τρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = [[τρέχω]], β) τροχ-, μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- ([[ἔδραμον]]), δ) δρομ-, μέ ἑτεροίωση ([[δρόμος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τροχός]], [[τροχάζω]] (=[[τρέχω]] γρήγορα), [[τροχαϊκός]], [[τροχαῖος]], [[τροχαλός]], [[τροχάδην]], [[τροχαντήρ]], [[τροχήλατος]] (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), [[τροχιά]], [[τροχίας]] (=ἀγγελιοφόρος), [[τροχίζω]] (=[[βασανίζω]]), [[τροχιλία]], ἡ (=καρούλι), [[τροχίλος]] (=μικρό πουλί), [[τροχιός]] (=στρόγγυλος), [[τρόχις]], ὁ (=ἀγγελιοφόρος), [[τροχίσκος]], [[τροχοειδής]], [[τροχόεις]], [[τρόχμαλος]] (=λιθάρι στρόγγυλο), [[ἴσως]] τό [[τράχηλος]], [[περιθρεκτέον]], [[δράμημα]] ἤ [[δρόμημα]] (=τρέξιμο), [[δραμητέον]], [[δρομάς]], (=αὐτός πού τρέχει), [[δρομαῖος]], [[δρομεύς]], τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, παρα, συν, ὑπο)[[δρομή]], [[δρομίας]] (=[[εἶδος]] ψαριοῦ), [[δρομικός]] (ἀνα, ἐκ, προ)[[δρομικός]], [[δρόμιος]], [[δρόμος]], (διά, [[περί]], [[πρό]], σύν)δρομος, [[δολιχοδρόμος]], [[ἱππόδρομος]], [[λαμπαδηδρομία]], σταδιοδρομῶ, [[ταχυδρόμος]], [[δρόμων]] -ωνος (=ἐλαφρό [[πλοῖο]]).
|mantxt=Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = [[τρέχω]], β) τροχ-, μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- ([[ἔδραμον]]), δ) δρομ-, μέ ἑτεροίωση ([[δρόμος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τροχός]], [[τροχάζω]] (=[[τρέχω]] γρήγορα), [[τροχαϊκός]], [[τροχαῖος]], [[τροχαλός]], [[τροχάδην]], [[τροχαντήρ]], [[τροχήλατος]] (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), [[τροχιά]], [[τροχίας]] (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίζω]] (=[[βασανίζω]]), [[τροχιλία]], ἡ (=[[καρούλι]]), [[τροχίλος]] (=μικρό πουλί), [[τροχιός]] (=[[στρόγγυλος]]), [[τρόχις]], ὁ (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίσκος]], [[τροχοειδής]], [[τροχόεις]], [[τρόχμαλος]] (=λιθάρι στρόγγυλο), [[ἴσως]] τό [[τράχηλος]], [[περιθρεκτέον]], [[δράμημα]] ἤ [[δρόμημα]] (=[[τρέξιμο]]), [[δραμητέον]], [[δρομάς]], (=αὐτός πού τρέχει), [[δρομαῖος]], [[δρομεύς]], τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, παρα, συν, ὑπο)[[δρομή]], [[δρομίας]] (=[[εἶδος]] ψαριοῦ), [[δρομικός]] (ἀνα, ἐκ, προ)[[δρομικός]], [[δρόμιος]], [[δρόμος]], (διά, [[περί]], [[πρό]], σύν)δρομος, [[δολιχοδρόμος]], [[ἱππόδρομος]], [[λαμπαδηδρομία]], σταδιοδρομῶ, [[ταχυδρόμος]], [[δρόμων]] -ωνος (=ἐλαφρό [[πλοῖο]]).
}}
}}
{{elmes
{{elmes

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέχω Medium diacritics: τρέχω Low diacritics: τρέχω Capitals: ΤΡΕΧΩ
Transliteration A: tréchō Transliteration B: trechō Transliteration C: trecho Beta Code: tre/xw

English (LSJ)

Od.9.386, etc.: fut. θρέξομαι (ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), (μετα-) Id.Pax 261, (περῖ) Id.Ra.193; θρέξω only in Lyc.108; but A ἀπο-θρέξεις Pl.Com.232: aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual fut. and aor. come from the root δραμ-, viz. δρᾰμοῦμαι E.Or.878, X.An. 7.3.45, etc.; Ion. δραμέομαι Hdt.8.102; late δραμῶ LXX Ca.1.4; but ὑπερ-δραμῶ Philetaer.3 (dub. l.); δράμομαι in compd. ἀναδράμεται AP 9.575 (Phil.): aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): pf. δεδράμηκα [ᾰ] Philem. 38, Men.741, (ἀνα-) Hdt.8.55, (κατα-) X.HG4.7.6, (περι-) Pl.Clit. 410a, (συν-) D.17.9: plpf. ἐδεδραμήκεσαν (κατ-) Th.8.92: poet. pf. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—Pass., pf. δεδράμημαι (ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599,602, Ion. Iterat. θρέξασκον (ἔθρεξα was also old Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA1569 (s.v.l., ἔβρεξε Weil), (περι-) Ar.Th.657); but the common aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—Dor. τράχω [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: fut. θραξοῦμαι Hsch.:—run, of men, ἰθὺς δράμε Od.23.207, etc.; θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599; τρέχει Ὅρκος ἅμα . . δίκῃσιν Hes. Op.219; ᾤχεο τρέχων Epich.37,110 (τράχων cf. Ahrens); βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg.468a; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30; τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37: of horses, Il.23.393,520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out . . ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R.327b; v. infr. 2. 2 of things, move quickly, τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386, cf. Il.14.413; ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856; πόλιν . . ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj.1083; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32; ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε . . σταγών A.Ag.1121 (lyr.); ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω having run its course, S.Aj. 731; πυρετὸς . . ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12. 3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58. II c. acc. loci, run over, ῥόθια πεδία E.Hel.1117 (lyr.); ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1:—in Att. Prose θέω seems to be more freq. in the pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18. 2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El.883,954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc.489, cf. IA1455; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or.878; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102; κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4; ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3: sometimes the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆς ψυχῆς Id.9.37; φόνου πέρι E.El.1264; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 (ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2, δρόμος 1.2, κρέας fin. 3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5, τριάζω 1. 4 commit, μηδ' ἑτέρας δραμεῖν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας PLond.5.1711.34 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1138] dor. τράχω, s. Böckh v.l. Pind. P. 8, 34; fut. θρέξομαι, p. ἀποθρέξεις wird B. A. 427 aus Plat. com. angeführt, s. ἀνατρέχω; aor. ἔθρεξα, θρέξασκον, Il. 18, 399; gewöhnlicher fut. δραμοῦμαι; δραμῶ nur in der Zusammensetzung ὑπερδραμῶ, Philetaer. bei Ath. X, 416 f; u. δράμομαι in der Zusammensetzung ἀναδράμεται, Philp. 24 (IX, 575); aor. ἔδραμον; perf. δεδράμηκα, p. auch δέδρομα, vgl. ἐπιδεδράμημαι; Hom. hat das praes. Il. 23, 520 Od. 9, 386; θρέξασκον Il. oft; aor. II. Il. 23, 393 Od. 23, 307; das perf. nur in Zusammensetzungen; – laufen, Hom. Il. 23, 520; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, 18, 599, wie Pind. Ol. 11, 65; ἐν ποσί μοι τράχον χρέος, P. 8, 33, wo Böckh zu vgl.; ἅμα τινί, mit Einem gleichen Schritt halten, Hes. O. 221; Tragg. u. in Prosa; aor. I. auch att., Ar. Nubb. 1095 Th. 657; übertr., λήγει δ' ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, Soph. Ai. 718; δρόμον δραμεῖν, ἀγῶνα δραμεῖν, wie unser »Gefahr laufen«, Her. 8, 102; Eur. I. A. 1456 El. 883; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον, Or. 876; τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ ψυχῆς, laufen, um sich selbst od. sein Leben zu retten, Her. 7, 57. 9, 37; φόνου πέρι, Eur. El. 1264; so τρέχειν τὴν ἐσχάτην, Pol. 1, 87, 3. 18, 35, 6; περὶ νίκης, Xen. An. 1, 5, 8; παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, außer einer Kampfübung trug er den Sieg davon, Her. 9, 33; βαδίζειν καὶ τρέχειν, Plat. Gorg. 468 a; Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. δραμοῦμαι, ao. rare ἔθρεξα, ao.2 ἔδραμον, pf. en compos. δεδράμηκα et δέδρομα;
courir;
1 en gén. : πόδεσσι IL aller de toute la vitesse de ses pieds ; πρανῆ καὶ ὄρεια XÉN courir par monts et par vaux ; ἀνὰ τὰ ὄρη XÉN courir par les montagnes ; εἴς τινα sur qqn, contre qqn ; fig., en parl. de choses se mouvoir rapidement;
2 particul. courir dans la carrière : στάδιον PLUT courir le stade ; Ὀλύμπια PLUT courir, càd lutter à la course aux jeux Olympiques ; p. ext. ἀγῶνα EUR courir le risque d'une lutte ; παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν HDT il s'en fallut d'un assaut qu’il ne fût vainqueur ; abs. courir un danger : τρέχειν περὶ ἑαυτοῦ HDT, περὶ ψυχῆς HDT courir le risque de sa vie.
Étymologie: R. Τρεχ et Δραμ, courir.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρέχω, Dor. τράχω, aor. ind. ἔδραμον, soms ook ἔθρεξα, Ion. iter. θρέξασκον, conj. Aeol. 1 plur. δρόμωμεν; perf. δεδράμηκα, Aeol. δεδρόμᾱκα, poët. in compos. ook - δέδρομα; fut. in compos. -θρέξομαι, Ion. δραμέομαι, rennen, lopen, draven:; ἰθὺς δράμε zij rende op hem af Od. 23.207; ἵπποι... δραμέτην de beide paarden galoppeerden Il. 23.393; περὶ τῆς ψυχῆς τρέχειν voor zijn leven rennen Hdt. 9.37.2; τρέχων in volle vaart Xen. Cyr. 2.2.30; met acc. v. h. inw. obj.:; ἀγῶνα τ. een race rennen Eur. El. 883; met acc. spatii:; ἔδραμε ῥόθια πολιὰ βαρβάρῷ πλάτᾳ hij vloog over de grijze baren met uitheemse roeispaan Eur. Hel. 1117; overdr.: πολλοῦς... ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν zij zullen vele gevaren moeten lopen voor eigen lijfsbehoud Hdt. 8.102.3.

Russian (Dvoretsky)

τρέχω: дор. τράχω (fut. δρᾰμοῦμαι - ион. δραμέομαι, aor. 2 ἔδρᾰμον - Eur., Arph. ἔθρεξα, pf. δεδράμηκα)
1 бежать, бегать (βαδίζειν καὶ τ. Plat.): οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος погов. NT (это не во власти) ни хотящего, ни бегущего, т. е. ни единого человека;
2 пробегать (πρανῆ καὶ ὄρθια Xen.): τ. ῥόθια Eur. проноситься по волнам;
3 бегом устремляться, набегать (εἰς τοὺς πολεμίους Xen.): ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε (v.l. δράμε) σταγών Aesch. кровь хлынула к сердцу;
4 быстро кружиться (πόδεσσι Hom.): τὸ τρὺπανον τρέχει Hom. бурав вращается;
5 (о бегунах) состязаться: τ. στάδιον Plut. состязаться в беге; εἰς κενὸν τ. NT напрасно суетиться;
6 быть вовлекаемым, подвергаться: (ἀγῶνα) τ. περί τινος Her. бороться за что-л.; δραμεῖν φόνου πέρι Eur. подвергнуться преследованию за убийство; τ. τὴν ἐσχάτην Polyb. подвергаться крайней опасности; παρ᾽ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Her. за исключением одного состязания, он (во всех прочих) одержал победу.

English (Autenrieth)

aor. 1 iter. θρέξασκον, aor. 2 ἔδραμον, δράμε: run; fig., of the auger, Od. 9.386.

English (Slater)

τρέχω, τρᾰχω (τρεχέτω; τρέχων, τράχον; τρέχειν: aor. ἔδραμον; δραμεῖν.) run ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμο̄ν ἀθρόοι (ἔδραμον σὺν ὅπλοις coni. Bergk: came running ) (N. 1.51) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων (sc. ὠαρίων: τρέχε τοι coni. Turyn) fr. 74. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν (τρέφειν v.l.) fr. 106. 2. c. acc. cogn., στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων Οἰωνός (O. 10.65) met., καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7) of time, τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος (P. 8.32)

Spanish

triacontarca, dios que preside un mes del año

English (Strong)

apparently a primary verb (properly, threcho; compare θρίξ); which uses dremo drem'-o (the base of δρόμος) as alternate in certain tenses; to run or walk hastily (literally or figuratively): have course, run.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῦμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α
1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.)
2. (για άψυχα) κινούμαι ταχέως (α. «η φήμη τρέχει» β. «ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω», Σοφ.)
3. (για τα μέσα συγκοινωνίας) διανύω μία απόσταση ωθούμενος ή κινούμενος από φυσική ή μηχανική δύναμη (α. «το αυτοκίνητο αυτό μπορεί να τρέξει με 200 χιλιόμετρα την ώρα» β. «ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν», Θεόγν.)
4. (για αθλητή) παίρνω μέρος σε αγώνα δρόμου
5. (για ίππο και αναβάτη) παίρνω μέρος σε ιπποδρομία
6. (για υγρό) ρέω, χύνομαι (α. «το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι» β. «ἐπὶ... καρδίαν...δράμε σταγών», Αισχύλ.)
7. πηγαίνω κάπου πρόθυμα
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να προχωρεί γρήγορα («μην το τρέχεις το παιδί», Ερωτόκρ.)
2. (για δοχείο, βρύση, στέγη) αφήνω να διαρρεύσει υγρό (α. «η βρύση τρέχει» β. «η στάμνα τρέχει»)
3. τριγυρίζω στους δρόμους γεμάτος έγνοιες («όλη μέρα τρέχει για να βρει δουλειά»)
4. περιπλανιέμαι, ιδίως άσκοπα («πού τρέχεις τα βράδια;»)
5. λέγω ή ενεργώ με ρυθμό ταχύτερο από τον κανονικό («πάλι τρέχει το ρολόι»)
6. (ως τριτοπρόσ.) τρέχει
συμβαίνει («τί τρέχει;»)
7. φρ. α) «τρέχει και δεν φτάνει» — δεν μπορεί να επανορθώσει τη ζημιά ή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες παρά τις προσπάθειές του
β) «τρέχει κι ακόμα τρέχει» — λέγεται για πανικόβλητο
γ) «τρέχει όπου τρέχουν τα νερά» — ακολουθεί αυτούς που βρίσκονται σε καλή κατάσταση
δ) «τρέχα γύρευε»
i) είναι δύσκολο να το βρεις ή είναι δύσκολο να μάθεις τί συμβαίνει
ii) δεν αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς
ε) «τρέχει ο νους μου» ή «τρέχει ο λογισμός μου» — σκέπτομαι διάφορα πράγματα
στ) «μού τρέχει» — μού πάνε ευνοϊκά τα πράγματα
ζ) «μέ τρέχει» — μέ καταδιώκει, μέ καταπιέζει με συνεχή παρακολούθηση
η) «το τρέχον έτος» — το έτος που διανύουμε
θ) «η τρέχουσα τιμή» ή «η τρέχουσα αξία» — η τιμή ή η αξία που ισχύει σήμερα
ι) «ο μήνας που τρέχει» — ο τωρινός μήνας, ο μήνας που διανύουμε
ια) «τρέχων λογαριασμός» — ο τρεχούμενος λογαριασμός
ιβ) «τρέχει ο τόκος», «τρέχει ο μισθός», «τρέχει η σύνταξη» — ο τόκος, ο μισθός ή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται ή να αυξάνεται
ιγ) «κάτι τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντο γεγονός
ιδ) «τρέχει η μύτη μου» — έχω καταρροή
ιε) «τρέχουν τα σάλια μου» — επιθυμώ πολύ κάτι
ιστ) «τρέχον κύμα»
φυσ. (στην κυματική) το σύνηθες κύμα που διαδίδεται χωρίς περιορισμό σε ένα ομοιογενές μέσον, σε αντιδιαστολή προς το στάσιμο κύμα
8. παροιμ. α) «δεν σέ τρέχει, καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ' άλογό σου» — οι κόποι αποβαίνουν μάταιοι όταν δεν υπάρχει η εύνοια της τύχης
β) «σαν δεν σού τρέχει, μην τρέχεις
κι αν σού τρέχει, μην τρέχεις» — αν η τύχη δεν σέ ευνοεί μην κοπιάζεις, κι αν σέ ευνοεί είναι πάλι περιττό να κοπιάζεις
γ) «εκεί που τρέχει το νερό πάλι να τρέξει θέλει» — αυτοί που έχασαν τα αγαθά τους θα τά αποκτήσουν ξανά
μσν.
διαπράττω («μηδ' ἑτέρας δραμεῖν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας», πάπ.)
αρχ.
1. (συν. με τις αιτ. βῆμα, δίαυλον, δρόμον, ἀγῶνα) διατρέχω, διανύω
2. (συν. το αρσ. μτχ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) τρέχων
ταχέως
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τρέχοντες
ονομασία αστερισμού
4. φρ. α) «τρέχω κίνδυνον» — διατρέχω κίνδυνο
β) «παρὰ ἓv πάλαισμα ἔδραμε νικᾱν ὀλυμπιάδα» — παρά ένα αγώνισμα θα νικούσε στην ολυμπιάδα, κόντεψε να νικήσει στην ολυμπιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέχω (< θρέχω, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhregh- «γλιστρώ, κινούμαι, τρέχω». Το παραγωγό του ρ. τροχός, που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος, αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ιρλδ. droch «τροχός», ενώ ο αρμεν. τ. durgn εμφανίζει πιθ. μακρό φωνηεντισμό (πρβλ. τρωχάω). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα του θέματος τραχ- ανάγονται ο δωρ. τ. τράχω και το ουσ. τράχηλος].

Greek Monotonic

τρέχω: Δωρ. τράχω, μέλ. θρέξομαι, αόρ. ἔθρεξα, Ιων. θρέξασκον· επίσης (από √ΔΡΕΜ ή ΔΡΑΜ), μέλ. δρᾰμοῦμαι, Ιων. δραμέομαι, αόρ. βʹ ἔδρᾰμον, παρακ. δεδράμηκα [ᾰ], ποιητ. παρακ. δέδρομα — Παθ., παρακ. δεδράμημαι·
I. τρέχω, Λατ. curro, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, κινούμαι γρήγορα, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. με αιτ. τόπου, ξεχειλίζω, σε Ευρ., Ξεν.
III. 1. με σύστ. αιτ., τρέχω δρόμον ἀγῶνα, τρέχω έναν αγώνα δρόμου, σε Ευρ. κ.λπ.· συχνά μεταφ., ἀγῶνα δραμοῦμαι, διακινδυνεύω, στον ίδ.· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, διακινδυνεύουν πολλά για τη σωτηρία τους, σε Ηρόδ.· ενίοτε η αιτ. παραλείπεται, τρέχω περὶ ἑωυτοῦ, διακινδυνεύει την ίδια του την ζωή, στον ίδ.· τρέχωπερὶ τῆς νίκης, σε Ξεν.
2. παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, λίγο ἔλειψε να νικήσει, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρέχω: μέλλ. θρέξομαι (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, (μετα-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 161, (περι-) ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 193· θρέξω μόνον παρὰ Λυκόφρ. 108· ἀλλὰ ἀποθρέξεις Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 65· - ἀόρ. α΄ ἔθρεξα (ἴδε κατωτ.)· - ἀλλ. ὁ συνήθης μέλλ. καὶ ἀόρ. παράγονται ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΔΡΑΜ, δηλ. δρᾰμοῦμαι Εὐρ. Ὀρ. 878, Ξεν., κλπ.· Ἰων. δραμέομαι Ἡρόδ. 8. 102· μεταγεν. δραμῶ Ἑβδ., κλπ.· ἀλλὰ ὑπερδραμῶ Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· δράμομαι ἐν συνθέσει, ἀναδράμεται Ἀνθ. Π. 9. 575· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰμον, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. δεδράμηκα [ᾰ], Φιλήμων ἐν «Κοινωνοῖς» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220· (ἀνα-) Ἡρόδ. 8. 55, (κατα-) Ξενοφ., (περι-, συν-) Πλάτ.· ποιητ. πρκμ. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Ὀδ. - Παθ., πρκμ. δεδράμημαι (ἐπι-) Ξεν. Οἰκ. 12. 1. - Τὸ ῥῆμα εἶναι μᾶλλον σπάνιον παρ’ Ὁμήρῳ, ὅστις ἔχει τὸν ἐνεστ. ἐν Ἰλ. Ψ. 520, Ὀδ. Ι. 386· ἐν δὲ Ἰλ. Σ. 599, 602, τὸν Ἰων. ἀόριστ. θρέξασκον (ἔθρεξα ἦτο καὶ ἀρχ. Ἀττικ. τύπος, Εὐρ. Ι. Α. 1569, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Θεσμ. 657)· ἀλλ’ ὁ συνήθης ἀόριστ. ἦτο ἔδραμον, Ἰλ. Ψ. 393, Ὀδ. Ψ. 207, κλπ. - Δωρ. τράχω [ᾰ], Böckh διάφορ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 2. 34 (45)· μέλλ. θράξομαι, θραξοῦμαι, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΧ παράγονται καὶ αἱ λέξ. τρόχος, τροχός, τρόχις, κλπ., πρβλ. Γοτθ. thrag-ja (τρέχω), Ἀγγλο-Σαξον. prah (decursus temporis)· - ἴδε ὡσαύτως τράχηλος). Ὡς καὶ νῦν, τρέχω, Λατιν. curro, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὅμηρ., κλπ.· ἰθὺ δραμὼν Ὀδ. Ψ. 207· θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν Ἰλ. Σ. 599· ἅμα τινὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217· ᾤχεο τρέχων Ἐπίχ. 20 Ahr.· βαδίζειν καὶ τρ. Πλάτ. Γοργ. 468A· τρέχων ἀντίθετον τῷ βάδην, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30· τρ. χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37· - ἐπὶ ἵππων, αἱ δὲ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην Ἰλ. Ψ. 393, 520· -συχνάκις ἡ μετοχὴ προσάπτεται εἰς ἕτερον ῥῆμα, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; διὰ τί δὲν τρέχεις νὰ φέρῃς ἔξω τὰς τραπέζας; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 327B· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κινοῦμαι ταχέως, τὸ δὲ (τρύπανον) τρ. ἐμμενὲς αἰεὶ Ὀδ. Ι. 386, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 413· ἐπὶ πλοίου, παρὰ γῆν ἔδραμεν Θέογν. 856, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1083· τὸ δ’ ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, ...ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ, τὸ δὲ νῦν ἐνώπιόν μου ὄν, δηλ. ὁ ὀφειλόμενός σοι ἔπαινος, ὦ νεανίσκε, ἂς ὑπάγῃ τρέχον γενόμενον ὑπόπτερον διὰ τῆς ἐμῆς τέχνης, Πινδ. Π. 8. 45· ἐπὶ καρδίαν ... ἔδραμε σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, διατρέξασα τὸ στάδιόν της, Σοφ. Αἴ. 731· ἐὰν δέ γ’ ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας τρώγων καθεύδῃ χλωρά, πυρετὸς εὐθέως ἥκει τρέχων Νικοφ. ἐν «Σειρ.» 1. II. μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὃς ἔδραμε ῥόθια Εὐρ. Ἑλ. 1118 (λυρικ. χωρίον)· ὁ ἵππος τρ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια Ξεν. Ἱππ. 8, 1· - παρὰ πεζογράφοις τὸ θέω φαίνεται συνηθέστερον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ ἔν τισι φράσεσιν εἶναι αποκλειστικῶς ἐν χρήσει, π.χ. θεῖν δρόμῳ (οὐχὶ τρέχειν) Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρ. δρόμον, βῆμα, ἀγῶνα, δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 883, 954· τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν βούλομαι Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220, κλπ.· συχν. μεταφορ., ἀγῶνα δρ., διακινδυνεύειν, Εὐρ. Ἄλκ. 489, Ι. Α. 1456· ἀγῶνα θανάσιμον δρ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 878· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, περὶ ζωῆς ἢ σωτηρίας, Ἡρόδ. 7. 57., 8. 102· κινδύνων τὸν μέγιστον τρ. Διον. Ἁλ. 4. 47· τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπέρ τῆς ψυχῆς τρ. ὁ αὐτ. 7. 48., 4. 4· ἐσχάτην τρ. Πολύβ. 1. 87, 3, κλπ.· - ἐνίοτε ἡ αἰτιατ. παραλείπεται, τρ. περὶ ἑωυτοῦ, μὴ κίνδυνον τῆς ἰδίας του ζωῆς, Ἡρόδ. 7. 57· περὶ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. 9. 37· φόνου πέρι Εὐρ. Ἠλ. 1264· περὶ τῆς νίκης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, πρβλ. θέω Ι. 2, δρόμος Ι. 2. κρέας ἐν τέλει. 2) παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, ὀλίγον ἔλειψε νὰ νικήσῃ, Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. παρὰ Γ. 1, τριάζω Ι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 531.

Middle Liddell

δραμοῦμαι and ἔδραμον from Root !δρεμ or !δραμ]
I. to run, Lat. curro, Hom., etc.:—of horses, Il.:—of things, to run, move quickly, Hom., etc.
II. c. acc. loci, to run over, Eur., Xen.
III. c. acc. cogn., τρ. δρόμον, ἀγῶνα to run a course, a heat, Eur., etc.: often metaph., ἀγῶνα δρ. to run a risk, Eur.; πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων to run many risks for their lives, Hdt.:—sometimes the acc. is omitted, τρ. περὶ ἑωυτοῦ to run the risk of his life, Eur.; τρ. περὶ τῆς νίκης Xen.
2. παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one bout of carrying off the victory, Hdt.

Frisk Etymology German

τρέχω: (seit Il.),
{trékhō}
Forms: dor. (Pi.) τράχω, vorw. Präs. u. Ipf. (vgl. unten), dazu Aor. θρέξαι (Ν 409 u.a.), Iter. θρεξασκον (Σ599,602), Fut. (ἀπο- usw.)-θρέξομαι (Ar.), Simpl. θρἐξω (Lyk. 108), unsicher θραξεῖται· ... πορεύσεται H. (s. Latte z. St.),
Grammar: v.
Meaning: laufen, eilen.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐν-, ἐπι-, παρα-, περι-, συν-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen (gedrängte Übersicht). 1. τροχός m. Rad ("Laufer"), ‘Folterrad, Reif, (Töpfer)-scheibe, runder Kuchen’ (seit Il.), πρότροχος Vorderrad (Ath. Mech.), ὑπότροχος "mit Rädern unten", mit Rädern versehen (hell.), Demin. τρόχιον, -ίσκος, -ίσκιον, -ισκάριον. 2. τρόχος m. ‘(Kreis)lauf’ (Hp., S., E.); τροχός Adj. laufend, eilend (Pi.), kreisrund (Lyd.; unsicher); öfter von den präfigierten Verba, z.B. περίτροχος (: περιτρέχω) im Kreise herumlaufend, kreisrund (Ψ 455, A. R., Kall. u.a.), -ιον n. Radkranz (Papp. Mathem.). 3. τροχή f. = τρόχος Lauf (Trag.Adesp.). 4. τρόχις m. Läufer, Bote (A. Pr. 941, S. Inach.; wie τρόπις u.a.). — Weitere Ableitungen, z.T. von τροχός bzw. τρόχος ausgehend. A. Adj. 1. τροχαῖος (πούς) m. der Trochäus (Pl., Arist. usw.), -αϊκός trochäisch, -αῖα (πανία Spule) laufend (AP). 2. -ιαῖος (σφήν) zu einem Folterrad gehörig (LXX). 3. -ιμος eilend (S. Fr. 219 neben βάσιμος, Arbenz 81). 4. -ερός (ῥυθμός) laufend (Arist.). 5. -όεις, -εός, -ιός radförmig, kreisrund (hell. Dicht.). 6. -ικός (χαλκός) granuliert (Pap.). 7. -ώδης radähnlich (Apollon. Lex.). 8. -αλός im Kreide laufend, kreisrund (poet. seit Hes. Op. 518) mit -αλεῖον n. Kugel, Sphäre (Arat.), -αλισθεὶς δίσκος gerollt (Pherelkyd.); mit Präfix, z.B. εὐτρόχαλος = εὔτροχος gut, schnell laufend Hes., hell. Epik.) — B. Subst. 1. τροχιά f. Umfang des Rads, Geleise (hell. u. sp.; Scheller 76 f. m. vielen Einzelheiten). 2. -ίλος m. ‘Strandläufer, Zaunkönig (ion. att.); techn. Scheibe eines Flaschenzugs (Pl. R. 397 a [v.l.], att. Inschr, 329-8a, Hero) mit -ιλία (-έα, -εια), -ιλεῖον, -ιλίδιον (s. Scheller 64 f.); architekt. die Einziehung an den Basen der Säulen (Vitr.). 3. -ίας· πορ<ε>ίας H.; auch als Beiwort von χαλκός (Poll.; vgl. -ικός; Gegensatz τυπίας). 4. -ίτης οἶνος (Dsk.; unsicher, vgl. Redard 97). 5. -άδες· σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος H., -άδια (Edict. Diocl.) mit -αδάριος m. Schuhmacher (Attika, Kaiserzeit); διατροχάδες· εἶδος ποιήματος, ὡς ἱστορεῖ Πραξιφάνης H. 6. -αντήρ m. runde Hervorragung am Hüftknochen (Gal., H.); -αντῆρες· πρὸς τὰ πηδάλια. καλεῖται τῆς πρύμνης μέρος H., wie von *τροχαίνω (vgl. σημαντήρ u.a.). 7. -μαλος, pl. -οι, -α ‘runder, vom. Wasser glattgeriebener Stein’ (Thphr., Nik., Lyk.), von *τροχμός (Schwyzer 492) oder Kreuzung von τροχαλός und ὁμαλός mit oppositivem Akz.? 8. -ωσις f. Kreisbewegung (Lyk.), wie von *τροχόομαι; kann auch aus τροχός erweitert sein (vgl. Chantraine Form. 279). —C. Adv. τροχάδην ‘im. Laufe’ (Epigr., A. D.), ἐπι- ~ (: ἐπιτροχος, ἐπιτρέχω) in raschem Anlauf, geläufig (Hom. u.a.). — D. Verba. 1. τροχάω laufen Iterat., -όωντα (ο 451), auch m. ἐπι-, περι-, συν-, ὑπο- (hell. u. sp. Dicht.). 2. -άζω, -άσαι, oft m. Präfix, z.B. δια-, ἐν-, ἐπι-, παρα-, προσ-, συν-, ib. (Hdt., X, E., Arist., hell. u. sp.; Nebenform zu -άω, z.T. denominativ) mit -αστής, -αστικός, -ασμός, -ασμα. 3. -ίζω, ganz vereinzelt m. κατα- u.a., auf dem Rade umdrehen, mit Rädern versehen (Antipho, Arist., Bito, D. S. usw.), -ίζομαι ‘(herum-)laufen’ (Arist.; v.l. -άζομαι) mit περιτροχισμός das Herumlaufen (Antyll. ap. Orib.). 4. -ιάζω· roto, rotor (Gloss.) mit -ίασμα n. Räderwerk (Bito). 5. -εύομαι = rotor (Dosith.). 6. Mit Dehnstufe τρωχάω (μετα-, περι-) Iterat. (χ 163, ζ 318. A. R., Q. S. u.a.; Schwyzer 719). — Mit ε-Vokal: θρεκτικός zum Laufen geschickt (nach Moiris att. für τροχαστικός), -ικώτατος· ὀξύτατος H. Als Vorderglied in τρεχέδειπνος zum Schmause rennend (Plu., Ath., als PN Alkiphr.); als Hinterglied in [εὐθ]υτρεχής gerade laufend (att. Inschr. 307-6a), dazu ἐντρεχής (: ἐντρέχω) bewandert, geschickt (Pl., sp.) mit -εια (sp.). — Zu ὀλοοίτροχος s. bes.
Etymology: Wie das synonyme θέω war τρέχω ursprünglich als durativinfektiv auf den Präsensstamm beschränkt (Aor. δραμεῖν [s.d.], auch ἀποδρᾶναι). — Als Verb isoliert. Dagegen stimmt zu τροχός Rad völlig air. droch Rad (idg. *dhrogho-). Eine dehnstufige Form (: τρωχάω) wird außerdem wahrscheinlich gemacht durch arm. durgn, Gen. drgan Töpferrad (urspr. Wz.nomen; wäre gr. *θρώξ, τρωχός); zum Lautlichen Lidén Armen. Stud. 33ff.; anders Meillet BSL 36, 122, dazu noch Pisani Sprache 12, 228. — Das germ. Verb für laufen in got. þragjan u.a. setzt anl. t- voraus, ebenso viele kelt. Wörter, z.B. kymr. korn. tro Wechsel, Zeit, air. traig Fuß; s. WP. 1, 752 f., Pok. 1089, W.-Hofmann s. trahō m. weiterer Diskussion. — S. auch τράχηλος und τέρχνος.
Page 2,927-929

Chinese

原文音譯:tršcw 特雷何
詞類次數:動詞(20)
原文字根:賽跑 相當於: (רוּץ‎ / רָץ‎)
字義溯源:跑*,跑去,奔跑,賽跑,行,努力向前,奮力,有進步;比較: (θρίξ / δέρρις)=髮*, (δρόμος)=賽跑,路程, (ἐκπηδάω)=向前跳
同源字:1) (εἰστρέχω)急忙向內 2) (ἐπισυντρέχω)一同跑上來 3) (κατατρέχω)跑下去 4) (περιτρέχω)跑遍 5) (προστρέχω / προσχαίρω)跑上去 6) (προτρέχω)跑在前面 7) (συνδρομή)一同跑 8) (συντρέχω)同奔 9) (τρέχω)跑 10) (ὑποτρέχω)沿著
出現次數:總共(20);太(2);可(2);路(2);約(2);羅(1);林前(4);加(3);腓(1);帖後(1);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 跑去(4) 太27:48; 太28:8; 可15:36; 路15:20;
2) 奔跑(3) 林前9:26; 來12:1; 啓9:9;
3) 跑(2) 路24:12; 約20:4;
4) 你們向來跑得(1) 加5:7;
5) 她⋯跑(1) 約20:2;
6) 我⋯跑(1) 腓2:16;
7) 從前奔跑的(1) 加2:2;
8) 得以快快(1) 帖後3:1;
9) 你們當跑(1) 林前9:24;
10) 跑過去(1) 可5:6;
11) 奔跑的(1) 羅9:16;
12) 賽跑的(1) 林前9:24;
13) 在跑(1) 林前9:24;
14) 我現在奔跑的(1) 加2:2

Mantoulidis Etymological

Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = τρέχω, β) τροχ-, μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- (ἔδραμον), δ) δρομ-, μέ ἑτεροίωση (δρόμος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τροχός, τροχάζω (=τρέχω γρήγορα), τροχαϊκός, τροχαῖος, τροχαλός, τροχάδην, τροχαντήρ, τροχήλατος (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), τροχιά, τροχίας (=ἀγγελιοφόρος), τροχίζω (=βασανίζω), τροχιλία, ἡ (=καρούλι), τροχίλος (=μικρό πουλί), τροχιός (=στρόγγυλος), τρόχις, ὁ (=ἀγγελιοφόρος), τροχίσκος, τροχοειδής, τροχόεις, τρόχμαλος (=λιθάρι στρόγγυλο), ἴσως τό τράχηλος, περιθρεκτέον, δράμημαδρόμημα (=τρέξιμο), δραμητέον, δρομάς, (=αὐτός πού τρέχει), δρομαῖος, δρομεύς, τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, παρα, συν, ὑπο)δρομή, δρομίας (=εἶδος ψαριοῦ), δρομικός (ἀνα, ἐκ, προ)δρομικός, δρόμιος, δρόμος, (διά, περί, πρό, σύν)δρομος, δολιχοδρόμος, ἱππόδρομος, λαμπαδηδρομία, σταδιοδρομῶ, ταχυδρόμος, δρόμων -ωνος (=ἐλαφρό πλοῖο).

Léxico de magia

triacontarca, dios que preside un mes del año προσλήμψῃ δὲ, ὦ τέκνον, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας τοῦς τε ἡμερησίους καὶ ὡρογενεῖς θεοὺς ... καὶ τοὺς ιβʹ τριακοντάρχας deberás tomar, hijo, para la práctica de visión directa, a los dioses de los días, de las horas y a los doce triacontarcas P XIII 736

French (New Testament)

s'efforcer, faire des efforts

Translations

Albanian: vrapoj; Arabic: رَكَضَ‎, جَرَى‎; Egyptian Arabic: جري‎; Hijazi Arabic: جري‎; Moroccan Arabic: جْرى‎; South Levantine Arabic: ركض‎; Armenian: վազել; Aromanian: fug, alag; Assamese: দৌৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܪܵܚܹܛ‎; Asturian: correr; Avar: рекеризе; Azerbaijani: yüyürmək; Bashkir: йүгереү; Basque: korrika egin, lasterka egin; Belarusian: бегаць, пабегаць, бегчы, пабегчы; Bengali: দৌড়ানো; Bikol Central: dalagan; Breton: redek; Bulgarian: бягам, тичам; Burmese: ပြေး; Catalan: córrer; Cebuano: dagan; Chechen: дада, ида; Cherokee: ᎠᏟ; Cheyenne: -ameméohe; Chinese Cantonese: 走, 跑; Dungan: по; Hakka: 走; Mandarin: 跑, 奔跑, 走; Min Nan: 走; Wu: 奔, 跑; Chuvash: чуп; Crimean Tatar: çapmaq, cuvurmaq; Czech: běhat, běžet; Dalmatian: cuar; Danish: løbe; Dutch: rennen, lopen; Esperanto: kuri; Estonian: jooksma; Even: тут-; Evenki: тукса-; Ewe: ƒu du; Faroese: renna; Finnish: juosta; French: courir; Friulian: cori; Galician: correr; Georgian: სირბილი; German: rennen, laufen; Alemannic German: lauffe; Gothic: 𐌸𐍂𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: τρέχω; Ancient Greek: τρέχω, θέω; Guaraní: ñani; Gujarati: દોડવું; Haitian Creole: kouri; Hebrew: רָץ‎; Higaonon: pulaguy; Hindi: दौड़ना; Hungarian: fut; Icelandic: hlaupa; Ido: kurar, hastar; Indonesian: lari, berlari, menjalankan; Ingush: вада; Irish: rith; Italian: correre; Japanese: 走る; Javanese: mlayu; Kabyle: azzel; Kannada: ಓಡು; Kazakh: жүгіру; Khmer: រត់; Korean: 달리다, 뛰다; Kurdish Central Kurdish: ڕاکردن‎; Northern Kurdish: bezîn, revîn, bazdan; Kyrgyz: жүгүрүү; Lao: ແລ່ນ; Latgalian: skrīt; Latin: curro; Latvian: skriet; Lithuanian: bėgti; Lombard: cór; Luxembourgish: lafen, rennen; Macedonian: т́рча, истрча; Malay: berlari, lari; Malayalam: ഓടുക; Maltese: ġera; Manchu: ᡶᡝᡴᠰᡳᠮᠪᡳ; Manx: roie; Maori: oma; Maranao: palalagoy; Mongolian: гүйх; Nanai: туту-; North Frisian: luup, laap; Northern Altai: чӱгӱрер; Northern Ohlone: othemhimah; Norwegian Bokmål: løpe, springe; Occitan: córrer; Old Church Slavonic Cyrillic: бѣгати, бѣжати; Glagolitic: ⰱⱑⰳⰰⱅⰹ, ⰱⱑⰶⰰⱅⰹ; Old East Slavic: бѣгати, бѣжати; Old English: rinnan, hlēapan; Old Javanese: layu; Oromo: fiiguu; Pashto: الاکول‎; Persian: دویدن‎; Polabian: bezăt; Polish: biegać, biec; Portuguese: correr; Quechua: qurriy; Romanian: alerga, fugi; Romansch: currer, cuorer, curer, curir, correr, cuorrer; Russian: бегать, побегать, бежать, побежать; Sanskrit: द्रवति, धावति; Sardinian: cúrrere, curri, cúrriri; Scots: rin; Scottish Gaelic: ruith; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̀чати; Roman: tr̀čati; Sicilian: cùrriri; Sindhi: ڊڪڻ‎; Sinhalese: දුවනවා; Slovak: behať, bežať; Slovene: teči; Slovincian: bjìe̯găc; Somali: ordid; Sorbian Lower Sorbian: běgaś, běžaś; Upper Sorbian: běhać, běžeć; Southern Altai: јӱгӱрер; Spanish: correr; Swahili: kukimbia; Swedish: springa; Tagalog: takbo, tumakbo; Tajik: давидан; Tamil: ஓடு; Tatar: йөгерергә; Tausug: dagan, dumagan; Telugu: పరుగెత్తు; Tetum: halai; Thai: วิ่ง; Turkish: koşmak; Turkmen: çapmak; Tuvan: маңнаар, чүгүрер; Ukrainian: бі́гати, бі́гти; Urdu: دوڑنا‎; Uyghur: يۈگۈرمەك‎; Uzbek: yugurmoq; Venetian: córar, córer, córare, corer; Vietnamese: chạy; Walloon: cori; Waray-Waray: dalagan; Welsh: rhedeg; Western Bukidnon Manobo: pelelaɣuy; Westrobothnian: kuut, spriint, löup, föött, spraang; Yagnobi: давак; Yiddish: לויפֿן‎