ἀνίστημι: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(4) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνίστημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]]<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] από τον τάφο, [[ανασταίνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] κάποιον από την [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] ή [[δουλεία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ιδρύω]], [[ανεγείρω]], [[στήνω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>5.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[διαθέτω]] για [[πώληση]]<br /><b>7.</b> [[ξεσηκώνω]], [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[προσκαλώ]], [[καλώ]] στα όπλα<br /><b>9.</b> [[διαλύω]] βίαια ή [[διακόπτω]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>10.</b> [[κάνω]] τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους [[αναστατώνω]]<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] έναν ικέτη που [[είναι]] καθισμένος [[δίπλα]] σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>12.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]] [[στρατόπεδο]], [[μεταστρατοπεδεύω]]<br /><b>13.</b> (για κυνηγούς) [[κάνω]] το ζώο, το [[κυνήγι]] να βγει από τη [[φωλιά]] του<br /><b>14.</b> [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρα<br />II. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι για να μιλήσω<br /><b>2.</b> σηκώνομαι όρθιος σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>4.</b> σηκώνομαι από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλά<br /><b>5.</b> υψώνομαι ως [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] ή και [[πολέμιος]] κάποιου<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[πηγάζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>8.</b> (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, [[χάνω]] τους κατοίκους μου<br /><b>9.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br />III. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι<br /><b>2.</b> εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω<br /><b>3.</b> (η [[μετοχή]] παθητικού παρακειμένου ως [[επίθετο]] με μεταφορική [[σημασία]]) [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάσταση]], [[ανάστατος]], [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασταδόν]], <i>αναστατήρ</i>, [[αναστάτης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ανασταίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναστατικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξανίστημι]], [[επανίστημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανίστημι]], [[απανίστημι]]. [[διανίστημι]], [[εξυπανίστημι]], <i>επεξανίστημι</i>, [[μετανίστημι]], [[παρανίστημι]], [[περιανίστημι]], [[προανίστημι]], [[συνεξανίστημι]], [[συνεπανίστημι]], <i>υπανίστημι</i><br />(αρχ. -μσν.) [[συνανίστημι]]. | |mltxt=[[ἀνίστημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]]<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] από τον τάφο, [[ανασταίνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] κάποιον από την [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] ή [[δουλεία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ιδρύω]], [[ανεγείρω]], [[στήνω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>5.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[διαθέτω]] για [[πώληση]]<br /><b>7.</b> [[ξεσηκώνω]], [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[προσκαλώ]], [[καλώ]] στα όπλα<br /><b>9.</b> [[διαλύω]] βίαια ή [[διακόπτω]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>10.</b> [[κάνω]] τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους [[αναστατώνω]]<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] έναν ικέτη που [[είναι]] καθισμένος [[δίπλα]] σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>12.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]] [[στρατόπεδο]], [[μεταστρατοπεδεύω]]<br /><b>13.</b> (για κυνηγούς) [[κάνω]] το ζώο, το [[κυνήγι]] να βγει από τη [[φωλιά]] του<br /><b>14.</b> [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρα<br />II. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι για να μιλήσω<br /><b>2.</b> σηκώνομαι όρθιος σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>4.</b> σηκώνομαι από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλά<br /><b>5.</b> υψώνομαι ως [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] ή και [[πολέμιος]] κάποιου<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[πηγάζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>8.</b> (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, [[χάνω]] τους κατοίκους μου<br /><b>9.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br />III. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι<br /><b>2.</b> εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω<br /><b>3.</b> (η [[μετοχή]] παθητικού παρακειμένου ως [[επίθετο]] με μεταφορική [[σημασία]]) [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάσταση]], [[ανάστατος]], [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασταδόν]], <i>αναστατήρ</i>, [[αναστάτης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ανασταίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναστατικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξανίστημι]], [[επανίστημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανίστημι]], [[απανίστημι]]. [[διανίστημι]], [[εξυπανίστημι]], <i>επεξανίστημι</i>, [[μετανίστημι]], [[παρανίστημι]], [[περιανίστημι]], [[προανίστημι]], [[συνεξανίστημι]], [[συνεπανίστημι]], <i>υπανίστημι</i><br />(αρχ. -μσν.) [[συνανίστημι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνίστημι:''' Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. <i>ἀνίστην</i>, μέλ. <i>ἀναστήσω</i>, ποιητ. <i>ἀνεστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνέστησα</i>, Επικ. <i>ἄνστησα</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. <i>ἀνεστησάμην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κάνω να σταθεί όρθιο, [[ανασηκώνω]], <i>χειρός</i>, με το [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εγείρω]] από ύπνο, [[ξυπνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀν. νόσον</i>, σε Σοφ.· [[σηκώνω]] από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη [[δυστυχία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορθώνω]], [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα [[χαλκοῦν]], [[ορθώνω]] χάλκινο [[άγαλμα]] προς [[τιμή]] του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἀναστήσασθαι πόλιν</i>, [[χτίζω]] [[μόνος]] μου μια πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξαναχτίζω]], [[επιδιορθώνω]], επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[θέτω]] προς [[αγορά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[κίνηση]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καλώ]] στα άρματα, [[ξεσηκώνω]] το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον [[ἐπί]] τινα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, [[σπάζω]] μια [[συμμαχία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, [[μεταναστεύω]], [[μετατοπίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για αθλητές, [[ξεκινώ]] ένα [[αγώνισμα]], [[κηρύσσω]] την [[έναρξη]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. <i>ἀνίσταμαι</i>, <i>-μην</i>, σε μέλ. <i>ἀναστήσομαι</i>, σε αόρ. βʹ <i>ἀνέστην</i>, παρακ. <i>ἀνέστηκα</i>, Αττ. υπερσ. <i>ἀνεστήκη</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου ως [[ένδειξη]] σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]], στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· [[επανακάμπτω]] από [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι ως [[υπέρμαχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σηκώνομαι να φύγω, [[ξεκινώ]], [[απέρχομαι]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για [[χώρα]], ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μη υποκείμενη [[πλέον]] σε [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[κυνήγι]], διεξάγομαι, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A causal in pres. ἀνίστημι (later ἀνιστάω S.E.M. 9.61): impf. ἀνίστην: fut. ἀναστήσω, poet. ἀνστήσω: aor. 1 ἀνέστησα, Ep. ἄνστησα, Aeol. 3pl. ὄστασαν Hsch.: pf. ἀνέστακα LXX 1 Ki.15.12, Arr.Epict.1.4.30: also in aor. 1 Med. ἀνεστησάμην (v. infr. 1.5, 111.6). I make to stand up, raise up, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised the old man up by his hand, Il.24.515, cf. Od.14.319; τί μ' αὖ . . ἐξ ἑδρας ἀνίστατε; S.Aj.788; ἀ. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt.317e; ὀρθὸν ἀ. τινά X.Mem.1.4.11; ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ τινα D.18.259. 2 raisefrom sleep, wake up, Il.10.32, etc.; εἰς ἐκκλησίαν ἀ. τινά Ar.Ec.740; ἀ. τινὰ ὠμόϋπνον Eup.305: metaph., ἀ. νόσον S.Tr.979. 3 raise from the dead, οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551, cf. A.Ag.1361, S.El.139; from misery or misfortune, Id.Ph.666, Aeschin.1.67. 4 produce a witness, etc. (cf. 111.6), προφήτην ὑμῖν ἀ. ὁ Θεός Act.Ap.3.22, al. 5 after Hom., also of things, set up, build, στήλας v.l. in Hdt.2.102; πύργους X.Cyr.7.5.12, etc.; τρόπαια Διί E.Ph.572; ἀνδριάντα ἐς Δελφούς Philipp. ap. D.12.21; so ἀ. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (in pure Attic ἱστάναι), set up a golden, brazen statue of him, Plu.2.170e, Brut.1 (Pass., v. infr. B):—so in aor. 1 Med., ἀναστήσασθαι πόλιν build oneself a city, Hdt.1.165; ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς they set them up altars, Call.Dian.199. b build up again, restore, τείχη D.20.68: metaph., θεῶν τιμάς E.HF852. 6 put up for sale, Hdt.1.196. II rouse to action, stir up, ἀλλ' ἴθι νῦν Αἴαντα . . ἄνστησον Il.10.176, cf. 179, 15.64, etc.: c. dat. pers., raise up against another, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν ib.7.116 (v. infr. B. 1.5): rouse to arms, raise troops, Th.2.68,96; ἀ. πόλεμον ἐπί τινα Plu.Cor.21; ἀναστήσας ἦγε στρατόν he called up his troops and marched them, Th.4.93, cf. 112, etc. III make people rise, break up an assembly by force, Il.1.191; but ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι adjourn it, X.HG2.4.42. 2 make people emigrate, transplant (cf. infr. B. 11.2), ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Od.6.7; ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73; Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Th.2.27; even γαῖαν ἀναστήσειν A.R.1.1349; οἴκους Plu.Publ.21; also ἀ. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας D.18.129. 3 make suppliants rise and leave sanctuary, Hdt.5.71, Th.1.137, S.OC276, etc.: also ἀ. στρατόπεδον ἐκ χώρας make an army decamp, Plb.29.27.10; τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Plu.Alc. 31. 4 ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα make to ascend the tribune, Id.2.784c, cf. Cam.32. 5 of sportsmen, put up game, X.An.1.5.3, cf. Cyr.2.4.20 (Pass.), Cyn.6.23, D.Chr.2.2. 6 μάρτυρα ἀναστής ασθαί τινα call him as one's witness, Pl.Lg.937a. B intr. in pres. and impf. ἀνίσταμαι, -μην, in fut. ἀναστήσομαι, in aor. 2 ἀνέστην (but ἀναστῶ, for ἀναστήσω, Crates Com.4D.), imper. ἄστηθι (for ἄν-στηθι) Herod.8.1, part. ἀστάς IG4.951.112 (Epid.): pf. ἀνέστηκα, Att. plpf. ἀνεστήκη; also pf. ἀνεστέασι Hdt.3.62: aor. Pass. ἀνεστάθην, Aeol. part. ὀσταθείς Hsch.:—stand up, rise, esp. to speak, τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68,101, etc.; ἐν μέσσοισι 19.77: in Att. c. fut. part., ἀ. λέξων, κατηγορήσων, etc.: so c. inf., ἀνέστη μαντεύεσθαι Od.20.380: in part., ἀναστὰς εἶπε E.Or.885; παραινέσεις ἐποιοῦντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς ἀνιστάμενοι Th.8.76; also, rise from one's seat as a mark of respect, θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533; ἀπὸ βωμοῦ (cf. A. 111.3) Aeschin.1.84. 2 rise from bed or sleep, ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336, cf. A.Eu.124; εὐνῆθεν Od.20.124; ὄρθρου ἀ. Hes. Op.577; ὀψέ Ar.V.217; οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ κλίνης, of a sick person, And.1.64: abs., rise from sleep, Hdt.1.31. 3 rise from the dead, Il.21.56, cf. 15.287, Hdt.3.62, A.Ag.569; παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec. 1073. 4 rise from an illness, recover, ἐκ τῆς νούσου Hdt.1.22, cf. Pl.La.195c: abs., Th.2.49. 5 rise as a champion, Il.23.709; θανάτων χώρᾳ πύργος ἀνέστα [Oedipus] S.OT1201: hence c. dat., stand up [to fight against . .], Ἀγκαῖον... ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635; μή τίς τοι . . ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334; Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς A.Pr.354 codd.; v. supr. A.11. 6 rise up, rear itself, πύργοι E.Ph. 824 (lyr.), cf. Plb.16.1.5; of statues, etc., to be set up, Plu.2.91a, 198f: metaph., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακόν Pi.P.4.155; πόλεμος D.H.3.23; θορύβου ἀναστάντος App.BC1.56. 7 to be set up, βασιλεύς as king, Hdt.3.66 codd. 8 of a river, rise, ἐξ ὀρέων Plu.Pomp.34. 9 pf. part., γῆ γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7: metaph., lofty, ἀ. τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233 D. II rise to go, set out, go away, εἰς Ἄργος E.Heracl.59, cf. Th.1.87, 7.49,50; ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Pl.Phd.116a. 2 to be compelled to migrate (supr. A. 111.2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12, cf. 8: of a country, to be depopulated, χώρα ἀνεστηκυῖα Hdt.5.29; πόλις . . πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec.494; ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη no longer subject to migration, Th.1.12; τὴν ἀσφάλειαν . . περιείδετ' ἀνασταθεῖσαν D.19.84. 3 of a law-court, rise, Id.21.221. 4 cease, οὐκ, ἀνέστη ἕως ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13.
German (Pape)
[Seite 238] (s. ἵστημι), I. Trans., praes., impf., fut., aor. I., machen, daß Einer aufsteht, aufstehen heißen, vom Sitze, Od. 7, 163. 170; Soph. O. C. 277; ἐξ ἕδρας Ai. 775; ἐκ τῆς κλίνης Plat. Prot. 317 e; im Ggstz von καταβάλλω, also aufrichten, Charm. 155 b; ἐκ τῆς καθέδρας Pol. 13, 7. Vom Schlafe, also erwecken, Il. 24, 689; auch bei Attikern, obgleich Thom. Mag, u. Ammon. ἐγείρειν vorziehen; im Gegensatz von κατακοιμίζειν Xen. Cyr. 8, 8, 20; Todte erwecken, Il. 24, 551. 756; θανόντα Aesch. Ag. 1334; τεθνεῶτας Xen. Cyn. 1, 6. Bei Hom. oft zur Thätigkeit anregen, anfeuern, Il. 10, 176. 15, 64; τινί, gegen Jemand. 7, 116; auch zur Empörung aufwiegeln, 1, 191 (?). Auch bei Att., τοὺς Θρᾷκας, sie zum Kriege aufbieten, Thuc. 2, 96; ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen. Cyr. 5, 4, 4; στόλον Aesch. Suppl. 319; στρατόπεδον, aufbrechen, Pol. 29, 11; dgl. Plut. Cam. 29 Fab. M. 6; πόλεμον ἐπί τινα Coriol. 21; ἐκκλησίαν, die Versammlung aufheben, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 42. – Ein Volk aus einem Lande in's andere verpflanzen, eigtl. machen, daß es sich erhebt und seine Wohnsitze verläßt, Od. 6, 7; δήμους Her. 9, 73; vgl. 5, 71. Gew. πόλιν, eine Stadt durch Wegführung der Einwohner in die Gefangenschaft veröden (s. ανάστατος), Ἐρετριέας ἐκ τῆς χώρας Plut. Pericl. 23; auch Thiere aufjagen, aufscheuchen, λαγώ Xen. Cyn. 6, 23; ὠτί δας An. 1, 5, 3, wo nichts zu ändern; – aufrichten, γέροντα χειρὸς ἀνίστη Il. 24, 515; Od. 14, 319; vgl. οἱ θεοὶ ἄνθρωπον ὀρθὸν ἀνέστησαν Xen. Mem. 1, 4, 11; auch übertr., die Niedergeschlagenen aufrichten; ἀνιστάναι τινὰ χρυσοῦν, eine goldene Bildsäule Jemandes errichten, Plut. Brut. 1 De superst. 10. – Von Sachen, σκηνάς Eur. Ion 1119; τρόπαια Plat. Tim. 25 c; Eur. Phoen. 572; Plut. Alc. 29; τὰς μηχανάς Xen. Cyr. 7, 2, 2; πύργους 7, 5, 12; τείχη Dem. Lept. 64; med., πόλιν Her. 1, 165; μάρτυρα ἀναστήσασθαι, als Zeugen auftreten lassen. Vgl. noch ἀνιστάναι ἐπὶ τὸ βῆμα Plut. Camill. 32; τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν τινός, Jem. bewegen, als Ankläger gegen Einen aufzutreten, Marcell. 27. – II. Intransitio, praes. u. fut. med., u. perf. u. aor. II. act., aufstehen, sich erheben, sich aufmachen, vom Sitze, Il. 1, 305; Il. 19, 77; ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο Od. 15, 58; ἀπ' ἀκμοθέτοιο ἀνέστη Iliad. 18, 410; ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη Od. 12, 439; ἐκ θρόνων Eur. Med. 1163; bes. zum Kampfe, τινί, gegen Jemand, Il. 23, 635 Od. 18, 334. Bei Att. gew. entweder a) um fortzugehen, nicht bloß ἀνέστη ὡς ἀπιών, sondern auch ἀνίσταμαι ἀπὸ Αἰγίνης Thuc. 1, 105; ἀνέστη εἰς τὴν αὐλήν, er stand auf und ging in den Hof, Plat. Prot. 311 e; vgl. Phaed. 116 e u. Thuc. 1, 87; ἐκ τοῦ συμποσίου Plat. Theag. 129 a; auch passiv., weggebracht werden, bes. mit feindlicher Gewalt, κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ Thuc. 1, 8. 12; vgl. 6, 2; πόλις ἀνέστηκεν δορί, sie wurde verwüstet, Eur. Hec. 498: χώρα ἀνεστηκυῖα Her. 5, 29; od. – b) um zu reden, sehr häufig, schon bei Hom., τοῖσι δ' ἀνέστη Iliad. 1, 68. 101; ἀνέστη μαντεύεσθαι Od. 20, 380; vom Schlafe aufstehen, Plat. Axioch. 367 c; oft bei Xen.; von einer Krankheit aufstehen, genesen, Il. 15, 287; Thuc. 2, 49; ἐκ τῆς νόσου Plat. Lach. 195 c; Xen. An. 4, 5, 8; von Todten, auferstehen, Il. 21, 56; Her. 3, 62. 66; ἐκ σφάλματος, sich von einer Niederlage erholen, Plut. Sert. 23; – χώρη ἀνεστηκυῖα, ein Land, das aufgestanden, in Aufruhr ist, Her. 5, 29. – Seltener von leblosen Dingen, πύργος ἀνέστη, erhob sich, Eur. Phoen. 831; θορύβου ἀναστάντος, als sich Lärm erhob, App. B. C. 1, 56. Von einem Flusse, entspringen, Plut. Pomp. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίστημι: Α. ἐνεργ. ἐν τῷ ἐνεστ. ἀνίστημι (μεταγ. ἀνιστάω Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 61): παρατ. ἀνίστην: μέλλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνστήσω: ἀόρ. α΄ ἀνέστησα, Ἐπ. ἄνστησα: πρκμ. ἀνέστακα Ἐπίκτ.: ὡσαύτως κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ ἀνεστησάμην (ἴδε κατωτ. 1. 4, ΙΙΙ. 6). 1) κάμνω τινὰ νὰ σταθῇ ὄρθιος, νὰ ἐγερθῇ, ἐγείρω, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, ἐσήκωσε τὸν γέροντα λαβὼν αὐτὸν ἀπὸ τῆς χειρός, Ἰλ. Ω. 515, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 319· τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; Σοφ. Αἴ. 788· ἀν. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Πλάτ. Πρωτ. 317Ε· ὀρθὸν ἀν. τινὰ Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 11. 2) ἐγείρω τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐξεγείρω, ἀφυπνίζω, Ἰλ. Κ. 32, Ω. 551, 689, κτλ.· εἰς ἐκκλησίαν ἀν. τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 740· ἀν. τινὰ ὠμόϋπνον Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 8: μεταφ., ἀν. νόσον Σοφ. Τρ. 979. 3) ἐγείρω ἐκ νεκρῶν, οὐδέ μιν ἀνστήσεις Ἰλ. Ω. 551, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1361, Σοφ. Ἠλ. 139· ἐξ ἀθλιότητος ἢ δυστυχίας, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 276, πρβλ. Φ. 666· ἐκ τῆς δουλείας, Αἰσχίν. 6. 28: 4) μεθ’ Ὅμηρον, ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀνιδρύω, ἀνεγείρω, στήνω, στήλην Ἡρόδ. 2. 102· πύργον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12, κτλ.· τρόπαια Πλάτ. Τίμ. 25C· ἀνδριάντα ἐς Δελφοὺς παρὰ Δημ. 164. 21· οὕτως, ἀν. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἱστάναι ἄνευ τῆς προθέσεως), ἀνεγείρειν χρυσοῦν ἢ χαλκοῦν ἀνδριάντα τινός, Πλούτ. 2. 170Ε, Βροῦτ. 1: ― οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄, ἀναστήσασθαι πόλιν, ἀνεγείρειν ἑαυτῷ πόλιν, Ἡρόδ. 1. 165· ἀνεστήσαντο δὲ βωμοὺς Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 199. β) κτίζω ἐκ νέου, ἀνοικοδομῶ, ἀνιδρύω πάλιν, ἐπαναφέρω, τείχη Δημ. 477. 23· μεταφ., θεῶν τιμὰς Εὐρ. Ἡρ. Μ. 852. 5) ἐγείρω, στήνω, παρουσιάζω πρὸς πώλησιν, ἀνιστὰς δὲ κατὰ μίαν ἑκάστην [παρθένον] κήρυξ πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196. ΙΙ. ἐγείρω εἰς ἐνέργειαν, διεγείρω, ἀλλ’ ἴθι νῦν Αἴαντα... ἄνστησον Ἰλ. Κ. 176, πρβλ. 179., Ο. 64, κτλ.: μετὰ δοτ. προσ., διεγείρω τινὰ κατ’ ἄλλου, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν Ἰλ. Η. 116 (ἴδε κατωτέρ. Β. 1. 4): ― προσκαλῶ τινα εἰς τὰ ὅπλα καὶ συμπεριλαμβάνω αὐτὸν μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸν πόλεμον, αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν Θουκ. 2. 68, 96· διεγείρω, πόλεμόν τινα βαρὺν καὶ ὅμορον ἀναστῆσαι ἐπ’ αὐτοὺς Πλουτ. Κορ. 21· καὶ ἀναστήσας ἦγε τὸν στρατόν, καὶ καλέσας τὸν στρατὸν εἰς τὰ ὅπλα ἦγεν αὐτόν, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 112, κτλ. ΙΙΙ. κάμνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐγερθῶσι, διαλύω συνάθροισιν διὰ τῆς βίας, τοὺς μὲν ἀναστήσειεν «ἀναστάτους καὶ ἐν ταραχῇ ποιῆσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 191· ἀλλά, ἐκκλησίαν ἀναστῆναι σημαίνει: διακόπτειν τὴν συνεδρίαν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42. 2) κάμνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταναστεύσωσιν, ἀναστάτους ποιῶ (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2), ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ὀδ. Ζ. 7· ἀνίστασαν τοὺς δήμους Ἡρόδ. 9. 73· Αἰγινήτας... ἐξ Αἰγίνης Θουκ. 2. 27· ἔτι, γαῖαν ἀναστήσειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1349· οἴκους Πλουτ. Ποπλικ. 21· προσέτι, ἀν. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας Δημ. 270. 14, πρβλ. 313. 18· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 3) σηκώνω ἱκέτην παρακαθήμενον εἰς ἄγαλμα θεοῦ ἢ βωμόν, τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες Ἡρόδ. 5. 71, Θουκ. 137, κτλ. Ὡσαύτως, ἀν. στρατόπεδον ἐκ χώρας, σηκώνω τὸ στρατόπεδον ἐκ τῆς θέσεώς του, μεταστρατοπεδεύω, Πολύβ. 29. 11, 10· τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Πλουτ. Ἀλκ. 31. 4) ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ βῆμα, Πλούτ. 2. 784C, πρβλ. Κάμιλλ. 32. 5) ἐπὶ κυνηγῶν, ἐγείρω, ἐξεγείρω, σηκώνω τὸ «κυνῆγι», τὰς δὲ ὠτίδας, ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ, ἔστι λαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3, πρβλ. Κύρ. 2. 4, 20, Κυν. 6. 23. 6) μάρτυρα ἀναστήσασθαί τινα, καλεῖν τινα εἰς μαρτυρίαν, Πλάτ. Νόμ. 937Α. IV. πρκμ. ἀνέστακα, μεταβ.: καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα Ἑβδ. (Βασιλ. Α΄, ιε΄, 12). Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, ἐν τῷ μέλλ. ἀναστήσομαι, ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἀνέστην, πρκμ. ἀνέστηκα, Ἀττ. ὑπερσ. ἀνεστήκη· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἀνεστάθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2): ― σηκώνομαι, σηκώνομαι ὄρθιος, κυρίως ὅπως ὁμιλήσω, τοῖσι δ’ ἀνέστη Ἰλ. Α. 68, 101, κτλ.· ἐν μέσσοισι Τ. 77· παρ’ Ἀττ. μετὰ μετοχ. μέλλ. ἀν. λέξων, κατηγορήσων, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀνέστη μαντεύεσθαι Ὀδ. Υ. 380· κατὰ μετοχ., ἀναστὰς εἶπε Εὐρ. Ὀρ. 885· παραινέσεις ἐποιοῦντο... ἀνιστάμενοι Θουκ. 8. 76· ὡσαύτως ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Λατ. assuigere, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν Ἰλ. Α. 533. 2) ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα Ἰλ. Ξ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 124· εὐνῆθεν Ὀδ. Υ. 124· ὄρθρου ἀν. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 575· ὀψὲ Ἀριστοφ. Σφ. 217· ἀν. ἐκ κλίνης, μετὰ ἀσθένειαν, Ἀνδοκ. 9. 20: - ἀπολ., ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 31. 3) ἐγείρομαι ἐκ νεκρῶν, Ἰλ. Φ. 56, πρβλ. Ο. 287, Ἡρόδ. Γ. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 569· παρὰ τῶν πλειόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073. 4) ἐγείρομαι ἐξ ἀσθενείας, ἀναλαμβάνω, ἐκ τῆς νούσου Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 195C· ἀπολ., Θουκ. 2. 49 5) ἐγείρομαι ὡς ὑπέρμαχος ἢ πρόμαχος, Ἰλ. Ψ. 709· θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ πύργος ἀνέστα (Οἰδίπους), Σοφ. Ο. Τ. 1201: ἐντεύθεν μετὰ δοτ., ἀνίσταμαι [ὡς ἀνταγωνιστὴς κατά τινος], Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ [ἐνίκησα] Πλευρώνιον, ὅς μοι ἀνέστη Ἰλ. Ψ. 635· μή τίς τοι… ἄλλος ἀναστῇ Ὀδ. Σ. 334· Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς (πρότερον ἐγράφ. ἀντέστη) Αἰσχύλ. Πρ. 354· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. β) ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι, πύργος ἀνέστα Εὐρ. Φοίν. 824, πρβλ. Πολύβ. 16. 1, 5· ἐπὶ ἀγαλμάτων ἢ ἀνδριάντων, κτλ.· ἀνιδρύομαι, Πλούτ. 2. 91Α, 198F: μεταφρ., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακὸν Πίνδ. Π. 4. 276· πόλεμος Διον. Ἁλ. 3. 23. 7) καθίσταμαι, γίνομαι, βασιλεύς· διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 3. 66. 8) ἐπὶ ποταμοῦ, πηγάζω, ἐξ ὀρέων Πλουτ. Πομπ. 34. ΙΙ. ἐγείρομαι ὅπως ἀπέλθω, σηκώνομαι νὰ ὑπάγω, «ξεκινῶ», εἰς Ἄργος Εὐρ. Ἡρακλ. 59, πρβλ. Θουκ. 1. 87., 7. 49, 50· ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Πλάτ. Φαίδων 116Α, ἔνθα ἴδε Heind. 2) ἀναγκάζομαι νὰ μεταναστεύσω (ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Θουκ. 1. 12, πρβλ. 8: - ἐν γένει, σηκώνομαι, ἀπέρχομαι, ἐπὶ ἱκετῶν, ἀναστῆναι… ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 18. 7: - ἐπὶ χώρας, γίνομαι ἀνάστατος, ἐρημοῦμαι, ἐν ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ Ἡρόδ. 5. 59· πόλις… πᾶσ’ ἀνέστηκεν δορὶ Εὐρ. Ἑκ. 494· ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη, μὴ ὑποκειμένη πλέον εἰς μεταναστάσεις, Θουκ. 1. 12· τὴν ἀσφάλειαν… περιείδετε ἀνασταθεῖσαν Δημ. 367. 20. 3) ἐπὶ δικαστηρίου, διακόπτω τὰς συνεδριάσεις, παύω, ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δικαστήριον Δημ. 585. 9. 4) ἐπὶ κυνηγίου, ἐξεγείρομαι, σηκώνομαι, καὶ τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑπεδέχοντο καὶ ἐδίωκον Ξεν. Κύρ. 2. 4. 20· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 5, καὶ πρβλ. ἀνάστατος.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνίστην, f. ἀναστήσω, ao. ἀνέστησα, ao.2 ἀνέστην, pf. ἀνέστηκα;
Pass. f. ἀνασταθήσομαι, ao. ἀνεστάθην, pf. ἀνέστημαι;
A. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., fut. et ao. Act., fut. et ao. Moy.);
I. (ἀνά en haut);
1 faire se lever : τινα χειρὸς ἀν. IL, χειρὸς ἀν. OD faire lever qqn en le tenant par la main ; τινα ἐξ ἕδρας SOPH faire lever qqn d’un siège ; abs. ἀν. τινα IL faire lever qqn;
2 faire lever du lit;
3 ressusciter;
4 fig. relever, sauver (d’une situation misérable, de la servitude);
5 faire lever (le gibier);
6 lever (des armes, des troupes);
7 fig. exciter : τινά τινι qqn contre un adversaire ; πόλεμον PLUT exciter une guerre;
8 ériger, élever : πύργον une tour ; τινα χρυσοῦν ou χαλκοῦν PLUT élever à qqn une statue d’or ou d’airain ; de même au Moy. ἀναστήσασθαι πόλιν HDT se bâtir une ville;
9 faire monter : ἐπὶ τὸ βῆμα PLUT à la tribune;
II. (ἀνά de nouveau) relever, restaurer, rebâtir;
III. (ἀνά en arrière);
1 faire se lever et s’éloigner ; faire émigrer, transporter (un peuple) hors de (son pays);
2 remettre, différer : ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι XÉN ajourner une assemblée;
B. intr. (aux temps suiv. : Act. ao.2, pf., pqp. ; Moy. prés., impf., fut. et ao.2);
I. (ἀνά en haut);
1 se lever : ἐξ ἕδρης IL de son siège ; ἀπ’ ἀκμοθέτοιο ἀνέστη IL (Héphaïstos) se leva et s’éloigna du billot qui portait l’enclume ; ἐπὶ δόρπον OD se lever (et quitter le tribunal) pour aller prendre le repas du soir ; se lever pour parler ; avec un inf. ἀνέστη μαντεύεσθαι OD il se leva pour faire une prédiction ; se lever comme champion : τινι IL pour lutter contre qqn ; ἀν. ἐξ εὐνῆς IL ou εὐνῆθεν OD ou abs. se lever, sortir du lit ; p. anal. revenir des enfers, IL ; ressusciter HDT ; de même ἀν. ἐκ νόσου HDT ou abs. relever de maladie;
2 s’élever, se dresser;
3 sourdre, jaillir : ἀν. ἐξ ὄρους PLUT prendre sa source dans une montagne;
4 fig. surgir, se produire en parl. d’événements;
II. (ἀνά en arrière) partir : εἰς οἴκημα PLAT pour aller dans une maison ; être forcé d’émigrer : ἀναστῆναι ὑπό τινος THC être forcé par qqn de quitter son pays ; χώρη ἀνεστηκυῖα HDT pays dépeuplé par une émigration ; πόλις ἀνέστηκεν δορί EUR la ville est dévastée par la lance.
Étymologie: ἀνά, ἵστημι.
English (Autenrieth)
ipf. ἀνίστη, fut. ἀναστήσουσι, ἀνστής-, aor. 1 ἀνέστησε, opt. ἀναστήσειε, imp. ἄνστησον, part. ἀναστήσᾶς, ἀνστήσᾶσα, aor. 2 ἀνέστη, dual ἀνστήτην, 3 pl. ἀνέσταν, inf. ἀνστήμεναι, part. ἀνστάς, mid. pres. ἀνίσταμαι, ἀνιστάμενος, ipf. ἀνίστατο, fut. ἀναστήσονται, inf. ἀνστήσεσθαι: I. trans. (pres., ipf., fut., aor. 1, act.), make to stand or get up, Od. 7.163, ; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, took him by the hand and ‘made him arise,’ Il. 24.515, Od. 14.319; violently, Il. 1.191; so of ‘rousing,’ Κ 32; raising the dead, Il. 24.756; instituting a migration, Od. 6.7, etc.—II. intrans. (aor. 2 and perf. act., and mid. forms), stand up, get up; ἐξ ἑδέων, ἐξ εὐνῆς, etc.; especially of rising to speak in the assembly, τοῖσι δ' ἀνέστη, ‘to address them,’ τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη, Il. 1.58; ἀνά repeated as adverb, ἂν δ' Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο, Il. 23.709.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. imperat. ἀνίστω A.Eu.133; fut. ἀναστῶ Crates Com.44A, poét. inf. ἀνστήσεσθαι Il.2.694; aor. ind. 1.a sg. ἀνέστην A.Pers.201, 3.a sg. ἀνέστα S.OT 1201, 3.a plu. ἀνέσταν Il.1.533, 3.a du. ἀνστήτην Il.1.305, ép. 1.a sg. ἄνστησα Il.18.358, eol. 3.a plu. ὄστασαν Hsch., opt. ἀναστήσειεν Il.1.191, imperat. ἄστηθι Herod.8.1, ἄνσταθι Theoc.24.35, ἄνστησον Il.10.176, part. ἀναστήσας IEphesos 2072.21, ἀστάς IG 42.121.112 (Epidauro IV a.C.); perf. jón. 3.a plu. ἀνεστέασι Hdt.3.62, tard. ἀνέστακα LXX 1Re.15.12, Arr.Epict.1.4.30, part. dór. fem. ἀνεστάκουσα Archim.Con.Sph.7, 20]
A tr., en pres., fut., aor. sigm. y perf. act.
I c. mov. hacia arriba, c. ac. de pers. y asimilados
1 levantar o hacer levantar γέροντα ... χειρός Il.24.515, μ' αὖ τάλαιναν ... ἐξ ἕδρας S.Ai.788, πόδα E.HF 78, τὸν Πρόδικον ... ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt.317e, τὴν ἀμορφεστάτην Hdt.1.196
•hacer levantarse poniendo fin a la asamblea τοὺς μέν Il.1.191, aplazándola ἐκκλησίαν X.HG 2.4.42.
2 hacer subir ἐπὶ τὸ βῆμα a la tribuna Plu.2.784c, ἐὰν δέ τίς τινα ... ἀναστήσηται μάρτυρα y si alguien presenta a alguien como testigo de su causa Pl.Lg.937a
•hacer surgir προφήτην ὑμῖν ... ὁ Θεός Act.Ap.3.22.
3 despertar ἀδελφεόν Il.10.32, μ' Ar.Ec.740, Eup.108B
•fig. οὐ μὴ ... ἀναστήσεις ... νόσον no despiertes ... el mal S.Tr.979.
4 resucitar οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551, λόγοισι τὸν θανόντ' ἀνιστάναι πάλιν A.A.1361, οὔτοι τόν γ' ἐξ Ἀΐδα ... πατέρ' ἀνστάσεις S.El.139
•fig. τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα a mi, que estaba debajo, me has puesto por encima de mis enemigos S.Ph.666.
5 de anim. levantar una pieza en la caza ὠτίδας ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ X.An.1.5.3, τὸν λαγῶ X.Cyn.6.23, θάμνου λαγωὸν ... ἀναστήσας κύων un perro, habiendo levantado una liebre de debajo de un matorral Babr.69.1, (σκύλακες) τὸ θηρίον ἀνιστάντες D.Chr.2.2.
6 fig. levantar para la acción, impulsar Αἴαντα ... ἄνστησον Il.10.176, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν enfrentarán a éste otro caudillo, Il.7.116
•de ahí reclutar τὸν στρατόν Th.4.93
•mover πόλεμον Plu.Cor.21.
II id., de cosas
1 de cosas erigir, levantar ἐπὶ τοῦ ... πύργου στήλην LXX 3Ma.2.27, ἀνδριάντα χρυσοῦν Philipp.Maced.2.21
•de ahí τυράννους ... χρυσοῦς ἀ. levantar a los tiranos estatuas de oro Plu.2.170e, ἀ. στήλην τινα erigir una estela en honor de alguien, MAMA 8.352
•c. ac. de la pers. muerta erigir un monumento en honor de, MAMA 8.87, 8.98, c. dat. MAMA 8.100
•montar σκηνάς E.Io 1129
•construir πύργους X.Cyr.7.5.12
•tb. en v. med. ἀ. πόλιν construirse una ciudad Hdt.1.165
•construir βωμούς Call.Dian.199.
2 geom. construir una perpendicular a un plano o una recta Eucl.11.12.
III c. mov. hacia atrás, c. ac. de pers. hacer emigrar Τυνδαρίδαι ... ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73, Αἰγινήτας ... ἐξ Αἰγίνης Th.2.27, γαῖαν ... ἀναστήσειν A.R.1.1349, οἴκους familias Plu.Publ.21
•abs. ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος Od.6.7
•expulsar αὐτὴν ἀπὸ ... τῆς ... ἐργασίας D.18.129
•alejar τὸ στρατόπεδον ἐκ τῆς χώρας Plb.29.27.10
•hacer abandonar el santuario a los suplicantes τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες Hdt.5.71, ἀνίστησί τε αὐτόν a Temístocles, Th.1.137, ὥσπερ με κἀνεστήσαθ', ὧδε σώσατε S.OC 276
•hacer marchar ἀργύριόν τι προαναλώσας ἀνέστησεν αὐτόν tras pagar determinada cantidad de dinero lo sacó (de la casa de salud), Aeschin.1.41.
IV c. ἀνά ‘de nuevo’ volver a erigir ἀνδριάντας Plu.2.91a
•reedificar τὰ τείχη D.20.68
•fig. volver a instaurar θεῶν ... τιμάς E.HF 852.
B intr. en pres. y fut. med., aor. rad., part. perf. ἀνεστηκώς y aor. pas. ἀνεστάθην
I c. mov. hacia arriba, de pers.
1 ponerse en pie, levantarse para hablar τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68, ἐν μέσσοισι Il.19.77, κῆρυξ ἀναστὰς εἶπεν E.Or.885, ἄνδρας ἀνισταμένους Tyrt.2.8 (vol.2, p.310), παραινέσεις ... ἐποιοῦντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς ἀνιστάμενοι Th.8.76
•c. inf. ἀνέστη μαντεύεσθαι se levantó a vaticinar, Od.20.380
•c. part. fut. ἀνέστην συμβουλεύσων Anaximen.Rh.1436b2
•en señal de respeto θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533
•en gener. ἐξαῦτις ἀνέστη ... Ἕκτωρ Il.15.287, ἀλλ' ἄγ' ἀναστάς Thgn.505, ἀπὸ βωμοῦ Aeschin.1.61
•fig. θανάτων ... χώρᾳ πύργος ἀνέστα (Edipo) se levantó en el país como una torre contra la muerte S.OT 1201
•c. dat. enfrentarse a pie firme Ἀγκαῖον ... ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635, μή τίς τοι ... ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334
•levantarse al fin de una asamblea τὼ ... ἀνστήτην Il.1.305
•de un tribunal, D.21.221
•de ahí cesar ἀπὸ τῆς ... πολιορκίας Plb.5.17.5
•levantarse de la cama ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336, Τηλέμαχος δ' εὐνῆθεν ἀνίστατο Od.20.124, ὄρθρου ἀνιστάμενος Hes.Op.577, ὀψέ Ar.V.217, ἐκ κλίνης And.Myst.64, Is.6.35
•abs. οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν Hdt.1.31, ἐπεὶ δ' ἀνέστην A.Pers.201, εὕδεις; ἀνίστω A.l.c., cf. LXX Ge.19.15, 23.3
2 resucitar Τρῶες ... αὖτις ἀναστήσονται Il.21.56, οἱ τεθνεῶτες ἀνεστέασι Hdt.3.62, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν τὸ μήποτ' αὖθις μηδ' ἀναστῆναι μέλειν A.A.569, γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec.1073
•muy frec. en escritores crist., de Cristo, Origenes Cels.2.16, de la resurrección del cuerpo μὴ λεγέτω τις ὑμῶν ὅτι αὕτη ἡ σὰρξ οὐ κρίνεται οὐδὲ ἀνίσταται 2Ep.Clem.9.1.
3 fig. cobrar ímpetu, recobrarse αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22, cf. Pl.La.195c
•abs. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάβετο παραυτίκα ἀναστάντας Th.2.49, ὅπως (ὁ ἵππος) μοι ἀνασταθῇ PSI 495.15 (III a.C.)
•fig. recuperarse de una derrota, Chrys.M.61.543.
II id., de cosas
1 surgir, erigirse πύργος E.Ph.824, templos y altares, Plb.16.1.5
•fig. τι ... κακόν Pi.P.4.155, πόλεμος D.H.3.23.7, θόρυβος App.BC 1.56.
2 nacer de un río ἐκ τῶν Ἰβηρικῶν ὁρῶν Plu.Pomp.34.
3 part. perf. estar elevado (χώρη) γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7
•fig. altivo ἀ. ... τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233.
4 geom. de rectas ser perpendicular Archim.Con.Sph.7, 20.
III c. mov. hacia atrás, de pers. retirarse ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Lys.13.29, ἀπὸ ... τοῦ οἰκήματος Is.6.19, ἐς Ἄργος E.Heracl.59, ἐς ἐκεῖνο τὸ χωρίον Th.1.87, ἐς τὴν Θάψον Th.7.49, εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Pl.Phd.116a
•abs. Th.7.50
•ser forzado a emigrar, a retirarse Βοιωτοὶ ... ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12, οἱ γὰρ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ Th.1.8
•de lugares ser despoblado ἐν ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ Hdt.5.29, πόλις ... πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec.494, ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς ... καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη estando en paz la Hélade y ya no más sujeta a migraciones Th.1.12.
English (Abbott-Smith)
ἀνίστημι (ἀνά, ἵστημι), [in LXX chiefly for קוּם;]
1.causal, in fut. and 1 aor. act., c. acc., to raise up: Ac 9:41; from death, Jo 6:39, Ac 2:32; to raise up, cause to be born or appear: Mt 22:24, Ac 3:22, 26.
2.Intrans., in mid. and 2 aor act.;
(a)to rise: from lying, Mk 1:35; from sitting, Lk 4:16; to leave a place, Mt 9:9; pleonastically, as Heb. קוּם, before verbs of going, Mk 10:1, al. (v. Dalman, Words, 23; M, Pr., 14); of the dead, Mt 17:23, Mk 8:31; seq. ἐκ νεκρῶν, Mt 17:9, Mk 9:9;
(b)to arise, appear: Ac 5:36, Ro 15:12 (cf. ἐπ-, ἐξ- ἀνίστημι, and v. Cremer, 306, 738; MM, VGT, s.v.). SYN.: ἐγείρω.
English (Strong)
from ἀνά and ἵστημι; to stand up (literal or figurative, transitive or intransitive): arise, lift up, raise up (again), rise (again), stand up(-right).
English (Thayer)
future ἀναστήσω; 1st aorist ἀνέστησα; 2nd aorist ἀνέστην, imperative ἀνάστηθι and (L WH text in ἀνάστα (Winer s Grammar, § 14,1h.; (Buttmann, 47 (40))); middle, present ἀνισταμαι; future ἀναστήσομαι; (from Homer down); I. Transitively, in the present 1st aorist and future active, to cause to rise, raise up (הֵקִים):
a. properly, of one lying down: to raise up from death: to raise up, cause to be born: σπέρμα offspring (Winer's Grammar, 33 (32)); τόν Χριστόν, Rec. to cause to appear, bring forward, τινα τίνι one for anyone's succor: προφήτην, τόν παῖδα αὐτοῦ, II. Intransitively, in the perfect pluperfect and 2nd aorist active, and in the middle;
1. to rise, stand up; used a. of persons lying down (on a couch or bed): ἀνέστη ἀναγνῶναι); R G); sich aufmachen): קוּם (especially וַיָּקָם) is put before verbs of going, departing, etc., according to the well known oriental custom to omit nothing contributing to the full pictorial delineation of an action or event; hence, formerly וַיָקָם and ἀναστάς were sometimes incorrectly said to be redundant; cf. Winer's Grammar, 608 (565). ἀναστῆναι ἀπό to rise up from something, i. e. from what one has been doing while either sitting or prostrate on the ground: ἐκ νεκρῶν added: R G WH marginal reading; ἐκ νεκρῶν omitted: L T Tr marginal reading WH marginal reading); Rec.; so (without ἐκ νεκρῶν) in the future middle also: L WH marginal reading); R G L Tr marginal reading WH marginal reading); to arise, appear, stand forth; of kings, prophets, priests, leaders of insurgents: ἀναστῆναι ἐπί τινα to rise up against anyone: עַל קוּם). (Synonym: see ἐγείρω, at the end Compare: ἐπανίστημι, ἐξανίστημι.)
Greek Monolingual
ἀνίστημι (AM)
1. σηκώνω, εγείρω
2. μεσ. ανασταίνομαι
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ
2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω
3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία
4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω
5. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ
6. παρουσιάζω, διαθέτω για πώληση
7. ξεσηκώνω, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι
8. προσκαλώ, καλώ στα όπλα
9. διαλύω βίαια ή διακόπτω συνάθροιση, συγκέντρωση
10. κάνω τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους αναστατώνω
11. σηκώνω έναν ικέτη που είναι καθισμένος δίπλα σε βωμό ή ιερό
12. μεταφέρω, μετακινώ στρατόπεδο, μεταστρατοπεδεύω
13. (για κυνηγούς) κάνω το ζώο, το κυνήγι να βγει από τη φωλιά του
14. καλώ κάποιον ως μάρτυρα
II. μέσ.
1. σηκώνομαι για να μιλήσω
2. σηκώνομαι όρθιος σε ένδειξη σεβασμού
3. σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ
4. σηκώνομαι από αρρώστια, γίνομαι καλά
5. υψώνομαι ως υπέρμαχος, πρόμαχος ή και πολέμιος κάποιου
6. (για ποταμό) πηγάζω
7. αποχωρώ, φεύγω
8. (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, χάνω τους κατοίκους μου
9. παύω, σταματώ
III. παθ.
1. υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι
2. εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω
3. (η μετοχή παθητικού παρακειμένου ως επίθετο με μεταφορική σημασία) υπεροπτικός, αγέρωχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ίστημι.
ΠΑΡ. ανάσταση, ανάστατος, ανάστημα
αρχ.
ανασταδόν, αναστατήρ, αναστάτης
μσν.-νεοελλ. ανασταίνω
νεοελλ.
αναστατικός.
ΣΥΝΘ. εξανίστημι, επανίστημι
αρχ.
αντανίστημι, απανίστημι. διανίστημι, εξυπανίστημι, επεξανίστημι, μετανίστημι, παρανίστημι, περιανίστημι, προανίστημι, συνεξανίστημι, συνεπανίστημι, υπανίστημι
(αρχ. -μσν.) συνανίστημι.
Greek Monotonic
ἀνίστημι: Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. ἀνίστην, μέλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνεστήσω, αόρ. αʹ ἀνέστησα, Επικ. ἄνστησα· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. ἀνεστησάμην·
Α. I. 1. κάνω να σταθεί όρθιο, ανασηκώνω, χειρός, με το χέρι του, σε Ομήρ. Ιλ.· εγείρω από ύπνο, ξυπνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ἀν. νόσον, σε Σοφ.· σηκώνω από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη δυστυχία, σε Σοφ.
2. λέγεται για πράγματα, ορθώνω, χτίζω, ανεγείρω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα χαλκοῦν, ορθώνω χάλκινο άγαλμα προς τιμή του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ ἀναστήσασθαι πόλιν, χτίζω μόνος μου μια πόλη, σε Ηρόδ.
3. ξαναχτίζω, επιδιορθώνω, επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ.
4. θέτω προς αγορά, σε Ηρόδ.
II. εγείρω, προκαλώ σε κίνηση, ερεθίζω, διεγείρω, σε Ομήρ. Ιλ.· καλώ στα άρματα, ξεσηκώνω το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον ἐπί τινα, σε Πλούτ.
III. 1. κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, σπάζω μια συμμαχία, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
2. κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, μεταναστεύω, μετατοπίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
3. κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ.
4. λέγεται για αθλητές, ξεκινώ ένα αγώνισμα, κηρύσσω την έναρξη, σε Ξεν. Β. Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, σε μέλ. ἀναστήσομαι, σε αόρ. βʹ ἀνέστην, παρακ. ἀνέστηκα, Αττ. υπερσ. ἀνεστήκη· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]·
I. 1. σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη θέση μου ως ένδειξη σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το κρεβάτι, στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· επανακάμπτω από αρρώστια, αναρρώνω, σε Ηρόδ.
2. εγείρομαι ως υπέρμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ.
4. λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, φουσκώνω, σε Πλούτ.
II. 1. σηκώνομαι να φύγω, ξεκινώ, απέρχομαι, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για χώρα, ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· οὐκέτι ἀνισταμένη, μη υποκείμενη πλέον σε μετανάστευση, σε Θουκ.
3. χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ.
4. λέγεται για κυνήγι, διεξάγομαι, σε Ξεν.