πρόβατον: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=το / [[πρόβατον]], Ν Μ Α<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θηλαστικού ζώου, με [[σώμα]] εύρωστο, μέτριου [[συνήθως]] αναστήματος και με [[τρίχωμα]] πυκνό, επίμηκες, μαλακό και, [[κατά]] κανόνα, κατσαρό, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί το [[γένος]] μηρυκαστικών αρτιοδάκτυλων θηλαστικών ovis της οικογένειας bovidae<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[μαλακός]], [[πράος]], [[μειλίχιος]] ή [[άνθρωπος]] [[αγαθός]], [[αφελής]] («αυτόν μην τον φοβάσαι, [[είναι]] [[πρόβατο]] του θεού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απολωλός]] [[πρόβατον]]»<br />(στην ΚΔ) [[άνθρωπος]] που παραστράτησε, που παρεξέκλινε από την ορθή [[πίστη]] και την [[ηθική]] [[τάξη]] και, κατ' [[επέκταση]], διεφθαρμένος, [[άσωτος]]<br />β) «[[πρόβατον]] επί σφαγήν» — ο καταδικασμένος σε θάνατο, όπως το πασχαλινό [[αρνί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πηγαίνει σαν [[πρόβατο]] στη [[σφαγή]]» <br />α) έχει υποταχθεί σε μια προκαθορισμένη από άλλους [[μοίρα]] [[χωρίς]] να θέλει ή να μπορεί να αντιδράσει<br />β) [[είναι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ζώο που βαδίζει [[προς]] τα [[εμπρός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πτηνό]], το [[ερπετό]] ή το ζώο που ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, [[κυρίως]] στους [[Ίωνες]] και στους Δωριείς, [[κάθε]], [[ιδίως]] μικρό σε [[μέγεθος]], [[τετράποδο]] [[βόσκημα]] («οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ποίμνιο]] ή [[αγέλη]] ήμερων ζώων<br /><b>3.</b> ζώο για [[σφαγή]] προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως [[τροφή]] ή για την [[τέλεση]] θυσίας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[μικρός]], [[ανόητος]] ή [[νωθρός]] και [[οκνηρός]] («προβάτου [[προβάτερον]]» — πιο [[ανόητος]] και από [[πρόβατο]], παροιμ. φρ. στον Σώφρ.)<br /><b>5.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br /><b>6.</b> (στην εκκλ. γραμματολογία) α) ο Ιησούς [[Χριστός]]<br />β) η Εκκλησία στο σύνολό της<br />γ) η [[ανθρωπότητα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χρυσοῦν [[πρόβατον]]» — [[παρωνύμιο]] ενό ανόητου πολύ πλούσιου ανθρώπου<br />β) «[[λέων]] ἐν προβάτοις» — λεγόταν για τους ρωμαλέους και ισχυρούς που συνήθιζαν να κάνουν [[επίδειξη]] της δύναμής τους σε κοινούς αδύναμους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρόβατον]], που απαντά [[συνήθως]] στον πληθ. <i>πρόβατα</i>, αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του ρηματ. επιθ. σε -<i>τος</i> του ρ. [[προβαίνω]] με ενεργ. σημ.: <i>πρόβατα</i> «αυτά που βαδίζουν, που προχωρούν», σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την ακίνητη [[περιουσία]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>ganganda fe</i> «[[περιουσία]] σε ζώα» και πιθ. το χετιττ. <i>iyant</i> «πρόβατα», μτχ. του <i>ija</i>- «[[πηγαίνω]]»). Η [[παραγωγή]] αυτή της ονομασίας τών προβάτων από το ρ. <i>προ</i>-[[βαίνω]], σύνθ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i>, μαρτυρείται μόνο στην Ελληνική. 'Οσον αφορά στη [[μορφή]] της λ., ο τ. δοτικής πληθυντικού [[πρόβασι]] που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, γραμματικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η αρχική [[μορφή]] της λ. ήταν αθέματη και να τήν αναγάγουν σε αμάρτυρο τ. [[πρόβα]](<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> [[πρόβειος]], [[προβιά]]). Όσον αφορά στη σημ. της, η λ. αρχικά σήμαινε [[κάθε]] ζώο που βαδίζει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πτηνά, τα ερπετά και τα ψάρια και, [[κυρίως]] στους [[Ίωνες]] και στους Δωριείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί [[κάθε]], [[ιδίως]] μικρό σε [[μέγεθος]], [[τετράποδο]] [[βόσκημα]]. Στην αττική διάλεκτο όμως η λ. σημαίνει αποκλειστικά «[[πρόβατο]]» και με τη σημ. αυτή η λ. σταδιακά αντικατέστησε τον αρχαιότερο τ. <i>ὄις</i> «[[πρόβατο]]». Η λ. [[πρόβατον]], [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού (<b>πρβλ.</b> σουηδ. <i>simpa</i>, αγγλ. <i>sheep</i>'<i>s head</i> «[[κεφάλι]] προβάτου», γερμ. <i>Schafskopf</i>), πιθ. λόγω του σχήματος του κεφαλιού του.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[προβάτειος]], [[προβατικός]], [[προβατώδης]], <i>πρόβ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[προβαταία]], [[προβατεύς]], [[προβάτημα]], [[προβατητικός]], [[προβάτινος]], [[προβάτιον]], <i>προβατ</i>(<i>ε</i>)<i>ών</i><br /><b>μσν.</b><br />[[προβατύλλιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προβατή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προβάτα]], [[προβατάκι]], [[προβατάρης]], [[προβατάς]], [[προβατήσιος]], [[προβατίλα]], [[προβατίνα]], [[προβατώ]], <i>προβ</i>(<i>ε</i>)<i>ιά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[προβατοβοσκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προβατάγριον]], [[προβατογνώμων]], [[προβατοδόρας]], [[προβατοθύτης]], [[προβατοκάπηλος]], [[προβατοκόμος]], <i>προβατοκτηνοτρόφος</i>, [[προβατοπώλης]], [[προβατοστάσιον]], [[προβατοχίτων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προβατοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προβατοθρέμμων]], [[προβατόνους]], [[προβατοσπαράκτης]], [[προβατοφθόρος]], [[προβατόφρουρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προβατέμπορος]], [[προβατονόμιο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προβατοκάμηλος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλλιπρόβατος]], [[μισοπρόβατος]], [[πολυπρόβατος]], [[φιλοπρόβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοπρόβατα]], [[γιδοπρόβατα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:56, 15 March 2024
English (LSJ)
τό, freq. in plural πρόβατα (but also in sg., Cratin.43, Pl. Euthd.302a, etc.); heterocl. dat. πρόβασι Hdn.Gr.1.414, Hsch.:—used (among the Ionians and Dorians) of all four-footed
A cattle, Hdt. 2.41, etc.; πάντων τῶν π. βόες μάλιστα ἀτονέουσι Hp.Art.8; τὰ ἄλλα π. καὶ ἵππους μάλιστα Hdt.4.61, cf. Pi.Fr.316, IG12(1).677.31 (Rhodes, iv/iii B.C.); of Europa's bull, Simon.28: in Hom. generally of cattle, flocks and herds, Il.14.124, 23.550, h.Merc.571, cf. IG12(7).62.35 (Amorgos, iv B.C.); τὰ π. καὶ καρταίποδα Leg.Gort.4.35; opp. ἄνθρωποι, Hes.Op.558, Hdt.1.203; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, ib.133, 8.137; τὸ μὲν μέζον π.... τὸ δὲ μεῖον IG5 (2).3.14 (Tegea, iv B.C.); so later, π. ἀπὸ τῶν ἀρνῶν καὶ τῶν ἐρίφων λήψεσθε LXX Ex.12.5: but in Att. Prose and Com. (never in Trag.) almost invariably of sheep, Ar.Av.714, Th.2.14, IG22.1672.289, etc.; ὥσπερ π. βῆ βῆ λέγων βαδίζει Cratin.43; so in later Boeot., IG7.3171.39,44 (Orchom. Boeot.): generally, animals for slaughter, whether for sacrifices, Hdt.6.56; or for food, Id.1.207; cf. Antipho 5.29.
2 prov. of stupid, lazy people, ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar.Nu.1203, cf. V.32: Com. Comp., προβάτου προβάτερον more sheepish than a sheep, dub. cj. in Sophr.122; χρυσοῦν πρόβατον = Lat. pecus aurea, as nickname, D.C.59.8: in other provs., τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων κατακόπτειν φασὶ δεῖν D.25.40; λέων ἐν προβάτοις Plu.Cleom.33, cf. Plb.5.35.13.
II name of a sea-fish, Opp.H.1.146, 3.139, Ael.NA9.38. (Orig. of small cattle, sheep and goats, which in primitive mixed herds walk in front (προβαίνει) of the larger animals.)
German (Pape)
[Seite 711] τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das Schaf, eigtl. aber und ursprünglich alle vierfüßigen Tiere, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ διπλῆ, ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισθίας, καθὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνθρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Tiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς πολύς, χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort πρόβατον außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein πρόβατον, Simonides aber habe einen Stier πρόβατον genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Tiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; θύουσι δὲ καὶ τἆλλα πρόβατα καὶ ἵππ ους μάλιστα, 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt βοῦς, ἵππος, κάμηλος, ὄνος, 1, 133, τὰς βοῦς τὰς θηλέας προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort πρόβατον gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. Schafe; Plat. vrbdt οἷον βοῦς καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ βοῦς καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον παρέξω, Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dat. plur. πρόβασι;
I. animal à quatre pieds, p. opp. à ceux qui volent, rampent ou nagent, d'où
1 en gén. bête apprivoisée ; bétail, troupeau de bétail;
2 d'ord. en parl. d'animaux de petit bétail (brebis, chèvres) ; particul. brebis, moutons;
II. sorte de poisson de mer.
Étymologie: προβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβατον -ου, τό [προβαίνω] meestal plur. πρόβατα vee, kuddes:; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων kleinvee Hdt. 1.133.1; m. n. schapen; spreekw. van domme mensen:. τί κάθησθ’ ἀβέλτεροι,... πρόβατ’ ἄλλως wat zitten jullie daar suf, echte domme schapen Aristoph. Nub. 1203.
Russian (Dvoretsky)
πρόβᾰτον: τό
1 домашнее животное; pl. скот Hom., Hes. etc.: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот (овцы и козы);
2 овца, баран (βοῦς καὶ πρόβατα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόβᾰτον: τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυρίως, πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ καθόλου, ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. (οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· ὥσπερ πρόβατον, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― καθόλου, ἐσφαγμένα ζῷα εἴτε πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· εἴτε πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· οὕτως, προβατίου βίος, δηλ. βίος ὀκνηρός, ἀργός, Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· ὡσαύτως, τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν Δημ. 782. 15· λέων ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. ὄνομα θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: cattle, herd, flock (Il.), small cattle, sg. πρόβατον mostly sheep (Att., Gort. etc.); also name of an unknown fish (Opp., Ael.; because of the similarity of the head, cf. Strömberg Fischn. 102).
Compounds: Compp., e.g. προβατογνώμων m. knower of herds (A.), πολυπρόβατος rich of cattle, sheep (Hdt., X.).
Derivatives: 1. Dimin. προβάτιον n. (Att.). 2. Adj. προβάτειος (Arist.), προβατικός (LXX, N.T.) belonging to sheep (small cattle), προβατώδης sheep-like (sp.). 3. προβατών (προβατεών Hdn.), προβατῶνος m. sheepfold (hell. inscr. a. pap.). 4. προβατήματα πρόβατα H. (after κτήματα, βοσκήματα etc.; Chantraine Form. 178). 5. προβατεύς m. shepherd (title of a com. of Antiph.). 6. προβατεύω to keep cattle, tend cattle, tend sheep (D. H., App.) with προβατευτικός, προβατεύσιμος, προβατευτής, προβατεία. 7. Plant-names: προβάτειον, προβάτειος, προβαταία (Ps.-Dsc.) "sheep-herb" (cf. Strömberg Pfl. 137). -- To πρόβειος, rhythmical shortening for προβάτειος (An. Ox. a.o.) Palmer Class Quart. 33,31ff.
Origin: IE [Indo-European] [463] *gʷeh₂- go
Etymology: In the same sense as πρόβατα we find once in collective meaning the verbal abstract πρόβασις (β 75 κειμήλιά τε πρόβασίν τε), which designates here the moving cattle as opposed to the lifeless ("lying") property. The origin from προβαίνειν (thus already EM) is confirmed by it. Thus OIcel. ganganda fé "going cattle" = living stock beside liggjanda fé κειμήλια', Hitt. ii̯ant- sheep prop. "the going", ptc. of ii̯a- go, Toch. A śemäl small cattle, prop. vbaladj. of käm-, śäm- come (= βαίνειν). Typical for Greek is however the prefix προ-; so πρόβατα prop. "those going forward", a notion, which seems to require an other way of moving as opposite, but has a correspondence in Av. fra-čar- and Skt. pra-car- move forward (opposed to remain motionless); s. Benveniste BSL 45, 91 ff. with extensive treatment and criticism of diverging views (Lommel KZ 46, 46ff.; s. also Kretschmer Glotta 8, 269 f.). -- The plural πρόβατα is usu., esp. because of the dat. pl. πρόβασι (Hdn.) for the usual προβάτοις (Hes.), considered as orig. consonant-stem πρόβατα, to which secondarily πρόβατον (Bq s.v., Schwyzer 499 with Risch 178, Benveniste l.c., Egli Heteroklisie 41 ff.); against this with good arguments Georgacas Glotta 36, 178 ff., who rightly points to other infinite active το- participles, e.g. στατός standing (s. ἵστημι). -- In the secondary sense of sheep πρόβατον has replaced the older ὄις.
Frisk Etymology German
πρόβατα: {próbata}
Grammar: n. pl.
Meaning: Weidevieh, Viehherde, Vieh (seit Il.), Kleinvieh, sg. -ον meist Schaf (att., gort. usw.); auch N. eines unbek. Fisches (Opp., Ael.; wegen der Ähnlichkeit des Kopfes, vgl. Strömberg Fischn. 102).
Composita: Kompp., z.B. προβατογνώμων m. Kenner der Herde (A.), πολυπρόβατος ‘vieh-, schafreich’ (Hdt., X.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. 1. Demin. προβάτιον n. (att. usw.). 2. Adj. προβάτειος (Arist. usw.), -ικός (LXX, N.T. u.a.) ‘zum Schaf (Kleinvieh) gehörig’, -ώδης ‘schaf-ähnlich’ (sp.). 3. -ών (-εών Hdn.), -ῶνος m. Schafhürde (hell. Inschr. u. Pap.). 4. -ήματα· πρόβατα H. (nach κτήματα, βοσκήματα usw.; Chantraine Form. 178). 5. -εύς m. Schafhirt (Titel einer Kom. des Antiph.). 6. -εύω Vieh, Schafe halten, auf die Weide treiben (D. H., App. usw.) mit -ευτικός, -εύσιμος, -ευτής, -εία. 7. Pfi.namen: -ειον, -ειος, -αία (Ps.-Dsk.) "Schafkraut" (vgl. Strömberg Pfl. 137). — Zu πρόβειος, rhythmische Kürzung für προβάτειος (An. Ox. u.a.) Palmer Class Quart. 33,31ff.
Etymology: Im selben Sinne wie πρόβατα steht einmal in kollektiver Bed. das Verbalabstraktum πρόβασις (β 75 κειμήλιά τε πρόβασίν τε), das hier das bewegliche Vieh im Gegensatz zu dem leblosen ("liegenden") Besitz bezeichnet. Die Herkunft aus προβαίνειν (schon EM) wird dadurch bestätigt. Ebenso aisl. ganganda fé "gehendes Vieh" = lebende Habe neben liggjanda fé’κειμήλια’, heth. ii̯ant- Schaf eig. "das Gehende", Ptz. von ii̯a- gehen, toch. A śemäl Kleinvieh, eig. Vbaladj. von käm-, śäm- kommen (= βαίνειν). Dem Griech. eigen ist immerhin das Präfix προ-; πρόβατα also eig. "die Vorwärtsgehenden", ein Begriff, der zunächst eine andere Art von Bewegung als Gegensatz zu erfordern scheint, aber in aw. fra-čar- und aind. pra-car- sich vorwärts bewegen (gegenüber still bleiben) ein Gegenstück hat; s. Benveniste BSL 45, 91 ff. mit ausführlicher Behandlung und Kritik abweichender Ansichten (Lommel KZ 46, 46ff.; s. auch Kretschmer Glotta 8, 269 f.). — Der Plural πρόβατα wird gewöhnlich, namentlich wegen des Dat. pl. πρόβασι (Hdn.) für das übliche προβατοις (seit Hes.), als urspr. Konsonantenstamm πρόβατα betrachtet, wozu sekundär πρόβατον (Bq s.v., Schwyzer 499 mit Risch 178, Benveniste a. O., Egli Heteroklisie 41 ff.); dagegen mit guten Gründen Georgacas Glotta 36, 178 ff., der u.a. auf andere infinite aktive το-Partizipia, z.B. στατός stehend (s. ἵστημι) mit Recht hinweist. — Im sekundären Sinn von Schaf hat das regelmäßige πρόβατον das frühere ὄις zurückgedrängt und allmählich ersetzt.
Page 2,597-598
English (Autenrieth)
(προβαίνω): only pl., cattle, droves or flocks, Il. 14.124 and Il. 23.550.
English (Slater)
πρόβατον
a pl. cattle προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα (Leonicus: πρὸ πάντων codd. Plutarchi) *fr. 104b. 1.*
b horse τραπεζαν προβάτων (ἀντὶ τῆς φάτνης Σ: cf. fr. 316 Schr.) fr. 169. 28. test., Aristoph. Byz., fr. 42. Nauck, οὕτω δέ που, φησί, καὶ ἐπὶ τοῦ Πηγάσου ποιεῖ (sc. Πίνδαρος) Sequitur Pegasum a Pindaro πρόβατον appellatum esse fr. 317.
Spanish
English (Strong)
probably neuter of a presumed derivative of προβαίνω; something that walks forward (a quadruped), i.e. (specially), a sheep (literally or figuratively): sheep(-fold).
English (Thayer)
προβάτου, τό (from προβαίνω, properly, 'that which walks forward'), from Homer down, the Sept. chiefly for צֹאן, then for שֶׂה, sometimes for כֶּבֶשׂ and כֶּשֶׂב (a lamb), properly, any four-footed, tame animal accustomed to graze, small cattle (opposed to large cattle, horses, etc.), most common a sheep or a goat; but especially a sheep, and so always in the N.T.: πρόβατα σφαγῆς, sheep destined for the slaughter, πρόβατα, sheep, is used of the followers of any master: R G L Tr text WH marginal reading), R G L WH marginal reading); τά πρόβατα ἀπολωλότα (see ἀπόλλυμι, at the end), τά πρόβατα in distinction from τά ἐρίφια, are good men as distinguished from bad people, Matthew 25:33.
Greek Monolingual
το / πρόβατον, Ν Μ Α
1. κοινή σήμερα ονομασία θηλαστικού ζώου, με σώμα εύρωστο, μέτριου συνήθως αναστήματος και με τρίχωμα πυκνό, επίμηκες, μαλακό και, κατά κανόνα, κατσαρό, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί το γένος μηρυκαστικών αρτιοδάκτυλων θηλαστικών ovis της οικογένειας bovidae
2. μτφ. άνθρωπος μαλακός, πράος, μειλίχιος ή άνθρωπος αγαθός, αφελής («αυτόν μην τον φοβάσαι, είναι πρόβατο του θεού»)
3. φρ. α) «απολωλός πρόβατον»
(στην ΚΔ) άνθρωπος που παραστράτησε, που παρεξέκλινε από την ορθή πίστη και την ηθική τάξη και, κατ' επέκταση, διεφθαρμένος, άσωτος
β) «πρόβατον επί σφαγήν» — ο καταδικασμένος σε θάνατο, όπως το πασχαλινό αρνί
νεοελλ.
φρ. «πηγαίνει σαν πρόβατο στη σφαγή»
α) έχει υποταχθεί σε μια προκαθορισμένη από άλλους μοίρα χωρίς να θέλει ή να μπορεί να αντιδράσει
β) είναι βαρύθυμος, άκεφος
αρχ.
1. κάθε ζώο που βαδίζει προς τα εμπρός, σε αντιδιαστολή προς το πτηνό, το ερπετό ή το ζώο που ζει μέσα στη θάλασσα και, κυρίως στους Ίωνες και στους Δωριείς, κάθε, ιδίως μικρό σε μέγεθος, τετράποδο βόσκημα («οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. ποίμνιο ή αγέλη ήμερων ζώων
3. ζώο για σφαγή προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως τροφή ή για την τέλεση θυσίας
4. μτφ. άνθρωπος μικρός, ανόητος ή νωθρός και οκνηρός («προβάτου προβάτερον» — πιο ανόητος και από πρόβατο, παροιμ. φρ. στον Σώφρ.)
5. είδος θαλάσσιου ψαριού
6. (στην εκκλ. γραμματολογία) α) ο Ιησούς Χριστός
β) η Εκκλησία στο σύνολό της
γ) η ανθρωπότητα
7. φρ. α) «χρυσοῦν πρόβατον» — παρωνύμιο ενό ανόητου πολύ πλούσιου ανθρώπου
β) «λέων ἐν προβάτοις» — λεγόταν για τους ρωμαλέους και ισχυρούς που συνήθιζαν να κάνουν επίδειξη της δύναμής τους σε κοινούς αδύναμους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόβατον, που απαντά συνήθως στον πληθ. πρόβατα, αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του ρηματ. επιθ. σε -τος του ρ. προβαίνω με ενεργ. σημ.: πρόβατα «αυτά που βαδίζουν, που προχωρούν», σε αντιδιαστολή προς την ακίνητη περιουσία (πρβλ. αρχ. νορβ. ganganda fe «περιουσία σε ζώα» και πιθ. το χετιττ. iyant «πρόβατα», μτχ. του ija- «πηγαίνω»). Η παραγωγή αυτή της ονομασίας τών προβάτων από το ρ. προ-βαίνω, σύνθ. με την πρόθεση πρό, μαρτυρείται μόνο στην Ελληνική. 'Οσον αφορά στη μορφή της λ., ο τ. δοτικής πληθυντικού πρόβασι που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, γραμματικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η αρχική μορφή της λ. ήταν αθέματη και να τήν αναγάγουν σε αμάρτυρο τ. πρόβα(ν) (πρβλ. πρόβειος, προβιά). Όσον αφορά στη σημ. της, η λ. αρχικά σήμαινε κάθε ζώο που βαδίζει, σε αντιδιαστολή προς τα πτηνά, τα ερπετά και τα ψάρια και, κυρίως στους Ίωνες και στους Δωριείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί κάθε, ιδίως μικρό σε μέγεθος, τετράποδο βόσκημα. Στην αττική διάλεκτο όμως η λ. σημαίνει αποκλειστικά «πρόβατο» και με τη σημ. αυτή η λ. σταδιακά αντικατέστησε τον αρχαιότερο τ. ὄις «πρόβατο». Η λ. πρόβατον, τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος θαλάσσιου ψαριού (πρβλ. σουηδ. simpa, αγγλ. sheep's head «κεφάλι προβάτου», γερμ. Schafskopf), πιθ. λόγω του σχήματος του κεφαλιού του.
ΠΑΡ. προβάτειος, προβατικός, προβατώδης, πρόβ(ε)ιος
αρχ.
προβαταία, προβατεύς, προβάτημα, προβατητικός, προβάτινος, προβάτιον, προβατ(ε)ών
μσν.
προβατύλλιον
μσν.- νεοελλ.
προβατή
νεοελλ.
προβάτα, προβατάκι, προβατάρης, προβατάς, προβατήσιος, προβατίλα, προβατίνα, προβατώ, προβ(ε)ιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) προβατοβοσκός
αρχ.
προβατάγριον, προβατογνώμων, προβατοδόρας, προβατοθύτης, προβατοκάπηλος, προβατοκόμος, προβατοκτηνοτρόφος, προβατοπώλης, προβατοστάσιον, προβατοχίτων
αρχ.-μσν.
προβατοτρόφος
μσν.
προβατοθρέμμων, προβατόνους, προβατοσπαράκτης, προβατοφθόρος, προβατόφρουρος
μσν.- νεοελλ.
προβατέμπορος, προβατονόμιο(ν)
νεοελλ.
προβατοκάμηλος. (Β' συνθετικό) αρχ. καλλιπρόβατος, μισοπρόβατος, πολυπρόβατος, φιλοπρόβατος
νεοελλ.
αιγοπρόβατα, γιδοπρόβατα].
Greek Monotonic
πρόβᾰτον: τό (προβαίνω), συνήθως στον πληθ. πρόβατα,
1. κυρίως, οτιδήποτε βαδίζει προς τα εμπρός· στον Όμηρ. γενικά λέγεται για βοοειδή, για κοπάδια και αγέλες, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης λέγεται για άλογα, τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, τα μικρά πρόβατα, δηλ. τα πρόβατα και οι γίδες, σε Ηρόδ.· αλλά, στους Αττ. λέγεται πάντα για πρόβατα, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. παροιμ., χρησιμ. για νωθρούς, οκνηρούς ανθρώπους, πρόβατ' ἄλλως, ομάδα προβάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, προβατίου βίος, δηλ. τεμπέλικη ζωή, στον ίδ.
Middle Liddell
πρόβᾰτον, ου, τό, προβαίνω
1. mostly in plural πρόβατα, properly, anything that walks forward; in Hom. generally of cattle, flocks and herds; in Hdt. and Pind. also of horses; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων small cattle, i. e. sheep and goats, Hdt.; but in Attic always of sheep, Ar., Thuc.
2. proverb. of stupid, lazy people, πρόβατ' ἄλλως a set of sheep, Ar.; so, προβατίου βίος, i. e. a lazy do-nothing life, Ar.
Chinese
原文音譯:prÒbaton 普羅-巴團
詞類次數:名詞(41)
原文字根:以前-步
字義溯源:向前走的(動物),羊,綿羊,群羊,羊群;源自(προβαίνω)=向前走);由(πρό)*=前)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。主耶穌在約翰福音第十章有直接的與隱喻的說到羊。參讀 (ἀμνός)同義字參讀 (ἀρνίον)的比較
出現次數:總共(41);太(11);可(2);路(2);約(21);徒(1);羅(1);來(1);彼前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 羊(36) 太7:15; 太10:6; 太12:11; 太12:12; 太15:24; 太18:12; 太26:31; 可6:34; 可14:27; 路15:4; 路15:6; 約2:14; 約2:15; 約10:1; 約10:3; 約10:3; 約10:4; 約10:4; 約10:7; 約10:8; 約10:11; 約10:12; 約10:12; 約10:12; 約10:13; 約10:15; 約10:16; 約10:26; 約10:27; 約21:16; 約21:17; 徒8:32; 羅8:36; 來13:20; 彼前2:25; 啓18:13;
2) 綿羊(2) 太25:32; 太25:33;
3) 群羊(2) 太9:36; 太10:16;
4) 羊的(1) 約10:2
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προβαίνω → πρό + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό oveja de la que se utilizan las uñas τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ὄνυχας προβάτου en el primer día uñas de oveja (como ofrenda para una súplica) P II 142 la piel τὸ μὲν δεξιὸν (φυλακτήριον) γράψον εἰς ὑμένα προβάτου μέλανος ζμυρνομέλανι el amuleto derecho escríbelo en una piel de oveja negra con tinta de mirra P IV 815 P IV 818
Translations
sheep
Abenaki: azib; Acehnese: bubiri; Afar: idá, marúw; Afrikaans: skaap, skape; Ainu: ヒチュチ; Akkadian: 𒇻; Albanian: delme, dele, berr; Amharic: በግ; Arabic: خَرُوف, شاء; Egyptian Arabic: خروف; Hijazi Arabic: خاروف, غنمة,غنم; Iraqi Arabic: غنم; Moroccan Arabic: غنم, خروف, خروفة, نعجة, حولي; South Levantine Arabic: خروف, غنم; Armenian: ոչխար; Aromanian: oai, oae; Assamese: ভেৰা, ভেড়া, ভেৰা ছাগলী, ভেড়া ছাগলী; Asturian: oveya; Aymara: iwija; Azerbaijani: qoyun; Bactrian: ποσο; Bakhtiari: میش; Balinese: biri-biri; Baluchi: میش, پس; Bashkir: һарыҡ; Basque: ardi; Bau Bidayuh: koming; Belarusian: авечка, аўца; Bengali: ভেড়া, মেষ; Brahui: melle; Breton: dañvad, maout, dañvadez; Bulgarian: овца; Burmese: သိုး, ဆိတ်ကုလား; Buryat: хонин; Catalan: ovella; Central Melanau: biri-biri; Chechen: уьстагӏ; Cherokee: ᎠᏫ ᎤᏃᏕᎾ; Chichewa: nkhosa; Chickasaw: chokfi, chokfi ishto'; Chinese Cantonese: 綿羊/绵羊, 羊, 羊咩; Dungan: мянён, ён; Hokkien: 綿羊/绵羊, 羊, 羊仔; Mandarin: 綿羊/绵羊, 羊; Chiricahua: dibéhé; Chuukese: siip; Chuvash: сурӑх; Classical Nahuatl: ichcatl; Cornish: davas; Crimean Tatar: qoy; Czech: ovce; Dairi Batak: biri-biri; Danish: får; Daur: xonii; Dongxiang: ghoni; Dutch: schaap; Dzongkha: ལུག; Edo: óhuán; Esperanto: ŝafo; Estonian: lammas; Evenki: беру; Ewe: alẽ; Faroese: seyður; Finnish: lammas; French: mouton; Friulian: piore, fede; Galician: ovella, motóa, almella, andosca; Gamilaraay: thimba; Gaulish: *multon-; Ge'ez: በግዕ; Georgian: ცხვარი; German: Schaf; Gondi: గొర్రె; Gothic: 𐌻𐌰𐌼𐌱; Greek: πρόβατο; Ancient Greek: ἀμνίς, ἀρήν, ἀρνηάς, οἶις, οἶϊς, ὄϊς, πρόβατον, ῥήν; Greenlandic: sava; Guaraní: ovecha; Gujarati: ઘેટું; Haitian Creole: mouton; Hausa: tunkìyā; Hawaiian: hipa; Hebrew: כֶּבֶשׂ; Hindi: भेड़, मेष; Hungarian: juh, birka; Icelandic: sauður, sauðkind, kind, fé, sauðfé, ær, rolla; Ido: mutono; Ifè: àgùɖã̀; Igala: álá, àgwùtọ̀; Igbo: atụlū; Inari Sami: savzâ; Indonesian: domba, biri-biri; Ingrian: lammas; Ingush: устагӏ; Interlingua: ove; Irish: caora; Italian: pecora; Itsekiri: àgútàn; Izon: ọnị́na; Japanese: 羊, ヒツジ, 綿羊; Javanese: wedhus; Jeju: 양; Jicarilla: dibé; Jurchen: honi; Kabyle: ikerri; Kalmyk: хөн; Kannada: ಕುರಿ; Karelian: lammas; Karo Batak: biri-biri; Kashmiri: کَٹھ, گٔب; Kashubian: òwca; Kazakh: қой; Khmer: ចៀម; Komi-Permyak: ыж; Korean: 양, 면양; Kurdish Central Kurdish: مەڕ; Northern Kurdish: mî, mih, beran, pez, berx, berindir, beyindir; Kyrgyz: кой; Ladin: biescia; Lao: ແກະ; Latgalian: vuška; Latin: ovis; Latvian: aita, avs; Laz: ჩხური; Ligurian: pêgoa; Limburgish: sjaop; Lingala: mpata; Lithuanian: avis; Livonian: lāmbaz; Louisiana Creole French: mouton; Low German: Schaap; Lü: ᦵᦈᧃ; Luganda: endiga; Luhya: likhese, likhese; Lusitanian: oilam; Luxembourgish: Schof; Macedonian: овца; Maguindanao: bili-bili; Makasar: biri-biri; Malagasy: besavily, ondry; Malay: biri-biri, bebiri, kambing biri-biri, kambing bebiri, domba; Malayalam: ചെമ്മരിയാട്; Maltese: nagħġa, nagħaġ; Manchu: ᡥᠣᠨᡳᠨ; Manx: keyrrey; Maore Comorian: ɓariɓari; Maori: hipi; Maranao: bili-bili; Marathi: मेंढी; Mari Eastern Mari: шорык; Western Mari: шарык; Mariupol Greek: провату; Mazanderani: گاسفند, گسن; Mbyá Guaraní: ovexa; Mi'kmaq: jijgluewj anim; Middle English: schep; Middle Korean: 야ᇰ; Mingrelian: შხური; Mirandese: canhona, oubeilha; Mon: သဵု; Mongolian: хонь; Nahuatl: ichcatl; Nanai: хонин; Navajo: dibé; Nepali: भेंडा; Nias: biri-biri; Nigerian Pidgin: sheep; Norman: mouton; North Frisian Föhr: schep; Goesharde, Mooring: schäip; Northern Sami: sávza; Norwegian: sau, får; Nupe: kingbàgbà; Occitan: feda, oelha; Odia: ମେଣ୍ଢା; Ojibwe: maanishtaanish; Old Church Slavonic Cyrillic: овьца; Glagolitic: ⱁⰲⱐⱌⰰ; Old East Slavic: овьца; Old English: scēap; Old Irish: cáera; Olukumi: àgùntàn; Oromo: hoolaa; Ossetian: фыс; Ottoman Turkish: قویون; Pashto: مړېيه, مېږ, مږه, پسه, ګډه; Persian: گوسفند, میش, قوچ; Plautdietsch: Schop; Polabian: vicĕ; Polish: owca; Portuguese: ovelha; Punic: 𐤔; Punjabi: ਭੇਡ; Quechua: uwija; Rohingya: sóol; Romagnol: pégra, pégura; Romani: bakro, bakri; Romanian: oaie; Romansch: nursa, nuorsa, besch; Russian: овца, овечка; S'gaw Karen: သိ; Samoan: mamoe; Sango: walitaba; Sanskrit: अवि, अविक; Santali: ᱵᱷᱤᱰᱤ; Sardinian: brebei, berbeghe, barveghe, chessi, tzicca, erveche, odda, argasa; Saterland Frisian: Skäip; Scots: sheep; Scottish Gaelic: caora; Serbo-Croatian Cyrillic: овца, ован, јагње, јање; Roman: ovca, ovan, jagnje, janje; Seychellois Creole: mouton; Shan: သူဝ်း; Sidamo: gerechcho; Simeulue: biri-biri; Sindhi: رڍ; Sinhalese: බැටළුවා; Slovak: ovca; Slovene: ôvca, ôven; Somali: ido; Sorbian Lower Sorbian: wójca; Upper Sorbian: wowca; Sotho: nku, dinku; Spanish: carnero, oveja; Sumerian: 𒇻; Swahili: kondoo; Swedish: får; Tagalog: tupa, obeha; Tajik: гӯсфанд; Talysh: پس; Tamil: செம்மறியாடு; Taos: kʼúona; Tatar: сарык; Telugu: గొర్రె; Tetum: bibi malae; Thai: แกะ; Tibetan: ལུག; Tigrinya: በጊዕ; Tocharian B: śaiyye; Tok Pisin: sipsip; Tongan: sipi; Tooro: entaama; Tsakonian: βάννε; Tsonga: nyimpfu; Tswana: nku; Turkish: koyun; Turkmen: goýun; Tuvan: хой; Ukrainian: вівця; Urdu: بھیڑ, گوسفند, میش; Uyghur: قوي; Uzbek: qoʻy, goʻsfand; Venetian: piègora, pégora, pigora, piovra, feda, féda; Veps: lambaz; Vietnamese: cừu; Vilamovian: siöf; Volapük: jip; Voro: lammas; Votic: lammõz; Walloon: bedot, moton; Welsh: dafad, defaid; West Frisian: skiep; Western Apache: dibéé, dobéé, dibéłįį, bee'é, mee'é, mę'é; Western Panjabi: بھیڈ; Wolof: xar mi; Yakut: хой; Yiddish: שעפּס, שאָף; Yoruba: àgùtàn; Zazaki: mi, kavır; Zhuang: yiengz; Zulu: imvu