γράμμα

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράμμα Medium diacritics: γράμμα Low diacritics: γράμμα Capitals: ΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: grámma Transliteration B: gramma Transliteration C: gramma Beta Code: gra/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, Dor. γράθμα, prob. in IG4.506 (Heraeum, vi/v B. C.), cf. An.Ox.1.102, but γράσσμα, IG4.554 (Argos, v B. C.): late Aeol. pl. γρόππατα, Epigr.Gr.990.11 (Balbilla): (γράφω):—
A that which is drawn: pl., lines of a drawing, picture, etc., E.Ion1146 (of tapestry), Theoc.15.81; picture, Ἀπέλλεω γ. Herod.4.73, cf. AP 6.352 (Erinna): sg., drawing, picture, Pl.R.472d, Cra.430e, cf. 431c: pl., figures in a picture, Procop.Gaz.Ecphr.p.157B.
II written character, letter, Hdt.1.139, 148, etc.: in plural, letters, characters, γραμμάτων τε συνθέσεις A.Pr.460; πηλίκοις γράμματα Ep.Gal.6.11; the letters, the alphabet, Hdt.5.58; τὰ γράμματα καὶ τὰς συλλαβάς Pl.Cra.390e; γ. Φοινίκια S.Fr.514; Ἀσσύρια, Ἑλληνικά, Hdt.4.87; γράμματα ἐπίστασθαι Pl.Lg.689d; μαθεῖν to have learnt to read, Id.Prt. 325e; γράμματα μὴ εἰδέναι SIG2844.6; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων you kept school—I went there, D.18.265; ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γ. Com.Adesp.20; παιδεύειν γράμματα Arist.Pol.1337b24; τέχνη ἡμῶν γράμματα our profession is that of the scribe, PTeb.316.16 (i A. D.).
b articulate sound, letter, Pl.Phlb.18c; τὰ γράμματα πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς Arist.Pr.895a12; γράμματα φθέγγεσθαι ib.8, cf. PA660a5.
c παρὰ γράμμα λέγοντα… σκοπεῖν etymologically, Id.MM1185b39; τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα = puns, Id.Rh.1412a28; but ἀρετὴν παρὰ γ. διώκοντες, with ref. to Νικαρέτη, the mistress of Stilpo, Crates Theb.1.
d inscription, τὸ Δελφικὸν γράμμα Pl.Phdr.229e, cf. Chrm.164d, X.Mem.4.2.24, etc., IG 2.2876, al.: prov., εἰς πέλαγος σπέρμα βαλεῖν καὶ γράμματα γράψαι ἀμφότερος μόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος = throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavour Epigr.Gr.1038.8 (Attalia).
2 in plural, notes in music, AP11.78 (Lucill.).
3 mathematical diagram, Epigr. ap. D.L.8.12.
4 letter inscribed on the lots which the δικασταί drew, Ar.Pl.277, al., Arist.Ath.64.4; practically, = division of dicasts, ἐν ὁποίῳ γράμματι δειπνεῖ Ar.Ec.683; ἁ κατὰ γράμμα φυλακά the roster of guards, SIG569.21 (Cos, iii B. C.).
b quarters of a town, PRein.49.2; accent, EM240.42, Zonar.
5 a small weight, 1/24 ounce, scruple, Androm. ap. Gal.13.114, Gp.7.13.2, PLips.62 ii 27 (iv A. D.).
III in plural, set of written characters, piece of writing, Hdt.1.124: hence, letter, Id.5.14, IG22.103.8, etc.; γραμμάτων πτυχαί S.Fr.144, cf. E.IT594, al., Pl.Ep.347c; inscription, epitaph, etc., ἐκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε Hdt. 1.187, cf. 4.91, And.3.12, Theoc.18.47, IG3.751.
2 papers, documents, Antipho 1.30, D.36.21, etc. (sg., D.Chr.65.14); τούτων τὰ γράμματα the documents to prove this, Lys.32.14; τὰ γράμματα τῆς δίκης Ar.Nu.772; τὰ δημόσια γράμματα the public records, Decr. ap. D.18.55; title-deeds, D.C.65.14; account of loans, D.49.59; ἐπικαρπίαν ἐν γράμμασιν ἀποφέρειν Pl. Lg.955d; contract or estimate, BCH46.323 (Teos); catalogue, X.Cyr.7.4.12: in sg., bond, Ev. Luc.16.7; note of hand, J.AJ18.6.3.
3 a man's writings, i.e. book, treatise, τὰ τοῦ Ζήνωνος γράμματα Pl.Prm.127c (but sg., ib.128a): pl., books, X.Mem.4.2.1; Πλάτωνος τὸ περὶ ψυχῆς γράμμα Call.Epigr.25, cf. AP9.63 (Asclep.), Gal.18(2).928; τὰ ἱερὰ γράμματα = the Holy Scriptures, OGI56.36 (iii B. C.), Ph.2.574, 2 Ep.Ti.3.15, J.Ap.1.10; ἱερὰ γράμματα = imperial rescripts, IG12(5).132 (Paros, iii A. D.); = hieroglyphics, OGI90.54 (Rosetta, ii B. C.): in sg., the Law of Moses, Ep.Rom.2.27, al.; opp. πνεῦμα, ib.29: sg., article of a treaty, Th. 5.29.
4 laws or rules, Pl.R.425b, Plt.292a, al., Ar.Ec.1050; κατὰ γράμματα ἄρχειν, opp. ἄνευ γραμμάτων ἄρχειν, Pl.Plt.293a; ἡ κατὰ γράμματα καὶ νόμους πολιτεία Arist.Pol.1286a15, cf. 1272a38: οἱ κατὰ γράμματα νόμοι, opp. οἱ κατὰ τὰ ἔθη νόμοι, ib.1287b5, cf. Pl.Plt.299d; κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arist.Pol.1287a34; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θεραπεία ib.40.
IV in plural, also, letters, learning, ἀπείρους γραμμάτων Pl.Ap.26d, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): dór. γράθμα IG 4.506.1 (Argos V a.C.) en SEG 11.302, An.Ox.1.102; γράσσμα IG 4.554.4 (Argos VI a.C.); eol. tard. γρόππα Balbill.28.11; γάρμα PLond.1687.20 (VI d.C.)
I 1letra como signo gráfico del alfabeto τὰ οὐνόματα ... τελευτῶσι πάντα ἐς τὠυτὸ γ. Hdt.1.139, αἱ ῥαφαὶ πεφυκυῖαι ἐν τῇ κεφαλῇ ὡς γ. τὸ ταῦ γράφεται Hp.VC 1, cf. Hdt.1.148, Plu.2.767d, D.C.56.29.4, Epit.7.9.9, γράμμαθ' ἑπτά· δραπέτα ref. a las siete letras con que marcaban a fuego a los esclavos fugitivos, Hsch., γράμματα ἐνυφασμένα letras bordadas en los vestidos ofrecidos a Ártemis Brauronia IG 22.1514.8 (IV a.C.)
tb. en plu. letras, caracteres, escritura γραμμάτων τε συνθέσεις uniones de letras, e.d. escritura A.Pr.460, de la escritura jeroglífica (pero cf. III) Εἶσις ἐγὼ ... γράμματα εὗρον ... τά τε ἱερὰ καὶ τὰ δημόσια γράμματα IKyme 41.6 (III a.C.), τὸ ... ψήφισμα ... ἀναγράψαι ... τοῖς τε ἱεροῖς καὶ ἐγχωρίοις καὶ Ἑλληνικοῖς γράμμασιν OGI 90.54 (Roseta II a.C.), cf. PTeb.980.5 (II a.C.)
en reflexiones lingüíst. γράμματα δὲ λέγεται διὰ τὸ γραμμαῖς καὶ ξυσμαῖς τυποῦσθαι D.T.630.27, op. φθόγγοι Diog.Oen.21.4.12, op. στοιχεῖον: στοιχεῖον ... ἐστιν αὐτὴ ἡ ἐκφώνησις καὶ ὁ φθόγγος, οὗ τὸ γ. σημεῖον ἢ τύπος ἢ σχῆμα Ammon.Diff.122, cf. Hsch., prov. εἰς πέλαγος σπέρμα βαλεῖν καὶ γράμματα γράψαι para lo que es inútil, Orác. en TAM 3(1).34D.18 (Termeso, imper.)
παρὰ γ. ... σκοπεῖν examinar letra por letra Arist.MM 1185b39, τὴν δ' ἀρετὴν παρὰ γ. διώκοντες persiguiendo la virtud literalmente Crates Theb.SHell.347, τὰ παρὰ γ. σκώμματα los juegos de palabras Arist.Rh.1412a29, cf. 33
suponiéndose un sent. dif. del puramente gráfico ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα mirad con qué letras tan grandes os he escrito, Ep.Gal.6.11, cf. Olymp.in Alc.182.22, sobre la interpretación gnóstica de las 24 letras del alfabeto, Hippol.Haer.6.46.
2 letra pronunciada, sonido χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν A.Th.434
esp. en la reflexión lingüíst. como representación de sonidos no necesariamente gráfica, casi fonema ἄφωνα φωνήεντα συλλαβὰς τιθεὶς ἐξηῦρον ἀνθρώποισι γράμματ' εἰδέναι E.Fr.578.3, δυνάμενον αὐτοῦ τὸ εἶδος τιθέναι εἴς τε τὰ γράμματα καὶ τὰς συλλαβάς al que es capaz de meter su forma (la del nombre de las cosas) en sonidos y sílabas Pl.Cra.390e, γραμματικὴ ... ἐκ φωνηέντων καὶ ἀφώνων γραμμάτων κρᾶσιν ποιησαμένη Heraclit.B 10, τρίτον ... εἶδος γραμμάτων ... τὰ νῦν λεγόμενα ἄφωνα ἡμῖν de las consonantes, Pl.Phlb.18c, τὰ δὲ γράμματα πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς Arist.Pr.895a12, φθέγγεσθαι τὰ γράμματα pronunciar los sonidos que representan las letras Arist.Pr.895a14, PA 660a5, δυσήκοος ἡ τῶν γραμμάτων σύμπληξις de una expresión homérica cacofónica, Demetr.Eloc.48.
3 plu. alfabeto ξύλου ... τρυπηθέντος ὅσα γε τὰ στοιχεῖα τῶν γραμμάτων un madero con tantos agujeros como letras del alfabeto Aen.Tact.31.20, τῶν Φοινίκων γράμματα el alfabeto fenicio Hdt.5.58, cf. S.Fr.514, Φοίνικες δ' εὗρον γράμματ' ἀλεξίλογα los fenicios inventaron letras que ayudan al pensamiento Critias B 2.10, γράμματα ... Ἀσσύρια signos asirios Hdt.4.87, γράμμασι Λατίνοις en alfabeto latino D.C.68.8.1
pero sg. κατὰ γ. por orden alfabético frec. en inscr. ἡ κατὰ γ. φυλακή lista o registro alfabético de guardianes, SIG 569.22 (Cos III a.C.), κατὰ γ. ἀναγεγραμμένος ἑξὰν ἀπὸ τοῦ ἄλφα inscrito por orden alfabético a partir de la alfa, IC 367.79 (III a.C.)
de ahí, por distribución alfabética distrito o barrio de una ciu. ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφὴ [τοῦ β] ῆτα γράμματος Wilcken Chr.207.2 (III d.C.), cf. POxy.3756.2 (IV d.C.).
4 tb. plu. junto a los conceptos ‘aprender’, ‘saberlas letras como exponente del hecho cultural de la lectura y la escritura μήτε γράμματα μήτε νεῖν ἐπίστασθαι prov. de los que no saben nada, Pl.Lg.689d, γράμματα μαθεῖν Democr.B 179, cf. Epicur.Fr.[13] 2, Phld.Cont.16.18, PFlor.382.79 (II d.C.) en BL 6.39, ἄπειροι γραμμάτων iletrados, analfabetos Pl.Ap.26d, cf. Heraclit.Ep.4, (ἄνθρωπος) ἐπιστάμενος γράμματα hombre que sabe leer y escribir Hp.Vict.1.23, LXX Is.29.11, διδάσκειν γράμματα D.18.265, cf. D.C.75.5.1, Luc.Nec.17, τέτταρα ... ἃ παιδεύειν εἰώθασι, γράμματα καὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν καὶ ... γραφικήν Arist.Pol.1337b24, cóm. ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γράμματα o ha muerto o está enseñando a leer prov. de los miembros de la expedición a Sicilia Com.Adesp.20, cf. Hierocl.Facet.140, ἔλεγεν αὐτὰ γράμματα μὴ εἰδέναι IG 92(1).755a.7, b.6, frec. en pap. la fórmula ἔγραψα ὑπὲρ αὐτοῦ μὴ εἰδότος γράμματα PLond.1164b.23, cf. f.38 (III d.C.), PKöln 85.9 (II d.C.), 100.29 (II d.C.), γράμματα op. ἀσκήσεις en el sent. de letras, lectura Vett.Val.412.23
aplicado esp. a la escritura λόγῳ τε καὶ γράμμασιν νομοθετηθέντα siendo establecidas las leyes de palabra y por escrito Pl.R.425b, τέχνη δὲ ἡμῶν γράμματα nuestra profesión son las letras, e.d. somos escribas de profesión, PTeb.316.16 (I d.C.).
5 mús. notación musical ἡ τῶν γραμμάτων σύνθεσις Aristox.Harm.35.12, γράμματα τῶν λυρικῶν Λύδια καὶ Φρύγια AP 11.78 (Lucill.), τῶν ... τόνων ... ἐκ τῆς τῶν κ̅δ̅ γραμμάτων τάξεως Aristid.Quint.23.6, cf. 24.
6 gram. acento, tilde, EM 240.42G., Zonar.
7 letra en los guijarros para sorteo que sacaban los heliastas, de ahí suerte ἐν τῇ σορῷ νυνὶ λαχὸν τὸ γ. σου δικάζειν en la urna está ahora la suerte que te toca para ser juez Ar.Pl.277, cf. Arist.Ath.64.4, Hsch.
de ahí sección, grupo de heliastas ἐν ὁποίῳ γράμματι δειπνεῖ Ar.Ec.683.
II 1gener. conjunto de letras, texto escrito, escrito op. λόγος: οὐδ' ἂν γένοιτο γ. τοιοῦτον γραφῇ, οὐδ' ἂν λόγος δείξειεν E.Fr.1059.5, βυβλίον ἢ ἄλλο τι γ. Aen.Tact.31.2, más frec. plu. εὑρὼν δὲ ... τὸ βυβλίον ... τὰ δὲ γράμματα ἔλεγε τάδε Hdt.1.124, cf. E.IT 594, Aen.Tact.31.6, Plb.4.67.8, Charito 4.5.7, X.Eph.2.5.3, AP 12.202 (Strat.), de un oráculo τὰ Πυθοῖ δ' οὐκ ἐᾷ με γράμματα E.Fr.923
en esp. carta, mensaje γραμμάτων πτυχὰς ἔχων S.Fr.144, cf. E.IT 793, γράφειν γράμματα escribir unas letras, una carta Hdt.5.14, πέμπειν ... γράμματα enviar una carta Pl.Ep.347c, cf. IG 22.103.8 (IV a.C.), Diog.Oen.63.1.7, Epicur.Fr.[49] 5, IClaros 1.M.1.28 (II a.C.), ἐπιδιδόναι τὰ γράμματα I.AI 18.182, λαβών μου τὰ γράμ[μα] τα εὐθέως γενοῦ PKöln 107.3 (I d.C.), τὰ βασιλικὰ γράμματα la correspondencia real en tiempos de Filipo, Plb.18.33.2, διὰ γραμμάτων por carta, PGrenf.1.30.5 (II a.C.)
comunicado oficial γράμματα ἀντιπαρήγγειλαν D.C.65.1.4.
2 lit. tratado, obra καλῶς συνῆκας ὅλον τὸ γ. ὃ βούλεται has entendido muy bien lo que pretende el conjunto de la obra Pl.Prm.128a, ἀκοῦσαι τῶν τοῦ Ζήνωνος γραμμάτων Pl.Prm.127c, cf. X.Mem.4.2.1, Ὁμήρειον ... γ. Call.Epigr.6.4, τὸ ξυνὸν Μουσῶν γ. καὶ Ἀντιμάχου AP 9.63 (Asclep.), cf. Call.Epigr.23.4, GVI 1881.2 (Sardes II/I a.C.), 1320.2 (Janto II/III d.C.), Herenn.Phil.Sign.43, Gal.18(2).928, Luc.Lex.1, AP 9.184, D.C.45.23.7, τὰ συγγράμματα ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ γράμματα Ammon.Diff.122, muy frec. de textos sagrados o esotéricos, de los órficos, E.Hipp.954, γράμματα ... ἀπόκρυφα Call.Fr.468, τὰ ἱεροποιοῦντα καὶ θεοποιοῦντα γράμματα Clem.Al.Prot.9.87, τὰ ἱερὰ γράμματα las escrituras sagradas del culto de Isis OGI 56.36 (Egipto III a.C.), Hymn.Is.23 (Maronea), cf. I.Ap.1.228, de la Biblia, I.AI 1.13, Ap.1.54, Ph.2.574, 2Ep.Ti.3.15, τὸ θεῖον γ. Gr.Thaum.Pan.Or.92, γράμματα Σιβύλλεια libros sibilinos Plu.Caes.60, Ἐφέσια γράμματα conjuros efesios Plu.2.706e, Hsch.ε 101
gener. τὰ Ἀττικὰ γράμματα la literatura ática Theopomp.Hist.154, τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα I.AI 20.263
sg. capítulo de una obra τὸ δεύτερον γ. Gal.1.643
de los poemas homéricos divididos en 24 γράμματα o cantos Eust.6.4.
3 jur. gener. en plu. documento τὰ γράμματα ... τῆς ἐμῆς δίκης el texto de mi acusación Ar.Nu.772, γράμματα γράφειν Antipho 1.30, εἰ ἠφάνιστο τὰ γράμματα, ἐκ ποίων γραμμάτων τὰς δίκας ἐλάγχανεν; D.36.21, τὰ δημόσια γράμματα los documentos oficiales Decr. en D.18.55, I.AI 13.214, D.C.47.6.4, τὰ τιμητικὰ γράμματα las actas de los censores D.H.4.22, μὴ τοῖς γράμμασι μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἔργοις τηρεῖν τὴν ... συμμαχίαν respetar el tratado de alianza no sólo en el texto sino también en los hechos Plb.9.40.2, τὰ γράμματα τὰ τῇ ἀρχῇ προσήκοντα los documentos oficiales D.C.72.24.2, cf. PStras.1.12 (IV d.C.), γράμματα βασιλικά documentos imperiales Euagr.Schol.HE 1.3
en sg. cláusula de un tratado, Th.5.29, cf. γ. δημόσιον· ἡ διαθήκη Hsch.
testamento γράμματα ... ἃ κατέλιπεν ἀποθνῄσκουσ' ἐκείνη D.41.9.
4 en cont. econ. gener. en plu. relación, lista, registro ἐπικαρπίαν ἐν γράμμασιν ἀποφέρειν llevar un registro del producto de la cosecha Pl.Lg.955d, cf. Lys.32.14, Hsch.γ 886, de préstamos, deudas τὰ γράμματα τὰ ἀπὸ τῆς τραπέζης D.49.59, cf. D.C.71.32.2
pagaré αὐτῷ ... παρασχεῖν ἐπὶ γράμματι καὶ πίστει τῇ αὐτοῦ I.AI 18.156, cf. Eu.Luc.16.7, de una transacción ἂν μὴ προσῇ τὸ μετὰ ἀσφαλείας τινὸς καὶ γράμματος a menos que conste en la transacción alguna garantía escrita D.Chr.65.14
contrato ἐδαπανήθησαν γραμμάτων μὲν δραχμαί SEG 2.582.6 (Teos III/II a.C.), γράμματα συναλλακτικά Vett.Val.15.30
gener. inventario, catálogo del contenido de unos carros, X.Cyr.7.4.12.
5 inscripción κατὰ τὸ Δελφικὸν γ. γνῶναι ἐμαυτόν Pl.Phdr.229e, cf. Chrm.164d, X.Mem.4.2.24, γράμμ' ἐτύπωσε πέτρῳ IG 22.8494.9 (III a.C.), στήλην ἔστησε ... γράμματα ἐγγράψας λέγοντα τάδε Hdt.4.91, cf. And.3.12, Plb.4.33.2, Plu.Luc.10, Balbill.l.c., Diog.Oen.101.11, TAM 3.3B.15 (Termeso II d.C.), Plu.2.874a, D.C.37.9.2, γράμματα δ' ἐν φλοιῷ γεγράψεται ref. a un mensaje de amor, Theoc.18.47, ἁγνὸν ἔθηκε γ. IPh.142.6 (I a.C.)
inscripción sepulcral, epitafio ἐνεκόλαψε δὲ ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε Hdt.1.187, cf. IG 22.3765.11 (III d.C.).
6 plu. normas escritas, leyes ἐὰν μὴ ἀπαγορεύσῃ δημόσια γράμματα a menos que los prohiban las leyes públicas Sol.Lg.76a, cf. Pl.Lg.858e, τῶν γραμμάτων εἰρηκότων Ar.Ec.1050, κατὰ γράμματα ἄρχειν gobernar con arreglo a leyes op. ἄνευ γραμμάτων Pl.Plt.293a, ἡ κατὰ γράμματα καὶ νόμους ἀρίστη πολιτεία Arist.Pol.1286a15, cf. 1272a38, οἱ κατὰ γράμματα νόμοι op. οἱ κατὰ τὰ ἔθη Arist.Pol.1287b5, κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι curar según reglas escritas Arist.Pol.1287a34, cf. 40
en la Roma imper. ἱερὰ γράμματα edictos imperiales, IG 12(5).132A.1 (Paros III d.C.), cf. IGBulg.4.2236.102 (Escaptopara, Tracia III d.C.)
tb. sg. τὸ γ. la ley de Moisés ref. la circuncisión Ep.Rom.2.27, 29.
III 1téc. representación gráfica o figurativa, dibujo en tapices ἐνῆν δ' ὑφανταὶ γράμμασιν τοιαίδ' ὑφαί E.Io 1146, en pintura, Pl.R.472d, en comparación c. la representación de los sonidos, Pl.Cra.430e, 431c, ποῖοι ζωογράφοι τἀκριβέα γράμματ' ἔγραψαν Theoc.15.81, γράμματα στικτά dibujos incisos, e.d. tatuajes LXX Le.19.28, cf. Hsch.
plu. genérico pintura Ἀπελλέω γράμματα Herod.4.73, ἐξ ἀταλᾶν χειρῶν ... γράμματα AP 6.352 (Erinn.), τὰ τῶν τοίχων γράμματα Luc.Dom.9, cf. Ael.VH 2.44, D.C.69.4.2, Procop.Gaz.Ecphr.157B, en geom., ref. al teorema de Pitágoras AP 7.119.
2 bot. y zool. mancha en forma de letra que presentan ciertas plantas, Ps.Apul.Herb.107.10, en la piel de los ciervos Poll.5.76.
IV unidad de peso y monetaria gramo lat. scrupulum equiv. a un tercio de dracma, dos óbolos o un cuarto de solidus Androm. en Gal.13.114, Carm.de Pond.9, χρυσίου καθαροῦ γράμματα τέσσερας PCol.138.30 (IV d.C.), cf. 7, 140.8 (IV d.C.), PLips.62.2.27 (IV d.C.), PPanop.15.15 (IV d.C.), POxy.3420.44 (IV d.C.), 3635.3 (V d.C.), SB 12397.6 (V/VI d.C.), Gp.7.13.2, Isid.Etym.16.25.12.
• Etimología: N. verbal deriv. de la r. de γράφω que presenta var. en el suf., cf. γράσσμα < *γράφ-σ-μα, γράθμα c. dental aspirada.

German (Pape)

[Seite 504] τό, 1) das Eingegrabene; bes. Buchstabe, Aesch. Spt. 734; Her. 4, 87; Thuc. 4, 50; Plat. Crat. 423 e u. öfter; auch andere Zeichen, z. B. musikalische, Lucill. 18 (XI, 78); Accent, E. M. 240, 42; – γράμματα διδάσκειν, z. B. Men. fr. inc. 154; Theocr. 24, 103; Dem. 18, 265; μανθάνειν, z. B. Theophil. com. fr. 1; die ersten Unterrichtsgegenstände, Elementarunterricht in Lesen u. Schreiben; oft bei Plat.; Legg. VII, 810 a γράμματα χρὴ τὸ μέχρι τοῦ γράψαι τε καὶ ἀναγνῶναι δυνατὸν εἶναι διαπονεῖν; οἱ τὰ γράμματα φαῦλοι Phaedr. 242 c. – 2) alles Geschriebene, Buch, Schriftwerk; γράμματα πολλὰ ποιητῶν τε καὶ σοφιστῶν Xen. Mem. 4, 2, 1; = συγγράμματα ib. 10; Brief, gew. im plur., παρὰ τοῦ βασιλέως γράμμαθ' ἥκει σοι Philem. fr. inc. 50; τέχνην ἐν γράμμασι καταλιπεῖν, schriftlich, Plat. Phaedr. 275 c; λόγῳ καὶ γράμμασι νομοθετεῖν Rep. IV, 425 b; ἐν γράμμασι λέγειν Legg. XII, 968 d; Wissenschaft, γραμμάτων ἄπειρον εἶναι Apol. 26 d; Sp; doch heißen die höheren Wissenschaften gew. μαθήματα. – Inschrift, Her. 1, 187. 4, 91; γράμματα ἐν στήλῃ γεγραμμένα Plat. Critia. 119 c u. sonst oft; selten sing., wie Xen. Mem 4, 2, 24; vgl. Theocr. 23, 46; – Gemälde, 15, 81, wie Eur. Ion 1146; Plat. Rep. V, 472 d u. Sp.; – mathemat. Figur, sonst διάγραμμα, D. L. 8, 12; – δημόσια γράμματα, Akten, Rechnungen, Register; wie bei uns »Papiere« u. »Schriften«, in vielfacher Beziehung. – 3) Bei Geop. ein Gewicht, Skrupel, 1/24 einer Unze.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. (γράφω, creuser, graver, écrire) caractère gravé ; caractère d'écriture (gravé sur la pierre, le bois, une écorce, de la cire, etc., postér. tracé avec un roseau), lettre ; au plur. (rar. au sg.) tout assemblage de caractères écrits, d'où
1 texte écrit en gén.
2 lettre, épître;
3 inscription;
4 livre de comptes;
5 registre, liste (de noms, etc.);
6 papiers, documents de toute sorte (pièces de procédure, contrats, etc.);
7 livre, traité ; au sg. article d'un traité, clause d'une convention;
8 p. ext. τὰ γράμματα lettres, science, instruction;
II. (γράφω, dessiner, peindre) dessin, peinture.
Étymologie: γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γράμμα -ατος, τό γράφω
1. letter, als individueel grafisch teken:; τὰ οὐνόματα... τελευτῶσι πάντα ἐς τὠυτὸ γράμμα de namen eindigen allemaal op dezelfde letter Hdt. 1.139; als aanduiding van groep van juryleden; iedereen met dezelfde letter op zijn kaartje doet dezelfde jurydienst:; ἐν τῇ σορῷ νυνὶ λαχὸν τὸ γράμμα σου δικάζει jouw letter heeft de doodskistrechtbank getrokken en daar spreekt-ie (d.w.z. jouw groep) nu recht Aristoph. Pl. 277; spec. in onderwijs, plur.:; γράμματα μαθεῖν leren lezen en schrijven Plat. Prot. 325e; ἄπειροι γραμμάτων analfabeten Plat. Ap. 26d; διδάσκειν γράμματα onderwijs geven in lezen en schrijven Dem. 18.265; ‘letter’, als klank (wordt in oudheid niet van het teken onderscheiden):. τρίτον εἶδος γραμμάτων... τὰ νῦν λεγόμενα ἄφωνα ἡμῖν een derde soort letters, de ‘niet-klinkers' (consonanten), zoals we ze nu noemen Plat. Phlb. 18c.
2. verzameling geschreven tekens
3. (ge)schrift:; ὅλον τὸ γράμμα ὃ βούλεται wat de algemene strekking van mijn boek is Plat. Parm. 128a; τὰ ἱερὰ γράμματα de heilige geschriften NT 2 Tim. 3.15; plur. brief:. τὰ δὲ γράμματα ἔλεγε τάδε de brief luidde als volgt Hdt. 1.124.1.
4. geschreven regel, wet:; κατὰ γράμματα ἄρχειν regeren volgens de wetten Plat. Plt. 293a; τοῦτο τὸ γράμμα deze clausule Thuc. 5.29.3;
5. inscriptie, opschrift:. κατὰ τὸ Δελφικὸν γράμμα volgens het opschrift in Delphi Plat. Phaedr. 229e; ἱρὰ γράμματα hiërogliefen Hdt. 2.36.
6. document; τούτων τὰ γράμματα ἀπέδειξεν hiervoor legde zij documenten over Lys. 32.14; van inventarislijst; Xen. Cyr. 7.4.12; van schuldbewijs. NT Luc. 16.6.
7. tekening, schildering, plur.: ὑφανταὶ γράμμασιν τοιοῖσδ’ ὑφαί tapijten waarin de volgende afbeeldingen geweven waren Eur. Ion 1146; πάντα εἰς τὸ γράμμα ἱκανῶς ἀποδούς als hij alles op bevredigende wijze in de schildering heeft weergegeven Plat. Resp. 472d.

Russian (Dvoretsky)

γράμμα: ατος τό
1 черта, линия; рисунок (ὑφανταὶ γράμμασι ὑφαί Eur.; γράμμασιν τὰ ὀνόματα ἀπεικάζειν Plat.);
2 письменный знак, буква (λίθος γραμμάτων Ἀσσυρίων πλέος Her.);
3 знак числа, цифра (ὧραι γράμμασι δεικνύμεναι Anth.);
4 музыкальный знак, нота (γράμματα τῶν λυρικῶν Αύδια καὶ Φρύγια Anth.);
5 математический чертеж Diog. L.;
6 изображение, картина (ζῳογράφοι γράμματ᾽ ἔγραψαν Theocr.);
7 pl. алфавит, письменность (οἱ Φοίνικες ἐσήγαγον ἐς τοὺς Ἓλληνας γράμματα Her.);
8 pl. умение читать и писать, грамота (γράμματα διδάσκειν Dem. или παιδεύειν Arst.);
9 преимущ. pl. надпись, письмена (ἐς τὸν τάφον γράμματα ἐγκολάψαι Her.): τὸ ἐν Δελφοῖς γ. Plat. дельфийская надпись (т. е. «познай самого себя»);
10 pl. письменное послание, письмо (γράφειν γράμματα πρός τινα Her.): ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. письмоводитель, писец, секретарь;
11 pl. запись, перечень, список (sc. τῶν ἐν ἑκάστῃ τῇ ἁμάξη χρημάτων Xen.);
12 pl. письменные документы (τὰ δημόσια γράμματα Dem.): τούτων τὰ γράμματα ἀπέδειξεν Lys. в доказательство этого он представил документы;
13 pl. государственные акты, указы, грамоты (γράμματα καὶ νόμοι Plat., Arst.; φυλάττειν τὰ γράμματα καὶ τὰ ψηφίσματα Arst.): οἱ κατὰ τὰ γράμματα νόμοι Arst. писаные законы;
14 pl. писаное правило (κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arst.);
15 преимущ. pl. сочинение, книга (γράμματα ποιητῶν τε καὶ σοφιστῶν Xen.; τὸ γ. Ἀντιμάχου Anth.);
16 науки, просвещение (γραμμάτων ἄπειρος Plat.);
17 поздн. (лат. scripulum) грамм (мера веса = 1/24 унции).

Middle Liddell

γράφω
I. that which is drawn, in plural the lines of a drawing or picture, Eur., Theocr.: in sg. a drawing, picture, Plat.
II. that which is written, a written character, letter, Lat. litera, Hdt., etc.; and in plural letters, Aesch.; hence, the alphabet, Hdt., Plat.; γρ. to have learnt to read, Plat.; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων you kept school, — I went there, Dem.
2. a note in music, Anth.
III. in plural also, a piece of writing, and, like Lat. literae, a letter, Hdt., Eur.: an inscription, epitaph, Hdt.
2. papers or documents of any kind, records, accounts, Ar., Oratt.:—in sg. a bill, account, NTest.
3. a man's writings, i. e. a book, treatise, Xen.:—also, letters, learning, Plat.

English (Strong)

from γράφω; a writing, i.e. a letter, note, epistle, book, etc.; plural learning: bill, learning, letter, scripture, writing, written.

English (Thayer)

γράμματος, τό (γράφω), that which has been written;
1. a letter i. e. the character: R G L brackets Tr marginal reading brackets); any writing, a document or record;
a. a note of hand, bill, bond, account, written acknowledgment of debt (as scriptio in Varro sat. Men. 8,1 (cf. Edersheim ii., 268ff)): Josephus, Antiquities 18,6, 3), in L text T Tr WH plural τά γράμματα; so of one document also in Antiph., p. 114 (30); Demosthenes, p. 1034,16; Vulg. cautio).
b. a letter, an epistle: Herodotus 5,14; Thucydides 8,50; Xenophon, Cyril 4,5, 26, etc.).
c. τά ἱερά γράμματα the sacred writings (of the O. T.; (so Josephus, Antiquities prooem. § 3; 10,10, 4at the end; contra Apion 1,10; Philo, de vit. Moys. 3,39; de praem. et poen. § 14; leg. ad Gai. § 29, etc. — but always τά ἱερά γράμματα)): T WH omit; L Tr brackets τά); γράμμα equivalent to the written law of Moses, Μωϋσέως γράμματα, γράμμα in a disparaging sense, and contrasts it with τό πνεῦμα i. e. the divine Spirit, whether operative in the Mosaic law, R G T WH read the plural written in letters, so L marginal reading Tr marginal reading).
3. τά γράμματα, like the Latin litterae, English letters, equivalent to learning: εἰδέναι, μεμαθηκέναι γράμματα (cf. German studirt haben), of sacred learning, μανθάνειν, ἐπίστασθαί, etc., γράμματα are used by the Greeks of the rudiments of learning; cf. Passow, i. p. 571; (Liddell and Scott, under the word, II. a.).)

Greek Monolingual

το (AM γράμμα) γράφω
Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί
2. σύμβολο του αλφαβήτου
3. επιστολή
4. ανάγνωση διάβασμα
II. στον πληθ. γράμματα, τα
1. η γραφή
2. η μόρφωση, η παιδεία
3. (τα Ιερά) Γράμματα
η Αγία Γραφή
4. ο Δεκάλογος
5. κατάστιχο
6. φρ. «ξέρω γράμματα», «γράμματα γνωρίζω», «γράμματα ἐπίστασθαι» — έχω μάθει ανάγνωση και γραφή
(μσν.
νεοελλ.) πληθ.
1. ο γραφικός χαρακτήρας
2. λέξη, λόγος
νεοελλ.
φρ.
1. «τα Ελληνικά Γράμματα» — η αρχαία ελληνική λογοτεχνία
2. «κορόνα, γράμματα»
α) τυχερό παιχνίδι στο οποίο κερδίζει όποιος μαντέψει ποια επιφάνεια νομίσματος θα φαίνεται μετά την πτώση του, αφού το στρίψουν με τον αντίχειρα και το πετάξουν ψηλά
β) ριψοκίνδυνη απόφαση
3. «παίζω το κεφάλι μου (ή κάποιο σοβαρό θέμα) κορόνα, γράμματα» — παίρνω πολύ ριψοκίνδυνη απόφαση
4. «ξέρει γράμματα» — είναι πράγματι μορφωμένος
5. «μαζεύει γράμματα (ή υπογραφές) για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος
6. «κατά γράμμα» — αυτολεξεί
7. «το γράμμα του Νόμου» — η ερμηνεία του Νόμου η οποία βασίζεται αποκλειστικά στη λεκτική του διατύπωση
8. «ανακλητήρια γράμματα» — επίσημα έγγραφα με τα οποία ανακαλείται διπλωματικός εκπρόσωπος
9. «διαπιστευτήρια γράμματα» — έγγραφα διορισμού διπλωματικού εκπροσώπου
10. «νεκρό γράμμα» — για νόμο ή θεσμό που έχει πέσει σε αχρησία
μσν.
μονάδα μέτρησης μικρού βάρους
αρχ.
Ι. 1. εικόνα, παράσταση
2. φθόγγος
3. επιγραφή
4. στοιχείο γραμμένο στους κλήρους τών δικαστών
5. έγγραφο
II. πληθ.
1. σύγγραμμα, πραγματεία
2. μουσικοί φθόγγοι
3. περικοπή κειμένου
4. άρθρο συνθήκης
5. έγγραφα
6. νόμοι
7. φρ. «τα δημόσια γράμματα» — το αρχείο της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.
ΠΑΡ. γραμμάριο, γραμματέας (AM -εύς), γραμματικός, γραμμάτιο, γραμματιστής
αρχ.-μσν.
γραμματίζω
γραμματίτσι(ν)
νεοελλ.
γραμματιζούμενος.
ΣΥΝΘ. γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφυλάκιο
αρχ.
γραμματοδιδασκαλείον, γραμματοεισαγωγεύς, γραμματοκύφων, γραμματολικριφίς
(αρχ. μσν.) γραμματοφόρος, γραμματηφόρος
μσν.- νεοελλ.
γραμματοκομιστής
νεοελλ.
γραμματοδιανομέας, γραμματοθήκη, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκόμιστρα, γραμματολογία, γραμματολόγος, γραμματομάθεια, γραμματόμορφος, γραμματοπήρα, γραμματόπλεγμα, γραμματοποίκιλτος, γραμματοποιώ, γραμματοσημαίνω, γραμματοσήμανση, γραμματοστοιχίες, γραμματοσυλλέκτης, γραμματοσύμπλεγμα. Τέλος υπάρχουν πολλά σύνθετα σε -γραμμα που είτε προέρχονται από αντίστοιχα ρήματα είτε είναι σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. γράμμα: διάγραμμα, επίγραμμα, περίγραμμα, πρόγραμμα, σύγγραμμα
αρχ.
αντίγραμμα, παράγραμμα, πρόσγραμμα, υπόγραμμα
νεοελλ.
αιμοδιάγραμμα, απανώγραμμα, δίγραμμα, εγκεφαλοδιάγραμμα, εξάγραμμα, ιδεόγραμμα, κλιμακόγραμμα, μονόγραμμα, ορθοδιάγραμμα, πανώγραμμα, στηλοδιάγραμμα, σχεδιάγραμμα, τρίγραμμα, φθογγόγραμμα].

Greek Monotonic

γράμμα: -ατος, τό (γράφω),
I. αυτό που χαράζεται, γράφεται· στον πληθ., οι γραμμές ενός σχεδίου ή μιας εικόνας, σε Ευρ., Θεόκρ.· στον ενικ., σχέδιο, εικόνα, σε Πλάτ.
II. 1. αυτό που γράφεται, γράφημα, γράμμα, Λατ. litera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· και στον πληθ., τα γράμματα ως στοιχεία του αλφαβήτου, σε Αισχύλ.· το αλφάβητο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· γράμματα μαθεῖν, έχω μάθει να διαβάζω, στον ίδ.· ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων, εσύ είχες διδασκαλείο και δίδασκες, εγώ πήγαινα εκεί και διδασκόμουν, σε Δημ.
2. νότα στη μουσική, σε Ανθ.
III. 1. στον πληθ. επίσης, μέρος, κομμάτι γραπτού λόγου και, όπως το Λατ. literae, γράμμα, επιστολή, σε Ηρόδ., Ευρ.· επιγραφή, εγχάρακτη αφιέρωση σε επιτύμβια στήλη, επιτάφιος, σε Ηρόδ.
2. βιβλία ή έγγραφα κάθε είδους, αρχεία, πρακτικά, λογαριασμοί, σε Αριστοφ., Ρήτ.· στον ενικ., λογαριασμός προς εξόφληση, υπολογισμός, σε Καινή Διαθήκη
3. τα γραπτά πονήματα κάποιου, δηλ. βιβλίο, πραγματεία, διατριβή, σε Ξεν.· επίσης, γράμματα, μάθηση, παιδεία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γράμμα: τό, (γράφω) ὅ, τι γράφεται· κατὰ πληθ., αἱ γραμμαὶ ζωγραφήματός τινος ἢ εἰκόνος, Εὐρ. Ἴωνι 1146, Θεόκρ.15.81· καθ᾿ ἑνικόν, ἰχνογράφημα, εἰκών, Πλάτ. Πολιτ. 472 D, Κρατῖν. 430Ε, πρβλ. 431C· οὕτω κατὰ πληθ., Ἀνθ.Π.6.352. ΙΙ. τὸ γεγραμμένον, γραπτὸν στοιχεῖον, Λατ.litera, Ἡρόδ. 1.139, 148, κτλ.· καὶ κατὰ πληθ., στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου, γραμμάτων τε συνθέσεις Αἰσχύλ. Πρ. 460, πρβλ. Θήβ. 434, 468, 660· ἐντεῦθεν, τὰ γράμματα ὁ ἀλφάβητος, Ἡρόδ. 5.58, Πλάτ. Φίδρ. 275Α, κἑξ. γρ. Φοινίκια Σοφ. Ἀποσπ.460· γράμματα ἐπίστασθαι Πλάτ. Νόμ. 689D· μαθεῖν, ἔχω μάθει τὴν ἀνάγνωσιν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 325Ε· ἐδίδασκες γράμματα, ἐγώ δ᾿ ἐφοίτων, σὺ ἦσο διδάσκαλος, ἐγὼ ἐδιδασκόμην, Δημ.315.8· παιδεύειν γράμματα Ἀριστ.Πολ. 8.3.1. β) ἔναρθρος ἦχος, στοιχεῖον, τὰ γρ. πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς ὁ αὐτ. Προβλ. 10.39· γράμματα φθέγγεσθαι αὐτόθι · πρβλ. Ζ.Μ. 2.16, 15., 3.1, 4, κ. ἀλλ. γ) παρὰ γράμμα, διὰ μεταβολῆς ἑνὸς γράμματος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Μ.1.6, 2· τὰ παρὰ γρ.σκώμματα, λογοπαίγνια, ὁ αὐτ.Ρητ. 3.11.6. δ) ἐπιγραφὴ, Ἐπιγράμ. Ἑλλην.89.6, πρβλ. 114, κ. ἀλλ.· - παροιμ., εἰς πέλαγος· γράμματα γράψαι αὐτ. 1038.8. 2) φθόγγος ἢ ἠχος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀνθ. Π.11.78.3) μθηματικόν τι διάγραμμα, Ἐπιγρ. παρὰ Διογ. Λ.8.12.4) τὸ στοιχεῖον τὸ ἐπιγεγραμμένον ἐπὶ τῶν κλήρων τοὺς ὁποίους ἔσυρον οἱ δικασταί, Ἀριστοφ. Πλ. 277, Φιλόχ. 119. 5) τόνος, Ἐτυμ.Μ.240.42, Ζωναρ. 6) σμικρόν τι βάρος (πρβλ. τὸ Γαλλικὸν gramme), Γεωπ.7.13, 2. 7) διάταγμα, Πλούτ. Τ.Γράκχ. 8. ΙΙΙ. κατὰ πληθ., σειρὰ γεγραμμένων χαρακτήρων ἢ στοιχείων, μέρος τι γεγραμμένον, περικοπή, κτλ., Ἡρόδ. 1.124· ἐντεῦθεν, ὡς τὸ Λατ. literae, ἐπιστολή, ὁ αὐτ.5.14, Αἰσχύλ.Ἀποσπ.317· γραμμάτων πτυχαὶ Σοφ. Ἀποσπ.150, συχν. παρ᾿ Εὐρ. Ι.Τ., κτλ.· ἐπιγραφή, ἐπιτάφιος, κτ. ὅμ., ἐκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα, λέγοντα τάδε Ἡρόδ. 1.187· στήλας ἔστησε δύο, ἐνταμὼν γρ. ὁ αὐτ.4.87, πρβλ. 91, Ἀνδοκ. 25.1, κτλ.· -βραχεῖά τις ἐπιγραφή, τὸ γνῶθι σεαυτόν, καλεῖται τὸ Δελφικὸν γράμμα(καθ᾿ ἑνικόν), Πλάτ. Ἀλκ. Ι.124Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4.2.24.2) βιβλία ἢ ἔγγραφα παντὸς εἴδους, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1050, Πλάτ. Γοργ. 484Α, κτλ.· τούτων τὰ γράμματα, τὰ ἔγγραφα πρὸς ἀπόδειξιν τούτων, Λυσ 901 ἐν τέλ., πρβλ. Ἀντιφ. 114, ἐν τέλ.· τά δημόσια γρ., τὰ δημόσια ἔγγραφα, decreta, παρὰ Δημ. 243.25·-κατάλογος ποσοτήτων δανεισθεισῶν, Δημ. 1202.3· ἡμερολόγιον, Πλάτ. Νόμ. 995D, Δημ.950.10· κατάλογος, Ξεν.Κύρ. 7.4, 12·-καθ᾿ ἑνικόν, ἔγγραφος λογαριασμὸς πρὸς ἐξόφλησιν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιϚ', 7· σημείωσις ἰδιόχειρος, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.18.6, 3. 3) γράμματά τινος, ὃ ἐ. σύγγραμμα, βιβλίον, πραγματεία, Ξεν. Ἀπομν. 4.2, 1· οὕτω τὸ ἑνικ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Πλάτωνος ἓν τὸ περὶ ψυχῆς γρ. Καλλ. Ἐπ. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π.9.63· -τὸ ἑνικὸν ὡσαύτως δηλοῖ χωρίον πραγματείας ἢ συγγράματος, Πλάτ. Παρμεν.128Α-D· ἄρθρον συνθήκης, Θουκ. 5. 29. 4) γραπτοὶ κανόνες, κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Ἀριστ.Πολ.3.16, 6· ἡ ἐκ τῶν γρ. θεραπεία αὐτόθι 7· οὕτω, κατὰ γράμματα ἄρχειν αὐτόθι 2.10, 11· ἡ κατὰ γρ. πολιτεία αὐτόθι 3.15, 4· οἱ κατὰ τὰ γρ. νόμοι, οἱ γραπτοί καὶ κατὰ κοινήν ἀπόφασιν νόμοι, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἔθιμα, αὐτόθι 3.16.9. IV. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, γράμματα, παιδεία, ὡς τὸ μαθήματα, Πλάτ. Ἀπολ.26D, κτλ.

Chinese

原文音譯:gr£mma 格藍馬
詞類次數:名詞(15)
原文字根:寫(著), 相當於: (מִכְתָּב‎) (סֵפֶר‎ / סִפְרָה‎)
字義溯源:書寫,書信,文件,儀文,字句,文字,帳,書,學問,宗教性著作;源自(γράφω / καταγράφω)*=銘記)。和合本將律法的要求,譯為儀文,字句;保羅常將其與聖靈對比( 羅2:29; 7:6; 林後3:6,6,7)。保羅也向提摩太指出聖經(1121)數量太多,不能盡錄;
2) 儀文(2) 羅2:27; 羅2:29;
3) 字(2) 林後3:7; 加6:11;
4) 書(2) 約5:47; 約7:15;
5) 字句(2) 林後3:6; 林後3:6;
6) 經(1) 提後3:15;
7) 信(1) 徒28:21;
8) 的文字(1) 路23:38;
9) 學問(1) 徒26:24;
10) 儀文的(1) 羅7:6

English (Woodhouse)

painting, picture, clause in an agreement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό plu. letras gener. de los nombres de la divinidad τὰ δὲ γράμματα εἰς τὸ ἐλλύχνιον γράφε escribe estas letras en la mecha P VII 380 εἰ δὲ μή, ἐρῶ τὰ ὀκτὼ γράμματα τῆς Σελήνης si no, diré las ocho letras de Selene P LXII 9 de una fórmula εἶτα σὺ γράψον <γράμματα> νθʹ después escribe cincuenta y nueve letras P VII 1022 ὁ δὲ τρόπος ἐστὶν τὰ περὶ τὰ γράμματα κθʹ el procedimiento es aquello de las veintinueve letras P XXIV 6 μάγων δὲ τὰ γράμματα ἑπτὰ λέγε pronuncia las siete letras de los magos P LXIII 5 P LXIII 6

Lexicon Thucydideum

littera, letter, 4.50.2, 6.54.7,
scriptum, articulus, writing, document (foederis of the treaty), 5.20.3,
in plur. in the plural litterae, epistola, letter, epistle, 1.130.1, 1.133.1. 1.137.3, [Reg. Regius manuscript ὡς] 7.8.3, 8.50.4.

Translations

letter

Afrikaans: letter; Albanian: shkronjë; Alemannic German: Buchstabe; Amharic: ፊደል; Arabic: حَرْف‎; Egyptian Arabic: حرف‎; Gulf Arabic: حرف‎; Armenian: տառ, գիր; Assamese: আখৰ; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܵܬܘܼܬܵܐ‎; Asturian: lletra; Avar: хӏарп; Azerbaijani: hərf; Bashkir: хәреф; Basque: letra; Belarusian: лі́тара; Bengali: অক্ষর, হরফ; Breton: lizherenn; Bulgarian: буква; Burmese: အက္ခရာ; Catalan: lletra, caràcter; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⴽⴽⵉⵍ; Central Dusun: pimato; Chechen: элп; Chichewa: lemba; Chinese Cantonese: 字母, 字; Dungan: зыму, зы; Mandarin: 字母, 字, 文字; Min Nan: 字母, 字; Wu: 字母, 字; Chuvash: саспалли; Czech: písmeno; Dalmatian: latera; Danish: bogstav or; Dhivehi: އަކުރު‎; Dutch: letter, karakter, letterteken, boekstaaf; Esperanto: litero; Estonian: täht, kirjatäht, aabe, pookstav; Faroese: bókstavur, stavur; Fijian: vola; Finnish: kirjain, aakkonen; French: lettre, caractère; Fula Adlam: 𞤢𞤤𞤳𞤵𞤤𞤢𞤤‎, 𞤸𞤢𞤪𞤬𞤵‎; Latin: alkulal, harfu; Friulian: letare, lètare; Galician: letra; Georgian: ასო; German: Buchstabe, Letter; Greek: γράμμα; Ancient Greek: γράμμα; Gujarati: અક્ષર, હરફ; Haitian Creole: lèt; Hawaiian: hua palapala; Hebrew: אוֹת‎; Hindi: अक्षर, लिपि, वर्ण, हरफ़, हर्फ़, हरफ, हर्फ, आखर, अखर; Hungarian: betű; Icelandic: bókstafur, stafur; Ilocano: kurdit; Indonesian: huruf; Ingrian: bukva, aampuussen, kirjamerkki; Interlingua: littera, litera; Irish: litir; Italian: lettera, carattere, lettera dell'alfabeto; Japanese: 文字, 字; Javanese: aksara; Kabyle: asekkil; Kalmyk: үзг; Kannada: ಅಕ್ಷರ; Kazakh: әріп; Khmer: តួអក្សរ, អក្សរ; Korean: 문자(文字), 글씨, 글자; Kumyk: гьарп; Kurdish Central Kurdish: پیت‎; Kyrgyz: тамга, арип; Lao: ຕົວ, ຕົວອັກສອນ, ອັກສອນ, ອັກຂະຣະ, ຫນັງສື, ຕົວຫນັງສື, ອັກຂະລະ; Latgalian: liters; Latin: littera; Latvian: burts; Lithuanian: raidė; Low German: Bookstaav, Bookstoov; Luxembourgish: Buschtaf; Lü: ᦟᦲᧅ; Macedonian: буква; Malay: huruf; Malayalam: അക്ഷരം; Maltese: ittra; Manchu: ᡥᡝᡵᡤᡝᠨ; Marathi: अक्षर; Mauritian Creole: let; Mongolian Cyrillic: үсэг; Nepali: अक्षर; Ngazidja Comorian: harufu; Norman: lettre; Norwegian Bokmål: bokstav; Nynorsk: bokstav; Occitan: letra, caractèr; Old Church Slavonic Cyrillic: боукꙑ, писмѧ; Old East Slavic: бꙋкꙑ, чьрта; Old English: stæf, bōcstæf; Old Javanese: akṣara; Old Norse: bókstafr; Oriya: ଲିପି; Ossetian: дамгъӕ; Ottoman Turkish: حرف‎; Pali: akkhara; Pashto: حرف‎; Persian: حرف‎, نویسه‎, وات‎; Piedmontese: litra; Plautdietsch: Büakstow; Polish: litera; Portuguese: letra; Punjabi: ਅੱਖਰ, ਹਰਫ਼; Rajasthani: आखर, अच्छर; Romagnol: lètra; Romanian: literă, caracter; Romansch: letra, bustab, custab; Russian: буква, литера; Sanskrit: वर्ण, अक्षर; Sardinian: lítara, lítera; Sauraseni Prakrit: अक्खर; Scottish Gaelic: litir; Serbo-Croatian Cyrillic: сло̏во, бу̏ква; Roman: slȍvo, bȕkva; Shan: လိၵ်ႈ; Sicilian: littra, lìttira; Sindhi: اکر‎; Sinhalese: අකුර; Skolt Sami: bukva, ǩeʹrjj; Slovak: písmeno; Slovene: črka; Somali: xaraf; Sorbian Lower Sorbian: pismik; Spanish: letra, carácter; Swahili: herufi; Swedish: bokstav; Tabasaran: гьярф; Tagalog: titik, letra; Tajik: ҳарф; Tamil: எழுத்து; Tashelhit: ⴰⵙⴽⴽⵉⵍ; Tatar: хәреф; Telugu: అక్షరము; Thai: ตัวอักษร, อักษร, อักขระ, ตัวหนังสือ, หนังสือ; Tibetan: ཡི་གེ; Tigrinya: ፊደል; Tok Pisin: leta; Turkish: harf; Turkmen: harp; Ukrainian: буква, лі́тера; Urdu: حرف‎; Uyghur: ھەرپ‎; Uzbek: harf; Venetian: łétara, létara, létera; Vietnamese: chữ cái, kí tự; Vilamovian: büchśtaow; Volapük: tonat, tonab; Walloon: lete; Welsh: llythyren; Wutunhua: yegai; Yagnobi: ҳарф; Yiddish: אות‎, אָס‎, בוכשטאַב‎; Yoruba: lẹ́tà; Zazaki: herf; Zhuang: cihmeh