ὑποδέχομαι

From LSJ
Revision as of 18:37, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδέχομαι Medium diacritics: ὑποδέχομαι Low diacritics: υποδέχομαι Capitals: ΥΠΟΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypodéchomai Transliteration B: hypodechomai Transliteration C: ypodechomai Beta Code: u(pode/xomai

English (LSJ)

in Ion. and Dor. Prose ὑποδέκομαι Hdt. (v. infr.), IG42 (1).121.46 (Epid., iv B. C.): fut. A δέξομαι Od.16.70, Dor. -δεξοῦμαι SIG 558.22 (Ithaca, iii B. C.): aor. ὑποδεδεξάμην Il.6.136, rarely -εδέχθην E. Heracl.757 (lyr.; used in pass. sense by Poll.1.74, D.C.48.15, PLond. 5.1659.6 (iv A. D.), Sch.Il.14.323; ὑποδεχόμενος in pass. sense, D.C. 55.10, POxy.1894.14 (vi A. D.)): 3sg. Ep. aor. 2 or impf. ὑπέδεκτο Od.14.52,275, Hes.Th.513, Pi.P.9.9; 2pl. imper. ὑπόδεχθε cj. Bentl. in Call.Epigr.42; inf. ὑποδέχθαι Il.7.93; part. ὑποδέγμενος Od.13.310:—receive into one's house, welcome, ὁ δέ με (sc. Φοίνικα) πρόφρων ὑπέδεκτο Il.9.480; χαῖρε δ' Ὀδυσσεὺς ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο Od.14.52; τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις Il.18.59, Od.19.257; ξεῖνον . . ὑποδέξομαι οἴκῳ 16.70; Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ Il.6.136, cf. 18.398; Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα Hes. l. c.; οἰκίοισι ὑ. τινά Hdt.1.41; ὑπέδεκτο ξεῖνον ὀχέων received the stranger [as he lighted] from his chariot, Pi. l. c.; ὁ ὑποδεξάμενος the man who had received him, Isoc.9.20; ἱκέτας ὑ. E.Heracl.757 (lyr.), cf. Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene), Ep.Jac.2.25; φυγάδας Th.5.83, cf. PRev.Laws44.14 (iii B. C.); harbour a runaway slave, POxy.1643.12 (iii A. D.); [ξένον] ἀγοραῖς καὶ λιμέσι καὶ δημοσίοις οἰκοδομήμασιν ἔξω τῆς πόλεως Pl.Lg.952e, cf. 953b, 953d, OGI49.5 (Ptolemais, iii B. C.); ὑ. φρουράν admit an enemy's garrison, D.58.38, cf. 67, IG12.87.10, Arist.Pol.1303a36; λῃστάς, πειρατάς, harbour brigands, pirates, SIG38B21 (Teos, v B. C.), Supp.Epigr.3.378B11 (Delph., ii/i B. C.), cf. POxy.1408.23 (iii A. D.); γυναῖκάς τινι εἰς τὸ αὐτὸ φοιτώσας ὑποδέχεσθαι Plu.Per.32; αἱ Θίβρωνα ὑποδεξάμεναι πόλεις those who admitted him as a friend, X.HG4.8.21, cf. Th.3.111, 6.34: with a thing as subject, γαῖα . . ὑπέδεκτο μάντιν Οἰκλείδαν the earth opened up to receive the seer O., Pi.N.10.8; αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο σώμ [ατα δὲ χθών] IG12.945.6; τῆς τεκούσης καὶ θρεψάσης καὶ ὑποδεξαμένης [χώρας] Pl.Mx.237c. 2 entertain to a meal, θύων Διὶ Κτησίῳ κἀκεῖνον ὑποδεχόμενος Antipho 1.18, cf. IG4.679.15 (Hermione, iii/ii B. C.); ἵνα ἔχῃ ἡ στρατιὰ τὰ ἐπιτήδεια (πολλὴ γὰρ οὖσα οὐ πάσης ἔσται πόλεως ὑποδέξασθαι) Th.6.22; ὁ ὑποδεχόμενος = the host (at a dinner party), Epict.Fr.17; τὸ πλῆθος λαμπρῶς ὑπεδέξατο D.S. 17.115, cf. Plu.Alex.23. 3 give ear to, hearken to, εὐχάς Hes. Th.419; τοὺς λόγους Hdt.8.106; ὑ. διαβολάς give ear to accusations, Lys.25.11 codd. (leg. ἀπο-). 4 admit, allow a thing with which one is taxed, Hdt.4.167; οὐκ ὑ. refuse to admit, deny, Id.3.130, 6.69. II take up a burden, ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φορτίον τοῦτο X.Mem.2.2.5; of ships, take on board, τὰ εἴδη POxy.1412.10 (iii A. D.); of dolphins, Luc.DMar.8.1. 2 bear patiently, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od.13.310, 16.189; submit to, τὰς κατὰ νόμους παραγγελίας POxy.67.11 (iv A. D.); μέτρον, i. e. accept it as correct, ib. 157.5 (vi A. D.); τροφὴ θλίβουσα πᾶν τὸ δοκοῦν αὐτὴν ὑποδέχεσθαι Sor. 1.115. III undertake, promise, αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il.7.93, cf. Hdt.9.21, 22; ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο (sc. δώσειν) Od.2.387; ὑποδέκομαι (sc. ἐνιαυτοῦ ἀποθυσεῖν τὰ ἴατρα) IG42(1).121.46 (Epid., iv B. C.); c. inf. fut., h.Cer.443, Hdt.3.69, 4.119, 133, 6.11, 7.158, 8.29,102, Th.2.29 (inf. aor. is v.l. for fut. in Hdt.1.24, 6.2); c. inf. pres., Antipho 3.3.6 (s.v.l.); ὑ. τινὶ ἦ μὴν . . c. inf. fut., Th.8.81; Κορίνθιοι ὑπεδέξαντο τὴν τιμωρίαν undertook to champion their cause, Id.1.25; ὥσπερ ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε ib.71; ὑ. μεγάλα τινί make him great promises, Hdt.2.121. ζ; τὴν ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον Id.7.217; ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει Th.2.95; undertake to contribute, ὅσον ἂν ἕκαστος θέλῃ AJP56.362 (Colophon, iv B. C.); abs., ibid.; ὑπεδέξαντο εἰς τὰ τείχη ib.363; also τὰ ἐκφόρια ἅπερ ὑπεδέξω the rents which you undertook to collect, POxy.1134.7 (v A. D.). 2 accept as a responsibility, take in charge, as a nurse, h.Cer.226; of officials, shippers, farm bailiffs, etc., take over, receive as agent (cf. ὑποδέκτης) , τοὺς νεολέκτους . . ὑποδεξάμενοι κατὰ διαδοχὴν . . παραπέμψατε Wilcken Chr. 469.5 (iv A. D.); καταπιστεῦσαι Αὐρηλίῳ Πέτρῳ . . σιτομέτρῃ . . ὑποδέξασθαι τὸν δημόσιον σῖτον Sammelb.5273.4 (v A. D.), cf. Wilcken Chr.434.12 (iv A. D.), PLips.34v.7, 58.9, al. (iv A. D.), POxy.1899.16, 1982.17 (v A. D.), Cod.Just.1.5.18.11; τὴν ὑποδοχὴν πᾶσαν τοῦ μακαρίου Ἰούστου αὐτὸς ὑπόδεξαι POxy.1838.1 (vi A. D.); accept (as a liability) a dowry or donatio ante nuptias, Cod.Just.5.17.12, Just.Nov.22.19. IV receive in succession, take up, μέλος A.Supp.1022 (lyr.); περαιωθέντας . . λειμὼν ὑποδέχεται Luc.Luct.5, cf. VH2.44; τὴν εἰς τὸ στόμα φορὰν τῶν περιττωμάτων ὑποδέχεται στόμαχος Gal.6.421, cf. 432, 18(2).163,176,218; ὁ ὑποδεξάμενος the receiver of stolen goods, Cat.Cod.Astr.1.96. 2 intr., of a place, come next, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Hdt.7.176; of rank, come next in order, ὅταν πλείονες συνδειπνῶσι, . . μέσος ὁ κράτιστος (sc. κάθηται), ὁ δ' ὑποδεχόμενος παρ' αὐτόν Posidon. 15J. 3 intercept, ὁ μὲν . . ἐπόρουσεν, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπέδεκτο Hes. Sc.442; ἐν δυσχωρίᾳ [τοὺς πολεμίους] X.Cyr.1.6.35; of hunters, intercept beaten-up game, ib.2.4.20; catch, τὸ πήδημα τῆς σφαίρας Poll. 9.105; ὑπτίαις ταῖς χερσὶ [τὸ μῆλον] Philostr.Im.1.6; τὸ ἐνθεῦτέν μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι καὶ ὑπὸ δικαστήριον ἀγαγόντες Hdt.6.104; catch as in a trap, στυγερὸς δ' ὑπεδέξατο κοῖτος a hateful resting place receives (entraps) them, Od.22.470; ἔτιγάρ νύ με πῆμ' ὑπέδεκτο still more sorrow was in store for me, 14.275; ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται will be her lot, E.Heracl.624 (lyr.); ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος when a rush of water takes them by surprise, Pl.Lg.944b. 4 catch, collect a liquid, παιδίον θεασάμενος, ἐπειδὴ κατέαξε τὸ σκεῦος, τῷ κοίλῳ τοῦ ψωμίου τὴν φακῆν ὑποδεχόμενον D.L.6.37; of channels, receive, τὸ στόμα τῶν μητρέων οὐχ ὑποδέχεται τὸν γόνον Hp.Aër.31; τὴν ἐσομένην τῶν ὑδάτων εἴσροιαν POxy.1409.19 (iii A. D.); κατεφίλει καὶ ὑπεδέχετο τὰ δάκρυα X.Eph.1.9; ποταμὸς πάσας ὑποδεχόμενος τὰς ἀνθρωπείας λύμας Plb.5.59.11, cf. Gp.12.2.4, al.; ἀγγεῖον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ v.l. in Hero Spir.1.24, cf. 30.

German (Pape)

[Seite 1214] (s. δέχομαι), in ion. Prosa ὑποδέκομαι, 1) aufnehmen; bes. gastlich aufnehmen, empfangen; ὁ δέ με πρόφρων ὑπέδεκτο Il. 9, 480, u. öfter; ὑπέδεξο Od. 14, 54; τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι Il. 18, 59; auch πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ, Od. 16, 70; Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ δειδιότα Il. 6, 136; ὑπέδεκτο μάντιν Pind. N. 10, 8; ξεῖνον P. 9, 9; Hes. Th. 513; ὑπόδεχθε Callim. 4 (XII, 29); οἰκίοισι (σέ) ὑποδεξάμενος ἔχω Her. 1, 41, vgl. 44; u. Sp., wie Pol. 22, 26, 7. – Auch einen Gesandten od. Schutzsuchenden annehmen, Isocr. 4, 63 Thuc. 5, 83; auch ἱκέτας ὑποδεχθείς, = ὑποδεξάμενος, Eur. Heracl. 757; ὃν ἀγοραῖς καὶ λιμέσι ὑποδέχεσθαι χρὴ τοὺς ἄρχοντας Plat. Legg. XII, 952 c; πολίτας καὶ ξένους ὑποδέξασθαι Men. 91 a, u. öfter; – Gehör geben, εὐχάς, die Gebete erhören, Hes. Th. 419; auch τὰς κατὰ τούτων διαβολάς, Lys. 25, 11; – den Feind in der Stadt aufnehmen, Dem. 1, 5; einen Verbannten, 50, 49. – Übertr., πῆμα ὑπέδεκτό με, Leid nahm mich auf, Od. 14, 275; στυγερὸς κοῖτος ὑπεδέξατό τινα 22, 470; ὑποδέξασθε δ' ὀπαδοὶ μέλος Aesch. Suppl. 1001, das Lied nehmet auf, um es fortzusetzen; ὡς ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται Eur. Heracl. 624. – 2) übernehmen, versprechen; δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il. 7, 93; ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο Od. 2, 387; so oft Her., μεγάλα ὑποδεκόμε νον ἐλθόντι 2, 121, 6, πάντα τὰ ὑπεδέξατο τῷ πατρί 3, 69, Δαρεῖος ὑποδεξάμενος ἐπετέλεε 3, 138; mit folgdm inf. fut., H. h. Cer. 443. 460; ὑπεδέκετο ταῦτα ποιήσειν Her. 8, 102, u. öfter; auch ὑμῖν ἐγὼ ὑποδέκομαι οὐ συμμίξειν τοὺς πολεμίους, 6, 11; auch πεντήκοντα τάλαντα ὑποδέδεκτο, sc. δώσειν αὐτῷ, 5, 51; ein Werk, eine Arbeit unternehmen, 9, 21. 22; selten c. inf. praes., ὃς ὑπεδέχετο τοῖς ἀκοντίζουσι τὰ ἀκόντια ἀναιρεῖσθαι, Antiph. 3 γ 6; ὥςπερ ὑπεδέξω, wie du dich anheischig gemacht hast, Plat. Εryx. 396 e. – Dah. auch auf sich nehmen, ertragen, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od. 13, 310. 16, 189. – 3) annehmen, genehmigen, billigen, bejahen; ἐπυνθάνετο, τίς εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας, οἱ δὲ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑποδεκέατο Her. 4, 167, sie nahmen es auf sich, gestanden, daß sie es gewesen seien; εἰρώτα τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο· ὁ δ' οὐκ ὑπεδέκετο 3, 130, was 6, 69 dem ἀρνεῖσθαι entspricht; ἀσμένως τοὺς λόγους 8, 106, die Bedingungen gern annehmen. – 4) aufnehmen, den Angriff des Feindes aushalten, Stand halten; Hes. Sc. 442; Her. 6, 104; Thuc. u. Xen. öfter; ähnl. χειμώνων ἐν τόποις ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. Legg. XII, 944 b; Xen. Cyr. 1, 6, 35; auch vom Jäger, das aufgejagte Wild auffangen, 2, 4, 20. – 5) vom Weibe, empfangen, schwanger werden, Xen. Mem. 2, 2, 5. – 6) dem Range nach folgen, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; – auch von unmittelbarer Aufeinanderfolge in örtlicher Beziehung, an einander gränzen, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Her. 7, 176.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποδέξομαι, ao. ὑπεδεξάμην, rar. ὑπεδέχθην;
I. recevoir sous son toit, d'où
1 accueillir, recevoir, protéger, acc.; particul. recevoir dans sa maison, dans sa ville ou son pays, accorder l'hospitalité à, acc. ; abs. ὁ ὑποδεξάμενος ISOCR celui qui a recueilli un fugitif ; fig. πῆμα ὑπ. τινα OD la douleur atteint qqn ; abs. στυγερὸς ὑπεδέξατο κοῖτος OD une triste couche les reçut;
2 avec idée d’hostilité accueillir ou recevoir (l'ennemi), soutenir une attaque, un choc (de l'ennemi) ; supporter, subir : βίας OD des violences;
3 accepter, agréer, acc. ; particul. se déclarer partisan de ; οὐχ ὑπ. HDT dire non, nier;
II. recevoir dans son sein, concevoir, acc.;
III. suivre immédiatement, venir après ; avec idée de lieu être contigu, confiner : τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται HDT la mer succède à la partie du pays situé vers l'Orient, càd borne le pays du côté de l'Orient;
IV. prendre sur soi, d'où
1 se charger de, entreprendre;
2 promettre, faire une promesse : τινι à qqn ; τι promettre qch.
Étymologie: ὑπό, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέχομαι: ион. ὑποδέκομαι (aor. ὑπεδεξάμην и ὑπεδέχθην)
1 принимать: ὑ. κόλπῳ Hom. принимать в свое лоно; ὑποσχὼν τὴν χεῖρα ὑπεδέξατο (τὴν Ἀνδρομέδαν) Luc. протянув руку, (Персей) помог сойти Андромеде; ὑ. τινα ὀχέων Pind. помогать кому-л. сойти с колесницы;
2 принимать у себя (ἰκέτας Eur.; φυγάδας Thuc.): ὑ. τινα οἰκίοισι Her. принимать кого-л. в своем доме; ἡ τεκοῦσα, θρέψασα καὶ ὑποδεξαμένη χώρα Plat. родившая, вскормившая и упокоившая в своих недрах страна; ὁ ὑποδεξάμενος Isocr. предоставивший убежище, гостеприимный хозяин;
3 внимательно выслушивать, с готовностью принимать, внимать (ὑποδέξασθαι εὐχάς Hes.): ὑ τὰς διαβολάς Lys. давать веру клевете; ὑ. ἀσμένως τοὺς λόγους Her. охотно принимать предложения;
4 признавать(ся), соглашаться: οἱ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑποδεκέατο πάντες Her. все баркейцы признались (в убийстве Аркесилая); (τὸν Δημοκήδεα) εἰρώτα ὁ Δαρεῖος, τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο ὁ δ᾽ οὐκ ὑπεδέκετο Her. Дарий спросил Демокеда, знаком ли он с (врачебным) искусством; но он ответил отрицательно;
5 хватать, ловить, тж. подхватывать (μέλος Aesch.): τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑ. Xen. перехватывать вспугнутых зверей; ὑποδέξασθαι ἐν δυσχωρίαις τοὺς πολεμίους Xen. захватить противников в неудобной (для них) местности; ὑποδέξασθαι καὶ ὑπὸ δικαστήριον ἀγαγεῖν τινα Her. схватить и повести в суд кого-л.; ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. когда их захлестнет огромный поток воды; πῆμα ὑπέδεκτό με Hom. несчастье постигло меня; οὐδ᾽ ἀκλεής νιν δόξα ὑποδέξεται Eur. и не постигнет его бесславие;
6 переносить, терпеть: βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Hom. терпя насилия от людей;
7 принимать на себя, изъявлять готовность, обещать: ἤτεε νῆα ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο Hom. она просила (дать) корабль, и он ей охотно обещал; μεγάλα ὑ. τινι Her. обещать кому-л. щедрое вознаграждение; ὥσπερ ὑπεδέξω Plat. как ты (сам) вызвался;
8 непосредственно следовать, граничить: τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται Her. с восточной стороны находится море;
9 зачать (ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέχομαι: ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ δέκομαι· μέλλ. δέξομαι· ἀόρ. -εδεξάμην, σπανίως -εδέχθην, Εὐρ. Ἡρακλ. 757, (ὁ παθ. οὗτος ἀόρ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 74, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 323)· γ΄ Ἐπικ. ἀορ. β΄ ὑπέδεκτο, Ὅμ., Ἡσίοδ., Πίνδ.: β΄ πληθ. προστ. ὑπόδεχθε Ἀνθολ.: ἀπαρ. ὑποδέχθαι Ὅμ. Ἰλ. Η. 93, μετοχ. ὑποδέγμενος Ὀδ. Ν. 310, Π. 189· ἀποθ. Δέχομαι ὑποκάτω, (ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν), Θέτις δ’ ὑπεδέξατο κόλπῳ Ἰλ. Ζ. 136, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 8. 1., 14. 1. 2) ὡς καὶ νῦν, δέχομαι τινα εἰς τὴν οἰκίαν μου, δέχομαι καὶ ξενίζω, ὁ δέ με πρόφρων ὑπέδεκτο Ἰλ. 480 χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο Ὀδ. Ξ. 52· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι Τ. 257· ξεῖνον... ὑποδέξομαι οἴκῳ Π. 70· Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα Ἡσ. Θεογ. 513· οἰκίοισι ὑπ. τινα Ἡρόδ. 1. 41, 44· ὑπέδεκτο ξεῖνον ὀχέων, ἐδέξατο τὸν ξένον [καταβάντα] ἐκ τοῦ ἅρματος, Πινδ. Π. 9. 17, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 600· θύων Διὶ κτησίῳ κἀκεῖνον ὑποδεχόμενος Ἀντιφῶν 113. 22· ὁ ὑποδεξάμενος, ὁ ξενίσας, Ἰσοκρ. 192Ε· ― ὡσαύτως, ὑπ. ἱκέτας Εὐρ. Ἡρακλ. 757· φυγάδας Θουκ. 5. 83, κλπ.· τοὺς ἄρχοντας ἀγοραῖς καὶ λιμέσι Πλάτ. Νόμ. 952Ε, ὑπ. φρουράν, παραδέχομαι τὴν φρουρὰν τῶν πολεμίων, Δημ. 1334. 21, πρβλ. 1343. 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 12· ― ὑπ. γυναῖκά τινι Πλουτ. Περικλ. 32· ― ὡσαύτως, πόλις ὑπ. τινα, παραδέχεταί τινα ὡς φίλον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21. 3) δίδω ἀκρόασιν ἢ προσοχὴν εἴς τι, δέχομαι, ᾧ πρόφρων γε θεὰ ὑποδέχεται εὐχὰς Ἡσ. Θεογ. 419· τοὺς λόγους Ἡρόδ. 8. 106· ὑπ. διαβολάς, δίδω ἀκρόασιν εἰς διαβολάς, Λυσί. 172. 11· θύος ὑπ., παραδέχομαι, Ἀνθ. Παλατ. 8. 33. 4) ἀναλαμβάνω τὴν φροντίδα τινὸς ὡς τροφὸς αὐτοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 226, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 237C. 5) μεταφορ., ἔτι γάρ νύ με πῆμ’ ὑπέδεκτο, θλῖψις, δυστυχία ὑπῆρξεν ἡ ξενίσασά με, Ὀδ. Ξ. 275· στυγερὸς δ’ ὑπεδέξατο κοῖτος, μισητὴ καλιὰ ὑπεδέξατο αὐτά, ἐπὶ πτηνῶν ἐν παγίδι συλληφθέντων Χ. 470· γαῖα ὑπέδεκτο αὐτόν, δηλ. ὁ τάφος, Πινδ. Ν. 10. 14· ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται, θὰ προσμένῃ αὐτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. 624. ΙΙ. ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι ἔργον τι, ὑπισχνοῦμαι, αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ’ ὑποδέχθαι Ἰλ. Η. 93, Ἡρόδ. 9. 21, 22· ὁ δὲ πρόφρων ὑπέδεκτο (ἐξυπ. δώσειν) Ὀδ. Β. 387 μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 443, Ἡρόδ. 3. 69 4. 119, 133., 6. 11, κλπ.· σπανιώτερον μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Ἡρόδ. 1. 24., 6. 2· ἢ ἐνεστ., Ἀντιφῶν 123. 7· ὑπ. τινι ἦν μήν..., μετὰ μέλλ., Θουκ. 8. 81· ὑπ. μεγάλα τινί, δίδω μεγάλας ὑποσχέσεις εἴς τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 6. 2) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω τι τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ ἐπιβάλλεται, ὁ αὐτ. 4. 167, κλπ.· οὐκ ὑπ., ἀρνοῦμαι νὰ παραδεχθῶ, ἀρνοῦμαι, ὁ αὐτ. 3. 130., 6. 69. ΙΙΙ. ὑποκύπτω, ὑποφέρω μεθ’ ὑπομονῆς, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Ὀδ. Ν. 130., Π. 189. IV. περιμένω τινά, ἀναμένω τὴν ἐπίθεσίν τινος ἕτοιμος νὰ τὸν ἀντικρούσω, Λατ. excipere, ὁ μέν... ἐπόρουσεν, ὁ δ’ ἐμμαπέως ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 442· ἐν δυσχωρίαις τοὺς πολεμίους ὑπ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 35 ― ὡσαύτως ἐπὶ θηρευτῶν, ἐνεδρεύω τὸ θήραμα, αὐτόθι 2. 4, 20· καὶ μεταφορ., μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι ἐδίωξαν τυραννίδος Ἡρόδ. 6. 104· ὑποδεξαμένης αὐτοῖς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Πλάτ. Νόμ. 944Β. 2) ἀναλαμβάνω κατὰ διαδοχήν, ὡς ὁ ἀοιδὸς ἀναδέχεται τὸ ᾆσμα ὅταν ὁ πρὸ αὐτοῦ παύσηται ᾄδων, ὑποδέξασθαι δ’ ὀπαδοὶ μέλος· αἶνος δὲ πόλιν τάνδε Πελασγῶν ἐχέτω Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. 3) ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. excipere, φιλοξενῶ, ἑστιῶ, ὁ δ’ ὑποδεχόμενος (κάθηται) παρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν κράτιστον) Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Β· ― οὕτως ἐπὶ διαδοχῆς ἐν σχέσει πρὸς τόπον ἢ θέσιν, ἔρχομαι ἀμέσως μετά τινα ἄλλον, διαδέχομαι, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Ἡρόδ. 7. 176. V. ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, γόνον Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 520.

English (Autenrieth)

fut. ὑποδέξομαι, aor. 1 ὑπεδέξατο, aor. 2 ὑπέδεξο, -έδεκτο, inf. ὑποδέχθαι, part. ὑποδέγμενος: receive, especially of friendly, hospitable welcome, πρόφρων, οἴκῳ, Od. 16.70; also with a thing as subject, κοῖτος, πῆμα, Od. 14.275; βίᾶς, receive silently, submit to, endure, Od. 13.310; undertake, promise, Il. 7.93, Od. 2.387.

English (Strong)

from ὑπό and δέχομαι; to admit under one's roof, i.e. entertain hospitably: receive.

English (Thayer)

(see ὑπό, III:1): 1st aorist ὑπεδεξαμην; perfect ὑποδεδεγμαι; from Homer down; to receive as a guest: τινα, εἰς τόν οἶκον, δέχομαι, at the end.)

Greek Monolingual

ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α
1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα του εργοστασίου» β. «ἀγγεῖον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων)
2. δέχομαι με ευχαρίστηση, καλωσορίζω κάποιον (α. «μέ υποδέχθηκε με ευγένεια» β. «χαῑρε δ' Ὀδυσσεὺς ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με ταφή) ανοίγω για να δεχθώ, για να σκεπάσω (α. «η πατρική του γη θα τον υποδεχθεί» β. «αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώματα δὲ χθών», επιγρ.)
νεοελλ.
προϋπαντώ, καλωσορίζω τιμητικά («οι αρχές τον υποδέχθηκαν στην είσοδο της πόλης»)
μσν.
1. παίρνω προίκα ή προγαμιαία δωρεά
2. (ως απρόσ.) ὑποδέχεται
είναι παραδεκτό, είναι αποδεκτό
μσν.-αρχ.
1. (για γυναίκα) συλλαμβάνω, πιάνω παιδί
2. (σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία) δέχομαι, παίρνω με τον πρέποντα σεβασμό και στην καθορισμένη στάση («ὡς μέλλων βασιλέα ὑποδέχεσθαι, μετὰ πολλοῦ φόβου τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑποδέχου», Ιωάνν. Χρυσ.)
(αρχ)
1. προσφέρω άσυλο σε δούλο ή σε φυγάδα
2. δέχομαι κάποιον σε γεύμα, φιλοξενώ («τὸ πλῆθος λαμπρῶς ὑπεδέξατο», Διόδ.)
3. παραδέχομαι, αποδέχομαι
4. δέχομαι, σηκώνω φορτίο («ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φορτίο τοῦτο», Ξεν.)
5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία («βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
6. αναλαμβάνω δέσμευση, υπόσχομαιὥσπερ ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε», Θουκ.)
7. (για τροφούς, αξιωματούχους, εμπόρους) αναλαμβάνω την ευθύνη για κάτι
8. δέχομαι με τη σειρά μου, μετά από άλλον («τὴν εἰς τὸ στόμα φορὰν τῶν περιττωμάτων δέχεται στόμαχος», Γαλ.)
9. περιμένω την επίθεση κάποιου, είμαι έτοιμος να τον αντικρούσω («ὁ μὲν... ἐπόρουσεν, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπέδεκτο», Ησίοδ.)
10. ενεδρεύω, περιμένω να πέσει στην ενέδρα μου κάποιος
11. αρχίζω να τραγουδώ στο σημείο που σταμάτησε ο προηγούμενος («ὑποδέξασθαι δ' ὀπαδοὶ μέλος, αἶνος δὲ πόλιν τόνδε Πελασγῶν ἐχέτω», Αισχύλ.)
12. διαδέχομαι, βρίσκομαι δίπλα από κάτι άλλο («τὸ πρὸς τὴν ἠῶ... θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα», Ηρόδ.)
13. (το αρσ. της μτχ. ενεστ.) ὁ ὑποδεχόμενος·ο οικοδεσπότης, αυτός που προσφέρει το γεύμα
14. (το αρσ. της μτχ. αορ.) ὁ ὑποδεξάμενος
ο κλεπταποδόχος
15. φρ. α) «ὑποδέχομαι φρουράν» — δέχομαι φιλικά στρατιωτική μονάδα εχθρικής πόλης (Δημοσθ.)
β) «ὑποδέχομαι λῃστάς [ή πειρατάς]» — προσφέρω κρησφύγετο, καταφύγιο σε ληστές επιγρ.
γ) «πόλις ὑποδέχεταί τινα»
(για πόλη) δέχομαι κάποιον ως φίλο, χωρίς να προβάλω αντίσταση (Ξεν.)
δ) «ὑποδέχομαι λόγους [ή εὐχάς]» — εισακούω
στ) «ὑποδέχομαι μέτρον» — δέχομαι, αναγνωρίζω ένα μέτρο ως γνήσιο πάπ.
ζ) «ὑποδέχομαι μεγάλα τινί» — δίνω μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον (Ηρόδ.)
η) «οὐκ ὑποδέχομαι» — αρνούμαι να παραδεχθώ (Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ὑποδέχομαι: Ιων. -δέκομαι· μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ -εδεξάμην και σε Παθ. τύπο -εδέχθην· γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ὑπέδεκτο, βʹ πληθ. προστ. ὑπόδεχθε, απαρ. ὑποδέχθαι, μτχ. ὑποδέγμενος· αποθ.,
1. δέχομαι κάτω από την επιφάνεια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, δέχομαι και φιλοξενώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ ὑποδεξάμενος, αυτός που φιλοξενεί κάποιον, οικοδεσπότης, σε Ισοκρ.
3. δίνω ακρόαση σε, δίνω προσοχή σε, εὐχάς, σε Ησίοδ.· τοὺς λόγους, σε Ηρόδ.
4. αναλαμβάνω τη φροντίδα κάποιου ως τροφός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
5. μεταφ., πῆμα ὑπέδεκτό με, θλίψη, δυστυχία ήταν αυτή που με φιλοξένησε, υποδέχτηκε, σε Ομήρ. Οδ.· στυγερὸς ὑπεδέξατο κοῖτος, μισητή φωλιά τα υποδέχθηκε, λέγεται για παγιδευμένα πτηνά, στο ίδ.
II. παίρνω πάνω μου, αναλαμβάνω ένα έργο, υπόσχομαι, σε Όμηρ.· με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανιώτερα με απαρ. αόρ., στον ίδ.· ὑποδέχομαι μεγάλα τινί, δίνω μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον, στον ίδ.
2. παραδέχομαι, επιτρέπω κάτι που μου επιβάλλεται, στον ίδ.· οὐκ ὑποδέχομαι, αρνούμαι να παραδεχθώ, αρνούμαι, στον ίδ.
III. υποκύπτω σε, υποχωρώ σε, υποφέρω με υπομονή, σε Ομήρ. Οδ.
IV. όπως το Λατ. excipere,
1. περιμένω κάποιον, αναμένω επίθεση κάποιου έτοιμοςς να τον αποκρούσω, σε Ησίοδ., Ξεν.· λέγεται για κυνηγούς, ενεδρεύω για θήραμα, σε Ξεν.
2. αναλαμβάνω κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.
V. λέγεται για γυναίκα, συλλαμβάνω, μένω έγκυος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ionic -δέκομαι fut. -δέξομαι aor.1 -εδεξάμην and in pass. form -εδέχθην 3rd sg. epic aor2 ὑπέδεκτο 2nd pl. imperat. ὑπόδεχθε inf. ὑποδέχθαι part ὑποδέγμενος
Dep.
I. to receive beneath the surface, Il.
2. to receive into one's house, receive hospitably, Hom., etc.; ὁ ὑποδεξάμενος one's host, Isocr.
3. to give ear to, hearken to, εὐχάς Hes.; τοὺς λόγους Hdt.
4. to take in charge as a nurse, Hhymn., Plat.
5. metaph., πῆμα ὑπέδεκτό με sorrow was my host, Od.; στυγερὸς ὑπεδέξατο κοῖτος a hateful nest awaited them, of ensnared birds, Od.
II. to take upon oneself, undertake a task, promise, Hom.; with inf. fut., Hdt., etc.; less often with inf. aor., Hdt.; ὑπ. μεγάλα τινί to make him great promises, Hdt.
2. to admit, allow a charge, Hdt.; οὐκ ὑπ. to refuse to admit, deny, Hdt.
III. to submit to, bear patiently, Od.
IV. like Lat. excipere,
1. to wait for, abide the attack of, Hes., Xen.:—of hunters, to lie in wait for game, Xen.
2. to come next to, border upon, Hdt.
V. of a woman, to conceive, Xen.

Chinese

原文音譯:Øpodšcomai 虛坡-得何買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在下-領受
字義溯源:被接受在屋內,接,接待,接待客人,收留,歡迎,款待;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(δέχομαι)*=領受)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(4);路(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編
1) 接待(2) 路19:6; 雅2:25;
2) 收留(1) 徒17:7;
3) 接(1) 路10:38