πτερόν

English (LSJ)

τό, (πέτομαι, πτέσθαι) mostly in plural,
A feathers, Od.15.527, Hdt.2.73, etc.: in sg., feather, E.Rh.618, Ar.Ach.584, 1105; πτεροῦ σῦριγξ = quill, Hp.Fist.6; τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις Luc.Salt.2; ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Pl.Ti.91d (cf. Ar.Av.106); ἡ τῶν π. ἀποβολή Pl.Phdr. 246d: prov., πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν = misery is of varied plumage, i.e. manifold, A.Supp.329; τοῖς αὑτῶν πτεροῖς ἁλίσκεσθαι to be shot with an arrow feathered from one's own plumes, 'hoist with one's own petard', Id.Fr.139; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι = pride oneself on 'borrowed plumes', Luc.Pro Merc.Cond.4; κείρευ πτερά 'have your wings clipped', Call.Epigr.47.8.
2 = πτέρυξ, bird's wing, freq. in plural, wings, Il.11.454, Od.2.151, etc. (sg., A.Fr.304.4); οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς Id.Pr.396; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Id.Eu.1001 (lyr.); τὰ τέκν' ἔχων ὑπὸ πτεροῖς E.Heracl.10, etc.: as an emblem of speed, ὡσεὶ π. ἠὲ νόημα Od.7.36; πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς E.IT32; δοκεῖτε πηδᾶν τἀδικήματ' εἰς θεοὺς πτεροῖσι; Id.Fr.506; also τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i.e. spirit, courage, Il.19.386; νωμᾷ δ' ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης (sc. Ἀφροδίτης) πτερόν, ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς her uplifting influence, S.Fr.941.11.
3 wings of a bat, Hdt.2.76; of insects, Arist.HA532a25, PA682b18, al.
II any winged creature, as the Sphinx, E.Ph.806 (lyr.); a beetle, Ar.Pax76.
2 omen, πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερόν ἐξήγαγ' ἐς τόδ' ἄλσος S.OC97.
III anything like wings or feathers: as
1 oars, ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.11.125; νηὸς πτερά Hes.Op.628 (unless sails, cf. πτίλον ΙΙΙ.2); ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον π. E.Hel.147; σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Id.Tr.1086 (lyr.): hence conversely, of birds, πτεροῖς ἐρέσσει Id.IT289; πτερῶν εἰρεσίᾳ, of Hermes, Luc.Tim.40.
2 ἀέθλων πτερά, i.e. the crown of victory, which lifts the victor to heaven, Pi.O.14.24, cf.P.9.125.
3 sg., wings of the wind, dub. in S.Fr.23.3.
4 fan or parasol, Com. Adesp.1129.
5 πτερὸν ἱέρακος a hawk's wing, worn by the ἱερογραμματεύς in Egypt, D.S.1.87.
6 feathered arrow, E.Hel.76.
7 ploughshare, Lyc. 1072.
8 sidewalls of Egyptian temples, Str.17.1.28, Plu.2.359a.
b battlements, Procop.Aed.2.8.
c portcullis, or drawbridge, in gateways, Sch.E.Ph.114.
9 πτερὰ Θετταλικά were the fluttering corners of a χλαμύς (v. πτέρυξ II.4), Poll. 7.46.

German (Pape)

[Seite 808] τό, 1) Feder, womit man fliegt (πτέσθαι), Flügel, Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Übertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie οἰωνός, Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' ἄλσος, Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν, Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ, unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς οὔριον πτερόν, Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch πτερόω); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine σῦριγξ, Anonym. Bellerm. de mus. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
I. plume d'aile : ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι LUC se parer des plumes d'autrui ; p. ext.
1 plumet, aigrette;
2 trait garni de plumes;
II. d'ord. τὰ πτερά aile, particul.
1 aile d'oiseau ; les ailes aux pieds d'Hermès ; les ailes sur un casque ; p. ext. oiseau, tout être ailé ; augure, auspice, ou en gén. coup d'aile ou direction du sort, de la destinée, et, p. suite, sort, destinée;
2 aile d'insecte;
3 fig. comme symbole de force : τῷ δ' αὖτε πτερὰ γίγνετο IL (ses armes) lui étaient comme des ailes à un oiseau ; comme symbole d'agilité, de légèreté ; comme symbole de protection : Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ESCHL sous les ailes de Pallas;
III. p. anal.
1 en parl. de navires rangée de rames;
2 colonnade de temple;
3 aile de bâtiment, particul. construction en saillie aux deux côtés de la porte principale d'un temple égyptien.
Étymologie: R. Πετ, voler ; v. πέτομαι, ἵπταμαι, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερόν -οῦ, τό [~ πέτομαι] veer (van vogels), meestal plur.:; σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν het dichte verenkleed hing slap Il. 23.879; οἱ τὰ ὦτα πτερῷ κνώμενοι mensen die met een veer hun oren kietelen Luc. 45.2; overdr. van voorwerp met veren; εὐστόχῳ πτερῷ met een welgerichte pijl Eur. Hel. 76; spreekw..; πόνου δ’ ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν nergens zul je van ellende dezelfde pluimage zien (= ellende is nooit van dezelfde pluimage, d.w.z. nooit gelijk) Aeschl. Suppl. 329; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι met andermans veren pronken Luc. 36.4; op een helm. τὸν... λόφον ἀπέρραξε μετὰ θατέρου πτέρου hij brak de helmbos af met één van de veren Plut. Alex. 16.10. vleugel, meestal plur.; overdr.:; τῷ δ’ εὖτε πτερὰ γίγνετ’ (de wapenrusting) gaf hem als het ware vleugels Il. 19.386; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς onder de vleugels van Pallas Aeschl. Eum. 1001; overdr..; ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται roeispanen, die de vleugels voor de schepen zijn Od. 11.125; σκάφος ἀίσσον πτεροῖσι een boot voortschietend door middel van zijn vleugels (d.w.z. roeiriemen) Eur. Tr. 1086; overdr. gevleugeld wezen; τὸ παρθένιον πτερόν het vogelmeisje (de Sfinx) Eur. Phoen. 806; vogelteken. πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ’ ἐς τόδ’ ἄλσος een betrouwbaar vogelteken van u heeft mij naar dit heiligdom gebracht Soph. OC 97.

Russian (Dvoretsky)

πτερόν: τό
1 перо (κύκνου π. Eur.): τὰ χρυσόκομα τῶν πτερῶν Her. золотистое оперение; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι погов. Luc. рядиться в чужие перья; πόνου οὐδαμοῦ ταὐτὸν π. Aesch. нет несчастий с одним и тем же оперением, т. е. нет одинаковых несчастий;
2 крыло (у птицы, насекомого и т. п.) Hom. etc.: ὑπὸ πτεροῖς τινος εἶναι Aesch. находиться под чьим-л. крылом, т. е. защитой; ἴσος πτεροῖς Eur. подобный крыльям, т. е. быстрый как птица;
3 парус или весло: νηὸς πτερά Hes. корабельные снасти; σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Eur. быстролетное судно;
4 конец, край (τοῦ πώγωνος τὰ πτερά Luc.);
5 (оперенная), стрела (εὔστοχον π. Eur.): τοῖς αὑτῶν πτεροῖς ἁλίσκεσθαι Aesch. быть пораженными собственными стрелами;
6 крылатое существо: τὸ παρθένιον π. Eur. = Σφίγξ;
7 предзнаменование, знамение (π. πιστόν Soph.);
8 боковая колоннада (храма) Plut.;
9 боковая пристройка, крыло здания Plut.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): feather, wing; πτερὰ βάλλειν, ‘ply,’ τινάσσεσθαι, Λ, Od. 2.151; symbol of lightness, swiftness, Il. 19.386, Od. 7.36; fig., of oars, πτερὰ νηυσίν, Od. 11.125.

English (Slater)

πτερόν (-ά, -οῖσι(ν).)
   1 wing
   a πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις (P. 4.183)
   b met., garland ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (P. 9.125)

Spanish

pluma, ala

Greek Monotonic

πτερόν: τό (πτέσθαι
1. κυρίως στον πληθ., φτερά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., φτερό, σε Αριστοφ.
2. = πτέρυξ, φτερούγα πουλιού, στον πληθ., φτερούγες, σε Όμηρ., Αισχύλ.· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, μεταφ., λέγεται για τα κλωσόπουλα που βρίσκονται κάτω από τα φτερά της κλώσσας, σε Αισχύλ.· τῷ πτερὰ γίγνετο, γίνονταν σαν φτερά, σε Ομήρ. Ιλ.
3. φτερά της νυχτερίδας (βλ. πτίλον II), σε Ηρόδ.
II. 1. οποιοδήποτε φτερωτό δημιούργημα, όπως η Σφίγγα, σε Ευρ.· σκαθάρι, σε Αριστοφ.
2. όπως το οἰωνός, Λατ. avis, πτηνά που παρέχουν προφητικά σημάδια, προφητεία, οιωνός, σε Πίνδ., Σοφ.
III. οτιδήποτε μοιάζει με φτερό όπως:
1. τα φτερά του πλοίου, δηλ. τα κουπιά (πρβλ. πτερόω), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, σε Ομήρ. Οδ.· νηὸς πτερά, σε Ησίοδ., Ευρ.· απ' όπου, χρησιμ. για τις φτερούγες των πουλιών, πτεροῖς ἐρέσσειν, σε Ευρ.
2. ἀέθλων πτερά, δηλ. βραβείο της νίκης που υψώνει τον ποιητή μέχρι τον ουρανό, σε Πίνδ.
3. φτερωτό βέλος, σε Ευρ.
4. τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τα άκρα της γενειάδας, σε Λουκ.
5. στην Αρχιτεκτονική, λέγεται για τις εξωτερικές σειρές των κιόνων στις πλευρές των ελληνικών ναών, βλ. ἄπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόν: τό, (πέτομαι, πτέσθαι) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, πτερόν, Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ κάτω μέρος, ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. καυλός), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν, τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ εἶναι ποικίλα, δηλ. ἡ δυστυχία εἶναι πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. ὁμόπτερος)· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς ἁλίσκομαι, τοξεύομαι μὲ βέλος ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, κομπάζω διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = πτέρυξ, πτηνοῦ πτέρυξ («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. ἐξακρίζω)· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς σύμβολον ταχύτητος, ὡσεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα Ὀδ. Η. 36· πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· ὡσαύτως, τῷ δ’ εὖτε πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο ὡσεὶ πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε πτίλον ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. τετράπτερος, πολύπτερος. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, οἷονΣφίγξ, Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ κάνθαρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ οἰωνός, Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν σημεῖον, πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο νικᾶν Πινδ. Π. 9. 220· ― ὡσαύτως, νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ δύναμις αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· οἷον 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. πτερόω), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. πτίλον ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν οὔριον πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ βραβεῖον, ὁ στέφανος τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ θολία, σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε πτεροφόρης. 6) βέλος ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. πτερόεις, πτέρωμα Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ ἄκρα τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ ἄκρον τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι κυρίως ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, δίπτερος, περίπτερος, πτέρωμα· ― ἐν Αἰγύπτῳ ἔνθα δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται οὕτως οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) εἶδος γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς γέφυρα κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. καθέτης. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε πτέρυξ ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... μέρος χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. χλαμύς. ― Πρβλ. πτέρυξ, πτερύγιον ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

Greek Monolingual

το / πτερόν, ΝΜΑ
1. καθένας από τους κερατινοποιημένους επιδερμικούς σχηματισμούς-στελέχη με τριχοειδείς αποφύσεις, που καλύπτουν το σώμα τών πουλιών και είναι εξειδικευμένοι για θερμική μόνωση, πτήση, αισθητήρια υποδοχή, επίδειξη κ.ά. λειτουργίες (α. «παγώνι με χρυσά φτερά και μ' ασημένια πόδια», μοιρολόγι
β. «ἀντὶ τριχῶν πτερά φύειν», Πλάτ.)
2. συνεκδ. πτέρυγα, φτερούγα (α. «τα φτερά της νυχτερίδας» β. «τα φτερά του αεροπλάνου» γ. «τα φτερά τών εντόμων» δ. «τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι...», Ηρόδ.)
3. (κατ' επέκτ.) το πλατύ μέρος του κουπιού («ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται», Ομ. Οδ.)
4. εξάρτημα προσαρμοσμένο στο υνί του αρότρου για την αναστροφή του χώματος, αναστρεπτήρας (α. «φτερό του αλετριού» β. «ὁλκαίῳ πτερῷ», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. εξωτερική κιονοστοιχία κατά μήκος τών μακρών πλευρών αρχαίου ναού
2. πτερύγιο υδραυλικού τροχού ή άλλης συσκευής (α. «φτερά νερόμυλου» β. «φτερά ανεμόμυλου» γ. «φτερά τουρμπίνας»)
3. καθένα από τα ημικυλινδρικά ελάσματα που επιστεγάζουν τα άνω ημίσεα τών τροχών αυτοκινήτου, μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου ή άλλου οχήματος
4. καθένας από τους πεπλατυσμένους βραχίονες έλικα
5. ξεσκονιστήρι από φτερά
6. βεντάλια από φτερά
7. μτφ. καθετί που συντελεί σε γοργή κίνηση ή σε πνευματική και ηθική εξύψωση (α. «τα φτερά της φαντασίας» β. «τα φτερά της ποίησης»)
8. φρ. α) «στο φτερό»
i) κατά την πτήση, στον αέρα
ii) γρήγορα, στα πεταχτά
β) «κάνω φτερά»
μτφ. εξαφανίζομαι
γ) «του κόπηκαν τα φτερά» — έχασε το θάρρος του ή τους υποστηρικτές του
δ) «μαζεύω τα φτερά μου» — χάνω την ορμητικότητα ή την έπαρση μου
ε) «το 'καναν φύλλο [και] φτερό» — το κατέστρεψαν εντελώς, το διέλυσαν
αρχ.
1. καθετί που έχει φτερά
2. οιωνός, πτηνό που παρέχει προφητικό σημείο («πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερόν», Σοφ.)
3. το φύλλωμα τών δένδρων
4. σκιάδιο, παρασόλι
5. φτερωτό βέλος («τῷδ' ἄν εὐστόχῳ πτερῷ ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν Διὸς κόρης», Ευρ.)
6. πλευρική πτέρυγα αιγυπτιακού οικοδομήματος, ιδίως ναού («τοῦ δὲ προνάου παρ' ἑκάτερον πρόκειται τὰ λεγόμενα πτερά», Στράβ.)
7. είδος γείσου ή έπαλξης
8. σιδερόφρακτη ή σιδηροπαγής κινητή γέφυρα, που βρισκόταν μπροστά από την πύλη πόλεως
9. κάνθαρος, σκαραβαίος («ὦ Πηγάσειον, φησί, γενναῖον πτερόν», Αριστοφ.)
10. φρ. α) «πτεροῦ σῦριγξ» — το κεράτινο στέλεχος φτερού (Ιπποκρ.)
β) «πτερὸν ἱέρακος» — γραφίδα κατασκευασμένη από φτερό γερακιού, την οποία έφεραν οι ιερογραμματείς στην Αίγυπτο (Διόδ.)
γ) «ἀέθλων πτερά»
μτφ. το βραβείο, το στεφάνι της νίκης, το οποίο υψώνει τον ποιητή μέχρι τον ουρανό (Πίνδ.)
δ) «τοῦ πώγωνος τὰ πτερά» — τα άκρα του παγωνιού
ε) «πτερὰ Θεσσαλικά» — η κάτω παρυφή χλαμύδας (Πολυδ.)
11. παροιμ. φρ. α) «πόνου δ' ἴδοις ἄν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν» — δηλώνει ότι υπάρχουν πολλές μορφές δυστυχίας (Αισχύλ)
β) «κείρευ πτερά» — λεγόταν παραινετικά σε κάποιον για να πάψει να νομίζει ότι κάτι είναι κατορθωτό (Καλλ.)
γ) «ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι» — περηφανεύομαι, κομπάζω για ξένα πράγματα (Λουκιαν.)
δ) «τοῖς ἐμαυτοῦ πτεροῖς ἁλίσκομαι» — συλλαμβάνομαι τοξευόμενος με βέλη που έχουν δικά μου φτερά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φτερό / πτερόν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pet- / petā «πετώ, πέφτω» (βλ. λ. πέτομαι) και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας και επίθημα -ε-ρον (πρβλ. βλέφ-α-ρον, πενθ-ε-ρός). Η λ. πτερόν συνδέεται με τα: αρμ. ťer «πλευρά», ťir «πτήση» (από την ίδια μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας), αρχ. ινδ. patra- «φτερό, πούπουλο», λατ. (acci)-piter «γεράκι», αρχ. άνω γερμ. fedara «πούπουλο, φτερό», γερμ. Feder «πούπουλο», αγγλ. feather «φτερό» (από την απαθή βαθμίδα της ρίζας), καθώς και με τ. που εμφανίζουν επίθημα -n-, πρβλ. λατ. penna «φτερό» (< pet-na), αρχ. ινδ. patan-g-a «πετώντας» (γνωστή είναι η εναλλαγή r / n στο επίθημα, πρβλ. ὕπνος / ὗπαρ). Ο νεοελλ. τ. φτερό έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πταίω: φταίω).
ΠΑΡ. πτερίδιος, πτέρινος, πτέρις, πτερόεις, πτέρυγα / (-υξ), πτερώ / (-ώνω) / φτερώνω, πτέρωμα / φτέρωμα, πτερωτός / φτερωτός
αρχ.
πτέριον, πτερίσκος, πτερότης, πτέρων
νεοελλ.
φτεράω, φτεριάζω, φτερίζω, φτερούγα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πτεροειδής, πτεροποίκιλος, πτερόπους, πτερορρυώ, πτεροφόρος
αρχ.
πτεροβάμων, πτεροδόνητος, πτεροδρομία, πτεροείμων, πτεροφυής, πτερόφυτος, πτερώνυμος
αρχ.-μσν.
πτεροβόλος, πτεροποιώ
μσν.
πτερόϊππος, πτερόπλοκος, πτεροφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
πτερόρροια
νεοελλ.
πτερανόδους, πτερασπίς, πτεροβράγχια, πτεροδάκτυλος, πτερόκαρπος, πτεροκαρύα, πτερόλεπις, πτερόμυς, πτερόποδα, πτεροπώλης, πτεροσχιδής, πτερότιλση, φτεροδέρνομαι, φτεροθορυβώ, φτεροκοπώ, φτερολογιέμαι, φτερομαδώ, φτεροπετώ, φτεροπηδώ, φτεροπόδαρος, φτεροσπαθάτος, φτεροφόρος, φτεροχτυπώ
(Β' συνθετικό) άπτερος / -φτερος, βραχύπτερος, δίπτερος, λευκόπτερος, μακρόπτερος, μελανόπτερος, μονόπτερος, ολόπτερος, περίπτερος, πυκνόπτερος, ταχύπτερος, τετράπτερος, χρυσόπτερος
αρχ.
αρβυλόπτερος, αυτόπτερος, βαθύπτερος, δερματόπτερος, δερμόπτερος, ερασίπτερος, εύπτερος, ισόπτερος, κακόπτερος, κατάπτερος, κολεόπτερος, κουφόπτερος, κυανόπτερος, κυκνόπτερος, λαχανόπτερος, λινόπτερος, μαρμαρόπτερος, μελεσίπτερος, ξενοποικιλόπτερος, ξουθόπτερος, ολιγόπτερος, ομοιόπτερος, ομόπτερος, οξύπτερος, ορθόπτερος, περκνόπτερος, ποικιλόπτερος, πολύπτερος, σαρκόπτερος, σιδηρόπτερος, σχιζόπτερος, τανύπτερος, τανυσίπτερος, τρίπτερος, υμενόπτερος, υπόπτερος, φερέπτερος, φοινικόπτερος, χαλκόπτερος, ψευδοδίπτερος, ψευδοπερίπτερος, ωκύπτερος
νεοελλ.
ανεμόπτερος, γοργόπτερος, δασύπτερος, κουτσόφτερος, μαυρόφτερος, πλατύφτερος].

Frisk Etymological English

Cf. πέτομαι
Grammatical information: n.
Meaning: feather, wing, pinion, also metaph. of feather- and wing-like objects (Il.).
Compounds: Compp., e.g. πτερο-φόρος feathered, winged (A., E.), ὑπό-πτερος (swift) winged (Pi., IA.; on the formation Schwyzer-Debrunner 532 w. n. 6 a. lit.); on ὑπο-πετρ-ίδιος s.v.
Derivatives: 1. πτερό-εις provided with feathers or wings (ep. poet. Il.; cf. Kretschmer Glotta 27, 249 a. 278 w. lit., also Yorke Class Quart. 30, 151 f.); opposite ἄ-πτερος (Od.), a.o. of μῦθος (as opposite of ἔπεα πτερόεντα; diff., improbable, Hainsworth Glotta 38, 263ff.); 2. πτερω-τός id. (IA.), -τικός belonging to plumage (Vp); 3. -μα n. plumage (A. fr., Pl. Phdr. a.o.; rather enlarged from πτερόν than from πτερόομαι); 4. πτερό-της f. winged condition (Arist.); 5. πτέρ-ων m. n. of an unknown bird (Com. Adesp.), -νις m. n. of a kind of hawk (Arist.); 6. πτερ-όομαι, -όω, also m. ἐκ-συν-, to get wings, to become fledged resp. to feather, to wing (IA.) with -ωσις f. feathering, plumage (Ar., Arist. etc.). -- Beside it πτέρυξ, -υγος f. wing, like πτερόν often metaph. (Il.). Often as 2. member, e.g. τανύ-πτερυξ (Il.), also πτερόν -πτέρυγ-ος (Simon.) spreading the wings; extensively Sommer Nominalkomp. 70f. (cf. on τανύω). -- From πτέρυξ 1. dimin. πτερύγ-ιον n. des. of several winglike objects (Hp., Arist.); 2. -ώδης wing-like (Hp., Thphr.); 3. -ωτός provided with wings (Arist.); 4. -ωμα n. poultry etc. (late); 5. πτερυγ-ίζω, also w. ἀνα- a.o., to move the wings (Ar.); -όομαι, -όω meaning unclear (Lesb. lyr. resp. medic.), ἀπο- πτερόν to lose the wings (Vett. Val.); πτερ-ύσσω, also w. δια- a.o., to flap with the wings (Archil.[?], hell.), perhaps from πτερόν; cf. Schwyzer 725 w. lit.
Origin: IE [Indo-European] [825] *pet(h₂)- fly
Etymology: Beside πτερ-όν stand on the one hand Arm. t`er side, with lengthened vowel t`i̇r flight, t`r-čim, aor. t`r-eay fly, on the other Skt. pátr-am n. wing, feather, Lat. acci-piter, -tr-is hawk, Germ., e.g. OHG fedara, OWNo. fjǫðr f. feather', all going back on IE *pter- resp. *petr- (the last also in ὑποπετριδίων ὀνείρων winged dreams [Alcm. 23, 49; cf. Kock ad loc.]?). The r-stem is still found in Hitt. patt-ar (pitt-ar?) n., to which with heteroclit. gen. pl. -an-aš; a continuation of the alternating n-stem a.o. in Lat. penna f. feather, wing from *pet-n-ā. At the basis is the verb for fly in πέτομαι, πτέ-σθαι, s. v. -- A disyllabic form is seen in Skt. patar-á- flying, beside which patár-u- id., which reminds of the u-stem in πτέρ-υ-ξ(?). As for -(υ)γ- no convincing example inside Greek can be found (ὄρτυξ and other birdnames are too far off), several connections have been suggested: Skt. pataṅ-g-á- flying (for patan- cf. petn- above; on g s. ἀστράγαλος [but this is Pre-Greek]), Av. fra-ptǝrǝǰāt- bird (analysis uncertain: from *ptǝrǝ-g- wing?), Lat. protervus turbulent (from *pro-pterg-u̯os?), OLFr. fetheracco gen. pl. alarum. -- Controversial is the connection with Slav. (OCS, Russ. etc.) peró n. feather, which cannot be directly equated with πτερόν and perhaps rather belongs to Skt. parṇám n. wing, feather, leaf etc. After Petersson KZ 47, 272 πτερόν would be a cross of *περόν (= Slav. peró) and πτέρυξ. Here further Toch. B parwa pl. feathers; cf. v. Windekens Orbis 11, 194. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 20f., Pok. 826, W.-Hofmann s. accipiter, penna, prōtervus, Mayrhofer s. pataráḥ, pátram, parṇám, Vasmer s. peró; also Specht 216f. (much that is uncertain).

Middle Liddell

πτερόν, οῦ, πτέσθαι
I. mostly in plural feathers, Od., Hdt., etc.; in sg. a feather, Ar.
2. = πτέρυξ, a bird's wing, in plural wings, Hom., Aesch.; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Aesch.: —τῷ πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i. e. spirit, courage, Il.
3. the wings of a bat (v. πτίλον II), Hdt.
II. any winged creature, as the Sphinx, Eur.; a beetle, Ar.
2. like οἰωνός, Lat. avis, an augury, omen, Pind., Soph.
III. anything like wings: as
1. a ship's wings, i. e. oars (cf. πτερόὠ, ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.; νηὸς πτερά Hes., Eur.:— hence birds are said πτεροῖς ἐρέσσειν, Eur.
2. ἀέθλων πτερά, i. e. the wings of victory, which lift the Poet to heaven, Pind.
3. a feathered arrow, Eur.
4. τοῦ πώγωνος τὰ πτερά the points of the beard, Luc.
5. in Architecture, of the rows of columns along the sides of Greek temples, v. ἄπτερος.

Frisk Etymology German

πτερόν: {pterón}
Grammar: n.
Meaning: Feder, Flügel, Fittich, auch übertr. von feder- und flügelähnlichen Gegenständen (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. πτεροφόρος ‘feder-, flügeltragend' (A., E. u.a.), ὑπόπτερος beflügelt, beschwingt (Pi., ion. att.; zur Bildung Schwyzer-Debrunner 532 m. A. 6 u. Lit.); zu ὑποπετρίδιος s.u.
Derivative: Davon 1. πτερόεις ‘mit Federn od. Flügeln versehen’ (ep. poet. seit II.; vgl. Kretschmer Glotta 27, 249 u. 278 m. Lit., auch Yorke Class Quart. 30, 151 f.); Gegensatz ἄπτερος (seit Od.), u.a. von μῦθος (als Gegensatz von ἔπεα πτερόεντα; anders, unwahrscheinlich, Hainsworth Glotta 38, 263ff.); 2. πτερωτός ib. (ion. att.), -τικός zum Gefieder gehörig (Vp); 3. -μα n. Gefieder (A. Fr., Pl. Phdr. u. a.; eher aus πτερόν erweitert als von πτερόομαι); 4. πτερότης f. beflügelter Zustand (Arist.); 5. πτέρων m. N. eines unbek. Vogels (Kom. Adesp.), -νις m. N. einer Habichtart (Arist.); 6. πτερόομαι, -όω, auch m. ἐκσυν-, Flügel bekommen, flügge werden bzw. befiedern, beflügeln (ion. att.) mit -ωσις f. Befiederung, Gefieder (Ar., Arist. usw.). — Daneben πτέρυξ, -υγος f. Flügel, wie πτερόν oft übertr. (seit Il.). Oft als Hinterglied, z.B. τανύπτερυξ (Il.), auch ~ -πτέρυγος (Simon.) die Flügel ausbreitend; ausführlich Sommer Nominalkomp. 70f. (vgl. zu τανύω). — Davon 1. Demin. πτερύγιον n. Ben. verschiedener flügelähnlicher Gegenstände (Hp., Arist. usw.); 2. -ώδης flügelähnlich (Hp., Thphr. u.a.); 3. -ωτός mit Flügeln versehen (Arist.); 4. -ωμα n. Geflügel (sp.); 5. πτερυγίζω, auch m. ἀνα- u.a., die Flügel bewegen (Ar. u.a.); -όομαι, -όω Bed. unklar (lesb. Lyr. bzw. Mediz.), ἀπο- ~ die Flügel verlieren (Vett. Val.); πτερύσσω, auch m. δια- u.a., mit den Flügeln schlagen (Archil.[?], hell. u. sp.), viell. von πτερόν; vgl. Schwyzer 725 m. Lit.
Etymology: Neben πτερόν stehen einerseits arm. t‘er Seite, mit Dehnstufe t‘i̇r Flug, t‘ṙ-čim, Aor. t‘ṙ-eay fliegen, anderseits aind. pátr-am n. Flügel, Feder, lat. acci-piter, -tr-is Habicht, germ., z.B. ahd. fedara, awno. fjǫðr f.’Feder’, alles auf idg. *pter- bzw. *petr- zurückgehend (letzteres auch in ὑποπετριδίων ὀνείρων geflügelte Träume [Alkm. 23, 49; vgl. Kock z. St.]?). Der r-Stamm ist noch in heth. patt-ar (pitt-ar?) n. zu belegen, wozu mit Heteroklisie Gen. pl. -an-; ein Ausläufer des alternierenden n-Stamms u.a. in lat. penna f. Feder, Flügel aus *pet-n-ā. Zugrunde liegt das Verb für fliegen in πέτομαι, πτέσθαι, s. d. — Eine zweisilbige Form erscheint in aind. patar-á- fliegend, woneben patár-u- ib., das an den u-Stamm in πτέρυ-ξ erinnert. Da sich für -(υ)γ- kein überzeugendes Vorbild innerhalb des Griech. erkennen läßt (ὄρτυξ und andere Vogelnamen liegen recht fern), sind verschiedene Anknüpfungen geprüft worden: aind. pataṅ-g-á- fliegend (zu patan- vgl. petn- oben; zu g s. auch ἀστράγαλος), aw. fra-prəǰāt- Vogel (Analyse unsicher: von *ptərə-g- Flügel?), lat. protervus ungestürn (aus *pro-pterg-u̯os?), anfr. fetheracco Gen. pl. alarum. — Strittig ist die Heranziehung von slav. (aksl., russ. usw.) peró n. Feder, das sich nicht unmittelbar mit πτερόν gleichsetzen läßt und vielleicht eher an aind. parṇám n. Flügel, Feder, Blatt u.a.m. anzuschließen ist. Nach Petersson KZ 47, 272 wäre πτερόν eine Kreuzung von *περόν (= slav. peró) und πτέρυξ. Hierher nochtoch. B parwa pl. Federn; vgl. v. Windekens Orbis 11, 194. — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 20f., Pok. 826, W.-Hofmann s. accipiter, penna, prōtervus, Mayrhofer s. pataráḥ, pátram, parṇám, Vasmer s. peró; auch Specht Ursprung 216f. (vieles Unsichere).
Page 2,612-613

English (Woodhouse)

arrow, feather, omen, omen from birds

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό 1 pluma de halcón ἐπὶ δὲ τοῦ δεξιοῦ ὠτίου π. ἱέρακος en la oreja derecha (lleva) una pluma de halcón P III 619 ἐὰν δὲ ἀπορῇς τοῦ νυκτικόρακος, χρῶ ὠῷ ἴβεως, πτερῷ δὲ ἱέρακος si no consigues la lechuza, usa un huevo de ibis y una pluma de halcón P IV 49 de ibis λαβὼν δὲ μετὰ ταῦτα νυκτικόρακος χολὴν, ἀπ' αὐτῆς ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς σου toma después de esto hiel de una lechuza y úngete los ojos con una pluma de ibis P IV 48 2 ala de ibis ἴβεως π. χρίεται τὸ ἀκρομέλαν χαλασθὲν τῷ χυλῷ se unta el extremo negro de un ala de ibis con jugo P IV 802 λαβὼν π. ἴβεως δακτύλων ιδʹ toma un ala de ibis de catorce dedos P VII 337 de una estatua ἐχέτω δὲ ἐξηπλωμένα πτερὰ τέσσαρα que tenga cuatro alas desplegadas P IV 3136 λαβὼν ὀθόνιον καθαρὸν καὶ ... ζμύρνῃ γράψον εἰς αὐτὸ ἀνθρωποειδὲς ζῴδιον καὶ πτερὰ δʹ toma un trozo de lino limpio y pinta en él con tinta de mirra una figura con forma humana y cuatro alas P XII 123

Translations

feather

Acehnese: bulee; Afrikaans: veer, pluim; Ainu: コンコン, コンコニ, ラㇷ゚; Aklanon: buebue; Albanian: pendë, pupël; Amharic: ላባ; Arabic: رِيش, رِيشَة; Egyptian Arabic: ريش, ريشة; Argobba: ላባ; Armenian: փետուր; Aromanian: peanã; Assamese: পাখি; Asturian: pluma; Avar: хӏули; Azerbaijani: tük, lələk; Bashkir: ҡауырһын, ҡаурый, йөн; Basque: luma; Belarusian: пяро; Bengali: পালক; Bikol Central: balukag; Breton: pluenn; Bulgarian: перо; Burmese: အတောင်; Buryat: үдэн; Catalan: ploma; Chamicuro: pwaye; Chechen: пелаг; Chichewa: nthenga; Chinese Mandarin: 羽毛, 羽; Chuvash: тӗк; Classical Nahuatl: tototzontli, ihhuitl; Cornish: pluven; Czech: péro; Danish: fjer; Dutch: veer, veder, pluim; Erzya: толга; Esperanto: plumo; Estonian: sulg; Evenki: дэктэннэ; Faroese: fjøður; Finnish: sulka, höyhen; French: plume; Friulian: plume, pene; Galician: pluma, pruma, pena, froixel, faixel; Georgian: ბუმბული; German: Feder, Vogelfeder; Greek: φτερό, πούπουλο; Ancient Greek: πτερόν; Guaraní: ague; Gujarati: પીછું; Haitian Creole: plim; Hawaiian: hulu; Hebrew: נוצה / נוֹצָה; Hindi: पंख, पर; Hungarian: toll; Icelandic: fjöður; Ido: plumo; Indonesian: bulu; Ineseño: qap; Ingrian: sulka; Ingush: бедарг; Interlingua: pluma, penna; Iranun: bumbul; Irish: cleite; Italian: piuma, penna; Japanese: 羽; Javanese: wulu; Kalmyk: өдн, өдн; Kashubian: pióro; Kazakh: қауырсын; Khmer: ស្លាប; Korean: 깃, 깃털; Kurdish Central Kurdish: پەڕ; Northern Kurdish: perr, pûrt; Kyrgyz: канаттын бир талы, куштун бир тал жүнү; Lao: ຂົນ; Latgalian: spolva; Latin: pluma, penna; Latvian: spalva; Lingala: lonsálá; Lithuanian: plunksna; Low German: Fedder; Lutshootseed: c'ic'al; Luxembourgish: Fieder, Plomm; Macedonian: перо; Maguindanao: bumbul; Malay: bulu pelepah; Malayalam: തൂവൽ; Maltese: rix; Manchu: ᡩᡝᡨᡥᡝ, ᡶᡠᠩᡤᠠᡥᠠ; Maori: huru, meremere, hou, hikurangi, kīra, kurutou, rau, maeko, marihope, matakīrea, remu, hūmaeko, kōtore, kururemu, hukumaro, matakīrea, waitiripapā; Maranao: bombol; Marathi: पीस; Mbyá Guaraní: ague; Mongolian: өд, өрөвлөг; Nanai: дэктэчэ; Navajo: atʼaʼ; Nepali: प्वाँख; Norman: plleume; North Frisian: Feđer; Norwegian Bokmål: fjær, fjør; Nynorsk: fjør; Occitan: pluma; Odia: ପର; Ojibwe: miigwan; Old Church Slavonic Cyrillic: перо; Old East Slavic: перо; Old English: feþer; Old Norse: fjǫðr; Old Tupi: aba, pepó; Oromo: baallee; Ottoman Turkish: توی; Papiamentu: pluma; Pashto: پر, بڼکه; Persian: پر; Piedmontese: piuma; Plautdietsch: Fada, Poos; Polabian: perü; Polish: pióro; Pontic Greek: φτερὀν, φτερούγιν, φτερούλ', κανάτ', γανάτ'; Portuguese: pluma, pena; Punjabi: ਖੰਭ; Quechua: phuru, patpa; Rohingya: fóoir; Romagnol: pióma; Romani: pōr; Romanian: fulg, pană; Russian: перо; Sanskrit: पर्ण; Sardinian: pinna, pinnia; Scottish Gaelic: ite; Serbo-Croatian Cyrillic: пѐро; Roman: pèro; Sicilian: pinna; Sinhalese: පිහාටුවක්; Slovak: pierko, pero; Slovene: perọ̑; Sorbian Lower Sorbian: pjero; Southern Altai: канат; Southern Kam: bienl; Southern Ohlone: sippos; Spanish: pluma; Sranan Tongo: fowruwiwiri; Swahili: unyoya; Swedish: fjäder; Sylheti: ꠙꠣꠈ, ꠙꠣꠟꠇ; Tagalog: balahibo, bagwis, pulad; Tai Dam: khôn; Tajik: пар; Tamil: சிறகு; Tatar: каурый; Tausug: bulbul; Telugu: ఈక; Tetum: fulun; Thai: ขนนก, ขน; Tibetan: བྱ་སྒྲོ; Tok Pisin: gras bilong pisin; Tupinambá: aba; Turkish: tüy; Turkmen: ýelek; Ukrainian: перо; Urdu: پنکھ, پر; Uyghur: پەي, تۈك; Uzbek: par, pat; Venetian: pena; Vietnamese: lông vũ, lông, lông chim; Volapük: plüm, bödaplüm, plümem, bödaplümem, pen, bödapen; Walloon: pene, plome; Warao: huhi; Welsh: plu, pluf, adain, adenydd; West Frisian: fear, plom, pinne; White Hmong: plaub noog; Yagnobi: бал; Yakut: куорсун; Yiddish: פֿעדער; Zazaki: purt; Zealandic: plume; Zhuang: bwnsienq, bwn; Zulu: uphaphe