δεύτερος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(9) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και [[δεύτερος]], [[δευτέρα]], -ο (AM [[δεύτερος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται [[αμέσως]] [[μετά]] τον πρώτο (σε [[διαδοχή]] χρόνου) (α. «τερμάτισε [[δεύτερος]]» β. «γεννήθηκε [[δεύτερος]]» γ. «[[δεύτερος]] αὖ προΐει [[ἔγχος]]» — έσυρε [[δεύτερος]] το [[ξίφος]])<br /><b>2.</b> όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε [[δεύτερος]] [[πατέρας]] του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — [[επτά]] σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς [[επτά]] σοφούς)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την [[αμέσως]] επόμενη [[θέση]] [[μετά]] τον πρώτο ως [[προς]] την [[αξία]], την [[τιμή]] ή την [[επιτυχία]]<br />(«ήρθε [[δεύτερος]] στις εξετάσεις», «[[μέχρι]] στιγμής το [[κόμμα]] έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται [[δεύτερος]] ἀπὸ τὸν [[βασιλέα]]», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «[[τίνα]] δεύτερον μετ' ἐκεῑνον [[ἴδοι]]»)<br /><b>4.</b> όποιος έχει μικρότερη [[αξία]] ή [[σημασία]] σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα [[δεύτερα]]», «δεύτερο [[πράμα]]» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας<br />β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ [[δεύτερα]] καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα [[δεύτερα]]» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν [[προς]] την [[περιουσία]])<br /><b>5.</b> (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα της Κρίσεως, ο [[ερχομός]] του Χριστού ως κριτή [[πλέον]] για να κρίνει οριστικά τον κόσμο<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Δευτέρα</i><br />η δεύτερη [[μέρα]] της εβδομάδας [[μετά]] την [[Κυριακή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δεύτερο [[χέρι]]», «[[δευτέρα]] [[χειρ]]» — ο [[διορθωτής]] χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Δεύτερος</i> ή «ο [[άγιος]] Δεύτερος» — [[κληρικός]] ή [[μοναχός]] που κατέχει τη δεύτερη τιμητική [[θέση]] στην [[ιεραρχία]] [[μετά]] τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δευτερότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεύτερο [[χέρι]]» — για [[επανάληψη]] σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες<br />β) «πληροφορίες από δεύτερο [[χέρι]]» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους [[πηγή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεύτερο</i><br />α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο<br />β) το [[δευτερόλεπτο]], το ένα εξηκοστό του λεπτού της ώρας («δύο [[πρώτα]] και [[σαράντα]] [[δεύτερα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Δευτέρα</i><br />η Δευτέρα Παρουσία<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>δεύτερον</i> ή «το δεύτερον» <br />α) δυο φορές<br />β) για δεύτερη [[φορά]], [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσμενής]], ο [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προς]] δεύτερον» — για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε [[επίσης]] και την Αμαζόνα, [[μαζί]] του ήταν και η Αναζίνα)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δευτέρα]] [[ταφή]]» — το [[φέρετρο]]<br />β) «[[δεύτερος]] πλοῡς» — [[δεύτερος]] [[τρόπος]] ενέργειας αν δεν πετύχει ο [[πρώτος]]<br />γ) «[[δεύτερος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] του οποίου οι συντελεστές [[είναι]] μονοί<br /><b>3.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη [[θέση]] σε αγώνα<br />β) το ύστερο της [[γέννας]]<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />για δεύτερη [[φορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεύτερα]] (AM [[δεύτερα]] και [[δευτέρως]])<br /><b>1.</b> για δεύτερη [[φορά]], εκ νέου, [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] δεύτερο λόγο, σε δεύτερη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[κατόπιν]], [[έπειτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεύτερος]], με τη [[σημασία]] «[[εκείνος]] από τους δύο που βρίσκεται [[πίσω]], ο [[υποδεέστερος]]», προέρχεται από θ. <i>δευ</i>- του [[δεύομαι]] (<b>βλ. λ.</b> <i>δέω</i> II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i>, δηλωτικό του συγκριτικού. (Η [[σύνδεση]] του [[δεύτερος]] με το <i>δύο</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]). Ο τ. [[δεύτερος]] ως α</i>' συνθετικό με την [[μορφή]] <i>δευτερο</i>- εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερουργός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δευτερεύω]], [[δευτερώνω]] (AM [[δευτερώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δευτεραίος]], [[δευτερείος]], [[δευτεριάζω]], [[δευτερίας]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτέριος]], [[δευτερώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεράριος]], [[δευτερότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτέρι</i>, [[δευτεριά]], [[δευτερίζω]], [[δευτερότερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερογαμία]], [[δευτερογενής]], [[δευτερόκλιτος]], [[Δευτερονόμιο]], [[δευτεροταγής]], [[δευτερότοκος]] <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[δευτεροβόλος]], [[δευτερόγονος]], [[δευτεροδεκάτη]], [[δευτεροκοιτώ]], [[δευτερολόγος]], [[δευτεροστάτης]], <i>δευτεροστρατηλατιανοί</i>, [[δευτερόσχετος]], [[δευτερουργής]], [[δευτερουργός]], [[δευτερούχος]], <i>δευτερόφωτος</i>, [[δευτεροχύται]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτερογαμώ]], [[δευτερόπρωτον]], [[δευτεροτόκος]], [[δευτεροφανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεροελάτης]], <i>δευτεροευλογημένος</i>, <i>δευτεροτετραδοπαρασκευή</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δευτερόγαμος]], [[δευτερόλεπτο]], [[δευτερότριτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτεροανωμαλία</i>, [[δευτερανωπία]], [[δευτεροβάθμιος]], [[δευτερογένεια]], [[δευτερόγεννη]], [[δευτερογιαγέρνω]], [[δευτερογιούνης]], [[δευτεροδιαλαλώ]], [[δευτεροετής]], [[Δευτεροκανονικά]], [[δευτερόκλαδος]], [[δευτερολεμβίτης]], [[δευτερομιγής]], [[δευτερομύκητες]], [[δευτεροπαθής]], <i>δευτεροπαντρεύομαι</i>, [[δευτεροπατέρας]], [[δευτεροπατημένος]], [[δευτερόπλασμα]], [[δευτεροπρόσωπος]], [[δευτεροσκοπία]], [[δευτεροστόμια]], [[δευτεροτρέχω]], [[δευτεροχτυπώ]]]. | |mltxt=-η, -ο και [[δεύτερος]], [[δευτέρα]], -ο (AM [[δεύτερος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται [[αμέσως]] [[μετά]] τον πρώτο (σε [[διαδοχή]] χρόνου) (α. «τερμάτισε [[δεύτερος]]» β. «γεννήθηκε [[δεύτερος]]» γ. «[[δεύτερος]] αὖ προΐει [[ἔγχος]]» — έσυρε [[δεύτερος]] το [[ξίφος]])<br /><b>2.</b> όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε [[δεύτερος]] [[πατέρας]] του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — [[επτά]] σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς [[επτά]] σοφούς)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την [[αμέσως]] επόμενη [[θέση]] [[μετά]] τον πρώτο ως [[προς]] την [[αξία]], την [[τιμή]] ή την [[επιτυχία]]<br />(«ήρθε [[δεύτερος]] στις εξετάσεις», «[[μέχρι]] στιγμής το [[κόμμα]] έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται [[δεύτερος]] ἀπὸ τὸν [[βασιλέα]]», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «[[τίνα]] δεύτερον μετ' ἐκεῑνον [[ἴδοι]]»)<br /><b>4.</b> όποιος έχει μικρότερη [[αξία]] ή [[σημασία]] σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα [[δεύτερα]]», «δεύτερο [[πράμα]]» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας<br />β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ [[δεύτερα]] καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα [[δεύτερα]]» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν [[προς]] την [[περιουσία]])<br /><b>5.</b> (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα της Κρίσεως, ο [[ερχομός]] του Χριστού ως κριτή [[πλέον]] για να κρίνει οριστικά τον κόσμο<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Δευτέρα</i><br />η δεύτερη [[μέρα]] της εβδομάδας [[μετά]] την [[Κυριακή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δεύτερο [[χέρι]]», «[[δευτέρα]] [[χειρ]]» — ο [[διορθωτής]] χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Δεύτερος</i> ή «ο [[άγιος]] Δεύτερος» — [[κληρικός]] ή [[μοναχός]] που κατέχει τη δεύτερη τιμητική [[θέση]] στην [[ιεραρχία]] [[μετά]] τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δευτερότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεύτερο [[χέρι]]» — για [[επανάληψη]] σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες<br />β) «πληροφορίες από δεύτερο [[χέρι]]» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους [[πηγή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεύτερο</i><br />α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο<br />β) το [[δευτερόλεπτο]], το ένα εξηκοστό του λεπτού της ώρας («δύο [[πρώτα]] και [[σαράντα]] [[δεύτερα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Δευτέρα</i><br />η Δευτέρα Παρουσία<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>δεύτερον</i> ή «το δεύτερον» <br />α) δυο φορές<br />β) για δεύτερη [[φορά]], [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσμενής]], ο [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προς]] δεύτερον» — για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε [[επίσης]] και την Αμαζόνα, [[μαζί]] του ήταν και η Αναζίνα)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δευτέρα]] [[ταφή]]» — το [[φέρετρο]]<br />β) «[[δεύτερος]] πλοῡς» — [[δεύτερος]] [[τρόπος]] ενέργειας αν δεν πετύχει ο [[πρώτος]]<br />γ) «[[δεύτερος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] του οποίου οι συντελεστές [[είναι]] μονοί<br /><b>3.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη [[θέση]] σε αγώνα<br />β) το ύστερο της [[γέννας]]<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />για δεύτερη [[φορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεύτερα]] (AM [[δεύτερα]] και [[δευτέρως]])<br /><b>1.</b> για δεύτερη [[φορά]], εκ νέου, [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] δεύτερο λόγο, σε δεύτερη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[κατόπιν]], [[έπειτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεύτερος]], με τη [[σημασία]] «[[εκείνος]] από τους δύο που βρίσκεται [[πίσω]], ο [[υποδεέστερος]]», προέρχεται από θ. <i>δευ</i>- του [[δεύομαι]] (<b>βλ. λ.</b> <i>δέω</i> II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i>, δηλωτικό του συγκριτικού. (Η [[σύνδεση]] του [[δεύτερος]] με το <i>δύο</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]). Ο τ. [[δεύτερος]] ως α</i>' συνθετικό με την [[μορφή]] <i>δευτερο</i>- εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερουργός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δευτερεύω]], [[δευτερώνω]] (AM [[δευτερώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δευτεραίος]], [[δευτερείος]], [[δευτεριάζω]], [[δευτερίας]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτέριος]], [[δευτερώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεράριος]], [[δευτερότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτέρι</i>, [[δευτεριά]], [[δευτερίζω]], [[δευτερότερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερογαμία]], [[δευτερογενής]], [[δευτερόκλιτος]], [[Δευτερονόμιο]], [[δευτεροταγής]], [[δευτερότοκος]] <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[δευτεροβόλος]], [[δευτερόγονος]], [[δευτεροδεκάτη]], [[δευτεροκοιτώ]], [[δευτερολόγος]], [[δευτεροστάτης]], <i>δευτεροστρατηλατιανοί</i>, [[δευτερόσχετος]], [[δευτερουργής]], [[δευτερουργός]], [[δευτερούχος]], <i>δευτερόφωτος</i>, [[δευτεροχύται]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτερογαμώ]], [[δευτερόπρωτον]], [[δευτεροτόκος]], [[δευτεροφανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεροελάτης]], <i>δευτεροευλογημένος</i>, <i>δευτεροτετραδοπαρασκευή</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δευτερόγαμος]], [[δευτερόλεπτο]], [[δευτερότριτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτεροανωμαλία</i>, [[δευτερανωπία]], [[δευτεροβάθμιος]], [[δευτερογένεια]], [[δευτερόγεννη]], [[δευτερογιαγέρνω]], [[δευτερογιούνης]], [[δευτεροδιαλαλώ]], [[δευτεροετής]], [[Δευτεροκανονικά]], [[δευτερόκλαδος]], [[δευτερολεμβίτης]], [[δευτερομιγής]], [[δευτερομύκητες]], [[δευτεροπαθής]], <i>δευτεροπαντρεύομαι</i>, [[δευτεροπατέρας]], [[δευτεροπατημένος]], [[δευτερόπλασμα]], [[δευτεροπρόσωπος]], [[δευτεροσκοπία]], [[δευτεροστόμια]], [[δευτεροτρέχω]], [[δευτεροχτυπώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεύτερος:''' -α, -ον, [[δεύτερος]], συγκρ. του [[δύο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως προς την [[τάξη]], [[σειρά]], λέγεται για κάποιον που έρχεται [[δεύτερος]] σε έναν αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ. μαζί με το [[άρθρο]], ὁ [[δεύτερος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>αἱ δεύτεραι φροντίδες</i>, δεύτερες σκέψεις, σε Ευρ.· παροιμ., <i>τὸν δ. πλοῦν</i>, [[δοκιμάζω]] τον επόμενο καλύτερο τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δευτέρῃ ἡμέρῃ</i>, την επόμενη [[μέρα]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐμεῖο]] [[δεύτερος]], [[μετά]] τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από 'μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων</i>, στον επόμενο χρόνο, [[μετά]] από τον παρόντα χρόνο, σε Ηρόδ.· στο ουδ. ως επίρρ., <i>δεύτερον αὖ</i>, δεύτερον [[αὖτις]], δεύτερον, [[έπειτα]], [[κατόπιν]], για δεύτερη [[φορά]], σε Όμηρ., Αττ.· στον Πεζό λόγο επίσης, <i>δεύτερα</i>· με [[άρθρο]], <i>τὸ δεύτερον</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ δεύτερα</i>, σε Θουκ.· <i>ἐκ δευτέρου</i>, για δεύτερη [[φορά]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> σε [[σχέση]] με [[ταξινόμηση]], [[κατάταξη]], [[δεύτερος]], <i>δ. μετ' ἐκεῖνον</i>, σε Ηρόδ.· με γεν., [[δεύτερος]] οὐδενός, [[ασύγκριτος]], αυτός που δεν συγκρίνεται με κανέναν, [[ανώτερος]] απ' τον καθένα, στον ίδ.· <i>ἡγεῖσθαι δεύτερον</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] κατώτερης αξίας, δευτερεύον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεύτερος]] από [[δύο]], δευτέρη [[αὐτή]], αυτή μαζί με κάποια [[άλλη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., <i>δεύτερα</i>, <i>τά</i>, = [[δευτερεῖα]], δεύτερο [[βραβείο]] ή δεύτερη [[θέση]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A second, (perh. from δύο with Comp. termination): I next in Order (with a notion of Time), in Il. (not in Od.) of one who comes in second in a race, 23.265; δ. ἐλθεῖν 22.207; δ. αὖτ' . . προΐει . . ἔγχος next, 20.273, etc.; οὔ μ' ἔτι δ. ὧδε ἵξετ' ἄχος no second grief, i.e. none hereafter like this, 23.46; as Comp., c. gen., ἐμεῖο δεύτεροι after my time, ib.248; σοὶ δ' οὐκέτι δ. ἔσται no second choice will be allowed thee, Hes.Op.34; in Att. and Trag. with Art., ὁ δ. S.OC1315, etc.; αἱ δ. πως φροντίδες σοφώτεραι second thoughts are wisest, E.Hipp.436: prov., δ. πλοῦς the next best way, Pl.Phd.99d, etc.; ὁ δ. πλοῦς ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις οὐρίου, κώπαισι πλεῖν Men.241. 2 of Time, next, later, δ. χρόνῳ in after time, Pi.O.1.43; δ. ἡμέρῃ on the next day, Hdt.1.82; δ. ἔτεϊ τούτων in the year after this, Id.6.46: neut. as Adv., δεύτερον αὖ, αὖτε, αὖτις, a second time, Il.3.332, 191, Od.9.354; ἐν τᾷ δ. ἐκκλησίᾳ SIG644.20: with the Art., τὸ δ. Sapph.Supp.4.11, Hdt.1.79, A.Ag.1082, X.Cyr.2.2.1: also pl., Hdt.3.53, 9.3; τὰ δ. κινδυνεύσοντας about to run the next dangers, Th.6.78; later, ἐκ δευτέρου for the second time, Ev.Marc.14.72, Dsc.5.87.10; ἐκ δευτέρης Babr. 114.5, cf. PStrassb.100.22 (ii B. C.): regul. Adv. δευτέρως Pl.Lg. 955e, Sallust.18, etc. b ὁ δ. the younger, BGU592.10 (ii A. D.). II in Order or Rank (without any notion of Time), second, δ.μετ' ἐκεῖνον Hdt.1.31, cf. S.Ph.1442, etc.; πολὺ δ. Id.OC1228 (lyr.); πολὺ δ. μετά τι very much behind, Th.2.97; μετὰ τὸ πλουτεῖν δ. Antiph.144.9: c. gen., δ. οὐδενός second to none, Hdt.1.23, Plb.31.27.16; δ. παιδὸς σῆς E.Tr.618; πάντα τἄλλα δεύτερ' ἦν τῶν προσδοκιῶν D.19.24; πρὸς τὰ χρήματα θνητοῖσι τἄλλα δεύτερ' S.Fr.354.5; τὰ ἄλλα πάντα δ. τε καὶ ὕστερα λεκτέον Pl.Phlb.59c; logically or metaphysically posterior, πᾶν πλῆθος δ. ἐστι τοῦ ἑνός Procl.Inst.5, cf. 36, Dam.Pr.126, al.; δεύτερ' ἡγεῖσθαι think quite secondary, S.OC 351; δεύτερον ἄγειν, δεύτερα ποιεῖσθαι, Luc.Symp.9, Plu.2.162e; ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι Id.Fab.24, cf. Jul.Or.8.242b; ἱερὸν δ. of the second class, OGI56.59 (iii B. C.), etc. 2 the second of two, δ. αὐτή herself with another, Hdt.4.113, cf. AB89; ἑπτὰ δ. σοφοί a second seven sages, Euphro 1.12; εἷς καὶ δ. unus et alter, Hdn.Gr.2.934; εἷς ἢ δ. Jul.Or.6.190d; ἕν τι . . ἢ δεύτερον D.Chr.33.7; δ. καὶ τρίτος two or three, Plb.26.1.1.; neut. as Adv., ἅπαξ καὶ δεύτερον once or twice, Jul. ad Ath.278c. 3 δ. ἀριθμός number whose prime factors are odd, Nicom.Ar.1.12. III as Subst., τὰ δ., = δευτερεῖα, the second prize or place, Il.23.538; τὰ δ. φέρεσθαι Hdt.8.104. 2 after-birth, Dsc.1.48,50. 3 δευτέρα σαββάτου (sc. ἡμέρα) second day of the week, LXXPs.47(48) tit.
German (Pape)
[Seite 553] der Zweite; comparativ. zum superlstiv. δεύτατος »der Letzte«, also eigentlich »der Letztere«, d. h. der Letzte von Zweien; δευτερος und δεύτατος hängen mit δύο nicht unmittelbar zusammen, sondern sind zunächst von δεύεσθαι abzuleiten, δεύτερος der Nachstehende, der (hinter dem Ersten) Zurückbleibende. Lehrreich ist besonders die Redensart οὐδενὸς δεύτερος, Herodot. 1, 23, und Hom. Iliad. 23, 248 ἔπειτα δὲ καὶ τὸν (nämlich τύμβον) Ἀχαιοὶ εὐρύν θ' ὑψηλόν τε τιθήμεναι, οἵ κεν ἐμεῖο δεύτεροι ἐν νήεσσι πολυκλήισι λίπησθε, Scholl. Aristonic. δεύτεροι: ὕστεροι. καὶ »δεύτατος ἦλθεν (Iliad. 19, 51)« ἀντὶ τοῦ ἔσχατος; Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῦ δεύεσθαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσθαι ἐνδεῖν ἐστι. Nun hängt aber δεύεσθαι selbst mit δύο zusammen; es ist mit Guna von der den Begriff der Trennung ausdrückenden Wurzel δυ- oder δFι-gebildet; von dieser Wurzel kommt δύο, das die Sonderung in Zwei bezeichnende Zahlwort, und δεύεσθαί τινος, von Etwas getrennt sein, es entbehren. Vgl. δίς, διά und das Latein. dis-. Δεύτερος findet sich von Homer an überall, das neutrum auch adverolat, »zweitens«, »zum zweiten Male«; bei Homer öfters in den Formen δεύτερος und δεύτερον; andere Formen nur im 23. Buche der Ilias: δευτέρῳ vs. 265. 750, δεύτεροι vs. 248. 498, δεύτερα vs. 538. In der Odyssee nur δεύτερον, 8, 1619, 354. 18, 24. 19, 65. 22, 69. Homer setzt gerne αὖ, αὖτε, αὖτις hinzu; er gebraucht das Wort vom Raume, von der Zeit und vom Range, welche Kategorien sich aber meistens nicht genau sondern lassen. Entschieden räumlich ist wohl zu fassen Iliad. 23, 498 τότε δὲ γνώσεσθε ἵππους, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν; entschieden von der Zeit Iliad. 5, 855 πρόσθεν Ἄρης ὠρέξατο – δεύτερος αὖθ' ὡρμᾶτο Διομήδης; entschieden vom Range Iliad. 23, 538 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές, δεύτερ'· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός, τὰ δεύτερα = der zweite Kampfpreis. Vgl. Iliad. 7, 248 δεύτερος αὖτε, Iliad. 3, 191 δεύτερον αὖτε – τὸ τρίτον αὖτε, Odyss. 3, 161 δεύτερον αὖτις, Iliad. 6, 184 πρῶτον μέν – δεύτερον αὖ – τὸ τρίτον αὖ, Iliad. 23, 265 τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ – αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ – τῷ δὲ τετάρτῳ – πέμπτῳ δέ. – Folgende: a) der Zeit nach: δευτέρῳ χρόνῳ Pind. Ol. 1, 43; μετ' ἐμὲ δεύτερος, sogleich nach mir, Xen. Cyr. 2, 2, 4. – b) der Oldnung, dem Range nach: οὐδενὸς δεύτερος, keinem nachstehend, Her. 1, 23; Pol. 32, 13, 16; καὶ ὕστερος Plat. Phil. 59 c; δεύτερα ἦν τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων, war unter den Erwartungen, blieb hinter den Erwartungen zurück, Dem. 19, 24; ἰσχύϊ δὲ μάχης καὶ στρατοῦ πλήθει πολὺ δευτέρα ἦν μετὰ τὴν Σκυθῶν, an Heereszahl stand sie weit der Macht der Scythen nach, Thuc. 2, 97; Her. 1, 31; μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Theocr. 1, 3; vgl. ἐμοὶ μὲν μετὰ τὸ πλουτεῖν δεύτερον Alexis Ath. VI, 258 e. – So ἄγειν, ἡγεῖσθαι, ποιεῖν, τιθέναι τινὰ δεύτερόν τινος, Jemand einem Andern nachsetzen, Soph. O. C. 351; Luc. Lapith. 9 enc. Dem. 34; Plut. u. a. Sp.; ἐν δευτέρῳ καὶ γονεῖς καὶ παῖδας τῶν τῆς πατρίδος καλῶν τίθεσθαι, Plut. Fab. 24; ἐν δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι Dsm. 13. – c) übh. der Andere neben Einem, δεύτερος αὐτός, selbzweiter, d. i. allein mit dem Andern, Her. 4, 113 u. sonst; δευτέρῳ ἔτει τούτων, im zweiten Jahre darauf; δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀπ' ἧς ὁ χειμὼν ἔγένετο, den Tag nach dem Sturme, 7, 192; Sp. = ἕτερος, εἷς καὶ δεύτερος, vgl. Schäfer D. Hal. C. V. p. 174. – Das neutr. δεύτερον, Her. u. Att. gew. τὸ δεύτερον, zweitens, zumzweiten Male, wiederum, oft noch mit αὖ, αὖτε u. ähnl. vbdn; δεύτερον πάλιν, Plat. Polit. 260 d; δεύτερα, Herodot. 1, 46; τὰ δεύτερα, Thuc. 6, 78; ἐκ δευτέρου, zum zweitenmale, Aesop., N. T.; – τὰ δεύτερα, der zweite Preis, Rang, Her. 8, 104; Xen. Cyr. 4, 6, 11; τὰ δεύτερα φέρεσθαι, Luc. – Bei Medic. = Nachgeburt. – Adv. δευτέρως, Plat. Tim. 56 b u. öfter; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
δεύτερος: -α, -ον, εἶναι πράγματι εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ δύο, ὡς τὸ δεύτατος, εἶναι τὸ ὑπερθ. Buttm. Ausf. Gr. §41n· (ἴδε ἐν λ. δύο). Ι. ὡς πρὸς τὴν τάξιν, ἀλλὰ μετά τινος ἐννοίας χρόνου, παρ’ Ὁμ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.) ἐπὶ τοῦ ἐρχομένου δευτέρου ἐν ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 265· δεύτερος ἐλθεῖν Χ. 207· δ. αὖ… προΐει… ἔγχος, μετὰ ταῦτα, Υ. 273, κτλ.· οὔ μ’ ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ’ ἄχος, οὐδεμία μετ’ αὐτὴν θλῖψις ὁμοία πρὸς τὴν παροῦσαν, Ψ. 46· ἐνίοτε ὡς πραγματικὸν συγκριτικόν, ἐμεῖο δεύτεροι, μετὰ τὸν ἰδικόν μου καιρόν, αἰτ. 248· σοὶ δεύτερον ἔσται, θὰ δοθῇ εἰς σὲ ὡς δευτέρα ἐκλογή· δηλ. θὰ παραχωρηθῇ εἰς σέ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 34· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ δεύτερος Σοφ. Ο. Κ. 1315, κτλ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτεραι σκέψεις, Εὐρ. Ἱππ. 436· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, δοκιμάζω τὸν δεύτερον παρουσιαζόμενον εἰς ἐμὲ τρόπον, Πλάτ. Φαίδ. 99D, κτλ.· ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Μενάνδ. Θρασ. 2, ὁ δ. πλοῦς ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι πλεῖν. 2) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δευτέρῳ χρόνῳ, εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον, Πίνδ. Ο. 1. 69· δευτέρῃ ἡμέρῃ, τῇ ἑπομένῃ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 1. 82 (πρβλ. δευτεραῖος)· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, κατὰ τὸ μετὰ τοῦτο ἔτος, αὐτόθι 6. 46· - οὕτω πολλάκις κατ’ οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ. δεύτερον αὖ, δεύτερον αὖτις, δεύτερον, μετὰ ταῦτα, πάλιν, δευτέραν φοράν, ἀντίθετον τῷ πρῶτον, Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως δεύτερα, ὅπερ ὁ Ὅμηρος ἔχει ἅπαξ, Ἰλ. Ψ. 538· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ δεύτερον Ἡρόδ. 1. 79, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, κτλ.· τὰ δεύτερα Θουκ. 6. 78· μεταγεν., ἐκ δευτέρου, δευτέραν φοράν, Λατ. denuo, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ιδ΄, 71·- ὁμαλ. ἐπίρ. δευτέρως Πλάτ. Νόμ. 955Ε, κτλ. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν τάξιν ἢ ἀξίαν καὶ σπουδαιότητα, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐννοίας χρόνου, δεύτερος, ὕστερος, δ. μετ’ ἐκεῖνον Ἡρόδ. 1. 31, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4, κτλ.· δ. πρός τι Σοφ. Ἀποσπ. 325· πολὺ δ. μετά τι, κατὰ πολὺ κατώτερος, πολὺ ὀπίσω, Θουκ. 2. 97· οὕτω μ. γεν. δεύτερος οὐδενός, κατώτερος οὐδενός, Ἡρόδ. 1. 23· δ. παιδὸς σῆς Εὐρ. Τρῳ. 614· δεύτερα τῶν προσδοκιῶν, κατωτέρω τῶν ἐλπίδων, Δημ. 348. 22· ἡγεῖσθαι δεύτερον, νομίζω τι δευτερεῦον, δευτέρου λόγου ἄξιον, Σοφ. Ο. Κ. 351· οὕτω, δ. ἄγειν, ποιεῖσθαι, τίθεσθαι Λουκ. Λαπ. 9, Πλούτ. 2. 162Ε, πρβλ. ὁ αὐτ. Φαβ. 24. 2) ὁ δεύτερος ἐκ δύο, δευτέρη αὐτή, αὐτὴ καὶ ἄλλη τις, Ἡρόδ. 4. 113· πρβλ. Α. Β. 89· ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί, μετὰ τοὺς γνωστοὺς πρώτους ἑπτά, Εὔφρ. Ἀδελφ. 1 12· εἷς καὶ δεύτερος, unus et alter, μόνον παρὰ μεταγεν., Sch äf. Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 174· ἕν τι… ἢ δεύτερον Δίων Χρ. 2. 4· δ. καὶ τρίτος, δύο-τρεῖς, Πολύβ. 26. 10, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὰ δεύτερα, = δευτερεῖα, τὸ δεύτερον βραβεῖον ἢ ἡ δευτέρα θέσις, τὰ δ. φέρεσθαι Ἰλ. Ψ. 538, Ἡρόδ. 8. 104, πρβλ. Valck. 9. 78. 2) τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Διοσκ. 1. 58.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 second, deuxième : τὰ δεύτερα, le second prix, le second rang (dans un concours) ; adv. • δεύτερον, pour la seconde fois ; • δεύτερον αὖ, et en second lieu, et ensuite ; • δεύτερον αὖτε, m. sign. ; • δεύτερον αὖτις, pour la seconde fois, encore ; • δεύτερα, en second lieu (ou le second prix, v. ci-dessus) ; avec l’art. • τὸ δεύτερον, • τὰ δεύτερα, m. sign. ; ἐκ δευτέρης BABR pour la seconde fois ; δευτέρη αὐτή HDT elle-même seconde, càd elle avec un autre;
2 qui vient après en gén. ; inférieur : οὐδενὸς δεύτερος, qui n’est inférieur à personne ; πολὺ δεύτερος μετά τι THC qui vient tout à fait en seconde ligne après qch, de beaucoup inférieur à qch ; abs. secondaire : τινα δεύτερόν τινος ἄγειν LUC, ποιεῖσθαι PLUT mettre une personne en seconde ligne après une autre, la juger comme inférieure à une autre ; ἡγεῖσθαι δεύτερον SOPH regarder comme chose secondaire ; ἐν δευτέρῳ τί τινος τίθεσθαι PLUT ou ἐν δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι PLUT mettre une chose au second rang après une autre ; avec idée de temps ultérieur, postérieur : δεύτερον ἐλθεῖν IL venir seulement après, venir plus tard ; ἐμεὶο δεύτερος IL, μετ’ ἐμὲ δεύτερος XÉN qui arrive après moi ; δευτέρῳ ἔτει τούτων HDT l’année qui suivit ces événements ; δευτέρῃ ἡμέρῃ HDT le jour suivant.
Étymologie: Cp. de δύο ; cf. δεύτατος.
English (Autenrieth)
second, next; τὰ δεύτερα, ‘the second prize,’ Il. 23.538.—Adv., δεύτερον, secondly, again.
English (Slater)
δεύτερος
1 second ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ (sc. as Tantalos had come at another time) (O. 1.43) [τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτερα (e codd. Athenaei Schweighauser: δεύτατα codd.) (O. 1.50) ] τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ (P. 1.99) ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι (i. e. the road that the original Seven had followed against Thebes) (P. 8.42) βασιλεύς, ἐξ ωκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος (ἐξ ωκεανοῦ γὰρ Πηνειός, ἀφ' οὗ ἐγένετο ὁ Ὑψεύς. Σ.) (P. 9.15) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ i. e. for his second victory (I. 6.2) n. s. pro adv., Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. cf. Vit. Pind., P. Oxy. 2438. 8: ἐφ' Ἱπ]πάρχου ἠγώνισται ἐν Ἀθήναι[ς διθυράμ]βῳ καὶ νενίκηκεν (supp. et emend. Lobel).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -η Hdt.4.113, Hp.Epid.1.26.1, Steril.225
A Iindicando orden consecutivo en el espacio y rel. c. el movimiento segundo, que ocupa el segundo lugar como pred. δ. αὖτ' Ἀχιλεὺς προΐει ... ἔγχος Il.20.273, δ. ἐλθεῖν llegar después, Il.10.368, ἀλύων ἐφαίνετο δ. καὶ τρίτος Plb.26.1.1
•subst. ἄεθλα θῆκε ... τρίποδ' ... τῷ πρώτῳ· ... τῷ δευτέρῳ ἵππον puso como premio un trípode para el primero, un caballo para el segundo de una carrera Il.23.265
•δεύτερα premio para el que llega segundo, el segundo premio, Il.23.538.
II en el tiempo
1 segundo, posterior
a) esp. en la generación segundo, nacido después δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ... Κέρβερον Hes.Th.310, δεύτερον αὖτε γένος ... ἀργύρεον ποίησαν en el mito de las edades, Hes.Op.127
•en pap. para diferenciar dos familiares del mismo nombre, gener. hermanos Δίωνι τῷ δευτέρῳ μοι υἱῷ SB 1285.8 (I a.C.), Στοτοῆτις δ. Estotoetis segundo e.e. hermano (menor) de Estotoetis, PGen.8.5 (II d.C.), cf. PCol.292.8 (V/VI d.C.)
•subst. μάκαρες ... καλέονται, δεύτεροι son llamados bienaventurados los segundos, e.d. los nacidos después en la edad de plata o segunda edad Hes.Op.142, c. gen. οἵ κεν ... ἐμεῖο δεύτεροι ... λίπησθε los que quedéis después de mí, e.d. los que me sobreviváis, Il.23.248;
b) gener. de acciones y abstr. αἱ δεύτεραι ... φροντίδες σοφώτεραι E.Hipp.436, δ. γάμος PMasp.28.17 (VI d.C.), δ. πλοῦς una segunda travesía (de la vida), e.d., una vida posterior o segunda oportunidad, Pl.Phd.99d, cf. Arist.Pol.1284b19, πᾶν πλῆθος δεύτερόν ἐστι τοῦ ἑνός todo lo múltiple es posterior al uno Procl.Inst.5, cf. Hdn.Gr.2.934
•subst. δευτέρων ἀμεινόνων los segundos (intentos) son mejores, e.e., intentar algo por segunda vez con mejor resultado, Pl.Lg.723d, Zen.3.15
•medic. subst. τό, τὰ δ. secundinas: el corion Paul.Aeg.6.75.1
•la placenta Dsc.1.48, 50, Gal.14.150, 165.
2 segundo, siguiente c. medidas de tiempo o ref. a actos periódicos, frec. dat. ἡμέρῃ δὲ δευτέρῃ παρῆσαν al día siguiente se presentaron Hdt.1.81, δευτέρῳ χρόνῳ Pi.O.1.43, ἐν τᾷ δευτέρᾳ ἐκκλησίᾳ op. ἐπὶ μίαν ἐκκλησίαν SIG 644.20 (Seleucia de Cilicia II a.C.)
•c. gen. δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων en el año que siguió a estos acontecimientos Hdt.6.46
•subst. (ἡ) δευτέρα el segundo día δευτέρῃ πάντα παρωξύνθη en el segundo día (de la enfermedad) todo se agudizó Hp.Epid.1.26.1, cf. 2, διὰ δευτέρης cada dos días, en días alternos Hp.Steril.225, δευτέρα σαββάτου el segundo día después del sábado LXX Ps.47.1, δευτέρα φθίνοντος segundo día de la tercera parte del mes Hsch.
•en la serie mensual el día dos προσδοκῶ ... μέχρι δευτέρας ἀπελθεῖν πρὸς τὴν ἀδελφὴν σου espero ir a ver a tu hermana antes del día dos (del mes) POxy.3998.18 (IV d.C.).
III cualitativo
1 calificado el segundo de pers. δ. μετ' ἐκεῖνον segundo después de aquél por su riqueza o felicidad, Hdt.1.31, c. gen. (κιθαρῳδός) οὐδενός δ. (citarista) segundo de nadie, e.e. inferior a nadie Hdt.1.23, cf. Plb.31.27.16, εἰ γάρ με ... δεύτερον ἄξεις Ἕρμωνος si me colocas detrás de Hermón Luc.Symp.9
•subst. ὁ δ. el segundo en rango en la enumeración de los «Siete contra Tebas», S.OC 1315
•τὰ δεύτερα segundo rango φερόμενος οὐ τὰ δεύτερα τῶν εὐνούχων παρὰ βασιλεῖ no teniendo rango inferior entre los eunucos del círculo real Hdt.8.104, ἔχων τὰ δεύτερα τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου que tenía el segundo puesto del reino de Alejandro Ps.Callisth.3.19B.
2 secundario, de segundo orden o clase de cosas y abstr. οἶνος δ. aguapié, vino de la segunda pisada Hp.Morb.2.73, ἱερὸν δ. PPetr.3.97.8 (III a.C.), cf. OGI 56.59 (III a.C.), τὰ ἁδρότατα αὐτῶν (τῶν σκόρδων) καὶ τὰ δεύτερα κατὰ γένος δεσμεύσας atando en ristras los (ajos) más tiernos y los de calidad inferior según el tipo, PSI 433.9 (III a.C.), ἰχθῦς δ. pescado de segunda calidad op. κάλλιστος DP 5.4, δεύτερα ἄλφιτα Hsch.
•esp. en uso pred. segundo en importancia, secundario πρὸς τὰ χρήματα θνητοῖσι τἄλλα δεύτερ' ante las riquezas lo demás es secundario para los mortales S.Fr.354.5, πρῶτον μὲν οὖν καὶ δ. καὶ μέγιστον ... ὁ παροιχόμενος βίος ἐστί μοι Gorg.B 11a.29, μετὰ τὸ πλουτεῖν δεύτερον lo segundo después de ser rico Antiph.142.10, δεύτερ' ἡγεῖται τὰ τῆς οἴκοι διαίτης considera secundaria la vida del hogar S.OC 351, (μὴ φῦναι) ... τὸ δ' ... πολὺ δεύτερον no haber nacido (es lo mejor), pero eso (el morir cuanto antes si se ha nacido) es lo mejor en segundo grado S.OC 1227, πάντα ... τἄλλ' ... δεύτερ' ἦν τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν D.19.24, cf. ISmyrna 573.4 (III a.C.), Plb.31.24.9, ὑπὸ τῶν δευτέρων ἁπάντων por todo aquello que es de segunda categoría Dam.Pr.126, c. gen. ἅπαντα δεύτερα τοῦ ζητεῖν τὸν φόνον ἐποιοῦντο consideraron secundario todo lo que no fuera buscar al asesino Plu.2.162e
•subst. ἐν δευτέρῳ ... τίθεσθαι poner en segundo lugar e.e. por debajo en importancia Plu.Fab.24, cf. Iul.Or.4.242b.
IV indicando alteridad un segundo, otro igual τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν y encontró a aquella segunda amazona esperando Hdt.4.113
•el segundo de dos, otro οὔ μ' ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ' ἄχος no me llegará un segundo dolor, e.e. otro dolor como el que ahora siento Il.23.46, ἄλλος τις Αἴας ... δ. un segundo Áyax ref. a Agamenón, E.Tr.618, δευτέρα ταφή otro sarcófago, e.e., sarcófago exterior que contiene al otro SB 13176.103, 109 (II d.C.).
V sólo numérico
1 segundo, clasificado el segundo ordinal, a partir de un «primero» convencionalmente aceptado μέσαι δέ ἐντι τρῖς τᾷ μουσικᾷ, μία μὲν ἀριθμητικά, δευτέρα δὲ ἁ γεωμετρικά, τρίτα ... ἃν καλέοντι ἁρμονικάν las proporciones en la música son tres: la primera la aritmética, la segunda la geométrica y la tercera la que llaman armónica Archyt.B 2, δάκτυλος δ. dedo índice, PAmh.113.11 (II d.C.), Δεύτερος Νόμος tít. de uno de los escritos del AT Deuteronomio Gr.Naz.M.37.473A
•subst. τὸ δ. de los dedos de la mano índice: (δακτύλων) τὸ πρῶτον ... τὸ δ. ... τὸ τρίτον el pulgar, el índice, el corazón Hp.Art.80
•para numerar libros ἐν τῷ δευτέρῳ en el segundo libro Hdn.Gr.2.933, ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν εἰς τὸ δεύτερον τῶν ἐπιδημιῶν ὑπομνημάτων en el segundo libro del segundo comentario de las Epidemias de Hipócrates, Gal.8.240
•no ordinal dos ἄλλ' ἓν εἴποι τι μόνον ἢ δεύτερον D.Chr.33.7.
2 mat. δ. ἀριθμός número segundo e.e., aquél cuyos factores son números impares (como 9, 15, 21, etc.), Nicom.Ar.1.21.
B (τὸ) δεύτερον, δεύτερα en usos adv.
I temporal después, a continuación en el diálogo o curso del texto εἴρετο δ. αὖτις Il.1.513, cf. Hes.Th.47, Op.34
•para describir distintas fases consecutivas después, posteriormente δ. αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε al revestirse las armas, Hes.Sc.124, πλεῖστον τὰ ἐγγύτατα τοῦ πήχεος· δ. χειρός· τρίτον δακτύλων (el anquilosamiento afecta) más que nada a las partes próximas al brazo, posteriormente a la mano y en tercer lugar a los dedos Hp.Art.21, οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς πρῶτον ἀποστόλους, δ. προφήτας, τρίτον διδασκάλους 1Ep.Cor.12.28.
II cualitativo-cuantitativo en número menor, menos ἔσω πλεῖστα, ἔξω δ. (la dislocación de la cadera se produce) la mayor parte de las veces hacia dentro, menos veces hacia fuera Hp.Mochl.20, τὴν τυραννίδα ... πλεῖστον ἀπέχειν πολιτείας, δ. δὲ τὴν ὀλιγαρχίαν Arist.Pol.1289b3, χειμῶνος ῥήιστα, ἦρος δ. Hp.Aph.1.18.
III indicando repetición y alteridad como segundo intento, otra ocasión δ. ἀπέστελλε ἐπ' αὐτὸν τὴν ἀδελφεήν Hdt.3.53
•por segunda vez, otra vez, de nuevo οὐ ... σ' ὑποστρέψεσθαι ὀΐω δ. ἐς μέγαρον no creo que vuelvas por segunda vez al palacio, Od.18.24, ἀπώλεσας ... τὸ δεύτερον me has destruido por segunda vez A.A.1082, πρὶν ἢ τὸ δ. ἁλισθῆναι τῶν Λυδῶν τὴν δύναμιν Hdt.1.79, cf. X.Cyr.2.2.2, Call.Dian.120, 2Ep.Cor.13.2, Eu.Io.21.16, Aristaenet.1.10.86, Orac.Sib.7.113, ἅπαξ καὶ δ. una y dos veces, una y otra vez Iul.ad Ath.278c, ἐδήλωσα σοι ἅπαξ καὶ δ. ὅτι πέμ[ψ] ον μοι ὀρνίθι[α δ] έκα καὶ οὐδ[αμῶ] ς ἐφρόντισας PMed.83re.5 (IV d.C.), cf. Iust.Nou.137.4, δ. τοῦ ἐνιαυτοῦ dos veces por año, SB 14000.7 (VI/VII d.C.), ἐκ δευτέρου por segunda vez, Eu.Marc.14.72, Dsc.5.87.10, ἐν τῷ δευτέρῳ en la segunda ocasión, Act.Ap.7.13
•fem. ἐκ δὲ δευτέρης ἅπτων encendiendo otra vez Babr.114.5, cf. PStras.100.22 (II a.C.).
C adv. -ως
1 en segundo lugar Pl.Lg.696e, Arist.Metaph.1022a18, Sallust.18.
2 por segunda vez Pl.Lg.955e.
• Etimología: Dud.: ¿de un adv. *δευ que aparecería en δεῦρο, δεῦτε qq.u. y suf. contrastivo -τερο-? ¿De la r. del verbo δεύω, 2 δέω ‘faltar’, q.u., y suf. c. valor compar.?
English (Strong)
as the comparative of δύο; (ordinal) second (in time, place, or rank; also adverb): afterward, again, second(-arily, time).
English (Thayer)
δευτέρᾳ, δεύτερον (from Homer down; Curtius, § 277), second: the second, the other of two: δεύτερος θάνατος (see θάνατος, 3), δευτέρᾳ χάρις in double benefit, but a second, opposed to the former which the Corinthians would have had if Paul in passing through Achaia into Macedonia had visited them πρότερον (WH text Tr marginal reading read δεύτερον χαράν, which see). The neuter δεύτερον is used adverbially in the second place, a second time (cf. Winer's Grammar, § 37,5 Note 1): πάλιν is added, as often in Greek writers (see ἄνωθεν, at the end): τό δεύτερον, ἐκ δευτέρου (Winer's Grammar, § 51,1d.; with πάλιν added, Homer, Odyssey 3,161 ἐπί δεύτερον ἀυτις); έ᾿ντω δευτέρῳ at the second time, δεύτερον in a partition then, in the second place: 1 Corinthians 12:28.
Greek Monolingual
-η, -ο και δεύτερος, δευτέρα, -ο (AM δεύτερος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» — έσυρε δεύτερος το ξίφος)
2. όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε δεύτερος πατέρας του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — επτά σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς επτά σοφούς)
3. εκείνος που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο ως προς την αξία, την τιμή ή την επιτυχία
(«ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις», «μέχρι στιγμής το κόμμα έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται δεύτερος ἀπὸ τὸν βασιλέα», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «τίνα δεύτερον μετ' ἐκεῑνον ἴδοι»)
4. όποιος έχει μικρότερη αξία ή σημασία σε σχέση με κάποιον άλλο (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα δεύτερα», «δεύτερο πράμα» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας
β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ δεύτερα καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα δεύτερα» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν προς την περιουσία)
5. (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)
6. φρ. «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα της Κρίσεως, ο ερχομός του Χριστού ως κριτή πλέον για να κρίνει οριστικά τον κόσμο
7. το θηλ. ως ουσ. η Δευτέρα
η δεύτερη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή
μσν.- νεοελλ.
1. φρ. «δεύτερο χέρι», «δευτέρα χειρ» — ο διορθωτής χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων
2. το αρσ. ως ουσ. ο Δεύτερος ή «ο άγιος Δεύτερος» — κληρικός ή μοναχός που κατέχει τη δεύτερη τιμητική θέση στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»
νεοελλ.
1. ο δευτερότοκος
2. φρ. α) «δεύτερο χέρι» — για επανάληψη σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες
β) «πληροφορίες από δεύτερο χέρι» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους πηγή
3. το ουδ. ως ουσ. το δεύτερο
α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο
β) το δευτερόλεπτο, το ένα εξηκοστό του λεπτού της ώρας («δύο πρώτα και σαράντα δεύτερα»)
αρχ.-μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Δευτέρα
η Δευτέρα Παρουσία
2. (το ουδ. ως επίρρ.) δεύτερον ή «το δεύτερον»
α) δυο φορές
β) για δεύτερη φορά, ξανά
μσν.
1. ο δυσμενής, ο καταστρεπτικός
2. φρ. «προς δεύτερον» — για δεύτερη φορά
αρχ.
1. εκείνος που είναι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε επίσης και την Αμαζόνα, μαζί του ήταν και η Αναζίνα)
2. φρ. α) «δευτέρα ταφή» — το φέρετρο
β) «δεύτερος πλοῡς» — δεύτερος τρόπος ενέργειας αν δεν πετύχει ο πρώτος
γ) «δεύτερος αριθμός» — αριθμός του οποίου οι συντελεστές είναι μονοί
3. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δεύτερα
α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη θέση σε αγώνα
β) το ύστερο της γέννας
4. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ δεύτερα
για δεύτερη φορά
II. επίρρ. δεύτερα (AM δεύτερα και δευτέρως)
1. για δεύτερη φορά, εκ νέου, ξανά
2. κατά δεύτερο λόγο, σε δεύτερη θέση
3. κατόπιν, έπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεύτερος, με τη σημασία «εκείνος από τους δύο που βρίσκεται πίσω, ο υποδεέστερος», προέρχεται από θ. δευ- του δεύομαι (βλ. λ. δέω II) + επίθημα -τερος, δηλωτικό του συγκριτικού. (Η σύνδεση του δεύτερος με το δύο οφείλεται σε παρετυμολογία). Ο τ. δεύτερος ως α' συνθετικό με την μορφή δευτερο- εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη (πρβλ. δευτεραγωνιστής, δευτερουργός κ.λπ.).
ΠΑΡ. δευτερεύω, δευτερώνω (AM δευτερώ)
αρχ.
δευτεραίος, δευτερείος, δευτεριάζω, δευτερίας
αρχ.-μσν.
δευτέριος, δευτερώ
μσν.
δευτεράριος, δευτερότης
νεοελλ.
δευτέρι, δευτεριά, δευτερίζω, δευτερότερος.
ΣΥΝΘ. δευτεραγωνιστής, δευτερογαμία, δευτερογενής, δευτερόκλιτος, Δευτερονόμιο, δευτεροταγής, δευτερότοκος αρχ. δευτερέσχατος, δευτεροβόλος, δευτερόγονος, δευτεροδεκάτη, δευτεροκοιτώ, δευτερολόγος, δευτεροστάτης, δευτεροστρατηλατιανοί, δευτερόσχετος, δευτερουργής, δευτερουργός, δευτερούχος, δευτερόφωτος, δευτεροχύται
αρχ.-μσν.
δευτερογαμώ, δευτερόπρωτον, δευτεροτόκος, δευτεροφανώς
μσν.
δευτεροελάτης, δευτεροευλογημένος, δευτεροτετραδοπαρασκευή
μσν.- νεοελλ.
δευτερόγαμος, δευτερόλεπτο, δευτερότριτος
νεοελλ.
δευτεροανωμαλία, δευτερανωπία, δευτεροβάθμιος, δευτερογένεια, δευτερόγεννη, δευτερογιαγέρνω, δευτερογιούνης, δευτεροδιαλαλώ, δευτεροετής, Δευτεροκανονικά, δευτερόκλαδος, δευτερολεμβίτης, δευτερομιγής, δευτερομύκητες, δευτεροπαθής, δευτεροπαντρεύομαι, δευτεροπατέρας, δευτεροπατημένος, δευτερόπλασμα, δευτεροπρόσωπος, δευτεροσκοπία, δευτεροστόμια, δευτεροτρέχω, δευτεροχτυπώ].
Greek Monotonic
δεύτερος: -α, -ον, δεύτερος, συγκρ. του δύο·
I. 1. ως προς την τάξη, σειρά, λέγεται για κάποιον που έρχεται δεύτερος σε έναν αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ. μαζί με το άρθρο, ὁ δεύτερος, σε Σοφ. κ.λπ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτερες σκέψεις, σε Ευρ.· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, δοκιμάζω τον επόμενο καλύτερο τρόπο, σε Πλάτ.
2. λέγεται για χρόνο, δευτέρῃ ἡμέρῃ, την επόμενη μέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., ἐμεῖο δεύτερος, μετά τη σειρά μου, μετά από 'μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, στον επόμενο χρόνο, μετά από τον παρόντα χρόνο, σε Ηρόδ.· στο ουδ. ως επίρρ., δεύτερον αὖ, δεύτερον αὖτις, δεύτερον, έπειτα, κατόπιν, για δεύτερη φορά, σε Όμηρ., Αττ.· στον Πεζό λόγο επίσης, δεύτερα· με άρθρο, τὸ δεύτερον, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ δεύτερα, σε Θουκ.· ἐκ δευτέρου, για δεύτερη φορά, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. σε σχέση με ταξινόμηση, κατάταξη, δεύτερος, δ. μετ' ἐκεῖνον, σε Ηρόδ.· με γεν., δεύτερος οὐδενός, ασύγκριτος, αυτός που δεν συγκρίνεται με κανέναν, ανώτερος απ' τον καθένα, στον ίδ.· ἡγεῖσθαι δεύτερον, θεωρώ κάτι κατώτερης αξίας, δευτερεύον, σε Σοφ.
2. δεύτερος από δύο, δευτέρη αὐτή, αυτή μαζί με κάποια άλλη, σε Ηρόδ.
III. ως ουσ., δεύτερα, τά, = δευτερεῖα, δεύτερο βραβείο ή δεύτερη θέση, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.