ὅσος

From LSJ
Revision as of 08:45, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅσος Medium diacritics: ὅσος Low diacritics: όσος Capitals: ΟΣΟΣ
Transliteration A: hósos Transliteration B: hosos Transliteration C: osos Beta Code: o(/sos

English (LSJ)

Ep. ὅσσος, η, ον, both forms in Hom. and Hes.; ὅσσος also in A.Pers.864 (lyr.); and in many dialects, e. g. Lesb., Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 18 (ὄσσος), Arg., IG4.748.5 (Troezen, iv B. C.), Thess., ib. 9(2).517.19, al.; Central Cret. ὄζος GDI5090 (Lyttos), al., and ὄττος ib.5000 (Gortyn): Relat. and indirect interrog. Adj.:—of Size, A as great as, how great; of Quantity, as much as, how much; of Space, as far as, how far; of time, as long as, how long; of Number, as many as, how many; of Sound, as loud as, how loud: correl. with τόσος (τόσσος), τοσόσδε, τοσοῦτος, in sense as, τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας Il.24.670, cf. Od.19.169; τόσονδ', ὅσον . . S.El.286; τοσοῦτον ὄχλον καὶ παρασκευήν, ὅσην . . D.4.35: sometimes with πᾶς or ἅπας as antec., χῶρον ἅπαντα ὅσσον . . Il.23.190; ἐκ πασέων, ὅσσαι . . Od.4.723; πάντα μάλ' ὅσσα . . Il.22.115; τοὺς πάντας... ὅσοι . . A.Pr.976, etc.; also ὅσων . . ψαύοιμι, πάντων τῶνδ' ἀεὶ μετειχέτην S.OT1464: with ἴσος, just so much as, ἐμοὶ δ' ἴσον τῇς χώρας μέτα, ὅσονπερ ὑμῖν Ar.Ec.174, cf. D.21.44: freq. without antec., τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς Od.12.86, cf. 10.113, etc.; ἀσπίδες ὅσσαι ἄρισται Il.14.371, cf. 75,18.512; agreeing with an antec. implied in an Adj., γυναικείας ἀρετῆς, ὅσαι . . the virtue of all the women, who . ., Th.2.45, cf. ὅς B. 1.1 : the Subst. freq. precedes, where we put it in the Relat. clause, οὐδέ τι οἶδε πένθεος (about the woe), ὅσσον ὄρωρε Il.11.658; ὁρᾷς . . τὴν θεῶν ἰσχύν, ὅση [ἐστί]; S.Aj.118; ὦ Ζεῦ... τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον! Ar.Ra.1278; τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον· ἀπέραντον! Id.Nu.2: and sometimes it is attracted to the case of the antec., εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν (for ὅσα) A.Th.309 (lyr.); joined with οἷος, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.630; so ὅσσοι τε καὶ οἵτινες Od.16.236: repeated in the same clause, τὸ δὲ ὅσον μέτρον ὅσοις [μειγνύμενον] the quantities of the first ingredient and the others, Pl.Ti.68b; γαίης ὅσσης ὅσσον ἔχει μόριον AP7.740 (Leon.) : perhaps sometimes followed by a partic. for a finite Verb, ὅσοι συμπαρεπόμενοι (s.v.l.) X.Eq.11.12, cf. HG6.1.10. 2 with a partit. gen. in the principal clause, Τρώων θάνον ὅσσοι ἄριστοι Il. 12.13; ἄριστοι ἵππων, ὅσσοι ἔασιν 5.267; Περσῶν ὅσοιπερ A.Pers.441; οὔ τις . . ὀνόσσεται, ὅσσοι Ἀχαιοί of all the Achaeans, Il.9.55; [τῶν στρατειῶν] ὅσαι τε καὶ μὴ ἐπικίνδυνοι which are and which are not... Pl.R.467d; on τῶν ὅσοι, v. ὁ, ἡ, τό A. 111. 3 of time, ὅσαι ἡμέραι, ὅσα ἔτη, etc., v. ὁσημέραι. 4 with τις, in indirect questions, ἰδώμεθα . . ὅσσος τις χρυσὸς . . ἔνεστιν Od.10.45; ὅσον τι δένδρον . . γίνεται Hdt.1.193; ὅσον τι ἐστί ib.185; ὅσοι τινὲς ἐόντες . . Id.7.102, etc. 5 with acc. of extent, λίμνη . . μέγαθος, ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ in size as large as that in Delos, Id.2.170, cf. 175, Pl.R.423b. 6 with Adjs. expressing Quantity, etc., both words being put in the same case, [πίθηκοι] ἄφθονοι ὅσοι . . γίνονται, i. e. in amazing numbers, Hdt.4.194; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος prodigiously large, Ar.Pl.750; χρήματα θαυμαστὰ ὅσα Pl.Hp.Ma.282c, cf. Luc.Halc.5, etc.; ἀπλάτων ὅσων, ἀμύθητα ὅσα, Phld.Rh.1.3,91 S., cf. Corn.ND9; ὀλίγους ὅσους τῶν κοφίνων Luc. Alex.1; ἐτόλμησαν ἐπιφύεσθαι ἡμεῖν πλεῖστοι ὅσοι SIG888.65 (Thrace, iii A. D.); μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου Pl.R.350d; διὰ μυρίων ὅσων Longin.1.1: freq. in adverbial construction, θαυμαστὸν ὅσον ἐπιδιδόντες Pl.Tht.150d; θ. ὅσον διαφέρει Id.La.184c; ἀμηχάνῳ δὴ ὅσῳ πλείονι Id.R.588a; τυτθὸν ὅσσον ἄπωθεν Theoc.1.45; βαιὸν ὅσον παραβάς AP12.227 (Strat.). 7 with Sup., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι τῶν πολίων the most they possibly could... Hdt.6.44, cf. Th.7.21; also ὅσον τάχος = as quickly as possible, Ar.Th. 727 (more freq. ὅσον τάχιστα, v. infr. IV. 4); ὅσον σθένος with all possible strength, Theoc.1.42, A.R.2.589. 8 c. inf., so much as is enough for . ., ὅσον ἀποζῆν enough to live off, Th.1.2; ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον . . διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5; εὐδαιμονίας τοσοῦτον, ὅσον δοκεῖν so much as is enough for appearance, S.OT1191 (lyr.), cf. Th.3.49, Pl.R.416e, etc. II for ὅτι τοσοῦτος (v. οἷος 11.2,3, ὅς B. IV. 3), Od.4.75, E.Hel.74, etc. III followed by Particles: 1 ὅσος ἄν (κεν) how great (many) soever, with subj., Il.3.66, etc. 2 ὅσος δή of such and such a size or of such and such a number (but in Hom. merely strengthened for ὅσος, Od.15.487, al.), κήρυγμα ἐποιήσατο... ζημίην τοῦτον ὀφείλειν, ὅσην δὴ εἴπας naming such and such an amount, Hdt.3.52; ἐπέταξε τοῖσι . . ἔθνεσι γυναῖκας . . κατιστάναι, ὅσας δὴ ἐπιτάσσων ordering such and such a number, ib.159; παρεσκευάζοντο ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή for payment of a certain amount, Id.1.160; σιτία παρακαταλιπόντες ὅσων δὴ μηνῶν Id.4.151; so ὅσος δή κοτε Id.1.157; ὁσοσδηποτοῦν, in plural, any number whatsoever, Euc.9.9, al., Agatharch.34; ὁσοσδηοῦν however large, Jul.Or.3.119a; ὅσος δή τις D.H.2.45, 4.60. 3 ὁσοσοῦν, Ion. -ῶν, ever so small, Hdt.1.199 : in plural, however many, Arist.Pol.1265a41; v. infr. IV. 6. 4 ὅσοσπερ, precisely as great as, τοῦ μὲν χειμῶνός ἐστι [ὁ Ἴστρος] ὅσοσπέρ ἐστι of its normal size, Hdt.4.50, cf. 2.170, etc.: in plural, as many as, Hes.Th.475, A.Pers. 423,441; ἔθνεα πάντα ὅσαπερ ἦγε Hdt.4.87; ἅπαντα... ὅσαπέρ γ' ἔφασκον, κἄτι πολλῷ πλείονα Ar.V.806: but ὅσοσπερ can freq. hardly be distinguished from ὅσος, v. supr. 1.2, 5, infr. IV. 1, 3, and 7; and this is still more the case with Ep. ὅσος τε (cf. ὅστε), Od.10.113, al. IV Adverbial usages of ὅσον and ὅσα: 1 so far as, so much as, οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι Il.21.371: c. inf., ὅσον αὔξειν ἢ καθαιρεῖν so far as to... Arist.Rh.1376a34 : in parenthesis, c. inf., ὅσον γέ μ' εἰδέναι as far as I know, Ar.Nu.1252, Pl.Tht.145a, cf. D.H.2.59; so μακραίων γ', ὅσ' ἀπεικάσαι cj. in S.OC 152 (lyr.); ὅσον ἐς Ἑλλάδα γλῶσσαν ἀπὸ Λατίνης μεταβαλεῖν App. BC4.11 : but more freq. c. ind., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω Il.13.222, cf. 20.360; so ὅσονπερ ἂν σθένω S.El.946; ὅσα γε . . ἦν εἰκάσαι Th.8.46; ὅσον δυνατόν Pl.Smp.196d, etc.; ὅσον καθ' ἕν' ἄνδρα so far as was in one man's power, D.18.153; ὅσον τὸ σὸν μέρος S.OT1509: c. gen., ὅσον γε δυνάμεως παρ' ἐμοί ἐστι Pl.Cra.422c, cf. S.OT1239; also ὅσα ἐγὼ μέμνημαι X.Mem.2.1.21; οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται Pl.R.467c; ὅσα γε τἀνθρώπεια humanly speaking, Id.Cri. 47a. b how far, how much, ἴστε γὰρ ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι Il.23.276; μαθήσεται ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα A. Pr.927 : with Adjs., how, ὅσον or ὅσσον . . μέγ' ὄνειαρ, Hes.Op.41,346; ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει Id.Th.582. 2 only so far as, only just, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν Il.9.354; ὅσον ἐκ Φοινίκης ἐς Κρήτην Hdt.4.45; φιλοσοφίας, ὅσον παιδείας χάριν, μετέχειν Pl.Grg. 485a, cf. R.403d; οὐδὲν ἡδέως ποιεῖ γὰρ οὗτος, ἀλλ' ὅσον νόμου χάριν Diph.43.14, cf. Arist.Metaph.1076a27, al.; ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα ὠργίζετο, opp. τῷ ἀληθεῖ ἐχαλέπαινον, Th.8.92 : so, more fully, ὅσον μοῦνον Hdt.2.20, cf. Th.6.105, Pl.R.607a, etc.; or μόνον ὅσον Id.Lg. 778c; ἐγὼ μέν μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ Hdt.2.73, cf. X.An.7.3.20; σιτάρια μικρὰ προσφέρων οἴνου θ' ὅσον ὀσμήν Philem.98.3; τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅ. ὅ. στίλην; Ar.V.213; ἢ ὅσον ὅσσον στιγμή AP7.472 (Leon.), cf. 5.254 (Paul. Sil.); ἐπαναγαγεῖν ὅ. ὅ. Ev.Luc.5.3 (cod. D, v.l. ὀλίγον); ὅσον· ὀλίγον, ὅσον ὅσον δέ, ὀλίγον ὀλίγον, Hsch.; παρ' ὅσον ἧττον a little less, D.T.631.17 (= παρ' ὀλίγον ἧττον, Sch.); οὐδ' ὅσον not even, οὐδ' ὅ. ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9: abs., not the least mite, Id.Ap.37, A.R.2.181,190; οὐδέ περ ὅσσον Id.3.519; οὐδ' ὅσον ὅσσον Philet.7; cf. IV. 5. 3 of size or distance, ὅσον τε about, nearly, ὅσον τ' ὄργυιαν, ὅσον τε πυγούσιον, Od.9.325, 10.517; ὅσον τ' ἐπὶ ἥμισυ 13.114, cf. Il.10.351; ὅσον τε δέκα στάδια Hdt.9.57; ξύλα ὅσον τε διπήχεα Id.2.96, cf.78; so ὅσονπερ τρία στάδια Id.9.51; in Att. ὅσον alone, ὅσον δύο πλέθρα Th.7.38; ὅσον δύ' ἢ τρία στάδια Pl.Phdr.229c; ὅσον παρασάγγην X.Cyr.3.3.28; so of other measurements, ὅσον τριχοίνικον ἄρτον Id.An.7.3.23. 4 with Adjs. of Quality or Degree, mostly with Comp., αἴθ', ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην Il.16.722, cf. 1.186; ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι so far as, inasmuch as I am a greater king, 9.160 : and with Sup., γνώσετ'... ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος 8.17, cf. 1.516, etc.: with Advs., ὅσον τάχιστα A.Ch.772, S.Ant.1103, El.1433; ὅσον μάλιστα A.Pr. 524; ὅσα ἐδύνατο μ. Hdt.1.185. 5 with negs., ὅσον οὐ or ὁσονού just not, all but (cf. IV. 2), Th.1.36,5.59, etc.; ὅσον οὐκ ἤδη almost immediately, E.Hec.141 (anap.), Th.8.96; later ὅσον ἤδη Plb.2.4.4, 8.34.8; ὅσον οὔπω E.Ba.1076, Th.4.125,6.34: ὅσον οὐδέπω with fut., presently, in a minute, Nicom.Ar.1.8, Hld.2.31, al. b οὐχ ὅσον οὐκ ἠμύναντο, ἀλλ' οὐδ' ἐσώθησαν not only not... but not even, Th.4.62. c ὅσον μή so far as not, save or except so far as, καλός τε κἀγαθὸς τὴν φύσιν, ὅσον μὴ ὑβριστής (sic leg.) Pl.Euthd.273a; ὅσον γ' ἂν αὐτὸς μὴ ποτιψαύων so far as I can without touching... S.Tr.1214; ὅσον μὴ χερσὶ καίνων Id.OT347; ὅσα μή Th.1.111,4.16: sometimes with a finite Verb, πείθεσθαι... ὅσον ἂν μὴ ἀνάγκη ᾖ X.Oec.21.4, cf. Pl.Phd. 83a; cf. τι ΙΙ. 6 ὁσονοῦν, Ion. ὁσονῶν, ever so little, εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὁσονῶν Hdt.2.22; so ἐφ' ὁσονοῦν Thphr.HP6.7.5, Iamb.in Nic. p.14 P. 7 ὅσα and ὅσαπερ, just like ὡς, ὥσπερ, as, X.Cyr.1.5.12, Luc.VH1.24, etc. V ὅσῳ, ὅσῳπερ, by how much, freq. with Comp., ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός Hes.Op.40; ὅσῳ κρείττω Ar.Fr.488.3; ὅσῳ ἂν πλεονάκις εἰσίῃς X.Cyr.1.3.14: with Sup., διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον Hdt.3.82, cf. S.Ant.59, 1050. 2 ὅσῳ with Comp. when followed by another Comp. with τοσούτῳ, the more... so much the more... X.Cyr.7.5.80; ὅ. μᾶλλον πιστεύω, τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ Pl.R. 368b : with τοσούτῳ omitted, Ar.Nu.1419, S.OC792 : sometimes a Sup. replaces the Comp., ὅσῳ μάλιστα ἐλεύθεροι... τοσούτῳ καὶ θρασύτατα Th.8.84, cf. Lys.7.39; ὅσῳ alone, ἑωυτοὺς δὲ γενέσθαι τοσούτῳ... ἀμείνονας, ὅσῳ . . Hdt.6.137, cf. 5.49, 8.13; νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα... ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη S.Tr.313, cf. OC743. VI ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον are freq. used much like ὅσον, εἰς ὅσον σθένω Id.Ph. 1403 (troch.); ἐφ' ὅσον ἐδύνατο Th.1.4; εἰς ὅσον δύνανται Pl.R.607a; καθ' ὅσον δυνατόν Id.Ti.51b; ἐφ' ὅσον ἐστὶν δυνατός as far as he can, IG22.903.11 (ii B.C.); later of time, ἐς ὅσον δύναμίς μοι ὑπῆρχεν as long as .. POxy.899.8 (ii/iii A.D.); ἐφ' ὅσον περιῆσαν as long as they lived, Mitteis Chr.31i23 (ii B.C.). 2 ἐν ὅσῳ while, Ar.Pax943 (lyr.), Th.8.87. VII no Adv. ὅσως occurs.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
A. adj. I. dans le disc. direct;
1 combien grand : ὅσσος ἔην οἷός τε IL combien il était grand et combien beau ! ; ὅσσοι τε καὶ οἵτινες OD combien nombreux et quels ils sont ! ; en corrélat. avec τόσος, τοσόσδε, τοσοῦτος, autant… que, aussi grand… que ; sans antécéd. exprimé : τὴν δὲ γυναῖκα εὗρον, ὅσην τ’ ὄρεος κορυφτήν OD ils trouvèrent sa femme aussi grande qu'une cime de montagne ; au plur. ὅσοι, ὅσαι, ὅσα, combien (aussi) nombreux que, tous ceux qui : τοσοῦτοι ὄντες ὅσοι νῦν συνεληλύθατε XÉN étant aussi nombreux que vous voilà en ce moment réunis ; μυρίοι, ὅσσα épq. τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ IL innombrables autant que naissent dans la saison les feuilles et les fleurs ; ὅσσαι νύκτες τε καὶ ἡμέραι εἰσίν OD autant qu’il y a de jours et de nuits ; d'où les locut. : ὅσα ἔτη XÉN tous les ans, annuellement ; ὅσαι νύκτες LUC toutes les nuits, chaque nuit ; avec un gén. partit. : κατὰ μὲν Τρώων θάνον ὅσσοι ἄριστοι IL tous les plus braves des Troyens étaient morts ; avec un rég. à l'accus. : λίμνη μέγαθος ὅσητερ ἡ ἐν Δήλῳ HDT un lac de dimensions aussi grandes que celui de Délos ; joint à τις : ὅσον τι δένδρον μέγαθος HDT à peu près de la grandeur d'un arbre ; après des adjectifs : πίθηκοι ἄφθονοι ὅσοι γίγνονται HDT des singes en très grand nombre ; χρήματα θαυμαστὰ ὅσα PLAT des richesses en quantité prodigieuse ; ὀλίγος ὅσος, prodigieusement peu ; adv. • θαυμαστὸν ὅσον PLAT merveilleusement (cf. lat. mirum quantum) ; avec un Sp. : ὅσας ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσθαι τῶν πολίων HDT le plus de villes qu’ils pourraient en détruire (cf. lat. quantas possent plurimas) ; ἀνακραγόντες ὅσον ἐδύναντο μέγιστον XÉN ayant crié le plus fort qu’ils pouvaient ; ὅσον τάχιστα ATT aussi vite que possible (cf. lat. quam celerrime) ; avec un inf. : ὅσον ἀποζῆν THC assez pour vivre litt. autant qu’il est nécessaire pour vivre ; εὐδαιμονίας τοσοῦτον, ὅσον δοκεῖν SOPH autant de bonheur qu’(il est nécessaire) pour paraître (heureux) ; en forme de parenthèse dans les locut. ὅσ’ ἀπεικάσαι SOPH autant que je présume ; ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω IL autant que je puis juger ; ὅσσον ἐγὼ δύναμαι IL, ἐφ’ ὅσον δύναμαι THC autant que je puis ; εἰς ὅσον γ’ ἐγὼ σθένω SOPH autant qu’il est du moins en mon pouvoir ; ὅσον καθ’ ἕνα ἄνδρα DÉM autant qu’il était au pouvoir d'un seul homme, autant que cela dépend d'un seul ; de même avec ὅσα : ὅσα γε ἦν εἰκάσαι THC autant qu’on pouvait prévoir ; ὅσα ἐγὼ μέμνημαι XÉN autant que je me rappelle ; elliptiq. : ὅσα γε τἀνθρώπεια PLAT autant que l'humanité le comporte, au moins d’après les vues humaines;
2 pour ὅτι τοσοῦτος, que… aussi grand;
3 joint à des particules : ὅσος ἄν, aussi grand que, ὅσος δή, dans Hom. combien grand ou combien nombreux en effet ; après Hom. en assez grande quantité, en assez grand nombre : ζημίην ὅσην δή HDT une amende assez forte ; γυναῖκας ὅσας δή HDT des femmes en nombre suffisant ; postér. ὁσοσδήποτε, ion. ὁσοσδήκοτε, m. sign. ; ὅσος οὖν ou ὁσοσοῦν, ion. ὁσοσῶν, quelque grand ou quelque nombreux que ; adv. • καὶ ὁσονῶν HDT si peu que ce soit ; ὅσοσπερ, aussi grand que ; au plur. aussi nombreux que ; ὅσος τε, c. ὅσος;
II. dans le disc. indir. : ὁρᾷς τὴν θεῶν ἰσχὺν ὅση SOPH tu vois combien est grande la force des dieux !;
B. adv. I. • ὅσον et • ὅσα :
1 autant que, en corrélat. avec τόσον, τόσονδε, τοσοῦτον;
2 au point que ; avec idée de temps ὅσονπερ, aussi longtemps que;
3 autant que, aussi loin que, càd seulement jusqu’à : ὅσον ἐς Σκαίας τε πύλας ἵκανεν IL litt. il s'avançait aussi loin qu’il y a jusqu’à la porte Scées, càd seulement jusqu’à ; οὐκ ἐπικομένη ἐς τὴν γῆν ταύτην…, ἀλλ’ ὅσον ἐκ Φοινίκης ἐς Κρήτην HDT n'étant pas venue jusqu’à cette terre…, mais seulement de Phénicie en Crète ; de même ὅσον μόνον THC, ἐγώ μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ HDT quant à moi, je ne l'ai pas vu, sinon seulement en peinture;
4 avec un accus. de mesure ou de nombre autant que (telle mesure, tel nombre) càd à peu près, environ : ὅσον τ’ ὄργυιαν OD environ une brasse ; ὅσον τ’ ἐπὶ ἥμισυ OD environ jusqu à la moitié ; ὅσον τε ἑκατὸν σταδίους HDT environ cent stades ; ὅσον παρασάγγην XÉN environ à une distance d'un parasange;
5 avec un Cp. d’autant… que : καί μοι ὑποστήτω, ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι IL qu’il me cède d’autant plus que je suis roi, càd plus puissant ; avec un Sp. autant que : ὅσον τάχιστα ATT aussi vite que possible;
6 ὅσον οὐ, ὅσον οὐκ, presque, à peu près (cf. lat. tantum non) : οὐχ ὅσον οὐκ, ἀλλ’ οὐδε THC non seulement ne pas, mais pas même ; ὅσον οὐκ ἤδη, litt. autant que ce n’est pas dès maintenant, càd bientôt, aussitôt ; ὅσον αὐτίκα LUC, ὅσον οὔπω THC, ὅσον οὐδέπω LUC m. sign.
7 ὅσον μή, en tant que ne pas, sauf que ; avec un part. en tant que ne : ἴσθι δοκῶν ἐμοὶ εἰργάσθαι, ὅσον μὴ χερσὶ καίνων SOPH sache que tu me sembles avoir fait cela, mais sans y mettre la main toi-même ; de même ὅσα μή THC avec un verbe à un mode pers. : πείθεσθαι οὐκ ἐθέλοντας ὅσον ἂν μὴ ἀνάγκη ᾖ XÉN ne voulant pas obéir en tant que cela n’est pas absolument nécessaire;
8 comme : τῇ γαστρὶ ὅσα πήρᾳ χρῶνται LUC ils usent de leur ventre comme d'une besace;
9 combien dans le disc. indir. : ἴστε γὰρ ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι IL car vous savez combien mes deux chevaux l'emportent en courage ; μαθήσεται ὅσον τό τ’ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα ESCHL il apprendra combien c'est chose différente d’être maître ou d’être esclave ; avec un Cp. ὄφρ’ εὖ εἰδῇς ὅσσον φέρτερός εἰμι σέθεν IL afin que tu saches combien je suis plus fort que toi ; avec un Sp. γνώσεται ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος ἁπάντων IL il apprendra combien je suis le plus puissant de tous les dieux;
II. • ὅσῳ :
1 de combien, d’autant que, d’autant plus que, avec un Cp. : χάριν σοι εἴσομαι, ὅσῳ ἂν πλεονάκις εἰσίῃς ὡς ἐμέ XÉN je te saurai d’autant plus gré que tu viendras me voir plus souvent;
2 avec un Sp. ὅσῳ μᾶλλον…, τοσούτῳ μᾶλλον… PLAT d’autant plus… d’autant plus… ; invers. τοσούτῳ μᾶλλον…, ὅσῳ μᾶλλον… XÉN d’autant plus… que plus;
III. Locut. adv. avec ὅσον précédé d'une prép. • ἐφ’ ὅσον, • ἐς ὅσον, • καθ’ ὅσον ATT autant que, en tant que ; • ὅσσον ἔπι, ou • ὅσον τ’ ἔπι, aussi bien que IL, OD, • ἐπ’ ὅσον HDT, • ἐφ’ ὅσον XÉN m. sign. ; • ἐν ὅσῳ, pendant que, en attendant que ; • παρ’ ὅσον, outre que, excepté que ATT.
Étymologie: ὅς.

Russian (Dvoretsky)

ὅσος: эп. ὅσσος (τε) 3
1) насколько великий, сколь большой или сильный (φωνή, ὅση σχύλακος Hom.): θαύμαζ᾽ Ἀχιλλῆα, ὅ. ἔην οἷός τε Her. (Приам) дивился Ахиллу, какой он большой и какой (красивый);
2) сколь многочисленный (τοσοῦτοι, ὄσοι νῦν συνεληλύθατε Xen.): μυρίοι, ὅσσα φύλλα Hom. бесчисленные как листья; ὅσσαι νύκτες τε καὶ ἡμέραι εἰσίν Hom. еженощно и ежедневно; ὅσα ἔτη Xen. ежегодно; ὅσοι μῆνες Dem. ежемесячно; ὅσαι νύκτες Luc. каждую ночь; для усиления количественных прил.: ἄφθονοι ὅσοι Her. в чрезвычайном изобилии; θαυμαστὸς ὅ. Plat. поразительно большой; ὀλίγος ὅ. Luc. весьма немногочисленный; ὅσαι πλεῖσται τῶν πολίων Her. как можно большее количество городов - см. тж. ὅσον и ὅσῳ.

Greek (Liddell-Scott)

ὅσος: Ἐπικ. ὅσσος, -η, -ον, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς τύποις· ὡσαύτως τὸ ὅσσος ἐν Λυρ. χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου ἐν Πέρσ. 864· - τίθεται δὲ ἐπὶ μεγέθους, ἐπὶ ποσότητος, ἐπὶ διαστήματος, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἐπὶ ἤχου, κτλ.· ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. quantus: εἶναι συσχετικὸν ἀναφορικὸν τοῦ τόσος: τόσσον... χρόνον, ὅσσον ἄνωγας Ἰλ. Ω. 670, πρβλ. Ὀδ. Τ. 169· ὡσαύτως, τόσονδ᾿, ὅσον... Σοφ. Ἠλ. 286· τοσαύτην παρασκευήν, ὅσην... Δημ. 50. 11· - ἐνίοτε καὶ τὸ πᾶς ἢ ἅπας προηγεῖται τοῦ ὅσος, χῶρον ἅπαντα ὅσον… Ἰλ. Ψ. 190· ἐκ πασέων, ὅσσαι... Ὀδ. Δ. 723· πάντα μάλ᾿ ὅσσα... Ἰλ. Χ. 115. τοὺς πάντας..., ὅσοι.. Αἰσχύλ. Πρ. 975, κλ.· ὡσαύτως, ὅσων... ψαύοιμι, πάντων τῶνδ᾿ ἀεὶ μετειχέτην Σοφ. Ο. Τ. 1465· - ὡσαύτως, ἴσον ὅσον, ἀκριβῶς τόσον, ὅσον, ἐμοῖ δ᾿ ἴσον τῆς χώρας μέτα, ὅσονπερ ὑμῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 173, πρβλ. Δημ. 528. 18· - συχνάκις τὸ προσδιοριζόμενον δεικτικὸν παραλείπεται, τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς Ὀδ. Μ. 86, πρβλ. Κ. 113, κτλ.· ἀσπίδες ὅσσαι ἄρισται Ἰλ. Ξ. 371, πρβλ. 75., Σ. 512. - Τὸ οὐσιαστικὸν πολλάκις τίθεται ἐν τῇ προσδιοριζομένῃ δεικτικῇ προτάσει, ἐν ᾧ ὁμαλῶς ἀνήκει εἰς τὴν προσδιορίζουσαν ἀναφορικήν, ὁρᾷς... τὴν θεῶν ἰσχύν, ὅση [ἐστί]; Σοφ. Αἴ. 118· ὦ Ζεῦ…, τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον! Ἀριστοφ. Βάτρ. 1278· καὶ ἐνίοτε τὸ ἀναφορικ. καθ᾿ ἕλξιν τίθεται εἰς τὴν πτῶσιν τοῦ προσδιοριζομένου, εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἴησιν (ἀντὶ ὅσα) Αἰσχύλ. Θήβ. 309· - συναπτόμενον πρὸς τὸ οἷος, ὅσσος ἔην οἷός τε Ἰλ. Ω. 630· οὕτως, ὅσσοι τε καὶ οἵτινες Ὀδ. Π. 236· - παρ᾿ Ἀττ., ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ προτάσει, τὸ δ᾿ ὅσον μέτρον ὅσοις..., πόσον μέγα εἶναι τὸ μέτρον καὶ εἰς πόσα πράγματα, Πλάτ. Τίμ. 68Β· γαίης ὅσσης ὅσσον ἔχει μόριον Ἀνθολ. Π. 7. 740· - ἐνίοτε συνάπτεται μετοχῇ ἀντὶ ῥήματος παρεμφατικῆς ἐγκλίσ., ὅσοι συμπαρεπόμενοι (ἀντὶ συμπαρείποντο) Ξενοφ. Ἱππ. 11. 12, πρβλ. Dind. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 10. 2) ἐν τῷ πληθ. τὸ οὐσιαστικὸν δύναται νὰ τεθῇ ἢ κατ᾿ ὀνομ. ἢ κατὰ διαιρετ. γεν., Τρῶας μὲν λέξασθαι, ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασι Ἰλ. Β. 125, πρβλ. 468, κλ.· Τρώων θάνον, ὅσσοι ἄριστοι Μ. 13, πρβλ. Spitzn. εἰς Ι. 55· ἄριστοι ἵππων, ὅσσοι ἔασι Ε. 267· Περσῶν ὅσοιπερ Αἰσχύλ. Πέρσ. 441· οὕτω καὶ ὅσον πένθεος, ἀντὶ ὅσον πένθος, Ἰλ. Λ. 658, κτλ.· περὶ τοῦ τῶν ὅσοι, ἴδε ὁ, ἡ, τό Α. ΙΙΙ. 3) παρ᾿ Ἀττ. ἐπὶ χρόνου, ὅσαι ἡμέραι, ὅσα ἔτη, κτλ., ἴδε ἐν λ. ὁσημέραι. 4) μετὰ τῆς ἀντων. τις, συνάπτεται πρὸς δήλωσιν ἀορίστου μεγέθους ἢ ποσοῦ, ὅσσος τις χρυσός…, Ὀδ. Κ. 45· ὅσον τι δένδρον... Ἡρόδ. 1. 193· ὅσον τί ἐστι Α. 185· ὅσοι τινὲς ἐόντες.. ὁ αὐτ. 7. 102, κτλ. 5) μετὰ αἰτ. ἀπολ., λίμνη.. μέγαθος ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ, κατὰ τὸ μέγεθος τόση ὅση..., ὁ αὐτ. 2. 170, πρβλ. 2. 175, Πλάτ. Πολ. 423Β. 6) μετ᾿ ἐπιθ. δηλούντων ποσότητα, κτλ., πίθηκοι ἄφθονοι ὅσοι.. γίνονται, δηλ. παμπληθεῖς, Ἡρόδ. 4. 194· ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος, καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγας, Ἀριστοφ. Πλ. 750· χρήματα θαυμαστὰ ὅσα Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 282C, πρβλ. Λουκ. Ἁλκ. 5, κτλ.· ὡσαύτως, ὀλίγους ὅσους τῶν κοφίνων Λουκ. Ἀλέξ. 1· - συχν. ἐν ἐπιρρηματικῇ συντάξει, θαυμαστὸν ὅσον ἐπιδιδόντες Πλάτ. Θεαίτ. 150D· θ. ὅσον διαφέρει ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 184C· ἀμηχάνῳ δὴ ὅσῳ πλέον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 588Α· τυτθὸν ὅσσον ἄπωθεν Θεόκρ. 1. 45· βαιὸν ὅσον παραβὰς Ἀνθ. Π. 12. 227· - οὕτως ἐν τῇ Λατ. mirum quantum, immane quantum. 7) οὕτω καὶ μετὰ ὑπερθ., ὅσα.. ἀναθήματά ἐστί οἱ πλεῖστα Ἡρόδ. 1. 14. ὅσας ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσθαι τῶν πολίων ὁ αὐτ. 6. 44, πρβλ. Θουκ. 7. 21· οὕτω καί, ὅσον τάχος, ὅσον τὸ δυνατὸν ταχέως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· συνηθέστερον ὅσον τάχιστα, (ἴδε κατωτ. IV. 4)· ὅσον σθένος, μετὰ πάσης δυνάμεως, Θεόκρ. 1. 42, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 589. 8) μετ᾿ ἀπαρ., τόσον, ὅσον εἶναι ἀρκετὸν διὰ ..., ὅσον ἀποζῆν, ἀρκετὸν διὰ νά ζῶσιν ἐξ αὐτοῦ, Θουκ. 1. 2· ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον.. διελθεῖν τὸ πεδίον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5· εὐδαιμονίας τοσοῦτον, ὅσον δοκεῖν, ὅσον εἶναι ἀρκετὸν διὰ νὰ φαίνηται ὡς εὐδαιμονία, Σοφ. Ο. Τ. 1191, πρβλ. Θουκ. 3. 49, Πλάτ. Πολ. 416Ε, κτλ.· - ὡσαύτως ἐν παρενθέσει, ὅσον γέ μ᾿ εἰδέναι, ὅσον ἐγὼ τοὐλάχιστον γνωρίζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 1252, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α· οὕτω, μακραίων, ὅσ᾿ ἀπεικάσαι Σοφ. Ο. Κ. 150, πρβλ. Θουκ. 6. 25., 8. 46· - ἀλλὰ, 9) τοῦτο συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὅσον μετὰ τῆς ὁριστ., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω Ἰλ. Ν. 222, πρβλ. Υ. 360 κ. ἀλλαχοῦ· οὕτως, ὅσονπερ σθένω Σοφ. Ἠλ. 946· ὅσον δύναμαι, ὅσον δυνατόν, Ξεν., Πλάτ., κτλ.· ὅσον καθ᾿ ἕνα ἄνδρα, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς δυνάμεως ἑνὸς ἀνθρώπου, Δημ. 278. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1509· μετὰ γεν., ὅσον γε δυνάμεως παρ᾿ ἐμοί ἐστι Πλάτ. Κρατ. 422C, πρβλ. Σοφ. Ο.Τ. 1239· - οὕτω καί, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21· οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται Πλάτ. Πολ. 467C· ὅσα γε τἀνθρώπεια (ἐξυπ. ἐνδέχεται) ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 46Ε. 10) οὐδ᾿ ὅσον, Ἐπικ. οὐδ᾿ ὅσσον, Λατ. tantillum quidem, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 181, 190· οὐδέ περ ὅσσον αὐτόθι Γ. 519· - οὕτω καί, οὐδ᾿ ὅσον ὅσσον Φιλήτας παρὰ Στοβ. σ. 104. 12· οὐκ ὅσον ὅσον Ἀριστοφ. Σφ. 213· ἢ ὅσον ὅσσον στιγμὴ Ἀνθ. Π. 7. 472, πρβλ. 5. 255· ἴδε κατωτ. VI. ΙΙ. περὶ τοῦ ὅτι τοσοῦτος (ἴδε ἐν λ. ὅς Β. VI. 3), Εὐρ. Ἑλ. 74, Πλάτ. Πολ. 329Β, κτλ. ΙΙΙ. ἑπομένων μορίων: 1) ὅσος ἄν, ὁσονδήποτε μέγας, μεθ᾿ ὑποτ., Ὅμ. κλ. 2) ὅσος δή, ὅσον μέγας, ἢ ὅσος τὸν ἀριθμὸν (ἀλλὰ παρ᾿ Ὁμ. ἁπλῶς ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὅσος, Ὀδ. Ο. 487, κτλ.), κήρυγμα ἐποιήσατο..., ζημίην τοῦτον ὀφείλειν, ὅσην δὴ εἴπας, εἰπὼν πόσην, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπέταξε τοῖσι… ἔθνεσι γυναῖκας… κατιστάναι, ὅσας δὴ ἐπιτάσσων, ἐπιτάσσων πόσας τὸν ἀριθμόν, αὐτόθι 159· ἢ ἄνευ μετοχ., παρεσκευάζοντο ἐπὶ μισθῷ δή, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, 1. 160· σιτία καταλιπόντες ὅσων δὴ μηνῶν 4. 151· οὕτως, ὅσος δή κοτε 1. 157· ὅσος δή τις Διον. Ἁλ. 2. 45., 4. 60· - ὅσος, καθ᾿ ἑαυτό, ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ τοιάτης σημασίας παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 5, 15., 3. 1, 4· ὅσος τις ὡσαύτως, Διον. Ἁλ. 1. 38. 3) ὁσοσοῦν, Ἰων. ὁσοσῶν, ὁσονδήποτε μικρός, Ἡρόδ. 1. 199· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 10· ἴδε κατωτ. IV. 6. 4) ὅσοσπερ, ἀκριβῶς τόσον μέγας ὅσον, οὐχὶ μεγαλείτερος ἤ, Ἡσ. Θ. 475· τοῦ μὲν χειμῶνός ἐστι [ὁ Ἴστρος] ὅσοσπέρ ἐστι Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 2. 170, κλ.· ἐν τῷ πληθ., τόσοι ὅσοι.., Αἰσχύλ. Πέρσ. 423, 441· πάντα ὅσαπερ Ἡρόδ. 4. 87· ἅπαντα.., ὅσαπέρ γ᾿ ἔφασκον, κἄτι πολλῷ πλείονα Ἀριστοφ. Σφ. 806. - ἀλλὰ τὸ ὅσοσπερ δυσκόλως διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὅσος, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 5, καὶ 9, κατωτ. IV. 3 καὶ 7, - τοῦτο δὲ συμβαίνει ἔτι μᾶλλον εἰς τὸ Ἐπικὸν ὅσος τε (ἴδε ἐν λ. ὅστε), Ὀδ. Κ. 113, κτλ. IV. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις τοῦ ὅσον καὶ ὅσα· 1) τόσον πολὺ ὅσον, εἰς τὸν βαθμὸν ὅσον, κττ., οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι Ἰλ. Φ. 371· μετ᾿ ἀπαρ., ὅσον γ᾿ ἔμ᾿ εἰδέναι, καθ᾿ ὅσον ἐγὼ γνωρίζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 1252· ὅσον αὔξειν ἢ καθαιρεῖν, τόσον ὥστε νά.., Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 20.) πόσον, πόσον πολύ, ἴστε γὰρ ὅσσον… ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι Ἰλ. Ψ. 276· μαθήσεται ὅσον τό τ᾿ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα Αἰσχύλ. Πρ. 927· - μετὰ ἐπιθ. ὡσαύτως, ὅσον μέγα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, 344· ὅσα πολλά ὁ αὐτ. ἐν Θ. 582· τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον Ἀριστοφ. Νεφ. 2· οὕτως, ὅσα ... ἀήττητοι γεγόνατε Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 28. 2) μόνον τόσον ὅσον, μόνον ἕως, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν Ἰλ. Ι. 354· ὅσον ἐκ Φοινίκης ἐς Κρήτην Ἡρόδ. 4. 45· φιλοσοφίας, ὅσον παιδείας χάριν, μετέχειν Πλάτ. Γοργ. 485Α, πρβλ. Πολ. 403Ε· τὴν φύσιν ὅσον μή..., ὅσον ἐκ τῆς φύσεως αὐτοῦ ἐξαρτᾶται νὰ μή, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273Α· - οὕτω πληρέστερον, ὅσον μόνον Ἡρόδ. 2. 20, Θουκ. 6. 105, Πλάτ. Πολ. 607Α, κτλ.· ἤ, μόνον ὅσον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 778C· ὡσαύτως μετ᾿ ἀρνητικοῦ, ἐγὼ μέν μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 3, 20. 3) ἐπὶ ἀποστάσεως ἢ διαστήματος, ὅσον τε, περίπου, σχεδόν, ὅσον τ᾿ ὄργυιαν, ὅσον τε πυγούσιον Ὀδ. Ι. 325., Κ. 517, πρβλ. Ἰλ. Κ. 351· ὅσον τ᾿ ἐπὶ ἥμισυ Ὀδ. Ν. 114· ὅσον τε δέκα στάδια Ἡρόδ. 9. 57· ξύλα ὅσον τε διπήχεα 2. 96, πρβλ. 78· οὕτως, ὅσονπερ τρία στάδια 9. 51· παρ᾿ Ἀττ. μόνον ὅσον, ὅσον δύ᾿ ἢ τρία στάδια Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β· ὅσον παρασάγγην Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28. 4) μετ᾿ ἐπιθ. ποιότητος ἢ βαθμοῦ, τὸ πλεῖστον μετὰ συγκρ., ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι, καθ᾿ ὅσον εἶμαι μεγαλείτερος βασιλεύς, Ἰλ. Ι. 160· αἴθ᾿ ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην Π. 722, πρβλ. Α. 186· καὶ μετὰ ὑπερθετ., γνώσετ᾿..., ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος Θ. 17, πρβλ. Α. 516, κτλ.· - οὕτω μετ᾿ ἐπιρρημάτων, ὅσον τάχιστα, συχν. παρ᾿ Ἀττικ.· ὅσον μάλιστα Αἰσχύλ. Πρ. 524· ὅσα μ. Ἡρόδ. 1. 185. 5) μετ᾿ ἀρνητικῶν, ὅσον οὐ ἢ ὁσονού, Λατ. tantum non, Θουκ. 1. 36., 5. 59, κτλ.· ὅσον οὐκ ἤδη, ἀμέσως, Εὐρ. Ἑκάβ. 143, Θουκ. 8. 96· παρὰ μεταγεν., ὅσον ἤδη Πολύβ. 2. 4, 4., 8. 36, 8· - ὅσον οὔπω Εὐρ. Βάκχ. 1076, Θουκ. 4. 125., 6. 34. β) οὐχ ὅσον οὐκ ἠμύναντο, ἀλλ’ οὐδὲ ἐσώθησαν, Λατιν. non modo..., sed ne... quidem, ὁ αὐτ. 4. 62. γ) ὅσον μή, μόνον ὀποῦ δέν, πλὴν ὅτι..., καλός τε κἀγαθὸς τὴν φύσιν, ὅσον μὴ ὑβριστὴς διὰ τὸ νέος εἶναι Πλάτ. Εὐθύδημος 273Β· ὅσον γ’ ἂν αὐτὸς μὴ ποτιψαύων.. χεροῖν (πληρώσω) ὅσον γε (πληρώσαιμ’) ἂν μὴ ποτιψ.., Σοφ. Τρ. 1214· ὅσον μὴ χερσὶ καίνων Ο. Τ. 347· οὕτως, ὅσα μή, Θουκ. 1. 111., 4. 16· ἐνίοτε μετὰ ῥήματ., πείθεσθαι ὅσον ἂν μὴ ἀνάγκη ᾖ Ξεν. Οἰκ. 21. 4, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 83Α· πρβλ. ὅ τι ΙΙ. 6) ὁσονοῦν, Ἰωνικ. ὁσονῶν, ὅσον (ὀλίγον) καὶ ἄν.., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὁσονῶν Ἡρόδ. 2. 22· οὕτως, ἐφ’ ὁσονοῦν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 7, 5. 7) ὅσα καὶ ὅσαπερ εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἁπλῶς ὡς τὰ ὡς, ὥσπερ, καθώς, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24, κτλ. V. ὅσῳ, ὅσῳ περ, ὅσον, συχν. μετὰ συγκρ., ὅσῳ πλέον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 40· ὅσῳ κρείττω Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 445a· ὅσῳ πλεονάκις Ξεν. Κύρ. 1. 3, 14· ὡσαύτως μεθ’ ὑπερθ., διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 59, 1050· ἐνίοτε καθ’ ἑαυτό, = καθ’ ὅσον, νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα.., ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 313, πρβλ. Ο. Κ. 743, Ἡρόδ. 5. 49. 2) ὅσῳ μετὰ συγκρ. ἑπομένου ἑτέρου συγκριτικοῦ μετὰ τοῦ τοσούτῳ, = τοσούτῳ μᾶλλον.., ὡς τὸ Λατ. quo ἢ quanto melior, eo magis.., Ξεν. Κύρ. 7, 5, 80· ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω, τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ Πλάτ. Πολ. 368Β· παραλειπομένου τοῦ τοσούτῳ, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 1419, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 792· - ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ συγκρ. τίθεται ὑπερθετ., ὅσῳ μάλιστα ἐλεύθεροι.., τοσούτῳ καὶ θρασύτατα Θουκ. 8. 84· ἐνίοτε τὸ ὅσῳ κεῖται καθ’ ἑαυτό, ἑαυτοὺς δὲ γενέσθαι τοσούτω.. ἀμείνονας, ὅσῳ... Ἡρόδ. 6. 137, πρβλ. 8. 13. VI. ἐς ὅσον, ἐφ’ ὅσον, καθ’ ὅσον πολλάκις εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὅσον, εἰς ὅσον σθένω Σοφ. Φιλ. 1403· ἐφ’ ὅσον ἠδύνατο Θουκ. 1. 4· εἰς ὅσον ἢ καθ’ ὅσον δυνατὸν Πλάτ., κτλ. 2) ἐν ὅσῳ, ἐν ᾧ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 943, Θουκ. 8. 87. VII. Ἐπίρρ. ὅσως δὲν ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

how great, how much, pl. how many, w. τόσσος expressed or implied as antec., (as great) as, (as much) as, pl. (as many) as (quantus, quot); very often the appropriate form of πᾶς precedes (or is implied) as antecedent, Τρώων ὅσσοι ἄριστοι, all the bravest of the Trojans, Il. 12.13, Il. 2.125, Od. 11.388, etc.—Neut. as adv., ὅσον, ὅσσον, ὅσον ἔπι, ὅσσον τ' ἔπι, as far as, Il. 2.616, Il. 23.251 ; ὅσον ἐς Σκαιὰς πύλᾶς, ‘only as far as,’ Il. 9.354; so ὅσον τε, ‘about,’ Od. 9.322; w. comp. and sup., ‘by how much,’ ‘how far,’ Il. 9.160, Il. 1.516.

English (Slater)

ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)
   1 rel., as much as, many as
   a c. specific antecedent. τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον (P. 3.47) ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον (P. 9.116) ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει (N. 1.49) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (N. 10.19) πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.62) παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) irregularly coordinated, ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι (P. 8.69)
   b antecedent not defined. ὅσοι δ' ἐτόλμασαν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν (O. 2.68) ὅσσα τ' ἀριστεύσατε, δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. (N. 2.17) ) (O. 13.43) Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ (O. 13.107) ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.13) πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92) ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται (N. 2.17)
   c antecedent assimilated into rel. cl. ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον (P. 10.28) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν (I. 4.9)
   d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.
   e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far as μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.35)
   2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.99) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷς” (P. 9.46) ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας (N. 1.62)
   3 exclamatory
   a adj., what a, how many διήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ (O. 9.93) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν (N. 10.41)
   b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9.

English (Abbott-Smith)

ὅσος, -η, -ον, correlat. of τοσοῦτος,
how much, how many, how great, how far, how long, as much as, etc. (= Lat. quantus);
(a)of number and quantity: m. pl., Mt 14:36, Mk 3:10, Ro 2:12, al.; n. pl., Mt 17:12, Mk 10:21, Lk 11:8, al.; πάτνες (πάντα) ὅ., Mt 13:46, Lk 4:40, al.; seq. οὗτοι (ταῦτα), Ro 8:14, Phl 4:8; c. indic., Mk 6:56, Re 3:19; c. subjc. Mk 3:28, al.; ὅ. ἄν, Mt 18:18, Jo 11:22, al.;
(b)of measure and degree: Mk 3:8, Lk 8:39, Ac 9:13; in compar. sent., ὅσον seq. μᾶλλον, Mk 7:36; καθ’ ὅσον, c. compar.. He 3:3; seq. τοσοῦτο, He 7:20; οὕτως, He 9:27; τοσαύτῳ, c. compar. seq. ὅσῳ, c. compar., He 1:4; ἐφ’ ὅσον, inasmuch as, Mt 25:40, 45 Ro 11:13;
(c)of space and time: Re 21:16; ἐφ’ ὅσον, as long as, Mt 9:15, II Pe 1:13; ἐφ’ ὅ. χρόνον, Ro 7:1, I Co 7:39, Ga 4:1; ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, yet how very short a time, He 10:37 (LXX).

English (Strong)

by reduplication from ὅς; as (much, great, long, etc.) as: all (that), as (long, many, much) (as), how great (many, much), (in-)asmuch as, so many as, that (ever), the more, those things, what (great, -soever), wheresoever, wherewithsoever, which, X while, who(-soever).

English (Thayer)

ὅση, ὅσον (from Homer down), a relative adjective corresponding to the demon. τοσοῦτος either expressed or understood, Latin quantus,-a,-um; used a. of space (as great as): τό μῆκος αὐτῆς ( adds τοσοῦτον ἐστιν) ὅσον καί (G T Tr WH omit καί) τό πλάτος, as long as): ἐφ' ὅσον χρόνον, for so long time as, so long as, ὅσον χρόνον, ἐφ' ὅσον, as long as, Xenophon, Cyril 5,3, 25); ἔτι μικρόν ὅσον ὅσον, yet a little how very, how very (Vulg. modicum (ali) quautulum), i. e. yet a very little while, Aristophanes vesp. 213; cf. Herm. ad Vig., p. 726 no. 93; Winer's Grammar, 247 (231) note; Buttmann, § 150,2).
b. of abundance and multitude; how many, as many as; how much, as much as: neuter ὅσον, ὅσοι, as many (men) as, all who, ὅσαι ἐπαγγελίαι, ὅσα ἱμάτια, A. V. often whatsoever), πάντες ὅσοι (all as many as), T WH πάντες οὕς); πάντα ὅσα (all things whatsoever, all that), T WH Tr marginal reading πάντα ἅ); T WH Tr text πάντα ἅ); πολλά ὅσα, R G (Homer, Iliad 22,380; Xenophon, Hell. 3,4, 3). ὅσοι ... οὗτοι, ὅσα ... ταῦτα, ὅσα ... ἐν τούτοις, ὅσοι ... αὐτοί, ὅσοι ἄν or ἐάν, how many soever, as many soever as (cf. Winer's Grammar, § 42,3); followed by an indicative preterite (see ἄν, II:1), ); οὕς ἄν); ὅσα ἄν, R G); πάντα ὅσα ἄν, all things whatsoever: followed by subjunctive present ὅσα in indirect discourse; how many things: ὅσα, how great things, i. e. how extraordinary, in indirect discourse, L marginal reading ἅ); how many; cf.
b. above); how great (i. e. bitter), κακά, ὅσον ... μᾶλλον περισσότερον, the more ... so much the more a great deal (A. V.), καθ' ὅσον with a comparitive, by so much as with the comparitive καθ' ὅσον ... κατά τοσοῦτον (τοσοῦτο L T Tr WH), καθ' ὅσον (inasmuch) as followed by οὕτως, τοσούτῳ with a comparitive followed by ὅσῳ with a comparitive, by so much ... as, Xenophon, mem. 1,4, 40; Cyril 7,5, 5f); without τοσούτῳ, A. V. by how much); τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ (without μᾶλλον), ὅσα ... τοσοῦτον, how much ... so much, ἐφ' ὅσον, for as much as, in so far as, without ἐπί τοσοῦτο, Romans 11:13.

Greek Monotonic

ὅσος: Επικ. επίσης ὅσσος, , -ον, όπως το Λατ. quantus,
I. 1. λέγεται για μέγεθος, τόσο μεγάλος όσο, όσο μεγάλος· λέγεται για ποσότητα, τόσο πολύς όσο, όσο πολύς· λέγεται για διάστημα, τόσο μακριά όσο, πόσο μακριά· λέγεται για χρόνο, τόσο χρόνο όσο, πόση ώρα· λέγεται για πλήθος, τόσο πολλά όσα, πόσα πολλά· λέγεται για ήχο, τόσο δυνατός όσο, όσο δυνατός· στον πληθ., τόσα όσα, Λατ. quot, το προσδιοριζόμενο που προηγείται είναι το τόσος, μετά το οποίο το ὅσος σημαίνει απλώς όσος· τόσσον χρόνον, ὅσσον ἄνωγας, τόσο χρόνο, όσον όρισες, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά το δεικτικό προσδιοριζόμενο που προηγείται παραλείπεται, φωνὴ ὅση σκύλακος, σε Ομήρ. Οδ.
2. με το τις, χρησιμ. για να δηλώσει αόριστο, αδιευκρίνιστο μέγεθος ή αριθμό, ὅσον τι δένδρον, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. με επίθ. που δηλώνουν ποσότητα, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος, τερατωδώς μεγάλος, σε Αριστοφ.· θαυμαστὸν ὅσον διαφέρει, διαφέρει εκπληκτικά, σε Πλάτ.· ομοίως, στην Λατ. mirum quantum, immane quantum.
4. με υπερθ., ὅσα πλεῖστα, τα δυνατόν περισσότερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· βλ. κατωτ. IV. 4.
5. με απαρ., τόσο πολύς όσος είναι αρκετός, ὅσον ἀποζῆν, αρκετό για να ζει κάποιος απ' αυτό, σε Θουκ.· ὅσονδοκεῖν, αρκετό για να φαίνεται, σε Σοφ.
6. με οριστ., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω, όσο τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσονπερ σθένω, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. ακολουθ. από μόρια, ὅσος ἄν, οσοδήποτε μεγάλος, με υποτ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ὅσος δή, όσο μεγάλος, ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή, λέγεται για πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, σε Ηρόδ.· ὁσοσοῦν, Ιων. -ῶν, οσοδήποτε μικρός, στον ίδ.
III. τα ὅσον και ὅσα, ως επίρρ.: 1. α) σε τέτοιο βαθμό όσον, τόσο πολύ όσο, οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσον οἱ ἄλλοι, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ὅσον γέ μ' εἰδέναι, τόσο όσο μπορώ να γνωρίζω, σε Αριστοφ. β) πόσο, πόσο πολύ, ἴστε ὅσσον περιβάλλετον ἵπποι, γνωρίζετε πόσο υπερείχαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ., πόσο, ὅσον μέγα, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. μόνο τόσο όσο, μόνο έως, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰ μὴ ὅσον γραφῇ, εκτός από μια εικόνα μόνο, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για αποστάσεις, ὅσον τε, περίπου, σχεδόν, ὅσον τ' ὄργυιαν, σε Ομήρ. Οδ.· ὅσον τε δέκα στάδια, σε Ηρόδ.
4. με επίθ., ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι, σε τέτοιο βαθμό όσο, καθόσον, είμαι ενδοξότερος βασιλιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επιρρ., ὅσον τάχιστα, στους Αττ.· ὅσον μάλιστα, σε Αισχύλ.
5. με αρνητικά, ὅσον οὐ ή ὁσονού, Λατ. tantum non, παρά μόνον, σχεδόν, σε Θουκ.· ὅσον οὐκ ἤδη, αμέσως, σε Ευρ.· οὐχ ὅσσον οὐκ ἠμύναντο ἀλλ', όχι μόνο δεν εκδικήθηκαν για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· ὅσον μή, μόνον που δεν, εκτός από το ότι, με την εξαίρεση του ότι, ὅσον γε μὴ ποτιψαύων, όσο μπορώ χωρίς να αγγίξω..., σε Σοφ. κ.λπ.
IV. 1. ὅσῳ, ὅσῳ περ, με όσο πολύ, με όσο, ὅσῳ πλέον, σε Ησίοδ.· διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον, σε Ηρόδ.
2. το ὅσῳ με συγκρ. όταν ακολουθ. άλλος συγκρ. με το τοσούτῳ, όπως το Λατ. quo ή quanto melior, eo magis, ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω, τοσοῦτῳ μᾶλλον ἀπορῶ, σε Πλάτ.
V. 1. τα ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον συχνά χρησιμ. σχεδόν όπως το ὅσον, εἰς ὅσον σθένω, σε Σοφ.· ἐφ' ὅσον ἠδύνατο, σε Θουκ.
2. ἐν ὅσῳ, ενώ, κατά τη διάρκεια που, σε Αριστοφ., Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: relat. pron.
Meaning: how great (Il.).
Other forms: ep. ὅσσος, , -ον
Origin: IE [Indo-European] [283] *ios who
Etymology: From the relativ ὅς; s.v. and τόσος.

Middle Liddell

like Lat.]
I. quantus, of Size, as great as, how great; of Quantity, as much as, how much; of Space, as far as, how far; of time, as long as, how long; of Number, as many as, how many; of Sound, as loud as, how loud; in plural as many as, Lat. quot:—its antecedent is τόσος, after which ὅσος is simply as; τόσσον χρόνον, ὅσσον ἄνωγας so long time as thou dost order, Il.:—often the antec. is omitted, φωνὴ ὅση σκύλακος Od.
2. with τις, to denote indefinite size or number, ὅσον τι δένδρον Hdt., etc.
3. with Adjs. expressing Quantity, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος prodigiously large, Ar.; θαυμαστὸν ὅσον διαφέρει differs amazingly, Plat.;—so in Lat. mirum quantum, immane quantum.
4. with Sup., ὅσα πλεῖστα the most possible, Hdt., etc.; v. infr. III. 4.
5. c. inf. so much as is enough, ὅσον ἀποζῆν enough to live off, Thuc.; ὅσον δοκεῖν enough for appearance, Soph.
6. with ind., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω so far as I know, Il.; ὅσονπερ σθένω Soph., etc.
II. followed by Particles: ὅσος ἄν how great soever, with Subjunct., Hom., etc.
2. ὅσος δή how much, ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή for payment of a certain amount, Hdt.:— ὁσοσοῦν, ionic -ῶν, ever so small, Hdt.
III. ὅσον and ὅσα as adv.:
1. so far as, so much as, οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι Il.; c. inf., ὅσον γ' ἔμ' εἰδέναι so far as I know, Ar.
b. how far, how much, ἴστε ὅσσον περιβάλλετον ἵπποι ye know how much they excel, Il.;—with Adjs. how, ὅσον μέγα Hes., etc.
2. only so far as, only just, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν Il.; εἰ μὴ ὅσον γραφῇ except only by a picture, Hdt.
3. in reference to distances, ὅσον τε, about, nearly, ὅσον τ' ὄργυιαν Od.; ὅσον τε δέκα στάδια Hdt.
4. with Adjs., ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι so far as, inasmuch as I am a greater king, Il.; ὅσον εἰμὶ κάρτιστος how I am far the strongest, Il.: —so with Advs., ὅσον τάχιστα attic; ὅσον μάλιστα Aesch.
5. with negatives, ὅσον οὐ or ὁσονού, Lat. tantum non, only not, all but, Thuc.; ὅσον οὐκ ἤδη immediately, Eur.: οὐχ ὅσον οὐκ ἠμύναντο, ἀλλ' not only did they not avenge themselves, Thuc.:— ὅσον μή so far as not, save or except so far as, ὅσον γε μὴ ποτιψαύων so far as I can without touching . ., Soph., etc.
IV. ὅσῳ, ὅσῳ περ, by how much, ὅσῳ πλέον Hes.; διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον Hdt.
2. ὅσῳ with comp. when followed by another comp. with τοσούτῳ, like Lat. quo or quanto melior, eo magis, ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω, τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ Plat.
V. ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον are often used much like ὅσον, εἰς ὅσον σθένω Soph.; ἐφ' ὅσον ἠδύνατο Thuc.
2. ἐν ὅσῳ, while, Ar., Thuc.

Frisk Etymology German

ὅσος: {hósos}
Forms: ep. ὅσσος, -η, -ον
Grammar: relat. Pron.
Meaning: wie groß (seit Il.).
Etymology : Vom Relativ ὅς; s.d. und τόσος.
Page 2,435

Chinese

原文音譯:Ósoj 何所士
詞類次數:形容詞 代名詞(115)
原文字根:這-這
字義溯源:凡,所,任,都,把,一切,所有,凡是,盡量,甚麼,無論甚麼,不論多少,就⋯所,祗要,一樣,何等大,何等長遠,何等多,多多的,一切事,許多的;源自(ὅς / ὅσγε)*=那)。參讀 (ὅς / ὅσγε)同源字
出現次數:總共(109);太(14);可(14);路(10);約(9);徒(17);羅(8);林前(2);林後(1);加(5);腓(7);西(1);提前(1);提後(1);來(9);彼後(1);猶(2);啓(7)
譯字彙編
1) 凡(27) 太13:44; 太13:46; 太18:18; 太18:18; 太18:25; 太22:9; 太23:3; 太28:20; 可3:10; 可6:56; 可11:24; 可12:44; 路18:12; 約10:8; 約16:15; 約17:7; 羅2:12; 羅2:12; 羅3:19; 加3:10; 加3:27; 加6:12; 加6:16; 腓4:8; 提前6:1; 來2:15; 啓1:2;
2) 所(12) 可3:28; 路4:23; 路12:3; 路18:22; 約4:45; 約10:41; 徒3:22; 徒9:39; 徒15:12; 林前2:9; 啓3:19; 啓13:15;
3) 凡是(8) 可6:30; 可6:30; 腓3:15; 腓4:8; 腓4:8; 腓4:8; 腓4:8; 腓4:8;
4) 凡⋯的(4) 路9:5; 約1:12; 徒3:24; 徒13:48;
5) 何等大的事(3) 可5:20; 路8:39; 路8:39;
6) 把(2) 約16:13; 徒4:23;
7) 凡被(2) 徒2:39; 羅8:14;
8) 一切事(2) 徒14:27; 徒15:4;
9) 都(2) 徒5:36; 徒5:37;
10) 所有(2) 徒4:34; 啓18:17;
11) 一切(2) 可10:21; 西2:1;
12) 的事(2) 猶1:10; 猶1:10;
13) 任(2) 太17:12; 可9:13;
14) 甚麼(2) 可2:19; 林前7:39;
15) 這些事(2) 太25:40; 太25:45;
16) 怎樣的(1) 啓18:7;
17) 正如(1) 來8:6;
18) 都有(1) 來9:27;
19) 人(1) 來7:20;
20) 更是(1) 來3:3;
21) 怎樣多多的(1) 提後1:18;
22) 更(1) 來1:4;
23) 既(1) 來10:25;
24) 無論⋯甚麼(1) 約11:22;
25) 凡⋯人(1) 太14:36;
26) 趁(1) 彼後1:13;
27) 就是(1) 啓2:24;
28) 時刻(1) 來10:37;
29) 有如(1) 啓21:16;
30) 只有(1) 來10:37;
31) 仍然(1) 加4:1;
32) 許多的(1) 徒9:16;
33) 將(1) 路9:10;
34) 照(1) 路11:8;
35) 隨著(1) 約6:11;
36) 舉凡(1) 路4:40;
37) 越是(1) 可7:36;
38) 無(1) 太21:22;
39) 大事(1) 可3:8;
40) 何等大事(1) 可5:19;
41) 好些(1) 徒4:6;
42) 事(1) 徒4:28;
43) 還(1) 羅7:1;
44) 此(1) 羅11:13;
45) 都是(1) 羅15:4;
46) 的人(1) 羅6:3;
47) 許多(1) 徒10:45;
48) 多多的(1) 徒9:13;
49) 何(1) 太7:12;
50) 不論多少(1) 林後1:20

English (Woodhouse)

indirect, how big, how great, how much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)