προβολή
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, (προβάλλω)
A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν) ; [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2; κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist, δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120; παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53 (Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis… similem facit ἐποχῇ Cic.Att.13.21.3; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34; αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1; αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA706a6. 2 putting forth, βλαστοῦ Gp.5.25.1. 3 putting forward of a plea or case, Hermog.Stat.4, al. II projection, prominence, ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1; τῆς γλώσσης Aret.SA1.7; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41. 2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph.1455 (anap., prob. for προβλής) ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22. 3 head of a spear or κέστρος 11, Plb.18.29.3, 27.11.2. 4 projecting bridge, Id.3.46.4. 5 projection of a weapon from the soldier's body, Ael.Tact.14.3. 6 advanced body of cavalry, Arr.Tact.40.2, al. 7 rope for lowering buckets, PFlor.153 (iii A.D.), etc. III thing held before one as a defence, screen, bulwark, π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26; τοῦ ὄμματος Arist.GA780b23; ὅπως ᾖ π. τοῖς… σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA672a17: c.gen. objecti, defence against…, δείματος π. καὶ βελέων S.Aj.1212 (lyr.); θανάτου E.Or.1488 (lyr.); καυμάτων Pl.Ti.74b; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2. 2 protection, τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt.288b; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5; προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid.160. 3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123. IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg.765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83. V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10; τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία. VI advance, loan, PSI6.666.10 (iii B.C.); π. εἰς τὸ ζῆν financial provision, means of livelihood, gloss on ἀφορμή, Sch.E. Med.342.
German (Pape)
[Seite 712] ἡ, 1) das Vor- od. Hervorwerfen, Hervorbringen, τοῦ βλαστοῦ, das Treiben des Keimes, der Knospe, Theophr. u. a. Sp. – 2) das Hervortretende, Hervorragende, vorspringender Felsen, wie προβλής, D. Per. 1013; so verbessert Herm. in Soph. Phil. 1455 κτύπος πόντου προβολῆς für κτύπ ος πόντου προβλής, was heißen muß »das Rauschen des an die Felsufer schlagenden Meeres«; vgl. Pol. 1, 53, 10; ἀναύρων προβολαί, Ufer der Flüsse, D. Per. 1118; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ προβολῆς, Leon. Al. 25 (IX, 350). – Auch wie προβοσκίς, der Elephantenrüssel, Aret., προβολὴ μακρὴ ἀπὸ τοῦ χείλεος. – 3) alles zum Schutze, zur Vertheidigung Vorgehaltene, Schutzwehr, πρὶν μὲν δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων θούριος Αἴας, Soph. Ai. 1191; θανάτου, Schutzwehr gegen den Tod, Eur. Or. 1488; καυμάτων, gegen die Hitze, Plat. Tim. 74 b; προβολῆς ἕνεκα, zum Schutz, Polit. 288 b; Xen. Cyn. 5, 26 Mem. 3, 5, 27; Folgde, wie Pol. 2, 65, 11, θυρεῶν 1, 22, 10; a. Sp., ἑστάναι ἐν προβολῇ, mit gefälltem Speer ausliegen, Plut. Caes. 44; vgl. bes. Xen. An. 6, 3, 25 (Krüger προσβολή); θηκτὸν ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος, Tymn. 4 (VII, 433), sich mit geschärftem Schwerte auslegend; vgl. noch Theocr. 22, 120, wo es das Ausfallen oder Ausschlagen mit der bloßen Hand ist, um den Gegner im Faustkampfe zu treffen, u. Ruhnk. epist. crit. I p. 70. – 4) der Vorschlag zur Wahl, τὴν προβολὴν τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον, Plat. Legg. VI, 765 a. – 5) bei den Attikern öffentliche Anklage wegen eines Vergehens wider den Staat und die Verfassung nach einer vorläufigen Entscheidung des Volks, παραδιδόναι προβολήν, ποιεῖν πρ. κατά τινος, Dem. Mid. 8. 11, im Gesetz, welche Rede ein Beispiel solcher Klage ist; vgl. Böckh Staatsh. I p. 400; bei Xen. Hell. 1, 7, 39 beschließt das Volk über die Ankläger des Sokrates προβολὰς αὐτῶν εἶναι, daß man sie als Verläumder anklagen und verurtheilen lassen möge; vgl. Aesch. 2, 145 τῶν συκοφαντῶν ὡς κακούργων δημοσίᾳ προβολὰς ποιούμεθα.
Greek (Liddell-Scott)
προβολή: ἡ, (προβάλλω) τὸ προβάλλεσθαι, προτείνειν τι, μάλιστα ὅπλον πρὸς ἄμυναν, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθέντας, προτείναντας, προτεταμένα ἔχοντας, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 25· τὰ δόρατα ἀποτείνειν ἐς πρ. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· οὕτως, ἐν προβολῇ θέσθαι ξίφος, προτεῖναι αὐτὸ πρὸς ἄμυναν κατὰ τοῦ ἐπερχομένου, Ἀνθ. Π. 7. 433· ἐν προβολῇ ἵσταμαι ἔχων τὸ δόρυ προτεταμένον, Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. Πολύβ. 2. 65, 11· ὑπελθεῖν τὴν πρ., ὑπελθεῖν ὑπὸ τὴν ἐν προβολῇ στάσιν τινός, Διον. Ἁλ. 3. 19· αἱ πρ. τοῦ σώματος Ξεν. Κυν. 10. 22· ἡ προσβολὴ τῆς φάλαγγος, ἡ φάλαγξ μετὰ προτεταμένων δοράτων Πολύβ. 18. 13, 1· ὡσαύτως, ἡ τῶν θυρεῶν προσβολὴ ὁ αὐτ. 1. 22, 10· ― ἐπὶ πύκτου, τὸ προτείνειν τὴν πυγμήν, Θεόκρ. 22. 120· ― ἐπὶ τῶν ποδῶν, τὸ προβάλλειν ἐπὶ πολύ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4. 9, πρβλ. προβάλλω ΙΙ. 1. 2) βλάστησις, «φύτρωμα» βλαστοῦ Γεωπ. 5. 25, 1· φυτῶν Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ προέχον, τὸ προεξέχον, ἐξοχή, οἴδημα, ἡ πρ. τοῦ χείλεος Ἱππ. 785Α, κτλ.· τῆς κεφαλῆς, οἴδημά τι τῆς κεφαλῆς, ὁ αὐτ. περὶ κεφαλ. Τρωμάτ. 895· τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36· τῆς γλώσσης Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νοόσ. 1. 7· πρ. ἀπὸ τοῦ χείλεος, ἐπὶ τῆς προβοσκίδος τοῦ ἐλέφαντος, ὁ αὐτ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. 2) ὡς τὸ προβλής, πρόβλημα, προέχον κρημνῶδες μέρος γῆς, ἀκρωτήριον ἢ γλῶσσα γῆς ἐκτεινομένη εἰς τὴν θάλασσαν, Σοφ. Φιλ. 1455 (ὡς ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ προβλής)· ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Κόϊντ. Σμ. 9. 378, πρβλ. Δίον. Π. 1013, Πολύβ. 1. 53, 10· Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ πρ., δηλ. ἐκ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, Ἀνθ. Π. 9, 350· ― ὡσαύτως, πλαγία διακλάδωσις ἢ προέκτασις ὄρους, Πλουτ. Κράσσ. 22. 3) ἡ λόγχη δόρατος, Πολύβ. 18. 12, 3, κτλ. 4) πλωτὴ γέφυρα, ὁ αὐτ. 3. 46, 4, ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ἢ κρατούμενον ἐνώπιόν τινος πρὸς ἄμυναν (ὡς τὸ πρόβλημα ΙΙ, πρόβολος Ι. 2), προπύργιον, ἀμυντήριον, πρ. μεγάλη τῆς χώρας Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· ἐπὶ τῶν ὀφρύων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5. 26· ὅπως ᾖ πρ. τοῖς... σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 13· πρ. σωτηρίας Δημάδ. 179. 42· ― ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, τὸ προφυλάσσον, φυλακτήριον..., δείματος πρ. καὶ βελέων Σοφ. Αἴ. 1212· θανάτου Εὐρ. Ὀρ. 1488· καυμάτων Πλάτ. Τίμ. 74Β· τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4, κτλ.· πρὸς τοὺς χειμῶνας αὐτόθι 3. 7, 2. 2) ἄμυνα, ὑπεράσπισις, προφύλαξις, προστασία, ἀσφάλεια, τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Πλάτ. Πολιτικ. 288Β· πρ. ἔχειν, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, κτλ. 3) τὸ προβαλλόμενον ὡς δικαιολογία, πρόφασις, πρόσχημα, Τερτυλλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 342. IV. τὸ προτείνειν τὸ ὄνομά τινος πρὸς ἐκλογήν, Πλάτ. Νόμ. 765Α· πρβλ. προβάλλω Β. Ι. 4. V. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, τύπος τις δημοσίας ἀγωγῆς, καθ’ ἣν ὁ ἐνάγων ἐζήτει πρῶτον παρὰ τῆς ἐκκλησίας τὴν ψῆφον τῶν πολιτῶν ὑπὲρ τῆς δίκης του πρὶν ἢ εἰσαγάγῃ αὐτὴν εἰς τὸ δικαστήριον· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. προβολαί, ἐπὶ τῆς δικαστικῆς ἐνεργείας καθόλου· ταύτης ἐγίνετο χρῆσις μόνον ὅταν τὸ ἔγκλημα ἦτο κατά τινα ὄψιν δημόσιον κακούργημα ἢ βλάβη, οἷον ὅταν ὁ Δημοσθένης προσεβλήθη ὑπὸ τοῦ Μειδίου ἐν ᾧ ἦτο χορηγὸς κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Διονυσίων, Δημ. 518. 8., 577. 3· ἐν τῷ πληθ. 517. 5., 518. 5· ὁπόταν ἄρχοντες κλπ., κατηγοροῦντο ὡς σφετερισθέντες χρήματα ἢ δωροδοκήσαντες, Λεξ. Ρητορ. ἐν Porson’s εἰς Φώτ. ἐν λ.· κατὰ τῶν συκοφαντῶν Αἰσχίν. 47. 26., Ἰσοκρ. 344Β, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 35, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 46. Ψῆφος δὲ τῆς ἐκκλησίας κατὰ τοῦ κατηγορουμένου ἐλέγετο καταχειροτονία (ὃ ἴδε), Αἰσχίν. 61. 7· τοῦτο ὅμως ἴσχυεν ἁπλῶς ὡς προδίκασις praejudicium, κατὰ τὴν μετὰ ταῦτα δίκην, ἔπρεπεν ὅμως νὰ γίνηται κανονικῶς, εἰ δέ τις καταχειροτονηθείη, οὗτος εἰσήγετο εἰς δικαστήριον Σουΐδ. ἐν λέξ. καταχειροτονίαν· ἴδε Att. Process σ. 271 κἑξ., Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. καὶ πρβλ. προβάλλω Β. ΙV.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de lancer ou de se lancer ; d’où
1 jet, émission : προβολὴ πόντου SOPH choc des flots de la mer (contre les rochers);
2 fig. citation en justice, accusation;
II. avance, proéminence : ὄρους PLUT protubérance d’une montagne ; tout ce qui fait saillie ou se projette (rocher, écueil);
III. ce qu’on dirige en avant pour attaquer ou se défendre :
1 lance qu’on tient en arrêt, épée qu’on tient en garde;
2 trompe d’éléphant;
3 posture de garde : ἑστάναι ἐν προβολῇ PLUT se tenir en garde ; τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθέντας XÉN tenant les lances baissées en avant en arrêt;
IV. rempart, défense, abri : χώρας XÉN rempart ou ligne de défense d’un pays.
Étymologie: προβάλλω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προβάλλω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβάλλω, προέκταση, προεξοχή
2. (στην αρχ. Αθήνα) τύπος δημόσιας αγωγής κατά την οποία ένας Αθηναίος πολίτης, ο ενάγων, υπέβαλλε αίτηση στην εκκλησία του δήμου με την οποία ζητούσε την παροχή άδειας παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο εγκλήματος κατά του δημόσιου συμφέροντος ή κατά δημόσιου λειτουργού
νεοελλ.
1. (αθλ.) μετάθεση του ενός ποδιού προς τα εμπρός και λοξά κατά τη διεύθυνση τών δακτύλων με ταυτόχρονη κάμψη του γόνατος, ενώ το άλλο πόδι παραμένει τεντωμένο
2. παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας («το βράδυ θα γίνει η προβολή της πρώτης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης»)
3. συνεκδ. η προβαλλόμενη κινηματογραφική ταινία («όλες σχεδόν οι προβολές στο φεστιβάλ ήταν αξιόλογες»)
4. η όσο το δυνατόν εντονότερη παρουσίαση, με διάφορα μέσα και διάφορες μεθόδους, ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή ενός προσώπου ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό (α. «η προβολή της προσωπικότητας του πρωθυπουργού από την κρατική τηλεόραση την ημέρα τών εκλογών συνιστά αντισυνταγματική ενέργεια» β. «η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης στοχεύει μεταξύ άλλων στην προβολή τών ελληνικών προϊόντων»
5. (ψυχολ.) α) διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον περιβάλλοντα κόσμο και ανταποκρίνεται ανάλογα με τις επιθυμίες του, τις συνήθειές του, τα ενδιαφέροντά του, την ψυχική του κατάσταση, όπως λ.χ. όταν κανείς είναι ευτυχισμένος τά βλέπει όλα ρόδινα
β) διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο δείχνει με τη συμπεριφορά του ότι εξομοιώνει ένα πρόσωπο με άλλο, όπως λ.χ. όταν κάποιος προβάλλει την εικόνα του πατέρα του στον εργοδότη του
γ) διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο ταυτίζεται με ένα άλλο πρόσωπο, όπως συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις που ο αναγνώστης ενός μυθιστορήματος ταυτίζεται με τον ήρωα
δ) διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο αποδίδει σε άλλον τις επιθυμίες ή τις τάσεις του, όπως λ.χ. ο ρατσιστής προβάλλει στο αντικείμενο-θύμα του τις δικές του ανομολόγητες τάσεις
ε) διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα ιδιότητες, συναισθήματα ή επιθυμίες που δεν μπορεί να υποφέρει ή αρνείται να αναγνωρίσει στον εαυτό του
6. ιατρ. το μέρος του σώματος του εμβρύου το οποίο προβάλλει κατά την ώρα του τοκετού προς την ελάσσονα πύελο και το οποίο μπορεί να ψηλαφηθεί απο τον μαιευτήρα όταν εξετάζει με το δάκτυλο μέσα από το άνοιγμα του τραχήλου της μήτρας («ινιακή προβολή»)
7. φυσ. ο σχηματισμός φωτεινών ειδώλων σε μεγέθυνση διαφόρων αντικειμένων μέσω κατάλληλων οπτικών διατάξεων με προβολείς πάνω σε πέτασμα ή σε οθόνη
8. μαθ. η αντιστοίχιση μεταξύ τών σημείων ενός σχήματος και μιας επιφάνειας ή μιας γραμμής
9. μτφ. κοινωνική αναγνώριση
10. φρ. α) «κεντρική προβολή»
μαθ. η απεικόνιση κατά την οποία ένα σύνολο σημείων ενός επιπέδου προβάλλεται πάνω σε ένα δεύτερο επίπεδο με την επιλογή ενός εστιακού σημείου ή αρχής ή κέντρου προβολής που κείται στον χώρο εκτός τών δύο επιπέδων και στη συνέχεια με τη χάραξη ευθειών, τών λεγόμενων προβολικών ευθειών, οι οποίες εκκινούν από το σημείο αυτό, διέρχονται από τα σημεία του πρώτου επιπέδου και καταλήγουν στο δεύτερο επίπεδο, που ονομάζεται προβολικό
β) «πλάγια προβολή»
μαθημ. μερική περίπτωση της κεντρικής προβολής, κατά την οποία το εστιακό σημείο θεωρείται ότι βρίσκεται σε άπειρη απόσταση αλλά σε ορισμένη διεύθυνση, οπότε όλες οι προβολικές ευθείες είναι παράλληλες και, γενικά, πλάγιες ως προς το προβολικό επίπεδο
γ) «ορθή προβολή»
μαθημ. ειδική περίπτωση της πλάγιας προβολής κατά την οποία οι προβολικές ευθείες είναι κάθετες στο προβολικό επίπεδο
δ) «χαρτογραφική προβολή»
(γεωδ.) μαθηματικός τρόπος απεικόνισης, πάνω σε επίπεδο, της γήινης επιφάνειας, έτσι ώστε σε κάθε σημείο της γήινης σφαίρας να αντιστοιχεί ένα καθορισμένο σημείο του προβολικού επιπέδου
ε) «μέθοδος προβολής»
αστρον. μέθοδος παρατήρησης του Ηλίου και τών λεπτομερειών της επιφάνειάς του πάνω σε λευκό διάφραγμα που στρέφεται πάνω σε τηλεσκόπιο κάθετα προς αυτό και σε ορισμένη απόσταση από τον προσοφθάλμιο φακό
(μσν,)
1. έκφυση, βλάστηση
2. το πρόσθιο τμήμα της οπλής τών ζώων ως προστατευτικό του ποδιού τους
μσν.-αρχ.
1. εκπόρευση, εκπήγαση
2. πρόοδος, προαγωγή κυρίως σε ανώτερο βαθμό ή αξίωμα
3. προστασία
αρχ.
1. το να προβάλλει, να τοποθετεί μπροστά κανείς κάτι, και ιδίως όπλο, για άμυνα ή για προστασία
2. (κυρίως για πυγμάχο) η πρόταξη της γροθιάς
3. (σχετικά με τα πόδια) το άπλωμα προς τα εμπρός
4. ανέβασμα θεατρικού έργου
5. παρουσίαση υπόθεσης στο δικαστήριο
6. εξόγκωμα («ἡ προβολὴ τοῦ χείλεος», Ιπποκρ.)
7. προεξέχον κρημνώδες τμήμα γης, ακρωτήριο ή γλώσσα γης εκτεινόμενη προς τη θάλασσα («ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης», Κόιντ.)
8. πλάγια διακλάδωση ή προέκταση όρους
9. αιχμή ακοντίου ή κέστρος, είδος βελών που εξακοντίζονταν από πολεμική μηχανή
10. προβεβλημένη γέφυρα
11. τμήμα, απόσπασμα ιππικού που έχει προβάλει από τον όγκο του στρατεύματος
12. σχοινί κατάλληλο για την ανέλκυση ή την καθέλκυση κάδου
13. καθετί που τοποθετείται μπροστά από κάποιον για άμυνα ή προστασία («μεγάλην δὲ προβολὴν τοῑς πολίταις τῆς χώρας κατασκευάσθαι;», Ξεν.)
14. (γενικά) άμυνα («δείματος προβολὴ καὶ βελέων», Σοφ.)
15. οτιδήποτε προβάλλεται ως δικαιολογία ή για υπεράσπιση, πρόσχημα, πρόφαση
16. προκαταβολή
17. δάνειο
18. μέσα διαβίωσης, πόροι ζωής
19. πρόταση ατόμων για εκλογή
20. εισβολή ανέμου
21. αποβολή, απόρριψη
22. έκβαση
23. προϊόν
24. στον πληθ. αἱ προβολαί
(με περιλπτ. σημ.) η προαναφερθείσα δικαστική ενέργεια στο σύνολο της
25. φρ. α) «ἐν προβολῇ τίθεμαι ξίφος» — προβάλλω ξίφος προκειμένου να αμυνθώ
β) «ἵσταμαι ἐν προβολῇ» — στέκομαι με το δόρυ προτεταμένο
γ) «ὑπέρχομαι τὴν προβολὴν τοῦ πολεμίου» — επιτηρώ, ελέγχω άγρυπνος την εχθρική προώθηση
δ) «ἀνέχω ἐν προβολῇ τὰς χεῑρας»
(κυρίως για δρομείς μεγάλων αποστάσεων) προτείνω τα χέρια
ε) «αἱ προβολαὶ τοῦ σώματος» — οι προεξοχές του σώματος
στ) «ή της φάλαγγος προβολή» — διάταξη της φάλαγγας κατά την οποία οι πολεμιστές έχουν προτεταμένα τα δόρατα
ζ) «ἡ τῶν θυρεῶν προβολή» — το να τοποθετεί κανείς την ασπίδα μπροστά του
η) «προβολὴ ἀπὸ τοῦ χείλεος» — η προβοσκίδα του ελέφαντα
θ) «Νειλόρυτος προβολὴ» — το δέλτα του Νείλου
ι) «προβολὴ τοῦ ὄμματος» — τα φρύδια
ια) «προβολὴν ἔχειν»
μτφ. βρίσκομαι σε ετοιμότητα, είμαι σε εγρήγορση.
Greek Monotonic
προβολή: ἡ (προβάλλω),
I. τοποθέτηση εμπρός, ιδίως, λέγεται για όπλο υπεράσπισης, άμυνας, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι, προτάσσω τα όπλα, σε Ξεν.· ἐν προβολῇ θέσθαι ξίφος, το προτάσσω στον φύλακα, σε Ανθ.· ἐν προβολῇ ἑστάναι, στέκομαι έχοντας το δόρυ προτεταμένο, σε Πλούτ.· λέγεται για την πυγμή, επίθεση με πυγμή, πρόταξη γροθιάς, σε Θεόκρ.
II. προεξοχή, μέρος που εξέχει, ακρωτήρι ή κάβος ξηράς, σε Σοφ.· Νειλόρυτος προβολή, δηλ. το Δέλτα του Νείλου, σε Ανθ.
III. το αντικείμενο που κρατείται μπροστά από κάποιον ως υπεράσπιση, άμυνα, φράγμα, προπύργιο, αμυντήριο, σε Ξεν.· με γεν., υπεράσπιση, προφύλαξη ενάντια, δείματος καὶ βελέων, σε Σοφ.· θανάτου, σε Ευρ.
IV. τύπος δημόσιας αγωγής κατά την οποία ο κατήγορος ζητά από την Εκκλησία του Δήμου να υποστηρίξει την υπόθεσή του πριν εισαχθεί στο δικαστήριο, πληθ. προβολαί, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβολή -ῆς, ἡ [προβάλλω] het uitsteken, vooruitsteken:; ἐστι λεπτὴ ἡ προβολὴ τοῦ χείλεος de lip steekt maar weinig vooruit Hp. Art. 8; van land voorgebergte, landtong. opstelling met handen of wapens vooruit defensieve houding:. δοχμὸς ἀπὸ προβολῆς κλινθείς schuin wegbuigend uit zijn basispositie Theocr. Id. 22.120; ἐκέλευσε τοὺς ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν προβολῇ... δέχεσθαι τὴν ἐπιδρομήν hij beval de soldaten om met gevelde speren de aanval op te vangen Plut. Caes. 44.7. bescherming:. ἐννυχίου δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων... Αἴας Ajax was mijn bescherming tegen nachtelijke angst en pijlen Soph. Ai. 1212; προβολῆς ἕνεκα ter bescherming Plat. Plt. 288b; μεγάλην δὲ προβολὴν τοῖς πολίταις τῆς χώρας κατεσκευάσθαι voor de burgers een goede bescherming van het gebied vormen Xen. Mem. 3.5.27. voordracht:. τὴν προβολὴν δὴ τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον degene die kiest moet de voordracht doen uit de deskundigen Plat. Lg. 765b. aanklacht (voor de volksvergadering in Athene):. προβολὰς αὐτῶν εἶναι dat er aanklachten tegen hen zouden zijn Xen. Hell. 1.7.35.
Russian (Dvoretsky)
προβολή: ἡ
1) выступ, отрог (ὄρους Plut.);
2) мыс, коса Soph., Polyb.;
3) защита, покров (βελέων Soph.; θανάτου Eur.): προβολῆς ἕνεκα Plat. для защиты;
4) острие копья Polyb.;
5) положение для нападения или обороны: τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι Xen. взять копья наперевес; ἐν προβολῇ ἑστάναι Plut. стоять с оружием наперевес;
6) защитный вал, линия обороны, оплот (τῆς χώρας Xen.);
7) плавучий мост, понтон Polyb.;
8) выдвижение в кандидаты Plat.;
9) юр. тж. pl. обвинение (преимущ. политическо-общественного характера) Xen., Isocr., Aeschin.: προβολὴν ποιεῖν или παραδιδόναι κατά τινος Dem. возбудить судебное преследование против кого-л.
Middle Liddell
προβολή, ἡ, προβάλλω
I. a putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, Xen.; ἐν προβολῇ θέσθαι ξίφος to bring it to the guard, Anth.; ἐν προβολῇ ἑστάναι to stand with spear in rest, Plut.:—of a pugilist, a lunging out with the fist, Theocr.
II. a projection, a jutting rock, foreland or tongue of land, Soph.; Νειλόρυτος πρ. i. e. the Delta of the Nile, Anth.
III. a thing held before one as a defence, a fence, screen, bulwark, Xen.: c. gen. a defence against, δείματος καὶ βελέων Soph.; θανάτου Eur.
IV. a legal process in which the plaintiff appealed to the Ecclesia to support his suit before bringing it into court, pl. προβολαί, Xen., Dem., etc.