εὐθύς
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
εὐθεῖα, εὐθύ, Ion. and Ep. ἰθύς (q.v.: so always in Hom.and Hdt.),
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht.194b, R.602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib.436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.; εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4; ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100; ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg.716a; εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr.195; τὴν εὐ. E.Med. 384; ἐπ' εὐθείας D.S.19.38, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so also εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν X.Eq.7.17, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐθὺ τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to... Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ = on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.
2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, εὐθὺν χρὴ τὸν ἑταῖρον ἔμμεν καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν Scol. 16; κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28; ῥῆτραι Tyrt.4.6; τόλμα Pi.O. 13.12; δίκα Id.N.10.12; κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433, cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134 (Gonni); ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp.492; τὸ εὐθὺ τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht.173a; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐθέος, opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem., τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7; ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν = by direct reasoning, Dam.Pr.432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.
3 εὐθεῖα, ἡ, as substantive,
a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr.49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: Comp., εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech.855a24.
b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE182a3.
B as adverb, εὐθύς and εὐθύ, the former prop. of time, the latter of place, Phryn.119, etc.
I εὐθύ, of place, straight, usually of motion or direction, εὐθὺ Πύλονδε straight to…, h.Merc.342; εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη S.OT1242; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards... X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq.254, Av.1421; εὐ.τοῦ Διός Id.Pax68; εὐ. τοὐρόφου Eup.47; εὐ. τῆς σωτηρίας Ar.Pax301, cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to... Pl.Thg.129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.
b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite... Max.Tyr.15.7.
2 = ἁπλῶς, simply, καλεῖν Thphr. HP 3.8.2, cf. 9.13.2.
3 rarely of time, Philoch.144, Arist.Rh.1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.
II εὐθύς,
1 of time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41; ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers.361; ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj.317; τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words, τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83; εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar.Pax84 (anap.); εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol.1287b10; εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti.24b; ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a; εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20: with a part., εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39; εὐ. ἥκων X.An.4.7.2; εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht.186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist.Metaph.1004a5, cf.Po.1452a14: with Subst., ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5.
2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp.1197 (condemned by Phot.); εὐ. Λυκείου Pherecr.110, cf. Arist.HA498a32, etc.
3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men.100a.
4 like αὐτίκα ΙΙ: for instance, to take the first example that occurs, ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol.1277a6, cf. Cael.284b10, etc.; οἷον εὐθύς Cleom. 1.1, D.Chr.11.145.
C regul. Adv. εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11; ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4; εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20, D.52.6.
2 = εὐθύς B. II.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. (εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.)
French (Bailly abrégé)
1εῖα, ύ;
droit, direct ; ἡ εὐθεῖα (ὁδός) la droite voie ; fig. sans détour, franc, sincère : ἀπὸ τοῦ εὐθέος THC, ἐκ τοῦ εὐθέος THC, δι' εὐθείας PLUT, ἀπ' εὐθείας PLUT sans détour, ouvertement, franchement;
Cp. εὐθύτερος.
Étymologie: εὖ, θέω.
2adv.
1 directement, droit : τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν EUR la route qui conduit directement à Argos;
2 en parl. du temps tout de suite, aussitôt : εὐθὺς κατὰ τάχος THC, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς XÉN tout de suite, tout d'abord, sur-le-champ ; εὐθὺς ἐκ παιδός PLAT, εὐθὺς ἐκ παιδίου XÉN tout de suite au sortir de l'enfance, dès la plus tendre enfance ; εὐθὺς νέοι ὄντες THC dès la jeunesse ; εὐθὺς ὡς ESCHL aussitôt que ; οἷον εὐθύς PLUT précisément (litt. directement) par exemple.
Étymologie: cf. εὐθύς.
German (Pape)
εῖα, ύ, ion. und ep. ἰθύς (w.m.s.), gerade, im Gegensatz des στρογγύλος, Plat. Men. 75a, Parm. 137e, wo es erklärt wird: οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐπίπροσθεν ᾖ (nach Euclid. εὐθεῖα γραμμή, ἥτις ἐξίσου τοῖς ἐφ' ἑαυτοῖς σημείοις κεῖται); dem καμπύλος entgeggstzt, Rep. X.602c; εὐθεῖα ὁδός Pind. N. 1.25; ὁδους εὐθείας τέμνειν, gerade Straßen anlegen, Thuc. 2.100; εὐθυτέρα ὁδός Xen. Cyr. 1.3.3; auch ἡ εὐθεῖα allein = der gerade Weg, Luc. Hermot. 15; = die gerade Linie, Arist. coel. 2.4; εὐθείᾳ περαίνειν Plat. Legg. IV.716a; vgl. Eur. Med. 384; ἐπ' εὐθείας προάγειν DS. 19.38; andere Spätere; ἀπ' εὐθείας, geradezu, Plut. Fab. 3; ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας ἐκτείνειν, auf derselben Linie, Pol. 3.113.3; πλόος, Pind. Ol. 6.103; εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν, gerade vor sich hinsehen, Xen. Eq. 7.17; ἡ εἰς τὸ εὐθὺ ὁδός Luc. Zeux. 10. – übertragen, gerade, offen, aufrichtig, gerecht; τόλμα Pind. Ol. 13.12; δίκη N. 10.12, wie Aesch. Eum. 411; πόνος Pind. Ol. 11.67; οὐδὲν εὐθύ, διὰ τὸ ἄνευ ἀληθείας τεθράφθαι, Plat. Gorg. 525a; καὶ τὸ ἐλεύθερον, dem sklavischen Sinne entgeggstzt, Theaet. 173a; ἐκ τοῦ εὐθέος, im Gegensatz von ἀπάτη, Thuc. 1.34; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, eben so, 3.43, gerade heraus, offen reden; τὸν εὐθὺν ἐξειπόντες ἀμφὶ σοῦ λόγον Eur. Hipp. 492, vgl. εὐθεῖαν λόγων τέμνων κέλευθον Rhes. 422; εὐθείαις ῥήτραις ἀνταπαμείβομαι Tyrt. bei Plut. Lyc. 6; συντόμως καὶ ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας φράζειν Plut. Pyth. or. 29; ἐκ τοῦ εὐθέος δεόμενος, im Gegensatz von ἀπάτῃ, Thuc. 1.34 (ἀντιλέγειν Arr. An. 5.27.5), wie ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, im Gegensatz von ἀπάτῃ προσάγεσθαι, 3.43; von δι' αἰνιγμάτων, Paus. 8.8.2. – Bei den Gramm. ist ἡ εὐθεῖα, sc. πτῶσις, der Nominativ.
• Adv. εὐθύς:
a vom Orte, gew. εὐθύ, geradezu, ἐς Πύλον εὐθὺς ἐλῶντα H.h. Merc. 255; εὐθὺς ἰών Pind. P. 4.83; εὐθὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, in einem Vertrage bei Thuc. 4.118; εὐθὺς πρὸς τὰ βασίλεια Xen. Cyr. 2.4.24; auch χωρίου ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθὺς κειμένου, gerade oberhalb der Stadt, Thuc. 6.96; τινός, gerade auf Etwas los, Eur. Hipp. 1197 und Thuc. 8.96, wo Lobeck εὐθύ ändert; εὐθὺς τοῦ Πειραιῶς κατέσχον Polyaen. 4.7.6.
b von der Zeit, sogleich, gerades Weges, ohne Umstände; ἔννεπεν εὐθύς Pind. Ol. 8.41; εὐθὺς ὡς ἤκουσεν Aesch. Pers. 353; εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος Ag. 884, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, εὐθὺς εἴσω ᾔει Plat. Prot. 310b, εὐθὺς κατ' ἀρχάς Tim. 24c; bes. εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, von Jugend auf, Rep. VI.485d, VII.519a; auch εὐθὺς νέῳ ὄντι, Symp. 178c; νέων ὄντων εὐθὺς τῶν παίδων Legg. VII.788d; vgl. εὐθὺς ἔτι βρέφος Eur. Phoen. 652; ἀρξάμενοι εὐθὺς ἀπὸ τῶν Thuc. 1.146; εὐθὺς ἐκ παιδίου Xen. Cyr. 1.6.20; noch gewöhnlicher εὐθὺς νέοι ὄντες, sogleich von Jugend auf, Thuc. 2.39; εὐθὺς μειράκιον ὤν Xen. An. 2.6.18; so öfter mit dem partic., sobald als, προσέβαλλεν εὐθὺς ἥκων, sobald er angekommen war, griff er sogleich an, An. 4.7.2; εὐθὺς ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος, sobald sie sich vom Körper trennt, Plat. Phaed. 70a; ἰδὼν εὐθὺς παρακελεύομαι Symp. 221a, öfter, wie Folgde; εὐθὺς παραχρῆμα Dem. 48.40 und A.; – ἡ εὐθὺς φυγή, die plötzliche Flucht, Hdn. 8.1.10.
c zur Anführung eines Beispiels, wie auch wir gleich brauchen (vgl. αὐτίκα), bes. bei Sp. Vgl. Xen. Mem. 2.6.32, Hier. 1.35; οἷον εὐθύς vrbdt Plut. Def. orac. 47. Vgl. oben εὐθέως.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύς: II adv.
1 прямо, напрямик (ἀπὸ τοῦ Ποσειδωνίου εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Thuc.): εὐ. πρὸς τὰ βασίλεια Xen. прямо в царский дворец;
2 немедленно, сразу же, тут же: εὐ. ἐκ παιδός Plat. и ἐκ παιδίου Xen. с самого детства; εὐ. ἐξ ἀρχῆς Xen., Arst., κατ᾽ ἀρχάς Plat., ἀπ᾽ ἀρχῆς Arph. и ἐν ἀρχῇ Arst. тотчас же, с самого же начала;
3 как раз: τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου Thuc. как раз в начале лета; εὐ. νέοι ὄντες Thuc. еще в юности;
4 как только, едва лишь: εὐ. ἥκων Xen., Plut. как только он пришел;
5 вот, кстати: οἷον εὐ. Plut. и ὥσπερ εὐ. Arst. вот например.
III (редко) praep. cum gen. прямо в: ἡ εὐ. Ἄργους ὁδός Eur. прямая дорога в Аргос.
εῖα, ύ
1 прямой, прямолинейный (ὁδος Pind., Thuc., Xen.; πλόος Pind.; ῥύγχος, πόροι, κίνησις Arst.);
2 прямой, открытый, искренний (τόλμα Pind.; λόγος Eur.);
3 правильный, справедливый (δίκη Pind., Aesch.). - см. тж. ἰθύς I и εὐθύ I и II.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύς: εῖα, ύ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰθὺς (ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Ὀδ. καὶ Ἡρόδ.), ἴδε ἐν λέξ. ἰθύς. Εὐθύς, ἴσος, εἴτε καθέτως, εἴτε ὀριζοντίως, ἀντίθ. τῷ σκολιός ἢ καμπύλος, Πλάτ. κλ. εὐθ. πλόος, ὁδὸς Πινδ. Ο. 6. 177, Ν. 1. 36. καὶ Ἀττ.· εὐθυτέρα ὁδὸς Ξεν. Κύρ. 1.3, 4· ὁδοὺς εὐθείας τέμνειν Θουκ. 2. 100· ῥόμβος ἀκόντων Πινδ. Ο. 13. 134· εὐθεία (δηλ. ὁδῷ), διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Πλάτ. Νόμ. 716Α· εὐθεῖαν ἕρπε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· τὴν εὐθεῖαν Εὐρ. Μήδ. 384· ἐπ’ εὐθείας Διόδ. 19. 38· ἴδε κάτωτ. 2 καὶ 3· οὕτω καί, εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν Ξεν. Ἱππ. 7. 17, κτλ.· τοῦ εὐθέος πλήρης, κεκορεσμένος, βεβαρημένος ἀπὸ τοῦ νὰ πορεύηται τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, αὐτόθι 14· ἡ ἐς τὸ εὐθὺ τῆς ῥητορικῆς ὁδός, ἡ εὐθεῖα ὁδὸς πρὸς..., Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 10. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, εὐθύς, σαφής, δίκαιος, ῥῆτραι Τυρταῖος 2. 8· τόλμα Πινδ. Ο. 13. 15· δίκη ὁ αὐτ. Ν. 10. 22· κρῖνε δ’ εὐθεῖαν δίκην (ἴδε εὐθυδικία καὶ πρβλ. εὐθύνω ΙΙ) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· εὐθ. ἑταῖρος Σκόλ. Ἑλλ. 15. Bgk. ὁ εὐθὺς λόγος Εὐρ. Ἱππ. 492, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 50· τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, λέγειν παρρησία, φανερῶς, κατ' εὐθεῖαν, ἀπροκαλύπτως, Θουκ. 3. 43· ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργεῖν, φανερῶς, ἄνευ ἐπιφυλάξεως, ὁ αὐτ. 1. 34· καὶ ἐν τῷ θηλ., ἁπλῶς καὶ δι’ εὐθείας Πλούτ. 2. 408Ε· ἀπ’ εὐθείας αὐτόθι 57Α, ἐν Φαβ. 3. 3) ἡ εὐθεῖα, ὡς οὐσιαστ., α) (ἐξυπακ. γραμμή), εὐθεῖα γραμμή, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 2, Εὐκλείδ.· ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐθεῖαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας Πολύβ. 3. 113, 2 καὶ 3· ἐπὶ μίαν εὐθεῖαν αὐτόθι 8. β) (ἐξυπακ. πτῶσις) ἡ ὀνομαστ. Λατ. casus rectus, Διονύσ. Θρ. 632. 10, 635. 5, Δρακ. 18. 5, Ἀπολλ. Δυσκ. π. Ἀντων. 268C, 289Β, κτλ. Β. Ὡς Ἐπίρρ., εὐθὺς καὶ εὐθύ, ὧν τὸ μὲν πρῶτον κυρίως ἐπὶ χρόνου, τὸ δὲ δεύτερον ἐπὶ τόπου. Ι. εὐθύ, ἐπὶ τόπου, κατ' εὐθεῖαν, εὐθὺ Πύλονδ’ ἐλάων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 342· ἵετ’ εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Σοφ. Ο. Τ. 1242· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατ’ εὐθεῖαν πρὸς..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 37· καὶ οὕτω μετὰ γεν., εὐθὺ τῶν κυρηβίων. εὐθὺ Πελλήνης Ἀριστοφ. Ἱππ. 254, Ὄρν. 1421· εὐθὺ τοῦ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 68, 77, πρβλ. 819· εὐθὺ τῆς σωτηρίας αὐτόθι 301. πρβλ. Εὐριπ. Ἱππ. 1197, Θουκ. 8. 88, κτλ.· ἴδε ἰθύς. 2) = ἁπλῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, πρβλ. 9. 13, 2. 3) ἐνώπιον τινος, τοῦ δαιμονίου Πλάτ. Θεάγ. 129Α. ΙΙ. εὐθύς, 1) ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, εὐθύς, ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, Πινδ. Ο. 8. 54· ὁ δ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσε Αἰσχυλ. Πέρσ. 361· ὁ δ’ εὐθὺς ἐξῴμωξεν Σοφ. Αἴ. 317· τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Θουκ. 1. 1, πρβλ. 5. 3., 7. 77· συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλων ἐπιρρηματικῶν λέξεων, τάχα δ’ εὐθὺς ἰών Πινδ. Π. 4. 147· εὐθὺς κατὰ τάχος Θουκ. 6. 101· εὐθὺς παραχρῆμα (ἴδε ἐν λ. παραχρῆμα)· εὐθὺς ἀπ’ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρ. 84· εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 9· εὐθὺς κατ’ ἀρχάς Πλάτ. Τίμ. 24C· ἀφ’ ἑσπέρας εὐθὺς ἤδη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1· εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, ἔτι ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 485D, 519Λ· εὐθὺς ἐκ παιδίου Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20 (ἴδε ἐν λ. παῖς ΙΙ)· μετὰ μετοχ., εὐθὺς νέοι ὄντες Θουκ. 2. 39· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ θέρους, αὐτόθι 47· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου τοῦ πολέμου, ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 1. 1· εὐθὺς ἀποβεβηκότι, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀπόβασιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 4. 43· εὐθὺς γενομένοις, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β. 2) σπανίως, ὡς τὸ εὐθύ, ἐπὶ τοπικῆς ἐννοίας. ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς, κατ' εὐθεῖαν ὑπεράνω τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 96· τούτου εὐθὺς ἐχομένη, ἀμέσως πλησίον αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Θεόκρ. 25. 23· εὐθὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, Σπονδ. παρὰ Θουκ. 4. 118· τήν εὐθὺς Ἄργους καπηδαυρίας ὁδόν, τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν κατ' εὐθεῖαν πρὸς τὸ Ἄργος, καί..., Εὐρ. Ἱππ. 1197 (φράσις ἣν ὁ Φώτ. σημειοῦται ὡς πλημμελῆ, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ)· εὐθὺς Λυκείου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 4: - ἀλλ’ ἡ χρῆσις αὕτη τοῦ εὐθὺς ἀντὶ τοῦ εὐθὺ κατέστη κοινοτέρα παρὰ μεταγεν., ὡς παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 14., 2. 17, 6 καὶ 7., 4. 3, 5. 3) ἐπὶ τρόπου, κατ' εὐθεῖαν, ἁπλῶς, Πλατ. Μένων 100Α: φυσικῶς, ἀναντιρρήτως, φανερῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 10, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ αὐτίκα (ΙΙ)· παραδείγματος χάριν, ἐπὶ τῷ πρώτῳ τυχόντι παραδείγματι, ὥσπερ ζῷον εὐθὺς ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 4, 6, πρβλ. 8, π. Οὐρ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 167, 169. Γ. εὐθέως, Ἐπιρρ. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ Ἐπιρρ... εὐθύς, Σοφ. Αἴ. 31, Ο. Κ. 994, Εὐρ. Ἀποσπ. 31, Πλάτ. Φαίδων 63Α, κτλ.· αἰσθόμενος εὐθέως, εὐθὺς ὡς ἐνόησε, Λυσ. 97. 22· ἐπεὶ εὐθέως, εὐθὺς ὡς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· εὐθέως παραχρῆμα Ἀντιφῶν 113, 30, Δημ. 1237. 21· ἴδε ἀνωτ. Β. Ι. 2) ἀμέσως, κατ' εὐθεῖαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3. 14. 3) ὡς τὸ εὐθὺς Β. ΙΙ. 3, οἷον εὐθέως, ὡς παραδείγματος χάριν, Πολύβ. 6. 52. 1... 12. 5, 6.
English (Autenrieth)
see ἶθύς.
English (Slater)
εὐθῠς
a at once, straightway adv. ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41) κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ (O. 13.82) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (O. 13.86) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις (P. 4.34) μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.39) εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (N. 1.54) εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν (N. 5.33)
b directly τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν (P. 4.83) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (εὐθὺ coni. Hermann) (I. 8.41)
εὐθῠς adj.
a straight, straightforward εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.103) ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (v. 1. εὐθῦν(αι), εὔθυν(ε). Σ.) (O. 7.33) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων (O. 10.64) ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (O. 13.93) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) εὐθεῖα δὴ (ἐστι) κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 2.
b correct: upright, straightforward τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν (O. 13.12) κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (P. 3.28) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ (N. 10.12)
Spanish
English (Strong)
perhaps from εὖ and τίθημι; straight, i.e. (literally) level, or (figuratively) true; adverbially (of time) at once: anon, by and by, forthwith, immediately, straightway.
English (Thayer)
(εὐθύς (adv)) adverb (from Pindar down), equivalent to εὐθέως, with which it is often interchanged in the manuscripts (see εὐθέως); straightway, immediately, forthwith: Phryn. ed. Lob., p. 145.)
Greek Monolingual
-εία, -ύ (ΑΜ εὐθύς, -εῖα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς)
1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.)
2. (με ηθ. έννοια) δίκαιος, έντιμος, ειλικρινής
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῖα
α) (ενν. οδός) ίσιος δρόμος («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)
β) (ενν. γραμμή) ίσια γραμμή («ἐπ' εὐθείας εἶναι», Αρχιμ.)
νεοελλ.
φρ. «κατ' εὐθεῖαν» και απλοπ. τ. «κατευθείαν» ως επίρρ.
α) (για πορεία ή πλου) χωρίς ενδιάμεση στάθμευση
β) (για ενέργεια ή λόγο) αμέσως, χωρίς περιστροφές
γ) χωρίς παρέκκλιση, χωρίς παράκαμψη
μσν.
φρ. «κατ᾿ εὐθεῖαν» — με άμεσο συλλογισμό
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῖα (ενν. πτῶσις)
η ονομαστική πτώση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύ
α) η ονομαστική πτώση
β) η κατευθείαν διεύθυνση («κατ᾿ εὐθύ», «εἰς τὸ εὐθύ»)
γ) η πορεία σε ευθεία οδό
δ) η ευθύτητα του χαρακτήρα
3. φρ. α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε ευθεία γραμμή
β) «ἐξ εὐθείας παρέχω» — επιδρώ αμέσως
γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — στέκομαι όρθιος
δ) «κατ' εὐθύ» — σε ισόπεδο έδαφος
ε) «τοῦ εὐθέος πλήρης» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την ευθεία οδό
στ) «ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγω» — μιλώ με παρρησία
ζ) «ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργῶ» — φανερά, χωρίς επιφύλαξη προσφέρω υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. ευθέως (ΑΜ εὐθέως)
1. αμέσως, ταχέως («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' ἴχνος ᾄσσω», Σοφ.)
2. κατευθείαν, ολόισια
II. ευθύς και ευτύς (ΑΜ εὐθύς, Μ και εὐτύς)
1. (χρονικό) αμέσως, χωρίς αναβολή
2. (με το ως) ευθύς ως
αμέσως μόλις
μσν.
κατωτέρω, εφεξής
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για δήλωση της άμεσης χρονικής ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι βρέφος», Ευρ.)
2. (σπάν. τοπικό) κατευθείαν («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, Ευρ.)
3. (τροπικό) απλώς
4. παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα («ὥσπερ ζῶον εὐθύς», Αριστοτ.)
III. εὐθύ (ΑΜ)
1. (τοπικό) σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», Σοφ.)
2. απέναντι ακριβώς
3. απλώς
4. (χρονικό) αμέσως, στη στιγμή («εὐθὺ τοῦτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί προϊόν συμφυρμού του τ. είθαρ («αμέσως, ευθέως») με τον ομηρ. -ιων. τ. ιθύς («ευθύς»). Ήτοι το ευ- του τ. ευθύς φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του ει- του είθαρ προς το -υ- του ιθύς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. δημιουργήθηκε από το ιθύς με την επίδραση του επιρρ. εν.
ΠΑΡ. ευθέως, ευθύνω, ευθύτης
αρχ.
ευθυντός
μσν.
εύθειος
μσν.- νεοελλ.
ευθειάζω
νεοελλ.
ευθειακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ευθυ-. (Β' συνθετικό) αρχ. μεσευθύς.
Greek Monotonic
εὐθύς: -εῖα, -ύ,
Α. 1. Ιων. και Επικ. ἰθύς, ευθύς, ίσιος, είτε καθέτως, είτε οριζοντίως, σε Θουκ. κ.λπ.· εὐθείᾳ (ενν. ὁδῷ), μέσω της ευθείας οδού, όχι πλαγίως, σε Πλάτ.· ομοίως και, τὴν εὐθεῖαν, σε Ευρ.
2. με ηθική σημασία, ευθέως, ανοιχτά, φανερά, ειλικρινά, δίκαια, σε Τυρτ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἀπὸ τοῦ εὐθέος, ἐκ τοῦ εὐθέος, φανερά, ανοιχτά, ανεπιφύλακτα, σε Θουκ. Β. ως επίρρ., εὐθύς και εὐθύ, το πρώτο κυρίως λέγεται για χρόνο, το δεύτερο για τόπο· I. εὐθύ, λέγεται για τόπο, κατευθείαν, εὐθὺ Πύλονδε, κατευθείαν στην Πύλο, σε Ομηρ. Ύμν.· εὐθὺ πρὸς τὰ λέχη, σε Σοφ.· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατευθείαν προς τη Βαβυλώνα, σε Ξεν.· ομοίως με γεν., εὐθὺ Πελλήνης, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. εὐθύς: 1. λέγεται για χρόνο, ευθύς αμέσως, πάραυτα, παρευθύς, αυτοστιγμεί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὐθὺς ἐκ παιδίου, σε Ξεν.· με μτχ., εὐθὺς νέοι ὄντες, σε Θουκ.· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, αμέσως στην αρχή του καλοκαιριού, στον ίδ.
2. σπανίως, όπως το εὐθύ, λέγεται για τόπο, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς, κατευθείαν πάνω από την πόλη, στον ίδ.· τὴνεὐθὺς Ἄργους ὁδόν, η οδός που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, σε Ευρ.
3. λέγεται για τρόπο, απευθείας, απλά, σε Πλάτ. Γ. ευθέως, επίρρ. χρησιμ. ακριβώς όπως το επίθ. εὐθύς, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπεὶ εὐθέως, ευθύς, αμέσως, μόλις, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
εὐθεῖα, εὐθύ
Grammatical information: adj.
Meaning: straight, also metaph. just; εὐθύς, -ύ also adv. (beside εὐθέως) straightway, directly of place and time (Pi., att.; vgl. Schwyzer 620f.).
Compounds: Very often as 1. member, e. g. in εὐθυ-ωρία, s. v.
Derivatives: εὐθύτης straightness (Arist.) and the denomin. εὐθύνω make straight, direct, steer, chastise, punish (Pi., att.; Schwyzer 733) with several derivv.: εὔθυνσις make straight (Arist.), εὐθυσμός id. (Ph.); εὐθυντήρ steerer, chastiser (Thgn., A., Man.) with εὐθυντήριος making straight, steering (A. Pers. 764), εὐθυντηρία f. the part of a ship where the rudder was fixed (E. IT 1356), base-wall, base (inscr.), -ιαῖος (Didyma); εὐθυντής = εὔθυνος (Pl. Lg. 945b, c), -τικός (Arist., D. H.). - More usual are the postverbal expressions εὔθυνος m. revisor of the state (Pl., Arist., inscr. since Va etc.), also judge, chastiser in gen. (A., E.); εὔθυνα f. public responsibility, revision (Att.; cf. Solmsen Wortforsch. 256, Schwyzer 421 A. 3).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No agreement outside Greek. It may have taken the place of ἰθὺς. Perh. cross of εἶθαρ and ἰθύς (s. vv.) with assimilation ει: υ > ευ: υ (Schwyzer 256); εὐρύς is semantically farther. See Bq.
Middle Liddell
1
1. straight, direct, Thuc., etc.:— εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Plat.; so, τὴν εὐθεῖαν Eur.
2. in moral sense, straightforward, open, frank, Tyrtae., Aesch., etc.; ἀπὸ τοῦ εὐθέος, ἐκ τοῦ εὐθέος openly, without reserve, Thuc.
2
A. as adv., εὐθύς properly of time, εὐθύ of place:
I. εὐθύ, of place, straight, εὐθὺ Πύλονδε straight to P., Hhymn.; εὐθὺ πρὸς τὰ λέχη Soph.; εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος straight towards B., Xen.; so c. gen., εὐθὺ Πελλήνης Ar., etc.
II. εὐθύς,
1. of time, straightway, forthwith, at once, Aesch., etc.; εὐθὺς ἐκ παιδίου Xen.; with a part., εὐθὺς νέοι ὄντες Thuc.; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου just at the beginning of summer, Thuc.
2. rarely, like εὐθύ, of place, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς just above the city, Thuc.; τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν the road leading straight to Argos, Eur.
3. of Manner, directly, simply, Plat.
B. εὐθέως, adv., is used just as the adv. εὐθύς, Soph., etc.; ἐπεὶ εὐθέως as soon as, Xen.
Frisk Etymology German
εὐθύς: -εῖα, -ύ
{euthús}
Meaning: gerade, auch übertr. gerecht; εὐθύς, -ύ auch Adv. (neben εὐθέως) geradeswegs, sogleich von Ort und Zeit (Pi., att.; vgl. Schwyzer 620f.).
Composita: Sehr oft als Vorderglied, z. B. in εὐθυωρία, s. bes.
Derivative: Davon εὐθύτης Geradheit (Arist., LXX u. a.) und das Denominativum εὐθύνω gerade machen, richten, lenken, züchtigen, bestrafen (Pi., att.; Schwyzer 733) mit mehreren Ablegern: εὔθυνσις das Geradrichten (Arist. u. a.), εὐθυσμός ib. (Ph.); εὐθυντήρ Lenker, Züchtiger (Thgn., A., Man.) mit εὐθυντήριος gerade richtend, lenkend (A. Pers. 764), εὐθυντηρία f. Steuerlager (E. IT 1356), Grundmauer, Sockel (Inschr.), -ιαῖος (Didyma); εὐθυντής = εὔθυνος (Pl. Lg. 945b, c), -τικός (Arist., D. H.). — Gewöhnlicher sind die postverbalen Fachausdrücke εὔθυνος m. Revisor der Staatsverwaltung (Pl., Arist., Inschr. seit Va usw.), auch Richter, Züchtiger im allg. (A., E.); εὔθυνα f. ‘öffentliche Rechenschaft(sablegung), Revision’ (att.; vgl. Solmsen Wortforsch. 256, Schwyzer 421 A. 3).
Etymology: Ohne außergriechische Entsprechung. Wahrscheinlich Kreuzung von εἶθαρ und ἰθύς (s. dd.) mit Assimilation ει: υ > ευ: υ (Schwyzer 256 m. Lit.); εὐρύς liegt semantisch etwas fern, um in Betracht zu kommen. Ältere Lit. bei Bq; dazu WP. 2, 450.
Page 1,587
Chinese
原文音譯:eÙqÚj 由-替士
詞類次數:形容詞(16)
原文字根:好-安置的 相當於: (יָשָׁר)
字義溯源:直的*,正的,正直的,立刻,立時,當下,快快的,連忙,隨即,立即,即刻,即時;或由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)=處所,安放*)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X=善*,美)。註:和合本常以編號 (εὐθύσ1 / εὐθύσ2)來取替 (εὐθέως)。聖經文庫將此編號分為兩個編號,一個是形容詞:直的,正的;另一個是副詞:立即,隨即。馬可福音說到主耶穌是神的僕人,僕人作事要非常敏捷的,所以‘立刻,隨即’的字用得很多(四十餘次)
同源字:1) (εὐθέως)直接地 2) (εὐθυδρομέω)定好直路 3) (εὐθύνω)修直 4) (εὐθύσ1 / εὐθύσ2)直的 5) (εὐθύτης)正直 6) (κατευθύνω)完全的修直參讀 (ἐξαυτῆς)同義字
出現次數:總共(59);太(4);可(45);路(2);約(3);徒(4);彼後(1)
譯字彙編:
1) 立刻(27) 可1:12; 可1:18; 可1:21; 可1:28; 可1:29; 可1:30; 可1:31; 可1:43; 可2:8; 可2:12; 可3:6; 可4:5; 可4:15; 可4:16; 可4:17; 可5:2; 可5:29; 可5:30; 可5:42; 可5:42; 可6:25; 可6:54; 可7:25; 可7:35; 可10:52; 可11:2; 可14:43;
2) 隨即(9) 太3:16; 可1:20; 可6:27; 可6:45; 可8:10; 可11:3; 可14:45; 約19:34; 徒10:16;
3) 直(4) 太3:3; 可1:3; 路3:4; 徒9:11;
4) 一(4) 可1:10; 可9:15; 可9:20; 可15:1;
5) 立時(3) 可6:25; 可9:24; 可14:72;
6) 正(3) 可1:23; 徒8:21; 彼後2:15;
7) 正直(2) 路3:5; 徒13:10;
8) 立刻就(1) 約13:30;
9) 快快的(1) 約13:32;
10) 連忙(1) 可6:50;
11) 當下(1) 太13:20;
12) 即時(1) 可1:42;
13) 就立刻(1) 可4:29;
14) 立即(1) 太13:21
English (Woodhouse)
direct, immediately, straight, at a glance, at once, directly towards, of direction, opposed to crooked, straight for, straight to, straight towards
Mantoulidis Etymological
(=ἴσιος). Ἰων. καί ἐπικός τύπος ἰθύς. Ἀπό τό ἐπίρρ. ἰθύς ἀπό ρίζα ι τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
-ύ recto de Afrodita ἐπικαλοῦμαι καὶ ... εὐθείην, ἀφρωραίαν Ἀφροδίτην invoco también a la recta, hermosa como la espuma Afrodita P IV 3232
Lexicon Thucydideum
recta, straight, direct, 8.88.1, [vulgo commonly εὐθὺς]
Translations
Albanian: drejtë; Arabic: مُسْتَقِيم; Armenian: ուղիղ; Aromanian: ãndreptu; Assamese: পোন; Asturian: derechu; Azerbaijani: düz, müstəqim, rast; Bashkir: төҙ; Belarusian: прамы, просты; Bengali: সিধা, সোজা, সরল; Bulgarian: прав, изправен; Burmese: ဖြောင့်, စင်း; Catalan: dret, recte; Cebuano: tanos, tul-id; Chamicuro: nanatolo; Chechen: нийса; Chinese Cantonese: 直; Mandarin: 直; Min Dong: 直; Czech: přímý; Dalmatian: drat; Danish: lige, ret; Dutch: recht, rechte; Esperanto: rekta; Finnish: suora; French: droit, rectiligne; Friulian: dret; German: gerade; Gothic: 𐍂𐌰𐌹𐌷𐍄𐍃; Greek: ίσιος, ευθύς; Ancient Greek: εὐθύς, ὀρθός; Hebrew: יָשָׁר; Higaonon: matul-id; Hindi: सीधा; Hungarian: egyenes; Icelandic: beinn; Indonesian: lurus; Ingush: нийса; Interlingua: directe; Irish: díreach; Italian: dritto; Japanese: まっすぐな; Kashubian: prosti; Korean: 똑바르다; Kurdish Central Kurdish: ڕێک; Latin: rectus; Luxembourgish: riicht, gerode; Macedonian: прав; Malay: lurus; Manchu: ᡨᠣᠨᡩᠣ; Maori: tōtika; Mongolian: шулуун; Nanai: тонгдо; Navajo: kʼézdon; Occitan: dret; Papiamentu: stret; Persian: مستقیم; Polish: prosty; Portuguese: reto; Romanian: drept; Romansch: dretg; Russian: прямой; Sanskrit: ऋजु, साधु; Sardinian: daretu, deretu, diritu, dritu; Scots: straucht; Scottish Gaelic: dìreach; Serbo-Croatian Cyrillic: прав; Roman: prav; Sicilian: drittu; Slovak: priamy, rovný; Sorbian Lower Sorbian: rowny; Spanish: recto, liso; Sundanese: lempeng; Swahili: -nyofu; Swedish: rak; Tagalog: tuwid; Tetum: loos; Thai: ตรง; Ukrainian: прямий; Urdu: سیدھا; Venetian: dirito; Walloon: droet; Zealandic: recht