καλός

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλός Medium diacritics: καλός Low diacritics: καλός Capitals: ΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalós Transliteration B: kalos Transliteration C: kalos Beta Code: kalo/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. κάλος (v. infr.), α, ον, Boeot. καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—

   A beautiful, of outward form, freq. of persons, κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673: in Hom. usu. in the phrase κ. τε μέγας τε Il.21.108, al.; μέγας καὶ κ. Od.9.513; καλή τε μεγάλη τε 13.289, 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307; κ. ἰδέᾳ Pi.O.10 (11).103; εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1; κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30; τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf., καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147; Χρώς 5.354, al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96; πέπλος κάλλιστος ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος Il.6.294; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc., αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom., Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19, etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.    2 in Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach.144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr.235c.    b ἡ Καλή or Καλλίστη, as epith., A.Ag.140 (lyr.), Paus. 1.29.2, CIG4445 (Beroea).    c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).    3 τὸ καλόν beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207; ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84; αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13.    II with ref. to use, good, of fine quality, κ. λιμήν Od.6.263; Βορέῃ ἀνέμῳ . . καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.); ἐλαῖαι PHib. 1.49.12 (iii B. C.); γῆ Ev.Luc.8.15; κ. οἶνος PFay.133.8 (iv A. D.); στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60; ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4; κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6; πρός τι Pl.Hp.Ma.295c, Grg.474d, etc.: c. inf., λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26; ἐν καλῷ [τόπῳ] in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th.292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. Χρόνῳ) in good time, in season, E.IA1106; ἐν οὐ κ. Id.Or.579; ἐν καλῷ [ἐστι] c. inf., S.El.384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph.1155 (lyr.), Ar.Pax 278, Th.8.2); ἐς καλόν S.OT78, Pl.Men.89e, Smp.174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει, = Lat.bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).    2 of sacrifices, auspicious, σφάγια A.Th.379; οἰωνοί E.Ion1333; ἱερά Th.4.92; τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9; κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3: c. inf., ἰέναι . . κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3: Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax868.    III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut., οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166, cf. 17.381; μεῖζον κλέος . . καὶ κάλλιον 18.255; freq. καλόν [ἐστι] c. inf., κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440; οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294; so in Trag., καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72, etc.; μάθετε καλὸν ποιεῖν LXXIs.1.17: Comp., οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159, cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc., κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4 (unless of persons here); κ. ἔργματα noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr.839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in pl., excellences, πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45; πολλῶν καλῶν δεῖ τῷ καλόν τι μωμένῳ S.Fr.938; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.    2 τὸ κ. moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp.183d, etc.; ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17, cf. E.Ba.881 (lyr.), Pl. Ly.216c; οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg.474d, cf. Smp.201e; τοὐμὸν κ. E.Supp.300.    3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; later κ. ποιμήν Ev.Jo.10.11; κ. στρατιώτης 2 Ep.Tim. 2.3.    IV in Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu.209; κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El.393, cf. E.Ba.652; κ. Χάρις D.9.65; κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121; καί σοι . . θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003; μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89.    B Degrees of Comp.: Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [ᾰ] Alc.134: Sup. κάλλιστος, η, ον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or -ότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr.966; also καλώτερος Hdn.Epim.69.    C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as Adv., κ. ἀείδειν Il.18.570, Od.1.155; καλά Il.6.326; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.    II regul. Adv. καλῶς (Dor. καλώς Sophr.22), well, rightly, οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64; κ. ζῆν, τεθνηκέναι, etc., S.Aj.479, etc.; κ. φρονεῖν to be in one's right mind, Id.Fr.836; οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr.457; κ. ἀγωνιεῖσθαι fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39; κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6; κάλλιον λέγεις Pl.Tht.161b; κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT1172: freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt.319e, Prm.128b, etc.    2 of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν, = εὖ π., A.Pr. 979, S.Ant.271; κ. καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm.172a; κ. ἔχειν to be well, A.Th.799, etc.; κ. ἔχει σοι Ar.Ach.946, cf. S.El.816; κ. ἔχει c. inf., 'tis well to... X.Mem.3.11.1: c. gen., κ. ἔχειν τινός to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29; κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36; εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117; οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη κ. ἔχειν, εἰ . . X.Mem.1.3.3; καλλιόνως ἔχει Pl.Tht.169e, etc.; κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma.295b.    3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether, τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr.317, = S. Fr.934; κ. ἔξοιδα Id.OC269, cf. OT1008; κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108: Comp., κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma.300d; κάλλιον ἐοικέναι to be just like, Hp.Genit.8.    4 κ. ἀκούειν to be well spoken of, Men.Mon.285, Plu.2.177e.    5 κ. ποιῶν rightly, deservedly, κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl.863, cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf., κ. π. γράψαι BGU1203.7 (i B. C.), etc.    6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or.1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra.888; κ. ἔχει Antiph.165, Men.Pk.266; πάνυ κ. Ar.Ra.512; ἀμέλει κ. ib.532: Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib.508; ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3.    7 ironically, finely, καλῶς ἐρήμης γ' ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος S.Ant.739, cf. E.Med.588, Ar.Eq.344, Din.1.69.    8 κ. ὁ ἱερεύς hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).    9 repeated with the Adj., καλὴ καλῶς Ar.Ach.253, Pax1330, Ec.730; καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Pi.O.9.94.    10 Comp. καλλιόνως Pl.Tht. l.c., Lg.660d: Sup. καλλίστως PMag.Par.1.2443,2465, Sch.E.Hec.310.    D for compds., v. καλλι-, καλο-.    E Quantity: ᾱ in Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th.585): ᾰ in Lyr. (exc. κᾱλῶς B.12.206) and Trag. (A. Fr.314, S.Ph.1381 are corrupt).--In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets ᾰ or ᾱ (the latter usu. in thesi); τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19, cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.--In Comp., ῐ in Hom., ῑ in Trag. and later.

German (Pape)

[Seite 1313] ή, όν, schön; zunächst – a) von dem in die Augen Fallenden, von der äußeren Gestalt, von Hom. an, sowohl von Menschen u. Thieren, als von Sachen; oft verbunden καλός τε μέγας τε, bes. von Männern; Hom. καλός δέμας, schön an Gestalt, Od. 17, 307; öfter von einzelnen Theilen des Körpers, πρόσωπα, ὄμματα, παρήϊα, σφυρά, χρόα καλόν, von Kleidern, φάρεα, ῥήγεα, κρήδεμνον, ζώνη, εἵματα, πέδιλα, von Waffen, σάκος, φάσγανον, τεύχεα, von anderen Geräthen, δέπας, ἄλενσον, von Gebäuden, Geschenken, Gegenden, wo es oft durch angenehm, reizend, lieblich wiedergegeben werden kann; ἐςορᾶν καλός, schön anzusehen, Pind. Ol. 8, 19; ἰδέᾳ καλός, schön von Ansehen, Ol. 1, 103, καλὸς τὴν ὄψιν Ath. XII, 517 e; καλοὶ τὰ σώματα Xen. Mem. 2, 6, 30; εἶδος κάλλιστος Cyr. 1, 2, 1; μορφὴ καλή Soph. O. C. 584; κόσμος Eur. Hipp. 632; εἴθ' αἴσχιον εἶδος ἀντὶ τοῦ καλοῦ λάβω Hel. 270; γυνὴ καλὴ καὶ εὐειδής Plat. Crit. 44 a; von Metallen, echt, im Ggstz v. κίβδηλος, Xen. Mem. 3, 1, 9; – τὸ καλόν, Schönheit, Zier, Schmuck; τὸ καλὸν βίου Eur. I. A. 20; Xen. Cyr. 7, 3, 16; τὰ τοῦ βίου, die Genüsse, Reize, Annehmlichkeiten des Lebens, Her. 1, 207; Xen. Cyr. 7, 2, 13, καλὰ πάσχειν, sich wohl befinden. – Die Liebhaber schnitten den Namen der Geliebten mit dem Zusatz ὁ καλός, ἡ καλή in die Bäume ein od. schrieben ihn auf die Thüren u. Fenster, vgl. die Ausleger tu Ar. Ach. 194 Vesp. 98. – b) schön für einen besondern Zweck, tauglich, brauchbar, wie man etwa λιμήν Od. 6. 263 u. einzelne andere Verbindungen bei Hom. fassen kann; öfter bei den Att., σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον, πρὸς πάλην, Plat. Hipp. mai. 295 c; dem χρήσιμος entsprechend, Dem. 61, 32; ἀεὶ καλὸς πλοῦς ἔσθ' ὅταν φεύγῃς κακά Soph. Phil. 637; οἰωνοί, Glück bedeutende, Eur. Ion 1333; beim Opfer der gew. Ausdruck τὰ ἱερά έστι καλά, Xen. An. 1, 8, 15, vgl. Krüger zu 6, 2, 9, die Opfer sind gut, fallen glücklich aus; οὐ γὰρ σφάγια γίνεται καλά Aesch. Spt. 361; ähnl. τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου, das Ende werde glücklich sein, Xen. An. 5, 2, 9; so ἡμέραι Soph. El. 607; ἐν καλῷ, sc. τόπῳ, am rechten, gelegenen, bequemen Orte, κεῖσθαι τὴν Κέρκυραν ἐν καλῷ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου Xen. Hell. 6, 2, 9, ποῦ καθίζωμ' ἐν καλῷ τῶν ῥητόρων ἵν' ἐξακούω Ar. Th. 292, Luc. Navig. 15; häufiger sc. χρόνῳ, zur rechten, gelegenen Zeit, νῦν γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν Soph. El. 376, ἐν καλῷ σ' ἔξω δόμων ηὕρηκα Eur. I. A. 1106, ἐν οὐ καλῷ μὲν ἐμνήσθην θεῶν Or. 578; in Prosa, Plat. Rep. IX, 571 b; Xen. Hell. 4, 3, 5 u. sonst; ἐν καλῷ ἐδόκει ἡ μάχη ἔσεσθαι Thuc. 5, 59, wo der Schol. ἐπὶ συμφέροντι erkl. So auch ἐς καλὸν σὺ εἶπας Soph. O. R. 78; εἰς καλὸν ἥκεις ὅπως συνδειπνήσῃς Plat. Conv. 174 e; im superl., ἥκετον εἰς κάλλιστον, zu sehr gelegener Zeit, Euthyd. 275 b; εἰς καλόν γε ὑμῖν συντετύχηκα Xen. Conv. 1, 4; ἥκεις An. 4, 7, 3; νῦν καλὸν κορέσαι στόμα, jetzt ists Zeit, Soph. Phil. 1140; νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλόν Ar. Par 278. – c) von innerer Beschaffenheit, sittlich schön, gut, trefflich; Hom. nur im neutr., οὐ καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι, es ist nicht schön, ziemt sich nicht, Il. 17, 19; καλόν τοι, es steht dir wohl an, 9, 615; οὐ γὰρ ἔμοιγε καλόν 21, 440; im plur., οὐ μὴν καλὰ χόλον τόνδ' ἔνθεο θυμῷ, es ist nicht schön, daß du solchen Zorn hegst, 6, 326, s. nachher; ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος, schöner Thaten, Pind. I. 3, 60; τέθνηκεν, οὗπερ τοῖς νέοις καλόν, wo es schön, ehrenvoll ist, Aesch. Spt. 1002; Ag. 1592; καλὸς γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥςτε θαυμάσαι Soph. El. 385; οὔτ' ἐμοὶ τοῦτ' ἔστιν, οὔτε σοὶ καλόν, es ziemt nicht mir, Phil. 1288; καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν Ant. 72; κλέος Eur. Alc. 1225; ὄνειδος Med. 514; καλὸν αὐτῷ, es ist ehrenvoll für ihn, Thuc. 3, 94, u. A., bes. als neutr. – Von Plat. an von Menschen, bes. καλὸς κἀγαθός, der wackere, ehrenwerthe Mann, durch Sokrates üblich gewordener Ausdruck, Ggstz ἄδικος καὶ πονηρός, Gorg. 470 e; ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθός Tim. 88 c; καλὸς τἄνδοθεν Phaedr. 279 b; auch neutr., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Apol. 21 d; ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ καλὰ πράττοντα Xen. Cyr. 3, 1, 10; ἀσκηταὶ τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων 1, 5, 9; Mem. 2, 1, 20. – Τὸ καλόν, das sittlich Gute, die Tugend, τὰ καλά, edle, gute, rühmliche Handlungen, Ggstz αἰσχρός. – Τὰ καλά von den Staatseinrichtungen der Lacedämonier, Xen. Lac. 3, 3 Hell. 5, 5, 9; so sagt ein Laced. ἔῤῥει τὰ καλά 1, 1, 23. – Adv. καλῶς, schön, in den verschiedenen Vdtgn; Hom. nur einmal, οὐδ' ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od. 2, 63; gewöhnlich καλόν od. καλά, ὑμεῖς οὐκέτι καλὰ μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, auf unschöne, ungeziemende Weise, Il. 13, 116, vgl. Od. 15, 10. 17, 397; καλὰ μελπόμενος Pind. N. 1, 20, φρονεῖν καλῶς Aesch. Pers. 711, θανεῖν Ch. 350. καλῶς ἔχει τὰ πλεῖστα Spt. 781; καλῶς εὶδώς Soph. O. R. 317; καλῶς πράττειν, sich wohl befinden, Glück haben, Ant. 271 Tr. 57. 229 u. A.; καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι Ai. 474; καλῶς καὶ εὖ ἐπαίδευσεν Plat. Prot. 319 e; καλῶς καὶ εὖ πράττειν Charm. 172 a; vgl. über diese Vrbdg Lob. Paralip. p. 65; τί δήποτε ἅπαντ' εἶχε καλῶς τότε, καὶ νῦν οὐκ ὀρθῶς; Dem. 3, 30, warum stand damals Alles gut? εἰ καλῶς σφισιν ἔχοι, wenn es ihnen gut, zuträglich sei, Thuc. 4, 117; καλῶς παράπλου κεῖται, günstig für die Fahrt, 1, 36, ἐν παράπλῳ 1, 44. – Allein: καλῶς, billigend, recht so, gut, Eur. Or. 1216 Ar. Ran. 888 Dem. 39, 14; πάνυ καλῶς, ganz wohl, schon gut, womit man höflich die Fortsetzung des Gesprächs ablehnt, Ar. Ran. 512; vgl. κάλλιστ' ἐπαινῶ 508. – Comparat. u. superl. καλλίων, κάλλιστος, in allen den Vrbdgn des Positivs; Hom. πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od. 10, 396; οὐ μήν οἱ τόγε κάλλιον οὐδέ τ' ἄμεινον Il. 24, 52; ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων 24, 233; κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος Aesch. Ag. 874; ἄνδρα δ' ὠφελεῖν κάλλιστος πόνων Soph. O. C. 315; κάλλιστον θέαμα Plat. Rep. III, 402 d; καλλίοσιν ὀνόμασι χρῆσθαι Phil. 43 d; πάντων κάλλιστα, ganz vortrefflich, Soph. 227 c u. sonst; auch καλλιόνως, Legg. II, 660 d Theaet. 169 e; καλλιώτερον stand früher Thuc. 4, 118, findet sich sicher eest bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. p. 136; bei Psell. καλλιστότατος. – [Α ist bei Hom. u. den Epikern, wie den alten jambischen Dichtern lang, nur Hes. O. 63 Th. 585 kurz; bei Pind. u. den attischen Dichtern kurz; bei den epigrammatischen u. bukolischen Dichtern nach Versbedürfniß lang u. kurz, in der Thesis gew. kurz, vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 761.] – In den Zusammensetzungen ist καλλι-die gewöhnliche Form, erst sehr Späte u. die Grammatiker haben καλο-, worin α immer kurz ist.

Greek (Liddell-Scott)

καλός: -ή, -όν, Αἰολ. κάλος, -α, -ον, ἴδε κατωτ. Ζ)· εὔμορφος, ὡραῖος Λατ. pulcher. ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Ἰλ. Β. 673· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει, καλός τε μέγας τε· ὡσαύτως, μέγας καὶ καλὸς Ὀδ. Ι. 513· οὕτω καὶ ἐπὶ γυναικῶν, καλή τε μεγάλη τε Ν. 289, Ο. 418· καὶ ἐπὶ τόπων, αὐλὴ καλή τε μεγάλη τε Ξ. 7· ἐπὶ κυνός, κύων ὅδε κεῖτ’ ἐνὶ κόπρῳ, καλὸς μὲν δέμας ἐστὶν Ρ. 307· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, εἶδος κάλλιστος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· καλὸς τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2, 6, 30· τὴν ὄψιν Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 517Ε· οὕτω, καλὸς ἰδέᾳ Πινδ. Ο. 10 (11). 123· ὡσαύτως, χορῷ καλή, ὡραία ἐν τῷ χορῷ, Ἰλ. Π. 180· κάλλιστος... ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος Ζ. 294, Ὀδ. Ο. 107· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., καλ. εἰσοράασθαι κτλ., Ὅμ.· ἐσορᾶν κ. Πινδ. Ο. 8. 25· καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Ὀδ. Κ. 396· ― ὡσαύτως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, ἐνδυμάτων, ὅπλων, κτλ., πρόσωπα, ὄμματα, παρήϊα, ὦμοι, κτλ.· εἵματα, φάρεα, χιτών, χλαῖνα, πέδιλα, κτλ.· φάσγανον, σάκος, ἀσπίς, κόρυς· ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ τῶν ὁμοίων, δῶμα, τεῖχος, ἅμαξα, τράπεζα, θρόνος, κρήνη, πόλις, τέμενος, ἀγρός, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ. ὁ καλὸς συχνάκις ἀκολουθεῖ κύριον ὄνομα προσώπου, Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, ἡ Σαπφὼ ἡ καλὴ Πλάτ. Ἀλκ. 1.113Β, Φαῖδρ. 235C· ἐντεῦθεν οἱ ἐρασταὶ συνείθιζον νὰ γράφωσι τὰ ὀνόματα τῶν ἐρωμένων ἐπὶ τῶν τοίχων, δένδρων, κ.τ.τ., ὁ δεῖνα καλός, ἡ δεῖνα καλή, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 144, Σφ. 98, Creuzer Πλωτῖν. περὶ τοῦ «καλοῦ» σ. 97· ― οὕτως, ἡ Καλὴ ἢ Καλλίστη ἦτο ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 140, Παυσ. 1. 29, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443· ἴδε ἐν λ. Καλλιστώ. 3) τὸ καλόν, ὡς τὸ κάλλος, καλλονή, ὡραιότης, Εὐρ. Ι. 21, κτλ.· τὰ καλά, τὰ προσήκοντα, τὰ πρέποντα, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ, Ἡρόδ. 1. 8, 207, Πινδ. Ο. 1. 134, κτλ.· τὰ ἐν ἀνθρώποις καλά, κτλ., ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 13. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρῆσιν, ὡς τὸ ἀγαθός, καλός, ἁρμόδιος, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, καλὸς λιμὴν Ὀδ. Ζ. 263· ἀνέμῳ... καλῷ Ξ. 253, 299· ― καλὸς εἴς τι Ξεν. 3. 3, 6· πρός τι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295C, Γοργ. 474D, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., κάλλιστος τρέχειν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 26· ― ἰδίως ἐν ταῖσδε ταῖς φράσεσιν: ἐν καλῷ τόπῳ, ἐν καλῇ θέσει, Ἀριστοφ. Θεσμ. 292, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 25· ἐ καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως αὐτόθι 6. 2, 9, κτλ.· ὡσαύτως, ἐν καλῷ, ἐν καλῇ θέσει ἢ ἐν περιστάσεσιν εὐνοϊκαῖς, Θουκ. 5. 59, 60· ἐν καλῷ (ἐξυπ. χρόνῳ) σ’ ἔξω δόμων ηὕρηχ’, εἰς καλὴν ὥραν σὲ ηὗρα ἔξω τῆς οἰκίας, Εὐρ. Ι. Α. 1106, Ξεν., κτλ.· ἐν καλῷ ἐστί, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 384· (οὕτω, καλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 278, Θουκ. 8. 2)· ― οὕτω καί, εἰς καλὸν Σοφ. Ο.Τ. 78, Πλάτ. Μένων 89Ε· εἰς κάλλιστον Σοφ. Ο. Τ. 78, κτλ. 2) ἐπὶ θυσιῶν, καλός, αἴσιος, εὐοίωνος (ἴδε καλλιερέω), ἱερὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 379· οἰωνοὶ Εὐρ. Ἴων 1333· τὰ τοῦ θεοῦ καλά, ἅπαντα τὰ ἱερὰ καθήκοντα ἐτελέσθησαν καλῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 868· οἱ γὰρ μάντεις ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι μάχη μὲν ἔσται, τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου Ξεν. Ἀν. 5. 2, 9· καλὰ ἦν τὰ ἱερὰ αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 3· μετ’ ἀπαρ., ἰέναι..καλὰ τὰ ἱερὰ ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 2, 3· περὶ τῆς ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς 1. 1, 23, φράσεως: ἔρρει τὰ κ…, ἴδε ἐν λ. κᾶλον ΙΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. pulcher, honestus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδ., οὐ καλὸν ἔειπας Ὀδ., πρβλ. Ρ. 381· μεῖζον κλέος... καὶ κάλλιον Σ. 255· συχνάκις, καλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν, ὅς κέ με κήδῃ Ἰλ. Ι. 615 (611)· οὐ γὰρ ἔμοιγε καλὸν (ἐξυπ. ἄρχειν) Φ. 440· οὐ καλὸν ἀτέμβειν, οὐδὲ δίκαιον Ὀδ. Υ. 294· οὕτω παρ’ Ἀττ., καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν Σοφ. Ἀντ. 72, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Συγκρ., οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Ὀδ. Η. 159, πρβλ. Ἰλ. Ω. 52: ― συχνάκις παρὰ μεταγεν., καλὰ ἔργματα, εὐγενεῖς πράξεις, Πινδ. Ι. 4. 71 (3. 60)· ὡσαύτως. τὰ καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 64, Σοφ. Ἀποσπ.675, κτλ.· ὡσαύτως, ἔξοχα προτερήματα, Ξεν. Συμπ. 8. 17. 2) τὸ καλόν, ἠθικὸν κάλλος, ἀρετή, ἀντίθετον πρὸς τὸ αἰσχρόν (κατὰ Κικέρωνα honestum καὶ turpe), Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16 Πλάτ. Συμπ. 183D, 201Ε, Λυσ. 216C, κ. ἀλλ.· ὅτι καλόν, φίλον ἐστί. τὸ δ’ οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν. τοῦτ’ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων Θέογν. 17, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 881, Ἱκέτ. 300, Ι. Α. 22. 3) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μεταχειρίζονται τὴν λέξιν ἐπὶ ἀνδρῶν οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς μόνον ἐν τῇ φράσει: καλὸς κἀγαθός, ἴδε ἐν λ. καλοκάγαθος. ΙV. παρ’ Ἀττ. οὐχὶ σπανίως εἰρωνικῶς ὡς τὸ Λατ. praeclarus, λαμπρός, θαυμάσιος, γέρας καλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 209· καλ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι Σοφ. Ἠλ. 393, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 652· καλὴν... ἀπειλήφασιν Ὠρειτῶν χάριν Δημ. 128. 2· καλὴν γ’ ὕβριν ἦμεν ἂν ὑβισμένοι ὁ αὐτ. 660. 20· καί σοι… θωπεῦσαι καλὸν Σοφ. Ο. Κ. 1003· μετ’ ὀνομάτων καλῶν Θουκ. 5. 89: ἴδε κατωτ. καλῶς 8. Β. Βαθμοὶ συγκρίσ.: ― Συγκρ. καλλίων, ον, Ὅμηρ., παρ’ ᾧ συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀμείνων καὶ μείζων, Ἰλ. Ω. 52, Ὀδ. Κ. 396· ὁ Ἀλκαῖος (130) ἔχει καλίων. ― Ὑπερθ. κάλλιστος, -η, -ον, Ἰλ. Υ. 233, κτλ.· ― καλλιώτερος εἶναι λίαν μεταγεν. τύπος ἀπαντῶν παρὰ τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 4. 118· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 136· ὡσαύτως καλώτερος, ἴδε Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 69· Ὑπερθ. καλλιστότατος, Ψελλ. εἰς ᾎσμα ᾈσμάτ. 2.16. Γ. Ἐπίρρ.: ― οἱ ποιηταὶ πολλάκις χρῶνται τῷ οὐδετ. καλὸν ὡς ἐπιρ., καλὸν ἀείδειν κτλ. Ἰλ. Σ. 570, Ὀδ. Α. 155· οὕτω καὶ τῷ καλά, οὐ μὲν καλὰ χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ Ἰλ. Ζ. 326· βραδύτερον ὡσαύτως, τὸ καλὸν Θεόκρ. 3. 3 καὶ 18, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56. ΙΙ. ὁμαλ. Ἐπίρρ. καλῶς: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, καλῶς, ὀρθῶς, δικαίως, οὐδ’ ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε Ὀδ. Β. 63· καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κτλ. Σοφ. Αἴ. 479, κτλ.· οὐ καλῶς ταρβεῖς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 457· καλῶς ἀγωνίζεσθαι, προσηκόντως, Λυσ. 138. 20· συχν. ἐν τῇ φράσει, καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, Παρμ. 128Β, κτλ. 2) ἐπὶ καλῆς τύχης, καλῶς, εὐτυχῶς, καλῶς πράσσειν = εὖ πράσσειν, Αἰσχύλ. Πρ. 979, Σοφοκλ. Ἀντ. 272· καλῶς καὶ εὖ πράττειν Πλάτ. Χαρμ. 172Α· ἰδίως ἐν τῇ φράσει καλῶς ἔχειν Αἰσχύλ. Θήβ. 799, κτλ.· καλῶς ἔχει σοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 947· καλῶς ἔχει, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 1· ὡσαύτως μετὰ γεν., καλῶς ἔχειν τινός, καλῶς ἔχειν ὡς πρός τι, Ἱππ. 264. 13· καλῶς τινος κεῖσθαι Θουκ. 1. 36· ὡσαύτως, καλ. ἔχει τινὶ ὁ αὐτ. 4. 117, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 3· ― καλλιόνως ἔχειν Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε, κτλ. 3) καλῶς = πάνυ, τελείως, τὸν καλῶς εὐδαίμονα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300· καλῶς ἔξοιδα Σοφ. Ο. Κ. 269· οὕτως ἐν τῷ Συγκρ., κάλλιον εἰδέναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 300D. πρβλ. Θεαίτ. 161Β· κάλλιον ἐοικέναι Ἱππ. 234. 19· ― καὶ ἐν τῷ Ὑπερθ. κάλλιστα, Σοφ. Ο. Τ. 1172, Πλάτ. κλ. 4) κάλλιστα ἀκούειν, ἔχειν καλὴν φήμην, Λατ. bone audire, Πλούτ. 2. 177Ε. 5) καλῶς ποιῶν, ὡς Ἐπίρρ., = ὀρθῶς, δικαίως, ἀξίως, Λατ. merito, καλῶς τοίνυν ποιῶν ἀπόλλυται Ἀριστοφ. Πλ. 863, πρβλ. Δημ. 17. 10., 141. 14., 304. 26, Αἰσχίν. 87. 1. 6) ἐν ἀποκρίσεσι, πρὸς βεβαίωσιν τῶν λόγων τοῦ προλαλήσαντος, = «πολὺ καλά», καλά, Λατ. euge, Εὐρ. Ὀρ. 1216, Δημ. 998. 25· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὅταν ἀποποιῆταί τίς τι εὐγενῶς ἢ μετ’ εἰρωνείας, «σ’ εὐχαριστῶ!», Λατ. benigne, Ἀριστοφ. Βάτρ. 888· πάνυ κ. αὐτόθι 512· ἀμέλει κ. αὐτόθι 532· καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ., κάλλιστ’ ἐπαινῶ αὐτόθι 508· ἔχει κάλλιστα Θεόκρ. 15. 3· πρβλ. Bentl. Terent. Heaut. 3. 2, 7, Ὁράτ.Ι. Ἐπ. 7, 16 καὶ 62. 7) εἰρωνικῶς, ― λαμπρά, Λατ. belle, καλῶς ἐρήμης γ’ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος Σοφ. Ἀντ. 739, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 588, Δείναρχ. 98, ἐν τέλ., Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 344. 8) συχνάκις ἐπαναλαμβανόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθ. (ἴδε κακὸς Β καὶ Δ), καλὴ καλῶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 253, Εἰρ. 1330, Ἐκκλ. 730 (ὡς ἐν τῇ Λατ. bella belle, Plaut. Asin. 3. 3, 86, κτλ.)· οὕτω, καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Πινδ. Ο. 9. 142. Δ. Περὶ τῶν συνθέτων ἴδε ἐν καλλι -. Ε. Ποσότης: ― ᾱ παρ’ Ἐπικοῖς καὶ παλαιοῖς Ἰαμβ. ποιηταῖς (ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ τὰ χωρία ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 63, Θεογ. 585)· ᾰ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικ. (διότι τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 308 εἶναι ἐφθαρμένον, καὶ ἐν Σοφ. Φιλ. 1381 ὁ Δινδ. ἀντὶ καλῶς ὁρῶ ἀναγινώσκει λῶσθ’ ὁρῶ). Ἐν Ἐλεγ. Ἐπιγρ. καὶ βουκολικοῖς ποιηταῖς ᾰ ἢ ᾱ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἀλλ’ ἐν τῇ θέσει κατὰ τὸ πλεῖστον ᾰ, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 761. Ἐν Θεοκρ. 6. 19, ἀμφότεραι αἱ ποσότητες ἀπαντῶσιν ἐν ἐνὶ καὶ τῷ αὐτῷ στίχῳ, τά μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται· πρβλ. ἴσος. Ἐν τῷ Συγκρ., ῐ παρ’ Ὁμ., ῑ παρ’ Ἀττ. ἀείποτε πλὴν ἐν Μενάνδρ. Μονοστίχ. 89· ἀλλὰ τὸν στίχον τοῦτον ἀπορρίπτει ὁ Meineke. Ϛ΄. (Ἐτυμολ.: ― ὡς ἀρχικὴ σημασία φαίνεται ἡ τοῦ καθαροῦ, πρβλ. καλλύνω, κάλλυντρον, κάλλιστον ὕδωρ (Ἰλ. Φ. 158), Καλλιρόη· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκριτ. Kalyas (σῷος, ὑγιής), Kalzànas (καλός, εὔμορφος)· Γοτθ. hails (hale, whole).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. adj. I. beau : καλὸς δέμας OD, εἶδος καλός XÉN beau de corps, de visage ; καλὸς εἰσοράασθαι OD beau à contempler ; τὰ καλά, les belles choses, particul. les élégances de la vie;
II. en parl. de la beauté morale beau, noble, honnête, honorable, glorieux : τέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν ESCHL il est mort là où il est beau pour les jeunes gens de mourir ; τὸ καλόν, le beau, le bien, la vertu ; τὰ καλά XÉN les belles actions ; καλόν ἐστι(ν) avec l’inf. il est beau de ; καλὸς καὶ ἀγαθός, καλὸς κἀγαθός (non καλοκἀγαθός, malgré καλοκἀγαθία), au plur. καλοὶ κἀγαθοί, καλῶν κἀγαθῶν, καλοὺς κἀγαθούς, primit. de noble naissance, de haut rang, postér. honnête ; τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα XÉN les belles actions, ce qui est beau et bien, le bien, la vertu;
III. p. anal. pur, naturel en parl. de métaux non travaillés;
IV. p. suite :
1 parfait, achevé, accompli : στράτευμα XÉN armée excellente, accomplie ; ironiq. καλὸν γέρας ESCHL beau privilège;
2 précieux;
V. convenable, d’où
1 apte à, habile à, avec πρός et l’acc. ; καλὸς τρέχειν XÉN habile à la course;
2 favorable : καλὸς λιμήν OD port bien situé ; καλὸς ἄνεμος OD vent favorable ; adv. • ἐν καλῷ (s.e. τόπῳ) XÉN en un lieu favorable ; ou (s.e. χρόνῳ) SOPH au moment opportun, en temps utile, à propos ; • εἰς καλόν SOPH, • εἰς κάλλιστον SOPH à propos, tout à fait à propos ; au sens relig. καλὰ ἱερά ESCHL augures, sacrifices favorables ; avec l’inf. : ἰέναι καλὰ τὰ ἱερὰ ἦν XÉN les sacrifices étaient favorables pour aller;
B. adv. • καλόν ou • καλά, de belle façon, avec grâce ou agrément, bien;
Cp. καλλίων, Sp. κάλλιστος.
Étymologie: cf. skr. kalyas, sain.

English (Slater)

κᾰλός (-ός, -όν; -όν nom., acc., -ά, -ῶν, -οῖς, -ά.: comp., superl., v. infra.)
   1 of actions, noble, honourable ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) (O. 2.97) πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ (O. 6.11) φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (N. 6.30) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑμὶ σὺν τρόπῳ (N. 7.14) διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί (I. 4.42) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχέρῳ κέλευθοι (I. 6.22) ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις (Pae. 2.66) θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9. cf. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών some new honour (P. 8.88)
   2 beautiful
   a of living things, handsome ἦν δ' ἐσορᾶν καλός (O. 8.19) ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις (O. 9.94) (Ἁγησίδαμον) ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρ ᾳ τε κεκραμένον (O. 10.103) εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) καλός τοι πίθων παρὰ παισὶν αἰεὶ καλός (P. 2.72) —3. ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν (P. 4.123) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν (I. 2.4)
   b of things. ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν (O. 3.23) δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα the effigy of Hera, embraced by Ixion (P. 2.40)
   3 pro subs.,
   a s., work of beauty ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46)
   b pl.,
   I blessings ἁπάντων καλῶν ἄμμορος (O. 1.84) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ (O. 8.86) ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν (P. 8.33) οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.31) πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.15) τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.2) τόσσαι καλῶν fr. 22. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.
   II noble actions, achievements καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ (O. 10.91) δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.45) ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.96) θεόθεν ἐραίμαν καλῶν (P. 11.50) τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν ( courage for noble deeds: sc. Μοῖρα) (N. 7.59)
   III what is fine, good to hear, see. φάμενἀμφὶ δαιμόνων καλά (O. 1.35) ἔχω καλά τε φράσαι (O. 13.11) καλὰ μελπόμενος (N. 1.20) τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. the fair side (P. 3.83)
   IV in wider sense, good, things noble ξένον καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον (O. 1.104) στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) μὴ παρίει καλά (P. 1.86) φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.288) ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (fort. corruptum) (I. 8.70)

English (Abbott-Smith)

καλός, -ή, -όν, [in LXX chiefly for טוֹבָה ,טוֹב, also for יָפֶה, etc.;]
1.primarily, of outward form ("related to . . . ἀγαθός as the appearance to the essence," Cremer, 339), fair, beautiful: λίθοι (BV, goodly), Lk 21:5.
2.In reference to use, of that which is well adapted to its ends, good, excellent: of fish, τ. καλά (opp. to σαπρά), Mt 13:48; σπέρμα, Mt 13·24, 27, 37, 38; καρπός, Mt 3:10 7:17-19 12:33, Lk 3:9 [WH] 6:43; δένδρον (opp. to σαρπόν), Mt 12:33, Lk 6:43; γῆ, Mt 13:8, 23 Mk 4:8, 20 Lk 8:15; τ. ἅλας, Mk 9:50, Lk 14:34; ὁ νόμος, Ro 7:16, I Ti 1:8; διδασκαλία, I Ti 4:6;καρδία κ. καὶ ἀγαθή, Lk 8:15; παραθήκη, II Ti 1:14; μέτρον, Lk 6:38; βαθμός, I Ti 3:13; θεμέλιος, I Ti 6:19; τὸ κ., I Th 5:21; μαργαρίται, Mt 13:45; οἶνος, Jo 2:10; ποιμήν, Jo 10:11, 14; διάκονος, I Ti 4:6; οἰκονόμος, I Pe 4:10; στρατιώτης, II Ti 2:3; στρατεία, I Ti 1:18; ἀγών, I Ti 6:12, II Ti 4:7; ὁμολογία, I Ti 6:12, 13; ἔργον, Mt 26:10, Mk 14:6, Jo 10:33, I Ti 3:1; pl., Jo 10:32; καλόν, c. inf. et dat., Mt 18:8, 9 I Co 7:1, 26 9:15; id. c. acc. et inf., Mt 17:4, Mk 9:5, 43, 45, 47, Lk 9:33, He 13:9; seq. εἰ, Mt 26:24, Mk 9:42 14:21; ἐάν, I Co 7:8.
3.Ethically, good, in the sense of right, fair, noble, honourable: Ga 4:18, He 5:14; ἔργα, Mt 5:16, I Ti 5:10, 25 6:18, Tit 2:7, 14 3:8, 14 (Field, Notes, 223f.), He 10:24, I Pe 2:12; ἀναστροφή, Ja 3:13, I Pe 2:12; συνείδησις, He 13:18; seq. ἐνώπιον, Ro 12:17, II Co 8:21, I Ti 2:3; το] κ. ποιεῖν (κατεργάζεσθαι), Ro 7:18, 21 II Co 13:7, Ga 6:9, Ja 4:17; καλόν ἐστιν, c. inf., Mt 15:26 (T, ἔξεστιν), Mk 7:27, Ro 14:21, Ga 4:18; μαρτυρία, I Ti 3:7; ὄνομα, Ja 2:7; καύχημα, I Co 5:6 (neg.); θεοῦ ῥῆμα, He 6:5. κ. does not occur in Re.†SYN.: v.s. ἀγαθός.

English (Strong)

of uncertain affinity; properly, beautiful, but chiefly (figuratively) good (literally or morally), i.e. valuable or virtuous (for appearance or use, and thus distinguished from ἀγαθός, which is properly intrinsic): X better, fair, good(-ly), honest, meet, well, worthy.

English (Thayer)

καλή, καλόν (probably primarily 'sound,' 'hale,' 'whole;' cf. Vanicek, p. 140f; Curtius, § 31), the Sept. for יָפֶה beautiful, but much more often for טוב good; beautiful, applied by the Greeks to everything so distinguished in form, excellence, goodness, usefulness, as to be pleasing; hence (according to the context) equivalent to "beautiful, handsome, excellent, eminent, choice, surpassing, precious, useful, suitable, commendable, admirable";
a. beautiful to look at, shapely, magnificent: λίθοις καλοῖς κεκόσμηται (A. V. goodly), good, excellent in its nature and characteristics, and therefore well adapted to its ends: joined to the names of material objects, universally, τά καλά, of fish, opposed to such as are thrown away (τά σαπρά), σπέρμα, καρπός, L WH brackets καλόν); δένδρον, opposed to σαπρόν, γῆ, καλόν τό ἅλας (is an excellent thing), ὁ νόμος, good in its substance and nature, and fitted to beget good, διδασκαλία, true and approved teaching, καρδία καλή καί ἀγαθή, παραθήκη (which see) (containing (rather, consisting of) καλά), μέτρον, ample measure (rabbinical, טובה מדה; English good measure), βαθμός (firm (but see βαθμός)), θεμέλιος, genuine, approved, πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε, precious (A. V. goodly), μαργαρῖται, superior to other kinds, οἶνος, competent, able, such as one ought to be: ποιμήν, διάκονος, οἰκονόμος, στρατιώτης, praiseworthy, noble: στρατεία, ἀγών, ὁμολογία, ἔργον, καλόν ἐστιν, it is expedient, profitable, wholesome: followed by an infinitive as subject, τίνι added (so in 1 Corinthians , the passage cited also), Winer s Grammar, 241 (226); Buttmann, § 149,7); R G (also L Tr marginal reading in 47); καλόν ἐστιν followed by the accusative and infinitive, L (but see above) T Tr (but not marginal reading, see above) WH; εἰ (cf. Buttmann, 217 (187f); Winer's Grammar, 282 (265)), ἐάν (Buttmann and Winer's Grammar, as above), it is pleasant, delightful, followed by an accusative with an infinitive: beautiful by reason of purity of heart and life, and hence praiseworthy; morally good, noble, (Latin honestus; (cf. Aristotle, τό καθ' αὐτό καλόν)): διάκρισις καλοῦ τέ καί κακοῦ, ἔργα, ἀναστροφή, καλή συνείδησις, consciousness of good deeds (A. V. a good conscience), καλά, καλόν ἐνώπιον τίνος, in one's judgment, in ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ, τό καλόν κατεργάζεσθαι, ποιεῖν, καλόν ἐστιν, it is right, proper, becoming, followed by an infinitive: L T ἔξεστιν); (Tr marginal reading imperative); honorable, conferring honor: μαρτυρία, ὄνομα, οὐ καλόν τό καύχημα ὑμῶν, affecting the mind agreeably, comforting and confirming: Θεοῦ ῤῆμα (the Sept. for טוב דָּבָר, which is spoken of the divine promises, καλλίων, κάλλιον, better: neut, adverbially, σύ κάλλιον ἐπιγινώσκεις, i. e. better than by thy question thou seemest to know, Winer s Grammar, 242 (227)). The word is not found in the Apocalypse. (Cf. Trench, § cvi. at the end; Zezschwitz, Profangräcität as above with, p. 60f (cf. ἀγαθός, at the end); Westcott on John 10:11.)