Ζεύς

From LSJ
Revision as of 15:33, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ζεύς Medium diacritics: Ζεύς Low diacritics: Ζεύς Capitals: ΖΕΥΣ
Transliteration A: Zeús Transliteration B: Zeus Transliteration C: Zeys Beta Code: *zeu/s

English (LSJ)

ὁ, nom. Il.1.175, al., once written
A Ζηύς IG12(3).1313 (Thera), but Ζεύς ib.1316, al.; Boeot. Δεύς (q.v.); voc. Ζεῦ Il.1.503, etc.; gen. Διϝός BMus.Inscr.952 (Cephallenia, vi B.C.), Διός Il.1.63, etc.; dat. Διϝί Schwyzer 80 (Argive, from Olympia, v B.C.), Διί Il.1.578, al., IG12.80.12 (v B.C.), etc., contr. Δί [ῑ] Pi.O.13.106, SIG9,35 (Elis, vi B.C., Syrac., v B.C., from Olympia); late Δεΐ JHS32.167 (Pisidia), etc.; acc. Δία, rarer than Διός, Διί in Hom. (Il.1.394, al.), freq. later (cf. Skt. dyaús, gen. divás, loc. diví 'sky', 'heaven', 'day', loc. also dyávi,= Lat. Jove, acc. dyā́m,= Lat. diem,= Gr. Ζῆν (v. infr.)): also nom. Ζήν prob. in A.Supp.162 (lyr.); gen. dat. acc. Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα, Il.4.408, 2.49, 14.157, al., freq. in Trag. (Com. only in Trag. phrases); Coan Ζηνί SIG1025.24 (iv/iii B.C.); acc. Ζῆν (Ζῆν' Aristarch.) Il.8.206, 14.265, 24.331, Hes.Th.884, at end of verse, before vowel in next verse (stem Ζην- prob. originated in acc. sg.); Cret. Ττηνός, Ττηνί, GDI5024.23, 77, Τῆνα, Τηνί, ib.5039.11, 5145.12, Δῆνα SIG527.17 (iii B.C.); nom. Δήν Hdn.Gr.2.911:—Dor. and Att.-Ion. forms with α (of doubtful origin), nom. Ζάν Pythag. ap. Porph.VP17, Ar.Av.570; gen. Ζανός Schwyzer 696 (Chios, iv B.C.), Cerc.1.7, Philox.3.10, IG5(1).407 (Sparta, ii A.D.); Ζανός and Ζανί, Lyr.Adesp. 82A, B (Ionic); acc. Ζᾶνα Call.Fr.10.6P., cf. Euhem.24J. (FGrH 63); nom. Ζάς Pherecyd.Syr.1, 2 (Ζής ap.Hdn.Gr. l.c.), Ζάς Ζαντός Choerob. in Theod.1.116; Δάν (q.v.); Τάν Head Hist.Num.2469 (Crete); nom. Δίς Rhinth.14, Hdn.Gr. l.c.:—obl. cases Ζεός, Ζεΐ, Ζέα, cited by S.E.M.1.177, 195; Ζεῦν f.l. for Ζῆν' Aeschrio 8.5: the pl. Δίες, Δίας, Διῶν, Δισί, Ael.Dion.Fr.127; τοὺς κτησίους Δίας Ath. 11.473b; Δίες καὶ Ζῆνες Stoic.2.191; Elean Ζᾶνες Paus.5.21.2:—Zeus, the sky-god, ὔει μὲν ὀ Ζεύς Alc.34, cf. SIG93.34 (v B.C.), Thphr. Char.14.12, etc.; Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476; ὦ Ζεῦ καὶ πάντες θεοί, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, X.Cyr.2.2.10, Ar.Pl.1, etc.; Ζεῦ Ζεῦ A.Ch.246, Ar.V.323 (lyr., prob. l.); ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν Id.Nu.153; in oaths, οὐ μὰ Ζῆνα, twice in Hom., Il.23.43, Od.20.339: freq. in Com. and Prose, οὐ μὰ Δία Ar.V.193, Pl.R.426b (c.Art., μὰ τὸν Δί', οὐ Ar.V.169, al.); ναὶ μὰ Δία Id.Ach.88, X.Mem.2.7.14; νὴ τὸν Δία or νὴ Δία, Ar.V.217, Eq.319, etc.; cf. νηδί; πρὸς τοῦ Διός Id.Av.130; πρὸς Διός X.An.5.7.32; οὐ τὸν Δία alone, Ar.Lys.986: prov. of enormous wealth, τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζειν Hdt.5.49.
II of other deities, Ζεὺς καταχθόνιος,= Πλούτων, Il.9.457; Ζεὺς χθόνιος S.OC1606, SIG1024.25 (Myconos, iii/ii B.C.); of non-Greek divinities, Ζεὺς Ἄμμων Pi.P. 4.16, etc.; freq. of Semitic Baalim, Ζεὺς Βεελβώσωρος, etc., OGI620 (Gerasa, i A.D.)), etc.; Ζεὺς Ὠρομάσδης,= Pers. Ahuramazda, ib.383.41 (Nemrud Dagh, i B.C.).
III of persons, ὁ σχινοκέφαλος Ζεύς, iron. of Pericles, Cratin.71; in flattery of kings, Hdt.7.56 (of Xerxes); Ξέρξης ὁ τῶν Περσῶν Ζεύς Gorg.Fr.5aD.; [ἱερεὺς] Σελεύκου Διὸς Νικάτορος OGI245.10 (ii B.C.); of the Roman emperors, Opp.C.1.3; Νέρων Ζεὺς Ἐλευθέριος IG7.2713.41 (Acraephiae), etc.; Ζῆνα τὸν Αἰνεάδην AP9.307 (Phil.).
IV Διὸς ἀστήρ the planet Jupiter, Pl.Epin. 987c, Arist.Mete.343b30, etc.; so Ζεύς Placit.2.32.1, Cleom.2.7; Διὸς ἡμέρα a day of the week, D.C.37.19.
V Pythagorean name for the monad, Theol.Ar.12.

German (Pape)

[Seite 1138] ὁ, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

Διός (ὁ) :
dat. Διΐ, acc. Δία, voc. Ζεῦ;
1 Zeus, fils de Cronos et de Rhéa, époux d'Héra, dieu du ciel, dieu suprême, père des dieux et des hommes, ordonnateur de toutes choses ; comme personnification du ciel, en parl. de la pluie : Ζεὺς ὕει la pluie tombe du ciel, il pleut;
2 en parl. d'Hadès Ζεὺς καταχθόνιος Zeus souterrain.
Étymologie: R. ΔιϜ briller, d'où les deux th. : th. Ζευ- = *Δjευ, *Διευ, forme renforcée de *Διυ, auquel se rattache le nom Ζεύς = lat. Jupiter, Jov(is), etc. ; et dev. une voy., th. Δι- pour ΔιϜ-, auquel se rattachent les cas obliques Διός, Διΐ, Δία = lat. dies ; cf. Dies-piter, v. Ζήν.

English (Slater)

Ζεύς (Ζεύς, Δᾰός, Δ, [Διί codd.], Δία, Ζεῦ; Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα.)
1 genealogical relationships. son of Kronos, Κρονίδα βαρυγδούπου Διός (O. 8.44) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί (P. 4.171) πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ (N. 1.72) Κρονίδᾳ τε Δὶ (N. 4.9) σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (I. 2.24) ]Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. (O. 2.12) husband of Hera, Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον (P. 2.27) Διὸς ἄκοιτιν (P. 2.34) cf. (N. 7.95) husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. (O. 2.12) brother of Hestia and Hera, Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2) lover of Aigina, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (N. 7.50) Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον (N. 8.6) Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) (I. 8.18) lover of Alkmene, (P. 4.171) τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα (P. 9.84) Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν (N. 10.11) lover of Danae, (N. 10.11) lover of Leda, (P. 4.171) lover of Semele (O. 2.27), and of Thyone, ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.98) lover of Thebe, (I. 8.18), cf. test., fr. 290. lover of Ganymede, ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ (O. 1.45) prospective lover of Thetis, (Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) (I. 8.35) cf. (I. 8.27) father of Apollo & Artemis, παίδων Διός (P. 3.12) father of Athena, αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς (O. 13.77) (Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. (O. 7.36) father of Herakles, Διὸς ἄλκιμος υἱὸς (O. 10.44) παῖς Διὸς (N. 1.35), cf. (P. 9.84), (I. 6.42) ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes, Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (N. 10.79) father of Aiakos, (N. 7.84), (I. 8.18), cf. (Pae. 15.5) father of Korinthos, ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος (N. 7.105) father of Muses, κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.96) father of Graces (O. 14.14) father of Fortune, παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα (O. 12.1) father of Truth, θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (O. 10.4) father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.
2 king and all powerful father of gods and men. πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα (P. 4.194) Ζεὺς πατήρ (O. 2.27) ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) Ζεὺς πατὴρ (P. 3.98) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) Ζεῦ πάτερ (N. 8.35), (N. 9.31), (N. 9.53), (N. 10.29) παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ (N. 10.55) “ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) (I. 6.42) Ζεὺς πατήρ fr. 93. v. πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς (N. 5.35) Ζηνὶ βασιλέι (I. 8.18), cf. (O. 7.34), (N. 7.82), (N. 10.16) ὑπέρτατε Ζεῦ (O. 4.1) εὐρυτίμου Διός (O. 1.42) Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς (N. 1.14) πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. (O. 2.12), (O. 14.12) Διὸς ὑψίστου (N. 1.60) Ζηνὸς ὑψίστου (N. 11.2) Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος (I. 5.53), cf. (P. 5.122) Ζεὺςθεῶν σκοπὸς (Pae. 6.94) οὐρανίου Διός (Pae. 20.9) v. also, μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος (P. 4.291) ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth (O. 2.58) παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
3 as patron and cult god. of the Aiakidai; Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ (P. 8.99) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα (N. 3.65) ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας (N. 5.7) of the Eratidai; τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται (O. 7.23) of the Blepsiadai; Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ (O. 8.16) of the Aiolidai; “μάρτυς ἔστω Ζεὺςγενέθλιος ἀμφοτέροις” (P. 4.167), cf. (P. 4.107) as Ζεὺς γενέθλιος, v. (O. 8.16), (P. 4.167) as Ζεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον (O. 5.17) σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. (I. 6.8) as Ζεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν (N. 1.6), cf. Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος (P. 1.29) as Ζεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις (O. 8.21) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις (N. 11.8) cf. (N. 5.33) as Ζεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου (O. 9.96) cf. (O. 13.108), (N. 10.48) as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene (P. 9.64) as Ζεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα (O. 12.1) as Ζεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι (O. 13.115) Ζεῦ τέλεἰ (P. 1.67), cf. (N. 10.29) as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) “Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya (P. 9.53), cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina. πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου (N. 5.10) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον (Pae. 6.125) as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes. ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων (O. 7.87) as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. (Pae. 6.114) as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia. Πίσα μὲν Διός (O. 2.3) Διὸς πανδόκῳ ἄλσει (O. 3.17) cf. (O. 10.45) σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν (O. 5.17) βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ (O. 6.5) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (O. 6.70) Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3) κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν (O. 8.83) Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος (O. 9.6) ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός (O. 10.24) ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) (P. 7.15) σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (I. 2.24) γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) as Ζεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών (N. 3.65) Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ (N. 4.9) Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ (N. 7.80) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.3) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) (N. 2.24)
4 as master of the elements. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ὑψινεφὲς Ζεῦ (O. 5.17) Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3) Κρονίδα βαρυγδούπου Διός (O. 8.44) Δία τε φοινικοστερόπαν (O. 9.6) αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ (O. 9.42) ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (O. 9.52) πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός (O. 10.81) Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς (O. 13.77) ἐγχεικέραυνον Ζῆνα (P. 4.194) cf. (N. 9.25), (N. 10.8), 71. ὀρσινεφὴς Ζεὺς (N. 5.35) κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα (Pae. 12.10) ἐρισφάραγος (Ζεύς) fr. 15.
5
a Zeus' emblem the eagle. Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον (O. 2.88) Διὸς αἰετός (P. 1.6) χρυσέων Διὸς αἰετῶν (P. 4.4)
b giver of oracles and omens. ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός (O. 8.44) “αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν” (P. 4.23) cf. (P. 4.197), (N. 9.19) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (N. 1.60) κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς (N. 5.35) τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.43) cf. (O. 6.5), (O. 6.70), (O. 8.3) Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.
c giver of blessings. Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων (P. 3.95) τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν (P. 4.107) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) Ζεῦ, μεγάλαι δ ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν (I. 3.4) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (I. 5.29) Διὸς παῖςχρυσός fr. 222. 1.
d punishes Ixion, δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι (P. 2.40) punishes Apharetidai, καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός (N. 10.65) Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν (N. 10.71) punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf. ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται (P. 1.13) frees Titans, λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας (P. 4.291) buries Amphiareus, ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.25) γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν (N. 10.8) his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (O. 13.92) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.47)
e as prelude, ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου (N. 2.3) αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (N. 5.25)
f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ) Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν (O. 2.70) Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) (O. 2.79) χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν (O. 7.61) ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (I. 5.49) “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaks Πα.… ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (Pae. 9.7) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig., μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι (I. 5.14)
6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης (φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι (νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266. τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ (Pae. 6.145) Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ]Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5.

English (Strong)

of uncertain affinity; in the oblique cases there is used instead of it a (probably cognate) name Dis, which is otherwise obsolete; Zeus or Dis (among the Latins, Jupiter or Jove), the supreme deity of the Greeks: Jupiter.

Greek Monolingual

και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός)
1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός του ουρανού και της γης, γιος του Κρόνου και της Ρέας, σύζυγος της Ήρας
2. ο πέμπτος κατά σειρά αποστάσεως από τον Ήλιο, και μεγαλύτερος ως προς τη μάζα πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, κν. χριστόψαρο
αρχ.
1. φρ. α) «Ζεὺς καταχθόνιος» — ο Πλούτων
β) «σχαοκέφαλος Ζεύς» — κωμ. επίθ. του Περικλέους
γ) «Διὸς ἡμέρα» — ονομασία μιας από τις ημέρες της εβδομάδας
2. παροιμ. «τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζω» — είμαι ή γίνομαι πάμπλουτος
3. (για κολακεία) ο Ξέρξης, οι βασιλείς της Συρίας, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κ.λπ.
4. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η έννοια του ουρανού και του (φυσικού) φωτός της ημέρας —πιθ. και του Ουράνιου, του κατοικούντος στον ουρανό (Caelestis)— από κοινού με την έννοια του «λάμπω, φωτίζω» υπήρξαν η απώτερη πηγή του ονόματος Dyēus της Ινδοευρωπαϊκής, απ' όπου προήλθαν το ελλ. Ζευς, το αρχ. ινδ. Dyāus, το λατ. Iupiter (= ελλ. «Ζευ πάτερ»), το χεττ. šiuš κ.ά. Αν δεχθούμε ότι η αρχική (απαθής) μορφή του ΙΕ τύπου του ονόματος βρίσκεται στην κλητική Ζεῦ (με αναβιβασμένο τον τόνο, εξ ού και ο περισπώμενος τονισμός), ήτοι ότι Ζεῦ < Dyeu (με φωνητική εξέλιξη του dy σε dz, δηλ. σε ελλ. ζ), τότε οι τύποι τών άλλων πτώσεων του ονόματος στην Ελληνική προήλθαν ως εξής: Ζευς < Ζηύς < Dyēus
ο αρχ. μακρός τύπος Ζηύς (πρβλ. αρχ. ινδ. Dyāus) βραχύνθηκε σε Ζεύς κατά τον νόμο του Osthoff (μακρό φωνήεν προ ημιφώνου, του υ, και συμφώνου, του ς, βραχύνεται). ΔıF-ός < Diw- < Dyu- πρόκειται εδώ για τη μηδενισμένη (χωρίς το e του Dyeu-) βαθμίδα της ρίζας, όπου το ημίφωνο y εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή (ι), το δε έτερο ημίφωνο u με τη συμφωνική μορφή του (w/F). Ομοίως ερμηνεύεται και η δοτ. ΔıF-ί (> Διί και, με συναίρεση, Δῖ). Η αιτ. Ζῆν < Dyē(u)m (πρβλ. λατ. diem «την ημέρα», αρχ. ινδ. dyām) εμφανίζει και επεκτεταμένο τ. Ζῆνα κατά τον έτερο, νεώτερο τύπο, της αιτ. Δία (< ΔίF-α), όπως αναλογικοί είναι και οι τύποι Ζηνός γεν. και Ζηνί δοτ.. Η ερμηνεία αυτή (του Pokorny κ.ά.) έχει το πλεονέκτημα ότι εξηγεί από κοινού, δηλ. ενιαία, την πληθώρα τών φαινομενικώς διισταμένων τύπων, η δε βασική ρίζα dyeu-/dieu- αποτελεί, κατά πολλούς, σχηματισμό δραστικού ονόματος (nomen agentis) σε -eu- (> εύς) της ρ. dy-(eu-)/di-(eu-) που συνδέεται με τη ρ. του αρχ. ινδ. di-de-ti «λάμπει», ελλ. δέατο κ.ά. Κατ' άλλους (Chantraine κ.ά.), εκτός από τη ρ. dy-ēu-, τη ρίζα Ι, θα πρέπει να δεχθούμε και μια άλλη ρίζα, τη ρίζα ΙΙ, που έχει τη μορφή deiw- και από την οποία μπορούν ευκολότερα να παραχθούν το ελλην. ΔıF-ός (μηδενισμένη βαθμίδα), το αρχ. ινδ. div-as (= ΔιFός) και τα λατ. deivos/deus. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει, φυσικά, ότι η κλητ. Ζεῦ δεν είναι αρχική και βασική, αλλά υστερογενής αναλογικός τ. από την ονομαστική Ζεύς, πράγμα δύσκολο, αν ληφθεί υπ' όψιν η δύναμη της κλητικής ως τύπου επικλήσεως ιδίως στα ονόματα θεών (πρβλ. Ζεῦ πάτερ, Iupiter κ.ά.). Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, θα πρέπει να αναχθούμε σε αρχ. τ. deiw-os, απ' όπου θα εξηγηθούν και τα αρχ. ινδ. dev-as, λατ. deus, λιθ. diẽvas κ.ά. Όπως και να έχουν οι λεπτομέρειες της ετυμολογικής ερμηνείας του ονόματος, και οι δύο ρίζες συγκλίνουν σημασιολογικά στο να συνδεθεί το όνομα του θεού με την έννοια του ουρανού και του φυσικού φωτός της ημέρας. Ως α' συνθετικό η λ. Ζευς απαντά στη γενική και δοτική και συχνά σε κύρια ονόματα: α) σε γενική με τη μορφή Διοσ-, Δıo- ή Ζηνο-: πρβλ. Διοβλής, Διογενέτωρ, Διογενής, Διογένης, Διομήδης, Διόπαις, Διό(σ)δοτος, Διοσημία, Διόσκουροι, Διοσξεινιασταί, Διοσσωτηριασταί, Ζηνοδοτήρ, Ζηνόδοτος, Ζηνοποσειδών, Ζηνόφρων
β) σε δοτική με μορφή ΔιFει- (στην κυπριακή διάλεκτο), Διει- ή Διι-
πρβλ. ΔιFείθεμις, ΔιFείφιλος, Διειπετής, Διιπόλεια, Διισωτήρια, Διίφιλος].

Greek Monotonic

Ζεύς: ὁ, κλητ. Ζεῦ· οι πλάγιες πτώσεις σχηματίστηκαν από το Δίς, γεν. Διός, δοτ. Διΐ· επίσης, δοτ. Δί [ῑ], αιτ. Δία· στους ποιητές επίσης, απαντούν οι τύποι Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα, και στη μεταγεν. Δωρ. οι τύποι Ζάν, Ζανός κ.λπ.
I. ο Δίας, Λατ. Ju-piter, πατέρας των θεών και των ανθρώπων, γιος του Κρόνου και της Ρέας, απ' όπου ονομάστηκε Κρονίδης και Κρονίων, σύζυγος της Ήρας· ο Όμηρ. τον παρουσιάζει να εξουσιάζει τους αιθέρες (ἀήρ)· εξού και οι βροχές και οι καταιγίδες θεωρούνταν ότι προέρχονται απ' αυτόν, Ζεὺς ὕει κ.λπ.· το όνομά του το επικαλούνταν σε όρκους, οὐ μὰ Ζῆνα, σε Όμηρ., Αττ.· ομοίως, μὰ Δία, νὴ Δία, σε Αττ.
II. Ζεὺς καταχθόνιος, ο Πλούτωνας, ο θεός που εξουσιάζει τον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Ζεύς Διός, ὁ, meestal sing. Ζεύς, gen. Διός, dat. Διί of Δί, acc. Δία of Δί’, vocat. Ζεῦ, poët. nom. Ζήν, gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα of Ζῆν’ of Ζῆν; Dor. nom. Ζάν, gen. Ζανός, dat. Ζανί, acc. Ζᾶνα Zeus:; Διὸς νεφεληγερέταο van Zeus de wolkenverzamelaar Il. 5.736; Ζῆν’ ὕπατον Κρονίδην Zeus, de verheven zoon van Kronos Il. 5.756; soms ook gebruikt als het om het domein van een andere godheid gaat; Ζεύς... καταχθόνιος de onderaardse Zeus Il. 9.457; van een mens. Ξέρξης ὁ τῶν Περσῶν Ζεὺς Xerxes, de Zeus van de Perzen Gorg. B 5a. astr. naam van een planeet Jupiter.

Russian (Dvoretsky)

Ζεύς: gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс (сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἣρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὶ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter): πρὸς (τοῦ) Διός! клянусь Зевсом!; μὰ (τὸν) Δία! нет, клянусь Зевсом!; νὴ (τὸν) Δία! да, клянусь Зевсом!; τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. тягаться в богатстве с (самим) Зевсом; Διὸς ὁ ἀστήρ Arst. планета Юпитер; Διὸς ἡμέρα поздн. четверг (лат. Jovis dies); Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) подземный Зевс = Ἃιδης.

Greek (Liddell-Scott)

Ζεὺς: ὁ, κλητ. Ζεῦ· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐσχηματίσθησαν ἐκ τοῦ Δίς, Ἡρῳδιαν, Ἐπιμ. 6. 14, γεν, Διός, δοτ. Διΐ, ὡσαύτως Δὶ ῑ, Πίνδ. Ο. 13. 149, Ν. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 16· αἰτ. Δία· - παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως (καίπερ οὐχὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς εἰ μὴ ἐν τραγικαῖς φράσεσι) Ζήν (τύπος οὗ τὰ ἴχνη ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 162), Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα, παρὰ μεταγεν. Δωρ. Ζάν, Ζανός, κλ., Φιλόξ. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 3. 636, Θεόκρ.· - εὕρηται καὶ ὀνομαστική τις Ζὴς ἢ Ζὰς Φερεκύδ. παρ’ Ἡρῳδιαν. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Κλήμ. Ἀλ. 741. αἰτ. Ζῆν (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm ἀντὶ Ζῆν’) ἐν τέλει στίχου ἐν Ἰλ. Θ. 206, Ξ. 265· Δωρ. Κλητ. Ζὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 570· καὶ ἐπὶ Κρητικῶν νομισμάτων ΤΑΝ, ὃ ἐ. Ζάν, ἴδε Eckhel. D. Ν. 2. 301, Πυθ. παρὰ Πορφ. Βίῳ Π. 17· - Βοιωτ. Δεύς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 911· ὡσαύτως Δήν, Ἡρῳδιαν. ἔνθ’ ἀνωτέρω·- αἱ πλάγιαι πτώσεις Ζεός, Ζεΐ, Ζέα ἀναφέρονται ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 177. 195, Ε. Μ.· Ζεῦν ἐσφαλμένη γραφὴ ἀντὶ Ζῆν· Αἰσχρ. παρ᾿ ᾿Αθην. 335, Ἀνθ. Π. 7. 345, 5, ἴδε Jac. σ. 500· - τὸ πληθ. Δίες, Ζῆνες Πλούτ. 2, 425Ε, παρ᾿ Εὐστ. 1384. 27. τὸ Ζ παρίσταται διὰ τοῦ dy ἢ j ἐν ταῖς συγγενέσι γλώσσαις, πρβλ. Σανσκρ. dyâus, Λατ. ju-piter, jov-is, ὡσαύτως τὸ Ζάς ἢ Ζάν, Ζανός, πρὸς τὸ Λατ. Ja-nus· ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 1, καὶ πρβλ. δῖος). Ὁ Ζεύς, βασιλεὺς καὶ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ρέας, ἐντεῦθεν συχνάκις καλούμενος Κρονίδης, Κρονίων, σύζυγος τῆς Ἥρας· - ὁ Ὅμ. παριστᾷ αὐτὸν ὡς ἄρχοντα τοῦ ἁέρος (ἀήρ)· ἐντεῦθεν αἱ βροχαὶ καὶ αἱ θύελλαι ἀποδίδονται εἰς αὐτὸν, Ζεὺς ὕει, κτλ., ἴδε ἐν λ. ὕω, νίφω, συννέφω, βροντάω, ὀμβρέω, ὕδωρ, Δανάη· - συχνὸν ἐν ἐπιφωνήσεσι, Ζεῦ, ἄλλοι τε θεοί Ἰλ. Ζ. 476· ὦ Ζεῦ καὶ πάντες θεοὶ, ὦ Ζεῦ και θεοὶ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10, Ἀριστοφ. Πλούτ. 1, κτλ.· Ζεῦ Ζεῦ Αἰσχύλ. Χο. 246, Ἀριστοφ. Σφηξ. 323· ὦ Ζεῦ τῆς λεπτότητος τῶν φρενών ὁ αὐτ. Νεφ. 153· ὁ ὅρκος οὐ μὰ Ζῆνα παρ᾿ Ὁμ. μόνον, Ἰλ. Ψ. 43, Ὀδ. Υ. 339· ἀλλὰ συχνότατος παρὰ τοῖς ἀττ. κωμικοῖς καὶ πεζοῖς, οὐ μὰ Δία, μὰ Δία, νὴ Δία, ὡσαύτως, μετὰ τοῦ ἄρθρου, οὐ μὰ τὸν Δία· παροιμία ἐπὶ ὑπερόγκου πλούτου, τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν Ἡρόδ. 5. 49. - Πρβλ. σωτήρ. ὁμόγνιος, Ἑλλήνιος, κλ.· περὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Διός, ὅρα Müller Archäol. d. Kunst §349 κἑξ.· περὶ τῶν διαφόρων ὀνομάτων ὑπὸ τὰ ὁποῖα ἐλατρεύετο, ὅρα τοὺς Πίνακας τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 23. ΙΙ. Ζεὺς καταχθόνιος, ὁ τοῦ Οὐεργιλίου Jupiter Stygius, ὁ Πλούτων, Ἰλ. Ι. 457. ΙΙΙ. διὰ τῆς κολακείας τῶν αὐλικῶν τὸ ὄνομα Ζεὺς κατήντησεν ὄνομα τῶν Μακεδόνων βασιλέων τῆς Συρίας, Σελεύκου Διὸς Νικάτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 4458, καὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Διον. Π. 210, Ὀππ. Κ. 1. 3, Χριστόδ. Ἐκφρ. 96, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγρ.· πρβλ. Suet. Domit. 13, Martial. 5. 8, κτλ.· ἐνῷ ὁ Γοργίας κατεγελᾶτο ὡς καλῶν τὸν μέγαν βασιλέα Δία τῶν Περσῶν, Λογγῖν. 3. 2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Other forms: Boeot. Lac. etc. Δεύς, voc. Ζεῦ, gen. Δι(Ϝ)ός, dat. (loc.) Δι(Ϝ)ί, dat. also ΔιϜεί (e. g. ΔιϜεί-φιλος; ), acc. Ζῆν, since Hom. also Δί-α, Ζῆν-α with Ζην-ός, ; nom. Ζήν (A. Supp. 162 [lyr.]; or voc.?), Ζάν (Pythag., Ar.), Ζάς (Pherec. Syr.), gen. Ζανός (inscr. Chios IVa [? ] a. o.); note Δᾶν (Theocr. 4, 17); more forms in Schwyzer 576f., Leumann Hom. Wörter 288ff. and the dict.
Dialectal forms: Myc. dat. diwe /diwei/
Compounds: As 1. member in univerbations like Διόσ-κουροι (gen.; also Διεσ-κουρίδου [Priene a. o.]), ΔιϜεί-φιλος (dat.), stemform e. g. in διο-γενής; also Ζηνό-δοτος (for Διόσ-δοτος) a. o.; as 2. member in ἔνδιος, εὑδία, s. vv.; cf. also αὑτόδιον.
Derivatives: δῖος, s. v.
Origin: IE [Indo-European] [184] *dieu- Zeus
Etymology: Ols name of heaven, of the god of heaven, of the day, preserved especially in Sanskrit, Greek and Italic, and prob. in Hittite, with several related forms: Ζεύς = Skt. dyáuḥ (god of) heaven, day, Lat. Iovis and pob. in nu-diūs tertius (it is) now the third day, i. e. the day before yesterday, IE *d(i)i̯ēus; also Hitt. *šiuš, šiun(i)- god; Ζεῦ πάτερ = Lat. Iūpiter, Ζῆν = Skt. dyā́m, Lat. diem (with new nom. diēs, Diēspiter; cf. also Illyr. Δειπάτυρος); the other oblique cases, ΔιϜ-ός, -εί, , Δία agree with Skt. diváḥ, divé, diví, dívam (partly parallell innovations). New in Greek are Ζῆν-α (after Δί-α) with Ζηνός, , which contains the old acc. *Di̯e(u)m with early loss of the seen also in Skt. Dyam; not to IE *din- day in Lat. nun-dinae market-day, Skt. madhyán-dinam midday a. o. (after Kretschmer Glotta 14, 303f. also Τιν-δαρίδαι and 30, 93ff). - The α in Ζάς, Ζάν, Ζανός was spread from Elean Olympia, where η became α, s. Leumann Hom. Wörter 288ff. (after Kretschmer Glotta 17, 197) and Fraenkel Gnomon 23, 373. - It is generally assumed that IE *d(i)i̯ēus is an agent noon of the verb seen in Skt. dī́-de-ti shine, gr. δέατο (s. v.) meaning shine, glow, light; *d(i)i̯ēus prop. "the shining, gleaming". Objections in Wackernagel BerlAkSb. 1918, 396ff. (= Kl. Schr. 1, 315ff.), Nilsson Gr. Rel. 1, 391. Beside Ζεύς etc. there is an old appellative for god in Skt. deváḥ = Lat. deus = Lith. diẽvas a. o., IE *deiu̯os; prop. "the heavenly, caelestis" as deriv. from the noun for heaven. - Except Bq see W.-Hofmann s. diēs, Fraenkel Lit. et. Wb. s. diẽvas, Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 219ff., Mayrhofer EWAia. s. dyáuh, Benveniste Origines 59f, 166. (Cf. also Τινδαρίδαι).

Middle Liddell

[the obl. cases formed from *di/s, gen. Διός; dat. Διΐ, Δί [ῑ], acc. Δία] [in Poets also, Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα] [in later doric Ζάν, Ζανός, etc.:—]
I. Zeus, Lat. Ju-piter, father of gods and men, son of Kronos and Rhea, hence called Κρονίδης, Κρονίων, husband of Hera: —Hom. makes him rule in the lower air (ἀήῤ; hence rain and storms come from him, Ζεὺς ὕει, etc.:—in oaths, οὐ μὰ Ζῆνα Hom., Attic; so μὰ Δία, νὴ Δία, Attic
II. Ζεὺς καταχθόνιος, Pluto, Il.

Wikipedia EN

Jupiter Smyrna Louvre

Zeus (/zjuːs/; Ancient Greek: Ζεύς, Zeús) is the sky and thunder god in ancient Greek religion, who rules as king of the gods of Mount Olympus. His name is cognate with the first element of his Roman equivalent Jupiter. His mythologies and powers are similar, though not identical, to those of Indo-European deities such as Jupiter, Perkūnas, Perun, Indra and Thor. Zeus is the child of Cronus and Rhea, the youngest of his siblings to be born, though sometimes reckoned the eldest as the others required disgorging from Cronus's stomach. In most traditions, he is married to Hera, by whom he is usually said to have fathered Ares, Hebe, and Hephaestus. At the oracle of Dodona, his consort was said to be Dione, by whom the Iliad states that he fathered Aphrodite. Zeus was also infamous for his erotic escapades. These resulted in many divine and heroic offspring, including Athena, Apollo, Artemis, Hermes, Persephone, Dionysus, Perseus, Heracles, Helen of Troy, Minos, and the Muses. He was respected as an allfather who was chief of the gods and assigned the others to their roles: "Even the gods who are not his natural children address him as Father, and all the gods rise in his presence." He was equated with many foreign weather gods, permitting Pausanias to observe "That Zeus is king in heaven is a saying common to all men". Zeus' symbols are the thunderbolt, eagle, bull, and oak. In addition to his Indo-European inheritance, the classical "cloud-gatherer" (Greek: Νεφεληγερέτα, Nephelēgereta) also derives certain iconographic traits from the cultures of the ancient Near East, such as the scepter. Zeus is frequently depicted by Greek artists in one of two poses: standing, striding forward with a thunderbolt leveled in his raised right hand, or seated in majesty.

Wikipedia DE

Zeus (altgriechisch Ζεύς, klassische Aussprache ungefähr „dze-u̯s“; neugriechisch Ζεύς bzw. Δίας Dias; lateinisch Iuppiter) ist der oberste olympische Gott der griechischen Mythologie und mächtiger als alle anderen griechischen Götter zusammen. Über ihm stand nur das personifizierte Schicksal – seine Töchter, die Moiren. Auch er hatte sich ihnen zu fügen. Er entspricht in der römischen Mythologie dem Jupiter. Der Name entspringt derselben indogermanischen Wortwurzel *diu („hell“, „Tag“), die im lat. Iuppiter und dem vedisch-altind. Dyaúh pitá „Himmel Vater“ enthalten ist. Sie ist Ausdruck eines gemeinsamen indogermanischen Gottesbildes und von den jeweiligen Wörtern für „Gott“ abgeleitet; z. B. lat. deus, germ. *Tiwaz und vedisch-altind. devá. Zeus ist ein Sohn des Titanenpaares Kronos und Rhea (daher auch der Beiname bzw. Patronym: Kronion – Κρονίων, Kronides – Κρονίδης) und Bruder von Hestia, Demeter, Hera, Hades und Poseidon. Nach Hesiod verschlingt Kronos alle seine Kinder gleich nach der Geburt, da er fürchtete, diese könnten ihn entmachten, so wie er selbst seinen Vater Uranos entmachtet hatte. Als Zeus geboren werden sollte, beschließt Rhea auf den Rat von Gaia und Uranos hin, ihn im Verborgenen auf die Welt zu bringen. Sie geht dazu in eine Höhle bei der Stadt Lyktos auf Kreta, woraufhin der neugeborene Zeus von Gaia versteckt wird. Kronos gibt sie anstatt Zeus einen in eine Windel gewickelten Stein, den er verschlingt. Nach anderen Überlieferungen liegt der Geburtsort des Zeus in einer Höhle des Berges Dikti oder des Ida, wo er von den Nymphen Adrasteia und Ide aufgezogen, von der Ziege Amaltheia versorgt und von den Kureten beschützt wird. Seinen Beinamen Idaios verdankt er dieser Variante des Mythos. (Näheres unter Ammen des Zeus.) Er wächst nach Hesiod schnell heran und bringt mit List und unter Mithilfe Gaias den Kronos dazu, zuerst den Stein und dann alle seine verschluckten Kinder wieder auszuwürgen. In der Bibliotheke des Apollodor wendet Zeus sich an Metis, die Kronos eine Droge verabreicht, welche ihn zum Speien bringt.

Frisk Etymology German

Ζεύς: {Zeús}
Forms: böot. lak. usw. Δεύς, Vok. Ζεῦ, Gen. Δι(ϝ)ός, Dat. (Lok.) Δι(ϝ)ί, Dat. auch Διϝεί (z. B. Διϝείφιλος; myk. di-we?), Akk. Ζῆν, seit Hom. auch Δία, Ζῆνα mit Ζηνός, -ί; Nom. Ζήν (A. Supp. 162 [lyr.]; oder Vok.?), Ζάν (Pythag., Ar.), Ζάς (Pherek. Syr.), Gen. Ζανός (Inschr. Chios IVa [? ] u. a.); weitere Formen mit Belegen bei Schwyzer 576f., Leumann Hom. Wörter 288ff. und in den Wörterbüchern.
Grammar: m.
Composita: Als Vorderglied in Univerbierungen wie Διόσκουροι (Gen.; auch Διεσκουρίδου [Priene u. a.]), Διϝείφιλος (Dat.), Stammform z. B. in διογενής; dazu noch Ζηνόδοτος (für Διόσδοτος) u. a.; als Hinterglied in ἔνδιος, εὐδία, s. dd.; vgl. auch zu αὐτόδιον.
Derivative: Ableitung δῖος, s. bes.
Etymology: Alte Benennung des Himmels, des Himmelsgottes, des Tages, insbes. im Altindischen, Griechischen und Italischen, wohl auch im Hethitischen erhalten, u. z. mit mehreren sich genau deckenden Formen: Ζεύς = aind. dyáuḥ ‘Himmels(gott), Tag’, lat. wahrscheinlich in nu-diūs tertius ‘(es ist) jetzt der dritte Tag’, d. h. vorgestern, idg. *d(i)i̯ēus; dazu noch heth. *šiuš, šiun(i)- Gott; sehr fraglich dagegen russ. doždь Regen s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.; Ζεῦ πάτερ = lat. Iūpiter, Ζῆν = aind. dyā́m, lat. diem (wozu als neuer Nom. diēs, Diēspiter; vgl. noch illyr. Δειπάτυρος); die übrigen Cas. obliqui, Διϝός, -εί, -ί, Δία stimmen zu aind. diváḥ, divé, diví, dívam (teilweise parallele Neubildungen). Neu für das Griechische sind Ζῆνα (nach Δία?) mit Ζηνός, -ί; Zusammenhang mit idg. *din- Tag in lat. nun-dinae Markttag, aind. madhyán-dinam Mittag u. a. (nach einer Vermutung von Kretschmer Glotta 14, 303f. auch Τινδαρίδαι) ist (trotz Kretschmer a. a. O. und Glotta 30, 93ff.) nicht vorhanden. — Das α in Ζάς, Ζάν, Ζανός hat sich von dem elischen Olympia aus in die Fremde verbreitet, s. Leumann Hom. Wörter 288ff. (nach Kretschmer Glotta 17, 197) und Fraenkel Gnomon 23, 373. — Nach allgemeiner Annahme liegt in idg. *d(i)i̯ēus ein Nomen agentis des in aind. dī́-de-ti scheinen, gr. δέατο (s. d.) enthaltenen Verbs scheinen, hell glänzen, leuchten vor; *d(i)i̯ēus somit eig. "der Glänzende, der hell Aufleuchtende"? Beachtenswerte Einwände von Wackernagel BerlAkSb. 1918, 396ff. (= Kl. Schr. 1, 315ff.), Nilsson Gr. Rel. 1, 391. Neben Ζεύς usw. steht ein altes Appellativum für Gott in aind. deváḥ = lat. deus = lit. diẽvas u. a., idg. *deiu̯os; eig. "der Himmlische, caelestis" als Ableitung vom Nomen für Himmel, nicht von einem Verb scheinen, glänzen. — Lit. (außer Bq und WP. 1, 772ff.) W.-Hofmann s. diēs, Fraenkel Lit. et. Wb. s. diẽvas, Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 219ff., Mayrhofer Wb. s. dyáuḥ. Vgl. auch Τευδάρεως und Τινδαρίδαι.
Page 1,610-611

Chinese

原文音譯:ZeÚj 秋士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:丟斯
字義溯源:丟斯*,笛士;希臘諸神中的主神,天神
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 丟斯(2) 徒14:12; 徒14:13

Translations

ab: Зевс; af: Zeus; als: Zeus; an: Zeus; ar: زيوس; arz: زيوس; ast: Zeus; as: জ্যুচ; azb: زئوس; az: Zevs; bar: Zeus; ba: Зевс; be_x_old: Зэўс; be: Зеўс; bg: Зевс; bh: ज़िअस; bn: জিউস; br: Zeus; bs: Zeus; ca: Zeus; ckb: زیووس; csb: Zeus; cs: Zeus; cv: Зевс; cy: Zeus; da: Zeus; de: Zeus; diq: Zeus; el: Δίας; en: Zeus; eo: Zeŭso; es: Zeus; et: Zeus; eu: Zeus; ext: Zeus; fa: زئوس; fi: Zeus; fr: Zeus; fy: Seus; ga: Séas; gl: Zeus; he: זאוס; hi: ज़्यूस; hr: Zeus; ht: Zeyis; hu: Zeusz; hy: Զևս; hyw: Զեւս; ia: Zeus; id: Zeus; io: Zeus; is: Seifur; it: Zeus; ja: ゼウス; jv: Zeus; ka: ზევსი; kk: Зевс; ko: 제우스; ku: Zeus; la: Zeus; lb: Zeus; lfn: Zeus; lmo: Zeus; lt: Dzeusas; lv: Zevs; mk: Зевс; ml: സ്യൂസ്; mr: झ्यूस; ms: Zeus; mt: Żews; my: ဇုစ်နတ်မင်းကြီး; mzn: زئوس; nds: Zeus; ne: जिउस; nl: Zeus; nn: Zevs; no: Zevs; oc: Zèus; os: Зевс; pa: ਜ਼ਿਊਸ; pl: Zeus; ps: زیوس; pt: Zeus; ro: Zeus; ru: Зевс; sah: Зевс; scn: Zeus; sco: Zeus; sc: Zeus; sh: Zeus; simple: Zeus; sk: Zeus; sl: Zevs; sq: Zeusi; sr: Зевс; sv: Zeus; sw: Zeu; szl: Zeus; ta: சியுசு; tg: Зевс; th: ซูส; tk: Zeus; tl: Zeus; tr: Zeus; tt: Zevs; uk: Зевс; ur: زیوس; uz: Zevs; vep: Zevs; vi: Zeus; vls: Zeus; war: Zeus; wuu: 宙斯; xmf: ზევსი; yi: זעאוס; yo: Zeus; zh_min_nan: Zeus; zh_yue: 宙斯; zh: 宙斯