συνίστημι

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίστημι Medium diacritics: συνίστημι Low diacritics: συνίστημι Capitals: ΣΥΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synístēmi Transliteration B: synistēmi Transliteration C: synistimi Beta Code: suni/sthmi

English (LSJ)

also συνιστάνω (Plb.4.82.5, J.
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 (Pass.)); συνιστάω (Arist.GA777a6, Pr.928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; impf. συνίστα Plb.3.43.11, dub. in D.H.8.18): impf. συνίστην, fut. συστήσω, aor. 1 συνέστησα: trans. pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine, τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.
II combine, associate, unite, σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74, cf. 3.84; Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30; πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2; τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48; τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109.
b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49; σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26; σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6, cf. 3.42.6, 15.5.5.
III put together, organize, frame, ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti.91a; τέχνην Id.Smp.186e; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν σ. Id.Plt.308c; σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48; ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1266a23, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school) συστησαμένοις Gal.15.505; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449; θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725.
2 contrive, σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71; ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3; ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.
3 Med. in these senses, τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr.269c; τὸ δεῖπνον Diph.43.5: mostly aor. 1, μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d; οὐρανόν Id.Ti.32b; πᾶν τόδε ib.69c, cf. R.530a; πόλεμον Isoc. 10.49, Plb.2.1.1; σ. μοι μάχην PTeb.44.14 (ii B.C.); πολιορκίαν Plb. 1.30.5; κίνδυνον Id.3.106.4; παρατάξεις D.S.1.18; ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8 (ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr.31 iv 21 (ii B.C.); ἀηδίαν PLond.2.342.6 (ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.); σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19; ἑορτήν Apollod.3.14.6; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.
4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.
5 of an author, compose, μύθους, τὴν Ὀδύσσειαν, etc., Arist.Po.1455a22, 1451a29, etc.
IV bring together as friends, introduce or recommend one to another, τινάς τινι Pl.La.200d, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg.122a; τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm.155b; σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2 (iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., Act. and Pass.):—Pass., συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,ΙΙ (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.
b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):—Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).
c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.
d place in the charge of, συνέστησεν ὁ ἀρχιδεσμώτης τῷ Ἰωσὴφ αὐτούς LXX Ge.40.4; συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2 (ii A.D.).
e appoint to a charge, LXX Nu.27.23; appoint a representative, σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10 (ii A.D.); συνέστησά σε φροντιοῦντά μου τῶν ὑπαρχόντων BGU300.3, cf. 20 (ii A.D.):—Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.); ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5 (iii A.D.); συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e.
2 of a debtor, offer another as a guarantee, τινί τινα Isoc.17.37: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς) συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167 (iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς) παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28 (iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας) ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9 (i A.D.).
V make solid or firm, brace up, τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17, cf. Thphr. CP 1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC336a4, Cael.280a12; of liquids, make them congeal, curdle, γάλα Poll.1.251; φλέγμα Hp.Vict.2.54 (v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.
VI exhibit, give proof of, εὔνοιαν Plb.4.5.6; σ. ὅτι.. Id.3.108.4: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part., σ. τινὰς ὄντας Id.13.91.
2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.
B Pass., with aor. 2 Act. συνέστην: pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti.56b), Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: fut. συσταθήσομαι X.An.6.1.23, Arist.Mete.376a2; fut.Med. ξυστήσομαι A.Th.435,509,672, Pl.Ti.54c: aor. Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,ΙΙ (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:—stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.
II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom., πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96; τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74; πόλεμος ξυνέστη Th.1.15, cf. Hdt.7.144, 8.142; περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph.246c; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.
2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be engaged with, A.Th.509, Hdt.6.108, Ar.V.1031; θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92 (Rufin.); τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp.847; ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph.755; συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214; συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79; γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam.211.
3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89; ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC514 (lyr.); συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.
III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88; ἀλλήλοις X.HG2.1.1; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15; μετά τινος D.34.34, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq.863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys.577 (anap.); τὸ ξυνεστηκός Th.8.66.
2 generally, to be connected or be allied, as by marriage, c. acc. cogn., λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28: in magic, συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς put yourself into connection with... PMag. Leid.W. 1.29; συσταθεὶς πρὸ τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168: in law, Αὐρηλία Βησοῦς μετὰ συνεστῶτος Αὐρηλίου Θέωνος A. B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).
3 of an assembly, to be in session, ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως σ. Id.Phil.11; οἱ τὴν σύνοδον συνεσταμένοι εἰς τὸ ἐν Σήτει ἱερόν OGI111.25 (Egypt, ii B.C.).
IV to come together or be put together, of parts, συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a; ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54; σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti.56b, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν σ. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος σ. Arist.EN1141b2; especially in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.
b of a play, to be composed, Arist.Po.1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) συνέστηκε μίμησις τοῦ καλλίστου βίου Pl.Lg.817b.
c arise, take shape or take body, τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62, cf. 6.35; πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist.HA556b26, cf. Thphr. CP 4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from... Phld.Ir.p.76W.
d in aor. 2 and pf., come into existence, exist, μεγάλη συνέστη δύναμις βασιλέων Pl.Ti.25a; συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142; τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12 (ii B.C.); κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9 (i B.C.); οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6,ΙΙ (i A.D.).
V to be compact, be solid, be firm, οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti.83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA567a28; of blood, honey, milk, ib.516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, συνίσταται καὶ λαμβάνει τὴν οἰκείαν μορφήν Arist.GA733b20; of the brain, ib.744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac.589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.
VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ = frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf. σύστασις B. 11.3) E.Alc.797; συνεστηκώς = absorbed in thought, Men.Pk.291.
VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that... = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooemia
VIII to be weighed together, συνεστάθη Inscr.Délos 1423Aai17, 1429Bi3 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1026] (s. ἵστημι), 1) zusammenstellen, Einen mit einem Andern in Verbindung bringen, vereinigen; übertr., μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι, die Weissagekunst bei sich versammeln, d. i. sich erwerben, Her. 2, 49; vgl. τὴν ἄνω Ἀσίην συστήσας ἑωυτῷ, 1, 103, sich ganz Asien unterwürfig machen. – Bes., a) im feindlichen Sinne, an einander bringen, zum Kampfe, zum Kriege gegen Einen aufregen, τινὰ ἐπί τινι, Her. 6, 74, vgl. 3, 84; ἀντίπαλόν τινι, Xen. Cyr. 6, 1, 26; in Schlachtordnung stellen, Pol. 3, 43, 11. – b) im Guten, mit einander zusammenbringen, befreunden, Einen mit einem Andern bekannt machen, ihn empfehlen od. vorstellen, auch als Freund, Schüler u. dgl. auf Jemandes Seite bringen, für Einen einnehmen; ἄλλους μοι ἑκάστοτε ξυνίστησιν, Plat. Lach. 200 d; ἰατρῷ συστῆσαι περὶ τῆς ἀσθενείας, Charm. 155 b; vgl. Xen. An. 3, 1, 8. 5, 9, 23 Cyr. 4, 8, 58; Pol. 31, 20, 9; Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα ξυστήσας, Thuc. 6, 16; zu einer Verschwörung, ξυνίστασαν τοὺς ἐπιτηδείους εἰς ξυνωμοσίαν, 8, 48; ἑταιρίαν, Dem. 46, 26, in einem Gesetz; δυνάμεις, das Heer Einem übergeben, Pol. 2, 1, 5, u. öfter, wie D. Sic. 17, 64. – c) zusammensetzen; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ χρηστῶν καὶ μοχθηρῶν τινων ξυνίστησιν, Plat. Polit. 308 c; Tim. 53 b u. öfter; bes. in ein bestimmtes, geordnetes Verhältniß bringen, anordnen, einrichten; ἥκω ὡς συστήσων ἐπὶ τῷ Μάγῳ θάνατον, Her. 3, 71, mit euch anzustiften, zu bereiten; συνέστησε τὴν ἡμετέραν τέχνην, Plat. Conv. 186 e, in einen festen, dauernden Zustand bringen, ordnen; δι' ἣν αἰτίαν τὸ πᾶν τόδε ὁ ξυνιστὰς ξυνέστησεν, Tim. 29 d, u. öfter; ἐκ τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων μέγα τε καὶ ὅλον συστήσομεν, Prot. 425 a; οἱ ξυνιστάντες τὴν ὀλιγαρχίαν, Thuc. 8, 48; παλιγκαπηλεύων καὶ συνιστὰς τὰς τιμὰς τοῦ σίτου, Dem. 56, 7. – d) zusammen, ins Enge ziehen, dicht machen; von flüssigen Dingen = gerinnen machen; auch = einschrumpfen lassen, in Falten ziehen, Sp.; ὀφρῦς ἀνασπῶντα καὶ συνιστάντα τὸ πρόσωπον, Plut. discr. ad. et am. 41, oft. – 2) med. u. intrans. tempp., zusammentreten od. geraten, – a) im feindlichen Sinne, handgemein werden, sich Einem gegenüberstellen zum Kampfe, τίς ξυστήσεται; Aesch. Spt. 417. 654; u. übertr., ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας, Soph. O. C. 516; Hom. vrbdt πολέμοιο ξυνεσταότος, als der Kampf begonnen hatte, Il. 14, 96, wie Her. μάχης συνεστεώσης, 1, 74; συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν, als die Feldherren mit einander stritten, 8, 79; γνῶμαι συνέστησαν, die Meinungen widerstritten einander, 1, 208. 7, 142; τινί, mit Einem kämpfen, συνεστεῶτες Βοιωτοῖσιν, 6, 108; συνέστηκε ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω, 4, 132; auch λιμῷ συνεστεῶτες, die mit dem Hunger kämpfen, 7, 170, wie πόνῳ, λιμῷ, καμάτῳ συστῆναι, 8, 74. 9, 89; ὅτῳ ξυνέστη τῶνδ' ἕκαστος ἐν μάχῃ, Eur. Suppl. 847; κατ' ἀλλήλων φόνος ξυνίστατο, I. A. 54; ξυσταθέντα διὰ μάχης, Phoen. 762; θρασέως ξυστὰς αὐτῷ, Ar. Vesp. 1031; μάχη τις ἀεὶ ξυνέστηκε, Plat. Soph. 246 c; πόλεμος οὐδεὶς ξυνέστη, Thuc. 1, 15, vgl. 4, 55 u. Isocr. 4, 71; Pol. 14, 8, 9 u. öfter. – b) in freundlicher Beziehung, sich Einem nähern, sich mit ihm verbinden, z. B. durch die Ehe, λέχος Ἡρακλεῖ κριτὸν ξυστᾶσα, Soph. Trach. 28; dah. Einem als Freund oder Schüler anhangen, mit Einem zusammenhalten, τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, Thuc. 1, 1; οὐ γὰρ ξυνεστήκεσαν οἱ Ἕλληνες πρὸς τὰς μεγίστας πόλεις ὑπήκοοι, 1, 15: ξυστάντες οἱ ἄνθρωποι, Xen. An. 5, 7, 16, vgl. 6, 3, 28; κύκλοι συνίσταντο, neben σύλλογοι ἐγίγνοντο, Xen. An. 5, 7, 2; συνεστηκότα ἐν κύκλῳ, Hell. 4, 4, 3, von einer aufrührerischen Versammlung, sich zusammenrotten, wie Cyr. 1, 1, 2; auch συνεστηκότα εἰς τὸ αὐτὸ ἔθνη, 1, 5, 3; οἱ συνεστῶτες, die Verschworenen, Thuc. 8, 66, vgl. 5, 82, u. oft von politischen Umtrieben; ἐμὲ συνεστηκότα ἐπὶ τὴν πόλιν, Aesch. 2, 123. – c) zusammengesetzt sein, aus mehreren Teilen in einen dauernden festen Zustand gebracht, eingerichtet sein, dauern, bestehen; τοῦτο συνεστήκεε μέχρι οὗ, Her. 7, 225; oft dem einfachen »bestehen«, »sein« entsprechend, ἡ πολιτεία ξυνέστηκε μίμησις τοῦ καλλίστου βίου, Plat. Legg. VII, 817 b; δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῶον συνεστάναι, Phaedr. 264 c; ἓν σῶμα ξυνέστη, Tim. 45 c; μεγάλη συνέστη δύναμις βασιλέων, 25 a; πόλιν οὕτω ξυστᾶσαν, Rep. VIII, 546 a; πολλὰ σμικρὰ ἐκ τῶν αὐτῶν ξυστήσεται, Tim. 54 a; δεῖ τὸν μῦθον οὕτω συνεστάναι, Arist. poet. 14. – d) dicht, fest werden, von flüssigen Dingen = gerinnen, συνεστηκυῖα χιών, Pol. 3, 55, 2; τοῦ ἀέρος συνισταμένου, da die Luft neblig wurde, Plut. Ant. 40; auch συνεστῶτι προσώπῳ, Demetr. 17; vgl. τοῦ νῦν σκυθρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν, Eur. Alc. 813. – 3) med. für sich zusammenstellen, ordnen, begründen; τὸ ὅλον, Plat. Phaedr. 269 c; ἆρ' οὐ μουσικὴν ξύμπασαν συνεστήσατο, Phil. 26 a; ἕως ἂν τὸ ἅπαν συστήσηται τεταγμένον πρᾶγμα, Gorg. 504 a; συστησώμεθα πόλιν, Legg. III, 702 d; συστήσασθαι μισθοφόρους, Pol. 4, 60, 2, Söldner anwerben; so ναυτικὰς δυνάμεις, 1, 25, 5; δυναστείαν, 2, 13, 3; auch πόλεμον, den Krieg rüsten, anfangen, 2, 1, 1 u. öfter; συνεστήσατο πρᾶξιν τοιαύτην, 3, 50, 7; συστήσασθαι λόγον ὑπέρ τινος, für Etwas zu reden anfangen, 3, 2, 6; συνεστήσαντο τὸν κίνδυνον ἐῤῥωμένως, D. Sic. 16, 4; anstellen, ansetzen, πιστοὺς ἄνδρας πρὸς τὴν τούτων ἐπιμέλειαν, Polyb. 10, 18, 15.

French (Bailly abrégé)

A. tr., aux temps suiv. : prés., impf. συνίστην, f. συστήσω, ao. συνέστησα, pf. συνέστακα;
I. placer debout en même temps, acc.;
II. constituer, instituer : σ. ἀντίπαλον XÉN réunir des troupes contre qqn ; Pass. συσταθεὶς συνήγορος PLUT ayant été constitué comme défenseur (dans un procès);
III. rassembler, réunir, associer pour une entreprise commune (combat, guerre, conjuration) : τινας ἐπί τινι ou ἐπί τινα coaliser un peuple, un parti contre qqn ; Ἀσίην πᾶσαν ἑωυτῷ HDT rassembler (autour de soi) toute l'Asie, soumettre toute l'Asie;
IV. réunir à, mettre en relation : τινί τινα mettre une personne en relation avec une autre, la lui recommander ; Pass. συνεστάθη Κύρῳ XÉN il fut présenté ou recommandé à Cyrus;
V. composer, réunir en un tout par l'assemblage des parties ; faire naître, créer, produire : τὴν ὀλιγαρχίαν THC constituer l'oligarchie ; μαντικήν HDT instituer l'art divinatoire ; σ. ἐπί τινι θάνατον HDT comploter la mort de qqn;
VI. rassembler, resserrer, d'où
1 contracter, plisser, rider : τὸ πρόσωπον PLUT le visage;
2 rendre compact, solide, donner de la consistance;
B. intr. aux temps suiv. : ao.2 συνέστην, pf. συνέστηκα, pqp. συνειστήκειν et au Moy.
I. se tenir ensemble : ἁθρόοι συστάντες XÉN se tenant réunis en masse;
II. avec idée d'hostilité se rapprocher, se rencontrer, en venir aux mains : πολέμοιο συνεσταότος IL lorsque le combat fut engagé ; μάχης συνεστεώσης HDT le combat s'étant engagé ; fig. συνίστασθαί τινι s'engager dans un combat avec qqn, se quereller, se disputer ; συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν HDT tandis que les généraux se querellaient ; γνῶμαι συνέστησαν HDT les opinions se contredisaient, étaient opposées ; avec le dat. : σ. τινι lutter contre qqn ; σ. ταύτῃ τῇ γνώμῃ HDT combattre cette opinion (cette interprétation) ; tenir ferme, tenir bon ; fig. λιμῷ σ. HDT lutter contre la faim ; σ. πόνῳ HDT lutter contre une épreuve;
III. être engagé ou s'engager dans une liaison amicale, entrer en relation avec, d'où
1 être lié par mariage;
2 être attaché comme ami ou disciple, ou partisan à, τινι;
3 conspirer avec, τινι ; en gén. se concerter : οἱ ξυνεστῶτες THC les conjurés;
IV. se constituer, d'où
1 se former, s'organiser par un rassemblement : σύλλογοι ἐγένοντο καὶ κύκλοι συνίσταντο XÉN il se formait des rassemblements et des groupes s'organisaient;
2 se former par la réunion de plusieurs parties ; au pf. être formé, constitué : ἐξ οἰκιῶν XÉN de maisons;
3 se former, se constituer, naître : ξυνεστὼς στρατός EUR armée rassemblée, prête à partir ; fig. συνιστάμενον καὶ φυόμενον κακόν DÉM mal qui se forme et se développe;
4 p. ext. prendre de la consistance, être consistant, ferme, solide;
5 se maintenir, être durable : τοῦτο συνεστήκεε μέχρι οὗ HDT cette situation se prolongea jusqu'au moment où ; συνεστηκὸς στράτευμα DÉM armée permanente ; ἱππικὸν συνεστηκός XÉN corps de cavalerie formé;
V. se contracter, se resserrer ; en parl. de liquides se figer, se coaguler ; τοῦ ἀέρος συνισταμένου PLUT lorsque le temps devint froid ; fig. τοῦ σκυθρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν EUR de l'âme sombre et serrée;
Moy. συνίσταμαι (f. συστήσομαι, ao. συνεστησάμην);
I. tr. 1 constituer pour soi, former ou organiser pour soi : βουλήν PLUT instituer un sénat ; ζῷα LUC créer des animaux;
2 entreprendre : πόλεμον ISOCR une guerre;
II. intr. : cf. supra.
Étymologie: σύν, ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνίστημι, Att. ook ξυνίστημι, ptc. perf. intrans. συνεστηκώς en συνεστώς, Ion. συνεστεώς met acc., caus. bij elkaar doen staan, bij elkaar plaatsen verenigen:; συνέστησε αὐτούς hij had hen samengebracht Hdt. 3.84.1; met acc. en dat. verenigen met, in contact brengen met, introduceren bij:; ἄλλους μοι ἑκάστοτε ξυνίστησιν hij brengt telkens weer andere (leermeesters) met mij in contact Plat. Lach. 200d; pass..; συνεστάθη Κύρῳ hij werd geïntroduceerd bij Cyrus Xen. An. 3.1.8; uitbr.. μαντικήν... ἑαυτῷ συστῆσαι zich de mantiek eigen maken Hdt. 2.49.2. samenstellen, tot stand brengen:; ξ. τὴν ὀλιγαρχίαν de oligarchie invoeren Thuc. 8.48.3; συνέστησεν τὴν ἡμετέραν τέχνην hij (Asclepius) heeft onze kunde tot stand gebracht Plat. Smp. 186e; τὴν Ὀδύσσειαν συνέστησεν hij heeft de Odyssee gecomponeerd Aristot. Poët. 1451a29; organiseren:; συστήσων ἐπὶ τῷ μάγῳ θάνατον om tegen de magiër een moordaanslag voor te bereiden Hdt. 3.71; ook med.. οὐ... μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν (de ware politieke kunst) zal beslist geen stadstaat samenstellen uit een combinatie van goede en slechte mensen Plat. Plt. 308d. compact of gedrongen maken:. αἱ μὲν βόρειοι τά... σώματα συνιστᾶσι de weersgesteldheden uit het noorden maken lichamen stevig Hp. Aph. 3.17; συνίστησι δὲ φλέγμα λευκόν (tuinkers) maakt wit flegma compact Hp. Vict. 2.54. uitbr. bevestigen, bewijzen:. συνίστησιν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ θεός God bevestigt zijn liefde voor ons NT Rom. 5.8. intrans. med.-pass., met aor. συνέστην; perf. συνέστηκα bij elkaar gaan staan:; συστάντες ἁθρόοι door zich dicht te groeperen Xen. An. 7.3.47; perf. bijeen staan:; οἱ περὶ τὸν τρίποδα συνεστεῶτες (de beelden) die rond de drievoet bijeen stonden Hdt. 8.27.5; in vergadering:; ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης terwijl de vergadering nog in volle gang was Plut. Nic. 28.5; zich verbinden met, een relatie aangaan: met dat..; λέχος (nom.) Ἡρακλεῖ κριτὸν ξυστᾶσ (α) hoewel ik, als bedgenoot toegewezen aan Heracles, mij met hem verbonden had Soph. Tr. 28; zich verenigen:; εἰ ξυστῶσιν αἱ πόλεις als de steden zich verenigen Thuc. 6.21.1; ongunstig samenspannen:; οἱ ξυνιστάμενοι de samenzweerders Aristoph. Lys. 577; met dat. slaags raken:; ὅτῳ ξυνέστη τῶνδ’ ἕκαστος ἐν μάχῃ met wie elk van hen in de strijd slaags raakte Eur. Suppl. 847; met dat. verwikkeld raken in:; καρτερᾷ μάχῃ... ξυνειστήκει (de rest) was verwikkeld in een hevig gevecht Thuc. 4.96.2; overdr.. γνῶμαι... αὗται συνέστασαν deze meningen stonden tegenover elkaar Hdt. 1.208. tot stand komen:; πόλεμος οὐδεὶς ξυνέστη geen enkele oorlog ontbrandde Thuc. 1.15.2; πόλις οὕτω συστᾶσα een polis die op zo’n manier tot stand is gekomen Plat. Resp. 546a; perf. bestaan: τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν alle dingen hebben hun bestaan in hem NT Col. 1.17 compact of gedrongen worden:; ἤδη τοῦ ἀέρος συνισταμένου toen de lucht al zwaarder werd Plut. Ant. 40.2; perf. vaste vorm hebben:; ὅτι ὀπῷ … συνέστηκεν omdat (de kaas) gestremd is met vijgesap Hp. Vict. 2.51; overdr.: τοῦ... ξυνεστῶτος φρενῶν van de bedruktheid van jouw geest Eur. Alc. 797.

Russian (Dvoretsky)

συνίστημι: редко συνιστάνω и συνιστάω (impf. συνίστην, fut. συστήσω, aor. 1 συνέστησα, pf. συνέστᾰκα; к 17-28: aor. 2 συνέστην, pf. συνέστηκα, ppf. συνειστήκειν)
1 ставить вместе, расставлять (τὰ δίκτυα Xen.): συνίστασθαι τὸ ὅλον Plat. объединять в одно целое;
2 ставить (во главе), назначать (ἡγεμόνα τισίν Polyb.; συσταθεὶς συνήγορος Plut.);
3 выставлять поручителем (τινά Dem.);
4 собирать, объединять (σ. Ἀσίην πᾶσαν ἑωϋτῷ Her.): σ. ἀντίπαλόν τινι Xen. собирать противников, т. е. сколачивать союзное войско против кого-л.; σ. πρὸς ἀλλήλους Xen. объединяться друг с другом (против кого-л.); σ. τινὰς ἐπὶ τὴν πρᾶξιν Plut. привлечь кого-л. к своему делу; συνεστηκότα εἰς τὸ αὐτὸ ἔθνη Xen. слившиеся воедино племена; συνίστασθαι μισθοφόρους Polyb. обзаводиться наемными войсками; ξυνεστῶτος στρατοῦ Eur. собравшись всей армией;
5 восстанавливать, поднимать, подстрекать (τινὰς ἐπί τινι Her. и ἐπί τινα Plut.): ξ. τινὰς ἐς ξυνωμοσίαν Thuc. организовать из кого-л. заговор;
6 приобретать: μαντικὴν ἑωϋτῷ συστῆσαι Her. научиться искусству прорицания;
7 сводить, представлять, знакомить (τινά τινι Xen., NT): ἰατρῷ συστῆσαί τινα Plat. показать кого-л. врачу; παραβάτην ἑαυτὸν σ. NT показать себя преступником;
8 выставлять напоказ, т. е. расхваливать (τινά NT);
9 составлять, устраивать, учреждать, основывать (τὴν ὀλιγαρχίαν Thuc.; τὴν πολιτείαν Arst.): συνίστασθαι βουλήν Plut. учреждать государственный совет;
10 созидать, образовывать, производить (ζῷον ἔμψυχον Plat.); строить (πόλιν Plat.; ναυτικὰς δυνάμεις Polyb.);
11 готовить, подготовлять (θάνατον ἐπί τινι Her.; πόλεμον ἐπί τινα Dem.); предпринимать (πολιορκίαν Polyb.);
12 сгущать, свертывать (τὸ γάλα Plut.);
13 морщить, хмурить (τὸ πρόσωπον Plut.);
14 тж. med. становиться пасмурным, хмуриться (τοῦ ἀέρος συνισταμένου Plut.): τὸ ξυνεστὸς φρενῶν Eur. мрачное настроение;
15 уплотнять, закреплять (τὰ ἴχνη Xen.);
16 повышать, увеличивать (τὰς τιμὰς τοῦ σίτου Dem.);
17 выказывать, проявлять, обнаруживать (εὔνοιαν Polyb.);
18 доказывать Polyb.: συνιστάντες ἐξ Αἰγύπτου μετενηνοχέναι πάντα Diod. доказывая, что все принесено из Египта;
19 держаться вместе (ἀλλήλοις Xen.): συστάντες ἀθρόοι Xen. тесно сомкнув свои ряды; μετὰ τούτων συνεστῶτες Plat. стоявшие с ними в одной кучке; σ. τινί NT стоять рядом с кем-л.;
20 (о военных действиях), завязываться Plut.: πολέμοιο συνεσταότος Hom. и μάχης συνεστεώσης Her. когда завязалось сражение; πολέμου συστάντος Isocr. когда вспыхнула война;
21 противоречить, враждовать (τινί Her.): γνῶμαι συνέστασαν Her. мнения разошлись; συνεστήκεε ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω Her. этому мнению противоречило мнение Гобрия; παρατάξεις καὶ κινδύνους συνίστασθαι Diod. стремиться к битвам и опасностям;
22 спорить (συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν Her.);
23 крепко держаться, противостоять, сопротивляться, бороться (μάχῃ καὶ ὠθισμῷ Thuc.; σ. λιμῷ καὶ καμάτῳ Her.): ἀλγηδόνι ξ. Soph. терпеть горе;
24 соединяться, сочетаться, сходиться, вступать в союз (λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα Soph.): οἱ ξυνιστάμενοι и οἱ ξυνεστῶτες Thuc. члены союза, союзники; σ. πρός τινα Thuc. и μετά τινος Dem. вступать в союз с кем-л.; τὸ ξυνιστάμενον Arph. сговор, заговор;
25 тж. med. составляться, образовываться, возникать: ἐπεὶπόλις ἐκ μυρίων οἰκιῶν συνέστηκε Xen. так как город состоит из десяти тысяч домов; ἐκ δυοῖν γενῶν συνεστάναι Plut. состоять из двух родов; συνιστάμενος καὶ φυόμενος Dem. зарождающийся и укореняющийся; οἱ συνεστῶτες εὖ μῦθοι Arst. хорошо составленные фабулы;
26 тж. med. становиться твердым, крепнуть (τὰ συνεστῶτα или συνεστηκότα σώματα Xen.): τὸ αἷμα συνίσταται Arst. кровь свертывается; συνεστηκυῖα χιών Polyb. смерзшийся снег;
27 тж. med. длиться, продолжаться (τοῦτο συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ παρεγένοντο Her.);
28 тж. med. быть постоянным, регулярным, организованным (τὸ πελταστικὸν συνεστηκός Xen.): τὸ συνεστηκὸς στράτευμα Dem. регулярное войско.

Greek (Liddell-Scott)

συνίστημι: καὶ συνιστάνω (Πολύβ. 3. 82, 5, κτλ.)· συνιστάω (Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 12, Προβλ. 21. 11, Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 141. 26, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ς’, 4) παρατατ. συνίστα, (Πολύβ. 3. 43, 11, Διον. Ἀλ. 8. 18): παρατατ. συνίστην· μέλλ. συστήσω, ἀόρ. α΄ συνέστησα ― παρὰ μεταγεν. καὶ ὁ πρκμ. συνέστᾰκα εἶναι ὁμοίως μεταβ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 109, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 261, Ἀνθ. Π. 11. 139. Στήνω ὁμοῦ, συνάπτω, συνδυάζω, τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Πλάτ. Πολ. 412A· τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα Ξεν. Κυν. 6, 12. ΙΙ. συνάπτω, συνδέω, ἑνώνω, σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Ἡρόδ. 6. 74, πρβλ. 3. 84· Πελοποννήσου... τὰ δυνατώτατα ξυστήσας Θουκ. 6. 16· τὰς πόλεις Ἰσοκρ. 88C, κτλ.· τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Θουκ. 6. 48· τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5. 5. β) ὁ τὴν Ἅλυος ποταμοῦ ἄνω Ἀσίην πᾶσαν συστήσας ἑωυτῷ, συνενώσας τῷ ἑαυτοῦ κράτει, καθυποτάξας, Ἡρόδ. 1. 103· μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι, ὅτι κατώρθωσε νὰ ἑνώσῃ μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν μαντικὴν τέχνην, δηλ. ὅτι ἐγένετο κάτοχος αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 49 σχηματίζω, ὁ δὲ Κῦρος γιγνώσκων ὅτι οἴχοιτο συστήσων εἴ τι δύναιτο ἀντίπαλον ἑαυτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26· σ. τισὶν ἡγεμόνα Πολύβ. 2. 24, 6, πρβλ. 3. 42, 6., 15. 5, 5. ΙΙΙ. βάλλω ὁμοῦ, συνάπτω, συνενώνω εἰς ἓν ὅλον, συνδέω, συνθέτω, σχηματίζω, πλάττω, ζῷον ἔμψυχον Πλάτ. 91A· τέχνην ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186E· πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ χρηστῶν καὶ πονηρῶν συν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 308D, σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Θουκ. 8. 48· ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 22, πρβλ. 3. 13, 22· ἑταιρείαν Δημ. 1137. 4. 2) μηχανῶμαι, σ. θάνατον ἐπί τινι Ἡρόδ. 3. 71· πόλεμον ἐπί τινα Δημ. 191. 13· ἐπίθεσιν ἐπί τινα Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 3· σ. τινάς, ὁρίζω τὰς τιμάς, Δημ. 1285. 8. 3) ἐν ταύταις ταῖς σημασίαις καὶ τὸ μέσον εἶναι ἐν χρήσει, τὸ ὅλον ξυνίστασθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 269C· τὸ δεῖπνον Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 5· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Πλάτ. Πολιτικ. 308D· συστήσασθαι οὐρανὸν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 32B· πᾶν τόδε αὐτόθι 69C πόλεμον, πολιορκίαν, κίνδυνον, ἐπιβουλήν, κτλ., Ἰσοκρ. 215D, Πολύβ. 2. 1, 1, κτλ.· συν. ἀγῶνα, ἑορτήν, εὐωχίας, κτλ., Πλουτ. Φάβ. 19, Ἀπολλόδ., κλπ.· ναυτικὰς δυνάμεις, ξενικόν, μισθοφόρους Πολύβ. 1. 25, 5, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διευθετῶ εἰς παράταξιν πρὸς μάχην, συντάσσω, παρατάσσω, ὁ αὐτ. 3. 43, 11, Διον. Ἁλ. 8. 18 ― κατασκευάζω σχῆμα μαθηματικόν, Εὐκλείδ. 4) ἐπὶ συγγραφέως, συνθέτω, μύθους, τὴν Ὀδύσσειαν, κτλ., Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1., 8. 3, κτλ. IV. ἵστημι ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς φίλους, εἰσάγω, συνιστῶ τινα πρὸς ἄλλον, «συσταίνω», τινά τινι Πλάτ. Λάχ. 200D, Ξενοφ., κλπ.· ἵνα τῳ τῶν... σοφιστῶν συστήσω τουτονί, ὡς μαθητήν, Πλάτ. Θεάγ. 122A· σ. τινὰ ἰατρῷ περὶ τῆς ἀσθενείας ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Β· καὶ ἐν τῷ παθ., συνεστάθη Κύρῳ Ξεν. Ἀν. 3. 1, 8, πρβλ. 5. 9, 23· συσταθεὶς συνήγορος, συνεστημένος ἢ διωρισμένος συν., Πλούτ. 2. 840E. 2) ἐπὶ ὀφειλέτου, παρέχω, παρουσιάζω ἐγγυητήν, τινί τινα Ἰσοκρ. 366Β· μετ’ ἀπαρεμφ., Δημ. 1032. 27, πρβλ. 1029. 26. V. ποιῶ τι στερεόν, τὸ σῶμα Ἱππ. π. Ἀφορ. 1247· σ. τὰ ἴχνη, συμπηγνύει αὐτά, τὰ στερεοποιεῖ, Ξεν. Κυν. 5, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· ― συστέλλω, συμπυκνῶ, ἀντίθετ. τῷ διακρίνωδιαλύω, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 9, 11, περὶ Οὐραν. 1. 10. 9, κτλ.· ἐπὶ ὑγρῶν, πηγνύω, «πήζω», στερεοποιῶ, γάλα Πολυδ. Α΄, 251· ― μεταφορ., συστῆσαι τὸ πρόσωπον, vultu compοsito, Πλούτ. 2. 152Β. VI. ἐνδείκνυμι, δεικνύω, εὔνοιαν Πολύβ. 4. 5, 6· συν. ὅτι... ὁ αὐτ. 3. 108, 4· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., Διόδ. 14. 45· μετὰ μετοχ., σ. τινὰ ὄντα ὁ αὐτ. 13, 91. Β. Παθητ., μετ’ ἀορίστ. β΄ ἐνεργ. συνέστην· πρκμ. συνέστηκα, μετοχ. συνεστηκώς, συνηρ. συνεστώς, ῶσα, ὼς ἢ ός. ― Περὶ τῆς διὰ τοῦ ο ἐκφορᾶς τοῦ συνεστώς, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 73 κἑξ. (Εὐρ. Ἄλκ. 797, Πλάτ. Τίμ. 56Β), Ἰωνικ. συνεστεώς, -εῶσα, -εώς· οὕτω μέσ. μέλλ. συστήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 435, 508, 672. Ἵσταμαι ὁμοῦ, περὶ τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 8. 27· ἀντίθετον τῷ διίστασθαι, Ξεν. Κυνηγ. 6, 16· ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζω παράταξιν μάχης, παρατάσσομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 7, 16, 6. 5, 28, κ. ἀλλ.· συστάντες ἀθρόοι αὐτόθι 7. 3, 47· τηρῶ τὴν τάξιν μου, Ἡρόδ. 6. 29. ΙΙ. ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἀντεπεξέρχομαι κατά τινος, συναντῶ τινα ἐχθρικῶς, συμπλέκομαι, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, ἅπαξ μόνον παρ’ Ὁμήρ., πολέμοιο συνεσταότος, τοῦ πολέμου συνεστῶτος, Ἰλ. Ξ. 96· τῆς μάχης συνεστεώσης Ἡρόδ. 1. 74· πόλεμος ξυνέστη Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 144., 8. 142· μάχη τις ξυνέστηκε Πλάτ. Σοφιστ. 246C ― ἀκολούθως, 2) ἐπὶ προσώπων, συνίσταμαί τινι, συναντῶ τινα ἐν μάχῃ, συμπλέκομαι μετά τινος, Ἡρόδ. 6. 108, Αἰσχύλ. Θήβ. 435, 509, Ἀριστοφ. Σφ. 1031· θνατὸς δ’ ἀθανάτῳ συστήσομαι Ἀνθ. Π. 5. 93· ἐν μάχῃ σ. τινι Εὐρ. Ἱκέτ. 847· συσταθεὶς διὰ μάχης ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 755· συνεστάναι μαχομένους Ἡρόδ. 1. 214· καὶ μόνον συνέστασαν ὁ αὐτ. 6. 29· ― μεταφορ., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω, ἦτο ἐναντία πρὸς ταύτην τὴν γνώμην ἡ τοῦ..., ὁ αὐτ. 4. 132· ― ἀπολ., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν, ὅτε οἱ στρατηγοὶ διεφώνουν, ὁ αὐτ. 8. 79· γνῶμαι μὲν αὗται συνέστησαν ὁ αὐτ. 1. 208, πρβλ. 7. 142. 3) ὡς τὸ σύνειμι, περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι εἴς τι, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ ὁ αὐτ. 7. 170., 8. 74., 9. 89· ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας Σοφ. Ο. Κ. 514· συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Θουκ. 4. 55· καρτερᾷ μάχῃ αὐτόθι 96. ΙΙΙ. ἐπὶ φίλων, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἑνότητος, συνδέομαι ὁμοῦ, ὁ αὐτ. 6. 21, 33, κτλ.· κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. ὁ αὐτ. 2. 88· ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 1· συνίστασθαι πρός τινα, σχηματίζειν συμμαχίαν μετά τινος, Θουκ. 1. 1, 15· μετά τινος Δημ. 917, 13, κτλ.· ἐπί τινας, ἐναντίον αὐτῶν, Λυσί. 165. 40, πρβλ. 184. 7· τὸ ξυνιστάμενον, ἡ συνωμοσία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 863, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2· οἱ ξυνιστάμενοι, οἱ συνωμόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 577· οὕτως, οἱ ξυνεστῶτες, τὸ συνεστηκὸς Θουκ. 8. 66, Αἰσχίν. 14. 23. 2) καθόλου, σχετίζομαι ἢ συνδέομαι στενῶς, ὡς π. χ. διὰ γάμου, μετὰ συστοίχου αἰτ., λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα Σοφ. Τρ. 28 (πρβλ. λέχος ξυνῆλθον ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 491)· ― σ. τινι, εἶμαι συνέταιρός τινος ἢ συνεργός, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 4. 8, Μάξ. Τύρ. 10, 8. IV. συνίσταμαι, συντίθεμαι, σχηματίζομαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 902, Πλάτ. Πολ. 530A, κτλ.· ἐπειδὴ πάντα ξυνειστήκει Ξεν. Κύρ. 6. 1, 54· ξ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Πλάτ. Τίμ. 56Β, πρβλ. 54C· ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν σ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 14· ἐξ ὧν ὁ κόσμος σ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4, κτλ. β) ἐπὶ δράματος, συντίθεμαι, ποιοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητικ. 14, 2· ― ἐντεῦθεν, γ) γίνομαι, συμβαίνω, συνίσταμαι, τὸ συνιστάμενον κακὸν Δημ. 245. 24· πόλις οὕτως συστᾶσα Πλατ. Πολ. 546A· ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 2, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 10, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, κτλ. δ) ἐν τῷ πρκμ. ἢ ἀορ. β΄, ὑπάρχω, εἶμαι ἢ γίνομαι κατά τινα τρόπον, ἡ πολιτεία ξυνέστηκε μίμησις τοῦ καλλίστου βίου Πλάτ. Νόμ. 817Β, πρβλ. Τίμ. 25A· συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Ἰσοκρ. 70C. ε) τηρῶ ὁμοῦ, ὑπομένω, ἐπιμένω, ἐξακολουθῶ, τοῦτο συνεστήκεε μέχρις οὗ... Ἡρόδ. 7. 225 ― μάλιστα ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ξυνεστὼς στρατός, καλῶς ἠσκημένος, συγκεκροτημένος, Εὐρ. Ι. Α. 87· ἱππικὸν συνεστηκός, συγκεκροτημένον, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 26· ― τὸ στράτευμα συνεστηκός, συγκεκροτημένον καὶ διαρκὲς Δημ. 93 ἐν τέλ., πρβλ. 92. 23., 101. 8. V εἶμαι συμπαγής, εὐτραφής, σώματα συνεστηκότα, ἐπὶ ζῴων εὑρισκομένων ἐν καλῇ καταστάσει, Ξεν. Κυν. 7, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 83Α· ― κτῶμαι οὐσίαν ἢ σύστασιν, σχηματίζομαι, ἐπὶ ᾠῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 3· ἐπὶ αἵματος, μέλιτος, κτλ., αὐτόθι 3. 6, 2., 5. 22, 7· ἐπὶ ἐμβρύου, συνίσταται καὶ λαμβάνει τὴν οἰκείαν μορφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 1. 26· ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου, αὐτόθι 2. 6. 36. κτλ.· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ἴδε κοιλία Ι καὶ Foës Oecon. ἐν λ. ξυνίστημι, ξυνίστασθαι, συνεστηκός· συνεστηκυῖα χιών, πεπηγυῖα, Πολύβ. 3. 55, 2. VI. συστέλλλομαι, συσπῶμαι, συνεστὼς πρόσωπον, συνωφρυωμένον, Πλουτ. Δημήτρ, 17· τὸ ξυνεστὸς φρενῶν = σύστασις Β. ΙΙ. 3, Εὐρ. Ἄλκ. 797.

English (Autenrieth)

only perf. part. πολέμοιο συνεσταότος, having arisen, Il. 14.96†.

Spanish

unir, conectar, estar en unión

Greek Monolingual

Α
βλ. συνιστώ.

Greek Monotonic

συνίστημι: παρατ. -ίστην, μέλ. συστήσω, αόρ. αʹ συνέστησα·
Α. I. τοποθετώ, στερεώνω, στήνω μαζί, συνδυάζω, συνάπτω, συνδέω, συνενώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· μαντικὴν ἑαυτῷ συστῆσαι, καταφέρνω να ενωθώ με τη μαντική τέχνη, δηλ. να γίνω κάτοχός της, να την γνωρίζω ενδελεχώς, σε Ηρόδ.
II. συνάπτω, τακτοποιώ, βάζω μαζί, διευθετώ, συσχηματίζω, μορφοποιώ, συνενώνω, σε Θουκ., Δημ.· επινοώ, διοργανώνω, ορίζω, συνίστημι θάνατον ἐπί τινι, σε Ηρόδ.· συνίστημι τιμάς, ορίζω τις τιμές που πρέπει να αποδοθούν, σε Δημ.· ομοίως σε Μέσ. αόρ. αʹ, σε Ισοκρ.
III. 1. φέρνω κάποιους κοντά ώστε να γίνουν φίλοι, παρουσιάζω τον έναν στον άλλο, κάνω τις συστάσεις, τινά τινι, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., συνεστάθη Κύρῳ, σε Ξεν.
2. λέγεται για οφειλέτη, παρουσιάζω, παρέχω κάποιον ως εγγυητή, τινά τινι, σε Ισοκρ. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ συνέστην· παρακ. συνέστηκα, μτχ. συνεστηκώς, συνηρ. συνεστώς, -ῶσα, -ώς ή -ός, Ιων. συνεστεώς, -εῶσα, -εώς· επίσης, Μέσ. μέλ. συστήσομαι·
I. στέκομαι μαζί, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, παρατάσσομαι, σχηματίζω παράταξη μάχης, σε Ξεν.
II. 1. με εχθρική σημασία, πολέμοιο συνεσταότος, όταν συνήφθη η μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, συνίστασθαί τινι, συμπλέκομαι σε μάχη, συναντώ σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι, συγκρούομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν, όταν οι στρατηγοί διαφωνούσαν, σε Ηρόδ.
2. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι σε κάτι, λιμῷ καὶ καμάτῳ, στον ίδ.· συνεστῶτες ἀγῶνι, σε Θουκ.
III. 1. συνιστώ, δημιουργώ όμιλο, συνδέομαι στενά, οργανώνω, συγκροτώ σύνδεσμο, στον ίδ.· τὸ ξυνιστάμενον, συνωμότες, σε Αριστοφ.· ομοίως, οἱ ξυνεστῶτες, τὸ συνεστηκός, σε Θουκ., Αισχίν.
2. σχετίζομαι, συνδέομαι στενά, όπως π.χ. με τα δεσμά του γάμου, με σύστ. αντ., λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα, σε Σοφ.
IV. 1. συνίσταμαι, μορφοποιούμαι, σχηματίζομαι, συντίθεμαι, σε Ξεν.
2. συμβαίνω, γίνομαι, προκύπτω, σε Δημ.
3. συντηρώ, υπομένω, επιμένω, διαρκώ, εξακολουθώ, σε Ηρόδ.· με στρατιωτική σημασία, ξυνεστὼς στρατός, αυτός που έχει συγκροτηθεί καλά, πειθαρχημένος, εξασκημένος, οργανωμένος, τακτικός, σε Ευρ.· στράτευμα συνεστηκός, καλά οργανωμένο στράτευμα, ετοιμοπόλεμο, σε Δημ.
V. είμαι συμπαγής, σταθερός, στερεός, σε Ξεν.
VI. συστέλλομαι, ζαρώνω, συνοφρυώνομαι, ξυνεστὸς φρενῶν = σύστασις Β. II. 2., σε Ευρ.

Middle Liddell

imperf. -ίστην fut. συστήσω aor1 συνέστησα
I. to set together, combine, associate, unite, band together, Hdt., Thuc.; μαντικὴν ἑαυτῷ συστῆσαι to bring prophetic art into union with himself, i. e. to win, acquire it, Hdt.
II. to put together, organise, frame, Thuc., Dem.:— to contrive, ς. θάνατον ἐπί τινι Hdt.; ς. τιμάς to settle prices, Dem.; so in aor1 mid., Isocr.
III. to bring together as friends, introduce or recommend one to another, τινά τινι Plat., etc.: Pass., συνεστάθη Κύρῳ Xen.
2. of a debtor, to offer another as a guarantee, τινά τινι Isocr.
B. Pass., with aor2 act. συνεστάθη Κύρῳ Xen.
2. of part. συνεστηκώς, contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός, ionic συνεστεώς, εῶσα, εώς; also fut. mid. συστήσομαι;— to stand together, Hdt., Xen.; of soldiers, to form in order of battle, Xen.
II. in hostile sense, πολέμοιο συνεσταότος when battle is joined, Il.:—so, of persons, συνίστασθαί τινι to meet him in fight, be engaged with, Hdt., Attic:—absol., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Hdt.
2. to be involved in a thing, λιμῷ καὶ καμάτῳ Hdt.; συνεστῶτες ἀγῶνι Thuc.
III. to form a league or union, Thuc.; τὸ ξυνιστάμενον the conspirators, Ar.; so, οἱ ξυνεστῶτες, τὸ συνεστηκός Thuc., Aeschin.
2. generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn., λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα Soph.
IV. to be put together, organised, framed, Xen.
2. to arise, become, take place, Dem.
3. to hold together, endure, continue, Hdt.: in military sense, ξυνεστὼς στρατός a well-disciplined army, Eur.; στράτευμα συνεστηκός a standing army, Dem.
V. to be compact, solid, firm, Xen.
VI. to be contracted, ξυνεστὸς φρενῶν = σύστασις B. II. 2, Eur.

Chinese

原文音譯:sun⋯sthmi, (sunist£w) 尋-衣士帖米
詞類次數:動詞) 16
原文字根:同-站 相當於: (עָמַד‎)
字義溯源:並列,舉薦,薦,證明,表明,顯明,顯出,成,站著,存立,持久,稱許;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἵστημι)*=站)組成。參讀 (παρατίθημι)同義字
出現次數:總共(16);路(1);羅(3);林後(9);加(1);西(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 稱許的(3) 林後10:18; 林後10:18; 林後12:11;
2) 存立(1) 西1:17;
3) 而成的(1) 彼後3:5;
4) 我⋯舉薦(1) 羅16:1;
5) 就證明⋯是(1) 加2:18;
6) 我們⋯舉薦(1) 林後5:12;
7) 薦的(1) 林後10:12;
8) 你們表明(1) 林後7:11;
9) 顯明了(1) 羅5:8;
10) 顯出(1) 羅3:5;
11) 舉薦(1) 林後3:1;
12) 薦(1) 林後4:2;
13) 表明(1) 林後6:4;
14) 站著的(1) 路9:32

Léxico de magia

tb. συνιστάνω 1 unir, conectar con un ser superior τέλεσόν με τοῖς πράγμασί μου τούτοις καὶ σύστησόν με conságrame para estas prácticas y úneme (al dios) P XIII 611 συνίστα δὲ σεαυτὸν τῷ θεῷ οὕτως únete tú mismo al dios de este modo P II 73 2 en v. med. estar en unión con un ser superior ἀέριον πνεῦμα συσταθὲν κραταιῷ παρέδρῳ un espíritu aéreo unido a un poderoso asesor P I 180 ὅταν ὑπακούσῃ καὶ συσταθῇς αὐτῷ cuando te escuche y estés en unión con él P II 43 ὅταν οὖν συσταθῇς τῷ θεῷ, λέγε λόγον αὔτοπτον cuando estés en unión con el dios, recita la fórmula de visión directa P III 698 πρῶτα μὲν συσταθεὶς πρὸς τὸν Ἥλιον τρόπῳ τούτῳ en primer lugar entra en unión con Helios de esta forma P IV 168 συνεστάθην σου τῇ ἱερᾷ μορφῇ me he unido a tu sagrada forma P IV 215 ἔχε συνεστάμενον, κύριε, καὶ ἐπήκοός μοι γενοῦ manténte unido a mí, señor, y séme obediente P IV 949 P Va 2 πρότερον δὲ συνιστάνου ... τοῖς ὡρογενέσιν θεοῖς primero has de estar en unión con los dioses de las horas P XIII 29 διὸ συνίσταμαί σοι διὰ τοῦ μεγάλου ἀρχιστρατηγοῦ Μιχαήλ por ello estoy unido a ti mediante el gran archistratego Miguel P XIII 927 P XIII 930

Lexicon Thucydideum

ad societatem impellere, to urge to form an alliance, 6.16.6, 6.85.3, 8.48.2,
conflare, to blow together, kindle, 8.48.3,
MED. consociare se, coire, to unite, to come together, 1.1.1, 1.15.2, 2.88.1, 4.78.5, 5.82.2, 6.21.1, 6.33.5, 6.37.2, 6.79.3, 6.85.3, 6.85.36.96.3, 7.15.1, 7.33.2, 8.83.3, [Vat. Vatican manuscript κατ᾽]
conspirare, coniurare, to conspire, to plot together, 3.70.6, 8.65.2, 8.66.1, 8.66.2, 8.66.3, 8.73.2, 8.73.4,
conflari, to be forged together, 1.15.2,
implicari, deduci in, to be implicated, to be led into, 4.55.2, 4.96.2,
constitui, to be fixed, be determined, 8.73.1,
constare, to be agreed, be settled, 1.90.2, [nonnulli codd. et Bekk. several manuscripts and Bekker's text εἱστήκει]

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎