χαλεπός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χᾰλεπός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of pers., [[troublesome]] χαλεπώτατοι [[ἄγαν]] φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν [[ἄνδρες]] (χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum [[ἄγαν]] incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. inf., [[difficult]] χαλεπὰ δ' [[ἔρις]] ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. (N. 10.72) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> n. pl. pro subs., [[distress]] δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the [[soul]]) fr. 131b. 4.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. χαλεπα[ fr. 260. 4.
|sltr=<b>χᾰλεπός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of pers., [[troublesome]] χαλεπώτατοι [[ἄγαν]] φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν [[ἄνδρες]] (χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum [[ἄγαν]] incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. inf., [[difficult]] χαλεπὰ δ' [[ἔρις]] ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. (N. 10.72) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> n. pl. pro subs., [[distress]] δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (''[[sc.]]'' the [[soul]]) fr. 131b. 4.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. χαλεπα[ fr. 260. 4.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλεπός Medium diacritics: χαλεπός Low diacritics: χαλεπός Capitals: ΧΑΛΕΠΟΣ
Transliteration A: chalepós Transliteration B: chalepos Transliteration C: chalepos Beta Code: xalepo/s

English (LSJ)

ή, όν,
A difficult (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Pl.Prt.341d: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh.1363a24, in various relations):
I in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.), κεραυνός Il.14.417; θύελλα 21.335; ἄνεμοι Od.12.286; πόνος 23.250; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169; γῆρας Il.8.103; ἄλη Od.10.464; χαλεπώτερος ἄεθλος Hes.Th.800; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Hdt.6.40; χ. πνεῦμα A.Supp.166 (lyr.); δύα Id.Th.228 (lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr.1273 (anap.); συμφορά E.Hipp.768 (lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph.245e (Comp.), etc.; ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Th.3.26; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χαλεποί, of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χαλεπά hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.; τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Pi.Fr. 131, cf. Plot.5.9.14: Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c.
2 hard to do or hard to deal with, difficult, irksome, χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων Ar.Eq.516 (anap.); cf. Th.3.59 (Sup.), etc.; prov. χαλεπὰ τὰ καλά = the good things are difficult to attain, the beautiful things are difficult to attain ap.Pl.Hp.Ma.304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.; χαλεπὸν ὁ βίος X.Mem.2.9.1, cf. Pl.Plt.299e: c. inf. Act. or Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482; χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς 20.131; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305; χ. προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386; χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pi.N.10.72; χ. προσπολεμεῖν Isoc.4.138, cf. Th.7.51 (Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R.330c, 412b, 502c; χ. πάσχειν Id.Cri.49b (Comp.): also c. inf. Pass., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Antipho 2.1.1, cf. Th. 3.94, etc.; χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος Arist.Ph.212a8; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do... Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156.
3 dangerous, λιμένες 19.189; θάλασσα Th. 4.24; χ. τὰ παρόντα X.An.3.2.2.
4 of ground, difficult, rugged, χωρία χ. καὶ πετρώδη Th.4.9; ὁδός Id.5.58, Pl.R.328e; χ. . . καὶ προσάντης . . ὁδός ἐστιν Anaxandr.56; πρόσοδοι X.An.5.2.3; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον χαλεπώτατον = a place most difficult to take, ib.4.8.2.
II of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R.493b (Sup.), Arist.EN1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201; χαλεποί τε καὶ ἄγριοι 8.575; χαλεπώτερος a more bitter enemy, Th.3.40; χαλεπώτατοι = most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21; χαλεπώτεροι πάροικοι Id.3.113; χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα Men.18: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388; τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τὸν ἔκπλουν Th.8.1, etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R.375c, Arist.Pol.1328a8 (also πρὸς τοὺς δρόμους X.Cyn.5.17); ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις Theoc. 22.145.
b of words, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245, etc.; ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Od.17.395; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438, Od.17.189; φῆμις 14.239; μῆνις Il.5.178.
c especially of judges, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Hdt. 1.100, cf. Pl.Criti.107d, And.4.36; also χ. ἀρχή Th.1.77; τιμωρία Pl.Ap.39c (Comp.); νόμοι Id.Hp.Mi.372a (Comp.), D.21.44, 35.50.
d savage, fierce, κύνες X.An.5.8.24, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA624b30 (Comp.); [θηρία] χ. τὰς φύσεις Pl.Plt. 274b.
2 ill-tempered, testy, χ. ὢν καὶ δύσκολος Ar.V.942, cf. Isoc.19.26; ὀργὴν χ. Hdt.3.131; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys.1116.
3 of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 (Sup.).
B Adv. χαλεπῶς = hardly, with difficulty, διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424; χαλεπῶς δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20.186; χαλεπῶς κε φύγοις κακόν Hes.Op.684; χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν E.Med.121 (anap.); χαλεπῶς γνῶναι Antipho 3.2.1; τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν Isoc.1.18, cf. 44; οὐ χαλεπῶς or μὴ χαλεπῶς = without much ado, Th.1.2, 7.81, etc.
2 hardly, scarcely, δοκέω . . χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.7.103; χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Lys.29.2; χ. ἂν πείσαιμι Pl.Phd. 84d.
3 χαλεπῶς ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6.
4 painfully, miserably, χαλεπώτερον ζῆν Pl.R.579d; ἐν τοῖς χαλεπώτατα διῆγον Th.7.71.
II of persons, angrily, cruelly, harshly, χαλεπῶς τιμωρεῖσθαι Id.3.46; ἀποκρίνασθαι Id.5.42, cf. E.Hipp.203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr.269b; χαλεπῶς φέρειν τι take it ill, Th.2.16, Pl.R.330a, etc.; also χαλεπῶς ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3; ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ Id.HG7.4.21, cf. D.H.3.50; also χαλεπῶς φέρειν τινός Th.2.62; also χαλεπῶς λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός Hdt.2.121.δ; χαλεπῶς λαμβάνειν περί τινος Th.6.61; of the laws (cf. supr. II.1c), χαλεπῶς προστάττειν Pl.Lg.925d.
2 freq. in the phrase χαλεπῶς ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16; πρὸς τοὺς λόγους Isoc.3.3, cf. 51; χαλεπῶς ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43; χαλεπῶς διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας Isoc.Ep. 7.5; χαλεπῶς πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι Pl.R.500b; χαλεπῶς πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν Isoc.8.79; ἐπί τινι χαλεπῶς διατεθείς Plu.Per.36.
b χαλεπῶς ἔχειν, also, to be in a bad way, χαλεπῶς ἔχω ὑπὸ τοῦ πότου Pl.Smp.176a, cf. Tht.142b.— Beside the regul. Comp. χαλεπώτερον (Th.1.77, 7.50, Pl.Phd.94d, etc.) we have χαλεπωτέρως Th.2.50, 8.40, Thphr.HP6.7.1: Sup. χαλεπώτατα Th.7.71, 8.95, Pl.R.579d, etc.

German (Pape)

[Seite 1327] schwer, a) lästig, drückend, auch unangenehm, widrig, schädlich, übel; Hom. κεραυνός Il. 14, 417, ἄνεμοι Od. 12, 286, θύελλα Il. 21, 335, δεσμός 5, 391, πόνος Od. 23, 250, γῆρας Il. 8, 103, πένθος Od. 6, 169, ἄλγος 2, 193, ἄεθλοι 11, 622, χαλεπώτερον ἄλλον ἄεθλον 11, 624, ἄλη 10, 464; τὰ χαλεπά, Drangsal, Mühsal, Noth, Gefahr, Unglück; δύη Aesch. Spt. 210; χαλεποῦ γὰρ ἐκπνεύματος εἶσι χειμών Suppl. 171; Soph. Trach. 1263; μόχθοι Eur. El. 1252; συμφορά Hipp. 767, u. öfter; καὶ ἐπίπονος Plat. Rep. II, 364 a; καὶ δεινὸν πάθος Polit. 308 a; τιμωρία πολὺ χαλεπωτέρα Apol. 39 c; τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, die Heftigkeit des Windes, Xen. An. 4, 5,4; χαλεπὰ ἦν πάντα Cyr. 4, 1,8; ἡ ἐςβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Αθηναίοις Thuc. 3, 26; auch μῦθοι, Od. 17, 395, u. oft ἔπεα; auch χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ, mit hartem Schelt- oder Schmähwort, Il. 2, 245. 17, 141; so ὀνείδεα 3, 438; ὁμοκλαί Od. 17, 189; χαλεπὴ φῆμις ist üble Nachrede, böser Leumund, Od. 14, 239. 24, 201; einzeln auch bei Sp.; vom Menschen, mit dem schwer umzugehen ist, verdrießlich, unwillig, auch hart, feindlich, böse, im Gegensatz von ἀγανὸς καὶ ἤπιος, Od. 2, 232. 5, 10; χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, ἄγριοι 1, 198; 8, 575 χαλεποί τε καὶ ἄγριοι, οὐδὲ δίκαιοι; τινί, gegen Einen, ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς εἶς δμωσὶν Ὀδυσσῆος 17, 338; vgl. noch χαλεπὸς δέ τις ὤρορε δαίμων 19, 201; θεοῦ μῆνις Il. 5, 178, vgl. 12, 624; καὶ δύσκολος Ar. Vesp. 942; Andoc. 4, 36 sagt vom Alcibiades οὕτω χαλεπός ἐστιν, ὥςτε οὐ περὶ τῶν παρεληλυθότων ἀδικημάτων αὐτὸν τιμωροῦνται, ἀλλ' ὑπέρ τῶν μελλόντων φοβοῦνται; so auch Plat. κριταί Critia. 107 d; Gegensatz von πρᾷος, Rep. II, 375 c; ἐχθρός Xen. An. 1, 3,12; auch von Hunden, 5, 8,24. – b) schwer, schwierig auszuführen, was mit Mühe, Anstrengung od. Gefahr für den, der es unternimmt, verbunden ist, χαλεπόν σε πάντων ἀνθρώπων σβέσσαι μένος Il. 16, 620, vgl. Od. 20, 313. 23, 81; χαλεπὸν γάρ Il. 19, 80; χαλεπόν τοι Κρονίωνος παισὶν ἐριζέμεναι 21, 184; u. so mit dem inf. auch Od. 4, 651. 11, 156 u. sonst; χαλεπὰ ἔρις ἀντιάσαι Pind. N. 10, 72; χαλεπὸν ἔργον Ar. Lys. 1112; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; χαλεπὸς προσπολεμεῖν ὁ βασιλεύς Isocr. 4, 138; ἀλλ' οὐ χαλεπόν, das ist ja nicht schwer, Plat. Parm. 126 c; χαλεπὸν ἤρου καὶ παντάπασιν ἄπορον Soph. 237 c; χαλεποὶ ξυγγενέσθαι εἰσίν Rep. I, 330 c, vgl. Phaedr. 275 b; ο ὐκέτι χαλεπὰ εὑρεῖν Rep. III, 412 b; ἡ ἐςβολὴ χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις Thuc. 3, 26; χαλεπὸς τρέφειν Xen. Cyr. 1, 3,3, u. oft. – Adv. χαλεπῶς, schwer, schwierig; ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il. 7, 424; χαλεπῶς δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20, 186; Hes. O. 686; – χαλεπῶς ἔχειν, sich übel befinden, ὑπὸ τραυμάτων, ὑπὸ πότου, Plat. Theaet. 142 b Conv. 176 a; schwer sein, Thuc. 3, 53 u. A.; – χαλεπῶς ἔχειν τινί, auf Einen aufgebracht, zornig sein, Xen. An. 6, 2,16. 7, 5,16, wie Plut. T. Graech. 21; ἐπί τινι, über Etwas, Dem. 20, 135 u. A.; auch ἔν τινι, Plut. Timol. 11; – χαλεπῶς φέρειν τι, Etwas übel aufnehmen, graviter ferre, Plat. Conv. 706 d Rep. I, 330 a; Thuc. 2, 16; auch χαλεπωτέρως, 2, 50. 8, 40.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 difficile, malaisé, pénible : χωρίον χαλεπόν XÉN, τόπος χαλεπός XÉN pays, lieu difficilement accessible, difficile à traverser ; λιμὴν χαλεπός OD port d'un accès difficile ; χαλεπὸς ἄεθλος OD travail pénible à exécuter ; χαλεποὶ δέ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς IL les dieux sont terribles ou difficiles à supporter dans leur apparition ; avec un part. : χαλεπὸν ἧν τὸ δίκαιον φυλάσσων HDT il était rigide observateur de la justice;
2 difficile à porter, à supporter : θώρακες XÉN cuirasses gênantes ; νόμος χαλεπός loi sévère ; χωρίον ἑλῶδες καὶ χαλεπόν THC lieu marécageux et malsain;
3 contraire en parl. du vent ; en gén. désagréable, malveillant, avec le dat. ou avec πρός ou περί et l'acc. ; χαλεπὸν ὁ βίος XÉN la vie (à Athènes) est chose difficile ; οὐδὲν χαλεπόν LUC aucune difficulté, càd cela se laisse facilement faire ou dire ; subst. τὸ χαλεπόν, la manière d'être difficile, fâcheuse ; τὰ χαλεπά, les difficultés, les maux, les dangers, les soucis ; avec le gén. : τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος XÉN la violence du vent ; τὰ χαλεπώτατα, le plus difficile, le plus important;
Cp. χαλεπώτερος, Sp. χαλεπώτατος.
Étymologie: DELG reste inexpliqué en dépit de son ancienneté.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλεπός:
1 трудный, затруднительный, тяжелый (ἄεθλος Hom.; ἔργον Arph.; πόνοι Plat.; πορεία Xen.): ῥῆμα χαλεπόν Plat. труднообъяснимое слово; ὁδὸς χαλεπή Plat. труднопроходимая дорога; λιμὴν χαλεπός Hom. малодоступный порт; χ. προσπολεμεῖν Thuc. с которым трудно сражаться;
2 тяжелый, тяжкий, мучительный, жестокий (ἄλγος, γῆρας Hom.; συμφορά Eur.; βίος, νόσος Xen.; καιροί NT);
3 опасный, страшный (θύελλα, ἄνεμοι Hom.): χ. φαίνεσθαι ἐναργής Hom. он страшен на вид, когда появится;
4 суровый, грозный, строгий (βασιλεύς Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, τιμωρία Plat.): ὀργὴν χ. Her. крутого нрава;
5 свирепый, злобный, злой (κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.): χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. грубой рукой, силой - см. тж. χαλεπόν.

Greek (Liddell-Scott)

χαλεπός: -ή, -όν, σχεδὸν ἀντίστοιχον τῷ Λατ. difficilis (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Πλάτ. Πρωτ. 341D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 27), ἐν ποικίλαις σχέσεσι. 1) παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ αἰσθήματα, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει ἢ ἀνέχεταί τις, λυπηρός, ἀλγεινός, δύσκολος, βαρύς, προξενῶν τρόμον, φοβερός, ἰσχυρός, κεραυνὸς Ἰλ. Ξ. 417· θύελλα Φ. 335· ἄνεμοι Ὀδ. Μ. 286· πόνος Ψ. 250· ἄλγος, πένθος Β. 193, Ζ. 169· γῆρας Ἰλ. θ. 103. ἄλη Ὀδ. Κ. 464· οὕτω, χ. ἆθλος Ἡσ. Θεογ. 800· ἔρις Πινδ. Ν. 10. 135· ἄλλα χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40· καὶ παρ’ Ἀττ. χ. πνεῦμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 165· δύη ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 228· χαλεπώτατα [πράγματα] Σοφ. Τραχ. 1273· ξυμφορὰ Εὐρ. Ἱππόλ. 767· νόσος, πλάνη, πενία Ξεν. Συμπ. 4, 37, Πλάτ. Σοφ. 245Ε κλπ.· ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο Θουκ. 3. 26· δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται, δηλ. οἱ μὴ ἁρμόττοντες θώρακες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, ἡ σφοδρότης τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 4· τὰ χαλεπά, δυσκολίαι, παθήματα, στενοχωρίαι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τερπνά, τὰ ἡδέα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 23· κλπ.· τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Πινδ. Ἀποσπ. 96. 2) πᾶν τὸ παρέχον πολλὰς δυσχερείας, βαρύ, δύσκολον, δυσχερές, ἔργον, πρᾶγμα, κλπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 516, Θουκ., κλπ.· χαλεπὰ τὰ καλά, ἀπόφθεγμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Σόλωνα· χαλεπὸν ὁ βίος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 1, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 176D· ― μετ’ ἐνεργ. ἀπαρ., ὡς ἐν τῇ Λατινικῇ τὸ σουπῖνον εἰς υ, χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι Ἰλ. Φ. 482· οὕτω, χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Υ. 131· χαλεπὸν δέ τ’ ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Ὀδ. Κ. 305· χ. ἀντιάσαι Πινδ. Ν. 10. 135· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεὺς Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Θουκ. 7. 51· χ. ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C πρβλ. 412Β, 502C· χ. πάσχειν ὁ αὐτὸς ἐν Κρίτωνι 49Β· ἀλλὰ καὶ μετὰ παθ. ἀπαρ., χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι Ἀντιφῶν 115. 5, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 386· ― χαλεπόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον, δυσχερὲς νά..., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Δ. 651· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον εἴς τινα νά..., Ἰλ. Π. 620, Ὀδ. Υ. 313· ἢ μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Φ. 184, Ὀδ. Λ. 156. 3) κινδυνώδης, ἐπικίνδυνος, λιμὴν Τ. 189· θάλασσα Θουκ. 4. 24, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 2. 4) ἐπὶ ἐδάφους, δύσβατος, τραχύς, χωρία χ. πετρώδη Θουκ. 4. 9· χ. ὁδὸς ὁ αὐτ. 5. 58· χαλεπή... καὶ προσάντης... ὁδός ἐστιν Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 5· χ. πρόσοδος Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· πορεία αὐτόθι 5. 6, 10· σταθμὸς αὐτόθι 4. 5, 3· χ. χωρίον, θέσις ἣν δύσκολον εἶναι νὰ καταλάβῃ τις, αὐτόθι 4. 8, 2· ληφθῆναι χ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ οἰκονομήσῃ τις, ὀργίλος, σκληρός, ἄγριος, τραχύς, αὐστηρός, (ἀντίθετον τῷ πρᾶος, Πλάτ. Κρίτ. 49Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, 11), βασιλεύς, δαίμων, κλπ. Ὀδ. Β. 232, Τ. 201· χαλεποί τε καὶ ἄγριοι Θ. 575· μετὰ δοτ. προσ., σκληρὸς ἢ τραχὺς πρός τινα, Ρ. 388, πρβλ. Θουκ. 8. 1· χαλεπώτερος, σκληρότερος ἐχθρός, ὁ αὐτ. 3. 40. χαλεπώτατοι, οὓς δυσκολώτατον εἶναι νὰ οἰκονομήσῃ τις, ἐπικυνδυνότατοι, ἢ ὀχληρότατοι, αὐτόθι 42, πρβλ. 7. 21· χαλεπώτεροι πάροικοι ὁ αὐτ. 3. 113· χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα καὶ δυσδιάθετον Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 6· ― μετὰ δοτ., χ. εἶναί τινι Θουκ. 8. 1, κλπ.· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 375C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 7· περὶ ἢ πρός τι Πλάτ. Πολ. 498Α, Ξεν. Κυνηγ. 5, 17, κλπ.· ἐπί τινι Θεόκρ. 22. 145· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., χαλεπὸς ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων, αὐστηρὸς εἰς τὴν τήρησιν τοῦ δικαίου, Ἡρόδ. 1. 100. β) οὕτως ἐπὶ λόγων, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Ἰλ. Β. 245, κλπ.· ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Ὀρ. Ρ. 395· χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαὶ Ἰλ. Γ. 438, Ὀδ. Ρ. 189· φῆμις Ξ. 239· μῆνις Ἰλ. Ε. 178. γ) μάλιστα ἐπὶ δικαστῶν, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 107D, Δημ. 528. 10· ὅρα τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου παρ’ Ἀνδοκ. 33. 43 κλπ.· (οὕτω, χ. ἀρχὴ Θουκ. 1. 77· τιμωρία Πλάτ. Ἀπολ. 39C· νόμοι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάτ. 372Α, Δημ. 941. 3). δ) ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24, Κυν. 10. 23· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, πρβλ. 40· [θηρία] χ. τὰς φύσεις Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· πρβλ. χαλεπότης ΙΙ. 2. 2) ὁ τὸν χαρακτῆρα δύσκολος, ὀργίλος, τραχύς, «ἰδιότροπος», χ. καὶ δύσκολος Ἀριστοφ. Σφ. 942, πρβλ. Ἰσοκρ. 389C· ὀργὴν χαλεπὸς Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω, χαλεπῇ τῇ χειρί, μὲ τραχεῖαν ἢ βραχεῖαν χεῖρα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1116. 3) ἐπὶ τῶν φυτῶν, βλαπτικὸς εἰς τὸ ἔδαφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 3. Β. Ἐπίρρ. χαλεπῶς, δυσκόλως, μετὰ δυσκολίας, Λατ. aegre, ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, ἔνθα δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ διακρίνῃ ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Η. 424· χ. δέ σ’ ἔολπα τὸ ῥέξειν Υ. 186· χ. κε φύγοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν Εὐρ. Μήδ. 121· χ. γνῶναι Ἀντιφῶν 121. 17· χ. εὑρίσκειν, ἀντίθετ. τῷ ῥᾳδίως μανθάνειν, Ἰσοκρ. 5Ε, πρβλ. 11Ε· οὐ ἢ μὴ χαλ., ἄνευ πολλῆς δυσκολίας, ὡς τὸ ῥᾳδίως, Θουκ. 1. 2., 7. 81, κλπ. 2) μόλις, δοκέω δὲ ἔγωγε καὶ ἀνισωθέντας πλήθεϊ χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μούνοισι μάχεσθαι Ἡρόδ. 7. 103· χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Λυσίας 181. 31· χ. ἂν πείσαιμι Πλάτ. Φαίδων 84D. 3) παρ’ Ἀττ., χ. ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Θουκ. 3. 53· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6. 4) δυσκόλως, ἀθλίως, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν Πλάτ. Πολ. 579D, πρβλ. Νόμ. 925D ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν Θουκ. 7. 71. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μετ’ ὀργῆς, σκληρῶς, πικρῶς, τραχέως, αὐστηρῶς χ., τιμωρεῖσθαι Θουκ. 3. 46· ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. 5. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 203, Ἀριστοφ. Πλ. 60, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Α· ― χ. φέρειν τι, ὡς τὸ aegre ferre, Θουκ. 2. 16, Πλάτ. Πολ. 330Α, κλπ.· χ. φέρειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 29, Ἀν. 1. 3, 3· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 21, Διονύσ. Ἁλ. 3. 50· ὡσαύτως, χ. φέρειν τινὸς Θουκ. 2. 62· ὁμοίως, χ. λαμβάνεσθαί τινος Ἡρόδ. 2. 121, 4· χ. λαμβάνειν περί τινος Θουκ. 6. 61. 2) συχν. ἐν τῇ φράσει. χ. ἔχειν, ὀργίζεσθαι, χαλεπαίνειν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 16, κλπ.· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 5, 16· πρός τι Ἰσοκρ. 27Β, 37C· πρός τινα, ἴδε ἐν λ. παγχαλέπως· χ. ἔχειν τινὶ ἐπί τινι Δημ. 498. 10, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 43· χ. διακεῖσθαι πρός τινα Πλάτ. Πολ. 500Β· χ. διατεθῆναι ἐπί τινι Πλουτ. Περικλ. 36. β) χ. ἔχω, ὡσαύτως, εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Λατ. male se habere, χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Πλουτ. Συμπ. 176Α, πρβλ. Θεαίτ. 142Β. ― Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκριτικοῦ χαλεπώτερον (Θουκ. 1. 77., 7. 50, Πλάτ., κλπ.) εὑρίσκομεν -τέρως, Θουκ. 8. 40· ὑπερθ. χαλεπώτατα ὁ αὐτ. 7. 71., 8. 95, Πλάτ. κλπ.

English (Autenrieth)

comp. χαλεπώτερος: hard, difficult, dangerous, ἄεθλος; λιμήν, ‘hard to approach,’ Od. 11.622, Od. 19.189; personal const. w. inf., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is dangerous when gods appear, etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, harsh, grievous, severe; γῆρας, μόχθος, ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, stern, angry, τινί, Od. 17.388.

English (Slater)

χᾰλεπός
   a of pers., troublesome χαλεπώτατοι ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum ἄγαν incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.
   b c. inf., difficult χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. (N. 10.72)
   c n. pl. pro subs., distress δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4.
   d frag. χαλεπα[ fr. 260. 4.

Spanish

duro

English (Strong)

perhaps from χαλάω through the idea of reducing the strength; difficult, i.e. dangerous, or (by implication) furious: fierce, perilous.

English (Thayer)

χαλεπης, χαλεπόν (from χαλέπτω to oppress, annoy (?))), from Homer down, hard (Latin difficilis);
a. hard to do, to take, to approach.
b. hard to bear, troublesome, dangerous: καιροί χαλεποί (R. V. grievous), harsh, fierce, savage: of men, Homer down).

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαλεπός, -ή, -όν, ΝΜΑ
δύσκολος, δυσχερής, αυτός του οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ
γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν.
δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προξενεί πόνο και φόβο, αλγεινός, φοβερός, τρομερός (α. «λιμοῦ χαλεποῦ», Γρηγ. Νύσσ.
β. «οὐ γὰρ χαλεπὸν τὸ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ χαλεπὸν τὸ παροξῦναι τὸν δεσπότην», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «χαλεπὸν δὲ σε γῆρας ὀπάζει», Ησίοδ.
δ. «χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός», Ομ. Ιλ.)
2. επιβλαβής, επιζήμιος, βλαβερός («ἀρχὴ δὲ πάντων χαλεπῶν φιλαργυρία», Πολύκλ.)
αρχ.
1. ενοχλητικός, δυσάρεστος («δύσφοροι καὶ χαλεποὶ... θώρακες», Ξεν.)
2. επίφοβος, επικίνδυνος (α. «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ λίαν», ΚΔ
β. «ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι» Ομ. Οδ.)
3. (για έδαφος) δύσβατος («χωρία χαλεπὰ πετρώδη», Θουκ.)
4. (για πρόσ.) δύστροπος (α. «οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ δύσκολος», Αριστοφ.
β. «ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων δμωσὶν Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.)
5. αυστηρός, άτεγκτος («ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χαλεπός», Ηρόδ.)
6. (για λόγο) σκληρός, εκφοβιστικός ή προσβλητικός («χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Οδ.)
7. (για ζώο) άγριος, ατίθασος («θηρία... χαλεπὰ τὰς φύσεις», Πλάτ.)
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλεπόν
χαλεπότης, σφοδρότητα
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χαλεπά
οι δυσκολίες, οι στενοχώριες
10. φρ. «χαλεπὸν χωρίον» — τοποθεσία που είναι δύσκολο να καταληφθεί (Ξεν.).
επίρρ...
χαλεπῶς ΜΑ
1. δύσκολα, με δυσχέρειαἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.)
2. σκληρά, με αυστηρότητα ή με οργή («σκαιῶς γὰρ καὶ χαλεπῶς αὐτοῦ ἐκπυνθάνει», Αριστοφ.)
3. φρ. «χαλεπῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε κακή κατάσταση (Πλάτ.)
αρχ.
1. μόλις και μετά βίας
2. φρ. α) «χαλεπῶς ἔχω» — οργίζομαι (Ξεν.)
β) «χαλεπῶς φέρω» — υπομένω με δυσκολία (Θουκ.)
γ) «χαλεπῶς ἔχει» — είναι δύσκολο (Θουκ.)
δ) «χαλεπῶς διατίθεμαι» — έχω κακή διάθεση (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαιότατο επίθ. άγνωστης ετυμολ. Τόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με ένα πρωτοελλ. επίθημα -πός από το θ. του ρ. χαλῶ και συνδέεται με τον τ. χωλός (για την πιθανή σύνδεση του χωλός με το χαλῶ βλ. λ. χωλός) «κουτσός» όσο και η σύνδεσή της με το αρχ. σλαβ. zblb «κακός» δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές].

Greek Monotonic

χαλεπός: -ή, -όν, Λατ. difficilis·
Α.I. 1. δύσκολα υποφερτός, φοβερός, βίαιος, άγριος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (θώρακες) δύσφοροι καὶ χαλεποί, λέγεται για κακώς συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, η σφοδρότητα του ανέμου, στον ίδ.· τὰ χαλεπά, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν.
2. δύσκολος στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, δυσχερής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ βίος, η ζωή είναι σκληρό πράγμα, σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν (τὸ μῶλυ), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεύς, σε Ισοκρ.· χαλεπόν (ἐστι), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ.
3. επικίνδυνος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
4. λέγεται για το έδαφος, δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν χωρίον, μέρος δύσκολο να το κατακτήσει κάποιος, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, σκληρός να τον αντιμετωπίσει κάποιος, σκληρός, αυστηρός, άγριος, οργίλος, σε Ομήρ. Οδ.· χαλεπώτερος, σκληρότερος εχθρός, σε Θουκ.· χαλεπώτατοι, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει κάποιος, πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ.
2. λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν.
3. δύστροπος, οργίλος, τραχύς, ιδιότροπος, σε Αριστοφ.· ὀργὴν χαλεπός, σε Ηρόδ. Β. I. 1. επίρρ., χαλεπῶς, σκληρά, με δυσκολία, Λατ. aegre, διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με δυσκολία μπορούσε κανείς να διακρίνει τον κάθε άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλεπῶς εὑρίσκειν, αντίθ. προς το ῥαδίως μανθάνειν, σε Ισοκρ.· οὐ ή μὴ χαλεπῶς, χωρίς πολλή δυσκολία, σε Θουκ.
2. με δυσκολία, μόλις, δοκέω χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· χαλεπῶς ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ.
3. χαλεπῶς ἔχει = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν.
4. δύσκολα, άθλια, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν, σε Πλάτ.· ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν, ζω στην απόλυτη μιζέρια, σε Θουκ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, με σκληρότητα, αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπῶς φέρειν τι, όπως το Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· συχνά στη φράση χαλεπῶς ἔχειν, σε Ξεν.· χαλεπῶς ἔχειν τινὶ ἐπί τινι, είμαι θυμωμένος με ένα πρόσωπο για κάποιο πράγμα, σε Δημ.· χαλεπῶς διακεῖσθαι πρός τινα, σε Πλάτ.
2. χαλεπῶς ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, Λατ. male se habere, στον ίδ.

Middle Liddell

χαλεπός, ή, όν
I. Lat. difficilis:
1. hard to bear, painful, sore, grievous, Hom., Hdt., attic; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, Xen.: τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Xen.; τὰ χαλεπά hardships, sufferings, Xen.
2. hard to do or deal with, difficult, Ar., Thuc., etc.; χαλεπὸν ὁ βίος life is a hard thing, Xen.:—c. inf., χαλεπή τοι ἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.; so, χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ Od.; χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεύς Isocr.:— χαλεπόν [ἐστι], c. inf., 'tis hard, difficult to do, Hom.
3. dangerous, Od., Thuc.
4. of ground, difficult, rugged, Thuc., Xen.; χ. χωρίον a place difficult to take, Xen.
II. of persons, hard to deal with, harsh, severe, stern, strict, Od.; χαλεπώτερος a more bitter enemy, Thuc.; χαλεπώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, Thuc.:—of judges, severe, Hdt., Dem.
2. of savage animals, Xen.
3. ill-tempered, angry, testy, Ar.; ὀργὴν χαλεπός Hdt.
B. adv. χαλεπῶς, hardly, with difficulty, Lat. aegre, διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον 'twas difficult to distinguish, Il.; χ. εὑρίσκειν, opp. to ῥᾳδίως μανθάνειν, Isocr.; οὐ or μὴ χαλ. without much ado, Thuc.
2. hardly, scarcely, δοκέω χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.; χ. ἂν πείσαιμι Plat.
3. χ. ἔχει = χαλεπόν ἐστι, Thuc., Xen.
4. painfully, miserably, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν Plat.; ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν to live in the utmost misery, Thuc.
II. of persons, harshly, severely, Eur., Thuc., etc.:— χ. φέρειν τι, like Lat. aegre ferre, Thuc.: often in the phrase χ. ἔχειν, to be angry, Xen.; χ. ἔχειν τινὶ ἐπί τινι to be angry with a person for a thing, Dem.; χ. διακεῖσθαι πρός τινα Plat.
2. χ. ἔχειν, also, = Lat. male se habere, Plat.

Frisk Etymology German

χαλεπός: {khalepós}
Meaning: schwer, schwierig, hart, streng, lästig, gefährlich (seit Il.);
Composita: παγ- ~ sehr schwer (att.).
Derivative: Davon χαλεπότης f, Schwierigkeit, Härte, Strenge (att.); -ήρης = χαλεπός (Mimn.); -αίνω, -ῆναι usw., ganz vereinzelt m. ἀντι-, συν- u.a., ‘böse, mutwillig, hart usw. sein, zürnen’ (seit Il.); χαλέπτω hart behandeln, in Zorn versetzen, auch zürnen (δ 423, Hes. Op. 5 u.a.), -πτομαι, -ψασθαι zürnen (hell. u. sp. Epik, auch sp. Prosa), -φθῆναι ib. (Thgn. 155 [v.l.], S. Ichn. 328 [lyr.], Kom. Adesp.) mit χαλεπτύς· χαλεπότης H., nach den Nomina auf -τύς (vgl. Benveniste Noms d'agent 73); abzulehnen Specht KZ 62, 144 und Fraenkel Glotta 32, 28 (aus idg. -i̯u-s).
Etymology: Unerklärt. Nach Prellwitz zu aksl. zъlъ böse usw.
Page 2,1067

Chinese

原文音譯:calepÒj 哈累坡士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:兇猛的 相當於: (יָרֵא‎)
字義溯源:艱難的,危險的,嚴厲的,兇暴的,冒險的,兇猛的;或源自(χαλάω)=放低),而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)出自(χάσμα)X=裂開*)
出現次數:總共(2);太(1);提後(1)
譯字彙編
1) 危險的(1) 提後3:1;
2) 兇猛(1) 太8:28

English (Woodhouse)

angry, awkward, cruel, dangerous, difficult, distressing, embarrassing, fierce, ill-tempered, inflexible, intractable, perilous, rough, severe, stern, troublesome, difficalt to deal with, difficult to deal with, of ground, wearing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δύσκολος, βαρύς, φοβερός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: χαλεπῶς (=δύσκολα), χαλεπότης (=δυσκολία), χαλεπαίνω (=γίνομαι βαρύς, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι).

Léxico de magia

-όν duro de la Mirra personif. σὺ εἶ ἡ Ζμύρνα, ἡ πικρά, ἡ χαλεπή, ἡ καταλλάσσουσα τοὺς μαχομένους tú eres la Mirra, la amarga, la dura, la que reconcilia a los que luchan P IV 1499

French (New Testament)

dangereux

Translations

difficult

Afrikaans: moeilik; Albanian: i vështirë; Amharic: አስቸጋሪ; Arabic: صَعْب‎; Moroccan Arabic: واعر‎; Armenian: դժվար, բարդ, ծանր; Assamese: টান; Asturian: difícil; Azerbaijani: çətin, düşvar; Bashkir: ҡыйын, ауыр; Basque: nekez; Belarusian: цяжкі, трудны; Bengali: কঠিন; Bikol Central Bikol Legazpi: dipisil; Bikol Naga: masakit; Breton: diaes; Brunei Malay: payah; Bulgarian: труден, мъ́чен, тежък; Burmese: ခဲယဉ်း, ခက်; Catalan: difícil; Cebuano: lisud; Chamicuro: yeewa; Chechen: хала; Cherokee: ᎤᏦᏍᏗ, ᏍᏓᏯ; Chinese Cantonese: 難, 难, 困難, 困难; Mandarin: 難, 难, 困難, 困难, 艱難, 艰难; Wu: 難; Chukchi: аӈъачеты; Crimean Tatar: qıyın; Czech: obtížný, těžký; Danish: vanskelig; Dutch: lastig, moeilijk; Esperanto: malfacila; Estonian: keeruline; Faroese: torførur; Finnish: vaikea, hankala; French: difficile; Galician: difícil; Georgian: ძნელი, რთული, მძიმე; German: schwer, schwierig; Gothic: 𐌰𐌲𐌻𐌿𐍃; Greek: δύσκολος; Ancient Greek: χαλεπός, δυσχερής; Greenlandic: sapernarpoq; Gujarati: કઠિન; Haitian Creole: difisil; Hebrew: קָשֶׁה‎, מסובך‎; Hindi: कठिन, विकट, मुश्किल, दुश्वार; Hungarian: nehéz; Icelandic: erfiður; Ido: desfacila; Ilocano: narigat; Indonesian: sukar, susah; Ingush: хала; Interlingua: difficile; Irish: deacair, anfhurasta, anacair, achrannach, doiligh; Italian: difficile; Japanese: 難しい, 困難な; Kabuverdianu: puxadu, pexóde, rabés; Kannada: ಕಟ್; Kazakh: қиын, ауыр; Khmer: ពិបាក, យ៉ាប់; Korean: 어렵다, 힘들다; Kurdish Central Kurdish: زەحمەت‎, گران‎, سەخت‎; Kyrgyz: кыйын, оор; Ladino: difísil, zor; Lao: ຍາກ; Latin: difficilis; Latvian: sarežģīts, grūts; Lithuanian: sunkus; Macedonian: тежок, мачен; Malay: sukar, susah; Maltese: diffiċli; Manx: doillee, creoi, trome, mooar, neuaashagh; Maori: whēuaua, uaua, taumaha hārukiruki; Mirandese: defícel; Mon: ဝါတ်; Mongolian: хэцүү, хүнд, бэрх, хүчир; Navajo: nantłʼah; Norwegian: vanskelig; Occitan: malaisit, dificil; Old Church Slavonic Cyrillic: тѩжькъ; Old English: earfoþe; Pashto: ګران‎, مشکل‎; Persian: دشوار‎, مشکل‎, سخت‎, صعب‎; Polish: trudny, ciężki; Portuguese: difícil; Punjabi: ਕਠਿਨ; Quechua: sasa; Romanian: greu, dificil, anevoios, complicat; Russian: трудный, тяжёлый, тяжкий, сложный; Sanskrit: कठिन; Scottish Gaelic: doirbh, mì-fhurasda, cruaidh, trom, duilich; Serbo-Croatian Cyrillic: тежак; Roman: težak; Sinhalese: අමාරු; Slovak: obtiažny, ťažký; Slovene: težek; Sorbian Upper Sorbian: ćežki; Spanish: difícil; Swedish: svår; Tagalog: mahirap; Tajik: мушкил, душвор, сахт; Tamil: கடினமான; Tatar: кыен, авыр; Telugu: కఠినమైన, కష్టమైన; Tetum: susar; Thai: ยาก, ลำบาก; Tibetan: ཁག་པོ, དཀའ་ལས་ཁག་པོ, དཀའ་མོ, དཀའ་ངལ་ཅན; Tocharian B: waimene, āmāskai; Tongan: faingataʻa; Turkish: zor, güç, müşkül, çetin, kıyın, düşvar, ağır; Turkmen: çatak, çetin, kyn, müçgil; Ukrainian: важкий, трудний; Urdu: مشکل‎, دشوار‎, کٹھن‎; Uyghur: قىيىن‎, مۈشكۈل‎; Uzbek: qiyin, mushkul, murakkab; Vietnamese: khó, khó khăn; Volapük: fikulik; Welsh: anodd, caled; West Frisian: swier; White Yiddish: שווער‎, האַרב‎