ὀφείλω
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
impf. ὤφειλον; Ep. ὀφέλλω (also Aeol., IG12(2).67.7 (Mytil.), and Arc., ib.5(2).343.27 (Orchom. Arc., iv B. C.)), impf. ὤφελλον or ὄφελλον, v. infr. II. 2, 3 (the Att. or Ion. ὀφείλετ', ὄφειλον in Il.11.686, 688, 698, Hes.Op.174 is prob. due to the Copyists): A fut. ὀφειλήσω X.Cyr.7.2.28, D.30.7, also ὀφειλέσω TAM2.431, al.: aor. 1 ὠφείλησα Ar.Av.115, Th.8.5 (ἐπ-): pf. ὠφείληκα: plpf. -ήκειν D.45. 33: aor. 2 ὤφελον (v. infr. 11.2, 3):—Pass., aor. part. ὀφειληθείς Th. 3.63. (Cret. ὀφήλω GDI5015.21, written ὀπέλο Leg.Gort.10.20, al., Arc. ὀφέλλω (v. supr.) and ὀφήλω SIG306.40 (Tegea, iv B. C.): in early Att. Inscrr. written both ὀφελ -IG 12.91.8, al., and ὀφειλ- ib.109.9, al.):—owe, have to pay for or have to account for, τὸ καὶ μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332; ὅτι μοι.. ζωάγρι' ὀφέλλεις ib.462; χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλεν 21.17; πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον Il.11.688; ζημίην ὀ. τῷ θεῷ Hdt.3.52, etc.: metaph., μητέρα μοι ζώουσαν ὀφέλλετε Call.Fr. 126; τί ὀφείλω; what do I owe? Ar.Nu.21; ὀ. ἀργύριον, χρέα, Id.Av. 115, Nu.117; ὀ. ἢ θεῷ θυσίας ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα Pl.R. 331b; ὀ. τινὶ δρᾶν τι ib.332a: c. dat. only, ὀ. τινί to be debtor to another, Ar.Nu. 1135, Lys.581, etc.; τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀ. μηδενί Philem.163: abs., to be in debt, Ar.Nu.485, etc.; οἱ ὀφείλοντες = debtors, Arist.EN1167b21, Plu.2.832a:—Pass., to be due, ἔνθα χρεῖός μοι ὀφέλλεται (v.l. ὀφείλεται) Od.3.367; χρεῖος ὀφείλετο Il.11.686, 698; ἢν.. ὀφείληταί τί μοι Ar.Nu.484; μισθὸς τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο X.An.1.2.11, etc.; τὸ ὀφειλόμενον a debt, ib.7.7.34; ὀφειλόμενα ἀποδιδόντες Hdt.5.99, cf. Simon. ap. Pl.R. 331e.
2 metaph., ὀ. μέλος τινί Pi.O.10(11).3; πολλὰ δώμασιν καλά E.HF287; ὀ. χάριν, v. χάρις 1.2; Ἀπόλλωνι χαριστήρια X.Cyr.7.2.28; τὴν ψυχὴν πᾶσιν Ael.VH10.5:—Pass., ὀφείλεταί τινι ἐκ θεῶν κλέος A.Fr.315; ὀ. τινὶ εὐεργεσία Th.1.137; ἀντὶ χαρίτων ἔχθραι ὀ. X.Cyr.4.5.32; τοῖς μὲν ἐχθροῖς βλάβην ὀ., τοῖς δὲ φίλοις ὠφελίαν Pl. R.335e, cf. 332b; τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη what is due, A.Ch. 310.
3 as a legal term, to be bound to render, εὐθύνας ὤφειλον And. 1.73 codd. (f.l. for ὦφλον): hence, like ὀφλισκάνω, incur a penalty, ζημίαν Lys.9.10; διπλῆν τὴν βλάβην Id.1.32, cf. E.Andr.360; τὴν τοιαύτην δίκην Pl.Lg.909a, cf. 774b, 774d, 844e, D.21.77; ἁμαρτίαν ὀ. Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.15 (ii/iii A. D.).
4 in Pass., of persons, to be due or liable to, θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα Simon.122, cf. LXX Wi.12.20, IG3.1381; but τοιαύταις χερσὶν ὀφειλόμεθα our help is due, AP9.283 (Crin.).
II c. inf., to be bound, to be obliged to do, ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι ye are bound, ye ought to... Il.19.200, cf. Hdt.1.41,42, al., E.Alc.682, 712, etc.; and of things, ought to be, ὁ λόγος οὐκ ἀκριβῶς ὀ. λέγεσθαι Arist.EN1104a2:—Pass., δράσαντι γάρ τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται A.Fr.456; σοὶ τοῦτ' ὀφείλεται παθεῖν it is thy destiny to... S.Ph. 1421, cf. El.1173; ὡς πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται E.Alc.419, cf. 782, Or.1245, Lys.25.11; v. supr.1.4.
2 in this signf. Ep. impf. ὤφελλον or ὄφελλον and aor. ὤφελον or ὄφελον are used of that which one has not, but ought to have, done (ought being the pret. of owe), ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Il.23.546; νῦν ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος 10.117, cf. Od.4.472.
3 these tenses are also used, followed by pres. or aor. inf., in wishes that something were or had been in present or past, ἀνδρὸς.. ὤφελλον ἀμείνονος εἶναι ἄκοιτις I ought to be... would that I were..! Il.6.350; τὴν ὄφελ' ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις would that Artemis had slain her!, Il.19.59, cf. Od.4.97; τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Il.1.353: freq. preceded by εἴθε (Ep. αἴθε) , ὡς, ὡς δή, which express the wish still more strongly, αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' ἔμεναι ἄγαμός τ' ἀπολέσθαι O that thou hadst!, Il.3.40, cf. 1.415, etc.; αἴθ' ὤφελλες.. σημαίνειν 14.84; αἴθ' ὤφελλ' ὁ ξεῖνος.. ὀλέσθαι Od.18.401; αἴθ' ἅμα πάντες.. ὠφέλετε.. ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι Il.24.254: with ὡς, ὡς ὄφελον.. ἑλέσθαι O that I had..!, 11.380; θανέειν Od.14.274; ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι Il.24.764, cf. Od.14.68; ὡς ὤφελες αὐτόθ' ὀλέσθαι Il.3.428; ὡς.. ὤφελες Od. 2.184; ὡς ὄφελεν.. Il.3.173, etc.: strengthened, ὡς δὴ ἔγωγ' ὄφελον.. Od.1.217: also with neg., μὴ ὄφελες λίσσεσθαι.. would thou hadst never..!, Il.9.698; ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι 17.686; τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον Od.8.312; ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι Il.22.481; ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν Od.11.548.—So in Trag. and Att., ὤφελον.. S.OT1157; ὤφελες.. Ar.Th.865; ὤφελε.. A.Pr.48, X.An.2.1.4, etc.: also, as in Ep., εἴθ' ὤφελες.. S.El.1021; εἴθ' ὤφελ'.. Ar.Nu.41, etc.; εἰ γὰρ ὤφελον.. Id.Ec.380, Pl.R. 432c, Cri.44d; ὡς ὤφελες.. Ar.Ra.955: with neg., μήποτ' ὤφελον S.Ph.969, E.Alc.880 (anap.), D.18.288; ὡς μήποτ' ὤφελον.. E.Ion286; ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον D.21.78: without augm. in Hdt., εἶδον.. τὸ μὴ ἰδεῖν ὄφελον (v.l. ὤ-) 1.111, cf. 3.65: sometimes in Trag. (lyr. and anap.), εἴθ' ὄφελε.. A.Pers.915; ὄφελε.. S.Aj. 1192; μήποτ' ὄφελον.. E.Med.1413. (In this signf. ὤφειλον is used in late Ep., ὡς μὴ ὤφειλες ἱκέσθαι Q.S.5.194, but ὤφελλον should be read in Hes.Op.174 and ὤφελε in E.IA1291.)
b with ind., ὤφελε μηδ' ἐγένοντο θοαὶ νέες Call.Epigr.19.1, cf. Q.S.10.378, etc.
c ὄφελον (Adv. acc. to A.D.Adv.142.9, EM643.48) in this signf.: c. acc. et inf., ὤμοι ἐγών, ὄφελόν με.. ὀλέσθαι Orph.A.1159: even with 2 pers. of Verb, ὄφελον ἐβασιλεύσατε 1 Ep.Cor.4.8, cf. 2 Ep.Cor.11.1, Ep.Gal.5.12, Apoc.3.15, LXX Jb.14.13, Ath.4.156a; ὄφελον δυνήσῃ Luc.Sol.1 (as a solecism): with 3 pers., Arr.Epict.2.18.15, D.Chr.38.47: with 1 pers. pl., ὄφελον ἀπεθάνομεν LXX Ex.16.3; ὤφελον (sic) εἰ ἐδυνάμεθα πέτασθαι PGiss.17.10 (ii A. D.): c. inf., ὄφελομ μὲν ἡ θεὸς.. στερῆσαι.. OGI315.16 (Pessinus, ii B. C.).
III impers. ὀφείλει, it behoves, c. acc. et inf., Pi.N.2.6; ὄφελλέ με μήτε.. εἰσοράαν κτλ. A.R.3.678: so pers. in part., abs., αἱ ὀφείλουσαι ἱερουργίαι τῶν θεῶν the due services of the gods, PTeb.294.24 (ii A. D.); κατὰ τὸν ὀφείλοντα καιρόν Sor.1.79. (ὦφλον, ὤφληκα, aor. and pf. of ὀφλισκάνω, were prob. orig. aor. and pf. of ὀφείλω: ὄφελον in signf. II. 3c may be orig. neut. part. of ὤφελε (signf. III) with omission of ἐστί.)
German (Pape)
[Seite 424] fut. ὀφειλήσω, aor. ὤφελον, ep. auch ὤφελλον (s. ὀφέλλω), schuldig sein, schul den; χρεῖ. ός τινι, Il. 11, 688; pass., χρεῖος ὀφείλεταί τινι, 11, 686; μέλος αὐτῷ ὀφείλων, Pind. Ol. 11, 3; pass., Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον οὖρον ὕμνων, P. 4, 3; καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἂν τίνοιμ' αὐτῷ χάριν, Aesch. Prom. 987; ὀφείλω τοῖς θεοῖς πολλὴν χάριν, Soph. Ant. 331, ich bin ihnen vielen Dank schuldig; pass., καὶ σοὶ τοῦτ' ὀφείλεται παθεῖν, El. 1164; οἷσιν οὐκ ἐλάσσονα βλάβην ὀφείλω, Eur. Andr. 360; πολλὴν χάριν ὀφείλω σοι τῆς γνωρίσεως, Plat. Polit.; τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα, wir schulden dem Asklepios einen Hahn, Phaed. 118 a; bes. δίκην, in einem Processe verurtheilt sein, wie ὀφλισκάνω, das gewöhnliche Präsens zu ὀφλεῖν, Legg. X, 909 a u. öfter. – Τὰ ὀφειλόμενα ἀποδιδόναι, das Schuldige, die Schuld abtragen, Rep. I, 331 e u. öfter; τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο μισθός, Xen. An. 1, 2, 11; auch ὀφείλω τὴν ὑπόσχεσιν, ich muß mein Versprechen halten, Cyr. 5, 2, 8; καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται, Thuc. 1, 137; auch ohne accus., verschuldet sein, Schulden haben, εἴ τις ὀφείλει τῷ δημοσίῳ, Ar. Lys. 581; ὀφειλήσειν ἐπὶ πέντ' ὀβολοῖς, Dem. 30, 7; Sp., οἱ ὀφείλοντες, die Schuldner, Arist. eth. 9, 7; Plut. – Uebh. schuldig sein, verpflichtet sein, sollen, gew. c. inf., ὀφείλεις με χρηστοῖσι ἀμείβεσθαι, Her. 1, 41. 42. 111. 7, 50, 1. 152; ὀφείλει δρέπεσθαι ἄωτον, Pind. N. 2, 6; τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη, Aesch. Ch. 308; μηδὲ τόνδ' ὀφείλομεν κτείνειν, Eur. Hec. 395; γενναῖα ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν, Suppl. 1178; pass., πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται, Alc. 421; τοῖς φίλοις οἴεται ὀφείλειν τοὺς φίλους ἀγαθόν τι δρᾶν, Plat. Rep. I, 332 a; τύπῳ καὶ οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσθαι, Arist. eth. 2, 2; Sp., τὸ αὐτὸ ὀφείλει πάσχειν οὗτος Pol. 6, 37, 5, ὤφειλε ποιεῖν τὰ τοῦ πολέμου 9, 36, 4. – Besonders wird so der aor. gebraucht, ὤφελον, ich hätte sollen, c. inf., ἀλλ' ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι, Il. 23, 546, er hätte beten sollen; τὴν ὄφελ' ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις ἰῷ, 19, 59; die hätte Diana tödten sollen, wodurch immer ausgedrückt wird, daß dies nicht geschehen ist; ἔμπας τις αὐτὴν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν, Aesch. Prom. 48; λώβαν, ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὁ τάλας ὤφελον, Soph. Trach. 994; Folgde; besonders zum Ausdruck eines Wunsches, bei dem man zugleich ausdrückt, daß er nicht in Erfüllung gegangen ist oder nicht in Erfüllung gehen könne, αἴθ' ὄφελες παρὰ νηυσὶν ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων ἧσθαι, säßest du doch, d. i. du solltest sitzen, Il. 1, 415, vgl. 3, 40. 14, 84. 18, 86; αἴθ' ὤφελλε, Od. 18, 401; αἴθ' ὠφέλετε, Il. 24, 254; αἴθ' ὄφελον, Od. 13, 204; und mit ὡς, ὡς ὄφελες oder ὤφελες, 2, 184; ὡς ὄφελεν oder ὤφελεν, Il. 3, 173. 4, 315. 6, 345. 7, 390. 21, 279; ὡς δή, Od. 1, 217. 5, 308. 11, 548; μὴ ὄφελες, wenn du doch nicht hättest, Il. 9, 698. 17, 686. 18, 19 Od. 8, 312; Hes. O. 176; – εἴθ' ὤφελεν, Ζεῦ, κἀμὲ θανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι, hätte mich doch das Todesgeschick umhüllt, Aesch. Pers. 879; εἴθ' ὤφελες τοιάδε τἡν γνώμην εἶναι, Soph. El. 1010, wärest du doch so, du hättest so sein sollen, aber du bist nicht so; ὄφελε πρότερον αἰθέρα δῦναι ἀνήρ, Ai. 1171; ὡς ὤφελες διαῤῥαγῆναι, Ar. Ran. 955; εἴθ' ὤφελ' ἡ προμνήστρι' ἀπολέσθαι κακῶς, Nubb. 41; μήποτ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον, Soph. Phil. 969; u. in Prosa, εἰ γὰρ ὤφελον οἷοί τε εἶναι οἱ πολλοὶ τὰ μέγιστα κακὰ ἐξεργάζεσθαι, Plat. Crit. 44 d; Rep. IV, 432 c; Folgde. – Spätere brauchen ὤφελον und ὤφελεν als eine Conjunction, unabhängig von der folgenden Person, ὤφελόν τις μετὰ ταύτης ἐκοιμήθη, Arr. Diss. 2, 18; ὤφελε μηδ' ἐγένοντο θοαὶ νέες, Callim. ep. 18.
French (Bailly abrégé)
impf. ὤφειλον, f. ὀφειλήσω, ao. ὠφείλησα, ao.2 ὤφελον, pf. ὠφείληκα;
Pass. ao. ὠφειλήθην;
1 devoir, avoir une dette, être débiteur : χρεῖος IL être redevable d'une dette ; οἱ ὀφείλοντες PLUT les débiteurs ; ὀφ. χάριν τινός, devoir de la reconnaissance pour qch ; τὴν ψυχήν τινι ÉL devoir la vie à qqn ; Pass. être dû : τὰ ὀφειλόμενα χρήματα XÉN argent dû, dette ; t. de jurispr. ὀφείλειν ζημίαν LYS être condamné à une amende ; ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ AR être redevable d'une amende envers l'État;
2 p. ext. devoir, être obligé à, être tenu de : ἐγὼ ὀφείλω λέγειν HDT pour moi, je dois dire ; Pass. ὀφείλεται, c'est une obligation : σοὶ τοῦτ' ὀφείλεται παθεῖν SOPH il te faut souffrir cela ; subst. τοὐφειλόμενον ESCHL ce qui est dû, obligation ; p. suite à l'ao.2 ὤφελον et plus rar. à l'impf. ὤφειλον, je devais, j'aurais dû, il aurait fallu ; ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι IL il aurait dû prier les immortels ; ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον SOPH plût aux dieux que j'eusse quitté la vie auparavant ! (propr. j'aurais dû quitter, etc.) ; αἴθ' ὠφέλετε IL vous auriez bien dû ! ; εἴθ' ὤφελε(ν) ESCHL il aurait bien dû ! ; εἰ γὰρ ὤφελον PLAT plût aux dieux que je…! ; ὡς μήποτ' ὤφελε XÉN plût aux dieux que jamais il ne… !.
Étymologie: DELG rien de définitif.
Russian (Dvoretsky)
ὀφείλω: (fut. ὀφειλήσω, aor. 1 ὠφείλησα, эп.-ион. aor. 2 - только для знач. 2 и 3 - ὤφελον, pf. ὠφείληκα; aor. pass. ὠφειλήθην)
1 быть должным, задолжать: πολέσιν ὀ. χρεῖος Hom. задолжать многим; οἱ ὀφείλοντες Plut. должники; τὰ ὀφειλόμενα χρήματα Xen. денежный долг, задолженность; τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο μισθὸς πλέον ἢ τριῶν μηνῶν Xen. солдатам причиталось жалование больше, чем за три месяца; ὀ. τῷ δημοσίῳ Arph. задолжать казне, быть недоимщиком; ἀγορεύειν τὴν ζημίαν ὀ. Lys. приговаривать к уплате штрафа; ὀ. δίκην Plat. быть осужденным;
2 быть или считать себя обязанным, считать своим долгом (ἐγὼ δὲ ὀφείλω λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε μέν οὐ παντάπασι ὀφείλω Her.): ὀ. ὑπόσχεσιν Xen. связывать себя обещаниями; ὀ. τινὶ πολλὴν χάριν Soph. быть обязанным кому-л. многими благодеяниями;
3 impers. ὀφείλεται = необходимо, следует, должно, приходится, суждено (σοὶ τοῦτ᾽ ὀφείλεται παθεῖν Soph.; βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται Men.): ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Hom. ему следовало бы молить бессмертных; (в пожеланиях, преимущ. в сожалениях о несбывшемся): αἴθ᾽ ἅμα πάντες Ἓκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ πεφάσθαι Hom. вам бы всем следовало погибнуть вместо Гектора; ὡς μήποτ᾽ ὤφελε! Xen. (о прошлом) ах, если бы этого никогда не случилось!
Greek (Liddell-Scott)
ὀφείλω: παρατ. ὤφειλον, Ἐπικ. ὀφέλλω: παρατ. ὤφελλον ἢ ὄφελλον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3 (τὸ Ἀττ. ὀφείλετ’, ὄφειλον ἐν Ἰλ. Λ. 686, 688, 698, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 172 πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς): μέλλ. ὀφειλήσω Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, Δημ. 866, 5· ἀόρ. α΄ ὠφείλησα Ἀριστοφ. Ὄρν. 115, Θουκ. 8. 5 (ἐπ-)· πρκμ. ὠφείληκα, ὑπερσ. -ήκειν Δημ. 1111. 25· ἀόρ. β΄ ὤφελον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. ὀφειληθεὶς Θουκ. 3. 63. (Ἐκ τῆς √ΟΦΕΛ παράγεται ὡσαύτως τὸ ὀφλισκάνω· ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ὀφέλλω ἢ ὀφέλyω, ὅθεν τὸ ὀφείλω, ὅπερ δέον νὰ διακρίνηται ἐπιμελῶς ἀπὸ τοῦ ὀφέλλω, αὐξάνω, au eo.) Ὀφείλω, ὡς καὶ νῦν, χρεωστῶ, τὸ καὶ μοιχάγρι’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332· ὅτι μοι... ζωάγρι’ ὀφέλλεις 462· χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλεν Φ. 17· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖον ὄφειλον Ἰλ. Λ. 688· ζημίαν ὀφ. τῷ θεῷ Ἡρόδ. 3. 52, κλ.· μεταφορ., μητέρα μοι ζώουσαν ὀφέλλετε (ὡς παρ’ Ὁρατ. debes Virgilium) Καλλ. Ἀποσπάσμ. 126· ― οὕτω παρ’ Ἀττικ., τί ὀφείλω; τί «χρεωστῶ»; Ἀριστοφ. Νεφέλ. 21· ὀφ. ἀργύριον, χρέα ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 115, Νεφέλ. 117· ὀφ. ἢ θεῷ θυσίας ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα Πλάτ. Πολ. 331Β· μετὰ μόνης δοτ., ὀφ. τινί, εἶμαι χρεώστης εἴς τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1135, Λυσ. 581, κτλ.· τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ’ ὀφείλειν μηδενὶ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 68· καὶ ἀπολ., «εἶμαι χρεωμένος», Ἀριστοφ. Νεφ. 485, κτλ.· οἱ ὀφείλοντες, οἱ χρεῶσται, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 9. 7, 1· ― Παθ., χρεωστοῦμαι, μένω ὡς χρέος, οἷοι χρεῖός μοι ὀφέλλεται Ὀδ. Γ. 367· (ἐν ᾧ χρεῖος ὀφείλετο ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Λ. 686, 698)· ἢν... ὀφείληταί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 484· ὀφ. μισθός τινι Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 11, κλ.· τὸ ὀφειλόμενον, τὰ ὀφειλόμενα, χρέος, ὀφειλή, χρέη, αὐτόθι 7. 7, 34, κλ.· ὀφειλόμενα ἀποδιδόναι Ἡρόδ. 5. 99. 2) μεταφορ., ὀφ. μέλος τινὶ Πινδ. Ο. 10 (11). 3· πολλὰ δώμασιν καλὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 287· ὀφ. χάριν, ἴδε ἐν λ. χάρις Ι. 2· Ἀπόλλωνι χαριστήρια Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28· τὴν ψυχὴν πᾶσιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 5. ― Παθ., ὀφείλεταί τινι ἐκ θεῶν κλέος Αἰσχύλου Ἀποσπ. 306a· ὀφ. τινὶ εὐεργεσία Θουκ. 1. 137· ἀντὶ χαρίτων ἔχθραι ὀφ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 32· τοῖς μὲν ἐχθροῖς βλάβη ὀφ., τοῖς δὲ φίλοις ὠφέλεια Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. 332Β· τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη, ὅ,τι ὀφείλεται αὐτῇ, Αἰσχύλ. Χο. 310. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δώσω, εὐθύνας ὀφείλειν Ἀνδοκ. 10. 15· ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ὀφλισκάνω, ἐπισύρω τιμωρίαν κατ’ ἐμαυτοῦ, ζημίαν Λυσ. 115. 10· διπλῆν τὴν βλάβην ὁ αὐτ. 94. 40, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 360· τὴν τοιαύτην δίκην Πλάτ. Νόμ. 909Α, πρβλ. Δημ. 539. 20. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ὑπόκειμαι, θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα, τὸ τοῦ Ὁρατίου debemur morti, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθολ. 10. 105, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 132· ἀλλά, τοιαύταις χερσὶν ὀφειλόμεθα Ἀνθ. Π. 9. 283. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ὀφείλω νὰ πράξω τι, ἄλλοτέ περ καὶ μᾶλλον ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι Ἰλ. Τ. 200· συχν. παρ’ Ἡροδ., ὡς 1. 41, 42, 111, Εὐρ. Ἄλκ. 682, 712, κτλ· ὀφ. τινὶ ποιεῖν τι Πλάτ. Πολ. 332Α· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ..., ὁ λόγος ἀκριβῶς ὀφ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3. ― Παθ., δράσαντι γάρ τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 282· σοί,... ταῦτ’ ὀφείλεται παθεῖν, εἶναι ἡ μοῖρά σου νά..., Σοφ. Φιλ. 1421, πρβλ. Ἠλ. 1173· ὡς πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται Εὐρ. Ἄλκ. 419, πρβλ. 782, Ὀρ. 1245, Λυσ. 172. 10· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4. 2) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἐπικ. παρατ. ὤφελλον ἢ ὄφελλον καὶ ὁ ἀόριστ. ὤφελον ἢ ὄφελον εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ δὲν ἔχει πράξῃ τις, (ἀλλ’ ἅπερ ἔπρεπε νὰ εἶχον πραχθῆ), ἀγγελίης, ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι Ἰλ. Ρ. 686· ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Ψ. 546· νῦν ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος Κ. 117, πρβλ. Ὀδ. Δ. 97, 472· ἀνδρὸς... ὤφελλον ἀμείνονος εἶναι ἄκοιτις, ἔπρεπε νὰ ἤμην..., εἴθε νὰ ἤμην..., (ἀλλ’ εἶναι ἀδύνατον), Ἰλ. Ζ. 350· τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται ἐν Εὐρ. Ἑκ. 395, μηδὲ τόνδ’ ὠφείλομεν (ἐξυπακ. φέρειν). 3) οἱ χρόνοι οὗτοι εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει, ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ. πρὸς δήλωσιν ἐπιθυμίας ἥτις δὲν δύναται νὰ ἐκπληρωθῇ, ἀνδρὸς... ὤφελλον ἀμείνονος εἶναι ἄκοιτις, ἔπρεπε νὰ ἤμην..., εἴθε νὰ ἤμην..., (ἀλλ’ εἶναι ἀδύνατον), Ἰλ. Ζ. 350· ὤφελλες... ῥέξας ἱερὰ κάλ’ ἀναβαινέμεν Ὀδ. Δ. 472· τὴν ὄφελ’ ἐν νήσσεσι κατακτάμεν Ἄρτεμις, εἴθε νὰ τὴν εἶχε φονεύσῃ ἡ Ἄρτεμις! (ἀλλὰ δὲν τὴν ἐφόνευσε), Λατ. utinam interfecisset? Ἰλ. Τ. 59, πρβλ. Ὀδ. Δ. 97· τιμὴν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Ἰλ. Α. 353· συχν. προτάσσεται τὸ εἴθε (Ἐπικ. αἴθε), ὥς, κλ., ἅπερ ἐκφέρουσι τὴν εὐχὴν ἰσχυρότερον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ β΄ προσ., αἴθ’ ὄφελλες ἄγονός τ’ ἔμεναι ἀγαμός τ’ ἀπολέσθαι, εἴθε νὰ εἶχες μείνῃ ..., Ἰλ. Γ. 40, πρβλ. Α. 415, κλ.· αἴθ’ ὤφελλες ... σημαίνειν Ξ. 84· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων προσώπων, αἴθ’ ὤφελλ’ ὁ ξεῖνος ... ὀλέσθαι Ὀδ. Σ. 401· αἴθ’ ἅμα πάντες ... ὠφέλετε ... ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι Ἰλ. Ω. 254· - οὕτω μετὰ τοῦ ὡς· ὡς ὄφελον ... ἑλέσθαι, εἴθε νά..., κτλ, Λ. 380· θανέειν Ὀδ. Ξ. 274· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι Ἰλ. Ω. 761, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 68· ὡς ὤφελες αὐτόθ’ ὀλέσθαι Ἰλ. Γ. 428· ὡς ὤφελες ... Ὀδ. Β. 184· ὡς ὄφελεν ... Ἰλ. Γ. 173, Ὀδ. Ξ. 68, κλ.· ἐπιτεταμένον: ὡς δὴ ἔγωγ’ ὄφελον ... Ὀδ. Α. 217, κλ.· ὡσαύτως μετ’ ἀρνήσεως, μηδ’ ὄφελες λίσσεσθαι ..., εἴθε ποτὲ νὰ μη...! Ἰλ. Ι. 698· ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι Ρ. 686· τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον Ὀδ. Θ. 312· ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι Ἰλ. Χ. 481· ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν Ὀδ. Λ. 548. - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὤφελον ... Σοφ. Ο. Τ. 1157· ὤφελες ... Ἀριστοφ. Θεσμ. 865· ὤφελε ... Αἰσχύλ. Πρ. 48, κτλ.· ὡσαύτως, ὡς παρ’ Ἐπικ., εἴθ’ ὤφελες ... Σοφ. Ἠλ. 1021· εἴθ’ ὤφελεν ... Ἀριστοφ. Νεφ. 41, κτλ.· εἰ γὰρ ὤφελον ... ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 380, Πλάτ. Πολ. 432C· ὡς ὤφελες ... Ἀριστοφ. Βάτρ. 955· μετ’ ἀρνήσ., μήποτ’ ὤφελον Σοφ. Φιλ. 969, Εὐρ. Ἄλκ. 880, Δημ. 322. 3· ὡς μήποτ’ ὤφελον ... Εὐρ. Ἴων 286· μηδὲ νῦν ὤφελον Δημ. 539. 25· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. ἄνευ αὐξήσ., εἶδον ... τὸ μὴ ἰδέειν ὄφελον 1. 111, πρβλ. 3. 65· καὶ ἔν τισι λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, εἴθ’ ὄφελε ... Αἰσχύλ. Πέρσ. 915· ὄφελε ... Σοφ. Αἴ. 1192· μήποτ’ ὄφελον ... Εὐρ. Μήδ. 1413· - ὁ τύπος ὤφειλον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας δύναται νὰ ἐπιτραπῇ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Κόϊντ. Σμ. 5. 194, ὡς μὴ ὤφειλες ἱκέσθαι· ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 172, πρέπει πιθανῶς νὰ γραφῇ ὤφελλον (ἴδε ἐν ἀρχῇ), καὶ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1291, ὤφελεν· ὁ Καλλ. συντάσσει μεθ’ ὁριστ., ὤφελε μηδ’ ἐγένοντο θοαὶ νέες Ἐπιγράμμ. 18. 1, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 378, κτλ.· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., ὤμοι ἐγών, ὄφελόν με ... ὀλέσθαι Ὀρφ. Ἀργ. 1164· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ μετὰ β΄ προσώπου τοῦ ῥήματος, ὄφελον ἐβασιλεύσατε Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 8, πρβλ. Β΄ πρ. Κορινθ. ια΄, 1, πρ. Γαλάτ. ε΄, 12, Ἀποκάλ. δ΄, 5. ΙΙΙ. ἀπροσ. ὀφείλει, Λατ. oportet, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 2. 9· ὤφελλε oportuit, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 678.
English (Autenrieth)
ipf. ὄφειλον, ὤφελλον, ὄφελλον, aor. 2 ὄφελον, ὤφελες, pass. ὀφείλεται, ipf. ὀφείλετο: owe, ought; χρεῖος ὄφειλον, ‘they were owing’ a debt; pass. χρεῖος ὀφείλεταί μοι, ‘is due’ me, Il. 11.688, Od. 3.367; then of obligation (ipf. and aor. 2), τῖμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι, honor at all events ‘he ought to have bestowed’ upon me, Il. 1.353; hence the use in wishes impossible of realization (past or present), explained in the grammars, αἴθ' ὄφελες παρὰ νηυσὶν ἀδάκρῦτος καὶ ἀπήμων | ἧσθαι, ‘would that thou wert sitting, etc.,’ Il. 1.415.
English (Slater)
ὀφείλω
a owe c. acc. & dat. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ (O. 10.3) ὄφρα Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων (P. 4.3)
b impers., it must be (that) c. acc. & inf. ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ (N. 2.6)
English (Strong)
or (in certain tenses), its prolonged form opheileo probably from the base of ὄφελος (through the idea of accruing); to owe (pecuniarily); figuratively, to be under obligation (ought, must, should); morally, to fail in duty: behove, be bound, (be) debt(-or), (be) due(-ty), be guilty (indebted), (must) need(-s), ought, owe, should. See also ὄφελον.
English (Thayer)
imperfect ὤφειλον; present passive participle ὀφειλόμενος; from Homer down; to owe;
a. properly, to owe money, be in debt for: τίνι τί, τό ὀφειλόμενον, that which is due, the debt, αὐτῷ (which L Tr WH omit), that due to him, τί, passive τήν εὔνοιαν ὀφειλομένην, the good-will due (A. V. (not R. V.) due benevolence), μηδενί μηδέν ὀφείλετε (here ὀφείλετε, on account of what precedes and what follows, must be taken in its broadest sense, both literal and tropical), εἰ μή τό ἀλλήλους ἀγαπᾶν, owe no one anything except to love one another, because we must never cease loving and the debt of love can never be paid, to be a debtor, be bound: to be under obligation, bound by duty or necessity, to do something; it behooves one; one ought; used thus of a necessity imposed either by law and duty, or by reason, or by the times, or by the nature of the matter under consideration (according to Westcott (Epistles of John, p. 5), Cremer, others, denoting obligation in its special and personal aspects): ὀφείλει ἀποθανεῖν, he ought to die); A. V. need so requireth)); ὤφειλον συνίστασθαι, I ought to have been commended, i. e. I can demand commendation, ὀφειλέτης, b., ὀφείλημα, b.), ὀφείλω τίνι, to have wronged one and not yet made amends to him (A. V. indebted), προσοφείλω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω)
1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ
β. «μισθὸς τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.)
2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι καλό που μού έκανε κάποιος και χρωστώ ευεργεσία
3. μτφ. είμαι υποχρεωμένος, έχω καθήκον να κάνω κάτι (α. «οφείλεις να είσαι ευγενέστερος» β. «ἄλλοτέ περ καὶ μᾶλλον ὀφέλλετε ταῦτα πενέσθαι», Ομ. Ιλ.)
4. (το ουδ. μέσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το οφειλόμενο(ν)
η οφειλή, το χρέος
μσν.-αρχ.
(ο πρτ. και ο αόρ. β') ὤφελλον ή ὄφελλον και ὤφελον ή ὄφελον
α) (για πράγματα τα οποία δεν έχει πράξει κάποιος, αλλά τα οποία θα έπρεπε να είχαν γίνει) θα έπρεπε («ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
β) (όταν ακολουθεί απρμφ. ενεστ. ή αορ. και ενώ συχνά προτάσσονται το είθε, αίθε, ως, ως δη για να κάνουν μία ευχή ισχυρότερη, για δήλωση ανεκπλήρωτης επιθυμίας) είθε, μακάρι να... («ὡς πρὶν διδάξαι γ' ὤφελες», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (ως δικανικός όρος) α) είμαι υποχρεωμένος να δώσω
β) υφίσταμαι την τιμωρία να πληρώσω πρόστιμο («ὀφείλω διπλῆν τὴν βλάβην» — χρωστώ να πληρώσω διπλή τη ζημιά, Λυσ.)
2. παθ. ὀφείλομαι
υπόκειμαι («θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα», Σιμων.)
3. απρόσ. ὀφείλει
είναι αναγκαίο, πρέπει
4. (η μτχ. ενεστ.) ὀφείλων, ὀφείλουσα, ὀφεῖλον
αυτός που πρέπει να γίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο ενεστ. ὀφείλω (πιθ. < οφέλ-νω) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. operote = οφείλοντες, operosa = οφείλουσα, opero), όπου η αμφισημία του φωνήεντος της δεύτερης συλλαβής δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή του ρήματος. Από το θ. του ενεστ. ὀφελ- / ὀφειλ- έχουν σχηματιστεί ο θεματικός αόρ. ὤφελον (πρβλ. θείνω: έπεφνον) και οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. ὀφειλήσω, ὠφείλησα, ὠφείληκα. Ο αόρ. β' ὦφλον (μυκην. oporo) με σημ. πιο περιορισμένη και τεχνική ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα του θ. ὀφελ-. Από το θ. ὀφλ- του αορ. ὦφλον οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. ὀφλήσω, ὤφλησα, ὤφληκα, όπως και το ρ. ὀφλ-ισκ-άνω με διπλό επίθημα (πρβλ. αμβλισκάνω). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το θ. του ρήματος οφελ- είναι σύνθ. από την πρόθεση ὀπί = ἐπί και το θ. ἑλ- του εἷλον αόρ. β' του αἱρῶ «συλλαμβάνω, κυριεύω» και ότι ο αόρ. β' ὦφλον έχει προέλθει με συγκοπή από τον θεματικό αόρ. ὤφελον. Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται και ο τ. opero = ὄφελος «έλλειψη, στέρηση, έλλειμμα, οφειλή, χρέος», η σημ. του οποίου οδήγησε ορισμένους να συνδέσουν το ρ. ὀφείλω με το ρ. ὀφέλλω (II) (βλ. λ. οφέλλω [ΙΙ])].
Greek Monotonic
ὀφείλω: παρατ. ὤφειλον, Επικ. ὀφέλλω, παρατ. ὤφελλον ή ὄφελλον, μέλ. ὀφειλήσω, αόρ. αʹ ὠφείλησα, παρακ. ὠφείληκα, υπερσ. -ήκειν· αόρ. βʹ, βλ. κατωτ. II. 2. 3. — Παθ., μτχ. αορ. αʹ ὀφειληθείς,
I. οφείλω, χρωστώ, πρέπει να πληρώσω ή να δώσω εξήγηση για, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀφείλω τινί, είμαι οφειλέτης κάποιου, χρωστώ σε κάποιον, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι υπόχρεος, έχω χρέος, στον ίδ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο μιας οφειλής, ενός χρέους, είμαι αυτό το οποίο οφείλεται, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για πρόσωπα, υπόκειμαι σε, θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα (όπως το debemur morti του Οράτ.), σε Ανθ.
II. 1. με απαρ., είμαι υποχρεωμένος, αναγκασμένος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., σοὶ ταῦτ' ὀφείλεται παθεῖν, είναι το πεπρωμένο σου να το υποφέρεις αυτό, σε Σοφ.· πᾶσιν κατθανεῖν ὀφείλεται, σε Ευρ.
2. με την ίδια σημασία, Επικ. παρατ. ὤφελλον, ὄφελλον, αόρ. βʹ ὤφελον, ὄφελον, χρησιμ. για να δηλώσουν αυτό το οποίο κάποιος όφειλε να έχει κάνει, ὤφελεν εὔχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
3. αυτοί οι χρόνοι ακολουθ. επίσης από απαρ., για να εκφράσουν μια ευχή που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί· τὴν ὄφελε κατακτάμεν Ἄρτεμις, μακάρι η Άρτεμις να την είχε κατακρεουργήσει! (αλλά δεν το έκανε, Λατ. utinam interfecisset! σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά, προηγείται το εἴθε(Επικ. αἴθε)· αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' ἔμεναι, μακάρι να μην είχες γεννηθεί! στο ίδ.· αἴθ' ὤφελλ' ὁ ξεῖνος ὀλέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως με το ὡς· ὡς ὄφελον ὀλέσθαι, μακάρι να είχα αφανιστεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡςὤφελες ὀλέσθαι, στο ίδ.· με άρνηση, μηδ' ὄφελες λίσσεσθαι, μακάρι να μην είχες ποτέ ικετεύσει! στο ίδ.· ομοίως στην Αττ.· στη μεταγεν. Ελληνική με οριστ. ὄφελον ἐβασιλεύσατε αντί βασιλεῦσαι, μακάρι να ήσαστε βασιλιάδες, σε Καινή Διαθήκη
III. απρόσ., ὀφείλει, Λατ. oportet, πρέπει, με αιτ. και απαρ., σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to owe, to have to pay, to be obliged, to be due (IA., also Il.)
Other forms: ὀφέλλω (Aeol., Arc., also Hom.), ὀφήλω (Cret., Arc., Arg.), aor. 1. ὀφειλ-ῆσαι, pass. -ηθῆναι, fut. -ήσω (hell. also -έσω), perf. ὠφείληκα (Att.), aor. 2. ὤφελον, ὄφελον (Il., Att.). Beside it ὀφρλισκάνω, fut. ὀφλ-ήσω, aor. 1. -ῆσαι, perf. ὤφληκα (Att.), ptc. dat. pl. Ϝοφληκόσι, 3. pl. [Ϝο]φλέασι (Arc.), aor. 2. ὀφλεῖν (IA.), also wit ἐπ-, προσ-, to be guilty, to incur a punishment, to be sentenced.
Dialectal forms: On Myc. opero etc. Lejeune Rev. ét. anc. 58, 19f. w. n. 58, BSL 52, 197 n. 5.
Compounds: Also w. prefix, e.g. προ-, προσ-.
Derivatives: A. From pres. ὀφείλω : ὀφειλ-έτης m., -έτις f. debtor (S., Pl.; Fraenkel Nom. ag. 1, 62 a. 241 f.) with -έσιον n. small debt (Eust.), -ημα n. (Th., Pl., Arist.; ὀφήλωμα [Cret.] after ἀνάλωμα), -ησις f. (pap. IIIa) debt, indebted sum; -ή f. debt, leasing (pap., NT). B. From the aorist ὀφλεῖν : ὄφλ-ημα n. (D., Arist., pap.), -ησις f. (LXX) penalty, fine; -ητής m. debtor (gloss.), ὀφλοί ὀφειλέται, ὀφειλαί H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [not in Pok.] *h₃bʰel- owe, be obliged
Etymology: The system ὀφλεῖν : ὀφλισκ-άνω : ὀφλήσω : ὤφληκα agrees with (except for the enlarging -άνω; Schwyzer 700) the group εὑρεῖν : εὑρίσκω, εὑρήσω, εὕρηκα; to this came the aorist ὀφλῆσαι (Lys. a. late); also [Ϝο]φλέ-ασι has the same enlarged zero grade without second. κ. Beside this system built on a zero grade themat. aorist stands another, based on the full grade aorist ὤφελον, to which came the nasal present *ὀφέλ-νω ( > ὀφείλω, ὀφέλλω, ὀφήλω) like ἔτεμον : τέμνω. As the formation of the present ὀφείλω became unclear through the phonetic development, it could become the basis of another system. Also semantically the formal pairs went different ways. -- An old problem provides Ϝο- which appears only in an Arc. inscription. While some, e.g. Brugmann IF 29, 241 (cf. on οἴγνυμι), want to see in it a prefix (to Lat. au-, vē-, Skt. áva away (from); diff. Vollgraff Mél. Bq 2, 339), others are inclined, e.g. Solmsen KZ 34, 450f., Fraenkel Phil. 97, 162, to see Ϝο- as reversed writing for ὀ- (further in Schwyzer 226 n. 1). -- Further quite isolated and dark; an attempt to connect ὀφείλω etc. with ὀφέλλω augment in v. Windekens Ling.Posn. 8, 35 ff. -- On the explanation of the individual forms Schwyzer 709 and 746 w. n. 9 (partly diff.), also Chantraine Gramm. hom. 1, 314 (w. lit.) a. 394;
Middle Liddell
I. to owe, have to pay or account for, Hom., etc.; ὀφ. τινί to be debtor to another, Ar.; absol. to be in debt, Ar.:—Pass. to be owed, to be due, Hom., Attic: of persons, to be liable to, θανάτωι πάντες ὀφειλόμεθα (as Horace debemur morti), Anth.
II. c. inf. to be bound, to be obliged to do a thing, Il., etc.:—Pass., σοι ταῦτ' ὀφείλεται παθεῖν it is thy destiny to suffer this, Soph.; πᾶσιν κατθανεῖν ὀφείλεται Eur.
2. in this sense epic imperf. ὤφελλον, ὄφελλον and aor2 ὤφελον, ὄφελον are used of that which one ought to have done (ought being the pret. of owe), ὤφελεν εὔχεσθαι Il., etc.
3. these tenses are also used, foll. by inf., to express a wish that cannot be accomplished, τὴν ὄφελε κατακτάμεν Ἄρτεμις would that Artemis had slain her! (but she had not), Lat. utinam interfecisset! Il.; often preceded by εἴθε (epic αἴθε), αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' ἔμεναι O that thou hadst been unborn, Il.; αἴθ' ὤφελλ' ὁ ξεῖνος ὀλέσθαι Od.; —so with ὡς, ὡς ὄφελον ὤλέσθαι O that I had taken! Il.; ὡς ὤφελες ὀλέσθαι Il.; with negat., μηδ' ὄφελες λίσσεσθαι would thou hadst never prayed! Il.; so in Attic:—in late Greek with Ind., ὄφελον ἐβασιλεύσατε, for βασιλεῦσαι, would ye were kings, NTest.
III. impers. ὀφείλει, Lat. oportet, c. acc. et inf., Pind.
Frisk Etymology German
ὀφείλω: (ion. att., auch Il.),
{opheílō}
Forms: ὀφέλλω (äol., ark., auch Hom.), ὀφήλω (kret., ark., arg.), Aor. 1. ὀφειλῆσαι, Pass. -ηθῆναι, Fut. -ήσω (hell. auch -έσω), Perf. ὠφείληκα (att.), Aor. 2. ὤφελον, ὄφελον (ep. seit Il., att.),
Grammar: v.
Meaning: schuldig sein, zu bezahlen haben, verpflichtet sein, sollen;
Composita : auch m. Präfix, z.B. προ-, προσ-,
Derivative: daneben ὀφρλισκάνω, Fut. ὀφλήσω, Aor. 1. -ῆσαι, Perf. ὤφληκα (att.), Ptz. Dat. pl. ϝοφληκόσι, 3. pl. [ϝο]φλέασι (ark.), Aor. 2. ὀφλεῖν (ion. att.), auch mit ἐπ-, προσ-, schuldig sein, eine Strafe verwirken, verurteilt werden. — Ableitungen. A. Vom Präsens ὀφείλω : ὀφειλέτης m., -έτις f. ‘Schuldner(in)’ (S., Pl. usw.; Fraenkel Nom. ag. 1, 62 u. 241 f.) mit -έσιον n. kleine Schuld (Eust.), -ημα n. (Th., Pl., Arist. usw.; ὀφήλωμα [kret.] nach ἀνάλωμα), -ησις f. (Pap. IIIa) Schuld, geschuldete Summe; -ή f. Schuld, Verpachtung (Pap., NT u.a.). B. Vom Aorist ὀφλεῖν : ὄφλημα n. (D., Arist., Pap. u.a.), -ησις f. (LXX) Buße, Geldstrafe; -ητής m. Schuldner (Gloss.), ὀφλοί· ὀφειλέται, ὀφειλαί H.
Etymology : Der Reihe ὀφλεῖν : ὀφλισκάνω : ὀφλήσω : ὤφληκα entspricht (bis auf das erweiternde -άνω; Schwyzer 700) die Reihe εὑρεῖν : εὑρίσκω, εὑρήσω, εὕρηκα; dazu gesellte sich der Aorist ὀφλῆσαι (Lys. u. spät); auch [ϝο]φλέασι zeigt dieselbe erweiterte Schwundstufe ohne sekund. κ. Neben diesem auf einem schwundstufigen themat. Aorist aufgebauten System steht ein anderes, das von dem hochstufigen Aorist ὤφελον ausgeht, wozu das Nasalpräsens *ὀφέλνω ( > ὀφείλω, ὀφέλλω, ὀφήλω) wie ἔτεμον : τέμνω. Da sich die Bildung des Präsens ὀφείλω durch die Lautentwicklung verdunkelte, konnte es als Grundlage einer anderen Formenreihe dienen. Auch begrifflich haben sich die Formenpaare gewissermaßen voneinander getrennt. — Ein altes Problem steckt in dem nur auf einer arkad. Inschrift (Va) erscheinenden ϝο-. Während einige, z.B. Brugmann IF 29, 241 (vgl. zu οἴγνυμι), darin ein Präfix sehen wollen (zu lat. au-, vē-, aind. áva herab, weg von u.a.; anders Vollgraff Mél. Bq 2, 339), neigen andere, z.B. Solmsen KZ 34, 450f., Fraenkel Phil. 97, 162, dazu, ϝο- als umgekehrte Schreibung für ὀ- zu betrachten (Näheres bei Schwyzer 226 A. 1). —Sonst ganz isoliert und dunkel; ein Versuch ὀφείλω usw. mit ὀφέλλω vermehren zu verbinden bei v. Windekens Ling.Posn. 8, 35 ff. — Zur Erklärung der einzelnen Formen Schwyzer 709 und 746 m. A. 9 (z.T. abweichend), auch Chantraine Gramm. hom. 1, 314 (m. Lit.) u. 394; zu myk. o-pe-ro usw. Lejeune Rev. ét. anc. 58, 19f. m. A. 58, BSL 52, 197 A. 5.
Page 2,450-451
Chinese
原文音譯:Ñfe⋯lw 哦費羅
詞類次數:動詞(36)
原文字根:欠 相當於: (חוּב) (חֹוב) (לָוָה)
字義溯源:欠債*,欠,虧欠,所欠的,當,該,應當,應該,應分,責任,應盡義務,負債,謹守,該謹守;或源自(ὄφελος)=利益),而 (ὄφελος)出自(ὀφείλω)X=積聚*)。這字的字面意義是經濟上的欠債,隱喻意義是道德上的欠債。我們在神面前都是欠債人,保羅在書信中示意,彼此相愛是還債之路( 羅13:8)。參讀 (ἀναγκάζω)比較
同源字:1) (ὀφειλέτης)欠債者 2) (ὀφειλή)所欠的債 3) (ὀφείλημα)債 4) (ὀφείλω)欠債 5) (ὄφελον)我應當 6) (προσοφείλω)仍是負債 7) (χρεοφειλέτης / χρεωφειλέτης)債務人
出現次數:總共(36);太(6);路(5);約(2);徒(1);羅(3);林前(6);林後(2);弗(1);帖後(2);門(1);來(3);約壹(3);約叄(1)
譯字彙編:
1) 當(5) 約13:14; 羅15:27; 弗5:28; 約壹3:16; 約壹4:11;
2) 應該(3) 羅15:1; 帖後2:13; 約叄1:8;
3) 欠(3) 太18:28; 路7:41; 路16:7;
4) 應當(3) 林前5:10; 林前9:10; 林前11:10;
5) 所欠的(2) 太18:30; 太18:34;
6) 他該(2) 來2:17; 來5:3;
7) 他就該謹守(2) 太23:16; 太23:18;
8) 該(2) 林前11:7; 林後12:14;
9) 就該(1) 約壹2:6;
10) 虧欠(1) 門1:18;
11) 虧欠⋯的人(1) 路11:4;
12) 你們⋯該(1) 來5:12;
13) 我們就⋯當(1) 徒17:29;
14) 我們該(1) 帖後1:3;
15) 該當(1) 林前7:36;
16) 他是該(1) 約19:7;
17) 我們應分(1) 路17:10;
18) 虧欠人(1) 羅13:8;
19) 你所欠的(1) 太18:28;
20) 你欠(1) 路16:5;
21) 責任(1) 林前7:3;
22) 本該(1) 林後12:11
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=χρωστῶ). Ἀπό τό ὄφελος (=κέρδος, βοήθεια) ἀπό ρίζα οφελ-. Θέμα ὀφελ + πρόσφυμα ν → ὀφέλνω, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν → ὀφέλλω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ἀντέκταση ὀφείλω.
Παράγωγα: ὀφειλή (=χρέος), ὀφειλέτης, ὀφειλέτις, ὀφείλημα, ὀφειλομένως (=ὅπως πρέπει), ὀφειλόντως.