ἐκλείπω
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
A leave out, pass over, πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων A.Pers.513; ἐ. ὄχλον λόγων Id.Pr. 827, cf. D.25.47; ἐκλείπω Ἄνδρον leave out, pass over Andros, Hdt.4.33; ἐ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Th.7.48; τὴν στρατιάν X.HG5.2.22; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Pl.Smp.188e:—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, A.Eu.97.
2 forsake, desert, abandon, τὰς πατρίδας, τὴν ξυμμαχίην, etc., Hdt.1.169,6.13, etc.; θήρας μόχθον E.Hipp.52; τὸ ξυνώμοτον Th.2.74; τὸν ὅρκον E.IT750; abandon, quit, τὴν τάξιν Hdt.8.24, al.; τὴν χώρην Id.4.105,118,al.; τὸν πλοῦν S.Ph. 911, cf. 58; give up, τὴν τυραννίδα Hdt.6.123; τὰ ὑπάρχοντα Th.1.144; θρήνους E.Ph.1635; v. infr.II.2.
3 freq.in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα abandon the city and go to the heights, Hdt.6.100, cf.8.50, X.An.7.4.2; ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα E.Andr.1040 (lyr.).
4 εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.7.83.
5 fail one, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, cf. Pl.Lg.657d.
II intr., of the Sun or Moon, suffer eclipse, Th.2.28; in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37; ἐ. τὰς ὁδούς Ar.Nu. 584.
2 die, οἱ ἐκλιπόντες the deceased, Pl.Lg.856e; τῶν ἄλλων ἐκλελοιπότων Is.11.10, etc.; of trees, BGU1120.33 (i B.C.); more freq. in full, ἐ. βίον S.El.1131; ὑφ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών (= ἀποθανών) Antipho 1.21; so ἐ. φάος E.Ion1186, etc.
3 faint, Hp.Prorrh.1.71.
4 generally, leave off, cease, τῇ μοι [ὁ λόγος] ἐξέλιπε Hdt.7.239; ἐ. πυρετός Hp.Aph.4.56, cf. Th.3.87; ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, i.e. it is day, S.El.19; ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος ib.985, cf. 1149; [αἱ ἐργασίαι] ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20: c. part., leave off doing, Pl.Mx.234b, cf. 249b: c. gen., θεραπείας Plu.Marc.17.
5 fail, be wanting, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν E.HF230, cf. Pl.R.485d; τῶν ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων D.S.16.75; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε Luc.Nigr.35; περὶ ὧν ἐ. [ὁ νόμος] Arist.Pol.1286a37: Gramm., of words in a sentence, A.D.Synt.11.17; of grammatical forms, ib. 168.21.
6 remain, be left, LXX 4 Ki.7.13.
7 depart, A.Pers. 128 (lyr.), Th.219.
8 ἐκλείπων σφυγμός = remittent pulse, Gal. 9.66.
Spanish (DGE)
• Grafía: pap. frec. graf. ἐγλ-
A tr., gener. c. suj. de pers.
1 dejar, dejar atrás, abandonar c. ac. de pers. o lugares habitados τὴν χώρην πᾶσαν Hdt.4.105, cf. 118, προδούς μ' ... κἀκλιπών S.Ph.911, τὸ ναυτικὸν στράτευμ' Ἀχαιῶν S.Ph.58, τὰς πατρίδας Hdt.1.169, cf. Plb.4.64.4, c. εἰς o πρός y ac. ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης abandonar la ciudad para ir a los altos de Eubea Hdt.6.100, cf. 8.50, ἄλοχοι δ' ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορ' E.Andr.1040
•abs. abandonar el lugar λεὼς ... ἐκλέλοιπεν A.Pers.128, οἱ δ' ἐκλιπόντες ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη X.An.7.4.2, θεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος es fama que los dioses de una ciudad tomada (la) abandonan A.Th.219, κατά περ οἱ ἐκλιπόντες al igual que los emigrados Hdt.1.169
•c. ac. de cosas y abstr. καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐκλιπόντες abandonando incluso sus bienes Th.1.144, esp. ref. la vida βίον S.El.1131, Antipho 1.21, Arist.Pr.871b18, Plb.5.28.9, ἥλιον CIRB 115 (Panticapeo V a.C.), φάος E.Io 1186, cf. IUrb.Rom.1238 (imper.), τὸ ζῆν LXX 3Ma.2.23
•c. suj. personif. o un abstr. abandonar, faltar, fallar ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη S.El.19, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37, cf. Ar.Nu.584, ἀλλά με γῆρυς ἐκλείπει Thgn.942, ἦ σ' ἄφαρ ἐκλείψουσι περιπλομένοιο χρόνοιο (estas vilezas) pronto te abandonarán con el transcurso del tiempo Emp.B 110.8, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, τὸ παρ' ἡμῖν ἡμᾶς ἐλαφρὸν ἐκλείπει Pl.Lg.657d
•dejar a un lado, pasar de largo Ἄνδρον Hdt.4.33.
2 dejar, renunciar c. ac. abstr. θήρας μόχθον E.Hipp.52, ἐκλιποῦσα ... θρήνους ... κόμιζε σαυτήν déjate de trenos ... y vete E.Ph.1635, frec. ref. a deberes y compromisos ἐξέλιπον ... τὴν τυραννίδα Hdt.6.123, τὴν ... συμμαχίην Hdt.6.13, τὰς ... γραφάς D.25.47, en el contrato de una nodriza μὴ ἐγλ[ι] βῖν τὴν τροφήαν (sic) BGU 1058.36.
•de juramentos faltar a ἐκλιπόντων δὲ τῶνδε ... τὸ ξυνώμοτον Th.2.74, cf. E.IT 750.
3 c. ref. a una totalidad no alcanzada no completar, dejar incompleto εἴ τις αὐτῶν ἐξέλειπε τὸν ἀριθμόν Hdt.7.83, ὁτιοῦν ... τῆς νῦν παρασκευῆς Th.7.48, fig. ἣν ... ἐξέλιπεν πῦρ que había dejado (sin quemar) el fuego Orph.L.131.
4 ref. a actos de habla dejarse, omitir πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων κακῶν A.Pers.513, cf. Pr.827, εἴ τι ἐξέλιπον Pl.Smp.188e, c. suj. de abstr. ἃ ἐκλείπει ... ἁ γεωμετρία lo que no trata la geometría Archyt.B 4.
B intr.
I c. idea de mov.
1 indicando el término de un proceso acabar, cesar, extinguirse c. suj. de concr. φᾶ ... οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν afirmaba ... que su estirpe nunca se extinguiría Pi.O.6.51, μὴ ἐκλείποντος τοῦ πυρετοῦ Hp.Aph.4.56, ἡ νόσος ... ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν Th.3.87, ἐργασίαις ... αἳ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20, ἐκλείπει ὁ γόνος τῶν μελιττῶν περὶ τῶν τετταράκονθ' ἡμέρας Arist.HA 625b28, tb. de abstr. ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος S.El.985, νῦν δ' ἐκλέλοιπε ταῦτ' ... θανόντι σὺν σοί S.El.1149
•en v. med. mismo sent. ὄνειδος ἐν φθιτοῖσιν οὐκ ἐκλείπεται A.Eu.97
•de un discurso interrumpirse ἄνειμι δὲ ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι ... ἐξέλιπε Hdt.7.239
•de plantas marchitarse ἀντὶ τῶν ἐγλειπόντων ἕτερα ἀντικαταφυτεύειν BGU 1120.33 (I a.C.)
•de una fuente agotarse Plu.Marc.17
•de una lámpara apagarse τινὰ λύχνον ἐκλελοιπότα ... ἀναλάμψαι πάλιν ἐποίησεν Gr.Nyss.Bas.115.21
•c. part. cesar, dejar de ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ὑμῶν ἡ οἰκία ... παρεχομένη Pl.Mx.234b, τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει Pl.Mx.249b
•desfallecer ὁ μέγας Δαβίδ ... ἐκλείπων ὑπὸ τῆς τῶν μειζόνων ἐπιθυμίας (el gran David) desfalleciendo bajo la ambición de cosas mas importantes Gr.Nyss.Beat.108.8, cf. 11, ἐν ἐκλελοιπότι ... τῷ σώματι con el cuerpo desfallecido Gr.Nyss.Ep.1.25.
2 abs. morir, expirar ἔνθα καὶ Χάρης ... νοσηλευόμενος ἐκλείπει I.BI 4.68, μικροῦ δεῖν ἐξέλιπεν le faltó poco para morir I.AI 2.184, πᾶν τὸ πλῆθος Ισραηλ τὸ ἐκλεῖπον LXX 4Re.7.13, en part. subst. οἱ ἐκλιπόντες los difuntos Pl.Lg.856e, οἱ ἐκλελοιπότες Is.11.10
•desaparecer de pers. ἐκλειπόντων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τῆς γῆς Gr.Nyss.M.44.224B.
3 de cuerpos celestes eclipsarse ὁ ἥλιος ἐξέλιπε Th.2.28, cf. Sch.Od. en POxy.3710.2.38, ἣν οὔθ ἥλιος ἐκλιπὼν ... ἐπισκιάσει (una verdad) que ni un eclipse de sol podrá oscurecer Ph.2.177, τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος Eu.Luc.23.45, ἡ σελήνη ... οὐκ ἐκλείψει LXX Is.60.20, cf. Ib.31.26, ἀστέρες ἐκλείποντες τοῦ οὐρανοῦ Artem.2.36
•quedar desierto, ser abandonado (κῶμαι) PThmouis 1.76.17 (II d.C.).
II sin idea de mov.
1 faltar ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν E.HF 230, ἐκλείπει τις τῶν φυλάκων Aen.Tact.26.14, ἡμῖν ... τὸ ἐφόδιον ἐγλέλοιπεν PSI 495.17 (III a.C.), τροφά BGU 1058.36 (I a.C.)
•medic., ref. al pulso ὁ ἐκλείπων deficiente Gal.8.524, 9.66, cf. Ps.Sor.Quaest.182
•gram., en perf. ser defectivo de la conjugación ἐνίων δὲ συζυγίαι τινὲς ἐκλελοίπασιν S.E.M.1.238.
2 jur. renunciar, part. ἐκλιπών como trad. de lat. deficiens, que renuncia a un legado, Iust.Nou.1.1.
German (Pape)
[Seite 766] 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης Thuc. 5, 42; θεραπείας σώματος, τὸ βοηθεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; θρήνους Eur. Phoen. 1629; θήρας μόχθον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken geraten, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκλείψω, ao.2 ἐξέλιπον, etc.
I. délaisser :
1 quitter, abandonner : τινά qqn ; πόλιν THC, τὴν Βοιωτίαν THC, τὰ ὑπάρχοντα THC une ville, la Béotie, ce qu'on possède ; τὸν βίον SOPH quitter la vie ; abs. déserter : στρατείαν XÉN abandonner une expédition, y renoncer ; ὅρκον EUR, ξυνώμοτον THC violer un serment, une convention jurée;
2 laisser de côté omettre : Ἄνδρον HDT passer sans entrer à Andros ; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς THC omettre quoi que ce soit des préparatifs ; ὄχλον λόγων ESCHL omettre une foule de paroles;
II. intr. manquer, cesser, disparaître : διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα XÉN parce que la neige avait disparu ; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε LUC la voix manqua ; νόσος ἐκλιποῦσα οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν THC maladie qui n'avait jamais cessé absolument ; en parl. de pers. mourir ; s'éclipser en parl. du soleil, de la lune ; ἐκλ. τινός renoncer à qch ou cesser de faire qch.
Étymologie: ἐκ, λείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλείπω: (aor. 2 ἐξέλιπον)
1 оставлять, уходить, покидать (τὴν Βοιωτίαν Thuc.): τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν Xen. они переселились из города в укрепленное место; ἐ. τὸν βίον Soph., Arst., Plut., φάος Eur. и τὸ ζῆν Polyb., Plut. покидать жизнь, умирать; ἐκλιπεῖν τὸν ἀριθμόν Her. выбыть из числа, не хватать;
2 покидать, бросать (τινά Soph.): ἐ. στρατείαν Xen. уклоняться от участия в походе;
3 дезертировать (οἱ ἐκλιπόντες ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη Xen.);
4 лишаться, утрачивать (τὴν τυραννίδα Her.);
5 не исполнять, нарушать (ὃρκον Eur.; ξυνώμοτον Thuc.): ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης Thuc. невыполненные пункты договора;
6 проходить мимо, миновать (Ἄνδρον Her.);
7 оставлять в стороне, обходить, пренебрегать: ὄχλον τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων Aesch. я умолчу о множестве обстоятельств; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. если я что-л. упустил, твое дело дополнишь (меня); θεραπείας σώματος ἐκλιπεῖν Plut. пренебречь заботами о теле; τὸ βοηθεῖν ἐκλιπεῖν Plut. не оказать поддержки;
8 оставлять, прекращать (θρήνους Eur.; γραφάς Dem.): θήρας μόχθον ἐκλελοιπώς Eur. прервав утомительную охоту; ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται Aesch. упрекам нет конца;
9 прекращаться, кончаться: ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη (= νύξ) Soph. ночь прошла; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα Xen. так как снег сошел; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε (v.l. ἐξέλειπε) Luc. голос пропал; ἐπειδὴ ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys. после того, как предлоги у вас истощились: ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου, τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε Her. я возвращусь к той части рассказа, которая раньше прервалась; τοὔνομα τῆς Ταρπηΐας ἐξέλιπε Plut. имя Тарпеи было забыто;
10 умирать: οἱ ἐκλιπόντες или ἐκλελοιπότες Plat. умершие;
11 подвергаться затмению (ὁ ἥλιος ἐξέλιπε Thuc., Plut.; ἡ σελήνη ἐκλείπει Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλείπω: παραλείπω, ἀφίνω, πολλά δ’ ἐκλείπω λέγων Αἰσχύλ. Πέρσ. 513· ἐκλ. ὄχλον λόγων ὁ αὐτ. Πρ. 827, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 52, Δημ. 784. 17· ἐκλ. Ἄνδρον, παρέρχομαι τὴν Ἄνδρον, Ἡρόδ. 4. 33· ἐκλ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Θουκ. 7. 48· τὴν στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 22· εἴτε ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Πλάτ. Συμπ. 188Ε. - Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δὲν λείπει τοῦ νὰ παρουσιασθῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 27. 2) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, τὴν πατρίδα, τὴν ξυμμαχίην, κτλ., Ἡρόδ. 1. 169, 6. 13, κτλ· τὸ ξυνώμοτον Θουκ. 2. 72· τὸν ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 750· - καταλείπω καὶ φεύγω, τὴν τάξιν Ἡρόδ. 8. 24, κ. ἀλλ.· τὴν χώρην ὁ αὐτ. 4. 105, 118, κ. ἀλλ.· ἕδρας Αἰσχύλ. Θήβ. 218, πρβλ. Πέρσ. 128· ἀνὴρ ὅδ’..., προδούς μ’ ἔοικε κἀκλιπὼν τὸν πλοῦν στελεῖν Σοφ. Φ. 911, πρβλ. 58· - παραιτοῦμαι, ἐξέλιπον οἱ Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 6. 123· τὰ ὑπάρχοντα Θουκ. 1. 144· θρήνους Εὐρ. Φοίν. 1635· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) συχν. ἐν ἐλλειπτ. φράσεσιν, ὡς, ἐκλείπειν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐγκαταλείπειν τὴν πόλιν καὶ καταφεύγειν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 100, πρβλ 8. 50, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 4· οὕτως, ἐκ δ’ ἔλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα Εὐρ. Ἀνδρ. 1040. 4) εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμὸν ἢ θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσω (ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἀθανάτων), ἄν τις ἤθελεν ἀφήσει τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐλλιπῆ, κτλ., Ἡρόδ. 7. 83. 5) ἐξαντλοῦμαι, «τελειώνω», ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Λυσ. 113. 391, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 657D. II. ἀμεταβ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὑφίσταμαι ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· - πλῆρες, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Ἡρόδ. 7. 37· ἐκλ. τὰς ὁδοὺς Ἀριστοφ. Νεφ. 584· πρβλ. ἔκλειψις. 2) ἀποθνήσκω, ὡς τὸ Λατ. decedere, οἱ ἐκλελοιπότες, οἱ ἀποθανόντες, Πλάτ. Νόμ. 856Ε, Ἰσαῖ. 84. 26· - ἀλλὰ συνηθέστερον πλῆρες, ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον Σοφ. Ἠλ. 1131· ὑφ’ ὧν ἥκιστα, ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπὼν (= ἀποθανὼν) Ἀντιφῶν 113. 38· οὕτως, ἐκλ. φάος Εὐρ. Ἴων 1186, κτλ. 3) λιποθυμῶ, Ἱππ. Προρρ. 72. 4) καθόλου, τελειώνω, παύομαι, παρέρχομαι, «σταματῶ», τῇ μοι ὁ λόγος ἐξέλιπε Ἡρόδ. 7. 239· ἐκλείπει πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. Θουκ. 3. 87· ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, παρῆλθεν, ὅ ἐ. εἶναι ἡμέρα πλέον, Σοφ. Ἠλ. 19· ὥστε μὴ ’κλιπεῖν κλέος αὐτόθι 985, πρβλ. 1149· ἐνίοτε ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, παύομαι ποιῶν τι, Πλάτ. Μενέξ. 234Β, πρβλ. 249Β· μετὰ γεν., θεραπείας Πλουτ. Μάρκελλ. 17. 5) δὲν ὑπάρχω, λείπω, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 230· τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος (ἡδονὰς) ἐκλείποιεν Πλάτ. Πολ. 485D· περί τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 9, κτλ.
English (Slater)
ἐκλείπω intrans., fail φᾶ οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν (O. 6.51)
English (Strong)
from ἐκ and λείπω; to omit, i.e. (by implication) cease (die): fail.
English (Thayer)
future ἐκλείψω; 2nd aorist ἐξέλιπον;
1. transitive,
a. to leave out, omit, pass by.
b. to leave, quit (a place): τό ζῆν, τόν βίον, to die, Sophocles Electr. 1131; Polybius 2,41, 2, others; Dionysius Halicarnassus 1,24; Luc. Macrobius, 12; Alciphron 3,28.
2. intransitive, to fail; i. e. to leave off, cease, stop: τά ἔτη, Psalm 101: (cii.) 28 (where for תָּמַם); ἡ πίστις, ἐκλίπῃ (L text T Tr WH), Sept. as Thucydides down, it is used of the failing or eclipse of the light of the sun and the moon: τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος (WH ἐκλειποντος), the sun having failed (or failing), Tdf.; on this (without doubt the true) reading (see especially WH s Appendix, at the passage, and) cf., besides Tdf. s note, Keim, iii. 440 (English translation, 6:173) (to expire, die; so according to R G L marginal reading ἐκλίπητε in Sept. for גָּוַע, מוּת, Plato, legg. 6,759e.; 9,856e.; Xenophon, Cyril
Greek Monolingual
(AM ἐκλείπω)
1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» — ο νεκρός
β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)
2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῖρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)
3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη
μσν.
κατακρατώ
αρχ.
1. παραλείπω, αποσιωπώ
2. εγκαταλείπω
3. αφήνω κάτι ατέλειωτο
4. απομακρύνομαι, φεύγω
5. (για τόπο κατά τη διάρκεια ταξιδιού) προσπερνώ, δεν σταματώ
6. λιποθυμώ
7. (για τον σφυγμό) διαλείπω.
Greek Monotonic
ἐκλείπω: μέλ. -ψω,
I. 1. αφήνω, παραλείπω, παρασιωπώ, αφήνω κατά μέρος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δεν παραλείπει να εμφανιστεί, σε Αισχύλ.
2. εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, παραμελώ, παρατώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
3. σε ελλειπτικές φράσεις, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα, εγκαταλείπω την πόλη και καταφεύγω στα ορεινά, σε Ηρόδ.· εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (λέγεται για το περσικό στρατιωτικό σώμα των «αθανάτων»), εάν κάποιος ήθελε να αφήσει τον αριθμό ασυμπλήρωτο, ημιτελή, στον ίδ.
II. αμτβ.,
1. λέγεται για τον ήλιο ή τη σελήνη, υφίσταμαι έκλειψη ή συσκότιση, σε Θουκ.· ολόκληρο, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἔκλειψις.
2. πεθαίνω, οἱ ἐκλελοιπότες, οι ἐκλιπόντες, οι πεθαμένοι, σε Πλάτ.· ολόκληρο, ἐκλ. βίον, σε Σοφ.
3. γενικά, αφήνω, εγκαταλείπω, παύω, σταματώ, διακόπτω, τελειώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. αποτυγχάνω, είμαι ανεπαρκής, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to leave out, omit, pass over, Hdt., Aesch., etc.:—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, Aesch.
2. to forsake, desert, abandon, Hdt., Aesch., etc.
3. in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα to abandon the city and go to the heights, Hdt.; εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.
II. intr., of the sun or moon, to suffer an eclipse, Thuc.;—in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.; cf. ἔκλειψις.
2. to die, οἱ ἐκλελοιπότες the deceased, Plat.; in full, ἐκλ. βίον Soph.
3. generally, to leave off, cease, stop, Hdt., etc.
4. to fail, be wanting, Eur.
Chinese
原文音譯:™kle⋯pw 誒克-累坡
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-缺乏 相當於: (חָדַל) (חָרֵב) (כָּלָה) (מוּשׁ)
字義溯源:略去,消失,失去,終止,死亡,無用,窮盡;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(λείπω)*=缺少,留下)組成
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 你⋯失去(1) 路22:32;
2) 窮盡(1) 來1:12;
3) 錢財無用(1) 路16:9
English (Woodhouse)
fail, quit, be deficient, be eclipsed, be wanting, depart from life, fall short, give out, leave out, with non-personal subject
Lexicon Thucydideum
relinquere, deserere, excedere, to leave behind, abandon, depart, 1.18.2, 1.58.2, 1.58.21.74.2. 1.89.2 [ubi nonnulli codd. where several manuscripts ἐπιλιπόντων]. 1.91.5. 1.113.3, 1.144.4, [vulgo commonly ἐκλείπ.]. 2.25.5, 4.57.1, 4.91.1, 4.114.1, 4.116.2, 5.4.3. 5.80.1, 5.80.3. 6.2.6, 6.82.4. 6.100.2, 7.60.2, 8.4.1,
Transl. translate non servare, not to keep, 2.64.3, 5.42.2,
remittere, relaxare, to slacken, relax, 7.48.5,
Absolute, absolutely abesse, deesse, to be away, be lacking, 3.87.1 (de pestilentia concerning the plague),
deficere, deliquium pati, to fail, collapse, 2.28.1, 7.50.4.
Translations
abandon
Albanian: braktis; Arabic: تَرَكَ, يترك; Egyptian Arabic: يهجر, يسيب; Armenian: լքել; Aromanian: pãrnãsescu; Azerbaijani: tərk etmək, atmaq; Bengali: পরিত্যাগ করা, ছেড়ে চলে যাওয়া; Bulgarian: напускам, изоставям; Catalan: abandonar; Cherokee: ᏗᏲᎯᏗ; Chinese Mandarin: 遺棄, 遗弃; Czech: opustit; Danish: forlade, efterlade; Dutch: achterlaten, in de steek laten, verzaken, verlaten, begeven; Esperanto: forlasi, postlasi; Finnish: jättää heitteille, hylätä; French: abandonner; German: aufgeben, zurücklassen, aussetzen; Gothic: 𐌱𐌹𐌻𐌴𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω; Ancient Greek: καταλείπω; Haitian Creole: abandone, vire do bay, kite, dezète; Hindi: छोड़ देना, परित्यागना, त्याग देना; Icelandic: yfirgefa; Interlingua: abandonar, deserer; Irish: tréig, fág; Old Irish: do·beir druimm fri; Italian: abbandonare; Japanese: 放置する, 見捨てる; Kabuverdianu: bandona, bandoná, bandonâ; Khmer: ឈ្លាក, បោះបង់ចោល, ចោល; Korean: 방치(放置)하다, 기치(棄置)하다, 버리다, 떠나다; Latin: relinquo, desero; Manx: treig, faag, cur seose; Maori: whakamahue; Marathi: त्यागणे, सोडून देणे, परित्याग करणे; Nahuatl: itopanecauiloc; Norwegian Bokmål: forlate; Occitan: abandonar; Pennsylvania German: verlosse; Persian: به حال خود رها کردن, ترک کردن; Polish: opuszczać, opuścić; Portuguese: abandonar; Romanian: părăsi, abandona; Russian: оставлять, оставить, покидать, покинуть, бросать, бросить; Sanskrit: त्यजति; Scottish Gaelic: dìobair, trèig, fàg; Serbo-Croatian: napustiti; Slovak: opúšťať, opustiť; Slovene: zapustiti; Spanish: abandonar; Swedish: gå ifrån, lämna, överge; Tagalog: pabayaan, iwanan; Tocharian B: ār-, ārsk-; Tok Pisin: lusim; Turkish: terk etmek, koyup gitmek; Vietnamese: bộm, từ bỏ, bỏ rơi, ruồng bỏ; Welsh: gadael; Yiddish: אַװעקװאַרפֿן
die
Abkhaz: аҧсра; Afrikaans: doodgaan, sterf, sterwe; Ainu: ライ, イサㇺ; Aklanon: matay; Albanian: vdes; Amharic: መሞት; Andi: вучӏиду; Arabic: مَاتَ, تُوُفِّيَ; Egyptian Arabic: مات; Moroccan Arabic: مات; Assyrian Neo-Aramaic: ܡܵܝܹܬ; Armenian: մեռնել, մահանալ; Aromanian: mor, moru; Ashkun: mře; Assamese: মৰ, ঢুকা; Asturian: morrer; Atong: thyi; Avar: хвезе; Azerbaijani: ölmək, dünyanı dəyişmək, keçinmək, rəhmətə getmək; Bahnar: lôch; Bakhtiari: مردن; Bashkir: үлеү; Belarusian: паміраць, памерці, гі́нуць, згі́нуць; Bengali: মরা; Borôro: bi; Breton: mervel; Bulgarian: умирам, умра, издъ́хвам, издъ́хна; Burmese: သေ, ဆုံး, ကွယ်လွန်; Buryat: үхэхэ; Catalan: morir; Cebuano: matay; Chamorro: måtai; Chechen: делла, са дала; Chepang: सीसा; Cherokee: ᎠᏲᎱᏍᎦ, ᎦᎵᏬᎦ; Chichewa: -fa; Chinese Cantonese: 死, 過身, 过身, 瓜, 釘, 歸西, 归西; Dungan: сы; Mandarin: 死, 亡, 去世, 往生; Chuukese: mano; Czech: umírat, umřít; Dalmatian: morer; Danish: dø, udånde, gå bort, gå al kødets gang, sove ind, stille træskoene, kradse af, omkomme, afgå ved døden, krepere; Dolgan: өл; Drung: shi; Dutch: creperen, de pijp uitgaan, doodgaan, expireren, heengaan, het loodje leggen, het tijdelijke met het eeuwige verwisselen, inslapen, ontslapen, overlijden, sterven, verrekken, verscheiden, wijken; Dzongkha: ཤི; English: be called home, be done for, be kaput, be no more, bite the big one, bite the biscuit, bite the dust, breathe one's last, buy it, buy the farm, cark it, cash in, cash in one's chips, check out, conk out, croak, cross the Great Divide, cross the Styx, decease, depart, depart this life, die, disincarnate, draw one's last breath, exit, expire, flatline, forfare, give one's all, give up the ghost, go for a burton, go gentle into that good night, go the way of all flesh, go the way of the dinosaurs, go the way of the dodo, go to glory, go to one's reward, hand in one's dinner pail, hop the twig, join the choir invisible, keel over, kick the bucket, knock off, lose one's life, lose the number of one's mess, meet one's doom, meet one's end, meet one's maker, pass, pass away, pass in one's marble, pass on, pass over, pass the river, pay the debt of nature, peg out, perish, pop off, pop one's clogs, shuffle off this mortal coil, slip away, snuff it, succumb, take a dirt nap, turn up one's toes, yield up the ghost; Esperanto: morti; Estonian: surema, koolema, kõngema, kärvama, hinge heitma, langema, lahkuma; Evenki: буми; Faroese: doyggja, andast; Finnish: kuolla, delata, heittää henkensä, kupsahtaa, kaatua, menehtyä, saada surmansa, edesmennä, nukkua pois, depata, vaihtaa hiippakuntaa, heittää lusikka nurkkaan, mennä manan majoille, siirtyä ajasta ikuisuuteen, heittää veivinsä, potkaista tyhjää, oikaista koipensa; French: aller à sa dernière demeure, avaler sa chique, avaler son bulletin de naissance, avaler son extrait de naissance, avoir fait son temps, cabancher, calancher, camarder, canner, casser sa pipe, cesser d'être, claboter, clamecer, clamser, clapser, claquer, crever, décéder, défuncter, défunquer, défunter, disparaître, être rappelé à Dieu, expirer, fermer les yeux, fermer les yeux à la lumière, finir, lever les fourches, lever les pattes, monter au ciel, mourir, partir, partir aux fleurs, passer de vie à trépas, passer l'arme à gauche, payer sa dette à la nature, perdre la vie, périr, rendre l'âme, rendre le dernier soupir, rendre son âme à Dieu, se consumer, s'endormir du sommeil de la tombe, s'éteindre, succomber, tirer sa révérence, tourner de l'œil, trépasser; Friulian: murî; Galician: morrer; Ge'ez: ሞተ; Georgian: იღუპება, სიკვდილი, გარდაცვალება, დაღუპვა; German: abberufen werden, abfahren, Abgang machen, abkratzen, ableben, abnibbeln, abnippeln, abscheiden, abschnappen, abschrammen, absterben, abstinken, abtanzen, abtreten, Arsch zukneifen, aufhören zu leben, auflösen, aufs Totenbrett kommen, Augen für immer schließen, aus dem Leben scheiden, aus der Welt gehen, aus der Welt scheiden, ausgeschissen haben, bei Petrus anklopfen, dahinfahren, dahingehen, dahingerafft werden, dahinscheiden, dahinsterben, das Leben verlieren, das Zeitliche segnen, davongehen, dem Schöpfer gegenübertreten, den Arsch zukneifen, den Geist aufgeben, den Geist aushauchen, den Holzpyjama anziehen, den Jordan runter gehen, den letzten Schnaufer machen, den letzten Schnaufer tun, den Löffel abgeben, den Schöpfer treffen, den Tod finden, den Weg allen Fleisches gehen, den Weg alles Irdischen gehen, die Augen für immer schließen, die Augen zumachen, die ewige Ruhe finden, die Grätsche machen, die Hufe hochreißen, die Patschen strecken, die Reihen lichten sich, dran glauben, draufgehen, ein Bankerl reissen, ein Zimmer im Würmerhotel mieten, einen Abgang machen, einen Flachmann bauen, einen kalten Arsch kriegen, eingehen, einschlafen, einschlummern, entschlafen, entschlummern, erblassen, erbleichen, erlöschen, fallen, fortsterben, für immer von jemandem gehen, gehen, heimgehen, himmeln, hingehen, hinraffen, hinscheiden, hinsterben, hinübergehen, hinüberschlafen, hinüberschlummern, hinweggerafft werden, hopsgehen, in die ewigen Jagdgründe eingehen, in die Ewigkeit abberufen werden, in die Grube fahren, in die Grube fallen, in die Grube gehen, in zur Grube fahren, ins Auwerderland gehen müssen, ins Grab sinken, ins Grab steigen, ins Gras beißen, jemandem schnappt das Arschloch zu, kapores gehen, krepieren, letzte Fahrt antreten, letzten Atemzug tun, letztes Stündlein hat geschlagen, Löffel abgeben, mit dem Tod abgehen, Reihen lichten sich, sanft entschlafen, scheiden, schlägt die Stunde, schwinden, sein Dasein vollenden, sein Leben aushauchen, sein Leben beschließen, sein Leben geben, sein Leben lassen, sein Leben verlieren, sein Leben vollenden, seine letzte Fahrt antreten, seine letzte Reise antreten, seinen Geist aufgeben, seinen Geist aushauchen, seinen letzten Atemzug tun, seinen letzten Gang gehen, seinen letzten Seufzer tun, sich davonmachen, sich den Strick einseifen, Sterbchen machen, sterben, totgehen, über den Jordan gehen, über die Regenbogenbrücke gehen, über die Wupper gehen, um die Ecke gehen, umkommen, ums Leben kommen, uns verlassen, verbleichen, verdämmern, verenden, vergehen, verlöschen, verludern, verrecken, verscheiden, verschwinden, versterben, vom Stangerl fallen, vom Tode ereilt werden, von der Bühne abtreten, von der Erde scheiden, von des Lebens abtreten, von uns gehen, vor die Hunde gehen, vor Gottes Richterstuhl treten, vor seinen Richter treten, vor seinen Schöpfer treten, wegsterben, zu Staub werden, zu Tode kommen, zugrunde gehen; Alemannic German: steerbe; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐌰𐌿𐌸𐌽𐌰𐌽, 𐌳𐌹𐍅𐌰𐌽, 𐍃𐍅𐌹𐌻𐍄𐌰𐌽; Greek: αγγελοσκορπίζομαι, αναπαύομαι, αναχωρώ από τη ζωή, αποβιώνω, αποθαίνω, αποθνήσκω, αποχαιρετώ τη ζωή, αποχαιρετώ τον κόσμο, αφήνω γεια, αφήνω την τελευταία μου πνοή, βγαίνει η ψυχή μου, βλέπω τα κυπαρίσσια ανάποδα, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, διαγράφομαι από τη ζωή, είμαι στο χώμα, εκμετρώ το ζην, εκμετρώ τον βίον, εκπληρώνω το κοινό χρέος, εκπνέω, εξοφλώ το κοινό χρέος, επιστρέφω στη μητέρα γη, η καρδιά μου σταματά να χτυπά, ησυχάζω, θνήσκω, κατεβαίνω στον λάκκο, κατεβαίνω στον τάφο, κατέρχομαι στον λάκκο, κατέρχομαι στον τάφο, κλείνω τα μάτια, κλείνω τα μάτια για πάντα, κοιμάμαι τον αξύπνητο, κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα, λείπω, λέω το ποίημα, με αρπάζει ο θάνατος, με βάζουν στο χώμα, με βρίσκει ο θάνατος, με παίρνει ο θάνατος, με παίρνει ο χάρος, με σκεπάζει η πλάκα, με σκεπάζει ο τάφος, με τρώει το μαύρο χώμα, με τρώει το σκοτάδι, μεθίσταμαι του βίου, μεταναστεύω στον άλλο κόσμο, μπαίνω στο χώμα, μπαίνω στον λάκκο, μπαίνω στον τάφο, ξεψυχώ, παραδίδω την ύστατη πνοή, παραδίδω την ψυχή, παραδίδω το πνεύμα, πάω για βρούβες, πάω στα θυμαράκια, πάω στα κυπαρίσσια, πάω στα πευκάκια, πεθαίνω, πηγαίνω στα θυμαράκια, σβήνω, σφαλίζω τα μάτια για πάντα, ταξιδεύω στον άλλο κόσμο, τελειώνω, τελευτώ, τελευτώ τον βίον, τερματίζω τον βίο, τον αιώνιο ύπνο, φεύγω, φεύγω από τη ζωή, φεύγω από τον κόσμο, χάνομαι, χάνω τη ζωή μου; Ancient Greek: ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποσσεύω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, γαῖαν δύω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύω, διαπίπτω, διαποθνῄσκω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέμπω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐκψύχω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποπνέω, ἐναποψύχω, ἐνθνῄσκω, ἐννεκρόομαι, ἐντελευτάω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, ἐπαποθνῄσκω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταμύω, καταστρέφω, καταφθίω, κοιμάω, μεθίσταμαι, μεθίσταμαι βίου, μεθίσταμαι τοῦ βίου, νεκρόομαι, παροίχομαι, περάω τέρμα τοῦ βίου, προθνῄσκω, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, τελευτάω, τελευτάω βίον, τελευτάω τὸν αἰῶνα, φθίνω, φθίω, χθόνα δύμεναι; Guaraní: mano, e'õ; Gujarati: મરવું; Hawaiian: make, make loa; Hebrew: מֵת; Hiligaynon: matay; Hindi: मरना; Hungarian: meghal, hal, elhuny; Hunsrik: sterrve; Icelandic: deyja, drepast, andast, sálast, týna lífinu, skylja við, látast, láta lífið, lognast út af, falla frá, fara yfrum, verða bráðkvaddur, sofna svefninum langa, sofna hinsta svefni; Ido: mortar; Ilocano: matay; Indonesian: mati, meninggal; Interlingua: morir; Irish: faigh bás; Old Irish: at·baill, baïd; Isthmus Zapotec: rati; Italian: morire, crepare, cadere; Iu Mien: daic; Japanese: 死ぬ, 亡くなる, 死亡する; Jarai: djai; Javanese: mati; Jingpho: si; Kamkata-viri: mře; Kashubian: ùmierac; Kazakh: өлу; Khasi: iap, yap; Khmer: តាយ; Korean: 죽다, 돌아가시다, 숨지다, 사망하다; Kumyk: оьлмек; Kunigami: まーすん, 死ぬん; Kurdish Central Kurdish: مردن; Northern Kurdish: mirin; Kyrgyz: өлүү, каза болуу, жок болуу; Laboya: mate; Ladin: morir, morì; Lao: ຕາຍ; Latgalian: miert, nūmiert; Latin: morior, pereo, exspiro, decedo, intereo; Latvian: mirt, nomirt; Ligurian: moï; Lithuanian: mirti, numirti; Livonian: kūolõ; Lombard: morì; Loxicha Macedonian: умира, умре, починува, почине, пцовисува, пцовиса; Malagasy: maty; Malay: mati, meninggal; Malayalam: മരിക്കുക, ചാകുക; Maltese: miet; Manchu: ᠪᡠᠴᡝᠮᠪᡳ; Maori: mate, hemo, mōnehu, mate hirinaki, mate tara-ā-whare, mate whawhati tata, mate kōngenge, hurumutu; Maranao: matay; Miyako: まーㇲ゙さまーㇲ゙, 死ん; Mizo: thi; Mon: ချိုတ်; Mongolian Cyrillic: өнгөрөх, үхэх, нас барах, мрѣти; Muong: chết; Nahuatl Classical Nahuatl: miqui; Mecayapan: miqui; Northern Puebla: miqui; Nanai: бурбури; Navajo: daatsaah, yę́ę ádin; Neapolitan: murì; Nepali: मर्नु; Nivkh: мудь; Norman: mouothi, trépâsser; North Frisian: sterew, stärwe; Northern Sami: jápmit; Norwegian: dø, døy, dævve; Occitan: morir; Ojibwe: nibo; Okinawan: まーすん, 死ぬん; Old Church Slavonic Cyrillic: оумирати, оумьрѣти; Old East Slavic: мерети; Old English: sweltan; Old Frisian: sterva; Old Norse: deyja; Old Prussian: aulaūtwei; Old Turkic: 𐰇𐰠, 𐰆𐰲𐰀 𐰉𐰺; Oriya: ମରିବା; Oromo: du'uu; Ossetian: амӕлын; Ottoman Turkish: اولمك; Pacoh: cuchet; Pashto: مړل, مړه کېدل; Pennsylvania German: schtaerewe, schtarewe; Persian: مردن; Pipil: miki, miqui; Polish: umierać, umrzeć, ginąć, zginąć, zdechnąć, zdychać, skonać, wykorkować, zemrzeć, zgasnąć, dogorywać, konać; Portuguese: abotoar o paletó, arrefecer, bater as botas, descansar, desencarnar, desviver, expirar, falecer, faltar, fenecer, finar-se, ir-se, morrer, partir, passar, perecer, sucumbir; Punjabi: ਮਰਗ; Purepecha: uarhini; Quechua: wañuy; Rapa Nui: mate; Romanian: muri, se duce la Vest; Romansch: murir, mureir; Russian: умирать, умереть, помирать, помереть, погибать, погибнуть, скончаться, сдыхать, сдохнуть, дать дуба, приказать долго жить; Rusyn: умерати; Rwanda-Rundi: -pfa; Samoan: mate, oti, maliu; Samogitian: pasėmėrtė; Sanskrit: म्रियते, मरति; Sardinian: morre, morrire, morri, morriri; Scots: dee; Scottish Gaelic: bàsaich, caochail, eug; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мирати, у̀мре̄ти, у̀мрије̄ти, црћи, цркавати, упокојити, угибати, у̀гинути, преминути, настрадати, по̀гинути, погибати; Roman: ùmirati, ùmrēti, ùmrijēti, crći, crkavati, upokojiti, ugíbati, ùginuti, preminuti, nastrádati, pòginuti, pogíbati; Seri: aaha; Sherpa: ཤི; Sicilian: muriri, mòriri; Sinhalese: මැරෙනවා; Skolt Sami: jääʹmmed; Slovak: umierať, umrieť, zomrieť, skonať; Slovene: umirati, umreti; Sorbian Lower Sorbian: wumrěś, wuměraś; Sotho: -shwa; Spanish: cerrar los ojos, chiflarse, derretirse, diñar, diñarla, dormir en el Señor, entregarla, espichar, estirar la pata, expirar, fallecer, fenecer, finar, hincar el pico, irse al otro barrio, liar el petate, morir, palmar, palmarla, pasar a mejor vida, pasar el páramo, pasar la carrera, perecer, salir de este mundo, subir al Cielo, sucumbir, torcer la cabeza; Sundanese: pupus; Swahili: kufa; Swedish: dö, avlida, gå bort; Sylheti: ꠝꠞꠣ; Tagalog: matay; Tajik: мурдан; Tamil: இற, சா; Tatar: үләргә; Telugu: చనిపోవు, మరణించు, పరమపదించు, కాలం చేయు, గతించు; Ternate: sone; Tetum: mate; Thai: ตาย, เสียชีวิต; Tibetan: འཆི་བ, ཤི; Tocharian B: naut-, sruk-; Tok Pisin: dai; Tswana: -swa; Tupinambá: manõ, e'õ; Turkish: ölmek; Turkmen: ölmek; Ukrainian: умирати, умерти, помирати, померти, гинути, згинути; Urdu: مرنا, وفات پانا, ہلاک ہونا; Uyghur: ئۆلمەك; Uzbek: oʻlmoq; Venda: -fa; Venetian: morir; Vietnamese: chết, mất, qua đời; Volapük: deadön; Võro: kuulma; Waigali: mře; Walloon: mori, crever, dihoter; Welsh: marw; West Frisian: deagean, ferstjerre, stjerre; Westrobothnian: krup a, döij; White Hmong: tuag; Wutunhua: se; Yaeyama: まーらしぃん, 死ぬん; Yagnobi: мирак; Yakkha: सिमा; Yakut: өл; Yiddish: שטאַרבן; Yoruba: kú; Yámana: malaku; Zazaki: merden; Zealandic: sterve; Zhuang: dai; Zulu: -fa; ǃXóõ: ǀʻâa, ʻǀnôo