βγάζω

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

και βγάλλω και βγάνωβγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω)
1. βγάζω έξω, εξάγω
2. ανασύρωβγάζω μαχαίρι»)
3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό»)
4. ξεριζώνω, μαδώβγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.»)
5. εξορύσσωβγάζω το μάρμαρο, το μάτι κ.λπ.»)
6. κάνω εκφορά νεκρού
νεοελλ.
Ι.
1. αποβιβάζω («το βαπόρι μας έβγαλε στο λιμάνι»)
2. αντλώβγάζω νερό απ' το πηγάδι, κρασί απ' το βαρέλι»)
3. τραβώ προς τα έξω («βγάζω τη βάρκα, το καΐκι»)
4. εκκολάπτω («η κότα έβγαλε οχτώ πουλιά»)
5. αφαιρώ, βγάζω από πάνω μου («βγάζω τα ρούχα μου»)
6. εξαρθρώνω («έπεσα κι έβγαλα το χέρι μου»)
7. παραθέτω, προσφέρω (φαγητό, γλυκά και ποτά)
8. περιάγω, περιφέρω (α. «βγάζουν δίσκο», για έρανο
β. «βγάζουν την εικόνα», σε λιτανεία)
9. αναδύω, φύω («η γη βγάζει χορτάρι», «το δέντρο βγάζει φύλλα»)
10. αποδίδω, παράγω («η αγελάδα βγάζει πολύ γάλα», «ο φούρνος βγάζει καλό ψωμί»)
11. αναδίδω, εκπέμπω («η λάμπα βγάζει καπνό», «το λουλούδι βγάζει μυρωδιά»)
12. κάνω την τελευταία πλύση, ξεπλένωβγάζω τα σεντόνια»)
13. απολύω, απομακρύνω κάποιον από αξίωμα ή υπηρεσία («τον έβγαλαν απ' τη θέση του»)
14. απομακρύνω («δεν έβγαλε τα μάτια του από πάνω της»)
15. απαλλάσσω («τον βγάζω από μπελάδες»)
16. δημιουργώβγάζω νέα μόδα»)
17. αναδεικνύω («ο τάδε έβγαλε καλούς μαθητές»)
18. εκλέγω («τον έβγαλαν δήμαρχο»)
19. αποκαλύπτω, φανερώνω («τον βγάζω ψεύτη»)
20. αφαιρώβγάζω το ποσό απ' τον λογαριασμό»)
21. εξαιρώ («βγάλτε με απ' τη μοιρασιά»)
22. κερδίζωβγάζω το ψωμί μου», «...τα έξοδά μου» κ.λπ.)
23. ωφελούμαι («δεν θα βγάλεις τίποτε»)
24. αποχωρίζω, ξεχωρίζω κατά τη διανομή («σού 'βγαλα και σένα μερίδιο»)
25. λογαριάζω, μετρώ («τα βγάζω δέκα»)
26. οδηγώ («το μονοπάτι μ' έβγαλε»)
27. περνάωβγάζω τον ανήφορο»)
28. επιζώ («δεν θα τη βγάλει τη χρονιά»)
29. καλύπτω τις ανάγκες μου («θα τον βγάλω τον μήνα»)
30. τελειώνω, συμπληρώνωβγάζω το Γυμνάσιο»)
31. εκδίδω, δημοσιεύωβγάζω βιβλίο», «...εφημερίδα» κ.λπ.)
32. συνθέτω και παραδίδω στη δημοσιότηταβγάζω τραγούδι»)
33. κοινοποιώ, δημοσιεύω, εκδίδωβγάζω νόμο», ή «εγκύκλιο»)
34. παίρνω επίσημο έγγραφο από δημόσια ή άλλη αρχήβγάζω πιστοποιητικό», «...εισιτήριο» κ.λπ.)
35. δίνω όνομα κατά τη βάφτιση («την έβγαλαν Γιάννα»)
36. αποδίδω ονομασίαβγάζω παρατσούκλι»)
37. διακρίνω, κατορθώνω να διαβάσω («δεν βγάζω τα γράμματα σου»)
II. φρ.
1. «βγάζω το φίδι απ' την τρύπα» — αναλαμβάνω επικίνδυνο εγχείρημα
2. «βγάζω γλώσσα» αυθαδιάζω
3. «βγάζω τις φωνές» κραυγάζω, φωνάζω
4. «δεν βγάζω άχνα», «...γρυ», «...λέξη», «.....λόγο», «....μιλιά», «....τσιμουδιά» — σωπαίνω, παραμένω αμίλητος
5. «βγάζω λόγο» — εκφωνώ λόγο
6. «βγάζω αφορισμό» — διαβάζω το κείμενο του αφορισμού
7. «βγάζω την ουρά μου έξω» — ξεγλιστρώ, αποφεύγω την ανάληψη ευθυνών
8. «βγάζω φωτογραφία» — φωτογραφίζω ή φωτογραφίζομαι
9. «βγάζω κάποιον στον δρόμο» — διώχνω, αποπέμπω
10 «βγάζω κάποιον απ' τη μέση» — παραμερίζω κάποιον, τον εξοντώνω ή τον καθιστώ ανίκανο να κάνει κάτι
11. «βγάζω κάποιον απ' τον ίσιο δρόμο» — τον κάνω να παρεκτραπεί
12. «βγάζω απ' τον νου μου»
α) απομακρύνω απ' τον νου μου, λησμονώ
β) επινοώ
13. «του βγάζω την ψυχή, το λάδι, την πίστη, τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία» — τον τυραννώ, τον βασανίζω
14. «βγάζω λόγια», «...κουβέντες, κουτσομπολιά» — κακολογώ, δυσφημώ
15. «βγάζω όνομα» — αποκτώ καλή ή κακή φήμη
16. «της έβγαλε τ' όνομα» — τη δυσφήμησε
17. α) του βγάζω τα μάτια» (για πράγμα το καταστρέφω
β) «του βγάζω τα μάτια» (για πρόσωπο) του προκαλώ μεγάλη ζημιά
γ) «βγάζω τα μάτια μου» — καταπονούμαι, κουράζω τα μάτια μου
δ) «βγάζουν τα μάτια τους» — συνουσιάζονται
18. «του βγάζω το πετσί» — τον γδέρνω, τον εκμεταλλεύομαι αδίσταχτα
19. «τα βγάζω πέρα» — κατορθώνω κάτι
20. «βγάζω δουλειά» — είμαι αποδοτικός στην εργασία μου
21. «βγάζω απ' τη μύγα ξίγγι» κερδίζω και από τα πιο ευτελή
22. «του το βγάζω ξινό» ή «από τη μύτη» — ευεργετώ κάποιον και κατόπιν τον στενοχωρώ
23. «βγάζω τ' άντερά μου»
α) κάνω εμετό
β) κακολογώ ασύστολα
γ) κερδίζω υπερβολικά χρήματα
24. «βγάζω στη φορά» ή «...τ' άπλυτα στη φορά» — αποκαλύπτω παρεκτροπές
25. «βγάζω στο κλαρί» ή «στο κουρμπέτι»κάνω κάποιον ανήθικο
26. «βγάζω τα λόγια κάποιου με την τσιμπίδα» ή «...με τα τσιγκέλια» — δυσκολεύομαι να τον κάνω να μιλήσει
27. «του βγάζω το καπέλο» — αναγνωρίζω την αξία του
28. «τον βγάζω ασπροπρόσωπο» — με τις ενέργειές μου ή τη δοκιμασία μου δεν επιτρέπω να κατηγορηθεί σε τίποτε
29. «τον βγάζω λάδι» — αποσείω απ' αυτόν κάθε ευθύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. βγάζω < μσν. εβγάζω (με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-) < εβγάζω (με συγκοπή της συλλαβής -βι- κατά απλολογία) < εγβιβάζω (με αφομοιωτική τροπή του -κ- σε -γ- προ του -β- > < αρχ. εκβιβάζω-βγάλλω (με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-) < μσν. εβγάλλω (με αντιμετάθεση φθόγγων) < εγβάλλω (με αφομοιωτική τροπή του -κ-, σε -γ- προ του -β-) < αρχ. εκβάλλω-βγάνω < μσν. εβγάνω < εβγάζω < αρχ. εκβιβάζω, με επίδραση του αντίθετου ρ. βάνω].