μιμνήσκω

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμνήσκω Medium diacritics: μιμνήσκω Low diacritics: μιμνήσκω Capitals: ΜΙΜΝΗΣΚΩ
Transliteration A: mimnḗskō Transliteration B: mimnēskō Transliteration C: mimnisko Beta Code: mimnh/skw

English (LSJ)

(not μιμν-ήσκω, v. infr.), fut. μνήσω: aor. ἔμνησα: causal Verb, formed in pres. and impf. from μέμνημαι as πιπράσκω from πέπραμαι:—A remind, put in mind, μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός Od.12.38; τινος of a thing, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος 3.103; τῶν σ' αὖτις μνήσω Il.15.31, cf. 1.407; μηδέ με τούτων μίμνησκ' Od.14.169, cf. Thgn.1123, Theoc.15.36. II ἔμνασεν ἑστίαν πατρῴαν… νικῶν recalled it to memory, made it famous, Pi.P.11.13.—Act. is mostly Ep., used once in Trag. (lyr.), E.Alc.878: compds. with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose. B Med. and Pass. μιμνήσκομαι, imper. -ήσκεο Il.22.268: Ep. impf. μιμνήσκοντο 13.722 (the pres. only in later Prose, Pl.Ax.368a, D.H.1.13, Plu.2.653b; μέμνημαι serving as pres. in early writers): other tenses are formed from the stem μνη- (v. μνάομαι): fut. μνήσομαι Od.7.192, Sapph.32; μνησθήσομαι Hdt.6.19, E.Med.933, etc.; also μεμνήσομαι Il.22.390, Od.19.581, Hdt.8.62, E.Hipp.1461, Pl.Phlb. 31b, etc.: aor. ἐμνησάμην, inf. μνήσασθαι Od.4.331, Tyrt.12.1, Hdt. 7.39; rare in Trag., as S.OT564; Ep. μνησάσκετο Il.11.566; Trag. also ἐμνήσθην (used by Hom. only in Od.4.118), S.El.373, etc.; Aeol. ἐμνάσθην Sapph.Supp.4.11: pf. μέμνημαι, Aeol. μέμναιμαι Alc. Supp.28.6, in Att. always in pres. sense, as also freq. in Hom.; 2sg. μέμνηαι Il.21.442, μέμνῃ 15.18; imper. μέμνησο, Dor. μέμνᾱσο Epich. 250, etc., Ion. μέμνεο Hdt.5.105; subj. μέμνωμαι -ώμεθα Od.14.168, S.OT49; Ion. -εώμεθα Archil.(?) in PLit.Lond.54.4; opt. μεμνῄμην Il.24.745, -ῇτο Ar.Pl.991 (μεμνῇο, -ῇτο shd. prob. be read for -ῷο or -οῖο, -ῷτο in X.An.1.7.5, Cyr.1.6.3, and μεμνοῖτο is dub. in Crates Com.50); Ep. 3sg. μεμνέῳτο Il.23.361; Dor. 3pl. μεμναίατο Pi. Fr.94; inf. μεμνῆσθαι; Aeol. imper. μέμναισο Sapph.Supp.23.8; part. μεμνημένος: plpf. ἐμεμνήμην Isoc. 12.35; Ion. 3pl. ἐμεμνέατο Hdt.2.104:—remind oneself of a thing, call to mind:—Constr.: sometimes c. acc., remember, Τυδέα δ' οὐ μέμνημαι Il.6.222, cf. 9.527, Od.14.168, S.OT1057, Pl.Lg.633d, D.44.7; esp. with relat. clause following, μ. τὸν στόλον ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; μέμνησο δ' ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισας A.Ch.492; μ. τὸν Εὐφραῖον, οἷ' ἔπαθεν D.9.61; also μέμνησο ἐκεῖνο, ὅτιX.Cyr.2.4.25; μεμνώμεθα ταῦτα περὶ ἀμφοῖν, ὅτιPl. Phlb.31a: more freq. c. gen., φίλου μεμνήσομ' ἑταίρου Il.22.390; τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι Od.19.581; οὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων οὐδὲν ἐμνάσθη Sapph.Supp. l. c., cf. Hdt.8.62, E.Hipp.1461, etc.; also μεμνημένος ἀμφ' Ὀδυσῆϊ Od.4.151; ἀμφὶ Διώνυσον… μνήσομαι h.Hom. 7.2; περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.192:—Pass., to be remembered (not in early Prose), τὰ παραπτώματα οὐ μνησθήσεται LXX Ez.18.22; αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν Act.Ap.10.31, cf. Apoc.16.19. 2 c. inf., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις… ἀλεξέμεναι Il.17.364; μέμνησο δ' εἴκειν A.Supp.202; μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ar.Eq.495; μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι X.An.3.2.39; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Pl.Ap. 27b. 3 after Hom., c. part., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη let him remember that he clothes, Pi.N.11.15; μέμνημαι κλύων I remember hearing, A.Ag.830; μεμνήμεθα ἐλθόντες E.Hec.244; μ. ἀκούσας X.Cyr.1.6.3, etc.: followed by a relat., μέμνησ', ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτόν Ar.Nu.1107. 4 abs., ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Th.2.8, cf. 5.66: pf. part. μεμνημένος in commands, ὧδέ τις… μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.19.153, cf. 5.263, Hes.Op.422, etc. II make mention of, c. gen., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Od.4.331; Μοῦσαι, μνησαίαθ' ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (i. e. τῶν, ὅσοι) Il.2.492; also μνήσασθαι περί τινος Hdt.7.39: freq. in aor. Pass. μνησθῆναι, Od.4.118, S.Ph.310; μνησθῆναι περί τινος Hdt. 1.36, cf. 9.45; περί τινος ἔς τινα Th.8.47, cf. 1.10, 37, etc.; μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης D.18.21; μ. τινὸς πρός τινα Lys.1.19: later c. dat. pers., recall to one's memory, remind, ἐμνήσθην σοι καὶ παρόντι περίPLille12.1 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.122.7, al. (iii B. C.): rarely c. acc., ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί Pi.I.8(7).29: abs., μευ μεμναμένω εἰ φιλέεις με mentioning your name to see if... Theoc.3.28. III give heed to, πατρὸς καὶ μητέρος Od.18.267; μ. βρώμης give heed to food, 10.177; ὡς μεμνέῳτο δρόμου (v.l. δρόμους) that he might give heed to the running, Il.23.361; μ. χάρμης, δαιτός, σίτου, 4.222, Od.20.246, Il.24.129; μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ μάχας B.17.58; ἀοιδᾶς Pi.Fr.94. (Aeol. μιμναίσκω (not μιμνᾴσκω) Hdn.Gr.2.79,178; but Ep., Ion., Att. μιμνήσκω without ι, PCair.Zen.15v.35 (iii B. C., ὑπο-), Inscr.Magn.16.27 (early ii B. C., [[[ἀνα]]-]), SIG704E18 (Delph., late ii B. C., ὑπο-), Did.in An.Ox.1.196; cogn. with Lat. memini, etc.)

German (Pape)

[Seite 187] (μνα), fut. μνήσω, aor. ἔμνησα, erinnern, mahnen; μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός, Od. 12, 38; τινά τινος, Einen woran, μηδέ με τούτων μίμνησκε, 14, 169, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος, 3, 103, wie τῶν νῦν μιν μνήσασα Il. 1, 407; Theogn. 1119; ἔμνασε, Pind. P. 11, 13; ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν, Eur. Alc. 889. – Häufig im med. u. pass. (vgl. auch μνάομαι), sich erinnern, gedenken, τινός, τοῦ γὰρ μιμνήσκεται ἤματα πάντα, Od. 15, 54, οὐδέ τι Τρῶες χάρμης μιμνήσκοντο, sie dachten nicht an den Kampf, kämpften nicht, Il. 13, 722; so κοίτοιο καὶ ὕπνου, Ruhe und Schlaf genießen, Od. 20, 138, νόστου, 3, 142, öfter; in Prosa, καὶ ἑτέρων μιμνησκόμενος, Plat. Ax. 368 a; dazu gehört der aor. ἐμνησάμην u. fut. μνήσομαι, ὁππότ' ἐκείνων μνήσομαι, Il. 9, 647, βρώμης, Od. 10, 277, χάρμης, Il. 4, 222 u. ä.; Αἴας μνησάσκετο θούριδος ἀλκῆς, 11, 566, der Stärke gedenken, sich ihrer bedienen, sich wehren; ὅτε μνησαίατο κοίτου, Od. 7, 138; auch μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, 1, 29. Hom. vrbdt auch περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 191. – Perf. μέμνημαι, ich habe mich erinnert,ich bin eingedenk, als praes. gebraucht, mit dem opt. μεμνῄμην, Il. 24, 745, u. μεμνῴμεθα, Soph. O. R. 49, μεμνῷο, Xen. An. 1, 7, 5; bei Ar. Plut. 991 schwankt die Lesart zwischen μεμνῇτο u. μεμνῷτο; auch μεμνέῳτο, Il. 23, 361; μεμνώμεθα, conj., Od. 14, 168, wie Plat. Phil. 31 a u. A.; μεμνεώμεθα, Her. 7, 47 (μέμνῃ, = μέμνησαι, Il. 15, 18. 20, 188 Od. 24, 115; auch μέμνηαι, Il. 21, 442; μέμνεο, = μέμνησο, imper., Her. 5, 105; ἐμεμνέατο, = ἐμέμνηντο, plusqpf., Her. 2, 104); dazu gehört als eigenes fut. μεμνήσομαι, ich werde eingedenk sein, Il. 22, 390 Od. 21, 79; Xen. Cyn. 8, 6, 6 u. sonst; von Hom. an überall, gew. c. gen., ἀλλ' ἔτι σῶν μέμνημαι ἐφετμέων, Il. 5, 818, öfter; Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, Pind. P. 9, 88; Διὸς μεμναμένος, N. 7, 80; μέμνησθ' Ἀθηνῶν, Aesch. Ag. 804; a. Tragg.; Ar. u. in Prosa, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων, Her. 5, 105; σὺ οὖν τῶν εἰρημένων μέμνησο, Plat. Phaedr. 234 b; Folgde. – Auch c. accus., Τυδέα οὐ μέμνημαι, ἐπεί μ' ἔτι τυτθὸν ἐόντα κάλλιπε, Il. 6, 222; μέμνημαι τόδε ἔργον, 9, 527, vgl. Od. 24, 122; μέμνησθ' ἃ ἐγὼ προλέγω, Aesch. Prom. 1073, vgl. Ch. 485 Suppl. 202; Soph. O. R. 1057; in Prosa häufig; Her. 7, 18; εἴπερ μεμνήμεθα τὰ κατ' ἀρχὰς λεχθέντα, Plat. Soph. 265 b; τοὺς λόγους, Legg. I, 633 d, öfter, wie Folgde; absolut, ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται, seit Menschengedenken, Thuc. 2, 8. – Andere Verbindungen sind ἀμφί τινι, Od. 4, 151, H. h. 6, 1, περί τινος, Od. 7, 192, s. unten; – c. inf., Il. 17, 364; μέμνησο δ' εἴκειν, Aesch. Suppl. 199; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν, Plat. Apol. 27 b; μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι, er denke daran, sich als braven Mann zu zeigen, Xen. An. 3, 2, 39; – auch mit ὅτι, Plat. Prot. 323 e u. sonst; – häufig c. partic.; Eur. Hec. 244; μέμνημαι δ' ἔγωγε καὶ παῖς ὢν Κριτίᾳ τῷδε ξυνόντα σε, Plat. Charmid. 156 a; μέμνημαι ἀκούσας σου, ich erinnere mich gehört zu haben, Xen. Cyr. 1, 6, 3; ἐμέμνητο εἰπών, 3, 1, 31; Folgde; ἄνθρωπος ὢν μέμνησ' ἀεί, Men., denke immer daran, daß du ein Mensch bist. – Wörtlich gedenken, erwähnen, Erwähnung thun; im aor. med., τῶν νῦν μοι μνῆσαι καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες, Od. 4, 331. 765 Il. 2, 492, wie Soph. O. R. 564; häufiger im aor. pass., ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι, Od. 4, 118; οὐδ' ἂν ἐμνήσθην ποτέ, Soph. El. 365; Phil. 310; Eur. El. 745; auch μνησθήσομαι, Med. 933; τούτου μηκέτι μνησθῇς, Her. 7, 159; Phot. oft u. Folgde; auch c. accus., Her. 2, 20; ἐὰν μνησθῶ τὰ ἔπη, Plat. Ion 537 a; häufig περί τινος μνησθῆναι, Her. 2, 36, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ, Plat. Ion 532 c, οἴομαί σέ που μνησθήσεσθαι παιδοποιΐας πέρι, Rep. V, 449 d; vgl. Lys. 3, 45; Dem. 33, 6; μεμνῆσθαι περί τινος ὀνομαστί, 24, 132. – Vgl. übrigens μνάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μιμνήσκω: μέλλ. μνήσω: ἀόρ. ἔμνησα· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ μνάομαι, σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασιασμόν· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. *μάω)· - ἀναμιμνήσκω, ὑπενθυμίζω, μνήσει δέ τε καὶ θεὸς αὐτὸς Ὀδ. Μ. 38· τινός, περί τινος πράγματος, ἐπεί μ’ ἔμνησας ὀϊζύος Γ. 103· τῶν σ’ αὖτις μνήσω Ἰλ. Ο. 31, πρβλ. Α. 407· μηδέ με τούτων μίμνησκ’ Ὀδ. Ξ. 169, πρβλ. Θέογν. 1123, Θεόκρ. 15. 36. ΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 11. 21, ἐν τῷ Θρασυδαῖος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον βαλὼν πατρῴαν, ἔνθα ὁ Θρασυδαῖος κατέστησε τὸν πατρικὸν οἶκον ἀξιομνημόνευτον (ἔνδοξον) ῥίψας ἐπ’ αὐτοῦ καὶ τρίτον στέφανον, ἴδε Dissen. Τὸ ἐνεργ. εἶναι τὸ πλεῖστον Ἐπικ., μόνον ἅπαξ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῦτο ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Εὐρ. Ἄλκ. 878· παρὰ τοῖς πεζογράφ. προετιμῶντο τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσ. ἀνα- ἢ ὑπο-. Β. Μέσ. καὶ Παθ. μιμνήσκομαι: προστ. -ήσκεο: παρατατ. μιμνήσκοντο Ὅμ. (Ὁ ἐνεστ. μόνον παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς Ψευδο-Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Α, Διον. Ἁλ.: τὸ μέμνημαι χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις): οἱ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μνάομαι (ὅπερ καὶ αὐτὸ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἰδιαιτέρων τινῶν σημασιῶν): μέλλ. μνήσομαι Ὀδ. Ζ. 192, Εὐρ. Ι. Α. 667· μνησθήσομαι Ἡρόδ. 6. 19, Εὐρ. Μήδ. 933, κτλ.· ὡσαύτως μεμνήσομαι Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581, Ἡρόδ., Εὐρ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· - ἀόρ. ἐμνησάμην: ἀπαρ. μνήσασθαι, Ὅμ., Τυρταῖ. 9. 1, Ἡρόδ. 7. 39, ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Ο. Τ. 564· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἐμνήσθην (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 118), Σοφ. Ἠλ. 373, 1252, κτλ.· - πρκμ. μέμνημαι, παρ’ Ἀττ. ἀείποτε μετὰ σημ. ἐνεστ., ὡς τὸ Λατ. memini, ὡς καὶ παρ’ Ὁμ. συχνάκις: β΄ ἑνικ. μέμνηαι Ἰλ. Φ. 442, ἢ μέμνῃ Ο. 18, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104· προστ. μέμνησο, συχν. παρ’ Ἀττ., Ἰων. μέμνεο Ἡρόδ. 5. 105· ὑποτακτ. μέμνωμαι, -ώμεθα Ὀδ. Ξ. 168, Σοφ. Ο. Τ. 49· Ἰων. -εώμεθα Ἡρόδ. 7. 47· εὐκτ. μεμνῄμην Ἰλ. Ω. 745, -ῇτο Ἀριστοφ. Πλ. 991 (ἴσως διορθωτέον μεμνῇο, -ῇτο ἀντὶ τῶν -ῷο ἢ -οῖο, -ῷτο ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, Κύρ. 1. 6, 3· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μεμνέῳτο Ἰλ. Ψ. 361, Δωρ. γ΄ πληθ. μεμναίατο (ἢ μᾶλλον -ᾴατο) παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 277: ἀπαρ. μεμνῆσθαι: μετοχ. μεμνημένος: ὑπερσ. ἐμεμνήμην Ἰσοκρ. 240Α, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104. - Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι- ὑπο-μιμνήσκω. [μέμνημαι, Gaisf. εἰς Ἡφαιστ. σ. 218]. Ἀναμιμνήσκομαί τι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι. Συντάσσεται, ἐνίοτε μετ’ αἰτ., Τυδέα δ’ οὐ μέμνημαι Ἰλ. Ζ. 222, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 168, Ἡρόδ. 7. 18, Αἰσχύλ. Χο. 492, Σοφ. Ο. Τ. 1057· - κοινότερον μετὰ γεν., ἀλκῆς μιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι τὴν (ἐν πολέμῳ) ἀνδρείαν μου, ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, φάνητε ἄνδρες, ὦ φίλοι, καὶ ἐνθυμήθητε τὴν πολεμικήν σας ἀνδρείαν, Ἰλ. Ζ. 112· μεμνημένος ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ Ὀδ. Δ. 151· ἀμφὶ Διώνυσον... μνήσομαι Ὁμ. Ὕμν. 6. 1· περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 192, πρβλ. 1. 36., 9. 45, καὶ Πλάτ. Φίληβ. 31Α. 2) μετ’ ἀπαρ., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι Ἰλ. Ρ. 364· μέμνησο δ’ εἴκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 202· μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 496· μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 39· μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 27Β. 3) μεθ’ Ὅμ., μετὰ μετοχ., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη, ἂς φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του ὅτι τὰ μέλη (τοῦ σώματός του) ἅπερ καλύπτει δι’ ἐνδυμάτων εἶναι θνητά, Πινδ. Ν. 11. 20· μέμνημαι κλύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 830· μ. ἐλθών, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔχω ἐλθεῖ, Εὐρ. Ἑκ. 244· μ. ἀκούσας Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3, κτλ.· - οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μέμνησ’, ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1107· μν. ὅτι δεῖ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25. 4) ἀπολ., μεμνήσομαι, θὰ ἐνθυμῶμαι, δὲν θὰ λησμονήσω, Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581· ἀφ’ οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Θουκ. 2. 8, πρβλ. 5. 66· οὕτως ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. μεμνημένος ἐν προσταγῇ, ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω, οὕτως ἕκαστος ὑμῶν μεμνημένος τῆς ἀλκῆς ἢ τῆς ἀρετῆς μαχέσθω, Ἰλ. Τ. 153, πρβλ. Ε. 263, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 420, κτλ. ΙΙ. ἐνθυμοῦμαί τι καὶ λέγω αὐτὸ εἴς τινα, μετὰ γεν., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Ὀδ. Δ. 331· Μοῦσαι, μνησαίαθ’ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (ὅ ἐστι τῶν, ὅσοι) Ἰλ. Β. 492· ἐν τῷ παθ., ἀορ. μνησθῆναι, Ὀδ. Δ. 118, Σοφ. Φιλ. 310· μνησθῆναι περί τινος Ἡρόδ. 1. 36, πρβλ. 9. 45· περί τινος εἴς τινα Θουκ. 8. 47, πρβλ. 1. 10, 37, κτλ.· μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης Δημ. 232. 9· μν. τινος πρός τινα Λυσ. 93. 28· - σπαν. μετ’ αἰτ., Πινδ. Ι. 8 (7). 59. ΙΙΙ. ἐπιμελοῦμαι, μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν Ὀδ. Σ. 267· ἀλλ’ ἄγετ’... μνησόμεθα βρώμης, ἀλλ’ ἂς φροντίσωμεν περὶ βρώσεως, δηλ. ἂς φάγωμεν, Ι. 177· ὡς μεμνέῳτο δρόμους (ἢ δρόμου), ὅπως ἐπισκοπῇ καὶ κρίνῃ περὶ τῶν δρόμων, Ἰλ. Ψ. 361· χάρμης, δαιτός, σίτου, μν., Ὅμηρ. - Ὑπάρχει καὶ γραφὴ μιμνῄσκω ἐν ἐπιγραφαῖς ἴδε Meisterh 2 139.

English (Autenrieth)

and μνάομαι, act. pres. imp. μίμνησκ, fut. μνήσω, aor. ἔμνησας, subj. μνήσῃ, part. μνήσᾶσα, mid. μιμνήσκομαι, part. μνωομένω, ipf. μνώοντο, fut. μνήσομαι, aor. ἐμνήσατο, μνήσαντο, imp. μνῆσαι, perf. μέμνημαι, μέμνηαι and μέμνῃ, subj. μεμνώμεθα, opt. μεμνῄμην, μεμνέῳτο, fut. perf. μεμνήσομαι, inf. -εσθαι, pass. aor. inf. μνησθῆναι: act., remind, τινά (τινος), Od. 12.38, Il. 1.407; mid., call to mind, remember, and in words, mention, τινός, also τινά or τὶ, περί τινος, Od. 7.192; φύγαδε, ‘think on flight,’ Il. 16.697; the perf. has pres. signif., ‘remember,’ implying solicitude, mindfulness, Od. 18.267.

English (Strong)

a prolonged form of μνάομαι (from which some of the tenses are borrowed); to remind, i.e. (middle voice) to recall to mind: be mindful, remember.

English (Thayer)

(ΜΝΑΩ (allied with μένω, μανθάνω; cf. Latin maneo, moneo, mentio, etc.; cf. Curtius, § 429)); to remind: Homer, Pindar, Theognis, Euripides, others; passive and middle, present μιμνῄσκομαι (ἐμνήσθην; perfect μέμνημαι; 1future passive in a middle sense, μνησθήσομαι (L T Tr WH); the Sept. for זָכַר; to be recalled or to return to one's mind, to remind oneself of, to remember; ἐμνήσθην, with a passive significance (cf. Buttmann, 52 (46)), to be recalled to mind, to be remembered, had in remembrance: ἐνώπιον τίνος, before, i. e., in the mind of one (see ἐνώπιον, 1c.), ); and ἀναμνησθῆναι, Winer's Grammar, § 30,10c.), to remember a thing: μνησθῆναι ἐλέους, to call to remembrance former love, τῆς διαθήκης, μή μνησθῆναι τῶν ἁμαρτιῶν τίνος (A. V. to remember no more) i. e. to forgive, to remember the sins of anyone is said of one about to punish them, ὅτι, ὡς, μέμνημαι, in the sense of a present (cf. Winer's Grammar, 274 (257)), to be mindful of: with the genitive of the thing, πάντα μου μέμνησθε, in all things ye are mindful of me, μιμνῄσκομαι, with the genitive of the person, to remember one in order to care for him, ἀναμιμνῄσκω, ἐπαναμιμνῄσκω, ὑπομιμνῄσκω.)

French (Bailly abrégé)

f. μνήσω, ao. ἔμνησα, pf. inus.
faire souvenir : τινός, de qqn ; τινά τινος, qqn de qch ; τι, rappeler qch;
Moy. μιμνῄσκομαι (f. μνήσομαι ou μνησθήσομαι, ao. ἐμνησάμην, plus souv. ἐμνήσθην ; pf. μέμνημαι, pqp. ἐμεμνήμην, f.ant. μεμνήσομαι);
1 intr. se mettre dans l’esprit, penser à, gén. ; avec l’inf. : μέμνηντο ἀλεξέμεναι φόνον IL ils songeaient à repousser la mort ; au pf. et au pqp. au sens du prés. et de l’impf. je me souviens, je me souvenais, gén. ou acc. ; ἀμφί τινι, περί τινος, se souvenir de qqn ou de qch ; avec l’inf. se souvenir de faire qch ; avec ὅτι, se souvenir que ; μέμνημαι ἀκούσας σου XÉN je me souviens de t’avoir entendu ; μέμνημαι καὶ τοῦτό σου λέγοντος XÉN je me souviens de t’avoir entendu dire cela aussi ; abs. ἐς ὃ ἐμέμνηντο THC de mémoire d’homme ; Αἰνείαo δ’ ἐπαῖξαι μεμνημένος ἵππων IL souviens-toi de te jeter sur les chevaux d’Énée;
2 tr. rappeler le souvenir de, faire mention de, gén. : πρός τινα περί τινός τι, rappeler qch à qqn au sujet de qch;
3 penser à, s’occuper de, prendre soin de, gén..
Étymologie: R. Μεν > Μνη, penser ; cf. lat. mens, memini, etc.

Greek Monolingual

μιμνήσκω (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω)
(μέσ.-παθ.) μιμνήσκομαι
α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)
β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρωπρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.)
γ) εντείνω την προσοχή μου, δίνω προσοχή
μσν.
1. καταλογίζω σε κάποιον
2. ονομάζομαι, αποκαλούμαι
αρχ.
1. θυμίζω, υπενθυμίζω («μή με κακῶν μίμνησκε», Θέογν.)
2. κάνω κάποιον ή κάτι αξιομνημόνευτο, ένδοξο («ἐν τῷ Θρασυδαῖος ἔμνασεv ἐστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλών» Πίνδ.)
3. μέσ. φροντίζω, επιμελούμαι («μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ρ. μιμνήσκω και μνῶμαι και τα παράγωγά τους ανάγονται στην αρχική δισύλλαβη μορφή meneә2- (με συνεσταλμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της μονοσύλλαβης ΙΕ ρίζας men- «σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου, σκοπεύω να κάνω κάτι», που εμφανίζεται στα: μένος, μέμονα, μαίνομαι και στο λατ. memini (βλ. λ. μένος). Η δισύλλαβη αυτή μορφή της ρίζας θεωρείται καθαρά ελληνική δημιουργία και απαντά σπάνια στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ο σιγματικός αόριστος της αρχ. ινδ. amnāsisuh «θυμήθηκαν» αντιστοιχεί στον αόρ. ἔμνησα, επίσης ο τ. mnāta- «μνήμων» στο ανθρωπωνύμιο Ἄμνατος, ενώ ο τ. mnāyate στον ενεστ. μνάομαι. Αρχικοί τ. του συστήματος αυτού θεωρούνται ο ενεστ. μνῶμαι (βλ. λ. μνώμαι), ο παρακμ. μέμνημαι και ο αόρ. -μνησ-α, από το θ. του οποίου σχηματίστηκαν πιθ. οι σιγμόληκτοι ρηματικοί και ονοματικοί τ. (πρβλ. -μνήσ-θην, -μνηστός, μνησ-τήρ, μνῆσ-τις, μνησ-τύς κ.λπ.). Ο ενεστ. μι-μνήσκω με ενεστ. διπλασιασμό μι- και θαμιστικό επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω και λατ. comminiscor) θεωρείται μεταγενέστερος. Το ρ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μνησι- σε σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πιθ. κατ' επίδραση του μνῆσις), πρβλ. μνησί-κακος, μνησι-πήμων, καθώς και σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων: Μνησίεργος (πρβλ. μυκην. Μanasiweko), Μνήσαρχος, Μνησίλεως, Μνησίμαχος, Μνησιπτόλεμος, και στα υποκορ. Μνησεύς, Μνησικός, Μνασώ. Επίσης εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μνᾶστος/-μνηστος (πρβλ. Αρίμνηστος, Άμνατος).
ΠΑΡ. μνεία, μνήμα, μνήμη, μνήμων
αρχ.
μνήστις
αρχ.-μσν.
μνηστός, μνήστωρ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μνησι-) μνησίκακος
αρχ.
μνησιδωρώ, μνησίθεος, μνησιπήμων, μνησιπονηρώ, μνησίτοκος
αρχ.-μσν.
μνησιστέφανος. (Β συνθετικό) υπομιμνήσκω
αρχ.
αναμιμνήσκω, επαναμιμνήσκω, παρυπομιμνήσκω, προαναμιμνήσκω, προμιμνήσκω, προσαναμιμνήσκω, προσυπομιμνήσκω, συναναμιμνήσκω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: remind (oneself), give heed, care for, make mention; usually -ομαι (-ῄσκω, Schwyzer 709f., Aeol. μιμναίσκω [Gramm.], μνήσκεται Anacr.); fut. μνήσω, -ομαι, aor. μνῆσαι (Dor. μνᾶσαι), -ασθαι, perf. midd. μέμνημαι (Dor. -μνα-, Aeol. -μναι-) with fut. μεμνήσομαι (all Il.), aor. pass. μνησθῆναι (δ 418, Aeol. μνασθῆναι) with fut. μνησθήσομαι (IA); pres. also μνάομαι, μνῶμαι, μνώοντο, μνωόμενος etc. (Il.), woo for ones bride, court (Od.) solicit (Hdt., Pi.), προμνάομαι court for (S., Pl., X.); cf. below.
Compounds: Often with prefix, esp. ὑπο-, ἀνα-, with παρ-, προσ-υπομιμνήσκω, ἐπ-, συν-, προ-αναμιμνήσκω.
Derivatives: 1. μνῆμα, Dor. Aeol. μνᾶμα n. memorial, monument, tomb (Il.) with μνημ-εῖον, Ion. -ήϊον, Dor. μναμ- id. (Dor., IA; cf. σῆμα : σημεῖον a.o., Chantraine Form. 61, Schwyzer 470), rare a. late -άτιον, -άδιον, -άφιον, -όριον (s. μεμόριον); μνηματίτης λόγος funeral oration (Choerob., Eust.; Redard 47); ὑπόμνημα remembrance, note (Att.) with -ματικός, -ματίζομαι -- 2. μνήμη, Dor. μνάμα f. remembrance, mention (Dor., IA; μνή-σ-μη Lycaonia); from this or from μνῆμα : μνημ-ήϊος as a remembrance (Phryg.), -ίσκομαι = μιμνήσκομαι (Pap.). -- 3. μνεία f. remembrance, mention (Att.), verbal noun < * μνα-ΐα as πεν-ία a.o. (cf. Chantraine Form. 81), hardly with Schwyzer 425 foll. Sandsjoe Adj. auf -αιος 75f. enlarged from a root noun *μνα. -- 4. μνῆστις (μνᾶσ-) f. remembrance, thought, renown (ν 280) with -σ- as in μνη-σ-θῆναι, μνη-σ-τύς etc.; rather after λῆστις (s. λανθάνω) than with Porzig Satzinhalte 196 the other way round. -- 5. ἀνά-, ὑπό-μνη-σις remembrance, admonition (Att.); also μνησι- as verbal 1. member e.g. in μνησι-κακέω remember the (suffered) wrong with -ία, -ος (IA). -- 6. μνηστύς, -ύος f. courting (Od.), later replaced by μνηστ-εία, -ευμα (s. μνηστεύω); attempt at semantic differentiation by Benveniste Noms d'agent 68f. -- 7. μνηστήρ (μνασ-), -τῆρος m. wooer (Od.; on μνηστήρ : μνηστύς Fraenkel Nom. ag. 1, 32 n. 2), also name of a month (μναστήρ, Messene; cf. Γαμη-λιών and Fraenkel 1, 162); adjectiv. remembering, reminding (Pi.; Fraenkel 1, 156 f.), f. μνήστειρα bride (AP, reminding (Pi.); μνῆστρον betrothal, marriage (Cod. Just.); προμνήστρ-ια (προ-μνάομαι) f. (woman) matchmaker (E., Ar., Pl.), -ίς id. (X.). -- 8. μνήστωρ mindful (A.); on μνήσ-τωρ, -τήρ Fraenkel 2, 12, Benveniste Noms d'agent 47. -- 9. μνηστή f. wood and won, wedded, memorable (Hom., A. R.) also worth remembering (Sammelb. 6138), πολυ-μνήστη (-ος) much wood (Od.), also mindful, remaining in memory (Emp., A.); but Ἄ-μνατος (Gortyn; Schwyzer 503); from this μνηστεύω (μνασ-) woo a wife (Od.), also canvass a job with μνήστευμα (E.), -εία (hell.) wooing. --10. μνήμων (μνά-), -ονος m. f., first from μνῆμα, but also directly associated with the verb, mindful (Od.), often as title of an office notary, registrator (Halic., Crete, Arist.), with μνημο-σύνη remembrance (Θ 181); cf. Wyss -σύνη 34; also as name of one of the Muses (h. Merc., Hes.); -συνον n. id. (Hdt., Th., Ar.); prob. poetical (Wyss 50); -ος for remembrance (LXX); besides Μναμόν-α (Ar. Lys. 1248; cf. on εὑφρόνη), Μνημ-ώ (Orph.) = Μνημοσύνη. Denominat. μνημον-εύω remember (IA) with μνημόνευ-σις, -μα etc. Adj. μνημον-ικός for remembrance, with good memory (Att.). -- 11. PN like Μνησεύς (Pl.; short name of Μνήσ-αρχος, Bosshardt 130), Μνασίλλει (Boeot.); Μνασέας; prob. hellenis. of Sem. Mǝnašše = Μανασση (Schulze Kl. Schr. 394 f.; cf. Bechtel Dial. 1, 414).
Origin: IE [Indo-European] [726] *mneh₂- mention
Etymology: The above paradigm, together with the nominal formations built on a general μνα-, is a purely Greek creation. The basis of the generalized system were of course one or a few verbal forms; as however the new system was already complete at the beginneing of Greek and the cognate languages present nothing that could be compared directly with the Greek forms, we can no more follow its creation. A monosyllabic IE *mnā- is found in class. Sanskrit, as in aor. a-mnā-siṣ-uḥ they mentioned, which typologically reminds of μνῆ-σ-αι, in the perf. act. ma-mnau (gramm.), prob. innovation to midd. ma-mn-e (cf. μέμονα) and not (with Brugmann Grundr.2 II: 3,441) to be connected with μέμνημαι; further in -mnā-ta- mentioned and mnā-ya-te is mentioned, with which agree on the one hand Ἄ-μνα-τος and - with secondary σ (Schwyzer 503) - μνη-σ-τή, on the other hand μνάομαι. But the last is undoubtedly analogically innovated after wellknown patterns to μνήσασθαι etc.; also the verbal adj. does not look archaic. The development of μιμνήσκω has been prob. about the same as with κικλήσκω (where however καλέ-σαι was retained) or with βιβρώσκω (s.v.), where also non-Greek agreements to βρω- are rare or doubtful. The general re-creation isolated μιμνήσκω both formally and semantically from the old μέμονα and even more from μαίνομαι. -- From μνάομαι remind, mention developed as courteous expression the meaning woo a woman, court; s. Benveniste Sprachgesch. u. Wortbed. 13 ff., where also against the connection with γυνή (Schwyzer 726 n. 1). Against Benveniste Ambrosini Rend. Acc. Lincei 8 : 10, 62ff. with new interpretation: to δάμνημι, ἀδμής; not convincing. -- Further rich lit. in WP. 2, 264ff., Pok. 726ff., W. -Hofmann s. meminī, Fraenkel Lit. et. Wb. s. miñti. Cf. μαίνομαι, μέμονα, μένος.

Middle Liddell

μέμνημαι is used in pres. sense like Lat. memini
A. In active, Causal of μνάομαι to remind, put one in mind, Od.; τινός of a thing, Hom., etc.
II. to recall to memory, make famous, Pind.
B. Mid. and Pass., to remind oneself of a thing, call to mind, remember, c. acc., Hom., etc.:— c. gen., ἀλκῆς μνήσασθαι to bethink one of one's strength, Hom., etc.; also, περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.
2. c. inf. to remember or be minded to do a thing, Il., Ar., etc.
3. c. part., μέμνημαι κλύων I remember hearing, Aesch.; μ. ἐλθών I remember having come, i. e. to have come, Eur.
4. absol., μεμνήσομαι I will bear in mind, not forget, Hom.; perf. part. ὧδέ τις μεμνημένος μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.
II. to remember a thing aloud, i. e. to mention, make mention of c. gen., Hom; περί τινος Hdt., etc; ὑπέρ τινος Dem.

Frisk Etymology German

μιμνήσκω: {mimnḗskō}
Forms: gew. -ομαι (-ῄσκω, Schwyzer 709f., äol. μιμναισκω [Gramm.], μνήσκεται Anakr.), Fut. μνήσω, -ομαι, Aor. μνῆσαι (dor. μνᾶσαι), -ασθαι, Perf. Med. μέμνημαι (dor. -μνα-, äol. -μναι-) mit Fut. μεμνήσομαι (alles seit Il.), Aor. Pass. μνησθῆναι (seit δ 418, äol. μνασθῆναι) mit Fut. μνησθήσομαι (ion. att.),
Grammar: v.
Meaning: ‘erinnern; sich erinnern, gedenken, für etwas sorgen, erwähnen’; Präs. auch μνάομαι, μνῶμαι, μνώοντο, μνωόμενος usw. sich erinnern, gedenken, sinnen (Il.), um eine Frau werben, freien (Od.) ‘um Herrschaft usw. werben’ (Hdt., Pi., auch sp. Prosa), προμνάομαι für einen werben (S., Pl., X. u.a.); vgl. unten.
Composita : oft mit Präfix, bes. ὑπο-, ἀνα-, wozu παρ-, προσυπομιμνήσκω, ἐπ-, συν-, προαναμιμνήσκω,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. μνῆμα, dor. äol. μνᾶμα n. Andenken, Denkmal, Grabmal (vorw. ep. poet. seit Il.) mit μνημεῖον, ion. -ήϊον, dor. μναμ- ib. (dor., ion. att.; vgl. σῆμα : σημεῖον u.a., Chantraine Form. 61, Schwyzer 470), vereinzelt u. spät -άτιον, -άδιον, -άφιον, -όριον (s. μεμόριον); μνηματίτης λόγος Denkrede (Choerob., Eust.; Redard 47); ὑπόμνημα Erinnerung, Denkschrift, Eingabe (att. usw.) mit -ματικός, -ματίζομαι u. a. — 2. μνήμη, dor. μνάμα f. Erinnerung, Gedächtnis, Erwähnung (dor., ion. att.; μνήσ-μη Lykaonien); davon od. von μνῆμα : μνημήϊος zum Andenken, zur Erinnerung (Phryg.), -ίσκομαι = μιμνήσκομαι (Pap.). — 3. μνεία f. Erinnerung, Erwähnung (att.), Verbalnomen aus * μνα- ΐα wie πενία u.a. (vgl. Chantraine Form. 81), kaum mit Schwyzer 425 nach Sandsjoe Adj. auf -αιος 75f. aus einem Wz.nomen *μνα erweitert. — 4. μνῆστις (μνᾶσ-) f. Erinnerung, Gedanke, Nachruhm (ep. poet. seit ν 280) mit -σ- wie in μνησ-θῆναι, μνησ-τύς usw.; eher danach λῆστις (s. λανθάνω) als mit Porzig Satzinhalte 196 umgekehrt. — 5. ἀνά-, ὑπόμνησις Erinnerung, Ermahnung (att.); außerdem μνησι- als verbales Vorderglied z.B. im μνησικακέω ‘des (erlittenen) Bösen eingedenk sein’ mit -ία, -ος (ion. att.). — 6. μνηστύς, -ύος f. das Freien, Werben (Od.), später durch μνηστεία, -ευμα ersetzt (s. μνηστεύω); Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d’agent 68f. — 7. μνηστήρ (μνασ-), -τῆρος m. Freier, Beweber (Od. u.a.; zu μνηστήρ : μνηστύς Fraenkel Nom. ag. 1, 32 A. 2), auch N. eines Monats (μναστήρ, Messene; vgl. Γαμηλιών und Fraenkel 1, 162); adjektivisch eingedenk, in Erinnerung bringend (Pi.; Fraenkel 1, 156 f.), f. μνήστειρα Braut (AP, in Erinnerung bringend (Pi.); μνῆστρον Trauung, Eheschließung (Cod. Just.); προμνήστρια (προμνάομαι) f. Freiwerberin, Ehestifterin (E., Ar., Pl.), -ίς ib. (X.). — 8. μνήστωρ eingedenk (A. in lyr.); zu μνήστωρ, -τήρ Fraenkel 2, 12, Benveniste Noms d’agent 47. — 9. μνηστή f. gefeit, vermählt, ehelich (Hom., A. R.) auch erinnerungswürdig (Mumienschild; Sammelb. 6138), πολυμνήστη (-ος) vielumworben (Od. u.a.), auch wohl eingedenk, in der Erinnerung haftend (Emp., A. u.a.); aber Ἄμνατος (Gortyn; Schwyzer 503); davon μνηστεύω (μνασ-) sich um eine Frau bewarben (seit Od.), auch sich um ein Amt bewerben mit μνήστευμα (E.), -εία (hell. u. sp.) das Freien, Werben. —10. μνήμων (μνά-), -ονος m. f., zunächst von μνῆμα, aber auch mit dem Verb direkt assoziiert, eingedenk (seit Od.), oft als Beamtentitel ‘Notar, Registrator o.ä.’ (Halik., Kreta, Arist. u.a.), mit μνημοσύνη Erinnerung, Gedächtnis (ep. poet. seit Θ 181); vgl. Wyss -σύνη 34; auch als N. einer der Musen (h. Merc., Hes. usw.); -συνον n. ib. (Hdt., Th., Ar. u.a.); wohl eig. dichterisch (Wyss 50); -ος zur Erinnerung (LXX); daneben Μναμόνα (Ar. Lys. 1248; vgl. zu εὐφρόνη), Μνημώ (Orph.) = Μνημοσύνη. Denominativum μνημονεύω ‘(sich) erinnern’ (ion. att.) mit μνημόνευσις, -μα usw. Adj. μνημονικός zur Erinnerung dienend, ein gutes Gedächtnis habend (att. usw.). — 11. PN wie Μνησεύς (Pl.; Kurzname von Μνήσαρχος, Bosshardt 130), Μνασίλλει (böot.); Μνασέας; wohl urspr. Hellenisierung von sem. Mənašše = Μανασση (Schulze Kl. Schr. 394 f.; vgl. noch Bechtel Dial. 1, 414).
Etymology : Das obige Paradigma, mitsamt den Nominalbildungen auf einem durchgehenden μνα- aufgebaut, ist eine rein griechische Schöpfung. Ausgangspunkt der durchgeführten Ausgleichung waren selbstverständlich eine oder wenige bestimmte Verbformen; da aber das neue System schon beim Beginn der griech. Überlieferung ausgebildet vorliegt und die verwandten Sprachen eigentlich nichts bieten, was mit den griech. Formen direkt vergleichbar wäre, läßt sich der allmähliche Aushau nicht mehr verfolgen. Ein einsilbiges idg. mnā- liegt indessen auch im. klass. Sanskrit vor, so im Aor. a-mnā-siṣ-uḥ sie erwähnten, das typologisch an μνῆσ-αι erinnert, im Perf. Akt. ma-mnau (Gramm.), wohl Neubildung zum. Med. ma-mn-e (vgl. μέμονα) und nicht (mit Brugmann Grundr.2 II: 3,441) mit μέμνημαι zu verbinden; ferner in -mnā-ta- erwähnt und mnā-ya-te wird erwähnt, womit sich tatsächlich einerseits Ἄμνατος und — mit sekundärem σ (Schwyzer 503) —μνησ-τή, anderseits μνάομαι formal decken. Letzteres ist aber zweifellos nach wohlbekannten Mustern zu μνήσασθαι usw. analogisch neugebildet; auch die Verbaladj. tragen kein altes Gepräge. Die Entwicklung bei μιμνήσκω ist wohl ungefähr dieselbe gewesen wie bei κικλήσκω (wo sich jedoch καλέσαι behauptet hat) oder bei βιβρώσκω (s.d.), wo ebenfalls außergriech. Entsprechungen zu βρω- selten oder sogar zweifelhaft sind. Die durchgreifende Neugestaltung hat μιμνήσκω von dem alten μέμονα und noch mehr von μαίνομαι nicht nur formal, sondern auch semantisch isoliert. — Aus μνάομαι in Erinnerung bringen, erwähnen hat sich als höfischer Ausdruck die Bed. um eine Frau werben, freien entwickelt; s. Benveniste Sprachgesch. u. Wortbed. 13 ff., wo auch gegen die Anknüpfung an γυνή (Schwyzer 726 A. 1 m. Lit.). Gegen Benveniste Ambrosini Rend. Acc. Lincei 8 : 10, 62ff. mit neuem Deutungsvorschlag : zu δάμνημι, ἀδμής; nicht überzeugend. — Weitere reiche Lit. bei WP. 2, 264ff., Pok. 726ff., W. -Hofmann s. meminī, Fraenkel Lit. et. Wb. s. miñti. Vgl. μαίνομαι, μέμονα, μένος.
Page 2,238-241