εἶμι

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\/" to "/")

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶμι Medium diacritics: εἶμι Low diacritics: είμι Capitals: ΕΙΜΙ
Transliteration A: eîmi Transliteration B: eimi Transliteration C: eimi Beta Code: ei)=mi

English (LSJ)

A2sg. εἶ S. Tr.83, Ar.Av.990, Ep. and Ion. εἶς Hes.Op. 208, εἶσθα Il. 10.450, Od.19.69; 3sg. εἶσι; pl. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι: imper. ἴθι (also εἶ in the compd. ἔξει Ar.Nu.633 acc. to Sch., but prob. indic.), 3pl. ἴτωσαν E.IT1480, Pl.Lg.765a, also ἴτων A.Eu.32, ἰόντων Th.4.118, etc.: subj. ἴω (εἴω Sophr.48); Ep. 2sg. ἴῃσθα Il.10.67; Ep. 3sg. ἴῃσι 9.701; Ep. pl. ἴομεν (for -ωμεν) 2.440: opt. ἴοιμι, οις, οι, 14.21, etc.; ἰοίην Sapph.159, IG4.760 (Troezen), X.Smp.4.16, (διεξ-) Isoc.5.98; Ep. ἰείη Il.19.209, cf. περι-ιεῖεν IG22.1126.18 (Amphict. Delph.), εἴη Il.24.139, Od.14.496, εἴηι GDI4986.7 (Crete): inf. ἰέναι, Ep. ἴμεναι (ι in Il.20.365) or ἴμεν, also ἰέμεν Archyt. ap. Stob.3.1.106 (dub. l.), ἴναι [ῐ] Orac. ap. Str.9.2.23, (ἐξ-) Machoap.Ath.13.580c, cf. EM467.18 (προσ-εῖναι dub. in Hes. Op.353): part. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν: impf. ᾔειν, ᾔεις (δι-ῄεισθα Pl.Ti.26c, ἐπεξ-ῄεισθα Euthphr.4b), ᾔει or -ειν Id.Ti. 38c, Criti.117e; Ep. and Ion. ἤϊα, 3sg. ἤϊε (-εν), contr. ᾖε Od.18.257; dual ᾔτην Pl.Euthd.294d; 1 and 2pl., ᾖμεν, ᾖτε; 3pl., Ep. and Ion. ἤϊσαν, Ep. also ἴσαν, Att. ᾖσαν (μετ-) Ar.Eq.605, cf. Fr.161, (ἐπ-) Od.19.445, later ᾔεσαν (εἰσ-) Arist.Ath.32.1, etc.; also 3sg. ἴε Il.2.872, al.; Ep. 1pl. ᾔομεν Od.10.251, al., 3dual ἴτην Il.1.347; 3pl. ἤϊον Od.23.370:—Med. pres. and impf. ἴεμαι, ἰέμην are mere mistakes for ἵεμαι, ἱέμην (from ἵημι), cf. S.OT1242, E.Supp.698:—for fut. εἴσομαι and aor. Med. εἰσάμην, in 3sg. εἴσατο, ἐείσατο, 3dual ἐεισάσθην, v. εἴσομαι ΙΙ.—The ind. εἶμι usually has pres. sense in Hom. (fut., Il.1.426, 18.280), but in Ion. Prose and Att. it serves as fut. to ἔρχομαι (q. v.), I shall go, shall come: the pres. sense is sometimes found in Poetry, prov. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι (cf. Pl.Smp.174b), cf. Theoc.25.90, also in compds. (προς-) A.Eu.242, (ἐπ-) Th.4.61, (συν-) Str.3.2.2. [ῐ- in all tenses, exc. in Ep. Subj. ἴομεν for ἴωμεν at the beginning of a verse]:—come or go, the special senses being given by the context, οἴκαδ' ἴμεν go home, Il.17.155; τάχ' εἶσθα θύραζε Od.19.69, etc.; come, οὐδέ μιν οἴω νῦν ἰέναι Il.17.710, etc.; go, depart, Od.2.367; ὑπὸ τεῖχος ἰόντας Il.12.264. II c.acc., 1 c. acc. loci, go to or into, Od.1.176, 18.194, S.OT637. 2 c. acc. cogn., ὁδὸν ἰέναι go a road, Od.10.103; so τὴν ὀρεινήν (sc. ὁδόν) X.Cyr. 2.4.22: metaph., ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Th.3.64. 3 go through or over, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, of the sun, Hdt.2.25, cf. 26: in Hom., freq. c. gen., ἰὼν πεδίοιο going across the plain, Il.5.597. III c. inf. aor., ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Od.14.496.—On the Homeric βῆ δ' ἴμεν, etc., v. βαίνω. 2 c. part. fut., Ἑλένην καλέουσ' ἴε went to call her, Il.3.383, cf. 14.200, Od.15.213; ἤϊα λέξων I was going to tell, Hdt.4.82; ἴτω θύσων Pl.Lg.909d; εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴῃ Luc. Hist.Conscr.39. IV also of other motions besides walking or running, as of going in a ship, esp. ἐπὶ νηὸς ἰέναι Od.2.332, etc.; of the flight of bees, Il.2.87. 2 of the motion of things, [πέλεκυς] εἶσιν διὰ δουρός the axe goes through the beam, 3.61; of clouds or vapour, 4.278; of the stars, 22.317; of time, ἔτος εἶσι the year will pass, Od. 2.89; φάτις εἶσι the report goes, 23.362; χρόνος… ἰὼν πόρσω Pi.O.10 (ΙΙ).55; ἴτω κλαγγά, βοά, S.Tr.208 (lyr.), Ar.Av.857 (lyr.); ἡ μοῖρ' ὅποιπερ εἶσ' ἴτω S.OT1458, cf.Pl.Ap.19a. V metaph. usages, ἰέναι ἐς λόγους τινί to enter on a conference with... Th.3.80, etc.; ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν, Id.1.78, 5.30; ἰέναι ἐς χεῖρας to come to blows, Id.2.3, 81; ἰέναι ἐς τὰ παραγγελλόμενα to obey orders, Id.1.121; διὰ δίκης ἰὼν πατρί S.Ant.742; ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, etc., v. διά A.IV.b. VI imper. ἴθι (with or without δή) come now! mostly folld. by 2sg. imper., ἴ. ἐξήγεο Hdt.3.72; ἴθ' ἐγκόνει, ἴθ' ἐκκάλυψον, S.Aj.988, 1003; ἴ. πέραινε Ar.Ra.1170; in full, ἴ. καὶ πειρῶ go and try, Hdt.8.57: with 1pl., ἴ. οὖν ἐπισκεψώμεθα X.Mem.1.6.4, cf. Pl. Prt.332d; ἴτε δὴ ἀκούσωμεν Id.Lg.797d: 2dual, ἴθι δὴ παρίστασθον Ar.Ra.1378: also 2pl., ἴτε νεύσατε S.OC248, cf. OT1413. 2 ἴτω let it pass, well then, Id.Ph.120, E.Med.798. VII part. added to Verbs, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρ' ἰών let him go and think... S.Ant.768, cf. OC1393, Aj.304; βακχεύσεις ἰών E.Ba.343.—Cf. ἴσκω.

German (Pape)

[Seite 732] gehen; Wurzel Ἰ; inf. ἰέναι, part. ἰών; außer praes. noch impf. ᾔειν, ep. u. ion. ἤϊα, att. ᾖα. Dazu med. praes. u. impf. ἴεμαι u. ἰέμην, adj. verb. ἰτός, ἰτέος u. ἰτητέος, s. unten. Von den dialectischen Abweichungen sind zu bemerken: εἶσθα = εἶς, Il. 10, 450 Od. 19, 69; ἶσι = ἴασι, Theogn. 716; inf. ἴμεν u. ἴμεναι, Hom.; εἴη = ἴοι, Il. 24, 139 Od. 14, 496; auch ἰείη, Il. 19, 209; conj. ἴῃσθα, 10, 67; impf. ᾖε, ᾔομεν u. 3. Pers. ἤιον, Od. 10, 251. 23, 370; auch ἴε, ἴτην, ἤϊσαν, Il. 10, 197; Her.; – fut. Hom. εἴσομαι, Od. 15, 213 Il. 24, 462, aor. εἰσάμην, ἐεισάμην, 15, 544. 12, 118, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148. – Im praes. indicat. bei den Att. = ich werde gehen, oft auch bei Hom. u. A.; Verbindungen wie εἶμι καὶ πειράσομαι Aesch. Prom. 325, ἴμεν καὶ συνθάψομεν Spt. 1060, stehen in der Mitte; 355. 682 ist es praes.; inf. u. partic. haben beide Bdtgn; dem Zusammenhange nach durch weggehen, fortgehen, herankommen, vorübergehen, zurückgehen, zurückkehren zu übersetzen, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93; ἰέναι εἰς Ἀΐδαο, in den Hades hinabgehen, sterben, Hom. u. A.; ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν, zurückkehren, Plat. Theaet. 177 c; in Vrbdg mit ἐπὶ νεώς, ἐφ' ἵππων, zu Schiffe gehen, fahren, reiten. – Ὁδὸν ἰέναι, einen Weg gehen, Od. 10, 103 u. Folgde; τὴν αὐτὴν ὁδόν Plat. Legg. VII, 821 b; ohne ὁδόν, τὴν μακροτέραν, τὴν αὐτήν, Polit. 265 b Rep. VIII, 343 c; ἴθι τὴν ὀρεινήν Xen. Cyr. 2, 4, 22; übertr., μετ' Ἀθηναίων ἄδικον ὁδὸν ἰόντων ἐχωρήσατε Thuc. 3, 64. Aehnl. ὁ ἥλιος ἰὼν τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, die Mitte des Himmels durchwandernd, Her. 2, 25; ἤϊε τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης ib. 26; von den Planeten, τοὺς ἰσόδρομον ἡλίῳ κύκλον ἰόντας Plat. Tim. 38 d. Bei Hom. u. a. D. steht der Ort, wohin man geht, im acc.; vgl. Pind. Ol. 14, 21; Soph. O. R. 637. Der gen. bedeutet den Ort, durch welchen man hingeht, ἰὼν πεδίοιο, durchs Gefilde hin, Il. 5, 597; χροὸς εἴσατο, er ging durch die Haut, 13, 191. – Sonst mit εἰς, auch εἰς συμμαχίαν, εἰς λόγους ἰέναι, dem Bündniß beitreten, zu Unterhandlungen schreiten; mit ἐπί τινα, feindlich auf Jemanden losgehen; διὰ φιλίας ἰέναι u. ähnl. s. unter διά; u. so vgl. auch die anderen Präpositionen, die den Begriff von ἰέναι modificiren. – Mit dem partic. fut. drückt es auch aus »sich anschicken Etwas zu thun«, ἤϊε αἰνέων, er hob an zu laben, Her. 1, 122; ὅπερ ᾖα ἐρῶν Plat. Theaet. 180 c; τίς εἶσι κακουργήσων Tim. 17 d; auch c. inf. fut., Il. 15, 544, aor., Od. 14, 496. – Von leblosen Dingen: Odyss. 2, 89 ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ' εἶσι τέταρτον, schon ist es das dritte Jahr, d. h. das dritte volle Jahr, drei Jahre sind schon vorbei, und bald wird das vierte vergehen (δίεισι) oder weggehen, Abschied nehmen (ἄπεισι), bei welcher Erklärung die Stelle nicht in Widerspruch steht mit vs. 106 ἃς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς· ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι. An letzterer Stelle gab es schon im Alterthum eine Lesart ἃς δίετες μὲν ἔληθε δόλῳ – ἀλλ' ὅτε δὴ τρίτον ἦλθεν ἔτος; bei dieser Lesart heißt vs. 89 »das laufende, gegenwärtige Jahr ist das dritte, und bald wird das vierte herankommen«. Aristarch verwarf diese Erklärung mit der Lesart δίετες – δὴ τρίτον vs. 106, schrieb vielmehr τρίετες – τέτρατον und erklärte vs. 89 εἶσι = δίεισι, s. Scholl. Aristonic. vss. 89. 107 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93. – Iliad. 3, 61 πέλεκυς ἀτειρής, ὅς τ' εἶσιν διὰ δουρὸς ὑπ' ἀνέρος; von Wolken, Sturm, Rauch, 4, 278. 13, 796. 21, 522; φάτις Od. 23, 262; θόρυβος Xen. An. 1, 8, 16; τοῦτο μὲν ἴτω, ὅπη τῷ θεῷ φίλον, es mag so gehen. Plat. Apol. 19 a; vgl. Soph. O. R. 1458; πρόσοδοι Thuc. 1, 4. – Der imperat. ἴθι steht oft adverbial, wie ἄγε, wohlan; ἴθι, ἱκοῦ Aesch. Pers. 649; ἴθι δὴ ἀναλογισώμεθα Plat. Prot. 332 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἶμι: (πορεύομαι)· β΄ ἑνικ. εἶ Σοφ. Τρ. 83. Ἀριστοφ. Ὄρν. 990, Ἐπ. καὶ Ἰων. εἷς Ἣσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 208· εἶσθα Ἰλ. Κ. 450, Ὀδ. Μ. 69, γ΄ ἑνικ. εἶσι· πλ. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι, ἶσι ἢ εἶσι Θέογν. 716: - προστακτ. ἴθι (ὡσαύτως εἶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἔξει Ἀριστοφ. Νεφ. 633), γ΄ πληθ. ἴτωσαν Εὐρ., κλ. σπανίως ἴτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 32, ἰόντων Θουκ. 4. 118, κτλ.: - Ὑποτακτ. ἴω (εἴω παρὰ Σώφρονι ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 121. 30)· β΄ ἑνικ. Ἐπ. ἴῃσθα Ἰλ. Κ. 67· γ΄ Ἐπ. ἴῃσι Ι. 701 (697)· πλ. Ἐπ. ἴομεν (ἀντὶ -ωμεν) Β. 440: - Εὐκτ. ἴοιμι Ἰλ., Ἀττ. ἰοίην Ξεν. Συμπ. 4. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 102Α· Ἐπ. ἰείη Ἰλ. Τ. 209, ἢ εἴη Ω. 139, Ὀδ. Ξ. 496: - ἀπαρ. ἰέναι, Ἐπ. ἴμεναι ἢ ἴμεν, ὡσαύτως ἴμμεναι Ἰλ. Υ. 365, καὶ ἴναι ῐ Χρησμ. παρὰ Στράβ. 408, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C, πρβλ. Μέγ. Ἐτυμ. 467. 19 (τὸ εἶναι ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθόν)· - μετοχ. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν. - Παρατ. ᾔειν, ᾔεις (ᾔεισθα Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Τίμ. 26C), ᾔει ἢ ᾔειν (αὐτόθι 38C, Κριτί. 117Ε)· Ἐπ. καὶ Ἰων. ἤϊα, γ΄ ἑνικ. ἤϊε (-εν), συνῃρ. ᾖε Ἰλ.· δυϊκ. ᾔτην Πλάτ. Εὐθύδ. 294D· πληθ. α΄ καὶ β΄ ᾖμεν, ᾖτε, (οὐχὶ ᾔειμην, ᾔειτε)· γ΄ πληθ. Ἐπ. καὶ Ἰων. ἤϊσαν, Ἐπ. ὡσαύτως ἴσαν, Ἀττ. ᾖσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605. Ἀποσπ. 216, πρβλ. Ὀδ. Τ, 445 (ὁ τύπος ᾔεσαν εἶναι πιθανῶς μεταγενέστερος, πλεῖστοι δὲ ἐκδόται ἀπορρίπτουσιν αὐτόν, ἀλλ’ ἴδε Veitch): - εὑρίσκομεν ὡσαύτως γ΄ ἑνικ. ἴεν, ἴε Ὅμ., ὡσαύτως Ἐπ. α΄ πληθ. ᾔομεν, γ΄ δυϊκ. ἴτην· γ΄ πληθ. ἤϊον. - Ρημ. ἐπίθ. ἰτός, ἰτέος, καὶ ἰτητός, ἰτητέος. Περὶ τοῦ ὅλου σχηματισμοῦ τοῦ ῥήματος ἴδε τὰς γραμματικάς. - Μνημονεύονται ὡσαύτως μέσος τις ἐνεστ. καὶ παρατατ. ἴεμαι, ἰέμην, ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἡμαρτημέναι γραφαὶ ἀντὶ ἵεμαι, ἱέμην (ἐκ τοῦ ἵημι), καὶ ὁ Wolf ἀείποτε γράφει παρ’ Ὁμ. ἱέμενος, πρβλ. Elmsl. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1242, L. Dind. ἐν Ἱκ. 699. - Ἐν τέλει ὁ Ὅμηρος ἔχει Ἐπικόν τινα μέλλοντα εἴσομαι, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σπεύδειν, Ἰλ. Ω. 462, Ὀδ. Ο. 213· καὶ ἔκ τινος μέσ. ἀορ. εἰσάμην, τὸ γ΄ ἑνικ. εἴσατο, ἐείσατο, γ΄ δυϊκ. ἐεισάσθην Ἰλ. Ο. 415, 544. - Περὶ τοῦ ἐνεστῶτος εἶμι πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Ὅμ. τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται αὐτὸν μετὰ σημασίας ἐνεστῶτος, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ λόγῳ χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ ἔρχομαι· τὸ δὲ ἐλεύσομαι σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι: (ἴδε ἐξαιρέσεις τινὰς ἀναφερομένας ἐν Ἑρμάννου Opusc. 2. 326)· καὶ ὅτι μόνον παρὰ μεταγεν. οἷον Παυσ. καὶ Πλουτάρχῳ ἐπανέρχεται εἰς τὴν τοῦ ἐνεστῶτος σημασίαν. ῐ πανταχοῦ, πλὴν ἐν τῇ Ἐπ. ὑποτακτ. ἴομεν ἀντὶ ἴωμεν ἐν ἀρχῇ στίχου· - ὁ μέσος τύπος ἰέμενος ἔχει ῑ, ὅθεν ἢ ἔπρεπε νὰ γράφηται ἱέμενος (ἐκ τοῦ ἵημι), ἢ νὰ θεωρηθῇ ὡς ἰσοδύναμος πρὸς ἐκεῖνον τύπος ψιλούμενος Ἰωνικῶς. (Ἐκ τῆς √Ι (πρβλ. πληθ. ἴμεν), ἐξ ἧς καὶ ἴτης, ἰταμός, οἶμος, οἰμή, οἶτος· πρβλ. Σανσκρ. i, êmi, πληθ. imas (eo πληθ. imus), itis (iter πορεία), êmas (ὁδός)· Λατ. i-re· Γοτθ. iddja). Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω (ἴδε ἔρχομαι): - αἱ σημασίαι ἔρχομαιὑπάγω ἐξαρτῶνται ἐκ τῶν μορίων ἢ τῶν λέξεων μεθ’ ὧν συντάσσεται, οἷον, ἰέναι δεῦρο, εἴσω, θύραζε, κεῖσε, οἴκαδε κτλ.· πάλιν ἰέναι, ὑποστρέφειν, κτλ.· συχνάκις μετὰ συνυπαρχούσης ἐννοίας ἐχθρότητος ἢ ἐπιθέσεως, συχνάκις μετὰ τῶν μορίων ἄντα, πρός, ἐπί, Ὅμ.· ὡσαύτως, ὑπάγω, ἀπέρχομαι, Ὀδ. Β. 89, 367. ΙΙ. μετ’ αἰτ., 1) μετ’ αἰτιατ. τόπου, εἰσέρχομαι, ὑπάγω εἰς..., ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ Ὀδ. Α. 176· εὖτ’ ἂν ἴῃ Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα Σ. 194, Σοφ. Ο. Τ. 637. 2) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ὁδὸν ἰέναι Ὀδ. Κ. 103· μεταφ., ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Θουκ. 3. 64. 3) διέρχομαι, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25, πρβλ. 26· τὴν ὀρεινὴν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22· - τοῦτο παρ’ Ὁμ. ἐκφέρεται διὰ τῆς γενικῆς, ἰὼν πεδίοιο, πορευόμενος διὰ τῆς πεδιάδος (πρβλ. ἀτύζομαι) Ἰλ. Ε. 597· χροὸς εἴσατο, «διὰ τοῦ χρωτὸς διῆλθε» (Σχόλ.), Ν. 191. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., ἐεισάσθην... συλήσειν, ὥρμησαν... ὅπως συλήσωσιν, Ο. 544· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ, ἀλλά τις πορεύοιτο, κτλ., Ὀδ. Ξ. 496. - Περὶ τοῦ Ὁμηρ. βῆ δ’ ἴμεν, κτλ., ἴδε ἐν λ. βαίνω. 2) μετὰ μετοχ. μέλλ., Ἑλένην καλέουσ’ ἴε, ἐπορεύθη ὅπως καλέσῃ τὴν Ἑλένην, Ἰλ. Γ. 383, πρβλ. Ξ. 200, Ὀδ. Ο. 213· ἤϊα λέξων, ἔμελλον νὰ εἴπω, Ἡρόδ. 4. 82· ἴτω θύσων Πλάτ. Νόμ. 909D· ὡς τὸ Γαλλ. aller μετ’ ἀπαρεμφ. IV. ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων κινήσεων, πλὴν τῆς τοῦ βαδίζειν ἢ τρέχειν, οἷον πορεύεσθαι ἐπὶ νεώς, ἐπὶ νηὸς ἰέναι, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς πτήσεως τῶν πτηνῶν, Ὀδ. Χ. 304· ἐπὶ μυιῶν, Ἰλ. Β. 87. 2) ἐπὶ τῆς κινήσεως πράγματός τινος, οἷον πέλεκυς εἶσι διὰ δουρός, ὁ πέλεκυς διέρχεται διὰ..., Ἰλ. Γ. 61· ἐπὶ νέφους, φαίνετ’ ἰὸν κατὰ πόντον Δ. 278· ἐπὶ τῶν ἀστέρων, οἷος δ’ ἀστὴρ εἶσι μετ’ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ ἕσπερος Χ. 317· ἐπὶ τοῦ χρόνου, ἔτος εἶσι, θὰ παρέλθῃ, Ὀδ. Β. 89, πρβλ. 106 κἑξ.· φάτις εἶσι, φήμη διαδοθήσεται, Ψ. 362· χρόνος... ἰὼν πόρσω Πίνδ. Ο. 10 (11). 68· ἴτω κλαγγά, βοὰ Σοφ. Τρ. 208, Ἀριστοφ. Ὄρν. 857· ἡ μοῖρ’, ὅποιπερ, εἶσ’, ἴτω Σοφ. Ο. Τ. 1458, κτλ. V. μεταφορικαὶ χρήσεις, ἰέναι ἐς λόγους τινί, κοινολογεῖσθαί τινι, Θουκ. 3. 80, κτλ.· ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 1. 78., 5. 30· ἰέναι ἐς χεῖρας, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, συγκρούεσθαι, ὁ αὐτ. 2. 3, 81· ἰέναι ἐς τὰ παραγγελόμενα, ὑπακούειν εἰς τὰ κελευόμενα, ὁ αὐτ. 1. 121· ἰέναι διὰ δίκης πατρὶ Σοφ. Ἀντ. 742· ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, κτλ.· ἴδε διὰ Α. IV. VI. ἡ προστακτικὴ ἴθι (μετὰ τοῦ δὴ ἢ ἄνευ αὐτοῦ) κεῖται ὡς τὸ ἄγε, Λατ. age, ἐμπρὸς λοιπόν, τὸ πλεῖστον παρακολουθουμένη διὰ τοῦ β΄ ἑνικ. προστακτικῆς, ἴθι ἐξήγεο Ἡρόδ. 3. 72· ἴθ’ ἐγκόνει, ἴθ’ ἐκκάλυψον, Σοφ. Αἴ. 988, 1003· ἴθι πέραινε, ἴθι δὴ λέξον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1170, Ξεν., κτλ.· πλῆρες, ἴθι καὶ πειρῶ, ὕπαγε καὶ δοκίμασον, Ἡρόδ. 8. 57. ― ὡσαύτως μετὰ α΄ πληθ., ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 4, κτλ.· μετὰ β΄ δυϊκ., ἴθι νῦν παρίστασθον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1378· ― οὕτω τὸ β΄ πληθ., ἴτε νεύσατε Σοφ. Ο. Κ. 248, πρβλ. Ο. Τ. 1413· ἴτε δὴ... ἀκούσωμεν Πλάτ. Νόμ. 797D. 2) ἴτω, «πάει καλά, ἂς γείνῃ ὅ,τι θέλῃ», Σοφ. Φ. 120, Εὐρ. Μηδ. 798. VII. παρὰ τραγικοῖς προστίθεται ἡ μετοχὴ τοῦ ῥήματος τούτου εἰς ἄλλα ῥήματα, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ’ ἄνδρ’ ἰών. ἂς ὑπάγῃ νὰ φρονῇ..., Σοφ. Ἀντ. 768, πρβλ. Ο. Κ. 1393, Αἴ. 304.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ἰέναι ; impf. ᾔειν, ion. ἤϊα, att. ᾖα;
le prés. ind. εἶμι a d’ord. dans Hom. la valeur d’un prés., mais en prose ion. et en att. il est presque touj. employé comme f. de ἔρχομαι ; dans les écrivains réc., Pausanias, Plutarque, etc., on le retrouve avec la valeur d’un prés.
I. aller en gén.
1 aller vers ou dans : ἡμέτερον δῶ OD dans notre demeure ; χορὸν Χαρίτων OD entrer dans le chœur des Grâces ; ὁδὸν ἰέναι OD faire un trajet ; sans ὁδόν : ἰέναι τὴν ὀρεινήν XÉN aller par le chemin de la montagne ; fig. ἄδικον ὁδὸν ἰέναι THC prendre la voie de l’injustice;
-- avec l’acc. ou le gén. du lieu par où l’on passe : ἰὼν πεδίοιο IL allant à travers la plaine ; ἰέναι ἀγρούς OD aller à travers les champs;
-- avec une prép. : ἐπὶ νηὸς ἰέναι OD aller sur un navire, s’embarquer ; ἰέναι εἰς Ἀΐδαο ὑπὸ γαῖαν IL descendre sous la terre, dans la demeure d’Hadès, càd mourir ; fig. en parl. de la marche du temps, de la destinée, des événements τοῦτο μὲν ἴτω ὅπη τῷ θεῷ φίλον PLAT que cela aille comme il plaira à la divinité ; ἰόντα φόνον SOPH litt. le meurtre qui va venir, càd qui se prépare;
2 L’impér. (2ᵉ sg. ἴθι et 2ᵉ pl. ἴτε) s’emploie au sens d’une interj. va ! allons ! ἴθ’ ἴθ’ ἱκοῦ ESCHL allons ! viens ; ἴθι ἐξήγεο HDT allons ! raconte (toi-même comment, etc.) ; -- p. ext. avec une 1ᵉ pers. pl. ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα XÉN allons ! examinons ; ἴτε avec une 2ᵉ pers. pl. : ἴτ’ ἀξιώσατ’ ἀνδρὸς ἀθλίου θιγεῖν SOPH venez, daignez toucher un malheureux;
II. abs. s’en aller, partir;
Moy. épq. (f. εἴσομαι ; ao. 3ᵉ sg. ἐείσατο et εἴσατο, 3ᵉ duel ἐεισάσθην);
1 venir : οὔ πη χροὸς εἴσατο IL (la javeline) n’arriva pas jusqu’à sa peau ; ἐεισάσθην συλήσειν IL tous deux allèrent pour dépouiller (le mort);
2 s’élancer, se précipiter, se hâter.
Étymologie: R. I, aller ; cf. lat. iter, etc.

English (Autenrieth)

2 sing. εἶσθα, subj. ἴησθα, ἴῃς, ἴῃσι, ι<<><>>ομεν, ἴωσι, opt. ἴοι, ἰείη, inf. ἴ(μ)μεν(αι), ipf. ἤιον, ἤια, ἤιες, ἴες, ἤιεν, ἦε, ἴε, ᾔομεν, ἤισαν, ἴσαν, ἤιον, fut. εἴσομαι, aor. mid. (ἐ)είσατο: go, the pres. w. fut. signif., but sometimes w. pres. signif., especially in comparisons, e. g. Il. 2.87. The mid. form peculiar to Homer has no peculiar meaning, Ἕκτωρ ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο, went to meet Ajax, Il. 15.415.

English (Slater)

εἶμι (εἶμι coni.,
   1 εἶσιν, εἶσ; [[[ἴθι]] (O. 14.21) ], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)
   a of living things. Οὔλυμπόνδ' ἰὼν (O. 3.36) μετὰ στέφανον ἰών (O. 4.23) ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν (O. 6.38) “ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” (O. 6.63) ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) (P. 2.80) τάχα δεὐθὺς ἰὼν (P. 4.83) μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν (P. 10.29) Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν (P. 11.3) ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) (N. 7.94) τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.3) μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Pae. 7.12) τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc., ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (P. 11.39)
   b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (Χρόνος) (O. 10.55) “ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” (P. 4.163) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (I. 8.41) met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course (P. 8.33)

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. 2a sg. εἶσθα Il.10.450, Od.19.69, εἶς Hes.Op.208, 3a sg. εἶτι SEG 9.72.57 (Cirene IV a.C.), imperat. 3a sg. εἴτω Hsch., 3a plu. ἴτων A.Eu.32, ἴτωσαν E.IT 1480, Pl.Lg.765a, panf. ἴοδυ (dud. si por ἰόντων o ὄντων) IPamph.3.19 (IV a.C.), subj. 1a sg. ἐίω Sophr.47, Hsch., 2a sg. ἴῃσθα Il.10.67, 3a sg. ἴῃσιν Il.9.701, cret. εἴɛ̄ι ICr.4.81.7 (Gortina V a.C.), beoc. ἴει IG 7.207.8 (Egostena III a.C.), 1a plu. ἴομεν Il.2.440, Sol.2.7, opt. 1a sg. ἰοίην Sapph.182, X.Symp.4.16, 3a sg. ἰείη Il.19.209, ἰοίɛ̄{ι} IG 4.760 (Trecén V a.C.), inf. ἴμεν Il.1.170, B.19.12, Mosch.4.26, Ps.Archyt.Pyth.Hell.41.16, Opp.C.2.87, ἴμεναι Il.20.32, ἴναι Orác. en Str.9.2.23, tard. v. med. ἴεσθαι Cyr.Al.M.69.377C, part. sg. nom. fem. [ἰο] ῖσα Alcm.3.80, ἴεσσα Hsch., plu. nom. masc. i-jo-te (ἰόντες) DMic.; impf. 1a sg. ἤια Od.4.427, Hdt.4.82, 3a sg. ἤιε Il.1.47, Hdt.2.26, ᾖε Od.18.257, ἴε Il.2.872, 3.383, ᾔειν Pl.Ti.38c, Criti.117e, ἔιε ICr.4.72.2.47 (Gortina V a.C.), 1a plu. ᾔομεν Od.10.251, 3a plu. ἴσαν Il.1.494, Od.1.176, ἤισαν Il.10.197, ἤϊον Od.23.370, 24.501, 3a du. ἴτην Il.1.347, ᾔτην Pl.Euthd.294d]
I 1ir gener., sin indic. de direcc.: c. dif. compl. de lugar en giro prep. ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηός yendo sobre la cóncava nave, Od.2.332, ὑπὲρ αὐτάων βαθὺν ἠέρα τέμνον ἰόντες h.Cer.383, κατὰ γαῖαν ἴμεν Opp.l.c., οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ' ἀστράσι Il.22.317, ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν Od.2.364, δι' Ἐρχομενοῦ εἱλιγμένος εἶσι δράκων ὥς recorre Orcómeno formando curvas como una serpiente de un río, Hes.Fr.70.23, διαβάντι δὲ τοὺς λιμένας ... τρεῖς ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς θαλάττης ᾔειν ἐν κύκλῳ τεῖχος según se pasan los tres puertos, iba en círculo una muralla que partía del mar Pl.Criti.117e, ὅπως μὴ διὰ τῶν ὁδῶν φανεροὶ ὦσιν ἰόντες Th.2.3, διὰ τῶν βαθυτέρων τῆς γῆς ἰόντος del sol, Cleom.1.4.206, πέλεκυς ... ὅς τ' εἶσιν διὰ δουρός hacha que penetra en la madera, Il.3.61, c. gen. ἰὼν πολέος πεδίοιο yendo por un gran llano, Il.5.597, c. part. ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων ... πέτρης ἐκ γλαφυρῆς ... ἐρχομενάων como van los apretados enjambres de abejas saliendo de la oquedad de una roca, Il.2.87, c. adv. ἐγγὺς ἰών acercándose Tyrt.7.29, ἆσσον ἴμεν Mosch.l.c.
fig., de la palabra extenderse φάτις εἶσιν ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι tan pronto amanezca se extenderá la noticia, Od.23.362.
2 expr. la dirección ‘hacia’ ir a, dirigirse a c. adv., giro prep. o ac. de direcc. οἴκαδ' ἴμεν Il.1.170, 17.155, νῦν δ' εἶμι Φθίηνδ' Il.1.169, ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ Hes.Th.68, cf. Il.1.494, ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα LXX Pr.6.6, ἴομεν ἐς Σαλαμῖνα μαχησόμενοι vayamos a Salamina a luchar Sol.l.c., ᾔεσσαν εἰς ἀγορήν Xenoph.3.3, εἰς πάσας τὰς πόλεις ἰέναι D.S.11.2, c. part. de fut. αὐτὴ ... Ἑλένην καλέουσ' ἴε y ella fue a llamar a Helena, Il.3.383, εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης, Ὠκεανόν τε Il.14.200, εἶμι δὴ πρὸς Σέξτον τὸν φιλόσοφον μαθησόμενος, ἃ οὔπω οἶδα me dirijo a casa del filósofo Sexto para aprender lo que todavía no sé Philostr.VS 557, c. ac. de direcc. εὖτ' ἂν ἴῃ Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα Od.18.194, frec. c. valor de fut. ἢ τάχα καὶ δαλῷ βεβλημένος εἶσθα θύραζε o pronto te irás fuera golpeado con un tizón, Od.19.69, cf. Il.1.426, ὕστερον εἶσθα θοὰς ἐπὶ νῆας Il.10.450, cf. 18.280, πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς ... ἴτον irán desde la tierra hasta el Olimpo Hes.Op.199, ἐπὶ δαῖτας ἴασιν irán al banquete Pl.Smp.174b, ἐπ' ἄλλην πόλιν ἴασιν Lys.2.22, ἐπὶ τὸ σᾶμα εἶτι SEG 9.72.57 (Cirene IV a.C.), εἶμι δ' ἐς αὐγὰς ἠελίου ascenderé hacia los rayos del sol A.R.4.1744, οὐκ εἶ σύ τ' οἴκους ...; ¿no irás tú al palacio? S.OT 637
c. dat. ὅτι νόστιμος εἶμι τοκῆι porque regresaré al padre Nonn.Par.Eu.Io.16.10.
3 c. ac. int. recorrer οἱ δ' ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν y ellos tras desembarcar recorrían un camino llano, Od.10.103, πρέπει σε φερτάταν ἴμεν ὁδόν B.19.12, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν Pi.P.11.39, (ὁ ἥλιος) ἰὼν τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ Hdt.2.25, cf. 26, ἴθι τὴν ὀρεινήν recorre el camino de la montaña X.Cyr.2.4.22, πάντα δ' ὁδὸν μίαν εἶσι todas las cosas recorren un único camino Opp.H.1.420
fig. ἄδικον ὁδὸν ἰόντων marchando por el camino de la injusticia Th.3.64.
4 c. suj. de líquidos, humores salir, fluir οὖρα δὲ τούτοισιν ᾔει πολλὰ παχέα la orina les salía a éstos en abundancia espesa Hp.Epid.1.10, τὰ μέντοι ... ὑγρὰ καὶ ἀφρώδεα πολλὰ ἀπὸ κεφαλῆς ᾔει Hp.Epid.3.13, τὰ ὕστατα οὐδὲ ἐπιμήνια ᾔει Hp.Epid.2.2.17, cf. 5.12, (ἀποστάσιες) ἢν ἴωσιν ᾗ δεῖ Hp.Epid.2.3.8, ἢν ... τὰ ἀπὸ τοῦ πλεύμονος ἴῃ ὁποῖα δεῖ Hp.Acut.12, ὅταν δ' ἐς ὀφθαλμοὺς ῥεῦμα ἴῃ Hp.Loc.Hom.13, ἢν μὲν ὦν ἀπὸ κεφαλῆς (αἷμα) ἴῃ Aret.SA 2.2.2.
5 c. sent. temp. prolongarse ἢν δὲ ἐς μῆκος ἡ νοῦσος ἴῃ y si la afección se prolonga Aret.CA 1.1.8.
II usos fig., sin mov. real
1 ir frec. c. trad. contextual ἰόντες ἐς τὰς τιμάς accediendo a los honores Democr.B 254, ἐπὶ τοῦτον δὲ τὸν λόγον εἶμι πρῶτον pasaré en primer lugar a este tema Gorg.B 11a.6, cf. Th.2.36, ὅστις δὲ ἰὼν ἐπὶ τὸν πλησίον κακῶς ποιήσων δειμαίνει quien dirigiéndose al prójimo para hacerle mal siente temor Antipho Soph.B 58, θύειν δ' ὅταν ἐπὶ νοῦν ἴῃ τινί cuando a uno se le ocurra hacer un sacrificio Pl.Lg.909d, ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο Heraclit.B 45, (Χρόνος) ἰὼν πόρσω transcurriendo (el tiempo) Pi.O.10.55, ἀλλ' ἡ μὲν ἡμῶν μοῖρ' ὅποιπερ εἶσ' ἴτω vaya mi destino a donde tenga que ir, e.d., que mi destino siga su camino S.OT 1458, ἴτω κλαγγὰ τὸν ... Ἀπόλλω S.Tr.208, cf. Ar.Au.856, ἰόντες τε οἱ ἄνθρωποι ἐς τοὺς πολέμους cuando los hombres se lanzan a las guerras Th.1.78, ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας obedeciendo a las consignas Th.1.121, τοῦτο μὲν ἴτω ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον vaya esto por donde dios quiera Pl.Ap.19a, ἐκ τοῦ αἵματος εἰς τὴν γονὴν ἰέναι transformarse de sangre en semen Arist.PA 651b14, ἴθι ἀμεταστρεπτὶ πρὸς τὰς δυνάμεις αὐτοῦ Ph.1.290, ἐπὶ τὰς τέχνας ἁπάσας ἴθι καὶ σκόπει ve y atiende a todas las artes Gal.3.173, εἶμι δὲ ἐπ' αὐτὰς πάλιν τὰς πράξεις volveré a los hechos mismos Aristid.Or.1.151, οὗτος ἂν ἐγγύτατα ἴοι τοῦ γνῶναι ἕκαστον (εἰδῶν) ése sería el que más se acercaría a conocer cada una (de las ideas) Iambl.Protr.13.
2 frases hechas διὰ δίκης ἰέναι πατρί querellarse con el padre S.Ant.742, αὐτοῖς διὰ φιλίας ἰέναι hacer amistad con ellos X.An.3.2.8, διὰ μάχης ἰέναι τοῖς πολεμίοις entrar en combate con los enemigos Plu.Pel.20, ἰέναι ἐς τὴν ξυμμαχίαν hacer la alianza Th.5.30, ἰέναι ἐς λόγους entablar conversaciones Th.3.80, ἐς χεῖρας ... ἰέναι σφίσι llegar a las manos con ellos Th.2.81, παρὰ τὸν ἄνδρα ἰέναι ir junto al marido, e.e., copular con el marido Hp.Mul.2.119, 128, πρὸς τὴν κρίσιν ἰέναι τὴν νοῦσον hacer crisis la enfermedad Hp.Prog.11, πρὸς τοῦτον ἰέναι τὸν κίνδυνον afrontar ese riesgo Plb.11.31.7.
III expr. acercamiento desde el punto de vista del que habla
1 venir οὐδέ μιν οἴω νῦν ἰέναι y no creo que venga ahora, Il.17.710, ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ' εἶσι τέταρτον pues ya es el tercer año y pronto vendrá el cuarto, Od.2.89, δεῦρ' ἴθι Il.3.390, Men.Pc.518, ἴτ' venid S.OT 1413, καί μοι δεῦρ' ἴτε presentaos a mí dicho de los testigos de un juicio, Lys.7.10, ὧδ' ἴθι, Κισσαίθα Theoc.1.151, νέφος ... ἰὸν κατὰ πόντον nube que viene por el mar, Il.4.278, c. ac. de direcc. πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ Od.1.176, ἴθι μοι δόμον, οἰκέτα Io Trag.14, c. compl. indic. la procedencia χαλεποῦ γὰρ ἐκ πνεύματος εἶσι χειμών de un fuerte viento viene una tempestad A.Supp.167, καί κεν ἀπ' οὐρανόθεν ... Δημήτηρ ... ἴοι Orph.L.243, Πνεῦμά θ' ὃ πατρόθεν εἶσι Gr.Naz.M.37.1017A.
2 llegar βάλλον ἀπ' αὐτάων δηΐους ὑπὸ τεῖχος ἰόντας disparaban desde ellas (las almenas) contra los enemigos que llegaban bajo la muralla, Il.12.264, τοῦ δὲ θεάτρου πληρωθέντος αὐτὸς ὁ Φίλιππος ᾔει λευκὸν ἔχων ἱμάτιον D.S.16.93.
IV usos sin su primitivo valor semántico
1 como verbo auxiliar en perífr. c. part. fut. ir a ἀναβήσομαι δὲ ἐς τὸν κατ' ἀρχὰς ἤια λέξων λόγον retrocederé hasta el asunto que iba a tratar al comienzo Hdt.4.82, οὐκ εἶ ξυνέρξων ...; ¿no irás en su ayuda? S.Tr.83, ὅταν ἀριθμήσων ἴῃ ὁ ἀριθμητικός Pl.Tht.198e, ᾖα τὰς ἐφεξῆς (πονηρίας) ἐρῶν Pl.R.449a, cf. 562c, Alex.129.17, εἶμι γὰρ αὐτοῦ δηλώσων ἔργον I.BI 6.199, εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴοι Luc.Hist.Cons.39, cf. Philostr.VS 557.
2 imperat. ἴθι, ἴτε ea, venga acompañando a otro imperat. o subj. voluntativo ἴθι ἐξηγέο αὐτός ¡ea! explica tú mismo Hdt.3.72, ἴθι καὶ πειρῶ Hdt.8.57, ἴθ', ἐγκόνει, σύγκαμνε S.Ai.988, cf. 1003, ἴθι δὴ ... ἀναλογισώμεθα τὰ ὡμολογημένα ἡμῖν Pl.Prt.332d, cf. X.Mem.1.6.4, ἴθι πέραινε σύ Ar.Ra.1170, cf. Nu.237, ἴθι δὴ λαβέ D.40.19, ἴθι ... παρόξυνε δὲ καὶ τὸν φίλον σου LXX Pr.6.3, ἴθι ... γένναιε, τόλμα καὶ δέδιθι μηδέν Plu.2.319c, ἀλλ' ἴτε, νεύσατε τὰν ἀδόκητον χάριν S.OC 248, ἴτε δή, ... ἀκούσωμεν ... Pl.Lg.797d
ἴτω bien está, que le vaya bien ἴτω· ποήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς ¡bien está! actuaré dejando a un lado todo pudor S.Ph.120, ἴτω· τί μοι ζῆν κέρδος; ¡ea! ¿qué valor tiene para mí la vida? E.Med.798, cf. 819, Ar.Ra.1378.
3 en part. acompañando a otro verbo gener. en imperat. ἐξάγγελλ' ἰών ve y anuncia S.OC 1393, cf. Ant.768, ὅσην κατ' αὐτῶν ὕβριν ἐκτείσαιτ' ἰών S.Ai.304, οὐ μὴ προσοίσεις χεῖρα, βακχεύσεις δ' ἰών ...; ¿es que vas a ponerme la mano encima y no te irás a hacer de bacante ...? E.Ba.343. • DMic.: i-jo-te.
• Etimología: Pres. rad. *ei/*i-, cf. lat. eo/imus, ai. émi/imás, etc.

Greek Monotonic

εἶμι: (ibo), βʹ ενικ. εἶ, Επικ. και Ιων. εἶς, εἶσθα, γʹ ενικ. εἶσι· πληθ. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι, ἶσι ή εἶσι· προστ. ἴθι, γʹ πληθ. ἴτωσαν, ἴτων, ἰόντων· υποτ. ἴω, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἴῃσθα, ἴῃσι· Επικ. πληθ. ἴομεν (αντί -ωμεν)· ευκτ. ἴοιμι, ἰοίην· Επικ. ἰείην· απαρ. ἰέναι, Επικ. ἴμεναι, ἴμεν, ἴμμεναι· μτχ. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν, παρατ. ᾔειν, ᾔεις ή ᾔεισθα, ᾔει ή -ειν· Επικ. και Ιων. ἤϊα, γʹ ενικ. ἤϊε, συνηρ. ᾖε· δυϊκ. ᾔττην· αʹ και βʹ πληθ. ἦμεν, ᾖτε, γʹ πληθ. Επικ. και Ιων. ἤϊσαν, ἴσαν, Αττ. ᾖσαν· επίσης γʹ ενικ. ἴεν, ἴε, σε Όμηρ.· Επικ. αʹ πληθ. ᾔομεν, γʹ δυϊκ. ἴτην· γʹ πληθ. ἤϊον. Υπάρχει επίσης Επικ. Μέσ. μέλ. εἴσομαι, αόρ. αʹ, γʹ ενικ. εἴσατο, ἐείσατο, γʹ δυϊκ. ἐεισάσθην. Στον πεζό λόγο το εἶμι χρησιμ. ως μέλ. του ἔρχομαι, θα πάω, θα έρθω·
I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὁδὸν ἰέναι, παίρνω, επιλέγω ένα δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· στον Όμηρ. με γεν., ἰὼν πεδίοιο, περνώ, διέρχομαι μέσω πεδιάδας· χροὸς εἴσατο, πέρασε μέσα από το δέρμα.
2. μπαίνω σ' ένα πλοίο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πουλιά, πετώ, φτερουγίζω, στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, πέλεκυς εἶσι διὰ δουρός, ο πέλεκυς περνά μέσα από το δοκάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· φάτις εἶσι, η φήμη εξαπλώνεται, διαδίδεται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ. χρήσεις, ἰέναι ἐς λόγους τινί, μπαίνω στη συζήτηση με κάποιον, συζητώ, διασκέπτομαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ἰέναι ἐς χεῖρας, καυγαδίζω, συγκρούομαι, «έρχομαι στα χέρια», στον ίδ.· ἰέναι διὰ δίκης πατρί, συζητώ, αντιπαραβάλλω το θέμα μαζί του, σε Σοφ.· ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, ζω σε διαμάχη ή σύγκρουση, σε φιλία ή φιλικά με άλλους κ.λπ.
II. 1. η προστ. ἴθι χρησιμ. όπως το ἄγε, Λατ. age, έλα, έλα λοιπόν, τις περισσότερες φορές συνοδευόμενη από βʹ ενικ. προστ., ἴθι λέξον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με αʹ πληθ. ἴθι ἐπεσκεψώμεθα, σε Ξεν.
2. ἴτω, ας γίνει, πάει καλά, σε Σοφ., Ευρ.
III. προσθήκη μτχ. από τους Τραγ. σε άλλα ρήματα, φρονείτω ἰών, άφησέ τον να φύγει και να σκεφτεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἶμι: (Hom. - преимущ. в знач. praes., в ион. и атт. прозе - почти всегда в знач. fut. к ἔρχομαι; impf. = aor. ᾔειν и ᾖα - ион. ἤϊα, imper. ἴθι, conjct. ἴω, opt. ἰοίην, inf. ἰέναι, part. ἰών; med.: fut. εἴσομαι, 3 л. sing. aor. εἴσατο и ἐείσατο)
1) тж. med. идти, ходить (οἴκαδε Hom.); передвигаться, ехать (ἐπὶ νηός Hom.); (о дороге или путешествии) совершать (ὁδόν Hom., Plat.; τὴν ὀρεινήν, sc. ὁδόν Xen.): (ἄψ) πάλιν ἰέναι Hom. возвращаться;
2) входить, вступать; проникать (οἴκους и κατὰ στέγας Soph.; перен. ἐς ξυμμαχίαν и ἐς τοὺς πολέμους Thuc.): πέλεκυς εἶσιν διὰ δουρός Hom. топор врезывается в дерево; διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός Hom. копье прошло насквозь; διὰ μάχης ἰέναι τινί Plut. вступить в бой с кем-л.; ἐς λόγους ἰέναι τινί Thuc. вступить в переговоры с кем-л.;
3) проходить (ἀγρούς, πεδίοιο Hom.): διὰ δίκης τινὶ ἰέναι Soph. обвинять кого-л.; διὰ φιλίας τινὶ ἰέναι Xen. дружить с кем-л.; ἰέναι ἐς τὰ παραγγελλόμενα Thuc. повиноваться приказаниям;
4) (про)летать, (про)носиться (αἰετὸς εἶσιν διὰ νεφέων Hom.; θόρυβος διὰ τῶν τάξεων ἰών Xen.);
5) идти, направляться (ἐπί τινα Hom., Arst.; εἰς ἄπειρον Arst.);
6) сходить, спускаться (εἰς Ἀΐδαο ὑπὸ γαῖαν Hom.);
7) уходить, уезжать: οἱ δέ τοι αὐτίκ᾽ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω Hom. как только ты уедешь, они натворят тебе бед;
8) идти, нападать (λέων εἶσ᾽ ἐπὶ μῆλα Hom.): ἡ μοῖρα, ὅποιπερ εἶσιν, ἴτω Soph. какая бы судьба не надвигалась, пусть придет, т. е. будь что будет; ἰέναι ἐς χεῖρας Thuc. схватиться врукопашную;
9) (о событиях) приходить, наступать, происходить: ἤδη τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾽ εἶσι τέτταρτον Hom. вот уж третий год, скоро наступит и четвертый; τοῦτο ἴτω ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον Plat. пусть это идет, как угодно божеству;
10) (как вспомогат. глагол намерения) (ср. франц. aller и англ. to go) собираться, намереваться: εἴ τις ἴοι κακουργήσων Plat. если бы кто-л. намеревался совершить преступление; ὅπερ ᾖα ἐρῶν Plat. как я уже сказал;
11) imper. ἴθι (иногда с conjct.) ну-ка, давай: ἴθι ἐξηγέο Her. расскажи-ка; ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα Xen. давай же рассмотрим; ἴτε δὴ πρὸς ἀλλήλους οὕτως εἴπωμεν Plut. так скажем же друг другу вот что.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: go (perfective-futuric; cf. Schwyzer-Debrunner 265).
Other forms: Inf. ἰέναι only present in Active
Dialectal forms: Myc. ijote /ijontes/.
Compounds: Very often with prefix: ἄν-, ἄπ-, δί-, εἴσ-, ἔξ- etc.
Derivatives: From the simplex; ἴ-θματα pl. step, pace (Ε 778 = h. Ap. 114, of doves), = feet (Call. Cer. 58); on form. Schwyzer 492 n. 12, 523); ἰσθμός (s. v.), also ἰταμός, ἴτης (s. v.); cf. οἶτος, οἶμος. - From compounds: εἰσ-ί-θμη entry (ζ 264, Opp.; cf. ἴθματα and Porzig Satzinhalte 283); ἐξ-ί-τηλος perishable (Ion.-Att.), acc. to H. ἴτηλον τὸ ἔμμονον, καὶ οὑκ ἐξίτηλον (A. Fr. 42; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 119 n. 2); εἰσ-ί-τημα revenue (Delos, Delphi); εἰσ-, ἐξ-, κατ-ι-τήριος (D. usw.); δι-, συν-ι-τικός (Arist.). - ἁμαξ-ι-τός s. v., univerbation ἀταρπιτός (s. ἀτραπός). - Iterative ἰτάω in ἰτητέον eundum est (Att.) and ἐπανιτακώρ = ἐπανεληλυθώς (Elis); from it εἰσ-ιτητήρια n. pl. sacrifice at the beginning of a function (Att.; also εἰσ-ιτήρια, s. above), εἰσ-ιτητός accessible (Alkiphr.) and ἰτητικός = ἰταμός (Arist.). - As verbal noun to εἶμι, especially to the compounds, serves ὁδός (ἄν-οδος etc.), Schwyzer-Debrunner 75, Porzig Satzinhalte 201. S. also φοιτάω.
Origin: IE [Indo-European] [293] *h₁ei- go
Etymology: Old athematic root present with exact agreeing forms in several languages: εἶ-μι, εἶ (< *εἶ-hi), εἶ-σι = Skt. é-mi, é-ṣi, é-ti, Lith. ei-mì, ei-sì, eĩ-ti, Hitt. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi (preverb pe-, pa-), Lat. ī-s, i-t (1. pers. < *ei-ō), IE *ei-mi, -si, -ti; 1. plur. ἴ-μεν : Skt. i-más; ipv. ἴ-θι = Skt. i-hí : Hitt. i-t; impf. Hom. ἤϊα = Skt. ā́yam (with analogical -m), IE *ēi-m̥. Iterative ἰτάω = Lat. itāre, MIr. ethaim. Further details Schwyzer 674, etc. Glottogonic idea on the oriin by Kretschmer Glotta 13, 137f. (from interj. ei?). - On the realation between εἶμι - ἔρχομαι - ἦλθον and other verbs of going Bloch Suppl. Verba 22ff.

Middle Liddell


Perseus. to go
I. ibo, In Prose εἶμι serves as fut. to ἔρχομαι, I shall go, shall come. to come or go, Hom., etc.; c. acc. cogn., ὁδὸν ἰέναι to go a road, Od.:—in Hom., c. gen., ἰὼν πεδίοιο going across the plain; χροὸς εἴσατο went through the skin.
2. to go in a ship, Od.; of birds, to fly, Od.: of things, πέλεκυς εἶσι διὰ δουρός the axe goes through the beam, Il.; φάτις εἶσι the report goes, Od.; metaph. usages, ἰέναι ἐς λόγους τινί to enter on a conference with one, Thuc., etc.; ἰέναι ἐς χεῖρας to come to blows, Thuc.; ἰέναι διὰ δίκης πατρί to contest the point with him, Soph.; ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας to live in conflict, in friendship with others, etc.
II. the Imperat. ἴθι is used like ἄγε, Lat. age, come, come now, mostly followed by 2nd sg. imperat., ἴθι λέξον Ar., etc.; with 1st pl. ἴθι ἐπισκεψώμεθα Xen.
2. ἴτω let it pass, well then, Soph., Eur.
III. the part. is added by Trag. to Verbs, φρονείτω ἰών let him go and think, Soph.

Frisk Etymology German

εἶμι: {eĩmi}
Forms: Inf. ἰέναι nur Präsensstamm im Aktivum
Grammar: v.
Meaning: gehen (perfektiv-futurisch; vgl. Schwyzer-Debrunner 265).
Composita : Sehr oft mit Präfix: ἄν-, ἄπ-, δί-, εἴσ-, ἔξ- usw.
Derivative: Ableitungen. Vom Simplex; ἴθματα pl. Schritte, Tritte (Ε 778 = h. Ap. 114, von den Tauben), = Füße (Kall. Cer. 58); zur Bildung Schwyzer 492 A. 12, 523); ἰσθμός (s. d.), wohl auch ἰταμός, ἴτης (s. d.); vgl. noch οἶτος, οἶμος. — Von den Komposita: εἰσί-θμη Eingang (ζ 264, Opp.; vgl. ἴθματα und Porzig Satzinhalte 283); ἐξί-τηλος vergänglich (ion. att.), wozu nach H. ἴτηλον· τὸ ἔμμονον, καὶ οὐκ ἐξίτηλον (A. Fr. 42; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 119 A. 2); εἰσί-τημα Einkommen (Delos, Delphi); εἰσ-, ἐξ-, κατι-τήριος (D. usw.); δι-, συνι-τικός (Arist.). — Zusammenbildung ἁμαξι-τός (s. ἅμαξα), danach ἀταρπιτός (s. ἀτραπός). — Iterativbildung ἰτάω in ἰτητέον eundum est (att.) und ἐπανιτακώρ = ἐπανεληλυθώς (Elis); davon εἰσιτητήρια n. pl. Opfer beim Antritt eines Amtes (att.; auch εἰσιτήρια, s. oben), εἰσιτητός zugänglich (Alkiphr.) und ἰτητικός = ἰταμός (Arist. u. a.). — Als Verbalnomen zu εἶμι, namentlich zu den Komposita, fungiert ὁδός (ἄνοδος usw.), Schwyzer-Debrunner 75, Porzig Satzinhalte 201. S. auch φοιτάω.
Etymology : Altes athematisches Wurzelpräsens mit genau entsprechenden Formen in mehreren Sprachen: εἶμι, εἶ (aus *εἶ-hi), εἶσι = aind. é-mi, é-ṣi, é-ti, lit. ei-, ei-, -ti, heth. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi (Präverb pe-, pa-), lat. ī-s, i-t (1. Pers. < *ei-ō), idg. *ei-mi, -si, -ti; 1. Plur. ἴμεν : aind. i-más; Ipv. ἴθι = aind. i- : heth. i-t; Impf. hom. ἤϊα = aind. ā́yam (mit analogischem -m), idg. *ēi-. Iterativ ἰτάω = lat. itāre, mir. ethaim. Weitere Einzelheiten aus der vergleichenden Flexion bei Schwyzer 674, WP. 1, 102ff., Pok. 293 ebenso wie in den einschlägigen Spezialwörterbüchern und Grammatiken. Glottogonische Vermutung über den Ursprung bei Kretschmer Glotta 13, 137f. (aus Interj. ei?). — Zum Verhältnis zwischen εἶμιἔρχομαιἦλθον und anderen Verba des Gehens Bloch Suppl. Verba 22ff.
Page 1,462-463