βούλομαι
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
(Ep. also βόλομαι, q.v.), Dor. βώλ- (q.v.), Aeol. βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. βέλλ- IG9(2).517.20, Boeot. βείλ- ib.7.3080, βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), Locr.and Delph. δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. δήλ- (q.v.), Ion. 2sg. A βούλεαι Od.18.364, Hdt.1.11: impf. ἐβουλόμην Il.11.79, etc.; ἠβουλόμην E.Hel.752, D.1.15, etc.; Ion. 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: fut. βουλήσομαι A.Pr.867, S.OT1077, etc.; later fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), βουληθείς S.OC732, IG22.1236, etc., but Ep. aor. subj. 3sg. βούλεται (from *βόλσ-ε-ται) Il.1.67: pf. βεβούλημαι D.18.2; also βέβουλα (προ-) Il.1.113 (ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79, ἠβούλου Hyp.Lyc.11; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An Act. βούλητε( = βούλησθε) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usually implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent', εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg.522e, cf. R. 347b, 437b; ἐὰν βούλῃ σὺ… ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d; ἂν οἵ τε θεοὶ 'θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε D.2.20; οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετ' οὔτε πιστεύειν ἐβούλεσθε Id.19.23; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc.281 (so ἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt.309b, but φράσαι τι βούλομαι Ar.Pl.1090): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sometimes used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι 11.79, etc.; sometimes c. inf. fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is followed by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a. 2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν… ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol.1309b17. II Att. usages: 1 βούλει or βούλεσθε followed by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph.761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd.79a, R.596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr.228e. 2 εἰ βούλει if you please, S.Ant.1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp.201a, etc.; εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a. 3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.; ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl.918 (whence, in jest, βούλομαι ib.908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg.517b, Cra.432a. 4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that... Th.2.3; εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg.448d; also τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28. 5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd.63a, D.18.172; τί βουληθεὶς πάρει; S.El.1100. III mean, Pl.R.362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος;(followed by β. λέγειν ὡς… ) Id.Tht.156c; τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R.595c; β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra.412c; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ… EN1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib.1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib.1125b33; tend to be, ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens.441a3; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν… Id.Pol.1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA778a4, al. 2 to be wont, X.An.6.3.18. IV followed by ἤ... prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usually in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather... Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350; β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν… ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ… ) ib.124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ... πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer... Il.1.112, cf. Od.15.88. (gu̯el-gu̯ol-, cf. the dialectic forms.)
German (Pape)
[Seite 458] impf. ἐβούλετο Xen. An. 1, 1, 1; ἠβούλετο Cyr. 6, 1, 33; fut. βουλήσομαι; aor. ἐβουλήθην, att. ἠβ.; perf. βεβούλημαι Dem. 18. 2; bei Hom. nur praes. und imperfect.; vgl. προβέβουλα, βόλομαι volo; 1) mit Überlegung sich entschließen, vornehmen, vgl. ἐθέλω, von dem es Ammon. so unterscheidet: β. ἐπὶ μόνου λογικοῦ, θέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου; unstreitig ist ἐθέλω das umfassendere Wort, die Neigung, Luft ausdrückend, vgl. Buttm. Lexil. I p. 26 ff., dessen Ansicht nicht durchweg haltbar; bei βούλομαι ist an die Ausführung zu denken, dah. gew. οἱ θεοὶ βούλονται, da sie alles ausführen können; vgl. Eur. I. T. 61 ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς, ταῦτα γὰρ δυναίμεθ' ἄν; dah. es oft geradezu = beschließen ist; damit stimmen auch Stellen überein, wie Dem. 2, 20 ἂν οἵτε θεοὶ θέλωσι, καὶ ὑμεῖς βούλησθε, wo nur Geneigtheit der Götter u. Entschließung der Bürger verlangt wird; ja auch 19, 23 οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετε οὔτε πιστεύειν ἠβούλεσθε kann so gefaßt werden; obwohl beide Verba an manchen Stellen ohne erheblichen Unterschied gebraucht sind. – Wollen, beabsichtigen, gew. mit dem inf., von Hom. an überall; der inf. fut., den die alten Gramm. verwerfen, findet sich doch an einzelnen Stellen, s. Schäfer ad poet. Gnom. p. 16. Aus Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il. 1 i, 79 ist zu erkl. Τρώεσσι νίκην 16, 121, er beschloß ihnen Sieg, verlieh ihnen Sieg; τῷ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ, αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ Iliad. 15, 51; ἐς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι), ich will ins Bad, Ar. Ran. 1279; τὰ Συρακουσίων, den Spr. geneigt sein, sich für sie entscheiden, Thuc. 6, 80; Sp. sogar κακῶς τινι, Dion. Hal. 3, 21; – τὸ βουλόμενον, die Willensmeinung, Entschluß, Eur. I. A. 33. 1270; Antiph. 5, 73 u. Sp.; – ἔστιν ἐμοὶ βουλομένῳ, = βούλομαι, Thuc. 2, 3; Plat. Soph. 254 b Crat. 384 a u. sonst; – ὁ βουλόμενος, Jeder, der da will, der Erste, Beste, Gorg. 527 a u. sonst sehr oft; auch mit πᾶς, Rep. III, 416 d; seltener ὃς βούλει, Gorg. 417 a; vgl. Crat. 432 a; – βουλόμενος, in der Absicht, um zu, Att.; – βούλει, seltener βούλεσθε, mit darauf folgendem Conj. in auffordernden Fragen, βούλει, φράσω, willst du, soll ich dir sagen, Ar. Equ. 36; βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ θίγω τί σου Soph. Phil. 751; vgl. Eur. Phoen. 734; Plat. Gorg. 454 d; auch außer der Frage, εἴτε τι βούλει προσθῇς ἢ ἀφέλῃς Phaed. 95 e; vgl. Rep. II, 372 e; u. wo es parenthetisch ist, πόθεν βούλει, ἄρξωμαι Xen. Oec. 16, 8; erst Sp. haben das fut. dabei; – stärker: verlangen, befehlen, ὁ νόμος βούλεται τούτους εὖ βασανίζειν Plat. Conv. 184 a; bei Sp. behaupten; übertr., von Sachen, τί τοῦτο βούλεται; was will das, was hat das zu bedeuten? τί β. οὗτος ὁ μῦθος; Plat. Theaet. 156 c; vgl. Parm. 128 a Legg. II, 668 c. So bes. auch Arist. – 2) lieberwollen, vorziehen, βούλομ' ἅπαξ ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι Od. 12, 350; vgl. Il. 1, 117. 23, 594 Od. 11, 489. 16, 106; βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ 'ν ἐμοὶ θρασύς Soph. Ai. 1293; vgl. Her. 3, 124; Plat. Alc. II, 658 a; Babr. 65, 7. Seltener ohne ἤ, Il. 1, 112 Od. 15, 88. Häufig im Art., bes. Plat. εἰ δὲ βούλει, wenn du lieber willst, od. wenn du willst, was geradezu Partikel wird »oder auch«. Vgl. βούλεται δ' αὐτοῖς ἡ μὲν ἀνωτάτη σφαῖρα τὸν ἥλιον, es soll bedeuten, Procl. bei Phot. 348.
Greek (Liddell-Scott)
βούλομαι: (Ἐπ. ὡσαύτως βόλομαι, ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.· παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143· -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.· μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.· -ἀόρ. ἐβουλήθην, ὡσαύτως Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.· -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11· ὡσαύτως βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113· -λέγεται δὲ ὅτι οἱ μετὰ διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι εἶναι ἀττικώτεροι· δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι συχνάκις ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4· πρβλ. μέλλω. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ αὔξησις γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. βόλομαι) παράγονται ὡσαύτως βουλή, βούλησις, βουλεύω, κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.· Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, (ἐθέλω, =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.· Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21· λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι Εὐρ. Ἀλκ. 281· ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸ βούλομαι ἀντὶ τοῦ ἐθέλω ἐπὶ τῶν θεῶν· διότι παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι εἶναι θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ ἐθέλω εἶναι ἡ γενικωτέρα λέξις, καὶ ἐνίοτε τίθεται ὅπου ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ βούλομαι, π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.· κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.· ἐνίοτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187· μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· ὅταν τὸ βούλομαι ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316· ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1· πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11· ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. χρῆσις (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21· πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682· οὕτω, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51· οὕτω, εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279· βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α· -ὡσαύτως, βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος, εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις: 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762· βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, εὐγενής, φιλόφρων φράσις, ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41· ὡσαύτως, εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν εἶναι ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.· ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26· -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β· ὅστις βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3· εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, ἀσπάσιος· -ἀλλά, τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33· τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, αὐτόθι 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24· τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, θέλω νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. ἐθέλω 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.· εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε· τί βούλεται εἶναι; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -ἐντεῦθεν, βούλεται εἶναι, ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι εἶναι, ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει εἶναι ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος π. Αἰσθ. 4, 4· β. ἤδη τότε εἶναι πόλις, ὅταν…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ βούλομαι μᾶλλον (ὅπερ συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, θέλω περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350· β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν…, ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40· β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, ἔνθα τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἢ…αὐτόθι 124· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351· -σπανιώτερον ἄνευ τοῦ ἢ…, πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. μάλα ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐβουλόμην ou ἠβουλόμην, f. βουλήσομαι, ao. ἐβουλήθην ou ἠβουλήθην, pf. βεβούλημαι;
I. vouloir (en gén. et plutôt au sens de désirer, p. opp. à θέλω, qui semble marquer plutôt l’idée de vouloir proprement dite);
1 vouloir : Τρώεσσιν νίκην IL la victoire pour les Troyens ; β. Τρώεσσιν κῦδος ὀρέξαι IL vouloir procurer de la gloire aux Troyens ; εἰ βόλεσθε épq. αὐτὸν ζώειν OD si vous voulez qu’il vive ; βούλεσθαι… μᾶλλον ἤ, vouloir… plutôt que, préférer, aimer mieux ; βούλομαι παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστέρησθαι HDT je préfère rester fille longtemps encore, plutôt que d’être privée de mon père ; βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι IL je préfère voir mon peuple sauvé plutôt que perdu ; ολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν IL je préfère la garder chez moi ; abs. avoir une préférence pour, incliner vers, préférer : β. τὰ Συρακοσίων THC se déclarer en faveur des Syracusains;
2 désirer, souhaiter : τι qch ; βούλει ἀναγνῶμεν ; PLAT veux-tu que nous lisions ? ἄλλῃ βούλεσθαι IL souhaiter que qch arrive autrement ; τό τινος βουλόμενον EUR la faculté de vouloir, la volonté de qqn ; ὁ βούλομενος, le premier venu, litt. celui qui le désire, à qui cela convient ; τί βούλομενος ; PLAT, τί βουληθείς ; SOPH dans quelle intention ? litt. voulant ou ayant voulu quoi ?;
3 avoir l’intention de, montrer une tendance à : βούλεται εἶναι PLAT il a la prétention d’être, il a une tendance à être, il n’est pas éloigné d’être ; signifier, vouloir dire : τί ἡμῖν βούλεται τοῦτο ; PLAT que nous veut cela ? qu’est-ce que cela signifie ? (cf. lat. quid sibi vult haec res ?);
II. vouloir bien, consentir à : βούλει λάβωμαι ; SOPH veux-tu que je prenne ? εἰ βούλει SOPH si tu veux bien, s'il te plaît (cf. lat. sis = si vis).
Étymologie: R. Ϝολ ou Ϝελ, vouloir, désirer ; cf. lat. volo et velle.
English (Autenrieth)
(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.
English (Slater)
βούλομαι
1 wish βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων[ fr. 118.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. βόλλ- Sapph.16.17, 22.19, Theoc.28.15; ép., jón. y arcad. βόλ- Il.11.319, Od.1.234, IG 12(8).358 (Tasos V a.C.), IG 12(9).189.31 (Eretria IV a.C.), IG 5(2).3.9, 6.24 (ambas Tegea IV a.C.); cret. βώλ- IRhod.Per.251.30 (V a.C.), ICr.4.165.8 (Gortina III a.C.), ICr.3.3.3C.16 (Hierapitna II a.C.); tes. βέλλ- IG 9(2).517.20 (Larisa III a.C.); beoc. βήλ- SIG 1185.18 (Tanagra III a.C.); βείλ- IG 7.3080.6 (Lebadea II a.C.); dór. δήλ- Theoc.5.27, Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.41.4, Ti.Locr.94d, Lindos 2.D66 (I a.C.), Plu.2.219d, TEracl.1.146, IIasos 82.46 (IV a.C.); locr. y délf. δείλ- IG 92(1).706A.12 (Eantea III a.C.), 718.3, IG 9(2).458.8 (Pelasgiótide III a.C.), GDI 2034.10 (Delfos II a.C.)
• Morfología: [jón. pres. ind. 2a sg. βούλεαι Od.18.364, Hdt.1.11, át. 2a plu. βόλεστε SIG 1259.5 (Atenas IV a.C.), opt. 3a plu. βουλοίατο Hdt.1.3; impf. 3a plu. ἐβουλέατο Hdt.1.4, 3.143 (cód.); fut. βουληθήσεται Aristid.Or.48.8 (cód.), Gal.13.636; aor. ind. 3a sg. ἐβολάσετυ IPamph.3.8 (IV a.C.), ἠβουλήθη Ael.VH 1.21, subj. βούλεται Il.1.67, opt. βουληθίης PAbinn.3.17 (IV d.C.), part. βολάμενοι UPZ 72.10 (II a.C.), βουλαμένῳ TAM 1.73.5, 7 (Ciana I d.C.); aum. ἠ- inscr. át. desde 300 a.C., frec. mss.y pap.]
I c. suj. de pers.
1 querer, desear
a) abs. op. πράσσειν Democr.B 68, a δύναμαι Democr.B 248, Gorg.B 8, a ἐπιθυμεῖν Pl.Prt.340a
•subst. ψιλῷ τῷ βούλεσθαι δημιουργεῖ crea con su sola voluntad de la voluntad divina en la Creación, Clem.Al.Prot.4;
b) c. ac. de abstr. y dat. de pers. Τρώεσσι ... βούλετο νίκην Il.7.21, o c. ac. sólo καί κε τὸ βουλοίμην Od.20.316, ὁπόσην ἂν βούληταί τις Sol.Lg.68, cf. Democr.B 277, δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται A.Pr.867, ἃ βούλομαι λέγω A.Pr.929, cf. E.Alc.281, Gorg.B 6, πάντα οὖν ὅσα ἠβουλήθη κατεπράξατο Ael.l.c., en part. ἄνδρες τὰ Συρακοσίων βουλόμενοι hombres partidarios de los siracusanos Th.6.50, τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος el pueblo que sustenta o sirve de apoyo a la constitución Arist.Pol.1309b17
•por atracción del antecedente implícito ἔτυχεν ὧν ἠβούλετο Antiph.19.6, ἐφ' οἷς ἠβούλοντο πρὸς τοὺς Μιλησίους διελύθησαν Plu.2.254f
•c. ac. e inf. δουλείαν δὲ αὐτοί τε ἐβούλοντο καὶ ἡμῖν τὸ αὐτὸ ἐπενεγκεῖν ellos no sólo querían la esclavitud sino además traérnosla Th.6.82;
c) c. inf. concert. Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il.11.79, βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ' ἡμέτερ' Od.15.88, φράσαι τι βούλομαι Ar.Pl.1090, πῶς γὰρ ἂν ... κακῶς ποιεῖν ἡμᾶς ἐβουλήθη; Is.1.11, ὄψεως τυχεῖ[ν] ἠβουλόμην Men.(?) en PKöln 203B.12, τοῖς τερατεύεσθαί τι πρὸς τοὺς πολλοὺς βουλομένοις a los que quieren causar asombro al vulgo Epicur.Ep.[3] 114, cf. Hes.Op.647, Antipho Soph.B 54, Plu.2.221b, Eu.Matt.11.27, Act.Ap.25.22, 2Ep.Petr.3.9, Aristid.Quint.21.10, Vett.Val.49.4
•a veces c. inf. fut. καί τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν βήσεσθαι Thgn.184, βουλόμενοι ἐξ αὐτέων παῖδας ἐκγενήσεσθαι Hdt.4.111, εἰ βουλοίμεθα ὄντως εὐδαιμονήσειν Iambl.Protr.16;
d) c. inf. no concert. βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων quieren los dioses que se recuerden sus preceptos, Od.4.353, οὗτος μόνος ἐβούλετο ἡμᾶς ἀκλήρους εἶναι Is.1.28, οὐ μόνον ἠβούλετο δι' αὑτοῦ γενέσθαι τὴν κλῆσιν Plb.2.50.7;
e) en interr., c. constr. de subj. βούλει λάβωμαι ... καὶ θίγω τί σου; ¿quieres que te coja y sostenga? S.Ph.761, βούλει ... φράσω; Ar.Eq.36, θῶμεν ... βούλει ... δύο εἴδη τῶν ὄντων ...; Pl.Phd.79a, cf. Phdr.228e, Eu.Io.18.39;
f) c. inf. sobreentendido καὶ εἰ μάλα (Ποσειδάων) βούλεται ἄλλῃ (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο Hdt.1.4, εἰ γὰρ βούλει, ὅταν ᾖ χείμων, ... ἐγχέας ὕδωρ Hp.Aër.8, βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a, cf. Democr.B 89, Ar.Ra.1279, Phld.Cont.fr.107.13, Ep.Iac.3.4, 1Ep.Cor.12.11, Ach.Tat.2.30.1.
2 usos esp.:
a) ὁ βουλόμενος el que quiera, cualquiera Sol.Lg.16, 23 d, Hdt.1.54, Th.1.26, Thrasym.B 1, Ar.Pl.918, D.21.45, Hld.10.25.1
•ὅστις βούλει el que quieras, cualquiera Pl.Grg.517b;
b) βουλομένῳ μοί ἐστι c. inf. expreso o sobreentendido quiero τῷ ... πλήθει τῶν Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφιστάσθαι la mayoría de los plateos no quería separarse de Atenas Th.2.3, εἰ σοὶ βουλομένῳ ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι si quieres responder Pl.Grg.448d, εἴ τινι βουλομένῳ Democr.B 173;
c) en forma perifrástica ἐν οἷς ἂν βουλομένοις αὐτοῖς γένηται τὰ δυνατά συμπράττειν les (recomendó) colaborar con ellos con todas sus fuerzas Hld.7.11.4, ὅ τι βουλομένοις ἐστὶν ἐκδιδασκώμεθα averigüemos lo que quieren Hld.9.5.10;
d) τὸ βουλόμενον la voluntad E.IA 1270, τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται ésta será la voluntad de los dioses E.IA 33, pero τὸ βουλόμενον sent. pas. lo querido Luc.Am.37, Plu.Art.28
•τί βουληθείς; ¿con qué intención? S.El.1100, mismo sent. τί ... βουλόμενοι; Pl.Phd.63a, D.18.172;
e) en la fórmula epistolar de saludo βουλομένων ... θεῶν si los dioses quieren, BGU 248.11 (I d.C.)
•expresar la última voluntad en un testamento ἔθετο ... βούλησιν ἔγ[γρα] φον ... β[ο] υλόμενος PLips.33.2.11 (IV d.C.), βούλομαι οὖν καὶ κελεύω por tanto dispongo y ordeno, PMasp.151.101 (VI d.C.).
3 op. θέλω o ἐθέλω consentir εἰ βούλει, σοὶ ἐγὼ ... ἐθέλω λόγον λέξαι Pl.Grg.522e, ἂν οἵ τε θεοὶ θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε D.2.20, cf. Pl.Alc.1.135d.
4 en cont. de compar. preferir c. ἤ: βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι prefiero que la hueste esté a salvo a que perezca, Il.1.117, cf. Od.3.232, Hdt.3.40, E.Andr.351
•c. un compar. βούλεσθαι γὰρ παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ τοῦ πατρὸς ἐστερῆσθαι Hdt.3.124, c. μᾶλλον ἤ S.Ai.1314, Democr.B 118, c. πολύ y ἤ Il.17.331, raro c. πολύ sin ἤ Il.1.112.
5 sent. erótico desear, querer c. ac. de pers. ἐκεῖνον καὶ τεθνηκότα βούλομαι X.Eph.3.6.3
•abs. y subst., de un mal deseo τοῦ βούλεσθαι ἀπολαύσατε gozasteis de vuestra lascivia Gr.Naz.M.36.468D.
II c. suj. no de pers.
1 exigir, requerir ὡς ὁ πάτριος Αἰθιόπων βούλεται νόμος como pide la ley ancestral de los etíopes Hld.9.1.4, cf. Iust.Nou.84.1.1, σύμφωνον βουλόμενον πρόσοδον ἀντὶ τοῦ ἀνναλίου πρεσβείου δοθῆναι Cod.Iust.1.3.45.13, cf. 1.3.52.5.
2 soler βούλεται ... ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι Arist.EN 1125b33, τὸ δ' ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἴ τις ἀγνοεῖ τὰ συμφέροντα Arist.EN 1110b30, τὸ γὰρ τοιοῦτον ἦθος αἰεὶ βούλεται διαφυλάττειν ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλις Plb.9.40.1.
III en cont. de lenguaje o escritura, indif. al suj. pers. o no
1 pretender, querer decir, significar ὅ μοι δοκεῖ βούλεσθαι Γλαύκων Pl.R.362e, ὃ μὲν οὖν βουλόμεθα λέγειν τὴν τάσιν lo que pretendemos indicar con grado Aristox.Harm.17.2, τί ... ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος ...; Pl.Tht.156c, cf. Ach.Tat.5.16.5, βούλεται ... διάνοιαν ἀπαρτίζειν τὰ κῶλα ταῦτα tales miembros señalan el fin de una frase Demetr.Eloc.2, τί βούλεται σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59, τί τοίνυν τὸν νόμον βούλονται; pues ¿qué entienden ellos por ley? Clem.Al.Strom.2.8.39, cf. 9.42, τί μὲν βούλεταί σοι ... τὸ παραπλέκειν ὄνομα Χαρικλείας; ¿qué pretendes con mezclar el nombre de Cariclea? Hld.10.31.2.
2 βούλεται εἶναι tiende a ser, es de hecho Pl.R.595c, ἡ ... τοῦ ὕδατος φύσις βούλεται ... εἶναι la condición natural del agua tiende a ser, es por naturaleza Arist.Sens.441a3, βούλεταί γ' ἤδε τοτ' εἶναι πόλις, ὅταν ... pero sólo entonces es realmente ciudad cuando ... Arist.Pol.1261b12. • DMic.: qe-ro-me-no (?).
• Etimología: De la raiz *gu̯el-/*gu̯ol- (cf. βάλλω) y un suf. -so- o -no-. El voc. o podría ser analóg. de un antiguo perf. *βέβολα (cf. προβέβουλα).
English (Abbott-Smith)
βούλομαι, [in LXX for חפץ, אבה, יעץ, etc.;]
to will, wish, desire, purpose, be minded, implying more strongly than θέλω (q.v.), the deliberate exercise of volition (v. Hort on Ja 1:18): c. inf. (M, Pr., 205; Bl., §69, 4), Mk 15:15, Ac 5:28, 33 12:4 15:37 17:20 18:15, 27 19:30 22:30 23:28 27:43 28:18, II Co 1:15, I Ti 6:9, He 6:17, II Jo 12, III Jo 10, Ju 5; c. acc.,II Co 1:17; c. acc. et inf., Phl 1:12, I Ti 2:8 5:14, Tit 3:8, II Pe 3:9; of the will making choice between alternatives, Mt 1:19 11:27, Lk 10:22, Ac 25:20, I Co 12:11, Ja 3:4 4:4; εἰ βούλει (cl., a courteous phrase = θέλεις, colloq.; Bl., §21, 8; LS, s.v.), Lk 22:42; c. subjc., adding force to a question of deliberation (Bl., §64, 6), Jo 18:39; βουληθείς, of set purpose (v. Hort, in l.), Ja 1:18; impf.,ἐβουλόμην (= cl. βουλοίμην ἄν; Bl., §63, 5; Lft., Phm. 13), Ac 25:22, Phm 13 (v. also Cremer, 143).†
English (Strong)
middle voice of a primary verb; to "will," i.e. (reflexively) be willing: be disposed, minded, intend, list, (be, of own) will (-ing). Compare θέλω.
English (Thayer)
2nd person singular βούλει βουλή, cf. Winer's Grammar, § 13,2a.; Buttmann, 42 (37)); imperfect ἐβουλόμην (Attic (cf. Veitch), yet commonly) ἠβουλομην); 1st aorist ἐβουλήθην (ἠβουλήθην (R G; but others ἐβουλήθην cf. (WH s Appendix, p. 162); Winer's Grammar, § 12, the passage cited; Buttmann, 33 (29)); the Sept. for אָבָה, חָפֵץ; (from Homer down); to will, wish; and
1. commonly, to will deliberately, have a purpose, be minded: followed by an infinitive, L WH Tr text for R G T ἐβουλεύοντο); L T Tr WH for R ἐβουλεύσατο); τούς βουλομένους namely, ἐπιδέχεσθαι τούς ἀδελφούς); βουληθείς ἀπεκύησεν ἡμᾶς of his own free will he brought us forth, with which will it ill accords to say, as some do, that they are tempted to sin by God). with an accusative of the object τοῦτο, L T Tr WH for R βουλευόμενος); followed by an accusative with an infinitive placet mihi: ἐνθυμεῖσθαι, L marginal reading); βούλεσθε, ὑμῖν ἀπολύσω; is it your will I should release unto you? (cf. Winer's Grammar, § 41a. 4b.; Buttmann, § 139,2), γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι I would have you know, know ye); to desire: followed by an infinitive, οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν); ἐβουλόμην (on this use of the imperfect see Buttmann, 217f (187f); (cf. Winer's Grammar, 283 (266); Lightfoot on βούλομαι and θέλω, see θέλω, at the end
Greek Monolingual
και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι)
1. θέλω, επιθυμώ
2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι
νεοελλ.
αποφασίζω
μσν.
(για διάταξη νόμου) καθορίζω
αρχ.
φρ.
1. «εἰ βούλει»
(ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς
2. «βουλομένῳ μοί ἔστιν» — είναι σύμφωνο με τη θέλησή μου
3. «τί βουλόμενος;» ἤ «τί βουληθείς;» — με σκοπό; για ποιαν αιτία;
4. «βούλεται εἶναι» — ισχυρίζεται, προσποιείται ότι είναι
5. «βούλομαι λαὸν σόον ἔμμεναι ἤ ἀπολέσθαι» — προτιμώ να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βούλομαι αποτελεί λ. ήδη ομηρική, εμφανίζει δε ενδιαφέρουσα ποικιλία παράλληλων διαλεκτικών τύπων: βόλομαι (ομηρ., αρκαδ., κυπρ., ερετρ.), βόλλομαι λεσβ., βώλομαι δωρ.
επίσης με άλλη μεταπτωτική βαθμίδα βέλλομαι (θεσσ.), βείλομη (βοιωτ.), βήλομαι δωρ., δείλομαι (λοκρ., δελφ.). Το ρ. βούλομαι με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (όπως πιστοποιείται και από την εναλλαγή β-:δ- στις διάφορες διαλέκτους) ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα gwel- «πέφτω, ρίχνω» gwol- (ετεροιωμένη βαθμίδα της gwel-), δηλ. ίδια ρίζα με εκείνη του βάλλω, απ' όπου πιστεύεται ότι προήλθε και η σημασία του βούλομαι με μια ιδιάζουσα σημασιολογική εξέλιξη, πιθ. «ρίχνομαι (νοητικά) σε κάτι» ή «ρίχνω, βάζω κάτι στο μυαλό κάποιου» (πρβλ. φρ. «βάλλεσθαι εν θυμώ», «... βάλλεσθαι μετά φρεσί»). Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, οι ανωτέρω ενεστωτικοί τύποι (πλην του βόλομαι) προήλθαν από τα βόλσομαι, βέλσομαι, δέλσομαι, που ξεκίνησαν πιθ. από την ευκτική ή υποτακτική (με βραχύ φωνήεν) ενός ένσιγμου μέσου αορίστου, απ' όπου προήλθε και ο ενεστώτας της οριστικής. Παράλληλα θεωρείται ότι υπήρξε κι ένας αρχικός αμετάβατος ενεργητικός παρακείμενος βέβολα με ενεστωτική, πιθ. επιτατική σημασία («αυτή είναι δική μου απόφαση»), του οποίου υπολείμματα διασώζονται στο ομηρ. προβέβουλα «προτιμώ», όπου το -ου- αναλογικά προς το βούλομαι. Στον παρακείμενο αυτόν θα πρέπει να οφείλεται και το -ο- (ετεροιωμένη βαθμίδα) του αοριστικού τ. βολσομαι έναντι του αρχικού -ε- (απαθής βαθμίδα) των βελσομαι, δελσομαι. Εξάλλου στην εξάπλωση του -ο- δυνατόν να συνετέλεσε και το ουσ. βουλή. Όσον αφορά στον πρωταρχικό θεματικό ενεστώτα βόλομαι προσέλαβε πιθ. τον φωνηεντισμό του (-ο-) αναλογικά προς το βέβολα, αν δεν πρόκειται για υποτακτική (με βραχύ φωνήεν) ενός αθέματου ριζικού αορίστου. Τέλος τα νεοελλ. βουλιέμαι, βουλιούμαι αποτελούν μεταπλασμένους τύπους του βούλομαι. Αξιοσημείωτο είναι ότι τόσο η σημασία όσο και η χρήση του βούλομαι βρίσκονται στενά συνυφασμένες με εκείνες του (ε) θέλω. Συγκεκριμένα στον Όμηρο το βούλομαι, που σημαίνει κυριολεκτικά «επιθυμώ, προτιμώ» (όπως το δηλώνει και η σύνταξή του με το ἡ ή ακόμη και το προβέβουλα), απαντά λιγότερο συχνά έναντι του εθέλω, που αποτελεί το σύνηθες ρήμα με τη σημασία «θέλω». Στην αττική πεζογραφία το βούλομαι «θέλω, επιθυμώ» υποκαθιστά το εθέλω, που απαντά με τη σημασία «είμαι διατεθειμένος για κάτι, δέχομαι». Το εθέλω, συχνότερο του βούλομαι στην Ιωνική απ' όσο στην Αττική, επιδίδει στην Κοινή και κυρίως στη δημώδη γλώσσα, για να αποβεί στη Νεοελληνική το συνηθέστερο σε χρήση ρήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. βουλή, βούληση (-ις)
(αρχ. -μσν.) βούλημα, βουλητός.
ΣΥΝΘ. αρχ. βουλόμαχος, συμβούλομαι.
Greek Monotonic
βούλομαι: Ιων. βʹ ενικ. βούλεαι, παρατ. ἐβουλόμην, Αττ. παρατ. ἠβουλόμην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. ἐβουλέατο, μέλ. βουλήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐβουλήθην, Αττ. Παθ. αόρ. αʹ ἠβ-, παρακ. βεβούλημαι,
I. αποθ., (είναι √ΒΟΛ, η οποία εμφανίζεται στο Επικ. βόλομαι, Λατ. volo, από όπου βουλή), επιθυμώ, εύχομαι, είμαι διατεθειμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνότερα με απαρ. ή με αιτ. και απαρ., στον ίδ. κ.λπ.· όταν το βούλομαι συνοδεύεται μόνο από αιτ., μπορεί να εννοηθεί και να προστεθεί ένα απαρ.· Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι (ή Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, επιθυμούσε νίκη για τους Τρώες), και τα δύο σε Ομήρ. Ιλ.
II. Αττ. χρήσεις·
1. βούλει ή βούλεσθε με υποτ.· προσθέτει έμφαση στην προσταγή· βούλει λάβωμαι, θέλεις να πιάσω, σε Σοφ.
2. εἰ βούλει, ευγενική έκφραση, όπως το Λατ. sis (si vis), αν ήθελες, σε παρακαλώ, στον ίδ.
3. ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ο πρώτος που προσφέρεται, που θέλησε, σε Ηρόδ., Αττ.
4. βουλομένῳ μοι ἐστι, Λατ. nobis volentibus est, με απαρ., είναι σύμφωνο με την επιθυμία μου να..., σε Θουκ.
5. εννοώ αυτό και αυτό· τί βούλεται εἶναι; Λατ. quid sibi vult haec res?σε Πλάτ.· από όπου, βούλεται εἶναι, προφασίζεται ή παριστάνει πως είναι, θα ήταν διατεθειμένος να είναι, στον ίδ.
III. ακολουθ. από το ἤ, προτιμώ· (αντί βούλομαι μᾶλλον, καθ' όσον κάθε επιθυμία περιλαμβάνει προτίμηση)· βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, θα προτιμούσα να διασώζονταν οι άνθρωποι παρά να πέθαιναν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βούλομαι: эп. тж. βόλομαι, эол. βόλλομαι (fut. βουλήσομαι, aor. ἐβουλήθην, pf. βεβούλημαι)
1) желать, хотеть (νίκην τινί Hom.; ποιεῖν τι Arst.): τὸ βουλόμενον Eur. желание; ὁ βουλόμενος Her., Plat., Arst., Dem., тж. ὃς (ὅστις) βούλει (βούλῃ) Plat. какой угодно, любой, первый встречный; εἰ δὲ βούλει Plat. если тебе (так) угодно; εἰ αὐτῷ γε σοὶ βουλομένῳ ἔστιν ἀποκρίνεσθαι Plat. если тебе самому угодно отвечать; τί βουλόμενος; Plat., Dem. и τί βουληθείς; Soph. с какой целью?, для чего?; β. εἴς τι Arph. хотеть идти куда-л.; β. λέγειν или εἶναι Plat. значить, означать, тж. стремиться или быть; ἡ τοῦ ὕδατος φύσις βούλεται ἄχυμος εἶναι Arst. вода сама по себе вкуса не имеет;
2) значить, означать (τί βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; Plat.): τί ἡμῖν βούλεται πρὸς τὰ πρότερα; Plat. какое это имеет для нас значение в связи с предыдущим?;
3) предпочитать (τινα ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι Hom.): ἄνδρες τὰ Συρακοσίων βουλόμενοι Thuc. люди, сочувствующие сиракузцам.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: want, wish (Il.).
Dialectal forms: Arc.-Cypr. Eretr. (also Hom., s. Chantr. Gramm. hom. 1, 311) βόλομαι, Lesb. βόλλομαι, Dor. (Cret.) βώλομαι; Thess. βέλλομαι, Boeot. βείλομη, Dor. (Heracl. etc.) δήλομαι, Locr. Delph. δείλομαι. - Other tempora are based on the present: βουλήσομαι, ἐβουλήθην, βεβούλημαι; to βέβουλα (Α 113) below.
Derivatives: βουλή will, decision, council (Il.); Dor. Arc. βωλά, Lesb. βόλλα. Denomin. βουλεύω (βωλ-, βολλ-εύω), -ομαι deliberate (Il.), with many deriv.: βούλευμα, βουλεία, βουλευτής, βουλευτήριον council-chamber.
Origin: IE [Indo-European] [472?] *gʷel- (*gʷelh₃-?) want, wish
Etymology: The verb is much discussed and there is no agreement on its history. The root must have been *gʷel-/gʷol-. - There may have been a perfect with present meaning *βέβολα, a trace of which could be προ-βέβουλα (Α 113) with newly introduced ου from βούλομαι. The o-vocalism and the β- may have been spread from the perfect. (There may also have been influence of βουλή, but this may itself have been derived from the present.) But it seems doubtful that the perfect alone is the source of all the o-vowels. - The central problem is the origin of the present. One has assumed an n- or an s-suffix; Ruijgh, Lingua 25 (1970) 315f. thinks only -λν- can explain the compensatory lengthening. S. Slings, Mnemosyne 28 (1975) 1-16. - Recently Peters, FS Risch 1986, 311, suggests a root in -h₃. This may help explain the o-vocalism. A nasal present *gʷl-n-h₃- would have given *βαλνο- [or βλανο-?] which was replaced by *βολν-. Pamphylian βΟλΕμενος would have βολε- < *βελο- < *gʷelh₃-. Many problems of detail remain. E.g. there is no evidence for βλω- and no basis for the introduction of the o-vocalism; in this view the e-vocalism is also problematic. - On the relation between βούλομαι, ἐθέλω and λῆν s. Braun Atti R. Ist. Veneto 98, 337ff.; Rödiger Glotta 8, 1ff.; Wifstrand Eranos 40, 16ff.
Middle Liddell
[The Root is !βολ, which appears in epic βόλομαι, Lat.volo: hence βουλή.]
Dep.
I. to will, wish, be willing, Hom., etc.:—mostly c. inf. or c. acc. et inf., Hom., etc.: when βούλομαι is foll. by acc. only, an inf. may be supplied, Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, or Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι, — both in Il.
II. attic usages:
1. βούλει or βούλεσθε foll. by subj., adds force to the demand, βούλει λάβωμαι would you have me take hold, Soph.
2. εἰ βούλει, a courteous phrase, like Lat. sis (si vis), if you please, Soph.
3. ὁ βουλόμενος, Lat. quivis, the first that offers, Hdt., attic
4. βουλομένωι μοί ἐστι, nobis volentibus est, c. inf., it is according to my wish that…, Thuc.
5. to mean so and so, τί βούλεται εἶναι; quid sibi vult haec res? Plat.:—hence, βούλεται εἶναι professes or pretends to be, would fain be, Thuc.
III. followed by ἤ, to prefer, for βούλομαι μᾶλλον, βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι I had rather the people were saved than lost, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούλομαι, ook ep. βόλομαι, Lesb. βόλλομαι, ep. Ion. praes. 2 sing. βούλεαι, conj. 2 sing. βούληαι, 3 plur. βουλοίατο, imperat. 2 sing. βούλεο, poët. imperf. βουλόμην, Ion. imperf. 3 plur. ἐβουλέατο; aor. ἐβουλήθην en ἠβουλήθην, imperat. 2 plur. βουλήθητε, ptc. βουληθείς; perf. βεβούλημαι; fut. βουλήσομαι
1. willen, wensen; met acc..; ἃ βούλομαι λέγω ik zeg wat mijn wens is Aeschl. PV 929; met acc. en dat..; Τρώεσσι... βούλετο νίκην hij wilde de overwinning voor de Trojanen Il. 7.21; met acc. en inf..; βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων de goden wilden dat (de mensen) hun opdrachten gedachtig zijn Od. 4.353; met inf..; ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι hij wilde roem schenken Od. 4.275; φράσαι τι βούλομαι ik wil iets zeggen Aristoph. Pl. 1090; uitdr.. εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι ik wil naar het badhuis Aristoph. Ran. 1279.
2. willen (zeggen), bedoelen, betekenen:. ὅ μοι δοκεῖ βούλεσθαι Γλαύκων wat Glauco mij lijkt te willen zeggen Plat. Resp. 362e; τί βούλεται εἶναι; wat is de bedoeling? Plat. Resp. 595c; τί... ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος wat wil dit verhaal ons te kennen geven? Plat. Tht. 156c.
3. prefereren, liever willen, verkiezen; met ἤ:; βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι ik wil liever dat mijn leger in leven blijft dan dat het verloren gaat Il. 1.117; zonder ἤ:; πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν ik wil veel liever haar in huis hebben Il. 1.112; versterkt met μᾶλλον:. οὐχὶ βούλομαι ἄλλῳ παρεῖναι μᾶλλον ἢ σῴζειν ἐμοί ik wil (de heerschappij) niet aan een ander overlaten liever dan haar voor mijzelf te behouden Eur. Phoen. 507; δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται hij zal een van tweeën kiezen Aeschl. PV 867.
4. idiom. gebruik, vooral in het Attisch
5. βούλει als inleiding van een verzoek, in comb. met conj. deliberat. wil je dat …; βούλει λάβωμαι; wil je dat ik (je) beetpak? Soph. Ph. 761; βούλει τὸ πρᾶγμα τοῖς θεαταῖσιν φράσω; wil je dat ik de zaak uiteenzet voor het publiek? Aristoph. Eq. 36; εἰ βούλει alsjeblieft:; ἀλλὰ, εἰ βούλει, μένε toe, blijf alsjeblieft Xen. An. 3.4.41; ὅστις βούλει iedere willekeurige, wie je maar wilt:. οἷα τούτων ὅστις βούλει εἴργασται (prestaties) zoals wie je maar wilt van hen volbracht heeft Plat. Grg. 517b.
6. ptc.:; τί βουληθεὶς πάρει; met welke bedoeling bent u hier? Soph. El. 1100; τί βουλόμενοι; waarom? Plat. Phaed. 63a; βουλομένῳ μοί ἐστιν (met inf.) het is οvereenkomstig mijn wens dat... Thuc. 2.3; αὐτῷ γε σοὶ βουλομένῳ ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι het is uw eigen wens antwoord te geven Plat. Grg. 448d; subst. ὁ βουλόμενος wie (maar) wil:; ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ vrijstaan aan wie wil Hdt. 1.54.2; τὸ βουλόμενον wens:. οὐδ’ ἐπὶ τὸ κείνου βουλόμενον ἐλήλυθα en evenmin ben ik aan zijn wens tegemoet gekomen Eur. IA 1270.
7. gewoon zijn, de neiging hebben:. βούλεται... ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι een kalm mens is gewoonlijk onverstoorbaar Aristot. EN 1125b33; ἡ φύσις βούλεται... τοῦτο ποιεῖν de natuur heeft de neiging dat tot stand te brengen Aristot. Pol. 1255b3; βούλεταί γ’ ἤδη τότε εἶναι πόλις, ὅταν... er is gewoonlijk dan pas sprake van een polis, wanneer... Aristot. Pol. 1261b12.
Frisk Etymology German
βούλομαι: {boúlomai}
Grammar: v.
Meaning: wollen, wünschen (ion. att. seit Il.).
Derivative: Dialektische Nebenformen: ark. kypr. eretr. (auch Hom., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 311) βόλομαι, lesb. βόλλομαι, dor. (kret.) βώλομαι; thess. βέλλομαι, böot. βείλομη, dor. (Herakl. usw.) δήλομαι, lokr. delph. δείλομαι. Die übrigen Tempusformen gehen alle vom Präsens aus: βουλήσομαι, ἐβουλήθην, βεβούλημαι; zu βέβουλα (Α 113) s. unten. — Davon als Nomina actionis: 1. βουλή Wille, Entschluß; Rat (seit Il.; zur Bed. Porzig Satzinhalte 229f.). Dialektale Nebenformen: dor. ark. βωλά, lesb. βόλλα. Abgeleitete Adj.: βουλαῖος ‘zur β. gehörig’ (att. usw.) nebst den seltenen und poetischen βουλήεις wohlberaten, klug (Sol.) und βούλιος ib. (A.). 2. βούλησις Wille, Absicht, Testament (att.). 3. βούλημα ib. (ion. att.) mit βουλημάτιον Testament (Pap.). — Von βουλή als Denominativum βουλεύω (βωλ-, βολλεύω), -ομαι ‘(sich) beraten, beschließen’ (seit Il.), oft präfigiert συμ-~, mit zahlreichen Ableitungen: 1. βούλευμα Beschluß, Plan (ion. att.) mit βουλευμάτιον (Ar.); 2. βούλευσις Beratung, Anschlag usw. als juristischer Terminus (att.); 3. βουλεία Ratsherrnwürde (Ar., X. usw.; vgl. πολιτεία u. a., Chantraine Formation 89); 4. βουλεῖον Rathaus (Chalkedon, Delphi; vgl. ἀρχεῖον usw.). 5. Nomen agentis βουλευτής Ratgeber (seit Il.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 186 m. A. 1), f. βουλευτίς (A. Fr.; Fraenkel 1, 164); dazu βουλευτικός beratend (att. usw.), auch βουλευτήριος ib. (A.; vgl. Schwyzer 467, Chantraine 43). Daneben 6. als unabhängiges Nomen loci: βουλευτήριον Rathaus, Ratssaal (ion. att.; Chantraine 63). — Βουλεύς Bein. d. Zeus (Mykonos), auch EN (Apollod.), von βουλή oder βουλεύω, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 98.
Etymology: Die obengenannten Präsensformen können alle, mit Ausnahme von βόλομαι, auf *βόλσομαι bzw. *βέλσομαι, *δέλσομαι zurückgeführt werden und stellen somit eigentlich einen kurzvokalischen Konjunktiv des σ-Aorists dar. Die voluntativ-prospektive Bedeutung des Verbs hat die konjunktivische Form hervorgerufen, die dann als Präsens Indikativ umgedeutet wurde (vgl. Wackernagel Syntax 1, 60) und zu dem Verbalnomen *βολσά (vgl. γονή, πνοή usw.) Anlaß gab. Neben diesem medialen Aorist stand anfänglich ein aktives intransitives Perfekt mit präsentischer, wahrscheinlich intensiver Bedeutung *βέβολα ‘es ist mein (fester) Entschluß’, von dem eine indirekte Spur in προβέβουλα ich ziehe vor (Α 113) mit neueingeführtem ου nach βούλομαι (anders Brugmann IF 32, 184) bewahrt sein mag. Zu bemerken auch pamph. βΟλΕμενος (Schwyzer 728 m. Lit.), das vielleicht als iterativ-intensiv aufgefaßt werden kann (zum Typus Schwyzer 719 β 1). — Vom Perfekt aus wurde dann der ο-Vokal (und das β-) sekundär auf den σ-Aorist *βόλσομαι für *βέλσ-, *δέλσομαι übertragen. Bei der Ausbreitung des o-Vokals kann auch das Substantiv βουλή mitgewirkt haben. Auch das primäre thematische Präsens βόλομαι scheint seinen Vokalismus auf ähnliche Weise erhalten zu haben. (Anders Specht KZ 59, 104: βόλομαι antevokalische Schwundstufe wie πολύς, πόλις.) Übrigens könnte βόλομαι (aus *βέλομαι) auch als kurzvokalischer Konjunktiv zu einem athematischen Wurzelaorist betrachtet werden. — Hoffmann Dial. 2, 312, Fick BB 6, 212, Meillet IF 5, 328, MSL 20, 130f., Kretschmer Glotta 3, 160ff. (wo ausführliche Behandlung). Anders über βουλή z. B. Porzig Satzinhalte 229f., Lejeune Traité de phonétique 132. Da durch den Wechsel β- ~ δ- labiovelarer Anlaut für βούλομαι gesichert ist, stellt es sich unschwer zu βάλλω mit einer Bedeutungsentwicklung "sich (im Geiste) auf etwas werfen", βάλλεσθαι ἐν θυμῳ̃, μετὰ φρεσί od. ähnl., s. Kretschmer a. a. O. Die starke Bedeutungsverschiebung hat früh zu einer durchgreifenden Umgestaltung des Formsystems geführt, bei der der strukturale Zusammenhang mit βάλλω verlorenging. — Über das Verhältnis zwischen βούλομαι, ἐθέλω und λῆν s. Braun Atti R. Ist. Veneto 98, 337ff., Rödiger Glotta 8, 1ff., Wifstrand Eranos 40, 16ff.
Page 1,258-259
Chinese
原文音譯:boÚlomai 布羅買
詞類次數:動詞(34)
原文字根:商議
字義溯源:願意*,意欲,定意,有意,傾向,隨著,為要,想要,要
同源字:1) (βουλευτής)諮詢者,議士 2) (βουλεύω)勸告 3) (βουλή)旨意 4) (βούλημα)決定 5) (βούλομαι)願意 6) (ἐπιβουλή)計謀 7) (παραβολεύομαι / παραβουλεύομαι)錯誤諮詢,不顧 8) (συμβουλεύω)一同勸告 9) (συμβούλιον)勸勉 10) (σύμβουλος)商議者
同義字:1) (βούλομαι)願意 2) (δέομαι)求,懇求 3) (ἐντυγχάνω)面求 4) (εὔχομαι)願,望 5) (θέλω)決定 6) (προσεύχομαι)向神祈求
出現次數:總共(35);太(2);可(1);路(2);約(1);徒(13);林前(1);林後(1);腓(1);提前(3);多(1);門(1);來(1);雅(3);彼後(1);約貳(1);約叄(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 願意(6) 太11:27; 路10:22; 徒18:15; 徒25:22; 來6:17; 約叄1:10;
2) 想要(5) 太1:19; 徒18:27; 徒19:30; 提前6:9; 雅4:4;
3) 我願(3) 提前2:8; 提前5:14; 猶1:5;
4) 有意(2) 徒15:37; 林後1:15;
5) 要(2) 徒23:28; 徒27:43;
6) 隨著(1) 雅3:4;
7) 定意(1) 雅1:18;
8) 本來有意(1) 門1:13;
9) 願(1) 彼後3:9;
10) 他⋯願意(1) 徒25:20;
11) 我⋯願意(1) 約貳1:12;
12) 我⋯願(1) 多3:8;
13) 為要(1) 可15:15;
14) 我願意(1) 腓1:12;
15) 我們願意(1) 徒17:20;
16) 你們要(1) 約18:39;
17) 意欲(1) 徒12:4;
18) 他為要(1) 徒22:30;
19) 你願意(1) 路22:42;
20) 意(1) 林前12:11;
21) 就願意(1) 徒28:18;
22) 想(1) 徒5:28