στερεός
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
English (LSJ)
ά, όν, also στερρός (q.v.),
A firm, solid, σ. λίθος ἠὲ σίδηρος Od.19.494; βοέαι Il.17.493; αἰχμὴ σ. πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.1.52, cf. 183; ἕρμα σ. γῆς E.Hel.854, cf. X.Cyn.9.16; γῆ σ. καὶ ἀδιάλυτος Epicur.Nat.14.2; τὰ στερεώτερα τῶν ὀστέων, opp. τὰ ἀραιότερα, Hp.Fract.33; τὸ στερεόν, opp. κενόν, Democr. ap. Arist.Ph.188a22, Metaph.985b7; opp. μαλθακός, Pl.Phdr.239c; κυσὶ σ. καὶ ἰσχνοῖς, opp. προβάτοις πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, Id.R.422d; ἀθλητής D.L.2.132; βραχίονες Theoc.22.48; δέρματα Pl.Prt. 321a; νῆμα Id.Plt.282e; σ. κέρας solid, opp. κοῖλον, Arist.HA500a6; σ. κάλαμος Thphr. HP 4.11.10; στερεὰ τροφή solid food, D.S.2.4, Ep.Hebr.5.12, Arr.Epict.2.16.39 (Comp.); τὸ σ. σῶμα, opp. ὁ χυλός, Gal.15.463; σ. κοιλίη costive, Hp.Acut. (Sp.) 56. Adv. στερεῶς = firmly, fast, κατέδησαν Od.14.346; ἐντέτατο Il.10.263; νῶτα.. ἑλκόμενα σ., of wrestlers, 23.715.
b of money, standard, of full value, ἀργυρίου στερεὰ τάλαντα SIG826 D 20 (Delph., ii B.C.); so perhaps of sums due in kind, πυροῦ στερεοῦ PRein.8.5 (ii B.C.), al.; and of linear and square measures, τῆς προσούσης αὐλῆς πηχῶν σ. ὀκτὼ τὸ ἐπιβάλλον αὐτῷ μέρος ἥμισυ πήχεις σ. τέσσερας eight (four) standard cubits, PStrassb.87 (ii B.C.), cf. PLond.3.1024.19 (ii B.C.); πόδες σ. standard feet, Milet.7p.59 (Didyma); μέτρημα σ. Supp.Epigr.4.446.11 (ibid, iii/ii B.C.).
c ὠρύγη ποταμὸς ἐπὶ τὰ τρία σ. the ditch was restored by digging to its three normal dimensions, OGI672 (Canopus, i A.D.), cf. 673, where the Latin version has at tria soldu (m).
2 metaph., stiff, stubborn, στερεοῖς ἐπέεσσι, opp. μειλιχίοις, Il.12.267; κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od.23.103. Adv. στερεῶς, ἀποειπεῖν Il.9.510, cf. 23.42.
3 later, hard, stubborn, cruel, πῦρ Pi.O.10(11).36; ὀδύναι Id.P.4.221; ἀπειλαί A.Pr. 174 (anap.); ἁμαρτήματα S.Ant.1262 (lyr.); ἦθος Pl.Plt. 309b; οὕτω σ. πρᾶγμα θερμόν ἐσθ' ὕδωρ Antiph.245; σ. φωνή Tryph.490; τοῦτο ἤδη στερεώτερον harder, more difficult, Pl.R. 348e.
4 of language, τὸ εὔτονον καὶ στερεόν solidity, D.H.Din.8; ποιήματα Phld.Po.5.5, cf. 4 (Sup.).
5 σ. ζῴδια, i.e. productive of settled conditions, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.100.17, Ptol.Tetr.32, PMag.Lond.46.47.
II of bodies and quantities, solid, cubic, opp. ἐπίπεδος (plane), Pl.Phlb. 51c; σ. γωνία a solid angle, Id.Ti.54e sq., cf. Euc. 11 Def.11; σ. πῆχυς POxy.669.7 (iii A.D.); στερεός ἀριθμός a cubic number, Arist.Pol.1316a8; τὰ στερεά cubic numbers, representing bodies of three dimensions, Pl.Tht.148b: dat. sg. στερεῷ = in the third power, Theol.Ar.4. (Cf. Skt. sthirás 'firm, hard, solid', OHG. star 'rigid', OE. starian 'stare fixedly'.)
German (Pape)
[Seite 937] starr, hart, fest. λίθος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Gegensatz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσθαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῦρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, θανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Gegensatz μαλθακός, 239 c; ἦθος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριθμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 ferme, dur;
2 robuste, vigoureux;
3 solide, substantiel;
4 en mauv. part dur, cruel;
5 opiniâtre, obstiné ; fig. στερεὸν ἁμάρτημα SOPH faute produite par l'obstination;
Cp. στερεώτερος, Sp. στερεώτατος.
Étymologie: p. *στέρjος, de la R. Στερ, être solide, être dur ; cf. στερρός, lat. sterilis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερεός -ά -όν [~ στεῖρα] stijf, hard, vast, massief, stevig:. στερεὴ λίθος een harde steen Od. 19.494; στερεοὶ βραχίονες stevige (d.w.z. gespierde) armen Theocr. Id. 22.48; στερεὰ τροφή vast voedsel NT. overdr. hard, onbuigzaam, koppig:. ἁμαρτήματα στερεά koppige fouten, d.w.z. fouten veroorzaakt door koppigheid Soph. Ant. 1262. van een argument sterk. Plat. Resp. 348e. wisk. kubiek, driedimensionaal, tot de derde macht verheven; σ. ἀριθμός kubiek getal; subst. τὰ στερεά kubieke getallen (om driedimensionale lichamen te beschrijven).
Russian (Dvoretsky)
στερεός:
1 твердый, жесткий (σίδηρος Hom.; δέρματα Plat.);
2 крепкий, сильный (κύων Plat.; βραχίονες Theocr.);
3 плотный, массивный (κέρατα Arst.); ἀνδριὰς χρύσεος σ. Her. статуя из массивного золота;
4 перен. жесткий, суровый, неумолимый (ἔπεα Hom.): κραδίη στερεωτέρη λίθοιο Hom. сердце тверже камня; ἁμαρτήματα στερεά Soph. жестокие ошибки;
5 веский, реальный: τοῦτο ἤδη στερεώτερον Plat. этот довод уж более весок;
6 мат. телесный, объемный (σχήματα Arst.): στερεὰ γωνία Plat. телесный угол;
7 мат. кубический (ἀριθμός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στερεός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ἀκίνητος, ἄκαμπτος, σκληρός, σταθερός, στ. λίθος ἠὲ σίδηρος Ὀδ. Τ. 494· βόεαι Ἰλ. Ρ. 493· αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη, ὅλη ἐκ χρυσοῦ στερεοῦ, Ἡρόδ. 1. 52, πρβλ. 183· ἕρμα στ. γῆς Εὐρ. Ἑλ. 854, πρβλ. Ξεν. Κυν. 9, 16· στ. ὀστέα, ἀντίθετον τῷ ἀραιά, Ἱππ. Ἀγμ. 774· στ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ μανόν, μαλθακόν, Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 1. 5, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 9, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· κυσὶ στ. καὶ ἰσχνοῖς, ἀντίθετ. τῷ πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422D· ἀθλητὴς Διογ. Λ. 2. 132· βραχίονες Θεόκρ. 22. 48· δέρματα Πλάτ. Πρωτ. 321Α· νῆμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 282Ε· στ. κέρατα, στερεά, πλήρη, ἀντίθετ. τῷ κοῖλα, Ἀριστ. π . τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36· οὕτω, στ. κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 10· στερεὰ τροφή Διόδ. 2. 4, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ε΄, 12, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39· στ. κοιλίη, δυσκόλως ἐνεργοῦσα, ἐμφρακτική, Ἱππ. 406. 7. - Ἐπίρρ. -εῶς, ἰσχυρῶς, δυνατά, καταδῆσαι Ὀδ. Ξ. 346· ἐντετάσθαι Ἰλ. Κ. 263· νῶτα ... ἑλκόμενα στ., ἐπὶ παλαιστῶν, Ψ. 715. 2) μεταφορ., δύσκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, τραχύς, στερεοῖς ἐπέεσι, ἀντίθετον τῷ μειλιχίοις, Ἰλ. Μ. 267· κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103· οὕτως, ὡσαύτως ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐπιρρ., οἷον, στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 510, κτλ.· - οὕτω, 3) μετέπειτα, σκληρός, τραχύς, ἀκατάβλητος, πῦρ Πινδ. Ο. 10 (11). 45· ὀδύναι ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 394· ἀπειλαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 174· ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261· ἦθος Πλάτ. Πολιτ. 309Β· οὕτω στ. τι χρῆμα θερμόν ἐσθ’ ὕδωρ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9· στ. φωνή Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 490· τοῦτο ἤδη στερεώτερον, βαρύτερον, δυσκολώτερον, Πλάτ. Πολ. 348Ε· τὸ εὔτονον καὶ στ., στερεότης γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 8· στερεῶς ἐκθερμανθῆναι, ἐντελῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. ΙΙ. ἐπὶ σωμάτων καὶ ποσῶν, στερεός, κυβικός, ἀντίθετον τῷ ἐπίπεδος (ἐπὶ ἐπιφανειῶν), Πλάτ. Φίληβ. 51C· στ. γωνία, στερεοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 54Ε, κἑξ., πρβλ. Εὐκλ. 11, ὁρισμ. 1· - στ. ἀριθμός, κυβικὸς ἀριθμός, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 8· τὰ στερεά, κυβικοὶ ἀριθμοὶ παριστάνοντες στερεὰ σώματα (ἢ σώματα καὶ τῶν τριῶν διαστάσεων), Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ στερρός, στέριφος, στεῖρα, καὶ στηρίζω, στῆρ-ιγξ· Σανσκρ. sthir-as (firm), star-i (vacca sterilis, robur)· Λατ. ster-ilis· Γοτθ. stair-o (στεῖρα)· Ἀγγλο-Σαξον. stear-c (stark)· Ἀρχ. Γερμ. star (starr)· Λιθ. styr-u (rigeo)· ster-va (cadaver).)
English (Autenrieth)
comp. στερεώτερος: hard, stiff; λίθος, βοέη, Il. 17.493; fig., ἔπεα, κραδίη, Μ 2, Od. 23.103.—Adv., στερεῶς, firmly, obstinately, Il. 23.42.
English (Slater)
στερεός harsh, remorseless ὑπὸ στερεῷ πυρὶ (O. 10.36) στερεᾶν ὀδυνᾶν (P. 4.221) adv., -εῶς, τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (supp. Lobel) fr. 169. 29.
English (Strong)
from ἵστημι; stiff, i.e. solid, stable (literally or figuratively): stedfast, strong, sure.
English (Thayer)
στερεά, στερεόν (Vanicek, p. 1131; Curtius, § 222), from Homer down, firm, solid, compact, hard, rigid: λίθος, Homer Odyssey 19,494; strong, firm, immovable, θεμέλιος, τροφή, solid food, στερεωτερα τροφή, Diodorus 2,4; Epictetus diss. 2,16, 39; tropically, in a bad sense, cruel, stiff, stubborn, hard; often so in Greek writings from Homer down: κραδιη στερεωτερη λιθοιο, Odyssey 23,103; in a good sense, firm, steadfast: τῇ πίστει, as respects faith, firm of faith (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.), στερεόω, at the end).
Greek Monolingual
και στερρός, -ά, -ό / στερεός και στερρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, -η -ο, και στέριος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.)
2. ισχυρός, δυνατός, γερός, ακλόνητος (α. «στερεός τοίχος» β. «στήλη στερεοῦ λίθου», πάπ.)
3. σταθερός, αμετάβλητος («έχει στέρεα φρονήματα»)
4. ασφαλής
5. το θηλ. ως ουσ. η στερεά
η ξηρά, η στεριά («Στερεά Ελλάδα»)
6. το ουδ. ως ουσ. το στερεό(ν)
(γεωμ.) κάθε σώμα που έχει τρεις διαστάσεις στον χώρο, δηλαδή μήκος, πλάτος, ύψος και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες
7. φρ. «στερεά γωνία» — γωνία η οποία σχηματίζεται από τρία ή περισσότερα επίπεδα που διέρχονται απο ένα σημείο και περατώνονται στις δύο εφεξής τομές τους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. φυσ. α) κάθε σώμα που, λόγω της συνοχής τών μορίων του, έχει σταθερό όγκο και σχήμα υπό τη συνήθη θερμοκρασία και πίεση
β) σώμα μή υποκείμενο σε παραμορφώσεις υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων
2. φρ. α) «στερεά διαλύματα»
χημ. στερεά ανάλογα τών υγρών διαλυμάτων
β) «στερεά κατάσταση της ύλης»
(στη φυσικοχημεία) κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα σώματα που ανήκουν σε αυτήν παρουσιάζουν σταθερό σχήμα και όγκο υπό δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης
μσν.-αρχ.
μτφ. άκαμπτος, ανένδοτος, ισχυρογνώμονας («σοὶ δ' ἀει κραδίη στερεωτέρη ἐστί λίθοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. πηχτός («τοῦ παιδίου... στερεωτέρας τροφῆς προσδεομένου», Διόδ.)
2. ακμαίος, ρωμαλέος («μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων», Πλάτ.)
3. δεινός, φοβερός, θηριώδης
4. (για γεωμετρικά σώματα και ποσά) κυβικός («ὅταν ὁ τοῦ διαγράμματος ἀριθμὸς γένηται στερεός», Αριστοτ.)
5. (για μέτρα μήκους και επιφάνειας) κανονικός
6. (για ποσό) αυτός που οφείλεται σε είδος («πυροῦ στερεοῦ», πάπ.)
7. (για χρήματα) αυτός που έχει την ίδια ανταλλακτική αξία με εκείνην που είχε όταν αρχικά εξεδόθη, σταθερός («ἀργυρίου στερεά τάλαντα», επιγρ.)
8. καθορισμένος, συγκεκριμένος
9. (στον τ. στερρός) α) σοβαρός ή αυστηρός
β) αυτός που δεν παρέχει ησυχία ή ανάπαυση («νῶτ' ἐν στερροῖς λέκτροισι ταθεῖσα», Ευρ.)
γ) (για υγρό) παγωμένος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερεά
κυβικοί αριθμοί που παριστάνουν σώματα τριών διαστάσεων
11. (το υπερθ. ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. στον τ. στερρός) στερρότατα
με πολλές στερήσεις
12. φρ. α) «στερεά ζῴδια» — ζώδια που συντελούν στη δημιουργία ευνοϊκών καταστάσεων, ιδίως οικονομικών
β) «στερεὴ κοιλίη» — κοιλιά που ενεργείται δύσκολα
γ) «στερρὰ τροφή» — σκληραγώγηση.
επίρρ...
στερεώς και στερρώς / στερεῶς και στερρώς ΝΜΑ, και στερεά και στέρεα Ν
1. κατά τρόπο στέρεο, με σταθερότητα
2. δυνατά
μσν.
στενά, σφιχτά
μσν.-αρχ.
με ισχυρογνωμοσύνη, επίμονα
αρχ.
εντελώς («στερεῶς ἐκθερμανθῆναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στερεός (πιθ. < στερ-εFός, πρβλ. ἐτεFός, κενεFός) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ster-/strē- «στερεός, σταθερός, συμπαγής» και συνδέεται με τους γερμ. τ. αρχ. άνω γερμ. staren «κοιτάζω σταθερά» και γερμ. starr «στερεός, αλύγιστος», erstarren «γίνομαι στερεός». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν οι τ. στέρφος, στηρίζω, στόρθυγξ, στρηνής, στριφνός. Η ομωνυμία, εξάλλου, που παρατηρείται στα θέματα του επιθ. στερεός (πρβλ. και στεῖρα «το εξέχον μέρος της πλώρης») και της λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πλέον να αποκτήσει παιδιά» (πρβλ. και στέριφος [Ι] / στέριφος [ΙΙ]) δεν αποκλείει το γεγονός οι δύο ρίζες να έχουν κοινή αρχή. Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκε ο τ. στερρός, ο οποίος προήλθε από τον τ. στερεός με συνίζηση του -ε- σε -j- λόγω της συμπροφοράς του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική τροπή του -j- σε -ρ-: στερεός > στερjός> στερρός (πρβλ. Βορέας> Βορjάς> Βορρᾶς). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. στέρεος (με αναβιβασμό του τόνου) και στέριος (με συνίζηση και αναβιβασμό του τόνου, πρβλ. καθαρός: καθάριος). Το επίθ. στερεός, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στερεο- και μάλιστα σε σειρά επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. στερεοτυπία < γαλλ. stereotypie, στερεοφωνία < γαλλ. stereophonie)
ΠΑΡ. στερεότητα, στερεῶ(-ώνω)
αρχ.
στερέϊνος, στερεώδης, στέριφος (Ι)
αρχ.-μσν.
στερέμνιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στερεοβάτης, στερεομετρία, στερεοποιώ
αρχ.
στερεοβόας, στερεόδερμος, στερεοειδής, στερεοκαρδία, στερεομέτρης, στερεόμορφος, στερεοπαγής, στερεόσαρχος, στερεόστρακος, στερεόφρων
αρχ.-μσν.
οτερεόπους
μσν.
στερεόφωνος
νεοελλ.
στερεογνωσία, στερεόγραμμα, στερεογραφία, στερεόδετος, στερεοϊσομέρεια, στερεόπλασμα, στερεοσκοπία, στερεοσπόνδυλοι, στερεοστατικός, στερεόσφαιρα, στερεοταξία, στερεοτομία, στερεοτύπης, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχημεία, στερεοχρωμία].
Greek Monotonic
στερεός: -ά, -όν,
I. 1. ακίνητος, άκαμπτος, σκληρός, σταθερός, συμπαγής, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη, ολόκληρη από ατόφιο, συμπαγές χρυσάφι, σε Ηρόδ.· επίρρ., -εῶς, σταθερά, σθεναρά, σκληρά, αλύγιστα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. μεταφ., άκαμπτος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, τραχύς, σκληροτράχηλος, ανάλγητος, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης παρόμοια χρήση του επιρρ., στον ίδ.
II. στερεὸς ἀριθμός, κυβικός αριθμός που παριστά τρισδιάστατα σώματα στη γεωμετρία, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: stiff, hard, firm, tenacious, steady, solid, normal, by the rules (of money and measure) Il., cubic (s. Mugler Dict. géom. 378f.), rarely infertile (E., Arist.).
Other forms: Att. also στερρός.
Compounds: As 1. member a.o. in στερεο-μετρ-ία f. the measuring of cubic bodies, stereometry (Pl. Epin., Arist. a.o.).
Derivatives: στερε-ότης (-ρρ-) f. hardness, firmness, also infertility (Pl., Arist. etc.); στερε-όομαι (-ρρ-), -όω, also w. ἀπο-, κατα-, to become, make firm, hard etc., to harden (Hp., X., Arist. a.o.) with στερέ-ωμα n. firmness, solid component, firmament (Hp., Arist. etc.), -ωσις f. to harden (LXX, Str. a.o.), -ωματίζω, -ωτικός, -ωτής. Enlarged στερέ-ϊνος hard (pap. Ip, after πέτρ-, ξύλ-ινος a.o.). -- Besides στέριφος hard, firm, infertile (Att., Arist. etc.) with στεριφ-ότης (sch.), -όομαι to solidify (Ph.) with -ώματα n. pl. solid foundation, -ευομένη παρθενευομένη H. -- Also στερέμνιος hard, firm, solid (Pl. Epin., Epicur., Phld. a.o.) with -ιώδης (Porph.), -ιόομαι (Zeno).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1022] *ster- stiff, fixed, solid
Etymology: If from *στερεϜός, στερεός, from where στερρός (details in Scheller Oxytonierung 114 w. n.4; diff. Forbes Glotta 36, 269 f.), would agree with ἐτε(Ϝ)ός, κενε(Ϝ)ός a.o. In στεριφος unfertile Leummann Glotta 42, 118 wants to see a derivation from the phonetic antecedent of στεῖρα after the animal names in -φος (ἔριφος, ἔλαφος a.o.) with change from unfertile to hard. For στερέμνιος a μ(ε)ν-derivation must be supposed (*στέρεμνον, *στέρεμα); cf. βέλε-μν-α, ἔρυ-μα (Schwyzer 489), also the synonymous ἀ-τέρα-μνος (s. v.). -- The above formations are based on an unattested word IE *ster-, to which with o-derivation the Germ. word for starr, a.o. in OHG stara-blint blind with OHG starēn stare, with expressive gemination NHG starr with MHG starren, NHG (er)starren. Toch. B ścire hard, stiff is unclear (*stero- or *stĩro-), s. Duchesne-Guillemin BSL 41, 167f., Pedersen Zur toch. Sprachgesch. 19 w. lit. -- Here also 2. στεῖρα stem and, with very ancient special meaning, 1. στεῖρα unfertile (s. vv.). -- To the same family belong numerous further words with varying formation and different enlargements, s. στέρφος, στρηνής, στόρθυγξ, στηρίζω, στριφνός and WP. 2, 627ff., Pok. 1022ff. -- The group of words is unclear and needs further research.
Middle Liddell
I. stiff, stark, firm, solid, Hom., etc.; αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.:—adv. -εῶς, firmly, fast, Hom.
2. metaph. stiff, stubborn, harsh, Hom., etc.: so in adv., Hom.
II. στ. ἀριθμός a cubic number, Arist.
Frisk Etymology German
στερεός: (seit Il.),
{stereós}
Forms: att. auch στερρός
Meaning: (vgl. unten) ‘steif, hart. fest, hartnäckig, standhaft, solid, normal, vorschriftsmäßig’ (von Geld und Maß), kubisch (s. Mugler Dict. géom. 378f.), vereinzelt unfruchtbar (E., Arist.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in στερεομετρία f. das Ausmessen kubischer Körper, Stereometrie (Pl. Epin., Arist. u.a.).
Derivative: Davon στερεότης (-ρρ-) f. Härte, Festigkeit, auch Unfruchtbarkeit (Pl., Arist. usw.); στερεόομαι (-ρρ-), -όω, auch m. ἀπο-, κατα-, ‘fest, hart usw. werden, machen, (sich) abhärten’ (Hp., X., Arist. u.a.) mit στερέωμα n. Festigkeit, fester Bestandteil, Firmament (Hp., Arist. usw.), -ωσις f. Abhärten (LXX, Str. u.a.), -ωματίζω, -ωτικός, -ωτής. Erweitert στερέϊνος hart (Pap. Ip, nach πέτρ-, ξύλινος u.a.). — Daneben στέριφος hart, fest, unfruchtbar (att., Arist. usw.) mit στεριφότης (Sch.), -όομαι fest werden (Ph.) mit -ώματα n. pl. feste Grundlage, -ευομένη· παρθενευομένη H. — Auch στερέμνιος hart, fest, solid (Pl. Epin., Epikur., Phld. u.a.) mit -ιώδης (Porph.), -ιόομαι (Zeno).
Etymology: Wenn aus *στερεϝός, stimmt στερεός, woraus στερρός (Einzelheiten bei Scheller Oxytonierung 114m. A.4; anders Forbes Glotta 36, 269 f.), zu ἐτε(ϝ)ός, κενε(ϝ)ός u.a. In στεριφος unfruchtbar will Leummann Glotta 42, 118 eine Ableitung von der lautlichen Vorstufe zu στεῖρα nach den Tiernamen auf -φος (ἔριφος, ἔλαφος u.a.) sehen mit Wandel von unfruchtbar zu hart. Für στερέμνιος ist eine μ(ε)ν-Ableitung vorauszusetzen (*στέρεμνον, *στέρεμα); vgl. βέλεμνα, ἔρυμα (Schwyzer 489), auch das synonyme ἀτέραμνος (s. d.). —Die obigen Bildungen fußen auf einem unbelegten Grundwort idg. *ster-, wozu mit o-Abtönung das germ. Wort für starr, u.a. in ahd. stara-blint starblind mit ahd. starēn starren, stieren, mit expressiver Gemination nhd. starr mit mhd. starren, nhd. (er)starren. Toch. B ścire hart, starr, steif ist mehrdeutig (*stero- od. *stĩro-), s. Duchesne-Guillemin BSL41, 167f., Pedersen Zur toch. Sprachgesch. 19m. Lit. —Hierher noch 2. στεῖρα Vorderkiel und, mit uralter Sonderbedeutung, 1. στεῖρα unfruchtbar (s. dd.). — Zur selben Sippe gehören ferner zahlreiche weitere Wörter mit wechselnder Bildung und verschiedenen Erweiterungen, s. στέρφος, στρηνής, στόρθυγξ, στηρίζω, στριφνός und WP. 2, 627ff., Pok. 1022ff.
Page 2,790-791
Chinese
原文音譯:stereÒj 士帖雷哦士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:堅實的
字義溯源:堅硬的,堅固的,堅強的,乾,固質;源自(ἵστημι)*=站)
出現次數:總共(4);提後(1);來(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 乾(2) 來5:12; 來5:14;
2) 用堅固(1) 彼前5:9;
3) 堅固的(1) 提後2:19
English (Woodhouse)
hard, solid, stiff, stubborn, of geometrical figures
Mantoulidis Etymological
Θέμα στερ+j+ος → στερρός → στερεός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στερρός, στέριφος (=στερεός), στεῖρα, στερεότης, στερεόω -ῶ, στερέωμα, στερέωσις, στερεωτής, στερεωτικός.