ὀρθός
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ὀρθή, ὀρθόν,
A straight,
I in height, upright, standing, Hom., who commonly joins it with στῆναι, στῆ δ' ὀρθός Il.23.271, al., cf. Hdt.5.111,9.22 (where it is used of a horse rearing); ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Il.24.359, cf. Hes.Op.540; ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Il.18.246; οἱ δ' ἐν νηΐ μ' ἔδησαν . . ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Od.12.179, cf. S.Aj.239 (anap.); κυρβασίας . . ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας Hdt.7.64; ὀρθὸν αἴρεις κάρα A.Ch. 496, etc.; ὀρθὸν οὖς ἵστησι = pricks up his ear, S.El.27, etc.; applied to the erect posture of man, Arist.PA653a31, al.; ὀρθὸν θηρίον, of man, Philem.3; of buildings, standing with their walls entire, [τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Th.5.42; ὀρθαὶ κίονες Pi.P.4.267, cf. PLond. 3.755v.2(iv A. D.); of a standing crop, ib.1165.2 (ii A. D.). Adv., ὀρθῶς ἑστῶτες Arist.PA689b19.
b Geom., at right angles to . ., εὐθεῖα πρὸς ἐπίπεδον ὀρθή ἐστιν ὅταν . . Euc.11Def.3.
c Astrol., ὀρθὰ ζῴδια signs which rise vertically, opp. πλάγια, Doroth. in Cat. Cod. Astr.5 (1).240.
II in line, straight (opp. σκολιός crooked and πλάγιος aslant), ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθός straight, right opposite the sun, Hes.Op.727; ὀρθὸν εὐθύνοι βέλος A.Fr.200; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108 (Lebadea, ii B. C.); ὀρθὸν τρῶμα longitudinal to the muscle, opp. ἐπικάρσιος, Hp.Prorrh.2.15; ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται S.Aj.1254; εἶμι . . ὀ. ὁδόν Thgn.945; ὀ. κέλευθον ἰών Pi.P.11.39; ὀρθὴν κελεύεις, i.e. ὀρθὴν ὁδόν με ἰέναι κ., Ar.Av.1; so ὀρθὴν ἄνω δίωκε (sc. όδόν) Id.Th.1223 (but ὀρθήν, = εὐθύς, Hyp.Fr.257); δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (sc. ὁδοῦ) S.Ant.994; εἰς ὀρθὸν τρέχειν Diph.61.5; εἰς ὀρθὸν ἀποδοῦναι to face the front originally held, Ascl.Tact.10.1; κατ' ὀρθὸν εὐδρομεῖν Men.681; also ὀρθᾷ χερί straightway, Pi.O.10(11).4; ὀρθῷ ποδί ib.13.72, Fr.167; but τιθέναι ὀρθὸν πόδα is prob. to put the foot out, as in walking, A.Eu.294 (v. κατηρεφής 1), cf. E.Med. 1166.
2 βλέπειν ὀρθά, opp. being blind, S.OT419; ὀρθὸν ἀνέβλεψε = recovered his sight, IG 14.966 (Rome, ii A. D.); ἐξ ὀμμάτων ὀ . . κἀξ ὀρθῆς φρενός S.OT528; ὀρθοῖς ὄμμασιν ib.1385; v. ὄμμα 1.
III metaph.,
1 right, safe, prosperous:
a partly from signf. 1, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set them up, restored, Pi.P.3.53; so ὀρθὸν ἀστάσας (= ἀναστήσας) IG42(1).122.52 (Epid., iv B. C.); ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινά E.Supp.1230; ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Pi.N.11.5; so στάντες τ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον S.OT50, cf. Pl.La.181b; ταύτης ἔπι (sc. χθονός) πλέοντες ὀρθῆς (the state being represented as a ship) S.Ant.190; ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Plb.31.7.1.
b partly from signf. ΙΙ, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, of prophecies, S.OT88, cf. OC1424; κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι to speed in prosperous course, Id.OT695 (lyr.).
2 right, true, correct, ἄγγελος, ἀγγελία, νόος, Pi.O.6.90, P.4.279, 10.68; μάρτυρες A.Eu. 318 (anap.), etc.; γλῶσσα S.Fr.351; ὀρθᾷ φρενί Pi.O.8.24; ὄρθ' ἀκούειν to be rightly called, be truly called, S.OT903 (lyr.); κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Hdt. 1.96; ὀρθῷ λόγῳ = strictly speaking, in very truth, Id.2.17, 6.68, etc.: so in Adv., ὀρθῶς λέγειν Id.1.51; ὀρθῶς ἔλεξας S.Ph.341; ὀρθῶς φράσαι A.Ch.526; εἴρηκας ὀρθῶς S.El.1040; ὀρθῶς φρονεῖν A.Pr.1000, Archyt.1 (so εἰς ὀρθὸν φ. S. Fr.612); ὀρθῶς γνῶναι Antipho 2.2.8; ὀρθῶς ἔχει = it is right, c. inf., Pl.Euthphr. 9a; ὀ. ἐνδίκως τ' ἐπώνυμον A.Th.405, cf. 829 (anap.): in answers, rightly, exactly, Pl.Prt.359e; ὀ. γε Diph.32.18: Sup., ὀρθότατα καλεόμενος Hdt.4.59; so τὸ ὀρθὸν ἐξείρηκα S.Tr.374; φωνεῖν δίκης ἐς ὀρθόν ib.347; κατ' ὀρθόν Pl.Ti.44b.
3 true, real, genuine, ὀ. πολιτεῖαι, opp. παρεκβάσεις, Arist.Pol.1279a18, etc.; ὀρθὴ μανία = real madness, Ael.NA11.32, cf. Theoc.11.11. Adv. ὀρθῶς = really, truly, τοὺς ὀ. φιλομαθεῖς Pl.Phd.67b; ὁ ὀρθὸς κυβερνήτης Id.R.341c; τὸν ὀρθὸν συγγενῆ Diph. 102.
4 upright, just, ἐμμένειν ὀ. νόμῳ S.Aj.350 (lyr.); τὸ ὀρθόν = uprightness, Pl.R.540d; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀ. λόγος (v. λόγος IV. I) Id.Phd. 73a; ὁ ὀρθὸς λόγος διὰ πάντων ἐρχόμενος (v. λόγος ΙΙΙ.7) Chrysipp.Stoic.3.4; ὀρθοὶ λόγοι virtues on the intellectual side, Phld.Piet.8. Adv. ὀρθῶς = rightly, justly, Th.3.56; ὀρθῶς καὶ δικαίως Antipho1.10, IG22.228.14 (iv B. C.), IPE12.32B73 (Olbia, iii B. C.), etc.; ὀρθῶς καὶ νομίμως Isoc.7.28.
5 of persons, 'straight', straightforward, σμικροὶ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Pl. Tht.173a.
6 on tiptoe, full of expectation, excited, ὀρθῆς τῆς πόλεως γενομένης διά τι Isoc.16.7; τὴν Ἑλλάδα ὀρθὴν οὖσαν ἐπί τινι Id.5.70; ὀ. ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Lycurg.39, cf. Hyp.Fr.39; ὀ. καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Plb.28.17.11; ὀ. καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις Id.3.112.6; ὀ. διὰ τὸν φόβον D.S.16.84; ὀ. καὶ δραστήριος διὰ τὸ θαρρεῖν Plu.Phil.12.
IV ἡ ὀρθή,
1 (sc. ὁδός) v. supr. ΙΙ.1.
2 ὀρθὴ γωνία = right angle, Pl.Ti.55b; so ὀ. alone, Arist.EN1098a30, al.; cf. ὄρθιος v. 1 : τέμνειν πρὸς ὀρθάς to cut at right angles, Euc.3.3, al.; εἴ τις δείξειεν ὅτι αἱ ὀρθαὶ οὐ συμπίπτουσι . . that right angles do not meet (short for 'that two straight lines making, with a third, interior angles equal to two right angles, etc.'), Arist.AP0.74a13; τὸ δυσὶν ὀρθαῖς the theorem that the angles of a triangle are together equal to two right angles, ib.85b5; ὀρθὸς κῶνος, κύλινδρος, a right cone, cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.26, 1.11.
3 (with or without πτῶσις) nominative, Lat. casus rectus, opp. the oblique cases, D.T. 636.3, Str.14.2.28, A.D.Pron.39.10, al., S.E.M.1.177.
V ὀρθά = active verbs, opp. ὕπτια (passive) and οὐδέτερα (neuter), Chrysipp.Stoic.2.59.
VI ὀρθὸς τόνος = real or unmodified (cf. supr. ΙΙΙ.3) accent, opp. ἐγκλινόμενος, A.D.Pron.36.10, al.; so ὀρθὴ τάσις ib.54.8, al. (The gloss of Hsch., βορθαγορίσκοι = ὀ., and the dialect forms of Ὀρθεία (q.v.), suggest that the word orig. had ϝ.)
German (Pape)
[Seite 375] (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρθός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρθὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρθῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρθὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρθαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρθούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίθησιν ὀρθὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρθὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρθὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρθὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρθήν; El. 947; ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρθὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρθὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρθὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Gegensatz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσθαι τοῦ Πανάκτου τῇ καθαιρέσει ὃ ἔδει ὀρθὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρθὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρθὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρθὴ πάλη, = ὀρθοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρθοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρθότεραι προσερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Gegensatz des Krummen, Schiefen, κέλευθος, Pind. P. 11, 39; ὀρθὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρθὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρθόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρθή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρθὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρθῆς φρενός, 528, öfter; ὀρθὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρθῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρθὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρθὸς νομοθέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρθὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρθόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρθὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρθότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρθὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰσηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρθοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρθῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρθῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάθ' ὡς ὀρθῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρθῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρθὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρθὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρθῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρθῶς λογίζεσθαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρθῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. droit, tout droit, qui se dresse : ὀρθὸν οὖς ἱστάναι SOPH dresser l'oreille en parl. d'un cheval ; solide, prospère, heureux ; fig. qui se tient droit, ferme en parl. de puissance ; dressé, animé, excité, particul. qui se dresse pour écouter ou observer, attentif;
II. droit, en droite ligne : ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται SOPH il est mené en droite ligne ; ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν SOPH regarder en face ; abs. ἰέναι ὀρθήν (ὁδόν) aller en ligne droite, tout droit, directement ; de même : δι' ὀρθῆς ναυκληρεῖν πόλιν SOPH gouverner l'État dans une voie droite, càd heureusement;
III. fig. droit :
1 juste, correct, sensé;
2 droit, loyal, véridique, sincère;
3 réel, véritable : ὀρθὴ μανία ÉL folie réelle, vraie folie;
4 droit, juste, conforme à la loi : κατὰ τὸ ὀρθόν HDT selon la loi et la justice;
Cp. ὀρθότερος, Sp. ὀρθότατος.
Étymologie: R. Ὀρ, se lever ; v. ὄρνυμι, cf. lat. arduus.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθός: лак. ὀρσός 3
1 прямо стоящий, вставший, поднявшийся: στῆ δ᾽ ὀ. Hom. он встал; (ὁ ἵππος) ἵσταται ὀ. Her. конь поднялся на дыбы; ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Hom. волосы встали дыбом; ὀρθὸν αἴρειν κάρα Aesch. (высоко) поднять голову; ὀρθὸν οὖς ἱστάναι Soph. настораживать ухо; ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Hom. совещание, проведенное стоя; κλίμακες ὀρθότεραι προσερειδόμεναι Polyb. лестницы, слишком круто приставленные; κυρβασίαι ὀρθαί Her. прямые, т. е. высокие шапки; ὀρθὸν πόδα τιθέναι Aesch. величественно шествовать;
2 прямолинейный, прямой (βέλος Aesch.; sc. ὁδός Arph.): ὀρθὴ γωνία Plat. прямой угол; ὀ. ἀντ᾽ ἠελίοιο τετραμμένος Hes. повернувшись прямо к солнцу, прямо против солнца; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν и ὀρθοῖς ὄμμασιν Soph. глядя прямо, т. е. со спокойным взором;
3 целый, исправный, неповрежденный, невредимый (ὀρθὸν ἀποδοῦναι или παραδοῦναί τι Thuc.): ὀρθὸν στῆσαί τινα Pind. сохранить (спасти) кого-л.;
4 верный, правдивый, правильный, справедливый (ἀγγελία Pind.; μάρτυρες Aesch.): ἐξ ὀρθῆς φρενός Soph. от чистого сердца; ὀρθῷ λόγῳ Her. по правде говоря;
5 истинный, подлинный, настоящий (πολιτείαι Arst.);
6 твердый, непреклонный: ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Plat. твердые духом;
7 настороженный, возбужденный, встревоженный, взволнованный (διὰ τὸν φόβον Diod.): ὀρθὴ καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις Polyb. город был взволнован и перепуган - см. тж. ὀρθά, ὀρθή и ὀρθόν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθός: -ή, -όν, εὐθύς, «ἴσιος», Λατ. rectus : I. ὡς καὶ νῦν, ὀρθός, ὄρθιος, Ὅμ., ὅστις συνήθως συνάπτει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ στῆναι, στῆ δ’ ὀρθὸς Ἰλ. Ψ. 271, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 5. 111., 9. 22 (ἔνθα κεῖται ἐπὶ ἵππου ἀνορθουμένου)· ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Ἰλ. Ω. 359, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538· ὀρθῶν ἐσταότων ἀγορὴ Ἰλ. Σ. 246· οἱ δ’ ἐν νηί μ’ ἔδησαν ... ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Ὀδ. Μ. 178, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 239· κυρβασίας ... ὀρθὰς εἶχον Ἡρόδ. 7. 64· ὀρθὸν αἴρεις κάρα Αἰσχύλ. Χο. 496, κτλ.· ὀρθὸν οὖς ἱστάναι, δηλ. ἀκούειν μετὰ προσοχῆς, Σοφ. Ἠλ. 27, κτλ.· λέγεται δὲ ἐπὶ τῆς ὀρθῆς στάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ οἰκοδομῆς, ἡ ἱσταμένη μετὰ τῶν τοίχων ἀκεραία, [τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Θουκ. 5. 42· οὕτως, ὀρθαὶ κίονες Πινδ. Π. 4. 475. ― Ἐπίρρ., ὀρθῶς ἑστάναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55· πρβλ. ὀρθόω Ι. ΙΙ. ἐπὶ γραμμῆς, εὐθεῖα, κατ’ εὐθεῖαν χωροῦσα γραμμή, εὐθύς, εὐθύγραμμος, ἀντίθετον τῷ σκολιὸς καὶ πλάγιος, ὀρθὸς ἀντ’ ἠελίοιο τετραμμένος, εὐθύς, κατ’ εὐθεῖαν τετραμμένος πρὸς τὸν ἥλιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· ὀρθὸν ἰθύνειν βέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205· ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται Σοφ. Αἴ. 1254· εἶμι .. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939· ὀρθὰν κέλευθον ἰών Πινδ. Π. 11. 60· ὀρθὴν κελεύεις, δηλ. ὀρθὴν ὁδὸν με ἰέναι κ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1. οὕτως, ὀρθὴν ἄνω δίωκε (ἐξυπ. ὁδὸν) ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1223· δι’ ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (ἐξυπακ. ὁδοῦ) Σοφ. Ἀντ. 994· εἰς ὀρθὸν τρέχειν Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2. 5· κατ’ ὀρθὸν εὐδρομεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 467· ― ὡσαύτως, ὀρθᾷ χερί, κατ’ εὐθεῖαν, ἀμέσως, Πινδ. Ο. 10. 7· καὶ ὀρθῷ ποδὶ αὐτόθι 13. 102, Ἀποσπ. 148· ἀλλά, ὀρθὸν πόδα τιθέναι, πιθανῶς σημαίνει προτείνειν τὸν πόδα, ὡς κατὰ τὸ βάδισμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 (ἴδε ἐν λ. κατηρεφής). 2) βλέπειν ὀρθά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἶναι τυφλόν, Σοφ Ο. Τ. 419· οὕτως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν, rectis oculis, αὐτόθι 528· ὀρθοῖς ὄμμασιν αὐτόθι 1385· ἴδε ὄμμα Ι. ΙΙΙ. μεταφορ. 1) ὀρθός, ἀσφαλής, εὐτυχής. α) τὸ μὲν ἐκ τῆς σημασ. Ι, ὀρθὸν στῆσαί τινα = ὀρθῶσαι, ἀποκαταστῆσαι, Πινδ. Π. 3. 95· ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 1230· ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Πινδ. Ν. 11. 5· οὕτω, στάντες τ’ ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Σοφ. Ο. Τ. 50, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Β· πλέειν ἐπ’ ὀρθῆς (ἐξυπ. νεώς, ἔνθα ἡ πόλις παρίσταται ὡς πλοῖον), Σοφ. Ἀντ. 190· ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Πολύβ. 31. 15, 1. β) τὸ δὲ ἐκ τῆς σημασ. ΙΙ κατ’ ὀρθὸν ἐξελθεῖν, ἐπὶ προφητειῶν Σοφ. Ο. Τ. 88. πρβλ. Ο. Κ. 1424· κατ’ ὀρθὸν οὔρισας ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 695. 2) «σωστός», ἀληθής, ὀρθ. ἄγγελος, ἀγγελία, νόος Πινδ. Ο. 6. 153, Π. 4. 496., 10. 106· μάρτυρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 318, κτλ.· γλῶσσα Σοφ. Ἀποσπ. 322· ὀρθᾷ φρενὶ Πινδ. Ο. 8. 32· ἐξ ὀρθᾶς φρενὸς Σοφ. Ο. Τ. 538· ὄρθ’ ἀκούειν, ὀρθῶς, ἀληθῶς καλοῦμαι, αὐτόθι 903, πρβλ. Ἀποσπ. 408· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Ἡρόδ. 1. 96· ὀρθῷ λόγῳ κατ’ ἀκριβολογίαν, κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. 2. 17., 6. 68, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ ὀρθῶς λέγειν Ἡρόδ. 1. 51· ὀρθ. ἔλεξας Σοφ. Φ. 341· ὀρθ. φράσαι Αἰσχύλ. Χο. 526· εἴρηκας ὀρθ. Σοφ. Ἠλ. 1040· οὕτω, τὸ ὀρθὸν ἐξειρηκέναι ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 374· δίκης ἐς ὀρθὸν φωνεῖν αὐτόθι 347· ὀρθῶς φρονεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 1000 (οὕτως, ἐς ὀρθὸν φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 543)· ὀρθῶς γνῶναι Ἀντιφῶν 117. 16· κατ’ ὀρθὸν = ὀρθῶς, Πλάτ. Τίμ 44Β· ― ὀρθῶς ἔχει, εἶναι ὀρθόν, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρον: 9Α· ὀρθῶς ἐνδίκως τ’ ἐπώνυμον Αἰσχύλ. Θηβ. 405, πρβλ 829· ― ἐν ἀποκρίσεσι, «σωστά», ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Πλάτ. Πρωτ. 359 Ε· ὀρθῶς γε Δίφιλος ἐν «Ἐμπ.» 1. 18. ― Ὑπερθ., ὀρθότατα καλούμενος Ἡρόδ. 1. 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 107. 3) ἀληθής, πραγματικός, γνήσιος, ὀρθαὶ πολιτεῖαι, ἀντίθετον τῷ παρεκβάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 7, 2, κτλ.· ὀρθὴ μανία, ἀληθής, πραγματικὴ παραφροσύνη Αἰλ. π. Ζ. 11. 32, πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 11. 11· ― ὀρθῶς, πράγματι, ὄντως, τῇ ἀληθείᾳ τοὺς ὀρθ. φιλομαθεῖς Πλάτ. Φαίδων 67Β· ὁ ὀρθ. κυβερνήτης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 341C· τὸν ὀρθ. συγγενῆ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 21. 4) δίκαιος, ἀκριβής, ὡς τὸ Λατ. rectus, ἀντίθετ. τῷ ἐμμένειν ὀρθῷ νόμῳ Σοφ. Αἴ. 350· ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 322· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Ἡρόδ. 1. 96, κτλ.· τὸ ὀρθόν, ἡ δικαιοσύνη, ὀρθότης, Πλατ. Πολ. 540D· ― οὕτως, ἐπίρρ. ὀρθῶς, δικαίως, σωστά, Θουκ. 3.56· ὀρθῶς καὶ δικαίως Ἀντιφῶν 112. 33, Συλλ. Ἐπιγρ. 115 ὀρθ. καὶ νομίμως Ἰσοκρ. 145Β. 5) ἐπὶ προσώπων, μεγαλόφρων, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. erecto animo, Πλάτ. Θεαίτ. 173Α, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 12· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀνήσυχος, τεταραγμένος, πλήρης προσδοκίας, ἐξημμένος, ὡς τὸ Λατ. spe ἢ metu erectus, διά τι Ἰσοκρ. 348 Α · ἐπί τινι ὁ αὐτ. 96Β· ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Λυκοῦργ. 152. 44· ὀρθοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 28. 15, 11· ὀρθὴ καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις ὁ αὐτ. 3. 112, 6· ὀρθὴ διὰ τὸν φόβον Διόδ. 16. 84. IV. ἡ ὀρθή, 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ ὁδὸς), ἴδε ἀνωτ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γωνία), Πλάτ. Τίμ. 55Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 5, 6, κ. ἀλλ., πρβλ. ὄρθιος V. 3) (ἐξυπακουομ. τοῦ γραμμὴ) εὐθεῖα γραμμή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 5, 2· ― ἄν καὶ τὰ εὐθύς, εὐθεῖα εἶναι κοινότερα ἐπὶ γραμμῶν. 4) (ἐξυπακουομ. τοῦ πτῶσις) ἡ ὀνομαστική, Λατ. casus rectus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλαγίας πτώσεις, Γραμμ. ― ὀρθὸς τόνος, πλήρης τόνος, ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἐγκλιτικά, π.χ. τὸ ἐμοὶ ἔχει ὀρθὸν τόνον, δηλ ὀρθοτονεῖται, ἀλλὰ τό: μοι εἶναι ἐγκλιτικόν, Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 309Β. V. ὀρθά, ἐνεργητικὰ ῥήματα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὕπτια (παθητικὰ) καὶ τὰ οὐδέτερα, Διογ. Λ. 7. 43, 64. VI. Ἐπίρρ. ὀρθῶς, ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 2-4. (Αἱ γλώσσαι τοῦ Ἡσυχίου : βορθαγορίσκοι = ὀρθ., καὶ Βωρθία, = Ὀρθία, ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἡ λέξις ἀρχικῶς εἶχε ϝ). ― Ἐκκλ. ὀρθός, ὀρθή, ὀρθόν, = ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι, 524Β, Βασίλ. IV, 545B, κλ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὀρθός (-ός, -ῷ, -ούς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -αῖς(ι), -άς; -όν acc.)
1 upright
a of pers.
I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. (P. 3.53) ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. (P. 3.96)
II faithful, honest ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός (O. 6.90)
b of things.
a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) (O. 10.4) ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (O. 13.72) σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν (P. 4.267) ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. (N. 1.43) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) (I. 7.12) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding (*qr. 6. 8.)
b straight, true, regular καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.46) ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. (P. 4.227) ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (P. 11.39) ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.
III upright, correct βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος (O. 2.75) πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν (O. 7.91) ὀρθᾷ φρενί (O. 8.24) εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. (P. 3.80) δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς (P. 4.279) ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. (P. 6.19) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.68) οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. (N. 11.5) ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16.
English (Strong)
probably from the base of ὄρος; right (as rising), i.e. (perpendicularly) erect (figuratively, honest), or (horizontally) level or direct: straight, upright.
English (Thayer)
ὀρθή, ὀρθόν (ὈΡΩ, ὄρνυμι (to stir up, set in motion; according to others, from the root, to lift up; cf. Fick iii., p. 775; Vanicek, p. 928; Curtius, p. 348)), straight, erect; i. e.
a. upright: ἀνάστηθι, στῆναι in 1Esdr. 9:46, and in Greek writings, especially Homer b. opposed to σκολιός, straight i. e. not crooked: τροχιαί, יָשָׁר, Pindar, Theognis, others)).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)
1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).
3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)
4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῦς», Σοφ.)
5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)
6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)
7. φρ. «ορθός λόγος»
i) η σωστή σκέψη
ii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, ο ορθολογισμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθό
α) το λογικό, το πρέπον, το σωστό
β) η τελική μοίρα του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο
Greek Monotonic
ὀρθός: -ή, -όν, ευθύς, ίσιος, Λατ. rectus· I.1. ως προς το ύψος, όρθιος, ανορθωμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ὀρθὸνοὖς ἱστάναι, δηλ. ακούω με προσοχή, σε Σοφ.· λέγεται για κτίρια, αυτό που στέκει με τους τοίχους του ακέραιους, (τὸ Πάνακτον) ὀρθὸν παραδοῦναι, σε Θουκ.
II. λέγεται για γραμμή, ευθεία, ευθύγραμμη, αυτή που προχωρεί ίσια, ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο, στραμμένος κατ' ευθείαν προς τον ήλιο, σε Ησίοδ.· ὀρθὴ ὁδός, σε Θέογν.· ὀρθὴν κελεύεις, δηλ. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις ἱέναι, σε Αριστοφ.· δι' ὀρθῆς (ενν. ὁδοῦ), σε Σοφ.· επίσης, ὀρθᾷ χερί, ὀρθῷ ποδί, κατ' ευθείαν, σε Πίνδ.· αλλά, ὀρθὸν πόδα τιθέναι, σημαίνει πιθ., απλώνω το πόδι μου, όπως στο βάδισμα (πρβλ. κατηρεφής I), σε Αισχύλ.
2. βλέπειν ὀρθά, βλέπω καθαρά, σε αντίθ. προς το είμαι τυφλός, σε Σοφ.· ομοίως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν, ὀρθοῖς ὄμμασιν, Λατ. rectis oculis, στον ίδ.
III. μεταφ.,
1. σωστός, ασφαλής, ευτυχής, ευδαίμων· α) από σημ. I, ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν, ανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως, στάντες τ'ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, σε Σοφ.· πλεῖν ἐπ' ὀρθῆς (ενν. νεώς), όπου η πολιτεία παρομοιάζεται με πλοίο, στον ίδ. β) από σημ. II, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, λέγεται για προφητείες, στον ίδ.· κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι, πλέω στη σωστή κατεύθυνση, στον ίδ.
2. σωστός, πραγματικός, αληθής, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὄρθ' ἀκούειν, αποκαλούμαι σωστά, σε Σοφ.· ὀρθῷ λόγῳ, κυριολεκτικά, με πάσα αλήθεια, σε Ηρόδ.· ομοίως και στο επίρρ., ὀρθῶς λέγειν, στον ίδ.· ὀρθῶς φράσαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὀρθῶς ἔχει, είναι σωστό, με απαρ., σε Πλάτ.· υπερθ. ὀρθότατα, σε Ηρόδ.
3. αληθινός, αυθεντικός, γνήσιος, ενάρετος, δίκαιος, σε Σοφ. κ.λπ.· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν, σε Ηρόδ.· επίρρ. ὀρθῶς, ακριβώς, δικαίως, σε Θουκ.
4. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, ευσταθής, σε Πλάτ.
IV.ἡ ὀρθή,
1. (ενν. ὁδός), βλ. ανωτ. II.
2. (ενν. γωνία), ορθή γωνία, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. (ενν. πτῶσις), ονομαστική, Λατ. casus rectus.
V. επίρρ. ὀρθῶς, βλ. ανωτ. III. 2-4.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: upright, straight, right, true (Il.).
Compounds: As 1. member in several compp., e.g. ὀρθό-κραιρα s. κραῖρα, ὀρθό-μαντις, -πολις (Pi.; Sommer Nominalkomp. 184 a. 174), ὀρθο-στάτης m. column standing upright etc. (Att. inscr., E.; Fraenkel Nom. ag. 1, 49 a. 200); rarely as 2. member, e.g. ἔξ-ορθος upright (Ath.), backformation from ἐξ-ορθόω (Pl.).
Derivatives: 1. ὄρθ-ιος (-ιο- formally enlarging) upright, steep, going up, shrill, loud, arranged in columns (Λ 11; on the difference of meaning against ὀρθός Chantraine Form. 37) with ὀρθ-ίαξ m. (-ίας H.) m. the lower part of the mast (Epich.), -ιάζω to cry loudly (A.), -ιάσματα pl. high pitch (Ar.), also to raise (APl.), -ίασις f. erection (medic.); -ιάω = -όω (gloss., sch.). 2. ὀρθ-ηλός tall, straight (hell. inscr.; after υΏψηλός), also -ηρός id. (pap. Ia), 3. ὀρθέσιον ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα H. (cf. θεσπέσιος a.o.). 4. Όρθάννης (Pl. Com., inscr.), -ν- (Phot., H.) m. name of a Priapus-like demon (-νν- hypocor. gemination; cf. Ἐργ-άνη a.o.). 5. ὀρθότης f. upright, straight position, rightness (IA.); -οσύνη f. (up)rightness (Democr.; Wyss 62). 6. Denominative verbs: a) ὀρθόω, -ῶσαι, often w. prefix, esp. δι-, κατ-, ἀν-, to raise, to straighten, to improve, to succeed (Il.) with (δι-, κατ-, ἀν- )όρθωσις f. the raising etc. (Hp., Arist.), δι-, κατ-, ἀπ-όρθωμα n. (implement for) raising, right act etc. (Hp., Arist.), δι-, κατ-ορθωτής m. improver etc. (LXX), ὀρθωτήρ m. raiser, upholder (Pi.), δι-, κατ-ορθωτικός improving, successful (Arist.); b) (δι-)ορθεύω = (δι-)ορθόω (E.). 7. Surname of Artemis: (Ϝ)ορθαία (Ϝωρ-, -θεία, -θέα, -θία) f. (Lac. a. Arcad. inscr. since VIa, X., Plu.); Ϝορθασία (Lac. a. Arc. inscr. since Va), ὀρθωσία (Pi., Hdt., Meg. inscr.); s. Kretschmer Glotta 30, 155f. (w. very doubtful explanation; cf. on it v. Wilamowitz Glaube 1, 183, Nilsson Gr. Rel. 1, 487ff.), Risch Mus.Helv. 11, 29 n. 41 w. lit.; compare Venet. Reitia (Haas Sprache 2, 224).
Origin: IE [Indo-European] [1167] *wor(H)dʰ-? high
Etymology: Since long ὀρθός from *ϜορθϜός (cf. βορσόν σταυρόν. Ήλεῖοι H.) is identified with Skt. ūrdhvá- raised, high; the phonetic details are however debated and many times discussed, s. Schwyzer 363 w. lit. a. 301, also WP. 1, 289f. (Pok. 1167); cf. esp. ὀργ-ή : ūrj-ā́; ūrdhvá- for *ūrdhá- after r̥ṣvá- high ? (Otrębski Ling. Posn. 5, 175). Lat. arduus high, steep, OIr. ard high, great as also Av. ǝrǝdva- high are unclear (s. W.-Hofmann s.v.); at least the Lat. a. Celt. words might have to be connected diff. (WP. 1, 148f., Pok. 339). Old inherited ὀρθός = ūrdhvá- belong to a verb, which is preserved in Skt. várdhati raise, make grow and in Av. varǝd- id. From the other IE languages, notably from Balto-Slav. and Germ., several isolated verbal nouns and diff. formed verbal forms have been adduced; s. the lit. and Bq s. v.; cf. also on ὄρθρος.
Middle Liddell
ὀρθός, ή, όν
straight, Lat. rectus:
I. in height, upright, erect, Hom., Hdt., Attic; ὀρθὸν οὖς ἱστάναι, i. e. to give attentive ear, Soph.:—of buildings, standing with their walls entire, [τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Thuc.
II. in line, straight, right, ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο right opposite the sun, Hes.; ὀρθὴ ὁδός Theogn.; ὀρθὴν κελεύεις, i. e. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις ἰέναι, Ar.; δι' ὀρθῆς (sc. ὁδοῦ) Soph.:—also, ὀρθᾷ χερί, ὀρθῷ ποδί straightway, Pind.; but ὀρθὸν πόδα τιθέναι is prob. to put the foot out, as in walking (cf. κατηρεφής I), Aesch.
2. βλέπειν ὀρθά, to see straight, opp. to being blind, Soph.; so, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν, ὀρθοῖς ὄμμασιν, Lat. rectis oculis, Soph.
III. metaph.,
1. right, safe, happy, prosperous:
a. from signf. 1, ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν, to set up, restore, Pind., Eur.; so, στάντες τ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Soph.; πλεῖν ἐπ' ὀρθῆς (sc. νεώς, the state being represented as a ship), Soph.
b. from signf. II, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, of prophecies, Soph.; κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι to waft in straight course, Soph.
2. right, true, correct, Pind., Aesch., etc.; ὄρθ' ἀκούειν to be rightly called, Soph.; ὀρθῷ λόγῳ strictly speaking, in very truth, Hdt.:—so in adv., ὀρθῶς λέγειν Hdt.; ὀ. φράσαι Aesch., etc.; ὀρθῶς ἔχει 'tis right, c. inf., Plat.:—Sup. ὀρθότατα Hdt.
3. real, genuine, Arist.:— ὀρθῶς, really, truly, Plat.
4. upright, righteous, just, Soph., etc.; κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Hdt.:—adv. ὀρθῶς, rightly, justly, Thuc.
5. of persons, steadfast, firm, Plat.
IV. ἡ ὀρθή,
1. (sub. ὁδόσ), v. supr. II.
2. (sub. γωνίἀ a right angle, Plat., etc.
3. (sub. πτῶσισ) the nominative, Lat. casus rectus.
V. adv. ὀρθῶς, v. supr. III. 2-4.
Frisk Etymology German
ὀρθός: {orthós}
Meaning: aufrecht, gerade, richtig, wahr (seit Il.).
Composita : Als Vorderglied in zahlreichen Kompp., z.B. ὀρθόκραιρα s. κραῖρα, ὀρθόμαντις, -πολις (Pi.; Sommer Nominalkomp. 184 u. 174), ὀρθοστάτης m. aufrechtstehende Säule (att. Inschr., E. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 1, 49 u. 200); vereinzelt als Hinterglied, z.B. ἔξορθος aufrecht (Ath.), Rückbildung aus ἐξορθόω (PL u.a.).
Derivative: Ableitungen: 1. ὄρθιος (-ιο- formal erweiternd) aufrecht, steil, in die Höhe gehend, hell, laut, in Kolonnen geordnet (seit Λ 11; zum Bed.-Unterschied gegenüber ὀρθός Chantraine Form. 37) mit ὀρθίαξ m. (-ίας H.) m. der niedere Teil des Mastes (Epich.), -ιάζω laut schreien (A.), -ιάσματα pl. hohe Töne (Ar.), auch aufrichten (APl.), -ίασις f. erectio (Mediz.); -ιάω = -όω (Gloss., Sch.). 2. ὀρθηλός ‘hoch, auf- recht’ (hell. Inschr. u.a.; nach ὑψηλός), auch -ηρός ib. (Pap. Ia), 3. ὀρθέσιον· ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα H. (vgl. θεσπέσιος u.a.). 4. Ὀρθάννης (Pl. Kom., Inschr. u.a.), -ν-(Phot., H.) m. N. eines Priapus-ähnlichen Dämons (-νν- hypokor. Gemination; vgl. Ἐργάνη u.a.). 5. ὀρθότης f. aufrechte, gerade Stellung, Richtigkeit (ion. att.); -οσύνη f. Geradheit (Demokr.; Wyss 62). 6. Denominative Verba: a) ὀρθόω, -ῶσαι, oft m. Präfix, bes. δι-, κατ-, ἀν-, aufrichten, gerade machen, verbessern, glücklich vollbringen (seit Il.) mit (δι-, κατ-, ἀν- )όρθωσις f. das Aufrichten (Hp., Arist. usw.), δι-, κατ-, ἀπόρθωμα n. ‘(Werkzeug zum) Aufrichten, rechte Tat’ (Hp., Arist. usw.), δι-, κατορθωτής m. Verbesserer (LXX), ὀρθωτήρ m. Aufrichter, Erhalter (Pi.), δι-, κατορθωτικός verbessernd, erfolgreich (Arist. u.a.); b) (δι-)ορθεύω = (δι-)ορθόω (E.). 7. Beinamen der Artemis: (ϝ)ορθαία (ϝωρ-, -θεία, -θέα, -θία) f. (lak. u. arkad. Inschr. seit VIa, X., Plu.); ϝορθασία (lak. u. ark. Inschr. seit Va), ὀρθωσία (Pi., Hdt., meg. Inschr. u.a.); s. Kretschmer Glotta 30, 155f. (m. sehr fraglicher Erklärung; vgl. dazu v. Wilamowitz Glaube 1, 183, Nilsson Gr. Rel. 1, 487ff.), Risch Mus.Helv. 11, 29 A. 41 m. Lit.; entsprechend venet. Reitia (Haas Sprache 2, 224).
Etymology : Seit lange wird ὀρθός aus *ϝορθϝός (vgl. βορσόν· σταρόν. Ἠλεῖοι H.) mit aind. ūrdhvá- aufgerichtet, hoch identifiziert; die lautlichen Umstände sind indessen umstritten und mehrfach diskutiert worden, s. Schwyzer 363 m. Lit. u. 301, auch WP. 1, 289f. (Pok. 1167); vgl. bes. ὀργή : ūrj-ā́; ūrdhvá- für *ūrdhá- nach r̥ṣvá- hoch ? (Otrębski Ling. Posn. 5, 175). Lat. arduus hoch, steil, air. ard hoch, groß ebenso wie aw. ərədva- hoch sind mehrdeutig (s. W.-Hofmann s.v.); wenigstens die lat. u. kelt. Wörter dürften anderswo unterzubringen sein (WP. 1, 148f., Pok. 339). Das altererbte ὀρθός = ūrdhvá- gehört zu einem Verb, das in aind. várdhati erheben, wachsen machen und in aw. varəd- ib. noch erhalten ist. Aus den übrigen idg. Sprachen, insbes. aus dem Baltoslav. und dem Germ., sind mehrere isolierte Verbalnomina und anders gebildete Verbalformen herangezogen worden; s. die angef. Lit. und Bq s. v.; vgl. auch zu ὄρθρος.
Page 2,415-416
Chinese
原文音譯:ÑrqÒj 哦而多士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:直立
字義溯源:正直的*,直,立刻。比較: (ὄρος)=山*
同源字:1) (ἀνορθόω)直立起來 2) (διόρθωσις)徹底整頓 3) (ἐπανόρθωσις)重新規正 4) (ἐπιδιορθόω)持續整理 5) (διόρθωμα / κατόρθωμα)完全正直 6) (ὀρθοποδέω)按正直行 7) (ὀρθός)正直的 8) (ὀρθοτομέω)正確分解 9) (ὀρθῶς)正直地比較: (εὐθύσ1 / εὐθύσ2)=直的
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 直(2) 徒14:10; 來12:13
English (Woodhouse)
correct, direct, excited, fair, just, straight, far, in a ferment, in suspense, on tenterhooks, on the qui vive, on the tiptoe of excitement, on the tiptoe of expectation, standing upright, straight forward, true
Mantoulidis Etymological
Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝορθός.
Παράγωγα: ὄρθιος, ὀρθιάζω, ὀρθίασμα, ὀρθίασις, ὀρθῶς, ὀρθότης, ὀρθόω (=σηκώνω, χτίζω), ὄρθωμα, (δι, κατ)όρθωμα, ὄρθωσις (=ἀνόρθωση, διόρθωση), ὀρθωτήρ, ὀρθωτής, ἀνορθωτής, διορθωτής, ἀδιόρθωτος, ἐπανορθῶ καί τά σύνθετα: ὀρθόπους, ὀρθοποδῶ, ὀρθοτόμος, ὀρθοτομῶ, ὀρθοτομία, ὀρθοτόμως.
Lexicon Thucydideum
stans, integer, standing, intact, 5.42.2,
item likewise 5.46.2.
rectus, sansus, straight, sound, 2.61.2, 3.56.3, 3.66.4.
Translations
straight
Albanian: drejtë; Arabic: مُسْتَقِيم; Armenian: ուղիղ; Aromanian: ãndreptu; Assamese: পোন; Asturian: derechu; Azerbaijani: düz, müstəqim, rast; Bashkir: төҙ; Belarusian: прамы, просты; Bengali: সিধা, সোজা, সরল; Bulgarian: прав, изправен; Burmese: ဖြောင့်, စင်း; Catalan: dret, recte; Cebuano: tanos, tul-id; Chamicuro: nanatolo; Chechen: нийса; Chinese Cantonese: 直; Mandarin: 直; Min Dong: 直; Czech: přímý; Dalmatian: drat; Danish: lige, ret; Dutch: recht, rechte; Esperanto: rekta; Estonian: otse; Finnish: suora; French: droit, rectiligne; Friulian: dret; German: gerade; Gothic: 𐍂𐌰𐌹𐌷𐍄𐍃; Greek: ίσιος, ευθύς; Ancient Greek: εὐθύς, ὀρθός; Hebrew: יָשָׁר; Higaonon: matul-id; Hindi: सीधा; Hungarian: egyenes; Icelandic: beinn; Indonesian: lurus; Ingush: нийса; Interlingua: directe, recte; Irish: díreach; Italian: dritto; Japanese: まっすぐな; Kashubian: prosti; Khmer: ត្រង់; Korean: 똑바르다; Kurdish Central Kurdish: ڕێک; Latin: rectus; Luxembourgish: riicht, gerode; Macedonian: прав; Malay: lurus; Manchu: ᡨᠣᠨᡩᠣ; Maori: tōtika; Mongolian: шулуун; Nanai: тонгдо; Navajo: kʼézdon; Occitan: dret; Papiamentu: stret; Persian: مستقیم; Polish: prosty; Portuguese: reto; Romanian: drept; Romansch: dretg; Russian: прямой; Sanskrit: ऋजु, साधु; Sardinian: daretu, deretu, diritu, dritu; Scots: straucht; Scottish Gaelic: dìreach; Serbo-Croatian Cyrillic: прав; Roman: prav; Sicilian: drittu; Slovak: priamy, rovný; Sorbian Lower Sorbian: rowny; Spanish: recto, liso; Sundanese: lempeng; Swahili: -nyofu; Swedish: rak; Tagalog: tuwid; Tetum: loos; Thai: ตรง; Ukrainian: прямий; Urdu: سیدھا; Venetian: dirito; Walloon: droet; Zazaki: istiqamet; Zealandic: recht
upright
Assamese: থিয়; Bengali: খাড়া; Bulgarian: изправен, вертикален; Catalan: dret; Czech: vzpřímený; Danish: opret; Dutch: oprecht; Estonian: püsti; Finnish: pysty; German: aufrecht; Ancient Greek: ὀρθός; Hebrew: זקוף, עומד; Indonesian: tegak; Italian: eretto, in verticale, dritto, in piedi; Kurdish Central Kurdish: قیت; Latin: erectus; Maori: matika, tūtika, takotako, torotika; Norwegian Bokmål: opprett; Nynorsk: opprett; Plautdietsch: steil; Portuguese: ereto, aprumado; Quechua: chiqan; Russian: вертикальный, прямой, отвесный; Sanskrit: ऊर्ध्व; Spanish: vertical, recto, erguido; Sundanese: ajeg