ἄνθος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
(A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El.896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; but
A ἀνθῶν Pherecr.46, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89; ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231; βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56; τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449; ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq.403; δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd.110d; ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp.196a; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81. 2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption, προσώπου Hp.Coac.416; cf. ἐξανθέω. froth or scum, ἄ. οἴνου Gal.11.628, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th.257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99. 3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R.557c, Cypr. Fr.4. II metaph., bloom, flower of life, ἥβης ἄ. Il.13.484, Pi.P. 4.158, A.Supp.663; ἥβης ἄνθεσι Sol.25; κουρήιον ἄ. h.Cer.108; ὥρας ἄ. X.Smp.8.14; παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion, A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp.183e; ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R.601b; also, the flower of an army and the like, ἄ. Ἄργους A.Ag.197; ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59, cf. 252,925, E.HF876 (lyr.); ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν . . ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1. 2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good, δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag.743; ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr.999; ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C., Dam.Pr. 70; τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.; τῆς ψυχῆς ib.472D. III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452; χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R.429d, Arist.HA547a7, J.AJ3.6.1; ἁλὸς ἄνθεα AP6.206 (Antip. Sid.); of bright colours generally, περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B. IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.
ἄνθος (B), ὁ, a kind of
A bird, perh. the yellow wagtail, Arist.HA 592b25,609b14, Ael.NA5.48.
German (Pape)
[Seite 233] τό (ἀνά, ἀνήνοθα, nicht von ἄω, ἄημι), 1) das Aufkeimende, τέρεν' ἄνθεα ποίης Od. 9, 449. Gew. Blüthe, Blume, von Hom. an überall. Häufig übertr., das Schönste, Ausgezeichnetste, wie unser: die Blüthe; ἥβης, die Jugendblüthe, blühendes Alter, Il. 13, 484, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον; πυρὸς ἄνθος von Aristarch verworfene v. l. Iliad. 9, 212 αὐτὰρ ἐπεὶ πυρὸς ἄνθος ἀπέπτατο, παύσατο δὲ φλόξ, s. Scholl. Didym.; ἄνθος ἥβας Pind. P. 4, 158; Aesch. Suppl. 649 u. öfter; κουρήϊον ἄνθος h. Cer. 108; ἡβώντων Soph. Tr. 540; ὥρας Xen. Symp. 8, 14; σώματος, Schönheit, Plat. Conv. 183 c, u. ohne Zusatz Rep. X, 601 b; ἀνδρῶν, Ἀργείων, die Blüthe der Männer, der Argiver, Aesch. Pers. 59. 889 Ag. 190. Auch von leblosen Dingen, χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Ag. 929; ἔρωτος 623; ὕμνων Pind. Ol. 6, 105. 9, 52; ebenso ἀέθλων, τεθρίππων, Ὀλυμπιάδος, Ehre, Schmuck, 7, 80. 2, 55 N. 6, 65; ἄνθη, ohne weitern Zusatz, bei Cic. Att. 16, 11, die schönsten Stellen einer Schrift; auch von schlimmen Dingen, μανίας, der höchste Grad des Wahnsinnes, Soph. Tr. 995; ἀνίας frg. 182. Bei Aesch. Prom. 7 ist τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας interpungiren, u. nicht ἄνθος mit πυρός zu verbinden, deinen Schmuck, Schol. τὸν σὸν κόσμον. In ἄνθος οἴνου ist an flos vini, eine Art Kahm auf sehr altem edlen Wein zu denken; aber οἶνος λευκῷ πεπυκασμένος ἄνθει ist vom Schaume zu verstehen, Ath. – 2) die Blüthenpracht, Farbe, Farbenschimmer, Glanz, ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Plat. Rep. VIII, 557 c; ἄνθος καθαρόν, vom Glanz des Goldes, Theogn. 444; bes. vom Purpur, Plat. Rep. IV, 429 d; πρίνου ἄνθος, Scharlachfarbe, Simonid.; πορφύρας Plut. Bei Hippocr. προσώπου ἄνθη = ἐξανθήματα, Ausschlag.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθος: -εος, ους, τό, γεν. πληθ. ἀνθέων, ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνθῶν (πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀνθ’ ὧν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ ῥήματος ἀνθέω, ἀνθῶν), Σοφ. Ἠλ. 896, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 3 καὶ 4, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 3 - 7· ἀλλ’ ἀνθῶν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλω» 7. Πιθαν. ἐκ √ΑΘ μετὰ παρεντεθειμένου Ν· πρβλ. ἀνθέω, ἄνθη, κτλ., ἀνθερεών, ἀνθέριξ, πρὸς τὰ ἀθήρ, ἀθάρη, καὶ ἴσως πρὸς τὰ Ἀθήνη, Ἀθῆναι· πρβλ. Σανσκρ. andhas (herba)· ὡσαύτως ἴσως Λατ. ador, adoreus. Ἴδε ὡσαύτως ἀνήνοθε). ἄνθος, πέτονται ἐπ’ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Ἰλ. Β. 89· ὑακινθίνῳ ἄνθει ἐοικὼς Ὀδ. Ζ. 231· βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Ἰλ. Ρ. 56· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ὀδ. Ι. 449· ἐπ’ ἄνθεσιν ἵζειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 403· δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Πλάτ. Φαίδων 110D· ἡ κατ’ ἄνθη δίαιτα ὁ αὐτ. Συμπ. 196Α· ἄνθεα τεθρίππων, οἱ ἐξ ἀνθέων στέφανοι, οἱ περικοσμοῦντες αὐτά, Πινδ. Ο. 2. 91, πρβλ. 7. 147. 2) ἡ ἄνθησις, ὁ καρὸς τῆς ἀνθήσεως, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι, Ρουγκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 108. 3) πᾶν ἐρύθημα ἢ ἐξάνθημα τοῦ προσώπου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, ἴδε ἐν λ. ἐξανθέω: ἄνθος οἴνου, Λατ. flos vini, εἶδός τι εὐρῶτος (μούχλας) σχηματιζομένου ἐπὶ οἴνου λίαν παλαιοῦ, ἢ ἀφρὸς ὅστις καὶ νῦν ὀνομάζεται ἄνθος, διακρίνουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ οἱ εἰδήμονες τὴν κατάστασιν τοῦ οἴνου: «ἔστι δοκιμάσαι τὸν οἶνον καὶ ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου καὶ ἐπιπολάζοντας αὐτῷ ἄνθους· ἐὰν ἐπιγένηται πορφυρίζον ἄνθος πλατὺ καὶ μαλακόν, ἀσφαλέστερός ἐστιν ο οἶνος, ἐὰν δὲ γλοιῶδες εἴη τὸ ἄνθος, οὐκ ἀγαθόν», κτλ. Γεωπ. VII. 15. 6· χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκός. ΙΙ. μεταφ., τὸ ἄνθος ἢ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας, ἥβης ἄνθος Ἰλ. Ν. 484· ἥβης... ἐπ’ ἄνθεσι Σόλων 21· ὥρας ἄνθος Ξεν. Συμπ. 8, 14· καλὸν ἄνθος ἔχων Θεόγν. 994· σταθευτὸς δ’ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος, θ’ ἀπολέσῃς τὴν ἀνθηρότητα τῆς χροιᾶς σου, Αἰσχύλ. Πρ. 23· τὸ τοῦ σώματος ἄνθος, ἡ νεανικὴ αὐτοῦ ἀνθηρότης, Πλάτ. Συμπ. 183Ε· ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄνθος προλίπῃ ὁ αὐτ. Πολ. 601Β: - ὡσαύτως, τὸ ἄνθος στρατοῦ, κτλ., ἄνθος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 197· ἄνθος Περσίδες αἴας ὁ αὐτ. Πέρσ. 59, πρβλ. 252. 925, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878· ὅ τι περ ἦν αὐτῶν ἄνθος ἀπωλώλει Θουκ. 4. 133, πρβλ. Ἑρμστερουσίου Λουκ. 1. 171· ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων, τὰ ἐκλεκτότατα τῶν νέων ᾀσμάτων, Πινδ. Ο. 9. 74· τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας, τὸ σὸν ἐξαίρετον γέρας, Αἰσχύλ. Πρ. 7: - τὰ ἄνθῃ, ἐκλεκτὰ χωρία ἢ ταμάχια, γλαφυρὰ ἀποσπάσματα συγγραφέων, Ἀνθ. Πλαν. 274, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 1. 2) ἀκμή, τὸ ὕψιστον σημεῖον παντὸς πράγματος καλοῦ ἢ κακοῦ, δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· ἀκήλητον μανίας ἄνθος Σοφ. Τρ. 1000· πρβλ. ἀνθηρὸς 1. ἐν τέλ. ΙΙΙ. λαμπρότης, στιλπνότης, οἵα ἡ τοῦ χρυσοῦ, αἰεὶ δ’ ἄνθος ἔχει καθαρὸν Θέογν. 452: ἐντεῦθεν κατὰ πληθ. λαμπραὶ βαφαί, ἀνθηρὰ χρώματα, Meineke Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 4· ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Πλάτ. Πολ. 557C: - ἰδίως ἐπὶ τῆς πορφύρας, καθ’ ἐν., αὐτόθι 429D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 6· ἀλὸς... ἄνθεσι Ἀνθ. Π. 6. 206· ἴδε Βέλκερ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 11, 14, καὶ ἴδε ἄνθινος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 une pousse;
2 fleur ; fig. ἥβης ἄνθος IL, ὥρας ἄνθος XÉN la fleur de la jeunesse ; ἄνθος Ἀργείων ESCHL, Περσίδος αἴας ESCHL le fleur des Argiens, de la Perse, càd les plus vaillants, les plus nobles ; ἄνθος ἔρωτος ESCHL un amour dans toute sa fraîcheur ou dans toute sa force ; p. ext. couleur brillante, éclat.
Étymologie: R. Ἀθ pousser ; cf. ἀθήρ ; DELG cf. ἀνήνοθε.
English (Autenrieth)
εος: blossom, flower; fig., ἥβης ἄνθος, Il. 13.484.
English (Slater)
ἄνθος (ἄνθος, -ος; ἄνθε(α), -έων, -εσι(ν), -ε(α).)
1 blossom
a δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)
b pl., blossoms, wreaths, garlands ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων ἄγαγον (O. 2.50) τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.80) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (N. 4.21) ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Hermann: ἄνθεα codd.) (N. 5.54) δύο μὲν σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63) τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10)
c met. ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος (O. 6.105) αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) “σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” (P. 4.158) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ (supp. Lobel.) (Pae. 12.4)
Spanish (DGE)
-ους, τό
• Morfología: [formas sin contraer, p. ej. ἀνθέων S.El.896, ἄνθεα Pi.O.2.50; nom. plu. ἄνθι[α Corinn.(?) 39.1.8]
I 1flor πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89, cf. Hes.Th.279, Op.75, ἄ. ἔαρος LXX Sap.2.7, cf. Il.17.56, Od.9.449, 6.231, Archil.300.28, Xenoph.1.11, S.El.l.c., E.Med.842, IA 1298, Fr.754, Pl.Phd.110d, Criti.115a, Smp.196a
•de guirnaldas o coronas ἀν[στεφθε] ῖσιν ἄ[ν] θεα [χρυσέ] αν δόξαν ... τρέφει B.13.60, ἄνθεα τεθρίππων las coronas (ganadas por) las cuadrigas Pi.O.l.c., cf. 7.80, <εὐ>στεφάνων ... ἀνθέων Eub.105, cf. Ath.682d
•de flores usadas para perfumar ἔβαψαν ἐν ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Cypr.4
•de la miel (Δάφνιν) φέρβον ... μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι Theoc.7.81
•del vino Ϝοῖνον ... ἄνθεος ὄσδοντα vino que huele a flores Alcm.92b, οἶνος ... ἄνθεος ὀζόμενος Xenoph.1.6
•de adornos flores bordadas Hermipp.5, 6, Pl.R.557c.
2 de algo que sale a la superficie espuma κύματος ἄ. Alcm.26.3, ἄνθεσιν ἄχνας Hymn.Is.75, οἶνον ... λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει Archestr.59.3, ἄ. οἴνου Gal.11.628, Gp.6.3.9, 7.15.6
•erupción προσώπου Hp.Coac.416
•ἄνθη ... χαλκοῦ = χάλκανθος calcanto, sulfato de cobre Nic.Th.257, χρυσοῦ τὸ ἄ. = ἀδάμας hematitis Poll.7.99, ἀργύρεον ἄνθος óxido de plomo Hp.Mul.1.57
•humo ἄ. ... λιγνύος Theodect.17, φλογὸς ἄνθεα AP 5.264 (Paul.Sil.).
II fig.
1 de procesos o estados temporales, c. gen. subjet. o adj. la flor o culminación de la edad juvenil ἥβης ἄ. la flor de la juventud o la juventud, Il.13.484, Hes.Th.988, Mimn.1.4, 2.3, Tyrt.6.28, Pi.P.4.158, Sol.12, A.Supp.663, κουρήϊον ἄ. la juventud, h.Cer.108, ὥρας ἄ. la juventud X.Smp.8.14, ἄν] θος ... παρθενήϊον la flor de la doncellez Archil.300.18
•de ahí παῖς καλὸν ἄνθος ἔχων un muchacho en la flor de su juventud Thgn.994, τὸ τοῦ σώματος ἄ. el vigor corporal Pl.Smp.183e, cf. R.601b, τὸ ἄ. ... τῶν προσώπων la lozanía de los rostros Ach.Tat.1.13.3
•la culminación o flor en gener. γήραος ... ἄ. Democr.B 294, Erinn.1B.46, μανίας ἄ. S.Tr.999.
2 de pers. c. gen. partit. la flor, lo mejor ἄ. Ἀργείων A.A.197, ἄ. Περσίδος αἴας A.Pers.59, cf. 252, χώρας ἄ. A.Pers.925, ἄ. πόλεος E.HF 876, Ἑλλάδος ... ἄ. E.Tr.809, ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133
•tb. de cosa c. gen. partit. πολλῶν χρημάτων ... ἄ. A.A.955, ἄνθεα δ' ὕμνων Pi.O.9.48, τὸ ἄ. σμύρνης mirra de la mejor calidad LXX Ex.30.23, ἄ. τῆς ψυχῆς la parte mejor del alma Procl.in Ti.1.472.12, τοῦ νοῦ Procl.in Alc.248, Dam.Pr.70, τῆς οὐσίας Procl.in Ti.1.412.9
•de ahí ἄνθεα pasajes escogidos Cic.Att.420.1
•doctrinas escogidas Ὀρειβάσιος ... ἰητρῶν προτέρων ἄνθεα δρεψάμενος AP 16.27.4.
3 de abstr. y cosas en gener. c. gen. epexegético, tb. c. adj. o abs. flor, exquisitez, belleza del amor δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. flor de amor que muerde el corazón A.A.743, τὰ τέρπν' ἄνθε' Ἀφροδίσια Pi.N.7.53, ἄνθεα ὄλβου B.3.94, el fuego τὸ σὸν γὰρ ἄ., ... πυρὸς σέλας tu flor, ... la luz del fuego A.Pr.7, el honor ἄνθεα τιμῆς Emp.B 3.6, el discurso σοῦ τοῖσι λόγοις ... σῶφρον ἔπεστιν ἄ. Ar.Nu.1025, las plumas κολοιὸν εὔπτερον ἀλλοτρίοις ἄνθεσι un grajo de bellas alas por causa de ajenos adornos Gr.Naz.M.37.888.
4 en metonimias, del vino ἄλυπον ... ἄνθος ἀνίας flor de felicidad que quita el dolor S.Fr.172, τῆς φωνῆς τὸ ἄνθος la lengua Ach.Tat.5.5.4.
III usos especializados color χροιᾶς ... ἄ. el color de la piel A.Pr.23, ἀπέπτατο πᾶν ἀπὸ χροιῆς ἄ. AP 12.39, ἄνθη λαμπρότερα Arist.Col.794b3, ἀκρατέστερον ... ἄ. Arist.Col.794b6, περιβόλαια ἐκ παντὸς ἄνθους D.H.7.72
•brillo del oro, Thgn.452, χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr.174
•de tintes, a menudo de la púrpura, Pl.R.429d, Arist.HA 547a7, I.AI 3.102, τοῦ ἄνθους τὸ αἷμα Ach.Tat.2.11.5, ἄ. θαλάσσιον tinte sacado del mar Ps.Democr.p.42, βαπτὸν ἁλὸς πολιῆς ἄνθεσι AP 6.206 (Antip.Sid.)
•de tintes en gener. τῶν ἐρίων καὶ τῶν ἀνθῶν Pherecr.46, τὸ ἄ. τὸ ἀπὸ τῶν βαφαίων PHolm.106
•cana Sud.s.u. Ἀνθοσμίας.
IV bot. ἄ. πεδινόν = ἀνθυλλίς Ps.Dsc.3.136.
V orn. una clase de pájaro, quizás el verderón Arist.HA 592b25, 609b14, Ael.NA 5.48, Plin.HN 10.74, 10.116, Boeus en Ant.Lib.7.
• Etimología: Suele relacionarse c. ai. andhas ‘planta del soma’ (aunque en el Veda el sent. de ‘planta’ no está garantizado). Cf. tb. air. ainder ‘mujer joven’. Parece preferible separar en gr. esta palabra (< *H2endhos) de ἀνθέριξ, etc., tal vez relacionadas por etim. popular.
English (Strong)
a primary word; a blossom: flower.
English (Thayer)
ἀνθεος, τό (from Homer down); a flower: 1 Peter 1:24.
Greek Monolingual
και αθός, ο (Μ ἀνθός)
βλ. άνθος.
το, και ανθός και αθός, ο, και ανθί και άνθι, το (ΜΑ ἄνθος, Μ και ἀνθός, ὁ)
1. το μέρος του φυτού που περιέχει τα αναπαραγωγικά του όργανα και όπου αναπτύσσεται ο καρπός
2. μτφ. α) ο αφρός, το επίχρισμα ή το στρώμα που δημιουργείται σε επιφάνειες υγρών, μετάλλων ή άλλων στερεών λόγω ζύμωσης ή άλλων χημικών διεργασιών
(α. «άνθος του οίνου» β. «άνθος του χαλκού»)
β) η εκδήλωση της ακμής, ανθηρότητα (α. «ἥβης ἄνθος», Ομ. Ιλ.
β. «άνθος της ηλικίας» — η νεότητα, τα νιάτα)
γ) εξάνθημα του προσώπου
δ) καθετί το εκλεκτό, το άριστο από όλα τα ομοειδή του ή το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, κν. αφρός, αθέρας
νεοελλ.
1. φυτό καλλιεργούμενο μόνο για καλλωπιστικούς σκοπούς, λουλούδι, λούλουδο
2. (ιδίως στους τ. ανθός και άθος) α) ανθοφορία
β) το σύνολο τών λουλουδιών ενός φυτού
γ) μτφ. η παρθενία
3. φρ. «άνθος γάλακτος» — το ανθόγαλα
αρχ.
(για μέταλλο ή χρώμα) στιλπνότητα, λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα andh-. Η λ. φαίνεται ότι συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. andhas-«χόρτο» μορφολογικά, όχι όμως και σημασιολογικά. Τυχόν συνδέσεις της λ. άνθος με συναφείς τύπους άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών είναι υποθέσεις που στερούνται απόδειξης, ενώ πιθ. παρετυμολογικά η λ. συνδέθηκε με τα ανθέριξ, ανθερεών. Εξάλλου υποστηρίχθηκε μία σχέση του τ. με το ρ. ανήνοθε «ανθεί, ανεβαίνει, ανέρχεται», η οποία θα μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψιν εάν στη λ. άνθος δοθεί η σημασία «βλαστάρι». Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η πιθανότατη σχέση της λ. με το ουσ. άκανθα, το οποίο κατά μία νεώτερη άποψη έχει εμμέσως προέλθει απο συμφυρμό των τ. άκανος και άνθος.Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθος Η λ. άνθος χρησιμεύει ως α’ και β’ συνθετικό αρκετών λέξων της αρχαίας και κυρίως της Νέας Ελληνικής. Ως α’ συνθετικό εμφανίζεται στην Αρχαία και στη Νέα με τη μορφή ανθο -, ενώ ως β’ συνθετικό η λ. έχει τη μορφή -ανθος καί κυρίως -ανθής.
ΠΑΡ. ανθήλη, άνθημα, ανθηρός, άνθηση(-ις), ανθίζω, ανθικός, άνθινος, ανθώ, ανθώδης
μσν.- νεοελλ.
ανθών (-ώνας)
μσν.
ανθοσύνη
αρχ.
άνθιον, ανθύλλιον, ανθυλλίς, άνθυλλον. Κύρια ονόματα: Ανθέας, Ανθεύς, Άνθης.
ΣΥΝΘ. Α΄
ΣΥΝΘ. ανθεσίχρως, ανθεσφόρος, ανθοκομώ, ανθολόγος, ανθοπώλης, ανθοφορώ, ανθοφυής
αρχ.
ανθοβαφής, ανθοδάφος, ανθόδολος, ανθοδοσκός, ανθοκρατώ, ανθόκροκος, ανθονόμος, ανθοσκεπής, ανθοσμίας
μσν.- νεοελλ.
ανθόρροια
νεοελλ.
ανθιστιρία, ανθοβριθής, ανθόγαλα, ανθογέννητος, ανθογυάλι, ανθόδενδρο, ανθοδέσμη, ανθοδέτης, ανθοδοχείο, ανθοδόχη, ανθοδροσοστολίζω, ανθοκήπιο, ανθοκλάδι, ανθοκοπώ, ανθοκράμδη, ανθόκρινο, ανθολούλουδα, ανθομυρίζω, ανθόνερο, ανθομανής, ανθοπαραγωγή, ανθόπλεκτος, ανθοπλημμύρα, ανθοπνοή, ανθοποίκιλτος, ανθοπόλεμος, ανθοραίνω, ανθοσκεπής, ανθοσπέρνω, ανθόσταγμα, ανθοστέφανος, ανθοστήλη, ανθοστοιχία, ανθοστολίζω, ανθόστρωτος, ανθοταξία, ανθοτύρι, ανθοφάγος, ανθόφιλα, ανθόφιλος, ανθοφόρος, ανθοφορτώνω, ανθόφυτα, ανθοφυτεία, ανθόφυτος, ανθοχαρής. Κύρια ονόματα: Ανθαγόρας, Ανθεσίλαος, Άνθιππος.Β΄
ΣΥΝΘ. αλιανθής, απαλοανθής, αραιανθής, βοτρυανθής ολόανθος, ποικιλανθής, σπειρανθής, υστερανθής
αρχ.
διανθής, δυσανθής, κολοβανθής, κολοβοανθής, κυανανθής, λευκανθής, μεγανθής, μελανθής, μινυανθής, περιανθής, ποιανθής, πορφυρανθής, πρωϊανθής, φερανθής, φερεσανθής, χλοανθής, χροανθής, χρυσανθής. (Β΄ ΣΥΝΘ.) Αναξάνθης, Αρέσανθος, Βρύανθος, Δημάνθης, Διδυμάνθης, Επάνθης, Ευάνθης, Ευρυμάνθης, Ίππανθος, Καλλιστάνθη, Κλεάνθης, Κρινάνθης, ΛαFάνθης, Μέλανθος, Νεάνθης, Νικάνθης, Ξένανθος, Πολίανθος, Πολυάνθης, Πρεάνθης, Πύρρανθος, Ροδάνθη, Τιμάνθα, Τιμάνθης, Υπεράνθης, Φάλανθος, Φιλάνθης, Φίλανθος.
Greek Monotonic
ἄνθος: -εος, τό· γεν. πληθ. ἀνθέων, ακόμα και στην Αττ.
I. 1. άνθος, λουλούδι, μπουμπούκι, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. γενικά, οτιδήποτε εμφανίζεται στην επιφάνεια, αφρός, άφρισμα.
II. μεταφ.,
1. το άνθος ή ακμή της ζωής, ἥβηςἄνθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὥρας ἄνθος, σε Ξεν.· χροῖας ἄνθος, η ακμή της επιδερμίδας, σε Αισχύλ.· επίσης, η ακμή στρατεύματος και παρομοίως, σε Αισχύλ., Θουκ.· τὸ σὸν ἄνθος, η δική σου περηφάνεια ή τιμή, σε Αισχύλ.
2. το ύψος ή ύψιστο σημείο οποιουδήποτε πράγματος, καλού ή κακού, ἔρωτος, στον ίδ.· μανίας, σε Σοφ.
III. φωτεινότητα, λαμπρότητα, σε Θέογν.· στον πληθ., τα φωτεινά χρώματα, σε Πλάτ.· ἁλὸς ἄνθεα, δηλ. το μωβ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνθος: II ὁ птица (предполож.) трясогузка или овсянка Arst.
εος τό
1) росток, былинка (ἄνθεα ποίης Hom.);
2) цветок (ὑακίνθινον ἄ. Hom.; ἄνθεα εἰαρινά Hes.; ἄνθη καὶ καρποί Plat.);
3) цветение, расцвет; цветущий вид, свежесть (ἥβης Hom.; κουρήϊον HH; ὥρας Xen.; σώματος Plat.);
4) цвет, отборная часть, краса (Περσίδος αἴας Aesch.; Ἑλλάδος Eur.): τὸ σὸν ἄ. Aesch. предмет твоей гордости, твое лучшее достижение;
5) цвет, (о)краска (πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένος Plat.; ἄνθη λαμπρότερα Arst.);
6) блеск, яркость, сверкание (χαλκοῦ Arst.; πυρός Plut.; ἁλὸς ἄνθεα Anth.);
7) высшая степень, верх (ἔρωτος Aesch.; μανίας Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: flower (Il.).
Derivatives: 1. Substantives. Dimin. ἀνθύλλιον (M. Ant., Dsc., also a plant like ἀνθυλλίς (Dsc.) and ἄνθυλλον (Ps.-Dsc.); ἀνθήλιον v. l. for ἀνθύλλιον (Dsc. 3, 156; 4, 121), also = κανθήλιον (Charax) s.v.; ἀνθάλιον a plant, cf. Chantr. Form. 74; ἀνθάριον ἐρύθημα H. - ἀνθήλη a crown of flowers (Thphr.), or from ἀνθέω. - ἀνθηδών f. bee (cf. ἀνθρηδών and Chantr. Form. 361), also a plant. - ἀνθίας s. v. - Ἀνθεστήρια n. pl. Feast of flowers, spring (Ion. Att., cf. Chantr. Form. 63, Schwyzer 470 : 7) with the month-name Ἀνθεστηριών. - Independent ἄνθεμον n. flower (Sappho); not with Leumann Hom. Wörter 249ff. recent back-formation as there are many derivatives; for the formation cf. ἄργεμον and Chantr. Form. 132, Ruigh, Élém. Ach. 102f. Place name Ἀνθεμοῦς (Macedonia). - 2. Adjectives: ἀνθηρός rather from ἀνθέω (Chantr. Form. 232). - 3. Verb ἀνθέω bloom, blossom.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [40] *h₂endʰ- sprout
Etymology: ἄνθος was equated with Skt. ándhas- n. herb, but see the objections by Burrow Archiv. linguist. 6 (1954) 61 and Chantr. Uncertain Alb. ënde flower, s. G. Meyer Alb. Wb. 5. Arm. and field; Toch. A ānt, B ānte surface?. The comparison with OFris. åndul Marschgras does not inspire confidence (Schwentner KZ 69, 244); uncertain also OHG etc. andorn (Loewe, s. Schwentner KZ 71, 32). So no reliable IE etym. remains. I wonder whether it is a substr. word. - Improbable is connection with ἀνήνοθεν (Schwebeablaut h₂endh- : h₂nodh- is improbable).
Middle Liddell
note that ἀνθέων shows up even in Attic.]
I. a blossom, flower, Hom., etc.
2. generally, anything thrown out upon the surface, froth, scum.
II. metaph. the bloom or flower of life, ἥβης ἄνθος Il.; ὥρας ἄνθος Xen.; χροιᾶς ἄνθος the bloom of complexion, Aesch.:—also, the flower of an army and the like, Aesch., Thuc.; τὸ σὸν ἄνθος thy pride or honour, Aesch.
2. the height or highest pitch of anything, bad as well as good, ἔρωτος Aesch.; μανίας Soph.
III. brightness, brilliancy, Theogn.; in pl. bright colours, Plat.; ἁλὸς ἄνθεα, i.e. purple, Anth.
Frisk Etymology German
ἄνθος: {ánthos}
Grammar: n.
Meaning: Blume, oft übertragen (seit Il.).
Derivative: Sehr zahlreiche Ableitungen. 1. Substantiva. Deminutiv ἀνθύλλιον (M. Ant., Dsk. usw., zur Bildung Leumann Glotta 32, 214ff.), auch Pflanzenname wie ἀνθυλλίς (Dsk., Plin.) und ἄνθυλλον (Ps.-Dsk., Plin.); ἀνθήλιον v. l. für ἀνθύλλιον (Dsk. 3, 156; 4, 121), auch = κανθήλιον (Charax); ἀνθάλιον Pflanzenname, vgl. Chantraine Formation 74; ἀνθάριον· ἐρύθημα H. (deminutiv-hypokoristisch). — ἀνθήλη die Federkrone der Blumen usw. (Thphr., Dsk.), auch auf ἀνθέω zu beziehen; davon ἀνθηλᾶς m. etwa Blumenhändler, vgl. Olsson Aegyptus 6, 247ff. — ἀνθεών m. Blumenflur, Garten (Amasia), ἀνθών (Gloss.). — ἀνθηδών f. Biene (vgl. ἀνθρηδών und Chantraine 361), auch Pflanzenname. — ἀνθοσύνη Blüte (AP). — ἀνθίας s. bes. — Ἀνθεστήρια n. pl. Blumenfest, Frühlingsfeier (ion. att., vgl. Chantraine 63, Schwyzer 470 : 7) mit dem Monatsnamen Ἀνθεστηριών. — Eine unabhängige Parallelbildung ist ἄνθεμον n. Blume, Rosette, Palmette (poet. seit Sappho); kaum mit Leumann Hom. Wörter 249ff. aus dem in der Ilias für den Versschluß geschaffenen ἀνθεμόεις (-όεντα, -όεντι; Vorbild ἠνεμόεντα, -όεσσαν) und πολυάνθεμος (Sapph.) rückgebildet; dazu sind die Ableitungen zu zahlreich. Davon ἀνθεμώδης blumenreich (poet. seit Sapph.), ἀνθεμωτός ib. (Attika), ἀνθεμίς Pflanzenname, auch Blümchen (Nik., J. u. a.), ἀνθεμίσιον Pflanzenname (Alex. Trall.), ἀνθέμιον ‘Blüte, bes. als Verzierung gebraucht’ (X., Thphr. u. a.); auch die hom. PN Ἀνθεμίων und Ἀνθεμίδης (Leumann a. a. O.), ferner der ON Ἀνθεμοῦς (Makedonien). Aus ἄνθεμον ferner die poetischen Verba ἀνθεμίζομαι und ἐπανθεμίζω (A., bzw. S. in lyr.). — 2. Adjektiva. ἄνθινος aus Blumen bestehend, stammend, blumig, bunt (ι 84, Hp., Arist. usw.); ἀνθηρός blumenreich, vorw. übertr. frisch, glänzend, üppig (S., E., Ar., Isok., X. usw.), viell. eher von ἀνθέω (Chantraine Formation 232, Schwyzer 482 : 7); davon ἀνθηρότης (Sch.). Die übrigen Adjektiva sind vereinzelt und spät: ἀνθήεις hellfarbig, ἀνθήμων blumenreich (vgl. auch ἀνθέω), ἀνθικός mit Blumen versehen, ἄνθιμος aus Blumen stammend; vgl. Arbenz Adj. auf -ιμος 102. — 3. Verba. ἀνθέω blühen mit verschiedenen Präverbien, sehr oft übertragen (λ 320 ἀνθῆσαι, ion. att.); davon ἄνθησις Blüte (Thphr., Plu.), ἐξανθέω mit ἐξάνθησις (Hp., Th. u. a.) und ἐξάνθημα (Hp., Arist. usw.), ἄνθημα (Sch.); — retrograde Ableitung ἄνθη das Blühen, Blüte (Pl., Nik., Ael.); verbales Adj. ἀνθητικός = ἀνθικός (Thphr.). — ἀνθίζω mit Blumen bedecken, bunt machen, färben mit verschiedenen Präverbien (Hdt., S., E., Arist. usw.); davon ἀνθισμός Glanz (PHolm.).
Etymology : ἄνθος ist mit aind. ándhas- n. Kraut formal identisch; die übrigen bei Pok. 40f. angeführten Gleichungen sind unbeweisbar (alb. ënde Blüte, s. G. Meyer Alb. Wb. 5) oder verfehlt (arm. and Feld, toch. A ānt, B ānte Fläche, s. Lidén Mél. Pedersen 89ff.). In Betracht kommt dagegen altfries. åndul Marschgras usw. (Schwentner KZ 69, 244 nach Holthausen); weit unsicherer ahd. usw. andorn (Loewe, s. Schwentner KZ 71, 32). Zusammenhang mit ἀνήνοθεν (so auch Schwyzer 339) ist nicht zu beweisen; vgl. zu diesem Wort s. ἐνθεῖν.
Page 1,108-109
Chinese
原文音譯:¥nqoj 安拖士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:花
字義溯源:花^,野花。雅各與彼得在他們的書信中,用花開花謝來隱喻人生在世的短暫與脆弱,反映神話的永恒與不變( 雅1:10 ,11; 彼前1:24)
出現次數:總共(4);雅(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 花(4) 雅1:10; 雅1:11; 彼前1:24; 彼前1:24