σχολή

From LSJ
Revision as of 14:50, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολή Medium diacritics: σχολή Low diacritics: σχολή Capitals: ΣΧΟΛΗ
Transliteration A: scholḗ Transliteration B: scholē Transliteration C: scholi Beta Code: sxolh/

English (LSJ)

ἡ, A leisure, rest, ease, Pi.N.10.46, Hdt.3.134, etc.; opp. ἀσχολία, Arist.Pol.1334a15, etc.; σχολὴν ἄγειν to be at leisure, enjoy ease, keep quiet, Hdt. l.c., E.Med.1238, Th.5.29; ἐπί τινι for a thing, Pl.Ap.36d; περί τι Antip.Stoic.3.256; πρός τι Pl.Phdr.229e, Arr.Epict.1.27.15; τινι Luc.Cal.15; σ. ἀγαγεῖν ἐπί τινα to give up one's time to him, Id.DDeor.12.2, etc.; σ. ἔχειν to have leisure, E.Andr. 732, Pl.Lg.813c, etc.; ἀμφὶ ἑαυτόν for one's own business, X.Cyr.7.5.42; σχολὴν ποιεῖσθαι to find leisure, πρός τι Id.Mem.2.6.4: c. inf., Pl. Ion530d; μὴ σχολὴν τίθει, i.e. make haste, A.Ag.1059; ἡνίκ' ἂν σχολὴν λάβω E.IT1432; σχολή [ἐστί] μοι I have time, οὐ σχολὴ αὐτῷ Pl.Prt.314d; οὐκ οὔσης σ. Ar.Pl.281; also παρούσης πολλῆς σ. . . πρός τι Pl.Plt.272b: prov., οὐ σ. δούλοις Arist.Pol.1334a21: c. inf., οὔτοι . . τῇδ' ἐμοὶ σ. πάρα τρίβειν A.Ag.1055, etc.; εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σ. S. Aj.816; εἴ σοι σ. προϊόντι ἀκούειν Pl.Phdr.227b; καταβαίνειν οὐ σ. Ar. Ach.409,al.; σ. πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι A.Pr.818; σχολὴ ἐδόκει γίγνεσθαι he thought he had plenty of time, Th.5.10; σ. διδόναι, παρέχειν τινί, X.Cyr.4.2.22, Hier.10.5; σ. καταναλίσκειν εἴς τι Isoc.1.18; τὴν τοῦ πράττοντος σ. περιμένειν to wait his leisure, Pl.R.370b; σχολῆς τόδ' ἔργον a work for leisure, i.e. requiring attention, E. Andr.552: freq. with Preps., ἐπὶ σχολῆς at leisure, Pl.Tht.172d; κατὰ σχολήν Ar.Ec.48, Pl.Phdr.228a; μετὰ σχολῆς Id.Criti.110a; ὑπὸ σχολῆς Plu.2.667d; v.infr. B. 2 c. gen., leisure, rest from a thing, ἔν τινι σχολῇ κακοῦ S.OT1286; ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν . . πόνων E.HF 725; σ. ἐστί τινι τῶν πράξεων Pl.Lg.961b, cf. R.370c; also σ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος Id.Phd.66d; σ. ἄγειν ἀπό τινος to keep clear of... X.Cyr.8.3.47; ἡ τῶν ἀναγκαίων σ. Arist.Pol.1269a35. 3 idleness, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σ. S.Fr.308; σ. τερπνὸν κακόν E.Hipp. 384. II that in which leisure is employed, οὐ κάμνω σχολῇ I am not weary of talk, Id.Ion 276; esp. learned discussion, disputation, lecture, Pl.Lg.820c (pl.), Arist.Pol.1323b39; παρεκαθίζανον . . σχολαῖς φιλομαθεῖν προαιρούμενοι IG22.1011.22; ταῦτ' οὐ σχολὴ Πλάτωνος; Alex.158; σχολὰς ἀναγράψαι Phld.Acad.Ind.p.74 M., cf. Plu.2.37c, etc.; σ. περὶ πολιτείας γράψασθαι ib.790e; σ. ἀναγνῶναι, λέγειν, Phld. Acad.Ind.p.82 M., Arr.Epict.4.11.35; ἠθικαὶ σ., title of work by Persaeus, Stoic.1.102, cf.Cic.Tusc.1.4.7,8. 2 a group to whom lectures were given, school, Arist.Pol.1313b3, Phld.Ind.Sto.10, D.H.Isoc.1, Dem.44, Plu.Per.35, Alex.7, etc.; σχολὴν ἔχειν to keep a school, Arr.Epict. 3.21.11; σχολῆς ἡγεῖσθαι to be master of it, Phld.Acad.Ind.p.92 M., D.H.Amm.1.7. 3 Lat. schola, = σχολαστήριον, Vitr.5.10.4, CIL 10.831, etc. III σχολαί, αἱ, regiments of the Imperial guard, Procop.Goth.4.27, Suid. s.v. διέδριον; Lat.scholae, Cod.Theod.14.17.9 (iv A.D.), etc. b section of an office, PMasp.57 ii 18 (vi A.D.); of the 15 'schools' of shorthand writers, Lyd.Mag.3.6. B scarcely as Adv., in a leisurely way, tardily, ἤνυτον σ. βραδύς S. Ant.231, cf. Th.1.142, 3.46, And.2.19, etc.; ἄτρεμά τε καὶ σ. Alex. 135.4; σ. καὶ βάδην Plb.8.28.11. 2 at one's leisure, i.e. scarcely, hardly, not at all, S.OT434. Ant.390, Pl.Sph.233b, etc.; παραινῶ πᾶσι . . σ. τεκνοῦσθαι παῖδας E.Fr.317; σ. γε And.1.102, X.Mem.3.14.3; σ. που Pl.Sph.261 b: freq. in apodosi, to introduce an a fortiori argument, εἰ δὲ μὴ... ἦ που σχολῇ . . γε if not so... hardly or much less so... And.1.90; εἰ αὗται . . μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι Pl.Phd.65b; εἰ μὴ τούτων... σ. τῶν γε ἄλλων Arist.Metaph.999a10; ὁπότε γὰρ . ., answered by σ. γε, Pl.R.610e; μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σ. τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται Id.Lg.668c.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, Muße, Ruhe, müßige, unbeschäftigte Zeit, Freiheit von Arbeiten, bes. Staatsgeschäften; zuerst bei Pind. N. 10, 46; sehr häufig bei den Att.; absol., Aesch. Prom. 820 Ag. 1025; μὴ σχολὴν τίθει, säume nicht, Ag. 1029; Soph. Ai. 193. 803; σχολὴν ἄγειν, Eur. Med. 1238; οὐκ ἄφθονον σχολὴν ἔχω, Andr. 733; ἡνίκ' ἂν σχολἡν λάβω, I. T. 1432; Ar. u. in Prosa: οὐ σχολὴ αὐτῷ, er hat keine Zeit, Plat. Prot. 314 d; σχολὴν ἄγειν, Theaet. 154 e; mit dem gen., σχολὴ πόνων, Eur., wie τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων σχολὴν ἄγειν, Plat. Tim. 18 b; ἀπό τινος, Plat. Phaed. 66 d; vgl. τοὺς λόγους ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ σχολῆς ποιοῦνται, Theaet. 172 d; ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ σχολῇ τεθραμμένος, 175 d; σχολὴν ἄγειν ἀπό τινος, = σχολάζειν ἀπό τινος, Xen. Cyr. 8, 3, 47, vgl. Mem. 3, 9, 9. – Bes. die nöthige Muße, die erforderliche Zeit wozu, Thuc. 5, 29; ἐπὶ σχολῆς, zu gelegener Zeit; c. int., εἴ σοι σχολὴ προϊόντι ἀκούειν, wenn du grade Zeit hast zu hören, Plat. Phaedr. 227 b; πρός τι, ib. 229 e; σχολὴν ποιήσομαι ἀκροάσασθαί σου, Ion 530 e; Sp., μηκέτι σχολὴν ἄγειν τῇ ἐξετάσει τῆς ἀληθείας, Luc. Calumn. 15; κατὰ σχολήν, in Muße, Plat. Phaedr. 221 a u. öfter; ἐπὶ σχολῆς, Luc. de merc. cond. 3. – Bes. die den Wissenschaften gewidmete, gelehrte Muße, otium; auch der Ort, wo der Lehrer wissenschaftliche Vorträge hält, u. diese Vorträge selbst; Plat. Legg. VII, 820 c; Arist. u. Folgde, z. B. σχολὴν περὶ πολιτείας ἐν Λυκείῳ γραψάμενος, Plut. an seni ger. resp. 12, der sich ein Collegienhest mitgeschrieben; σχολὰς ἐπὶ βιβλίοις περαίνοντες, nach einem Buche Vorlesungen halten, ib. 27; Sp. Auch die Schule, Arist. pol. 5, 11, Plut. Alex. 7. – Langsamkeit, Saumseligkeit; dah. σχολῇ nicht bloß = mit Muße, gemächlich, langsam, Thuc. 1, 142 Xen. Cyr. 4, 2, 6 u. öfter, sondern auch = mit Mühe, kaum, was oft so Viel wie »gar nicht« ist, Soph. O. R. 434 Ant. 386 Plat. Prot. 330 e Andoc. 1, 90; vgl. Schaef. D. Hal. C. V. p. 153. – Nach εἰ δὲ μή ist σχολῇ γε noch αἰσθήσεων μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι, Plat. Phaed. 65 b.

Greek (Liddell-Scott)

σχολή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλει) τὸ σχολάζειν, μὴ ἔχειν ἀσχολίαν τινά, ἀπραξία, ἀργία, εὐκαιρία, εὐσχολία, Λατ. otium, vacatio, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 134, Πινδ. Ν. 10. 86, κλπ.· ἀντίθετον τῷ ἀσχολία, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 15, 1, κλπ.· σχολὴν ἄγειν, σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν, εὐκαιρείν, ἀναπαύεσθαι, ἀπρακτείν, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Μήδ. 1238, Θουκ. 5. 29· ἐπί τινι Πλάτ. Ἀπολ. 36D· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66D περί τι Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 418 ἐν τέλ.· πρὸς τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 15· τινι Λουπ. π. Διαβολ. 15 σχ. ἐπί τινα, ἀφιερῶ τὸν καιρόν μου εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 12. 2, κλπ.· - σχ. ἔχειν, ἔχειν εὐκαιρίαν, Εὐρ. Ἀνδρ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἀμφὶ ἑαυτόν, διὰ τὰς ἰδίας αὐτοῦ ἐργασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 42· - σχ. ποιεῖσθαι, εὑρίσκειν καιρόν, εὐκαιρίαν, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Ἴων 530D - μὴ σχολὴν τίθει, δηλ. σπεῦσον, μὴ βραδύνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· ἡνίκ’ ἂν σχολὴν λάβω Εὐρ. Ι. Τ. 4432· - σχολή [ἐστί] μοι, ἔχω καιρόν, ἐν καιρῷ, οὐ σχολὴ αὐτῷ Πλάτ. Πρωταγ. 314D· οὐκ οὔσης σχ. Ἀριστοφ. Πλ. 281· παροιμ., οὐ σχ. δούλοις Ἀριστ. Πολιτ. 7. 15, 2· ὡσαύτως, σχ. ἐστί μοι πρός τι Πλάτ. Πολιτ. 272Β, Φαῖδρ. 227Β· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1055, κλπ.· εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σχολὴ Σοφ. Αἴ. 816· καταβαίνειν οὐ σχ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 409, κ. ἀλλ.· οὕτω, σχ. πλείωνθέλω πάρεστί μοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 818· - σχολὴ ἐδόκει γίγνεσθαι, ἐνόμισεν ὅτι εἶχε πολὺν καιρόν, Θουκ. 5. 10· - σχ. διδόναι, παρέχειν τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 22, Ἱέρ. 10, 5· σχ. καταναλίσκειν εἴς τι Ἰσοκρ. 5D· - τήν τοῦ πράττοντος σχολὴν περιμένειν Πλάτ. Πολ. 370Α· - σχολῆς ἔργον, ἔργον ἔχον χρείαν σχολῆς, δηλ. ἔργον ἀπαιτοῦν πᾶσαν προσοχήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 552· - συχν. μετὰ προθέσ. ἀντὶ ἐπιρρ., ἐπὶ σχολῆς, ἐν καιρῷ, εἰς κατάλληλον εὐκαιρίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1220 (κοινῶς ἐπὶ σχολῇ), Πλάτ. Θεαίτ. 172D· κατὰ σχολὴν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 48, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· μετὰ σχολῆς ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 110Α· ὑπὸ σχολῆς Πλούτ. 2. 667D· ― ἴδε κατωτ. Β. 2) μετὰ γεν., ἡσυχία, ἄνεσις, ἀνάπαυσις ἀπό τινος πράγματος, ἔν τινι σχολῇ κακοῦ Σοφ. Ο. Τ. 1286· σχολὴν λαβεῖν πόνων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 725· σχ. ἐστί τινι τῶν πραγμάτων Πλάτ. Νόμ. 961Β, πρβλ. Πολ. 370C· οὕτω καί, σχ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66D· σχ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος, Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 47· ἡ τῶν ἀναγκαίων σχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 2. 3) ἀργία, ὀκνηρία, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολὴ Σοφ. Ἀποσπ. 288· σχολὴ τερπνὸν κακὸν Εὐρ. Ἱππ. 384. ΙΙ. τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀφιεροῖ τις τὴν ὥραν τῆς σχολῆς, σπουδαία μελέτη, διδασκαλία, Λατ. schola, Πλάτ. Νόμ. 820C, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· σχολὴν γράψας Πλούτ. 2. 37C, κλπ.· σχ. περὶ πολιτείας γράψασθαι αὐτόθι 790Ε· σχ. λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11. 35· ― πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 15Α, Κικ. Tusc. 1. 4. 2) ὁ τόπος ἔνθα τοιαῦτα μαθήματα ἐγίνοντο, σχολή, ταῦτ’ οὐ σχολὴ Πλάτωνος Ἄλεξ. ἐν «Ὀλυμπιοδώρῳ» 1, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 5, Διονύσ. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. Ι, π. Δημοσθ. 44, Πλουτ. Περικλ. 35, Ἄλεξ. 7, κλπ.· σχ. ἔχειν, ἔχειν σχολήν, δηλ. σχολεῖον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 11· σχολῆς ἡγοῦμαι, εἶμαι ἀρχηγὸς σχολῆς, Διον. Ἁλ. πρ. Ἀμμ. 1. 7. 3) = σχολαστήριον, Βιτρούβ. ΙΙΙ. σχολαί, παρὰ τοῖς Βυζ. τάγμα σωματοφυλάκων τοῦ παλατίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8699, 8797, πρβλ. σχολάριοι. Β. σχολῇ ὡς ἐπίρρ., μετὰ σχολῆς, σχολαίως, ἐν ἀνέσει, βραδέως, ἤνυτον σχολῇ βραδὺς Σοφ. Ἀντ. 231, πρβλ. Θουκ. 1, 142., 3. 46, Ἀνδοκ. 22. 13, κτλ.· ἀτρέμα τε τῇ σχολῇ Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 4· σχ. καὶ βάδην Πολύβ. 8. 30, 11. 2) μόλις καὶ μετὰ βίας, παντάπασιν, οὐδόλως (πρβλ. I’ ll trust by leisure him that mocks me once’, Shaksp. Tit. Andron.), Σοφ. Ο. Τ. 434, Πλάτ., κλπ.· παραινῶ πᾶσι... σχολῇ τεκνοῦσθαι παῖδας Εὐριπ. Ἀποσπ. 319· σχολῇ γε Σοφ. Ἀντ. 390, Ἀνδοκ. 13. 45, Ξεν. σχ. που Πλάτ. Σοφ. 261Β· ὀλίγον τι, οὐ κάμνω σχολῇ Εὐρ. Ἴων 276· ― συχνάκις ἐν τῇ ἀποδόσει ὅπως συνοδεύσῃ ἐπιχείρημα κατ’ ἰσχυρότερον λόγον, εἰ δὲ μή..., ᾖ που σχολῇ... γε, ἐὰν μὴ οὕτω..., τότε μόλις..., ἢ πολλῷ ἧττον..., Ἀνδοκ. 12. 21· εἰ αὗται... μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἱ ἄλλαι Πλάτ. Φαίδων 65Β· εἰ μὴ τούτων... σχολῇ τῶν γε ἄλλων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 10 ὁπότε γὰρ μὴ ἱκανὴ κτλ. ... σχολῇ τό γε κτλ. Πλάτ. Πολ. 610Ε· μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σχολῇ τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 668C. (Ἴσως ἐκ τῆς √ ΕΧ, σχεῖν, ἐπισχεῖν).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. subst. propr. arrêt, d’où
I. temps libre, repos, loisir : σχολὴν ἔχειν avoir du loisir ; σχολὴν λαβεῖν EUR prendre du loisir ; σχολὴν ποιεῖσθαι XÉN se donner du loisir ; σχολὴν ἄγειν être de loisir ; σχολὴν ἄγειν τινί LUC, ἐπί τινι PLAT vaquer à qqe occupation ; σχολὴν διδόναι τινί XÉN procurer du loisir à qqn ; σχολή ἐστί ou πάρεστί τινι avec l’inf. qqn a le loisir de faire qch ; οὐκ οὔσης σχολῆς XÉN faute de temps ; ἐπὶ σχολῆς EUR à loisir ; p. suite :
1 occupation studieuse, entretien savant, étude;
2 lieu d’étude, école;
3 produit de l’étude, traité, ouvrage;
II. relâche, trêve : κακοῦ SOPH trêve à un mal ; σχολὴ γίγνεταί τινι ἀπό τινος PLAT il y a trêve pour qqn à qch;
III. en mauv. part inaction, lenteur, paresse;
B. adv. au dat. • σχολῇ :
1 à loisir, à son temps ; σχολῇ ὑπακούειν τινί XÉN obéir à qqn sans se presser ; σχολῇ καὶ βάδην lentement et pas à pas;
2 avec peine : σχολῇ πορεύεσθαι XÉN s’avancer difficilement ; tout au plus, encore moins : εἰ μὴ… σχολῇ γε PLAT sinon… bien moins encore.
Étymologie: DELG se rattache à σχεῖν.

English (Strong)

probably feminine of a presumed derivative of the alternate of ἔχω; properly, loitering (as a withholding of oneself from work) or leisure, i.e. (by implication) a "school" (as vacation from physical employment): school.

English (Thayer)

σχολῆς, ἡ (from σχεῖν; hence, properly, German das Anhalten; (cf. English 'to hold on,' equivalent to either to stop or to persist));
1. from Pindar down, freedom from labor, leisure.
2. according to later Greek usage, a place where there is leisure for anything, a school (cf. Liddell and Scott, under the word, III.; Winer's Grammar, 23): Dionysius Halicarnassus, de jud. Isocrates 1; tie vi Dem. 44; often in Plutarch).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο, μαθητή του Σωκράτους και της οποίας οι οπαδοί πρέσβευαν τον άκρατο ηδονισμό)
νεοελλ.
1. (κυρίως) ανώτερο και ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα («Φιλοσοφική Σχολή»)
2. συνεκδ. το σύνολο τών καθηγητών ή σπουδαστών πανεπιστημιακού ιδρύματος («αύριο θα συνεδριάσει η σχολή μας στο κεντρικό αμφιθέατρο»)
3. (κατ' επέκτ.) το κτήριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα («άρχισε το χτίσιμο της σχολής»)
4. επιστημονική αποστολή, συνήθως μόνιμη, σε μια χώρα που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση αρχαιολογικών, φιλολογικών κ.ά. σκοπών («γαλλική αρχαιολογική σχολή»)
5. το σύστημα ενός φιλοσόφου, η κοσμοθεωρία του στο σύνολό της («πλατωνική σχολή»)
6. κίνηση, ρεύμα, ομάδα ή σύνολο επιστημόνων, φιλοσόφων, πολιτικών ή καλλιτεχνών που ακολουθούν τις ίδιες αρχές, έχουν κοινές αντιλήψεις, ενώ συνήθως αναγνωρίζουν έναν από αυτούς ως ηγέτη (α. «η σχολή του συμβολισμού» β. «σχολή του Ραφαήλ» γ. «σχολή του Μακιαβέλι» δ. «καντιανή σχολή»)
7. φρ. α) «Μεγάλη του Γένους Σχολή» — ανώτατη σχολή που ιδρύθηκε μετά την άλωση στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο
β) «στρατιωτικές σχολές» — σχολές όπου γίνεται η εκπαίδευση τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό
γ) «ανώτερες σχολές» — σχολές μεταξύ δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
δ) «ανώτατες σχολές» — τα πανεπιστήμια, πολυτεχνεία και άλλα ισότιμα πνευματικά ιδρύματα όπου οι φοιτητές σπουδάζουν σε βάθος έναν συγκεκριμένο γνωστικό τομέα και παράλληλα μυούνται στην επιστημονική έρευνα, δηλαδή στη συστηματική και μεθοδευμένη προσπάθεια για την παραγωγή έγκυρης γνώσης
ε) «πανεπιστημιακή σχολή» — σχολή που εντάσσεται στο πανεπιστήμιο
στ) «σχολές εμπορικού ναυτικού» — σχολές στις οποίες γίνεται εκπαίδευση τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στο εμπορικό ναυτικό
ζ) «ιερατικές σχολές» — σχολές μέσης εκπαίδευσης που αποσκοπούν στη μόρφωση του εφημεριακού κλήρου
η) «γεωργικές σχολές» — σχολές στις οποίες παρέχονται γνώσεις για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής, καθώς και για τις τεχνικές επεξεργασίες τών φυτικών και ζωικών προϊόντων
μσν.
στον πληθ. αἱ σχολαί
τα τάγματα της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής στο Βυζάντιο
μσν.-αρχ.
οκνηρία, αργοπορία («σχολὴ τερπνὸν κακόν», Ευρ.)
αρχ.
1. αργία, απραξία, ανάπαυση, σχόλη
2. κατάπαυση, γαλήνευση («ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν... πόνων», Ευρ.)
3. παύση, σταμάτημα μιας ενασχόλησης («σχολή ἐστί τινι τῶν πράξεων», Πλάτ.)
4. ο ελεύθερος χρόνος που διατίθεται για μια πνευματική ενασχόληση
5. το αντικείμενο στο οποίο αφιερώνει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του και, κυρίως, σπουδαία πνευματική εργασία ή μελέτη
6. το σύνολο τών μαθητών και τών οπαδών φιλοσόφου συγκεντρωμένο στο εντευκτήριό τους
7. σχολαστήριον
8. διοικητική περιοχή
9. (με τοπ. σημ.) κενός χώρος
10. ελεύθερη πρόσβαση
11. στέρηση
12. (η δοτ. ως επίρρ.) σχολῇ
α) με άνεση χρόνου, σιγά σιγά
β) μόλις και μετά βίας ή καθόλου
γ) (με το μόριο γε) σχολῇ γε
i) διόλου βέβαια
ii) (συν. στην απόδοση υποθετικής πρότασης προκειμένου να εισαγάγει ισχυρότερο επιχείρημα) πολύ λιγότερο τότε («εἴ αὗται... μὴ ἀκριβεῑς εἰσιν σχολῇ αἵ γε ἄλλαι», Πλάτ.)
13. (με πρόθεση και με επιρρμ. σημ.) ἐπὶ σχολῆς και κατὰ σχολήν και μετὰ σχολῆς και ὑπὸ σχολῆς
στην κατάλληλη ευκαιρία
14. φρ. α) «σχολὴν ἄγω» — έχω ελεύθερο χρόνο
β) «σχολὴν ἄγω περί τίνα» — αφιερώνω τον χρόνο μου για κάποιον (Λουκιαν.)
γ) «σχολὴν ἔχω» — έχω καιρό διαθέσιμο
δ) «σχολὴν ἔχει ἀμφὶ ἑαυτὸν» — έχει χρόνο διαθέσιμο για τις ατομικές του εργασίες (Ξεν.)
ε) «σχολὴν ποιοῦμαι» — βρίσκω ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με κάτι (Ξεν.)
στ) «σχολὴν λαμβάνω» — βρίσκω την ευκαιρία να κάνω κάτι (Ευρ.)
ζ) «σχολὴν τίθημι» — βραδύνω, αργοπορώ (Αισχύλ.)
η) «σχολή ἐστί μοι [ή πάρεστι
i) έχω καιρό, ευκαιρώ να κάνω κάτι
ii) (με απαρμφ.) υπάρχει καιρός να... θ) «σχολὴν δίδωμιπαρέχω] τινί» — δίνω την ευκαιρία σε κάποιον (Ξεν.)
ι) «σχολὴ γίγνεται» — υπάρχει χρόνος, καιρός (Θουκ.)
ια) «σχολὴ ἀπό τινος» — η παύση μιας ασχολίας
ιβ) «σχολῆς τόδ' ἔργον» — έργο που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή (Ευρ.)
ιγ) «Ἠθικαὶ σχολαί» — τίτλος έργου του Περσέως του Κιτιέως
ιδ) «ἡγεῖσθαι σχολῆς» — το να είναι κανείς αρχηγός σχολής (Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. αόρ. ἔσχον) του οποίου η ρίζα segh- είχε σημ. «κρατώ στερεά, σταματώ». Προβλήματα ωστόσο παρουσιάζουν τόσο ο φωνηεντισμός -ο- της λ. όσο και το επίθημα -λη, που πολλοί έχουν αποδώσει σε αναλογική επίδραση τών βολή, στολή κ.λπ. Η σύνδεση, εξάλλου, της λ. με το ρ. ἀσχάλλω «δυσανασχετώ, θρηνώ, διστάζω» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης και τών παραγώγων της. Από αρχική σημ. «αργία, απραξία, ανάπαυση, αναβολή, οκνηρία, τεμπελιά» (πρβλ. σχολαῖος, σχολαστής, σχολερός και τα νεοελλ. σχόλη, σχολιανός, σχολιάτικος), η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πνευματική ενασχόληση με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί δημιουργική εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου, από όπου, τελικά, στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. σχολή χρησιμοποιήθηκε με σημ. «μελέτη, σπουδή φιλοσοφική» και «ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο». Τη λ. με την τελευταία της σημ. δανείστηκε η Λατινική (λατ. schola «σχολείο») και από αυτήν οι λατινογενείς κ.ά. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. school, γαλλ. ecole, ιταλ. scuola, ισπ. escuela, γερμ. Schule, ρουμ. şcoală). Η ίδια σημασιολογική εξέλιξη της λ. σχολή παρατηρείται και στα παράγωγα σχολάζω, σχολαστικός, σχολείο και, τέλος, στη λ. σχόλιο(ν), που χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει το αποτέλεσμα της μελέτης, δηλ. τη σύντομη εξήγηση, ερμηνευτική αποσαφήνιση ενός αρχαίου κειμένου, μιας λέξης ή φράσης και στη Νέα Ελληνική με επιπρόσθετη αρνητική σημ. την δυσμενή κρίση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης ή της συμπεριφοράς ενός προσώπου, το κουτσομπολιό (πρβλ. σχολιάζω)].

Greek Monotonic

σχολή: ἡ, ελεύθερος χρόνος, αργία, απραξία, ανάπαυση, ανάπαυλα, Λατ. otium, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
Α. I. 1. σχολὴν ἄγειν και ἔχειν, αναπαύομαι, είμαι εύκαιρος, είμαι σε απραξία, αργώ, σε Ευρ., κλπ.· σχολὴν ποιεῖσθαι, βρίσκω τον εύθετο χρόνο, την ευκαιρία, σε Ξεν.· σχολὴν λαβεῖν, σε Ευρ.· σχολή (ἐστί) μοι, έχω τον καιρό, την ευκαιρία να πράξω κάτι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐπὶ σχολῆς, σε εύθετο χρόνο, στην κατάλληλη ευκαιρία, σε Ευρ.· κατὰ σχολήν, στον ίδ.
2. με γεν., ησυχία, ανάπαυλα, ανάπαυση από κάτι· σχολῇ κακοῦ, σε Σοφ.· ομοίως, σχολὴ ἀπό τινος, σε Πλάτ.
3. αδράνεια, αργία, απραξία, οκνηρία, σε Ευρ.
II. 1. αυτό στο οποίο αφιερώνει κάποιος τον ελεύθερο χρόνο του, ιδίως εμβριθής μελέτη, διάλεξη, διδασκαλία, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. τόπος οπου παραδίδονταν τα μαθήματα, σχολή, σχολείο, διδασκαλείο, σπουδαστήριο, σε Αριστ. κ.λπ. Β. δοτ. σχολῇ ως επίρρ.,
1. αργά, αγάλι-αγάλι, με άνεση, με ηρεμία, όπως το σχολαίως, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. σπανίως, μόλις και μετά βίας, δύσκολα, καθόλου, σε καμία περίπτωση, σε Σοφ. κ.λπ.· σχολῇ γε, στον ίδ.· συχνά τίθεται ως απόδοση υποθετικού λόγου για να συνοδεύσει επιχείρημα με ισχυρότερη σημασία· εἰ αὗται μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἱ ἄλλαι, εάν αυτές δεν είναι ακριβείς, πολύ περισσότερο δεν μπορούν (να είναι ακριβείς) οι υπόλοιπες, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολή -ῆς, ἡ vrije tijd, rust:. μὴ σχολὴν τίθει doe niet rustig aan (d.w.z. haast je) Aeschl. Ag. 1059; σχολὴν ἄγειν het rustig aan doen Eur. Med. 1238; οὐ γὰρ ἄφθονον σχολὴν ἔχω ik heb geen zee van tijd Eur. Andr. 732; ἄγειν σχολὴν ἐπὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει tijd hebben om u te vermanen Plat. Ap. 36d; σχολὴν ποιεῖσθαι tijd vrijmaken Xen. Mem. 2.6.4; σχολὴν διδόναι gelegenheid geven Xen. Cyr. 4.2.22; τέλος γὰρ... εἰρήνη μὲν πολέμου, σχολὴ δ ’ ἀσχολίας vrede is het doel van oorlog, vrije tijd het doel van druk bezig zijn Aristot. Pol. 1334a15; ἐπὶ σχολῆς op z’n gemak Plat. Tht. 172d = κατὰ σχολήν Aristoph. Eccl. 48 = μετὰ σχολῆς Plat. Criti. 110a. rust, pauze:. σχολὴν ἄγω ἀπὸ τούτων ik ben ervan af Xen. Cyr. 8.3.47; δεῖ... τὴν τῶν ἀναγκαίων ὑπάρχειν σχολήν (de staat) moet vrij zijn van de zorg voor de dagelijkse behoeften Aristot. Pol. 1269a35. wetenschappelijk onderzoek, wetenschappelijke discussie:; ἑτέρας γάρ ἐστιν ἔργον σχολῆς ταῦτα want dat is een taak van een ander soort onderzoek Aristot. Pol. 1323b39; studieverblijf. Plut. Alex. 7.4. adv. σχολῇ op z’n gemak:. σχολῇ περὶ τῶν εἰσαγγελλομένων σκοποῦνται op hun gemak bekijken ze de binnenkomende voorstellen And. 2.19. met moeite, nauwelijks:. σχολῇ σ ’ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην ik zou je zeker niet naar mijn paleis ontboden hebben Soph. OT 434. nog veel minder:. εἰ αὗται... μὴ ἀκριβεῖς εἰσιν... σχολῇ αἴ γε ἄλλαι als die (waarnemingen) al niet accuraat zijn, dan zijn de andere dat in elk geval nog veel minder Plat. Phaed. 65b.

Russian (Dvoretsky)

σχολή: дор. σχολά (ᾰ) ἡ
1) досуг, свободное время (σχολὴν ἔχειν Eur., Xen.): οὐ σ. αὐτῷ Plat. ему некогда; σχολὴν ἄγειν ἐπί τινι Plat. и τινί Luc. пользоваться досугом для чего-л.; ἐπὶ σχολῆς Eur., κατὰ σχολήν Plat. и ὑπὸ σχολῆς Plut. на досуге;
2) освобождение, свобода, отдых (τινος Soph., Eur. и ἀπό τινος Xen., Plat.): τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων ἄγειν σχολήν Plat. быть свободным от прочих занятий;
3) праздность, бездействие Soph.: σ., τερπνὸν κακόν Eur. праздность, приятное зло;
4) медлительность, промедление: μὴ σχολὴν τίθει Aesch. не медли; οὐ σχολῆς τόδ᾽ ἔργον Eur. это не терпит отлагательства;
5) занятие на досуге, ученая беседа, тж. умственный труд (φιλονεικεῖν ἐν ταῖς σχολαῖς Plat.);
6) учебное занятие, упражнение, лекция (ἀκούσματα καὶ σχολαί Plut.);
7) сочинение, трактат (σχολὴν περί τινος γράψασθαι Plut.);
8) школа (αἱ σχολαὶ τῶν φιλοσόφων Plut.). - см. тж. σχολῇ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: rest, leisure (Pi., ion. Att.), (learned) conversation, lecture (Pl., Arist. etc.), place of lecture, auditorium, school (Arist. etc.).
Compounds: As 2. member a.o. in ἄ-σχολος without leisure, busy with ἀσχολ-ία f. business (Pi., IA.), -έω, -έομαι (Arist. etc.), -ημα (Str. a.o.), -ηματικός (Vett. Val.). On σχολή and ἀσχολία in Arist. s. Fr. Solmsen RhM 107, 193ff.
Derivatives: 1. σχολ-αῖος leisurely, slow (IA.) with -αιότης f. (Th. a.o.). 2. -ικός reserved for a lecture, belonging to school (D. H., D. Chr. etc.). 3. -ερός leisurely (late). 4. -ιον n. explanation, comment, scholion (hell. a. late) with -ύδριον, -ιάζω, -ιαστής (Tz., Eust.). 5. -εῖον n. school (Arr.), also resting-place = grave ? (Anatol. inscr.). 6. -άζω, also w. ἀπο-, συν- a.o., to have leasure (Att.), to have leisure for something, to be busy with something (X., D. etc.), to give a lecture (hell. a. late) with -αστής m. living in leisure, leisurely (Com. Adesp., LXX, Plu.), συ-σχολή fellow-student (hell. a. late), -αστικός leisurely (Arist. etc.), dedicated to study, scholar, esp.armchair scholar (hell. a. late), public adviser (late pap.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "holding back, hold in"; from aor. σχ-εῖν (s. ἔχω) wit λ-sufflx, where the thematic vowel followed the frequent verbal nouns with -o- in the root (βολή, στολή, γονή etc. etc.). Cf. ἀσχαλάω.

Middle Liddell

σχολη, ἡ,
I. spare time, leisure, rest, ease, Lat. otium, Hdt., etc.; σχολὴν ἄγειν and ἔχειν to be at leisure, keep quiet, Eur., etc.; σχ. ποιεῖσθαι to find leisure, Xen.; σχ. λαβεῖν Eur.; σχολή ἐστί μοι I have time, Ar., etc.:—with a prep., ἐπὶ σχολῆς at leisure, at a fit time, Eur.; κατὰ σχολήν Eur.
2. c. gen. rest from a thing, σχολῇ κακοῦ Soph.; so, σχ. ἀπό τινος Plat.
3. idleness, Eur.
II. that in which leisure is employed, esp. a learned discussion, lecture, Plat., etc.
2. a place for lectures, a school, Arist., etc.
B. σχολῇ as adv. in a leisurely way, tardily, like σχολαίως, Soph., Thuc., etc.
2. at one's leisure, i. e. scarcely, hardly, not at all, Soph., etc.; σχολῇ γε Soph.:—to introduce an a fortiori argument, εἰ αὗται μὴ ἀκριβεῖς εἰσί, σχολῇ αἱ ἄλλαι if these are not exact, hardly can the rest be so, Plat.

Frisk Etymology German

σχολή: {skholḗ}
Grammar: f.
Meaning: Rast, Muße (Pi., ion. att.), ‘(gelehrte) Unterhaltung, Vortrag’ (Pl., Arist. usw.), Ort des Vortrags, Auditorium, Schule (Arist. usw.).
Composita : Als Hinterglied u.a. in ἄσχολος ohne Muße, beschäftigt mit ἀσχολία f. Beschäftigung (Pi., ion. att.), -έω, -έομαι (Arist. usw.), -ημα (Str. u.a.), -ηματικός (Vett. Val.). Zu σχολή und ἀσχολία bei Arist. s. Fr. Solmsen RhM 107, 193ff.
Derivative: Davon 1. σχολαῖος müßig, langsam (ion. att.) mit -αιότης f. (Th. u.a.). 2. -ικός für den Vortrag abgesehen, zur Schule gehörig (D. H., D. Chr. usw.). 3. -ερός müßig (sp.). 4. -ιον n. Erklärung, Kommentar, Scholion (hell. u. sp.) mit -ύδριον, -ιάζω, -ιαστής (Tz., Eust.). 5. -εῖον n. Schule (Arr.), auch Ruhestätte = Grab ? (kleinasiat. Inschr.). 6. -άζω, auch m. ἀπο-, συν- u.a., Muße haben (att.), ‘für etwas Muße haben, sich mit etwas beschäftigen’ (X., D. usw.), Vorträge halten (hell. u. sp.) mit -αστής m. in Muße lebend, müßig (Kom. Adesp., LXX, Plu.), συ-~ Mitschüler (hell. u. sp.), -αστικός müßig (Arist. usw.), ‘dem Studium zugewandt, Gelehrter, bes. Stubengelehrter’ (hell. u. sp.), öffentlicher Berater (sp. Pap.).
Etymology : Eig. "Zurückhalten, Einhalten"; vom Aor. σχεῖν (s. ἔχω) mit λ-Sufflx, wobei sich der Themavokal nach den zahlreichen Verbalnomina mit wurzelhaftem -o- (βολή, στολή, γονή usw. usw.) richtete. Vgl. ἀσχαλάω.
Page 2,841

Chinese

原文音譯:scol» 士何累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空閒 相當於: (אַט‎ / אִטִּים‎) (רֵיק‎)
字義溯源:閒蕩*,空閒,不忙的,學校,學房,閒暇時間;指課餘或假期中休閒時間;或出自(ἔχω)=持有*)
同源字:1) (σχολάζω)在休假 2) (σχολή)閒蕩
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 學房(1) 徒19:9