συντίθημι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
used by Hom. only in Med., v. infr.:—Pass. (v. infr.), but σύγκειμαι is more freq. as Pass.:—
A place together or put together, τὴν οὐρὴν καὶ τὸν σπλῆνα.. συνθεὶς ὁμοῦ Hdt.2.47, cf. 4.67; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ X.HG2.3.20; ἅπαντα εἰς ἕν E.IT1016; ἐν ὀλίγῳ πάντα Id.Supp.1126 (lyr.); ὁ πρῶτος συνθεὶς εἰς ταὐτὸν τὰ δύο ταῦτα βιβλίδια Gal.15.109; συντίθημι ἱμάτια, opp. ἀνασείειν, fold them together, X. Oec.10.11; συντίθημι σκέλη, opp. ἐκτείνειν, Id.Cyn.5.10; opp. διαιρεῖσθαι, Pl.Sph.252b; συντίθημι ἄρθρα στόματος close the lips, E.Cyc.625; εἰς τὸ οὖλον (αυλον cod.) συντίθημι τὴν κόμην, = calamistrat, Glossaria:—Pass., τὸ συντίθεσθαι καθ' ὁντινοῦν τρόπον ῥῖγος οὐκ ἀγαθόν ἐστι any sort of combination of shivering (with other symptoms), Gal.16.746.
2 technical uses,
a Math., add together, of numbers, Hdt.3.95 (Pass.); τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον principal and interest, D.27.17, cf. 29.30: Geom., of lines and figures, Archim.Spir.Praef., Papp.70.4.
b Math. also, of the transformation of a ratio componendo, Arist.EN1131b8 (Pass.), Euc.5.18,24 (Pass.).
c Logic, combine the terms of a proposition, Arist.Metaph.1012a4, 1024b19 (Pass.); also, use the fallacy of composition (cf. σύνθεσις 1.2e), Id.Rh.1401a24.
d Rhet., accumulate, joined with ἐποικοδομεῖν (to form a climax), ib. 1365a16.
e συντίθημι λόγον make up an account, PHib.1.48.15 (iii B.C.).
II put together constructively, so as to make a whole, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας (as a bridge) Hdt.7.36; λίθους, of builders, Th.4.4, IG42(1).103.59 (Epid., iv B.C.); πλίνθους, ξύλα, X.Mem.3.1.7, etc.; τὰ ὄστρακα IG42(1).121.82 (Epid., iv B.C.); τὰ κομισθέντα Sor. 2.64; ἐκ τούτων τὰ μέγιστα.. συνθεὶς τοῦτον.. τὸν λόγον ποιήσομαι Hippias Eleus 6 D.; συλλαβάς Pl.Cra.424e.
2 construct, frame, τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti.69d; ὁ συνθείς the creator, ib.33d:—Pass., to be constructed, of the material universe, opp. διαλύεσθαι, Arist.Cael. 304b30.
b συντίθημι τι ἀπό τινος compose or make one thing of or from another, Hdt.4.23; τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῦ πεζοῦ πλῆθος συντιθέμενον Id.7.184; ἐξ ὧν [συλλαβῶν] τὰ ὀνόματα συντίθενται Pl.Cra.425a, cf. 434a; συνθεὶς πρᾶγμα πράξει δι' ὀνόματος καὶ ῥήματος Id.Sph.262e; εἴδωλον οὐρανοῦ ξυνθεῖσ' ἄπο (Reiske for ὕπο) E.Hel.34: metaph., συντιθεὶς γέλων πολύν S.Aj.303; δυοῖν ἅμιλλαν ξυντίθημι strive for two things at once, E.El.95.
3 construct or frame a story, συνθέντες λόγον Id.Ba.297, cf. Ar.Ra.1052 (anap.), Pl.Phdr.260b; οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες Arist.Rh.1354a12; narrate in writing, τὰ Ἑλληνικά Th.1.97, cf. 21; compose, συντίθημι μύθους, συντίθημι ποίησιν, συντίθημι μελῳδίαν, συντίθημι ὄρχησιν, Pl.R. 377d, Phdr.278c, Lg.812d,816c; αἴνιγμα Id.Ap.27a; ὁ τὴν ἐνθάδε συνθεὶς ἀνατομήν Gal.15.147:—Pass., pf. συντέθειται ib.797; περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ.. τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po.1453a19.
4 Math., of the synthesis of a geometrical problem, opp. ἀναλύω, Id.SE175a28, Papp.648.13; συντεθήσεται τὸ πρόβλημα οὕτως the synthesis of the problem will proceed thus, Archim.Sph.Cyl.2.1, cf. Apollon. Perg.Con.1 Praef., 2.44, al.
5 frame, devise, contrive, ὁ συνθεὶς τάδε the framer of this plot, S.OT401, cf. Th.8.68; ἐξ ἐπιβουλῆς σ. ταῦτα Antipho 5.25; συντίθημι λόγους ψευδεῖς Id.6.9; ψευδεῖς αἰτίας D.25.28; τὴν κατηγορίαν And.1.6, etc.; rarely in good sense, εὖ πρᾶγμα συντεθὲν ὄψεσθε D.18.144.
6 put together, take in, comprehend, παιδὸς μόρον A.Supp.65 (lyr.); ὄμνυ.. θεῶν συντιθεὶς ἅπαν γένος E.Med.747; πάσας συντιθεὶς ψέγει γυναῖκας Id.Fr.657, cf. Hec. 1184: ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω = putting things shortly together, speaking briefly, S.El.673.
III commit to a person's care, deliver to him for his own use or that of others, PMich.Zen.2.3,14 (iii B.C.), PCair.Zen.4.23, 6.11,64, 299.9, al. (iii B.C.); γνώριζε οὐχ ὑπάρχον παρ' ἡμῖν ἀργύριον τοσοῦτο ὥστε ἱκανὸν συνθεῖναι Πυρρίχῳ PMich.Zen.28.18, cf. 32.7, PSI4.392.7, 5.524.3, 6.613.8, 7.862.1, PLille 15.3 (all iii B.C.); τινὶ ὀστᾶ, ἐπιστολάς, πλῆθος χρυσίου, etc., Plb.5.10.4, 8.17.4, 15.25.16, cf. 27.7.1, 28.22.3, IG12(5).590.12 (Ceos, ii B.C.), 11(4).1056.4 (Delos, ii B.C., cf. Jahresh.24.171), OGI345.11 (Delph., i B.C.).
2 αὐτοὶ δ' ἔνοχοι εἴημεν τῷ ὅρκῳ ὁπηνίκ' ἂν εὖ συνθῶμεν perhaps as soon as we have duly delivered (or executed) this declaration, BGU1738.32 (i B.C.); συνθεὶς τούτους μου τοὺς λιβέλλους ἐπιδίδωμι τῇ σῇ λαμπρότητι PLond.3.1000.7 (vi A.D.).
IV collect, conclude, infer, Plb. 28.17.14, Arr.Ind.34.
B Med. συντίθεμαι, used by Hom. only in aor. 2 and in signf. 1:
I put together for oneself, i.e. observe, give heed to, σύνθετο θυμῷ βουλήν Il.7.44; φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν Od.1.328; ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον 17.153; συνθέμενος ῥῆμα Pi.P.4.277; and, simply, perceive, hear, κλαιούσης ὄπα σύνθετο Od.20.92: in Hom. mostly abs., σὺ δὲ σύνθεο do thou take heed, Il.1.76, Od.15.318, etc.; σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ ib.27.
2 set in order organize, δύναμιν X.HG4.8.20; τὰ τῆς πόλεως ib.6.1.17.
II agree on, conclude (cf. συνθήκη), ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Thgn.306; συντίθεσθαι συμμαχίην, ὁμαιχμίην τισί, Hdt.2.181, 8.140; τὰς ξυνθήκας ἂς ξυνέθεντο IG12.117.4, cf. 116.27, al.; εἰρήνην Isoc. 15.109; συντίθημι ναῦλον agree upon the fare, X. An.5.1.12; ταῦτα συνθέμενοι having agreed on these points, Th.3.114, cf. Ar.Lys.178, Plu.Alc.31; ξυνέθεσθε κοινῇ τάδε E.Ba.807, cf. 808; so τάπερ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο with Darius, Hdt.3.157; σ. Ἴωσι ξεινίην Id.1.27; μισθόν τινι Pl.Grg. 520c; σ. τι πρός τινα Hdt.7.145, etc.:—Pass., ἐλθόντος δὲ τοῦ συντεθέντος χρόνου = when the agreed time comes, Pl.Phdr.254d.
2 c. inf., covenant, agree to do, συνέθευ παρέχειν φωνάν Pi.P.11.41 (dub. l.); σ. ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσθαι Pl.R. 359a, cf. And. 4.18, Arist.Pol.1257a35: c. inf. fut., ξυνέθεντο ἥξειν Th.6.65; σ. τινί followed by inf. fut., συνθέμενοι ἡμῖν.. ἀντιώσεσθαι Hdt.9.7.β, cf. And.1.42: an inf. must be supplied in the phrases, κατὰ (i.e. καθ' ἃ) συνεθήκαντο, καθ' ὅτι ἂν συνθῶνται, etc., Hdt.3.86, Foed. ap. Th.5.18: also σ. ὡς.. Hdt.6.84; ὡς δεῖ ἕκαστα γίγνεσθαι X.HG5.4.2.
3 abs., make a covenant, ἔβαν συνθέμενος Pi.N.4.75 (constr. uncertain in Alc.Supp.5.11): c. dat., Hdt.6.115, X.An.1.9.7, POxy.1668.12 (iii A.D.); αὐτὸς σαυτῷ συνέθου Pl.Cra.435a; συνθέσθαι πρός τινα come to terms with him, Decr. ap. D.18.187, POxy.908.18 (ii/iii A.D.); περί τινος πρὸς ἀλλήλους D.S.1.98; also, bet, wager, Thphr. HP9.17.2, Men.Epit.288; πρός τινας Plu.Alc.8.
4 vote with, support, τούτοις Lys.Fr.68, cf. Call.Epigr.1.14, D.H.Isoc.18, Paus. 4.15.2; τοῖς ἀπὸ Ἡροφίλου Sor.2.53; assent to, πᾶσι τοῖς προκειμένοις PFay.34.20 (ii A.D.); ἵνα μὴ δόξω συνθέσθαι τῇ τοῦ πραγματικοῦ ἀγνοίᾳ POxy.78.23 (iii A.D.).
5 conclude, infer (cf. A. IV), Stoic.2.63, Phld.Sign.2, al.:—Pass., τὰ ὕστερον συντεθησόμενα ib.28.
French (Bailly abrégé)
f. συνθήσω, ao. συνέθηκα, etc.
I. 1 rassembler, réunir : ὅπλα ἐν ναῷ XÉN des armes dans un temple ; ἐν ἅλῳ σῖτον PLUT du blé dans une grange ; fig. ἐν βραχεῖ συνθείς SOPH en résumant brièvement;
2 t. d'arithm. ajouter l'un à l'autre, additionner, acc. ; t. de rhét. accumuler;
II. adapter, ajuster ; λίθους THC des pierres ; d'où
1 construire : τριήρεας HDT des trières;
2 fig. mettre en ordre, arranger, disposer avec art, composer : τὰ Ἑλληνικά THC exposer les affaires de la Grèce;
3 combiner, machiner : ἀπάτην PLUT une fraude ; ὁ συνθεὶς τάδε SOPH le rusé instigateur de tout cela;
III. rapprocher par l'esprit : ἅπαντα εἰς ἕν EUR rassembler toutes les circonstances dans son esprit ; mettre à côté l'un de l'autre, comparer, acc.;
Moy. συντίθεμαι (f. συνθήσομαι, ao.2 συνεθέμην, etc.);
I. rassembler pour soi, acc.;
II. rapprocher ou recueillir dans son esprit :
1 écouter, observer, remarquer : θυμῷ IL, φρεσί OD recueillir dans son cœur, dans son esprit;
2 percevoir par l'oreille, entendre, acc.;
III. convenir de, d'où
1 fixer ou régler par une convention, acc. ; abs. faire une convention, un pacte, un traité avec, τινι;
2 gager, faire un pari : πρός τινα avec qqn;
3 promettre, avec l'inf. prés. ou fut..
Étymologie: σύν, τίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τίθημι, Att. ook ξυντίθημι act. bijeenplaatsen:; σ. ὅπλα ἐν τῷ ναῷ de wapens bij elkaar leggen in de tempel Xen. Hell. 2.3.20; uitbr.. σ. ἄρθρα στόματος de gewrichten van de mond bijeenbrengen (d.w.z. zijn kaken op elkaar houden) Eur. Cycl. 625. combineren, samenvoegen (van onderdelen):; λίθους stenen Thuc. 4.4.2; πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας σ. pentekonters en triëren naast elkaar leggen (tot een scheepsbrug) Hdt. 7.36.1; συλλαβάς lettergrepen Plat. Crat. 424e; van getallen optellen:. τούτων... πάντων συντιθεμένων dit alles bij elkaar opgeteld Hdt. 3.95.2. samenstellen, vervaardigen (van producten, resultaten):; ἀπὸ τῆς παχύτητος αὐτοῦ τῆς τρυγὸς παλάθας συντιθεῖσι van de dikke pulp zelf maken ze vruchtenkoeken Hdt. 4.23.3; pass..; συλλαβὰς … ἐξ ὧν τά τε ὀνόματα καὶ τὰ ῥήματα συντίθενται lettergrepen waaruit de naam- en werkwoorden worden samengesteld Plat. Crat. 425a; van teksten of geschriften; σ. μύθους ψευδεῖς leugenachtige verhalen samenstellen Plat. Resp. 377d; οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες de samenstellers van de handboeken over retorica Aristot. Rh. 1354a12; τὰ πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικὰ ξυνετίθεσαν ze beschreven de Griekse geschiedenis voor de Perzische oorlogen Thuc. 1.97.2; van plannen beramen. overdr. bij elkaar nemen, samenvatten:. συνθεὶς τάδ’ εἰς ἕν dit alles bij elkaar nemend Eur. IT 1016; ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω kort samenvattend zeg ik Soph. El. 673. med. waarnemen:; ὄπα de stem Od. 20.92; in zich opnemen, ter harte nemen:. ἐμεῖο … σύνθεο μῦθον luister goed naar wat ik zeg Od. 17.153; σύνθετο θυμῷ βουλήν hij nam de raad ter harte Il. 7.44. overeenkomen, afspreken; met acc. en dat. = met acc. en πρός + acc. iets met iem..; Κυρηναίοισι … φιλότητά τε καὶ συμμαχίην συνεθήκατο hij sloot met de inwoners van Cyrene vriendschap en een bondgenootschap Hdt. 2.181.1; met dat. en inf.:; σ. ἀλλήλοις μήτ’ ἀδικεῖν μήτ’ ἀδικεῖσθαι met elkaar overeenkomen geen onrecht te doen noch aangedaan te krijgen Plat. Resp. 359a; met ὡς -bijzin dat...; ook pass..; ἐλθόντος … τοῦ συντεθέντος χρόνου wanneer de afgesproken tijd komt Plat. Phaedr. 254d; een afspraak maken, met dat. = met πρός + acc. met iem.; een weddenschap aangaan, met περί + gen. om iets, met πρός + acc. met iem. in orde brengen; ook pass.. εὖ πρᾶγμα συντεθὲν ὄψεσθε u zult zien dat de zaak goed geregeld is Dem. 18.144.
German (Pape)
(τίθημι),
1 mit, zugleich, zusammenstellen, -legen, -setzen; τἀμὰ πλευρὰ συνθεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς, Eur. Alc. 367; Her. 2.47, 4.67; σκεύη, Xen. Cyr. 8.5.4; τὰ ὅπλα ἐν τῷ ναῷ, Hell. 2.3.20; auch zusammenfügen, -bauen, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας, Her. 7.36; τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῦ πεζοῦ πλῆθος συντιθέμενον, 7.184; – von dichterischen und stylistischen Kompositionen, ξυντίθησι δὲ παιδὸς μόρον, Aesch. Suppl. 63; Soph. sagt ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω, El. 663; συντιθεὶς γέλων πολύν, verlachend, Aj. 296; χὠ συνθεὶς τάδε, der dies angestiftet, O.R. 401; ὁ ἅπαν τὸ πρᾶγμα ξυνθείς, Thuc. 8.68; ἅπαντα συνθεὶς τάδ' εἰς ἕν, Eur. I.T. 1016; συνθέντες λόγον, Bacch. 297; und pass., συντεθεὶς ὁ πᾶς λόγος, Troad. 909; und so in Prosa; bes. vom Abfassen von Schriftwerken, εἴ τις ἄλλος συντίθησι λόγους, Plat. Phaedr. 278c; Euthyd. 305c und öfter; μύθους, Rep. II.377; εἴ τις ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέθεικε, Phaedr. 278c; Gegensatz von διαιρέω, Soph. 252a, wie συντιθέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα Rep. X.618c; ὁ συνθείς, der Schöpfer, Tim. 33d und öfter; λόγον, Isocr. 12.246, 13.16; absolut, οἱ λογογράφοι συνέθεσαν, darstellen, Thuc. 1.21; τέχνας λόγων, Arist. rhet. 1.1, eine Redekunst schreiben; πραγματείαν, Plut. Them. 12; δόλον συνθείς, Bian. 3 (IX.273); πρᾶγμα εὖ συντεθέν, Dem. 18.144; συντιθεὶς ψευδεῖς αἰτίας, 25.28, dem vorangehenden πλάττων entsprechend. – Auch Einem Etwas anvertrauen, übergeben, συνθεὶς Ἀντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾶ, Pol. 5.10.4, vgl. 28.18.3.
2 med. συντίθεμαι, a) sich Etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; σὺ δὲ σύνθεο, Il. 1.76, 6.334; auch σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ, Od. 15.27; ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον, 17.153 und öfter; τῶνδ' Ἕλενος σύνθετο θυμῷ βουλήν, Il. 7.44; bes. hören, κλαιούσης ὄπα σύνθετο, Od. 20.92; φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν, 1.328; so συνθέμενος ῥῆμα Pind. P. 4.277.
b τινί τι, Etwas mit Einem festsetzen, verabreden, abschließen; μισθῷ συνετίθευ παρέχειν, Pind. P. 11.41; ξυνέθεσθε κοινῇ τάδε, Eur. Bacch. 806; τινί τι, Her. 3.157, 8.128; Thuc. 4.19; καθ' ὅτι ἂν ξύνθωνται, 5.18; auch τὶ πρός τινα, Her. 7.145; c. inf., 6.115, 9.7.2; Thuc. 6.65; καθ' ἃς ὁμολογίας ἡμῖν ξυνέθου πολιτεύσεσθαι, Plat. Crit. 52d; ξυνθέσθαι ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσθαι, Rep. II.359a; μὴ συνθέμενος αὐτῷ μισθόν, Gorg. 520c; dah pass., ἐλθόντος τοῦ ξυντεθέντος χρόνου, Phaedr. 254d, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln, Xen., der An. 1.9.7 verbindet περὶ πλείστου ἐποιεῖτο, εἴ τῳ σπείσαιτο καὶ εἴ τῳ σύνθοιτο καὶ εἴ τῳ ὑπόσχοιτό τι μηδὲν ψεύδεσθαι; auch συντίθεσθαι φιλίαν, 2.5.8; συνθέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete, Plut. Alc. 8.
c τινί, Einem beitreten, beistimmen, wobei man ψῆφον od. γνώμην zu ergänzen pflegt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συντίθημι: тж. med.
1 класть вместе, складывать (τι καί τι ὁμοῦ Her.; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ Xen.; σῖτον ἐν ἅλῳ Plut.): στρώματα σ. Xen. складывать постель; τὰ πρόσθεν σκέλη συνθεὶς καὶ ἐκτείνας Xen. (о зайце) сложив вместе и вытянув передние лапы; σ. ἄρθρα στόματος Eur. смыкать уста;
2 складывать (вместе), присоединять, собирать (λίθους Thuc.; συλλαβάς Plat.): τούτων πάντων συντιθεμένων Her. сложив все эти цифры; ἅπαντα συνθεὶς τάδ᾽ εἰς ἕν Eur. принимая все это во внимание; σ. τὸ ἀρχαῖον καὶ τὸ πρόσεργον Dem. складывать капитал с процентами; ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω Soph. я сказал (это) вкратце, т. е. вот в чем суть дела; συντιθεὶς γέλων πολύν Soph. сильно при этом смеясь;
3 изготовлять, приготовлять, созидать, делать (τι ἀπό τινος Her. и ἔκ τινος Plat.): σ. τριήρεας Her. строить триеры; ὁ συνθείς Plat. создатель, творец;
4 составлять, слагать, сочинять (μύθους Plat.; τὰ Ἑλληνικά Thuc.);
5 выдумывать, измышлять (ψευδεῖς αἰτίας Dem.): ὁ ξυνθεὶς τάδε Soph. тот, кто выдумал (все) это;
6 затевать, замышлять (ἀπάτην Plut.);
7 поручать, доверять, вверять (τινί τι Polyb.);
8 доставлять (συμμάχους τινί Diod.);
9 тж. med. соображать, понимать, заключать (συνέθεσαν ἐν κακοῖς μεγάλοις εἶναι τοὺς Ῥωμαίους Polyb.): σύνθετο θυμῷ βουλήν Hom. он понял (данный ему) совет (ср. 10);
10 med. (тж. σ. θυμῷ Hom. - ср. 9) внимать, принимать во внимание (ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο Hom.);
11 med. упорядочивать, приводить в порядок, устраивать (τὰ τῆς πόλεως Xen.);
12 преимущ. med. обусловливать, договариваться (ὁ συντεθεὶς χρόνος Plat.): ξυνθέσθαι ναῦλον Xen. договориться об оплате перевоза; συνθέσθαι εἰρήνην Isocr. заключить мир; συντίθεσθαι συμμαχίαν Her. заключать военный союз; συντίθεσθαί τινι μισθόν Plat. уславливаться с кем-л. об оплате; ξυνθέσθαι φιλίαν Xen. заключить договор о дружбе; ξυνθέσθαι τινί τι и τι πρός τινα Her. войти в соглашение с кем-л. о чем-л.;
13 med. биться об заклад (πρός τινα Plut.);
14 med. обещать (ποιεῖν τι Pind., Xen., Plut.).
English (Autenrieth)
mid. aor. σύνθετο, imp. σύνθεο, σύνθεσθε: put together; mid., metaph. with and without θῦμῷ, heed, take heed to, hear (animo componere), abs. and w. acc., Il. 1.76, Od. 15.27.
English (Slater)
συντίθημι med.
a observe τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα (P. 4.277)
b undertake, give an undertaking Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε συνθέμενος (N. 4.75) c. inf., εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (sc. ὦ Μοῖσα) (P. 11.41)
English (Thayer)
middle, 2nd aorist 3rd person plural συνέθεντο; pluperfect 3rd person plural συνετέθειντο; from Homer down; to put with or together, to place together; to join together; middle a. to place in one's mind, i. e. to resolve, determine; to make an agreement, to engage (often so in secular writings from Herodotus down; cf. Passow, under the word, 2b.; (Liddell and Scott, under the word, B. II.)): συνετέθειντο, they had agreed together (Winer's Grammar, § 38,3), followed by ἵνα, Winer's Grammar, § 44,8b.); συνέθεντο, they agreed together, followed by τοῦ with an infinitive (Buttmann, 270 (232)), they covenanted, followed by an infinitive (Buttmann, as above), to assent to, to agree to: (see συνεπιτίθημι) (τίνι, Lysias, in Harpocration (under the word καρκίνος), p. 106,9 Bekker).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, -έω, Α τίθημι
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) συντίθεμαι
σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη»)
μσν.-αρχ.
1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῦ σιδηροῦ», Λεόντ. Ιερ.)
2. μέσ. α) αποδέχομαι, παραδέχομαι («οὔτε συντίθεμαι οὔτε ἀποτάσσομαι», Επιφάν.)
β) συμφωνώ, συνάπτω συμφωνία («τὰς ξυνθήκας, ἅς ξυνέθεντο», επιγρ.)
αρχ.
1. τοποθετώ, βάζω μαζί
2. συμπτύσσω, συμμαζεύω («τὰ δὲ πρόσθεν σκέλη τὰ πλεῖστα συνθείς», Ξεν.)
3. μαθ. α) προσθέτω
β) συνδυάζω τους όρους αναλογίας
γ) (σχετικά με τη σύνθεση γεωμετρικών προβλημάτων) σχηματίζω διάταγμα
4. (λογ.) συνάπτω τους όρους της πρότασης
5. (ρητ.) συσσωρεύω
6. συναρμόζω για την κατασκευή ενός συνόλου
7. κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «πεντηκοντέρους και τριήρεις συνθέντες», Ηρόδ.
β. «ἀναγκαίως τὸ θνητὸν γένος ξυνέθεσαν», Πλατ.)
8. πλάθω διήγηση
9. (για συγγραφέα) συγγράφω, συντάσσω («πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικά ξυνετέθησαν», Θουκ.)
10. επινοώ, μηχανεύομαι
11. περιλαμβάνω
12. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον («συνθεὶς Ἀντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾱ», Πολ.)
13. συμπεραίνω
14. μέσ. α) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («σύνθετο θυμῷ βουλήν», Ομ. Ιλ.)
β) ακούω
γ) διευθετώ, τακτοποιώ
δ) στοιχηματίζω
ε) υποστηρίζω κάποιον με την ψήφο μου, ομοφρονώ με κάποιον
στ) συγκατατίθεμαι, συναινώ
15. (το αρσ. της παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ συνθείς
ο δημιουργός
16. φρ. α) «συντίθημί ἄρθρα στόματος» — κλείνω το στόμα (Ευρ.)
β) «συντίθημι τὰ ἱμάτια» — διπλώνω τα ρούχα (Ξεν.)
γ) «συντίθημι λόγον» — κάνω λογαριασμό πάπ.
δ) «συντίθημί τι ἀπό τινος» — συνθέτω ή σχηματίζω κάτι από κάτι άλλο (Ηρόδ.)
ε) «συντίθεμαι πρὸς τινα» — ανταλλάσσω τους όρους μου με κάποιον.
Greek Monotonic
συντίθημι: μέλ. -θήσω,
Α. I. 1. τοποθετώ μαζί, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· συντίθημι ἄρθρα στόματος, κλείνω τα χείλη μου, σε Ευρ.
2. στην αριθμητική, προσθέτω μαζί, αθροίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, συντιθεὶς γέλων, προσθέτοντας και το γέλιο του, σε Σοφ.
II. 1. συναρμόζω για να κατασκευάσω κάτι, λέγεται για χτίστες, σε Θουκ., Ξεν.
2. κατασκευάζω, δημιουργώ, οικοδομώ, μορφοποιώ, χτίζω, συνθέτω, σε Ηρόδ.· συντίθημί τι ἀπό ή ἔκ τινος, συνθέτω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι από κάτι άλλο, στον ίδ.
3. συνθέτω ή πλάθω μια διήγηση, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για συγγραφέα, συνθέτω σύγγραμμα, συγγράφω, σε Θουκ.
4. σχηματίζω, επινοώ, μηχανεύομαι, κατασκευάζω· ὁ συνθεὶς τάδε, αυτός που επινόησε αυτά εδώ, σε Σοφ.· συντίθημι ψευδεῖς αἰτίας, σε Δημ.
5. θέτω μαζί, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, εμπεριέχω, σε Ευρ.· ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λόγῳ, θέτοντας περιληπτικά τα θέματα με την ομιλία του, σε Σοφ.Β. I. 1. Μέσ., συντίθεμαι, συνάπτω στο νου μου για λογαριασμό μου, δηλ. στοχάζομαι, στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ κάτι· σύνθετο βουλήν, ἀοιδήν, σε Όμηρ.· και απλώς, αντιλαμβάνομαι, ακούω, κατανοώ· ὄπα σύνθετο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ. σύνθεο, στρέψε την προσοχή σου (σε αυτό), κατανόησέ το, σε Όμηρ.
2. τακτοποιώ, ταξινομώ, διευθετώ, οργανώνω, σε Ξεν.
II. 1. συμφωνώ, συνάπτω, μορφοποιώ, διαμορφώνω, κάνω· ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην, σε Θέογν.· συντίθεσθαι συμμαχίην, σε Ηρόδ.· συντίθεμαι ναῦλον, συμφωνώ ως προς τον ναύλο, τα έξοδα μεταφοράς, σε Ξεν. — Παθ., τοῦ συντεθέντος χρόνου, στον συμφωνημένο χρόνο, στη συμφωνημένη προθεσμία, σε Πλάτ.
2. με απαρ., συναινώ ή συμφωνώ να πράξω κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. απόλ., συνάπτω ιδιαίτερη συμφωνία, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συντίθημι: μέλλ. συνθήσω (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἴδε κατωτ.)· ― τὸ παθητ. εἶναι εὔχρηστον (ἴδε κατωτ.), ἀλλὰ συνηθέστερον εἶναι τὸ σύγκειμαι ὡς παθ. Θέτω ἢ τοποθετῶ ὁμοῦ, τὴν οὐρὴν καὶ τὸν σπλῆνα καὶ τὸν ἐπίπλοον συνθεὶς ὁμοῦ Ἡρόδ. 2. 47, πρβλ. 4. 67· ἀνακομίσαντες (τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ξυνέθηκαν ἐν τῷ ναῷ Ξεν. Ἑλλ. Ἱστ. 2. 3, 20, κτλ.· σ. ἱμάτια, ἀντίθετον τῷ ἀνασείειν, διπλώνω, ἱμάτια καὶ στρώματα ἀνασεῖσαι καὶ συνθῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 10. 11· σ. σκέλη, ἀντίθετ. τῷ ἐκτείνειν, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 10· ἀντίθετον τῷ διαιρεῖν, Πλάτ. Σοφιστ. 252Β· σ. ἄρθρα στόματος, κλείω τὰ χείλη, Εὐρ. Κύκλ. 625. 2) ὡς ποικίλος τεχνικὸς ὅρος, α) ἐν τῇ Ἀριθμ., προσθέτω ὁμοῦ, ἐπὶ ἀριθμῶν, Ἡρόδ. 3. 95· ἅπαντα εἰς ἓν Εὐριπ. Ι. Α 1016· ἐν ὀλίγῳ πάντα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1126· τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ πρόσεργον, τὸ κεφάλαιον καὶ τὸν τόκον, Δημ. 819. 2, πρβλ. 853. 19. β) ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ ὁμοίως, συνδυάζω τοὺς ὅρους τῆς ἀναλογίας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 11. γ) ἐν τῇ Λογικῇ, συνάπτω τοὺς ὅρους προτάσεως, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 7, 4., 4. 29, 1· ― ὡσαύτως, ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ διὰ συνθέσεως σοφίσματος (πρβλ. σύνθεσις Ι, 2. γ), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 3, πρβλ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 20, 3. δ) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἐπισωρεύω, συσσωρεύω, συνημμένον μετὰ τοῦ ἐποικοδομεῖν (σχηματίζειν κλίμακα), Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, ΙΙ. συναρμόζω πρὸς κατασκευὴν ὅλου τινός, λίθους, πλίνθους, ξύλα, ἐπὶ οἰκοδόμων, Θουκ. 4. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 7, κτλ.· συλλαβὰς Πλάτ. Κρατ. 424Ε. 2) κατασκευάζω, ποιῶ, οἰκοδομῶ, σ. πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας Ἡρόδ. 7. 36· τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 69D· ὁ συνθείς, ὁ δημιουργός, ὁ αὐτ. 33D. ― Παθ., κατασκευάζομαι, δημιουργοῦμαι, ἐπὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀντίθετ. τῷ διαλύεσθαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 6, 2. β) σ. τι ἀπό τινος, συνθέτω ἢ σχηματίζω τι ἐξ ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 32· τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῦ πεζοῦ πλῆθος συντιθέμενον ὁ αὐτ. 7. 184 ἐξ ὧν [συλλαβῶν] τὰ ὀνόματα συντίθεται Πλάτ. Κρατ. 425Α, πρβλ. 434Α· συνθεὶς πρᾶγμα πράξει δι’ ὀνόματος καὶ ῥήματος ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 262Ε· εἴδωλον οὐρανοῦ ξυνθεῖσ’ ἄπο (κοινῶς φέρεται ὕπο) Εὐρ. Ἑλ. 34· ― μεταφορ., συντεθεὶς γέλων πολὺν Σοφ. Αἴ. 303· σ. δυοῖν ἅμιλλαν, ἀγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι περὶ δύο πραγμάτων ὁμοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 95. 3) κατασκευάζω, πλάττω διήγησιν, συνθέντες λόγον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 65, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1052, Πλάτ. Φαῖδρ. 260Β. σ. τέχνην λόγων Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· ― ἐπὶ συγγραφέως, συντάττω συγγράφω, τὰ Ἑλληνικὰ Θουκ. Ι. 97, πρβλ. 21· σ. μύθους, ποίησιν, μελῳδίαν, ὄρχησιν Πλάτ. Πολ. 377D, Φαῖδρ. 278C· αἴνιγμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 27Α. ― Παθ., περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ τραγῳδίαι σ. Ἀριστ. Ποιητ. 13, 7. 4) σχηματίζω διάγραμμα, ἀντίθετον τῷ ἀναλύω, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 16, 5. 5) κατασκευάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ὁ συνθεὶς τάδε, ὁ ἐπινοήσας καὶ παρασκευάσας ταῦτα, Σοφ. Ο. Τ. 401· ἐξ ἐπιβουλῆς σ. ταῦτα Ἀντιφῶν 132. 26· πρβλ. Θουκ. 8. 68· σ. λόγους ψευδεῖς Ἀντιφῶν 142. 22· ψευδεῖς αἰτίας Δημ. 778. 22· τὴν κατηγορίαν Ἀνδοκ. 1. 32, κτλ.· ― σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, εὖ πρᾶγμα συντεθὲν ὄψεσθε Δημ. 275. 26. 6) θέτω ὁμοῦ, περιλαμβάνω, παιδὸς μόρον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 65· ὄμνυ... θεῶν συντιθεὶς ἅπαν γένος Εὐρ. Μήδ. 747· πάσας ξυντιθεὶς ψέγει γυναῖκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 658, πρβλ. Ἑκ. 1184 ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λόγῳ Σοφ. Ἠλ. 673. ΙΙΙ. παραδίδωμι εἰς τὴν φροντίδα τινός, ἐμπιστεύω τινί, τινί τι Πολύβ. 5. 10, 4, 8. 19, 4, κτλ. ΙV. συνάγω, συμπεραίνω, ὁ αὐτ. 28. 15, 14· σ. λογισμῷ Ἀρρ. Ἰνδ. 34. Β. Μέσ. συντίθεμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ καὶ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι. Ι. συνάπτω ἐν ἐμαυτῷ, βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, στοχάζομαι, κατανοῶ, σύνθετο βουλὴν θυμῷ Ἰλ. Η. 44· φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν, «ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς ἤκουσεν» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 328· ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον Ρ. 153· καὶ ἁπλῶς ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι, ἀκούω, κλαιούσης ὅπα σύνθετο Ὀδ. Γ. 92· οὕτω, συνθέμενος ῥῆμα Πινδ. Π. 4. 494· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει τὸ ῥῆμα ἀπολ., σὺ δὲ σύνθεο, νόησον, Ἰλ. Α. 76, Ὀδ. Ο. 318, κτλ.· σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ αὐτόθι 27. 2) τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοργανῶ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 20., 6. 1. 17. ΙΙ. συμφωνῶ, συνάπτω, κάμνω (πρβλ. συνθήκη), ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Θέογν 306· οὔτω, συντίθεσθαι συμμαχίην, ὁμαιχμίην Ἡρόδ. 2. 181, 8. 140, 1· εἰρήνην Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 109· σ. ναῦλον, συμφωνῶ ὡς πρὸς τὸ ναῦλον, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 12· ταῦτα συνθέμενοι, συμφωνήσαντες περὶ τούτων, Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 178, Θουκ. 3. 114, κτλ.· ξυνέθεσθε κοινῇ τάδε Εὐρ. Βάκχ. 807, πρβλ. 808· οὕτω, συντίθεμαί τινί τι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 157 σ. ξεινίην τινὶ ὁ αὐτ. 1. 27· μισθόν τινι Πλάτ. Γοργ. 520C· ὡσαύτως, σ. τι πρός τινα Ἡρόδ. 7. 145, Ξεν., κλπ. ― Παθητ., τοῦ συντεθέντος χρόνου, τοῦ συμπεφωνημένου, Πλάτ. Φαῖδρ. 254D. 2) μετ’ ἀπαρεμφ., κάμνω συμφωνίαν, συμφωνῶ μετά τινος, νὰ πράξω τι, μισθῷ συνετίθευ παρέχειν Πινδ. Π. 11. 64· σ. ἀλλήλοις μήτ’ ἀδικεῖν μήτ’ ἀδικεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 359Α· μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., ξυνέθεντο ἥξειν Θουκ. 6. 65· σ. τινι, ἑπομένου ἀπαρ. μέλλ. συνθέμενον ἡμῖν τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι Ἡρόδ. 9. 7, 2, πρβλ. Ἀνδοκ. 6. 30· πρέπει δὲ νὰ ἐξυπακούηται ἀπαρέμφ. ἐν ταῖς φράσεσι: κατὰ (δηλ. καθ’ ἃ) συνεθήκαντο, καθ’ ὅτι ἂν συνθῶνται, κτλ., Ἡρόδ. 3. 86, Θουκ. 5. 18· ― ὡσαύτως, σ. ὡς... ὁ αὐτ. 6. 84. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 2. 3) ἀπολ., κάμνω ἰδιαιτέραν συμφωνίαν, ἔβαν συνθέμενος Πινδ. Ν. 4. 122· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 6. 115, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 7· αὐτὸς σαυτῷ συνέθου Πλάτ. Κριτ. 435Α· συνθέσθαι πρός τινα, ἔρχομαι εἰς ὅρους μετά τινος, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 291. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8· περί τινος πρός τινα Διόδ. 1. 98· ὡσαύτως, στοιχηματίζω, πρός τινα Πλουτ. Ἀλκιβ. 8. 4) ψηφίζω ὑπέρ τινος, ὑποστηρίζω αὐτὸν διὰ τῆς ψήφου μου, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 144.
Middle Liddell
fut. -θήσω
I. to put together, Hdt., Xen., etc.; ς. ἄρθρα στόματος to close the lips, Eur.
2. in Arithm. to add together, Hdt., Eur., etc.: also συντιθεὶς γέλων adding laughter, Soph.
II. to put together, of builders, Thuc., Xen.
2. to construct, frame, build, Hdt.:— ς. τι ἀπό or ἔκ τινος to compose or make one thing of another, Hdt.
3. to construct or frame a story, Eur., Ar., etc.:—of an author, to compose, Thuc.
4. to frame, devise, contrive, ὁ συνθεὶς τάδε the framer of this plot, Soph.; ς. ψευδεῖς αἰτίας Dem.
5. to put together, take in, comprise, Eur.; ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λόγῳ putting things shortly together, Soph.
B. Mid. συντίθεμαι, to put together for oneself, i. e. to observe, take heed to, σύνθετο βουλήν, ἀοιδήν Hom.; and, simply, to perceive, hear, ὅπα σύνθετο Od.: absol., σύνθεο take heed, Hom.
2. to set in order, organise, Xen.
II. to conclude, form, ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Theogn.; συντίθεσθαι συμμαχίην Hdt.; ς. ναῦλον to agree upon the fare, Xen.:—Pass., τοῦ συντεθέντος χρόνου at the time agreed upon, Plat.
2. c. inf. to covenant or agree to do, Hdt., Thuc.
3. absol. to make a covenant, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:sunt⋯qemai 尋-提帖買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-安放
字義溯源:共同安排,約定,隨同作證,同意,商議定,決意,商議,議定;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(4);路(1);約(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 隨同作證(1) 徒24:9;
2) 已經約定(1) 徒23:20;
3) 商議定了(1) 約9:22;
4) 約定(1) 路22:5
Lexicon Thucydideum
construere, to heap together, pile up, 2.75.4, 4.4.2,
componere, to settle, arrange, 8.68.1,
conscribere, to enroll, 1.21.1, 1.97.2, [nonnulli codd. several manuscripts ξυνετέθησὰν]
MED. rem inter se constituere, pacisci, to settle a matter between themselves, to make a pact, 1.115.4, 3.114.3, 4.19.3, 4.118.4, 4.119.1. 4.119.2. 5.18.4, 5.26.2. 5.32.7. 6.65.1, 6.65.16.93.3. 8.73.5.