Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁρμάω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[ὁρμῶ]] :<br /><i>impf.</i> [[ὥρμων]], <i>f.</i> ὁρμήσω, <i>ao.</i> ὥρμησα, <i>pf.</i> [[ὥρμηκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡρμήθην]], <i>pf.</i> [[ὥρμημαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en mouvement, pousser, diriger (une armée) contre;<br /><b>2</b> [[pousser]], [[exciter]] ; <i>Pass.</i> ὁρμηθεὶς θεοῦ OD poussé, <i>càd</i> inspiré par un dieu ; ὁρμᾶν πόλεμον OD faire <i>litt.</i> mettre en mouvement une guerre ; <i>Pass.</i> ὡρμάθη <i>dor.</i> [[πλαγά]] SOPH un coup fut porté;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> ὁρμ. Τρώων IL s'élancer sur les Troyens ; [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, sur qqn, [[κατά]] τινα, dans la direction de qqn, vers qqn : εἰς τὸ διώκειν XÉN à la poursuite ; [[ἐπί]] τι, en vue de qch, pour qch;<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> ὡρμ. ἐς δόμους EUR se hâter pour revenir dans la maison (paternelle) ; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν XÉN se porter vivement en avant pour observer ; εἰς φυγήν XÉN prendre la fuite ; avec un acc. : ὁρμ. ὁδόν XÉN se mettre en route;<br /><b>3</b> [[se mettre en mouvement pour faire qch]] ; se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὁρμάομαι]], [[ὁρμῶμαι]] (<i>ao.</i> ὡρμησάμην, <i>poét.</i> [[ὡρμήθην]]) se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer pour attaquer : ὁρμ. τινος IL [[ἐπί]] τινι, [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, se précipiter sur qqn ; ἔς τι, s'élancer sur qch (sur les portes d'une ville, <i>etc.</i>) ; avec l'inf. s'élancer pour (poursuivre l'ennemi);<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> s'élancer, <i>avec</i> ἐς <i>ou</i> πρὸς et l'acc. ; [[μετά]] τινος IL accourir en hâte rejoindre qqn ; avec l'inf. : ὁρμ. φεύγειν IL se mettre en mouvement pour s'enfuir;<br /><b>3</b> se mettre en mouvement pour, se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i> avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμή]].
|btext=[[ὁρμῶ]] :<br /><i>impf.</i> [[ὥρμων]], <i>f.</i> ὁρμήσω, <i>ao.</i> ὥρμησα, <i>pf.</i> [[ὥρμηκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡρμήθην]], <i>pf.</i> [[ὥρμημαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en mouvement, pousser, diriger (une armée) contre;<br /><b>2</b> [[pousser]], [[exciter]] ; <i>Pass.</i> ὁρμηθεὶς θεοῦ OD poussé, <i>càd</i> inspiré par un dieu ; ὁρμᾶν πόλεμον OD faire <i>litt.</i> mettre en mouvement une guerre ; <i>Pass.</i> ὡρμάθη <i>dor.</i> [[πλαγά]] SOPH un coup fut porté;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> ὁρμ. Τρώων IL s'élancer sur les Troyens ; [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, sur qqn, [[κατά]] τινα, dans la direction de qqn, vers qqn : εἰς τὸ διώκειν XÉN à la poursuite ; [[ἐπί]] τι, en vue de qch, pour qch;<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> ὡρμ. ἐς δόμους EUR se hâter pour revenir dans la maison (paternelle) ; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν XÉN se porter vivement en avant pour observer ; εἰς φυγήν XÉN prendre la fuite ; avec un acc. : ὁρμ. ὁδόν XÉN se mettre en route;<br /><b>3</b> [[se mettre en mouvement pour faire qch]] ; se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὁρμάομαι]], [[ὁρμῶμαι]] (<i>ao.</i> ὡρμησάμην, <i>poét.</i> [[ὡρμήθην]]) se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer pour attaquer : ὁρμ. τινος IL ἐπί τινι, [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, se précipiter sur qqn ; ἔς τι, s'élancer sur qch (sur les portes d'une ville, <i>etc.</i>) ; avec l'inf. s'élancer pour (poursuivre l'ennemi);<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> s'élancer, <i>avec</i> ἐς <i>ou</i> πρὸς et l'acc. ; [[μετά]] τινος IL accourir en hâte rejoindre qqn ; avec l'inf. : ὁρμ. φεύγειν IL se mettre en mouvement pour s'enfuir;<br /><b>3</b> se mettre en mouvement pour, se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i> avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι ἐπί τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 06:20, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμάω Medium diacritics: ὁρμάω Low diacritics: ορμάω Capitals: ΟΡΜΑΩ
Transliteration A: hormáō Transliteration B: hormaō Transliteration C: ormao Beta Code: o(rma/w

English (LSJ)

A fut. -ήσω Pl.Lg.875b: aor. ὥρμησα Il.6.338, Pl.Ion534c; Lacon. imper. ὅρμᾱον, i.e. ὅρμαὁν, = ὅρμησον, Ar.Lys.1247: pf. ὥρμηκα Pl.Plt. 265a:—Med. and Pass., Pi.N.1.5, A.Pr.339, Hdt.1.17, etc.: Ep. impf. ὡρμᾶτο Il.3.142: fut. ὁρμήσομαι Hdt.5.34, X.Cyr.7.1.9, ὁρμηθήσομαι Gal.5.85: aor. ὡρμησάμην Il.21.595, v.l. in Hes.Sc. 127 (ἐφ-), never in Prose, exc. ἐξ- X.HG6.5.20 codd.: more freq. in pass. form ὡρμήθην Il.5.12, al., Th.3.98, etc.: pf. ὥρμημαι S.El.70, E. El.340, Th.6.33, etc.: Ion. 3pl. pf. and plpf. ὁρμέαται and -έατο (with vv.ll. ὡρμ-) Hdt.5.121, 8.35; in Hom. codd. usually have the augm., but Aristarch. read ὁρμήθησαν in Il.10.359: (ὁρμή):
A Act.,
I causal, set in motion, urge on, cheer on, τινὰ εἰς πόλεμον Il.6.338, Th.1.127; τινὰ ποτὶ κλέος Pi.O.10(11).21; τὸ στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Hdt.8.106, cf. S.Aj.174 (lyr.), E.Or.352 (anap.); ἡ φύσις ὁρμήσει τινὰ ἐπὶ πλεονεξίαν Pl.Lg.875b, cf. Ion534c; [τὰ] ὁρμῶντα [σώματα] Hp.Epid.6.8.7; μέριμναν ὁρμήσασ' ἐπ' ἔργον E.Ph.1064 (lyr.); ὁ. τινὰ ἐκ χερός tear from one's arms, Id.Hec.143 (anap.):—Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο inspired by the god he began, Od.8.499; πρὸς θεῶν ὡρμημένος S.El.70; ὑπὸ ἔρωτος Pl.Smp. 181d; ἵπποι.. ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης urged on by... Od.13.82.
2 with a thing as the object, stir up, πόλεμον 18.376: c. acc. et inf., τὰς διόδους τῶν πτερῶν.. ὥρμησε πτεροφυεῖν Pl.Phdr.255d:—Pass., ὡρμάθη πλαγά was sped, S.El.196 (lyr.).
II more freq. intr., start,
1 c. inf., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο starts in chase of... Il.13.64; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων.. ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush for the gates, 22.194; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε.. στῆναι ἐναντίβιον 21.265; ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν began to lead out... Hdt.1.76, cf.7.150; νίκην ὁρμῶντ' ἀλαλάξαι eager to.., S.Ant.133 (lyr.); ὥρμα ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Pl.R. 336b.
2 c. gen., rush headlong at one, Τρώων Il.4.335: more freq. with Preps., ὁ. ἐπί τινα Hes.Sc.403, Hdt. 1.1, etc.; πύργωμα Καδμείων ἔπι E.Supp.1220; εἴς τινας X.Cyr.7.1.17; καθ' αὑτούς Id.An.5.7.25; also ὁ. ἐς μάχην hasten to battle, A.Pers. 394; εἰς ἀγῶνα E.Ph.259(lyr.); εἰς τὸ διώκειν X.An.1.8.25; ἐπὶ ἁρπαγάς Pl.R. 391d; ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.7.34; ὥρμασε (Dor.) ἐπὶ τὰ βασίλεια τῶν Σκυθᾶν SIG709.19 (Chersonesus, ii B. C.): without any sense of hostility, rush, τᾶσδ' ἀπὸ πέτρας πηδήσασα πυρὸς ἔσω E.Supp.1015 (lyr.); ἐς πατρὸς δόμους Id.Med.1178; set out, ἀπὸ [τῆς Οἰνόης] Th.2.19; ἐς φυγήν Hdt.7.179, etc.; εἰς τὸ ἐπ' ἐκεῖνα τῆς γῆς Pl.Phd. 112b; ἐπ' ἄλλον λόγον Antipho 3.4.5; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν X.Mem.3.7.9; ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε has turned to tragedy, Alex.135.14; δηλώσεις.. τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ' ὥρμηκε, i.e. what your natural bent is, ib.8; φυσικῶς ἐπὶ τὴν ὀργὴν ὁρμᾶν Phld.Ir.93 W.; πρὸς τὰς πράξεις Id.Mus.p.71 K.; ἐπὶ φιλοσοφίαν Id.Acad.Ind.p.64 M.; πρὸς τὰς ὀχείας Arist.HA 546a15: c. acc. cogn., ὁδόν X.An.3.1.8; στρατείαν Id.Cyr.8.6.20.
3 abs., start, begin, ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Pl.Prt. 314b, cf. R.425c; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι [νῆες] the ships that were hottest in pursuit, Th.8.34.
B Med. and Pass., like the intr. Act., A. II:
1 c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion, set not themselves to flee, Il.8.511; so διώκειν ὁρμήθησαν 10.359, cf. Od.4.282; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι he rushed to snatch... Il.13.188, cf. 182; ἦτορ ὡρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι was eager to... 21.572; μᾶλλον ὅρμητο στρατεύεσθαι was eager to march, Hdt.7.1, cf. 19, al., Th.3.45; ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι this account has begun to be given, Hdt.4.16, cf. 6.86.δ' (λέγεσθαι is restored for λέγεται in 3.56); but λόγον, τὸν ὅρμητο λέγειν which he purposed to make, Id.5.50.
2 the object for or after which one goes is sometimes in gen., Il.14.488, 21.595: a case with a Prep., ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214; ἐπί τινα S.Aj.47, etc.; εἴς τινα X.Cyr.7.1.9; μετά τινα after one, Il.17.605; so ὁ. ἐπὶ τὸ ἱρόν Hdt.8.35; ἐς πύλας A.Th.31; πρὸς δόμους E.Hipp. 1152; ἐπ' ἀλήθειαν Pl.Sph.228c; ἐς φυγήν Th.4.14; πρὸς τίσιν S.OC1328; πρὸς τὸ κρατεῖν Pl.R. 581a; [ἡ ποίησις] πρὸς ἡδονὴν ὥρμηται Id.Grg.502c; οἱ περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμώμενοι persons keen about... Vett.Val.199.5: rarely c. acc. loci, νερτέρας πλάκας S.OC1576 (lyr.).
b the starting-point is expressed by ἐκ, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.142, cf. 9.178, etc.; or ἀπό, S.Tr.156, Pl. Phd.101d, etc.; ἀπὸ φιλοσοφίας Phld.Rh.1.357 S.; or by a form in -θεν, σέθεν.. ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον Pi.N.1.5: in historical Prose, ὁρμᾶσθαι ἐκ.. start from, begin from, especially of the place where one carries on any regular operations, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι living there and going out from thence to do their daily work, Hdt.1.17; of fishers, ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι Id.3.98; of a general, making that place his headquarters or base of operations, Id.8.133, cf. 5.125, al., Th.1.64, 2.69, al.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning with smaller means, ib.65, cf. 1.144; of rivers, ἐκ τῆς Ἴδης ὁ. rising.., Pl.Lg.682b.
3 abs., rush, dart, attack, Il.5.12, Od.12.126, al., S.OC1068 (lyr.); also with ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, etc., added, Il. 5.855, 17.530, 13.496, al.
b generally, hasten, be eager, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς μ' ἀντισπάσῃς A.Pr.339, cf. 395; ἀλλ' ἥδε.. ὁρμᾶται comes forth, Id.Pers.151 (anap.); τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Id.Eu.1029; ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται insolence goes fearless forth, S.Aj.197 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 380] 1) trans., in Bewegungsetzen, antreiben, anregen, εἰς πόλεμον, Il. 6, 338 (wie Thuc. 1, 127), ποτὶ κλέος, Pind. O. 11, 21; ἦ ῥά σε Ἄρτεμις ὥρμασε – ἐπὶ βοῦς ἀγελαίας, Soph. Ai. 175; Καδμείαν μέριμναν ὁρμήσασ' ἐπ' ἔργον, Eur. Phoen. 1071; στρατὸν ἐπί τινα, Her. 8, 106, vgl. 1, 76; ἐφ' ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, Plat. Ion 534 c, vgl. Rep. V, 466 b; c. inf., Phaedr. 255 d; auch von Sachen, πόλεμον, erregen, Od. 18, 376. Daher pass. angetrieben werden, ὁρμηθεὶς θεοῦ, von einem Gotte angereizt, Od. 8, 499, vgl. 4, 282. 13, 82 (doch s. den aor. auch unten beim med.; πρὸς θεῶν ὡρμημένος, Soph. El. 70; τοὺς ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους, Plat. Conv. 181 d. – 2) häufiger intr., wobei man ἑαυτόν ergänzen kann, sich in schnelle Bewegung setzen, ἴρηξ, ὃς ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο, Il. 13, 64, der sich aufschwingt einen andern Vogel zu verfolgen (= ὦρτο πέτεσθαι ib. 62); ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε Ἅχιλλεὺς στῆναι ἐναντίβιον, so oft er sich in Bewegung setzte, sich anschickte, versuchte, Widerstand zu leisten, 21, 265, wie ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι, 22, 194, so oft er losfuhr, gegen die Thore anzudringen, u. so öfter c. inf. von dem ersten innern Antriebe, Vorsatze, Etwas zu unternehmen; ἤδη νίκην ὁρμῶντ' ἀλαλἀξαι, Soph. Ant. 133; στρατεύεσθαι, Her. 7, 150; Folgde, wie Plat. Phaedr. 251 b Rep. IV, 452 b Conv. 190 a; Xen. An. 3, 4, 44; – sich schnell darauf losstürzen, darauf losstürmen, zum Angriff, sowohl τινός, auf Einen, ὁππότε Τρώων ὁρμήσειε, Il. 4, 335, als ἐπί τινα, Hes. Sc. 403 Her. 1, 1, u. ἐς μάχην, Aesch. Pers. 386, wie εἰς ἀγῶνα Eur. Phoen. 266; ὁρμᾶν πύργωμα ἔπι, Suppl. 1219, εἰς πατρὸς δόμους, Med. 1178; θείαὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Plat. Parm. 135 d; auch von leblosen Dingen, δόξης ἐπὶ τὸ ὀρθὸν ὁρμώσης, Phaedr. 238 b; ἐφ' ὅγε μέρος ὥρμηκεν ἡμῖν ὁ λόγος, Polit. 264 e; oft auch absolut, ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν, Prot. 314 b; vgl. ὅπῃ ἄν τις ὁρμήσῃ, τοιαῦτα καὶ τὰ ἑπόμενα εἶναι, wie Einer beginnt, Rep. IV, 425 b; εἰς τὸ διώκειν ὁρμήσαντες, Xen. An. 1, 8, 25; ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ' αὐτούς, 4, 3, 31, öfter; auch ὁδόν, einen Marsch beginnen, 3, 1, 8; ὁρμᾶν τὴν στρατείαν, Cyr. 8, 6, 20; u. so oft bei Pol., τὴν ἡδίω τῶν ὁδῶν ὥρμησε 12, 27, 2, πρὸς τὰς ἐπιβολάς 1, 3, 9, u. c. inf., διαβαίνειν ὥρμησαν εἰς Σικελίαν 1, 5, 2, ἐπὶ τὸ συνεμβαίνειν 1, 20, 7, öfter; ὡρμηκότες ἐπὶ τὸ σκοπεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 9; Sp., πρὸς τὰ κάλλιστα ὥρμησα, Luc. Somn. 18, u. Plut. oft. – So bes. im pass. oder med. durch einen Andern oder sich selbst angetrieben werden, darauflosstürzen, sowohl τινός, auf Einen, Πηλείδης δ' ὡρμήσατ' Ἀγήνορος, er stürzte sich auf den Agenor, griff ihn an, Il. 21, 595, vgl. 14, 488, als ἐπί τινι, Od. 10, 214, μετά τινος, hinter Einem hereilen, Il. 17, 605, u. mit Präpositionen, die den Ort, von wo aus man eilt, bezeichnen, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο, sie eilte aus dem Schlafgemach, Il. 3, 142, vgl. 9, 178; u. so in Prosa, von einem Punkte aus aufbrechen, bes. von einem Feldherrn, mit seinem Heere ausrücken, Her. 1, 36. 8, 112 u. öfter; vgl. ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι τοὺς ἰχθύας αἱρέουσι, 3, 98; πάντα ἔφη ἐκ τῆς ψυχῆς ὡρμῆσθαι καὶ τὰ κακὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ τῷ σώματι, Plat. Charmid. 156 e; περὶ τῆς ἀρχῆς διαλεγόμενος καὶ τῶν ἐξ ἐκείνης ὡρμημένων, und über das, was davon ausgeht, Phaed. 101 e; auch von Flüssen, entspringen, ποταμοὺς ἄνωθεν ἐκ τῆς Ἴδης ὡρμημένους, Legg. III, 682 b; vgl. noch ἡ πρώτη βλάστη καλῶς ὁρμηθεῖσα, hervorgebrochener Keim, VI, 765 e, u. τὰ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὑποθέσεως ὁρμηθέντα, Phaed. 101 d; ἀπό, ἔκ τινος, Xen. An. 1, 2, 5. 5, 9, 23; ἐπολέμει ἐκ Χεῤῥονήσου ὁρμώμενος, indem er den Chersones zur Basis seiner Kriegsoperationen machte, 1, 1, 9, vgl. Hell. 1, 3, 4; ἐπὶ τὴν στρατείαν, Xen. Cyr. 1, 6, 1 u. öfter; Thuc. 3, 31, wo der Schol. erkl. ὁρμητήριον ἔχων; vgl. οὐκ ἀπὸ τοσῶνδε ὁρμᾶσθαι, 1, 144; Pol. öfter; – auch das Ziel bezeichnend, εἰς ἐπάλξεις, Aesch. Spt. 31; ἐς ναῦν, Soph. Phil. 869; εἰς ἐπόψιον τόπ ον, Aut. 1097; ἐφ' ὑμᾶς, feindlich, Ai. 47; δεῦρο, 1203; u. mit dem bloßen accus., O. C. 1572; πρὸς δόμους, Eur. Hipp. 1152; εἰς θάλασσαν ποσίν, I. T. 1407; εἰς δόμους, Bacch. 1164; auch εἰς φυγήν, Rhes. 193; ὁρμέατο (ὥρμηντο) ἐπὶ τὸ ἱερόν, sie machten sich auf nach dem Tempel, Her. 8, 35; ἐπ' ἀλήθειαν ὁρμωμένης ψυχῆς, Plat. Soph. 228 c; πρὸς τὴν ἡδονὴν ὥρμηται ἡ ποίησις, Gorg. 502 c. – Cum inf. = sich in Bewegung setzen, sich aufmachen, Etwas zu thun, μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται, daß sie sich nur nicht aufmachen, um zu fliehen, Il. 8, 511; διώκειν ὡρμήθησαν, 10, 359; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι, er eilte, den Helm vom Haupte zu reißen, 13, 188; ἦτορ ὡρμᾶτο πολεμίζειν, das Herz fühlte sich getrieben zu kämpfen, 21, 272; ὁρμᾶται αἶνον θέμεν, Pind. N. 1, 5; häufiger in Prosa, λόγον ὥρμητο λέγειν, d. i. er hatte angefangen, Her. 3, 50; ὁρμέατο ἐκδιδόναι, 1, 158, vgl. 7, 22; ὁρμέατο βοηθέειν, sie eilten ihnen zu Hülfe zu kommen; αὖθις ὡρμᾶτο ἰέναι, Plat. Theag. 129 b; τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι, Thuc. 3, 45; Folgende. – Oft auch absolut, aufbrechen, eilen, bes. um anzugreifen, Il. 13, 182. 496. 526. 559; ἥ μιν ἔπειτ' ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηθῆναι, Od. 12, 126, oft; auch mit dem Zusatz ἔγχεϊ, ξυστοῖς, ξίφεσι, mit dem Speere, den Schwertern angreifen, Il. 5, 855. 13, 496. 17, 530; u. übh. von jeder schnellen Bewegung, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς, Aesch. Prom. 337, öfter, auch von leblosen Dingen, τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός, Eum. 983; ἐχθρῶν δ' ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται, Soph. Ai. 195, u. öfter, wie Eur.; ὁρᾷς ὁρμωμένους ἡμᾶς πάλαι προθύμως, Ar. Plut. 257; ὁ λόγος ὥρμηται, die Sage hat sich schnell verbreitet, Her. 3, 56; ὡς φάτις ὥρμηται, Her. 7, 189; auch ὁ λόγος ὥρμητο λέγεσθαι, 4, 16. 6, 86; Xen. u. Folgde, wie Pol. oft. – Die Form ὁρμώωνται, bei Opp. Hal. 1, 598, berechtigt nicht zur Annahme eines neuen Präsens ὁρμώω.

French (Bailly abrégé)

ὁρμῶ :
impf. ὥρμων, f. ὁρμήσω, ao. ὥρμησα, pf. ὥρμηκα;
Pass. ao. ὡρμήθην, pf. ὥρμημαι;
I. tr. 1 mettre en mouvement, pousser, diriger (une armée) contre;
2 pousser, exciter ; Pass. ὁρμηθεὶς θεοῦ OD poussé, càd inspiré par un dieu ; ὁρμᾶν πόλεμον OD faire litt. mettre en mouvement une guerre ; Pass. ὡρμάθη dor. πλαγά SOPH un coup fut porté;
II. intr. se mettre en mouvement, s'élancer;
1 avec idée d'hostilité ὁρμ. Τρώων IL s'élancer sur les Troyens ; ἐπί τινα, εἴς τινα, sur qqn, κατά τινα, dans la direction de qqn, vers qqn : εἰς τὸ διώκειν XÉN à la poursuite ; ἐπί τι, en vue de qch, pour qch;
2 sans idée d'hostilité ὡρμ. ἐς δόμους EUR se hâter pour revenir dans la maison (paternelle) ; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν XÉN se porter vivement en avant pour observer ; εἰς φυγήν XÉN prendre la fuite ; avec un acc. : ὁρμ. ὁδόν XÉN se mettre en route;
3 se mettre en mouvement pour faire qch ; se préparer à, entreprendre de, etc.
Moy. ὁρμάομαι, ὁρμῶμαι (ao. ὡρμησάμην, poét. ὡρμήθην) se mettre en mouvement, s'élancer;
1 avec idée d'hostilité s'élancer pour attaquer : ὁρμ. τινος IL ἐπί τινι, ἐπί τινα, εἴς τινα, se précipiter sur qqn ; ἔς τι, s'élancer sur qch (sur les portes d'une ville, etc.) ; avec l'inf. s'élancer pour (poursuivre l'ennemi);
2 sans idée d'hostilité s'élancer, avec ἐς ou πρὸς et l'acc. ; μετά τινος IL accourir en hâte rejoindre qqn ; avec l'inf. : ὁρμ. φεύγειν IL se mettre en mouvement pour s'enfuir;
3 se mettre en mouvement pour, se préparer à, entreprendre de, etc. avec l'inf..
Étymologie: ὁρμή.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμάω: (fut. ὁρμήσω - дор. ὁρμάσω с ᾱ, aor. ὥρμησα - дор. ὥρμᾱσα; pass.: aor. ὡρμήθην - дор. ὡρμάθην с ᾱ, pf. ὥρμημαι - ион. 3 л. pl. ὁρμέαται; эп. aor. med. ὡρμησάμην)
1 приводить в движение или побуждать, вовлекать (τινα εἰς πόλεμον Hom., Thuc.; τινα ποτὶ κλέος Pind.): τὸν στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Her. повести войско на Афины; ἐπὶ πλεονεξίαν ὁ. τινα Plat. увлечь кого-л. на путь корыстолюбия; ὁ. μέριμναν ἐπί τι Eur. обратить свои помыслы на что-л.; ὁ. τινα ἐκ χερός (τινος) Eur. вырвать кого-л. из чьих-л. рук; ὁρμηθεὶς ὑπό τινος Hom., Plat. подстрекаемый (побуждаемый) чем-л.; πρὸς θεῶν ὡρμημένος Soph. по велению богов;
2 возбуждать, начинать, разжигать (πόλεμον Hom.): ὅτε ὡρμάθη πλαγά Soph. когда был нанесен удар; ὁ. διώκειν Hom. и εἰς τὸ διώκειν Xen. начинать преследование, бросаться в погоню; (ἡ γῆ), τῆς πέρι ὅδελόγος ὥρμηται λέγεσθαι Her. страна, о которой начато это повествование;
3 пытаться, покушаться, порываться (πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι Hom.): ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν Her. попытаться начать сражение; νίκην ὁ. ἀλαλάξαι Soph. готовиться провозгласить (свою) победу; ὁ. ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Plat. пытаться вмешаться в разговор; μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται Hom. чтобы (ахейцы) не пытались бежать;
4 устремляться, бросаться, нападать (ὁ. τινος Hom., ἐπί τινα Her. и εἴς или κατά τινα Xen.);
5 бежать, спешить, устремляться, бросаться (πρὸς τὸν πόσιν, εἰς ἀγῶνα Eur.; ἐς μάχην Aesch.; κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν NT): ὁ. ἐς φυγήν Her. (поспешно) обратиться в бегство; ὁ. στρατείαν Xen. отправиться в поход; ὁ. τὴν ἄνω ὁδόν Xen. двинуться в глубь страны; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι νῆες Thuc. дальше всех ушедшие корабли;
6 (преимущ. med.) стремиться, желать, хотеть (πρὸς τὴν ἡδονήν, ἐπ᾽ ἀλήθειαν Plat.): ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Plat. поступим, как мы хотели; οἱ ὡρμηκότες ἐπὶ τὸ σκοπεῖν τὰ τῶν ἄλλων πράγματα Xen. любители подсматривать чужие дела.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμάω: μέλλ. -ήσω, Ἀττ.: ἀόρ. ὥρμησα Ἰλ., Ἀττ., προστ. Λακων. ὅρμᾱον (;) Ἀριστοφ. Λυσ. 1247: πρκμ. ὥρμηκα Πλάτ. Πολιτικ. 264Ε· ― Μέσ. καὶ παθ., συχν. παρ’ Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. ὡρμᾶτο Ἰλ. Γ. 142: μέλλ. ὁρμήσομαι Ἡρόδ., Ξεν., ὁρμηθήσομαι Γαλην.: ― ἀόρ. ὡρμησάμην Ἰλ. Φ. 595, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127 (ἐφ-), οὐδαμοῦ παρὰ πεζογράφοις πλὴν ἐξ- Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 20· συνηθέστερον ἐν τῷ παθ. τύπῳ ὡρμήθην Ὅμ. καὶ Ἀττ.: ― πρκμ. ὥρμημαι Σοφ. Ἠλ. 70, Εὐρ., Θουκ., κτλ., Ἰων. γϳ πληθ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. ὡρμέαται καὶ -έατο Ἡρόδ. (μετὰ διαφ. γραφ. ὁρμ-)· παρ’ Ὁμ. οἱ ἐκδόται διατηροῦσι τὴν αὔξησιν: (ὁρμή): Α. Ἐνεργ., Ι. Μεταβατ., παρορμῶ, παροτρύνω, τινὰ εἰς πόλεμον: ― νῦν δέ με παρειποῦσ’ ἄλοχος... ὥρμησ’ εἰς πόλεμον Ἰλ. Ζ. 338, Θουκ. 1. 127· τινα ποτὶ κλέος Πινδ. Ο. 10. 24· τὸ στράτευμα ὁρμ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 8. 106· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 175, Εὐρ. Ὀρ. 352· ἡ φύσις ὁρμᾷ τινα ἐπὶ πλεονεξίαν Πλάτ. Νόμ. 875Β, πρβλ. Ἴωνα 534C· ὁρμ. μέριμναν εἰς ἔργον Εὐρ. Φοίν. 1063· ἔκ τε γηραιᾶς χερὸς ὁρμήσων, ἁρπάσων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 145. ― Παθ., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο. ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ τῆς μούσης ἤρχισε (οὐχὶ θεοῦ ἤρχετο, δηλ. ἀπὸ θεοῦ), Ὀδ. Θ. 499· οὕτω, πρὸς θεῶν ὡρμημένος Σοφ. Ἠλ. 70· ὑπὸ ἔρωτος Πλάτ. Συμπ. 181D· ἵπποι... ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῆσιν ἱμάσθλης, παρορμηθέντες ὑπό…, Ὀδ. Ν. 82. 2) μετὰ ἀντικειμένου, εἰ δ’ αὖ καὶ πόλεμόν ποθεν ὁρμήσειε Κρονίων Ὀδ. Σ. 376· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὰς διόδους τῶν πτερῶν... ὥρμησε πτεροφυεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 255D. ― Παθ., ὡρμάθη πλαγά, ἐπέπεσεν, Σοφ. Ἠλ. 198. ΙΙ. συνηθέστερον ἀμεταβ., ὁρμῶ. 1) μετ’ ἀπαρ., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο Ἰλ. Ν. 64, (ἀνθ’ οὗ ἐν στίχ. 62 ἔχει ὦρτο πέτεσθαι)· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων… ἀντίον ἀΐξασθαι Χ. 194· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε... στῆναι ἐναντίβιον Φ. 265· ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 7. 150· νίκην ὁρμῶν ἀλαλάξαι Σοφ. Ἀντ. 133· ὥρμα ἀντιλαμβάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 336B. 2) μετὰ γεν., ὁρμῶ πάσῃ δυνάμει ἐναντίον τινός, ὁππότε πύργος Ἀχαιῶν ἄλλος ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε καί ἄρξειαν πολέμοιο, «ὁρμήσειε κατὰ τῶν Τρώων καὶ πολέμου ἀρχὴν ποιήσαιτο» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 335 οὕτω συνηθέστερον μετὰ προθέσεων, ὁρ. ἐπί τινα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 403, Ἡρόδ. 1. 1, κτλ.· ἐπὶ πύργωμα Εὐρ. Ἱκέτ. 1220· εἴς τινα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· καθ’ αὑτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 7, 25· ― ὡσαύτως, ὁρμ. ἐς μάχην, σπεύδειν ὁρμητικῶς εἰς..., Αἰσχύλ. Πέρσ. 394· εἰς ἀγῶνα Εὐρ. Φοίν. 259· εἰς τὸ διώκειν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 25· ἐπὶ ἁρπαγὰς Πλάτ. Πολ. 391D· ἐπὶ τραγῳδίαν Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 1. 14· πρός τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 21, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως ἄνευ ἐχθρικῆς τινος ἐννοίας, ὁρμῶ, σπεύδω, ὁρμᾶν ἐπὶ τόπου, ἀκριβῶς ὡς τὸ ὁρμᾶσθαι ἐκ… (ἴδε κατωτ.), Εὐρ. Ἱκέτ. 1015, Θουκ. 2. 19· ἐς φυγὴν Ἡρόδ. 7. 179, κτλ.· εἰς τὸ ἐπέκεινα τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 112Β· ἐπ’ ἄλλον λόγον Ἀντιφῶν 124. 24· ἐπὶ τὸ σκοπεῖν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· πρὸς τὸν πόσιν Εὐρ. Μήδ. 1177 κἑξ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁρμ. ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 8· στρατείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 6, 20. 3) ἀπολ., «ξεκινῶ, ἀρχίζω, ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Πλάτ. Πρωτ. 314, πρβλ. Πολ. 425Β· αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι (νῆες) Θουκ. 8. 34. Β. Μέσ. καὶ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., Α. ΙΙ. 1) μετ’ ἀπαρ., μή πως… φεύγειν ὁρμήσωνται, μήπως ὁρμήσωσι πρὸς φυγήν, Ἰλ. Θ. 511· οὕτω, διώκειν ὡρμήθησαν Κ. 359· ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι, ὥρμησε νὰ ἁρπάσῃ..., Ν. 188· ἦτορ ὡρμᾶτο πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι, ἦτο πρόθυμος νά…, Φ. 572· οὕτω μεθ’ Ὅμ., μᾶλλον ὥρμητο στρατεύεσθαι, ἦτο πρόθυμος, ἐπεθύμει νά…, Ἡρόδ. 7. 1, πρβλ. 4. 19, κ. ἀλλ., Πινδ. Ν. 1. 5, Θουκ. 3. 45· ὁ λόγος οὗτος ὡρμήθη λέγεσθαι, ἤρχισε νὰ λέγηται, ἐγένετο κοινός, Ἡρόδ. 4. 16, πρβλ. 6. 86, 4· (οὕτως, ὁ λόγος ὡρμήθη, ἄνευ τοῦ λέγεσθαι, ὁ αὐτ. 3. 56)· ἀλλά, λόγος, τὸν ὥρμητο λέγειν, ὃν εἶχε κατὰ νοῦν νὰ εἴπῃ, ὁ αὐτ. 5. 50· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., μενεήναμεν ὁρμηθέντες, ἐπεθυμήσαμεν σφοδρῶς, Ὀδ. Δ. 282, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1068. 2) τὸ πρὸς ὃ τις σπεύδει κεῖται κατὰ γεν., ὡρμήθη δ’ Ἀκάμαντος, ὥρμησε δὲ κατὰ τοῦ Ἀκάμαντος, Ἰλ. Ξ. 488, Φ. 595· ὡσαύτως καὶ ἐμπροθέτως, ὁρμᾶσθαι ἐπί τινι Ὀδ. Κ. 214· ἐπί τινα Σοφ. Αἴ. 47, κτλ.· εἴς τινα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· μετά τινα, ἐναντίον τινός, Ἰλ. Ρ. 605· οὕτως, ὁρμ. ἐπὶ τὸ ἱερὸν Ἡρόδ. 8. 35· ἐς πύλας Αἰσχύλ. Θήβ. 31· πρὸς δόμους Εὐρ. Ἱππ. 1152· καί, ὁρμ. ἐπ’ ἀλήθειαν Πλάτ. Σοφιστ. 228C· ἐς φυγὴν Θουκ. 4. 14· πρὸς τίσιν Σοφ. Ο. Κ. 1329· πρὸς τὸ κρατεῖν Πλάτ. Πολ. 581Α· ― σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, νερτέρας πλάκας Σοφ. Ο. Κ. 1576. β) τὸ σημεῖον ὅθεν ὁρμᾶταί τις ἐκφέρεται διὰ τῆς προθ. ἐκ, ὡρμᾶτ’ ἐκ θαλάμοιο Ἰλ. Γ. 142, πρβλ. Ι. 178, Ἡρόδ. 3. 98, Πλάτ., κλ.· ἢ τῆς ἀπό, Σοφ. Τρ. 156, Πλάτ. Φαίδων 101D κτλ.· ― ἐν τῷ ἱστορικῷ πεζῷ λόγῳ ὁρμῶμαι ἐκ…, κινῶ ἔκ τινος μέρους, ἀρχίζω, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι Ἡρόδ. 1. 17· οὕτω ἐπὶ στρατηγοῦ ἔχοντος τόπον τινὰ ὡς τὸ κέντρον τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ ἢ ὡς ἀρχηγεῖον (πρβλ. ὁρμητήριον), ὁ αὐτ. 8. 133, πρβλ. 3. 98., 5. 125, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 64, 2. 69, κ. ἀλλ.· οὕτως, ὁρμ. ἀπὸ Σάρδεων Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 5· ἀπ’ ἐλασσόνων ὁρμώμενος, ἀρχόμενος ἀπὸ μικροτέρων μέσων, Θουκ. 2. 65, πρβλ. 1. 144· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐκ τῆς Ἴδης ὁρμ., πηγάζων... Πλάτ. Νόμ. 682Β· 3) ἀπολ., ὁρμῶ, μεθ’ ὁρμῆς τρέχω, ἐπέρχομαι, Ἰλ. Ε. 12, Ν. 182, 496, κτλ., Ὀδ. Μ. 126, καὶ συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως μετὰ τῶν προσδιορισμῶν ἔγχεϊ, ξίφεσι κτλ., Ἰλ. Ε. 855, Ρ. 530. β) καθόλου, σπεύδω, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς Αἰσχύλ. Πρ. 337, πρβλ. 393· ἀλλ’ ἥδε... ὁρμᾶται, ἔρχεται χωρεῖ, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 151· οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 56, πρβλ. 7. 189· ὁ λ. ὥρμηται λέγεσθαι ὁ αὐτ. 4. 16., 6. 86, 4· τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1029· ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται, προχωρεῖ ἀφόβητος, Σοφ. Αἴ. 197. 4) σπανίως ἐπὶ γνησίας παθητικῆς σημασίας, πρὸς θεῶν ὡρμημένος, παρακινηθεὶς ὑπό…, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 70. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

Greek Monolingual

(I)
(Α ὁρμῶ, ὁρμάω) ορμή
1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τον χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾶσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ' ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.)
νεοελλ.
(μέσ. και παθ.) ορμώμαι, -άομαι
α) κινούμαι από κάποια αιτία, έχω κάτι ως αφορμή («από πού ορμώμενος το έκανες αυτό;»)
β) μτφ. κατάγομαι, προέρχομαι
αρχ.
1. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. αρχίζω να κάνω κάτι
3. έχω τάση ή κλίση για κάτι
4. κατέχομαι από ενστικτώδεις ορμές («πρὸς τὰς ὀχείας ὁρμᾱν», Αριστοτ.)
5. (μέσ. και παθ.) α) αναγκάζομαι να κάνω κάτι
β) (για αφηρ. έννοια) προχωρώ, προβαίνω («ἐχθρῶν ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾱται», Σοφ.).
(II)
(Α ὁρμῶ, -έω) [όρμος (II)]
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμῶ» — έχω διπλό τρόπο διαφυγής ή σωτηρίας
β) «μέγας ἐπὶ σμικροῖς ὁρμῶ» — εξαρτώμαι από μικρά πραγματα.

English (Autenrieth)

(ὁρμή), aor. ὥρμησα, mid. ipf. ὡρμᾶτο, aor. ὡρμήσατο, subj. ὁρμήσωνται, pass. aor. ὡρμήθην, ὁρμηθήτην: I. act., set in motion, impel, move; πόλεμον, τινὰ ἐς πόλεμον, ς 3, Il. 6.338; pass. (met.), ὁρμηθεὶς θεοῦ, ‘inspired of heaven,’ Od. 8.499; intrans., start, rush; τινός, ‘at one,’ Il. 4.335; w. inf., Il. 21.265 (cf. Il. 22.194), Il. 13.64.—II. mid., be moved, set out, start, rush, especially in hostile sense, charge upon; ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, Il. 5.855, Il. 17.530; τινός, ‘at one,’ Il. 14.488; freq. w. inf., and met., ἦτορ ὡρμᾶτο πολεμίζειν, Il. 21.572.

English (Slater)

ὁρμάω (impf. ὥρμα v.l.: aor. opt. ὁρμσαι: med. ὁρμᾶται.)
   a urge act., trans. θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ start him towards (O. 10.21) add. inf., ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα/Ἰστρίαν νιν (v.l. ὥρμαιν: others expll. ὥρμα intrans., πορεύεν trans.) (O. 3.25)
   b med., start from c. gen. loc., & epexeg. inf. Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.5)

English (Strong)

from ὁρμή; to start, spur or urge on, i.e. (reflexively) to dash or plunge: run (violently), rush.

English (Thayer)

ό῾ρμω: 1st aorist ὥρμησα; (from ὁρμή);
1. transitive, to set in rapid motion, stir up, incite, urge on; so from Homer down.
2. intransitive, to start forward impetuously, to rush (so from Homer down): εἰς τί, ἐπί τινα, Acts 7:57.

Greek Monotonic

ὁρμάω: (ὁρμή), μέλ. -ήσω, Αττ. αόρ. αʹ ὥρμησα, παρακ. ὥρμηκα — Μέσ. και Παθ., μέλ. ὁρμήσομαι, αόρ. αʹ ὡρμησάμην και ὡρμήθην, παρακ. ὥρμημαι, Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. ὡρμέαται και -έατο·
Α. Ενεργ.
I. 1. μτβ., θέτω σε κίνηση, παρακινώ ή παροτρύνω, κεντρίζω, ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., ὁρμηθεὶς θεοῦ, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς θεῶν ὡρμημένος, σε Σοφ.
2. με πράγμα ως αντικείμενο, ανακινώ, πόλεμον, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη πλαγά, πληγώθηκε, σε Σοφ.
II. αμτβ., κάνω την αρχή, σπεύδω, ορμώ.
1. με απαρ., nς ὁρμήσῃ διώκειν, ποιος αρχίζει την καταδίωξη; σε Ομήρ. Ιλ.· ὁσσάκι δ'ὁρμήσειε πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι, κάθε φορά που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· ξεκινώ, αρχίζω να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. με γεν., ορμώ εναντίον κάποιου εσπευσμένα ή κατακέφαλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν ἐπί τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εἴς τινα, κατά τινα, σε Ξεν.· ἐπὶ τὸ σκοπεῖν, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, ὁρμῶ ἐς μάχην, σπεύδω, ορμώ, στη μάχη, σε Αισχύλ.· εἰς ἀγῶνα, σε Ευρ.
3. απόλ., αρχίζω, ξεκινώ, σε Πλάτ.· αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι (νῆες), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. Β. Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.
1. με απαρ., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, διώκειν ὡρμήθησαν, στο ίδ.· ὁ λόγος οὗτος ὡρμήθη λέγεσθαι, η ομιλία αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· αλλά, λόγον, τὸν ὥρμητο λέγειν, την οποία (ομιλία) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με παράλειψη απαρ., μενεήναμεν ὁρμηθέντε, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.
2. με γεν., σπεύδω στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι ἐπί τινι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπί τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ. του τόπου, νερτέρας πλάκας, στον ίδ.
3. αρχίζω από, ξεκινώ από, έχω ως αφετηρία, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους εργασία, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, καθιστώ έναν τόπο χώρο για το επιτελείο μου ή βάση των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων, σε Ξεν.· ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.
4. απόλ., εφορμώ, σε Όμηρ.· γενικά, σπεύδω, ανυπομονώ, σε Αισχύλ.· επέρχομαι, επιπίπτω, τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός, στο ίδ.· ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται, χωρίς φόβο ξεχύνεται η προσβολή, σε Σοφ.
5. με πραγματικά Παθ. σημασία, πρὸς θεῶν ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.

Middle Liddell

A. Act.
I. Causal, to set in motion, urge or push on, spur on, cheer on, Il., Hdt., Attic:—Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ inspired by the god, Od.; so, πρὸς θεῶν ὡρμημένος Soph.
2. with a thing as the object, to stir up, πόλεμον Od.:— Pass., ὡρμάθη πλαγά was inflicted, Soph.
II. intr. to make a start, hasten on,
1. c. inf., ὃς ὁρμήσῃ διώκειν who starts in chase, Il.; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush against the gates, Il.: to begin to do, Hdt., Soph.
2. c. gen. to rush headlong at one, Il.; so, ὁρμᾶν ἐπί τινα Hdt., etc.; εἴς τινα, κατά τινα Xen.; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν Xen., etc.: also, ὁρμ. ἐς μάχην to hasten to battle, Aesch.; εἰς ἀγῶνα Eur.
3. absol. to start, begin, Plat.; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι νῆες the ships that had got the greatest start, Thuc.
B. Mid. and Pass., like intr. Act.:
1. c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion to flee, think of fleeing, Il.; so, διώκειν ὡρμήθησαν Il.; ὁ λόγος οὗτος ὡρμήθη λέγεσθαι this account began to be given, was taken in hand, Hdt.; but, λόγον, τὸν ὥρμητο λέγειν which he purposed to make, Hdt.; and with the inf. omitted, μενεήναμεν ὁρμηθέντε we eagerly desired, Od.
2. c. gen. to hasten after, Hom.; so, ὁρμᾶσθαι ἐπί τινι Od.; ἐπί τινα Soph., etc.:—rarely c. acc. loci, νερτέρας πλάκας Soph.
3. to start from, begin from, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι going out from thence to do one's daily work, Hdt.; so of a general, to make a place his headquarters or base of operations, Hdt., Thuc.; so, ὁρμ. ἀπὸ Σάρδεων Xen.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning, with smaller means, Thuc.
4. absol. to rush on, Hom.:—generally, to hasten, be eager, Aesch.: to go forth, τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Aesch.; ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται insult goes fearless forth, Soph.
5. in a really pass. sense, πρὸς θεῶν ὡρμημένος incited by the gods, Soph.

Chinese

原文音譯:Ðrm£w 何而馬哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:衝 相當於: (חוּשׁ‎) (פָּשַׁט‎) (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎)
字義溯源:出發,策勵,驅策,開動,急進,闖,擁;源自(ὁρμή)*=推動)
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(1);徒(2)
譯字彙編
1) 闖(3) 太8:32; 可5:13; 路8:33;
2) 擁(2) 徒7:57; 徒19:29

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=μεταβ. προτρέπω, ἀμετ. ὁρμῶ). Ἀπό τό ὁρμή πού ἴσως παράγεται ἀπό τό ὄρνυμι.
Παράγωγα: ὅρμημα, ὅρμησις, ἐξόρμησις, παρόρμησις, ὁρμητήριον, ὁρμητικός, ὁρμητίας, ὁρμηδόν, ὁρμητός, ἀφορμή (=αἰτία), ἐφορμή (=ἐπίθεση).