος, ἀκέραιος, ὁλόκληρος, ἄρτιος, ἄνευ μώμου ἢ σπίλου, αἰγῶν τε τελείων, «ἤτοι τὴν ἡλικίαν ὁλοκλήρων· λελωγημένον γὰρ οὐ θύεται» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 66, Ω. 34 (ἴδε κατωτ. 2)· ὅκου θύεται τὰ τέλεα τῶν προβάτων Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θυσιῶν, ἱερὰ τέλεα, πλήρη, τέλεια ἢ συμπεπληρωμένα τὸν ἀριθμόν, ἢ τελούμενα μετὰ πάσης νομίμου τελετῆς, Θουκ. 5. 47, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 9, Δημ. 1365. 17· τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος τέλεος ὄντως... γίγνεται Πλάτ. Φαῖδρ. 249C· ἐν Ἰλ. Θ. 247, Ω. 315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν σημαίνει πιθαν. τὸ βεβαιότατονν μαντικὸν πτηνὸν (πρβλ. τελήεις), ἀλλ’ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸ ἀνώτατον τῶν πτηνῶν, ὁ βασιλεὺς τῶν πτηνῶν (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἐπὶ ζῴων, τελείως ηὐξημένος, ἔχων πλήρη ἡλικίαν, ἀκμαῖος, τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1504 οὕτω δέ τινες λαμβάνουσι τὸ αἶγες τ. ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν, τ. ἀνήρ, τελείως ηὐξημένος, τέλειος τὴν ἡλικίαν, Λατ. adultus, Πλάτ. Νόμ. 929C Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4., 12. 14, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· τ. ἵππος, ἀντίθετον τῷ πῶλος, Πλάτ. Νόμ. 834C· τ. ἅρμα, ἅρμα συρόμενον ὑπὸ ἵππων, ἀντίθετον τῷ ἅρμα πωλικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, Λουκ. Τίμ. 50· τ. κέλης, ξυνωρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1591. 57 καὶ 59· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 5. 3) ἐπὶ προσώπων, καλῶς κατηρτισμένος, τέλειος εἰς τὸ εἶδός του, μηδεμίαν ἔλλειψιν ἔχων εἰς τὴν ἰδιότητά του, Ἰσοκρ. 239D, 283D, κλπ.· τ. σοφιστὴς Πλάτ. Κρατ. 403Ε· τ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 269Ε· κατὰ πάντα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30D πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 647D, 678Β, Ἰσοκρ., κλπ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 4. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, φάρμακον τελειώτατον Πλάτ. Κριτί. 106Β, κλπ.· τ. ἀρετή, φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ τοῦ α΄ εἴδους, ἐπειδὴ οἱ λοιποὶ καλοῦνται ἀτελεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 5, 3, κλπ.· - ἔτι καὶ ἐπὶ κακῶν, τ. νόσημα, σοβαρόν, ἐπικίνδυνον, Ἱππ. Π ορρ 109· ἀδικία τελεία, τελεωτάτη, ἀπόλυτος, Πλάτ. Πολ. 384Β, 344Α. 4) ἐπὶ προσευχῶν, εὐχῶν, κλπ., τετελεσμένος, ἐκπληρωθείς, εὐχωλαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12· τέλειον ἐπ’ εὐχᾷ ἐσλὸν ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 156· τελεία γένεος Οἰδίπου τ’ ἀρὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 832 μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸν δίκην ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1432· τέλεα εὔγματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 353· ἐπὶ οἰωνῶν ἢ προρρήσεων, ὄψις οὐ τελέη, ὅραμαὄνειρον μηδὲν σημαῖνον, Ἡρόδ. 1. 121· τ. σύμβολον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 526· τ. τὸ ἐνύπνιον τετελέσθαι Πλάτ. Πολ. 443Β· - ὡσαύτως, τ. ψῆφος, ἀπόφασις ὡρισμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 739, Σοφ. Ἀντ. 632. 5) ἐπὶ ἀριθμῶν, πλήρης, συμπεπληρωμένος, τέλειος, τελέους ἑπτὰ μῆνας Ἀριστοφ. Λυσ. 104· τ. ἐνιαυτὸς Πλάτ. Τίμ. 39D. β) ἐν τῇ Ἀριθμ. τέλειοι εἶναι οἱ ἀριθμοὶ ὅσοι ἰσοῦνται τῷ ἀθροίσματι τῶν διαιρετῶν αὐτῶν, οἷον 6 = 3+2+1· 28 = 14+7+4+2+1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 546Β. Εὐκλ. Ἐλ. 7. 21. 6) τ. κρατήρ, δηλ. ὁ τρίτος κρατὴρ ὁ προσφερόμενος εἰς Δία τὸν Σωτῆρα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 437. ΙΙ. ἐπὶ τῶν θεῶν, ὅτε νοοῦνται αἱ ἰδιότητες αὐτῶν εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμόν, δηλ. παντοδυναμία, τὸ ἄπειρον, ἤ, ὡς ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν, οἱ ἀκούοντες καὶ ἐκπληροῦντες προσευχήν, οἱ παρέχοντες ἐπιτυχίαν (ὡς νοεῖται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 973, ὦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει), Ζεὺς τ. Πινδ. Ο. 13. 164, Π. 1. 130· τ. ὕψιστον Δία Αἰσχύλ. Εὐμ. 28· τελέων τελειότατον κράτος, Ζεῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 526· ἐπὶ τῆς Ἥρας, ζυγία, Λατ. Juno pronuba, ἡ προστάτις τοῦ γάμου, ὅστις θεωρεῖται ὡς τὸ τέλος ἢ τελεία κατάστασις τῆς ζωῆς (τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Ἡσύχ.), Πινδ. Ν. 10. 31, Αἰσχύλ. Εὐμ. 214, Ἀποσπ. 329, Ἀριστοφ. Θεσμ. 973 ἴδε τέλος VI. 2· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Θεόκρ. 25 22· ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 382 καὶ καθόλου, τέλειοι θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 167· - οὕτω καὶ τέλειος ἀνήρ, = Λατιν. paterfamilias, ὁ πατὴρ οἰκογενείας, οἰκοδεσπότης, «οἰκογενειάρχης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 972, πρβλ. ἡμιτελής, τελεσφόρος ΙΙ. 3. ΙΙΙ. = τελευταῖος, ἔσχατος, Σοφ. Τρ. 918. IV. τέλειον (οὐχὶ τέλεον), τό, βασιλικὸν συμπόσιον, ὡς μετάφρασις τοῦ Περσικοῦ tycla, Ἡρόδ. 9. 110. V. ἡ τελεία (ἐξυπακ. στιγμὴ) Γραμμ. VI. Ἐπίρρ. τελέως, ἐπὶ τέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 320, 953, Ἐπικρ. ἐν «Χορ.» 1, Πλάτ., κλπ. 2) τελέως, ἀπολύτως, ἐντελῶς, τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Ἡρόδ. 1. 120 τ. ἐκκλησιάζεσαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 329· τ. ἄφρων Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 4· τελέως ἑστιᾶν, ἐντελῶς, Ξεν. Συμπ. 2. 2· τ. κινεῖσθαι, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 182C. Τοῦτο εἶναιμόνος τύπος τοῦ ἐπιρρ. ὃν ἐπιδοκιμάζει Θωμ. ὁ Μάγιστρ· ἀλλ’ ὁ τύπος τελείως εὕρηται παρ’ Ἰσοκρ. 294Ε, Πλάτ. Ὅροι 411Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 4., 9. 4, 3, κλπ. 3) τὸ οὐδέτ. τέλεον εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8, Κλήμ. Ἀλ., κλπ. 4) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἔχομεν, διὰ τέλους, ἴδε τέλος Ι. 4 γ. VII. Συγκρ. καὶ ὑπερθετ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τελεώτερος, -εώτατος ἢ τελειότερος, -ειότατος, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: παρ’ Ἀττικ. ἐπικρατεῖ ὁ τύπος τελεώτερος, -ώτατος, ἂν καὶ ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἄλλοι τύποι ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7. 3., 10. 4, 5· - Συγκρ., Ἐπίρρ. τελεώτερον Πλάτ. Πολ. 520Β, (τελειοτέρως Σχόλ. εἰς Ἰλ. 350) τελεώτατα Πλάτ. Πολ. 351Β. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει σ. 113-116.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
A. I. de la fin, dernier;
II. terminé, achevé, accompli : ἀρὰ τελεία ESCHL malédiction qui s’est accomplie ; τελεία ψῆφος ESCHL décret accompli, irrévocable, qui a force de loi ; αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν IL l’aigle, celui des oiseaux dont les présages s’accomplissent le plus sûrement, sel. d’autres au sens de accompli, d’où le plus fort, le plus puissant, le roi des oiseaux;
III. à qui rien ne manque, d’où :
1 avec idée de quantité achevé, complet;
2 avec idée de qualité αἶγες τέλειαι chèvres sans taches, choisies ; ἱερὰ τέλεια THC sacrifices parfaits, tout à fait selon le rite, ou victimes parfaites, sans taches ; τὸ τέλειον HDT banquet royal ; en parl. de pers. achevé, accompli, parfait : ἔν τινι accompli ou qui excelle en qch;
IV. arrivé à point, parvenu à maturité, mûr, fait : τέλειος ἀνήρ ESCHL homme dans la force de l’âge ou homme marié ; οἱ τέλειοι XÉN les hommes faits ; ἅρμα τέλειον LUC attelage de chevaux dans la force de l’âge;
B. qui mène à terme, qui accomplit, sel. d’autres au sens intr. : accompli, parfait, càd tout-puissant ; Ζεὺς τέλειος ESCHL Zeus qui accomplit toutes choses ; Ἥρα τελεία ESCHL Héra qui préside aux mariages.
Étymologie: τέλος.

English (Autenrieth)

(τέλος): perfect; said of victims that are without spot or blemish, Il. 1.66; the eagle is τελειότατος πετεηνῶν, because he brings the surest omen from Zeus, Il. 8.247, Il. 24.315.

English (Slater)

τέλειος, τέλεος (-ειε; -είᾳ, -έαν, -έαις; -ειον acc.)
   a = τετελεσμένος, fulfilled τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (τέλειον with ἐσλόν τι, Σ.) (P. 9.89) λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19.
  nbsp; b complete, perfect τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς (P. 8.24) χορευτὰν τελεώτατον (sc. Πᾶνα) fr. 99.
   c accomplishing
   I epith. of Zeus Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν (O. 13.115) Ζεῦ τέλεἰ (P. 1.67)
   II of Hera, (ἔστι γὰρ αὐτὴ γαμηλία καὶ ζυγία Σ.) Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ (N. 10.18)

Spanish

perfecto, completo

English (Strong)

from τέλος; complete (in various applications of labor, growth, mental and moral character, etc.); neuter (as noun, with ὁ) completeness: of full age, man, perfect.

English (Thayer)

τελεία, τέλειον (τέλος), in classic Greek sometimes also τέλειος, τέλειον (cf. Winer s Grammar, § 11,1), from Homer down, the Sept. several times for שָׁלֵם, תָּמִים, etc.; properly, brought to its end, finished; lacking nothing necessary to completeness; perfect: ἔργον, ἡ ἀγάπη, ὁ νόμος, δώρημα, τελειοτερα σκηνή, a more perfect (excellent) tabernacle, τό τέλειον, substantively, that which is perfect: consummate human integrity and virtue, θέλημα); the perfect state of all things, to be ushered in by the return of Christ from heaven, full-grown, adult; of full age, mature (Aeschylus Ag. 1504; Plato, legg. 11, p. 929{c}): τέλειος ἀνήρ (Xenophon, Cyril 1,2, 4 f; 8,7, 6; Philo de cherub. § 32; opposed to παιδίον νήπιον, Polybius 5,29, 2; for other examples from other authors see Bleek, Brief a. d. Hebrew ii., 2, p. 133 f), μέχρι ... εἰς ἄνδρα τέλειον, until we rise to the same level of knowledge which we ascribe to a full-grown Prayer of Manasseh , until we can be likened to a full-grown Prayer of Manasseh , νήπιοι, 14); τέλειοι ταῖς φρεσί (opposed to παιδία and νηπιαζοντες ταῖς φρεσί), A. V. men); absolutely, οἱ τέλειοι, the perfect, i. e. the more intelligent, ready to apprehend divine things, R. V. marginal reading full-grown) (opposed to νήπιοι ἐν Χριστῷ, νήπιος, Philo de legg. alleg. i. § 30; for מֵבִין, opposed to μαντανων, Lightfoot on Lightfoot as above); τέλειος ἀνήρ, τέλειος δίκαιος, τέλειος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ, Lightfoot as the synonym above: see ὁλόκληρος, and Trench, § xxii.).

Greek Monolingual

-α, -ο / τέλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, -έα, -ον, Α
1. αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία έλλειψη, που δεν παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα ή ελάττωμα, πλήρης, άρτιος, ολοκληρωμένος, εντελής (α. «τέλειο έργο» β. «τέλειος άνθρωπος» γ. «τέλεια παράσταση» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔ
ε. «τέλειος σοφιστής», Πλάτ.
στ. «Ζεὺς τέλειος», Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τελεία
3. το ουδ. ως ουσ. το τέλειο(ν)
η τελειότητα
4. φρ. «τέλειος αριθμός» — αριθμός ο οποίος είναι άθροισμα τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 + 2 + 4 + 7 + 14
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) άριστος, βέλτιστος, ιδανικός, ιδεώδης, πρότυπος
2. φρ. α) «τέλειο αέριο»
φυσ. το ιδανικό αέριο (βλ. ιδανικός)
β) «τέλειο ρευστό»
φυσ. βλ. ρευστός
γ) «τέλειο σύνολο»
μαθημ. σύνολο το οποίο συμπίπτει με το σύνολο τών οριακών του σημείων
δ) «τέλειο τετράγωνο»
μαθημ. κάθε αριθμός που είναι γινόμενο δύο παραγόντων
ε) «τέλεια συμφωνία»
μουσ. οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις της πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτης
στ) «τέλειος χρόνος»
μουσ. το συντομότερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας ήχος μπορεί να ακουστεί ολοκληρωμένος
μσν.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τέλειοι
αυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. συμπληρωμένος, σωστός
2. αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ώριμος
αρχ.
1. (για ζώα τών θυσιών) αρτιμελής («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», Ομ. Ιλ.)
2. (για θυσία) πλήρης, σύμφωνη με όλους τους κανόνες του τελετουργικού
3. (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη βεβαιότητα για εκπλήρωση
4. (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' είδος, σε αντιδιαστολή προς τους ατελείς, δηλαδή αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη
5. ο παντρεμένος
6. (για νόσο, πάθος ή κακό) σοβαρός, επικίνδυνος
7. (για εικόνα ή ανδριάντα) αυτός που έχει φυσικό μέγεθος
8. (για ευχές, δεήσεις κ.ά.) αυτός που έχει εκπληρωθεί
9. έσχατος, τελειωτικός («τελειωτάτη ἀφάνισις», Πλάτ.)
10. (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές
11. (για άνδρα) προστάτης, αρχηγός της οικογένειας
12. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τέλεος
ονομασία μήνα στην Επίδαυρο
13. το ουδ. ως ουσ. τὸ τέλειον
περσικό βασιλικό συμπόσιο
14. φρ. α) «τελεία ψῆφος» — οριστική απόφαση (Αισχύλ., Σοφ.)
β) «τέλειος ἡμέρα» — η τελευταία μέρα (Σοφ., Προκ.)
γ) «τέλειος κρατήρ» — ο τελευταίος κρατήρας που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (Ευρ., Αριστοφ.).
επίρρ...
τελείως ΝΜΑ, και τελέως Α
εντελώς, πλήρως
αρχ.
επιτέλους, τελοσπάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τέλειος (
τελεσ-yο-ς) έχει σχηματιστεί από το θ. τελεσ- του σιγμόληκτου ουδ. τέλος με επίθημα -yo- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –σy και συναίρεση (πρβλ. μυῖα < μυσ-ya). Παρλλ. προς τον τ. τέλειος απαντά και ο τ. τέλεος (πρβλ. κήδειος / κήδεος: κῆδος). Ανάλογη φωνολογική εναλλαγή παρατηρείται και στο ζεύγος τελείω: τελέω / τελῶ (για τη σημ. του επιθ. τέλειος βλ. λ. τέλος)].

Greek Monotonic

τέλειος: και τέλεος, -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον (τέλος
I. 1. αυτός που έχει φτάσει το τέλος του, τέλειος, πλήρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, τέλειος, χωρίς σημάδι ή κηλίδα, στο ίδ.· τὰ τέλεα τῶν προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, ἱερὰ τέλεια, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με κάθε προσήκουσα ιεροτελεστία, σε Θουκ.· ομοίως, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό πτηνό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη ηλικία, ακμαίος, σε Ξεν. κ.λπ.
3. λέγεται για πρόσωπα, πλήρης, καλά καταρτισμένος, τέλειος στο είδος του, χωρίς καμία έλλειψη στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, φάρμακον τελειώτατον, στον ίδ.· τελεία ἀρετή, φιλία κ.λπ., σε Αριστ.
4. λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., τετελεσμένος, εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· ὄψις οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει τίποτα, σε Ηρόδ.· τελεία ψῆφος, ορισμένη απόφαση, σε Σοφ.
5. στην Αριθμητική, τέλειοι είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το άθροισμα των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.
II. λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, Ζεὺςτέλειος, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, ζυγία, Λατ. Juno pronuba, η προστάτιδα θεά του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τέλειος ἀνήρ, Λατ. paterfamilias, κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης, πατέρας της οικογένειας, σε Αισχύλ.
III. τελευταίος, έσχατος, σε Σοφ.
IV. τέλειον (όχι τέλεον), τό, βασιλικό συμπόσιο, ως μετάφραση του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.
V. 1. επίρρ. τελέως, τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. τελείως, απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.
3. το ουδ. τέλεον χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.
VI. Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα τελεώτερος ή τελειότερος, τελειότατος, χάριν μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο τύπος τελεώτερος, τελεώτατος.