μετά: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(24) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες [[μετὰ]] ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι [[μετὰ]] σωφροσύνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) [[ακολουθία]] τοπική, ύστερα, [[έπειτα]] από (α. «το [[φαρμακείο]] [[είναι]] [[μετά]] τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «[[μετὰ]] δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», <b>Παυσ.</b>)<br />β) [[ακολουθία]] χρονική, [[κατόπιν]], [[έπειτα]], ὕστερα από (α. «[[μετά]] Χριστόν» β. «μετ' [[ολίγον]]» γ. «[[μετά]] μεσημβρίαν» δ. «[[μετά]] [[τρίτον]] [[ἔτος]]», Θεοφρ.)<br />γ) [[ακολουθία]] [[κατά]] [[τάξη]] κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο [[Γερμανός]] [[δρομέας]] ήλθε [[πρώτος]] [[μετά]] τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «[[κάλλιστος]] ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[σχέση]] [[μεταξύ]] αιτίας και αποτελέσματος («[[μετά]] από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)<br /><b>3.</b> (απολύτως ως επίρρ.) [[κατόπιν]], ύστερα, [[έπειτα]] (α. «θα τά πούμε [[μετά]]» β. «[[πρόσθε]] μὲν ἱππῆες, [[μετὰ]] δὲ [[νέφος]] εἵπετο πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) δηλώνει [[διαδοχή]] σε [[αξίωμα]], [[ασχολία]] κ.λπ. («[[μετά]] την [[πτώση]] της δικτατορίας επανήλθε η [[δημοκρατία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετά]] μένα», «[[μετά]] [[σένα]]» κ.λπ.<br />[[μαζί]] μου, [[μαζί]] σου κ.λπ.<br />β) «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — με [[δυσκολία]]<br />γ) «[[μετά]] [[τιμής]]», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική [[έκφραση]] σε επιστολές και έγγραφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) με τη [[βοήθεια]] ή με τη [[συναίνεση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. και δοτ.) στο [[μέσο]], [[μεταξύ]] (α. «[[μετὰ]] τῶν θεῶν διάγουσα», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε [[μετὰ]] πρώτοισι φάνεσκεν, [[ἄλλοτε]] δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) ενώπιον<br />β) [[προσέτι]], [[εκτός]] από («αὐτὰρ ἐγὼ [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῑσιν ἐλέγμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) στο [[μέσο]] πλήθους («ἵκοντο [[μετὰ]] Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) σε [[αναζήτηση]] κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για κάποιο σκοπό («[[μετὰ]] στέφανον ἰών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετὰ]] τοῡ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου<br />β) «μεθ' ἡμέραν», «[[μετὰ]] νύκτας» — [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br />γ) «[[εἰμὶ]] [[μετά]] τινος» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[είμαι]] [[υπερασπιστής]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>- «στο [[μέσο]]», ενώ το <i>ta</i> οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[κατά]] το [[κατά]] και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ισλδ. <i>med</i>, γοτθ. <i>mip</i>, αγγλοσαξ. <i>mid</i>(<i>i</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>mit</i>(<i>i</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Metu</i>-<i>barbis</i> «[[ανάμεσα]] στους βάλτους», <i>Met</i>-<i>apa</i>, <i>Μετ</i>-<i>άπιοι</i>) και πιθ. με τα [[μέχρι]] και [[μέσος]]. Η λ. [[μετά]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meta</i> και πιθ. στις σύνθετες λ. <i>metakekumena</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χέω</i>) και <i>metakitita</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]). Η λ. [[μετά]] χρησιμοποιείται ως [[επίρρημα]], ως [[πρόθεση]] (συντασσόμενη με γενική, [[δοτική]] και αιτιατ.) και [[ευρέως]] εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>μετ</i>[[α]]). Ως [[πρόθεση]] η [[μετά]] απαντά με τις μορφές <i>μετ</i>' [[πριν]] από ψιλούμενη (<i>μετ</i>' <i>ἀρετῆς</i>) και <i>μεθ</i>' [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>μεθ</i>' <i>ἡμῶν</i>). Ο [[ποιητικός]] τ. [[μεταί]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεται</i>-<i>βολία</i>) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[καταί]], [[παραί]]. Η αρχική σημ. της πρόθεσης [[μετά]] [[είναι]] «[[μεταξύ]]», ενώ η σημ. «[[μαζί]]» (της πρόθεσης [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> γενική) [[είναι]] μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>, ενώ [[υστερογενής]] [[είναι]] και η χρονική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετά]] ταύτα</i>). Ο τ. [[μέτα]] ως [[επίρρημα]] έχει τη σημ. «[[μεταξύ]], [[πίσω]]». Σε ορισμένες διαλέκτους (<b>[[πρβλ]].</b> αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την [[πρόθεση]] [[μετά]] χρησιμοποιείται η [[πρόθεση]] [[πεδά]]. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[μετά]] εμφανίζεται και με τις μορφές <i>με</i> και [[ματά]]]. | |mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες [[μετὰ]] ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι [[μετὰ]] σωφροσύνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) [[ακολουθία]] τοπική, ύστερα, [[έπειτα]] από (α. «το [[φαρμακείο]] [[είναι]] [[μετά]] τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «[[μετὰ]] δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», <b>Παυσ.</b>)<br />β) [[ακολουθία]] χρονική, [[κατόπιν]], [[έπειτα]], ὕστερα από (α. «[[μετά]] Χριστόν» β. «μετ' [[ολίγον]]» γ. «[[μετά]] μεσημβρίαν» δ. «[[μετά]] [[τρίτον]] [[ἔτος]]», Θεοφρ.)<br />γ) [[ακολουθία]] [[κατά]] [[τάξη]] κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο [[Γερμανός]] [[δρομέας]] ήλθε [[πρώτος]] [[μετά]] τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «[[κάλλιστος]] ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[σχέση]] [[μεταξύ]] αιτίας και αποτελέσματος («[[μετά]] από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)<br /><b>3.</b> (απολύτως ως επίρρ.) [[κατόπιν]], ύστερα, [[έπειτα]] (α. «θα τά πούμε [[μετά]]» β. «[[πρόσθε]] μὲν ἱππῆες, [[μετὰ]] δὲ [[νέφος]] εἵπετο πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) δηλώνει [[διαδοχή]] σε [[αξίωμα]], [[ασχολία]] κ.λπ. («[[μετά]] την [[πτώση]] της δικτατορίας επανήλθε η [[δημοκρατία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετά]] μένα», «[[μετά]] [[σένα]]» κ.λπ.<br />[[μαζί]] μου, [[μαζί]] σου κ.λπ.<br />β) «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — με [[δυσκολία]]<br />γ) «[[μετά]] [[τιμής]]», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική [[έκφραση]] σε επιστολές και έγγραφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) με τη [[βοήθεια]] ή με τη [[συναίνεση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. και δοτ.) στο [[μέσο]], [[μεταξύ]] (α. «[[μετὰ]] τῶν θεῶν διάγουσα», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε [[μετὰ]] πρώτοισι φάνεσκεν, [[ἄλλοτε]] δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) ενώπιον<br />β) [[προσέτι]], [[εκτός]] από («αὐτὰρ ἐγὼ [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῑσιν ἐλέγμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) στο [[μέσο]] πλήθους («ἵκοντο [[μετὰ]] Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) σε [[αναζήτηση]] κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για κάποιο σκοπό («[[μετὰ]] στέφανον ἰών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετὰ]] τοῡ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου<br />β) «μεθ' ἡμέραν», «[[μετὰ]] νύκτας» — [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br />γ) «[[εἰμὶ]] [[μετά]] τινος» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[είμαι]] [[υπερασπιστής]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>- «στο [[μέσο]]», ενώ το <i>ta</i> οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[κατά]] το [[κατά]] και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ισλδ. <i>med</i>, γοτθ. <i>mip</i>, αγγλοσαξ. <i>mid</i>(<i>i</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>mit</i>(<i>i</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Metu</i>-<i>barbis</i> «[[ανάμεσα]] στους βάλτους», <i>Met</i>-<i>apa</i>, <i>Μετ</i>-<i>άπιοι</i>) και πιθ. με τα [[μέχρι]] και [[μέσος]]. Η λ. [[μετά]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meta</i> και πιθ. στις σύνθετες λ. <i>metakekumena</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χέω</i>) και <i>metakitita</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]). Η λ. [[μετά]] χρησιμοποιείται ως [[επίρρημα]], ως [[πρόθεση]] (συντασσόμενη με γενική, [[δοτική]] και αιτιατ.) και [[ευρέως]] εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>μετ</i>[[α]]). Ως [[πρόθεση]] η [[μετά]] απαντά με τις μορφές <i>μετ</i>' [[πριν]] από ψιλούμενη (<i>μετ</i>' <i>ἀρετῆς</i>) και <i>μεθ</i>' [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>μεθ</i>' <i>ἡμῶν</i>). Ο [[ποιητικός]] τ. [[μεταί]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεται</i>-<i>βολία</i>) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[καταί]], [[παραί]]. Η αρχική σημ. της πρόθεσης [[μετά]] [[είναι]] «[[μεταξύ]]», ενώ η σημ. «[[μαζί]]» (της πρόθεσης [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> γενική) [[είναι]] μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>, ενώ [[υστερογενής]] [[είναι]] και η χρονική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετά]] ταύτα</i>). Ο τ. [[μέτα]] ως [[επίρρημα]] έχει τη σημ. «[[μεταξύ]], [[πίσω]]». Σε ορισμένες διαλέκτους (<b>[[πρβλ]].</b> αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την [[πρόθεση]] [[μετά]] χρησιμοποιείται η [[πρόθεση]] [[πεδά]]. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[μετά]] εμφανίζεται και με τις μορφές <i>με</i> και [[ματά]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετά:''' ποιητ. [[μεταί]], Αιολ. και Δωρ. [[πεδά]] (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> στο [[μέσον]], [[ανάμεσα]] σ' ένα [[πλήθος]], <i>μετ' ἄλλων ἑταίρων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν [[μετὰ]] [[δούλων]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> από κοινού, μαζί, [[μετὰ]] Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· [[μετά]] τινος πάσχειν, [[στῆναι]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μαζί, με τη [[χρήση]], ἱκετεύειν [[μετὰ]] δακρύων, σε Πλάτ.· <i>μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν</i>, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., [[ὁσίως]] καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.,<br /><b class="num">I.</b> μόνο ποιητ., [[κυρίως]] Επικ.,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, [[ανάμεσα]], με τη [[συνοδεία]], [[μετὰ]] τριτάτοισιν [[ἄνασσεν]], ο [[Νέστωρ]] βασίλευσε [[ανάμεσα]] στην [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[μετὰ]] [[νηυσί]], [[ἀστράσι]], [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] σε, σε Όμηρ.· [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη [[συνοδεία]] των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταξύ]], [[μετὰ]] χερσὶν ἔχειν, [[κρατώ]] [[ανάμεσα]], δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] φρεσίν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό με, στο πλάι, [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῖσιν, [[πέμπτος]] μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το [[μετά]] δεν χρησιμ. [[ποτέ]] με δοτ. ενικ., με την [[εξαίρεση]] των περιληπτικών ονομάτων, [[μετὰ]] στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κίνηση]], στη [[μέση]], το να έρχεται [[κάποιος]] [[ανάμεσα]] σε ένα [[πλήθος]], [[μετὰ]] φῦλα [[θεῶν]], σε Όμηρ.· [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> σε [[επιδίωξη]] ή [[αναζήτηση]] κάποιου, [[βῆναι]] [[μετὰ]] Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική [[έννοια]], [[βῆναι]] [[μετά]] τινα, τον [[καταζητώ]], τον [[καταδιώκω]], στο ίδ.· επίσης, <i>βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν</i>, [[πηγαίνω]] να αναζητήσω [[νέα]] για τον [[πατέρα]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον [[μέτα]] θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για απλή [[ακολουθία]] ή [[διαδοχή]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[μετά]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[πίσω]], <i>λαοὶ ἕπονθ'</i>, [[ὡσεὶ]] [[μετὰ]] κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[μετά]], ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] [[ἑτοῖμος]], [[μετά]] τον Έκτορα, ο θάνατός [[σου]] πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[κατόπιν]], ύστερα, στους Αττ.· <i>μεθ' ἡμέραν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αξία, κοινωνική [[ιεραρχία]], [[μετά]] από, πιο [[κάτω]] από, που ακολουθ. από υπερθ., [[κάλλιστος]] ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> σε [[συμφωνία]], σύμφωνα με, [[μετὰ]] σὸν καὶ ἐμὸν [[κῆρ]], όπως εσύ και εγώ [[εύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετ'ὄγμον</i>, σύμφωνα με τη [[γραμμή]] του αυλακιού, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b>γενικά, [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], όπως η [[σύνταξη]] με δοτ., [[μετὰ]] πάντας [[ἄριστος]], ο [[καλύτερος]] [[ανάμεσα]] σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετὰχεῖρας ἔχειν</i>, σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ.,<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ., [[μεταξύ]] αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> και [[κατόπιν]], [[αμέσως]] [[μετά]], ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. <b>Ε.</b> [[μέτα]] αντί <i>μέτεστι</i>, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κοινωνία]],<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετοχή]], όπως [[μεταδίδωμι]], [[μετέχω]], με γεν. πράγμ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ενέργεια]], [[πράξη]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], όπως [[μεταδαίνυμαι]], με δοτ. προσ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[διάστημα]], όπως <i>μεταίχμιον</i>.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[διαδοχή]], όπως [[μεταδόρπιος]].<br /><b class="num">IV.</b> χρησιμ. για [[επιδίωξη]], όπως [[μετέρχομαι]].<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε [[κάτι]], όπως [[μεθίημι]].<br /><b class="num">VI.</b> [[κατόπιν]], [[πίσω]], όπως [[μετάφρενον]].<br /><b class="num">VII.</b> [[πίσω]] [[ξανά]], διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως [[μετατρέπω]], [[μεταστρέφω]].<br /><b class="num">VIII.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] λέγεται για [[αλλαγή]] τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως [[μεταβαίνω]], [[μεταβουλεύω]] κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ, but ᾱ in S.Ph.184 (s. v. l., lyr.)], poet. μεταί, dub., only in μεταιβολία; Aeol., Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth.
A mip, OHG. miti, mit 'with'.) A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.), I in the midst of, among, between, with pl. Nouns, μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320; μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140; τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400; πολλῶν μ. δούλων A.Ag.1037; μ. ζώντων εἶναι S.Ph.1312; ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT414; μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd.81a (but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph.1103 (lyr.), etc. II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν), μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700, cf. 21.458; συνδιεπολέμησαν τὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7; μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24, cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2; μ. εἷο Hes.Th.392; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr.1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56; μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7; μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap.32b: generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), as κοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68, Timocl.22.2; εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt.315b: freq. with Prons., μετ' αὐτοῦ S. Ant.73; μετ' ἐμοῦ Ar.Ach.661 (anap.), etc.: less freq. of things, στέγη πυρὸς μ. S.Ph.298; μ. κιθάρας E.IA1037 (lyr.); μ. τυροῦ Ar.Eq.771, etc.; τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ἐποιήσαντο Th.1.6, cf. E.Or.573; ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47: indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb, Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109, etc.; of things, in conjunction with, ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας Pl.R.591b; γῆρας μ. πενίας ib.330a. III later, in one's dealings with, ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27; ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36; τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15 (ii A.D.): even of hostile action, σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27, cf. 15.3; πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7, cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner, τὸ ἄπραγμον . . μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, etc.; ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap.34c; οἴκτου μέτα S.OC1636; μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ . . ἐλλείπομεν Th.1.120, cf. IG22.791.12; μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib.103, etc.; ψυχὴν ὁσίως βεβιωκυῖαν καὶ μετ' ἀληθείας Pl.Grg.526c, cf. Phdr.249a, 253d; also, by means of, μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8; γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226. 2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15; ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b. IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during... Id.5.25. B WITH DAT., only poet., mostly Ep.: I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it, μ. πρώτοισι . . ἐν πυμάτοισι Il.11.64: 1 of persons, among, in company with, μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525; μετ' ἀνθρώποις B.5.30; μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly, μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250, etc.; between, of two parties, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν 4.16. 2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91; δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op.687; χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367; αἰετὼ . . ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148. 3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph.1110 (lyr.), etc.; τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344; ὅς κεν . . πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200; μ. φρεσί 4.245, etc. II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν . . πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers.613, Theoc.1.39, 17.84. III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such, μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118), μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503; στρατῷ 22.49; μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50, etc.; μετ' ἀνδρῶν . . ἀριθμῷ Od.11.449; μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch.365 (lyr.). C WITH ACCUS., I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied, ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264; μ. φῦλα θεῶν 15.54, cf. Od.3.366, al.; μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245; μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573, al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things, εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123; με μ. . . ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place, μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552. 2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415; οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420; μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357; μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247. II of sequence or succession, 1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69; ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H. 2 of Time, after, next to, μ. δαῖτας Od.22.352; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96; μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575, cf. Hdt. 1.34; μετ' εὐχάν A.Ag.231 (lyr.), etc.; μ. ταῦτα thereupon, there-after, h.Merc.126, etc.; τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb.34c; τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg.646c; μ. μικρόν Luc. Demon.8; μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19; μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1; μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc.326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr.251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba.485; μ. νύκτας Pi.N.6.6; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg.794c. 3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following Sup., κάλλιστος ἀνὴρ . . τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674, cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.; κοῦροι οἳ . . ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652, cf. Isoc.9.18: where Sup. is implied, ὃς πᾶσι μετέπρεπε . . μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195, cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many... Philostr.Her.6. III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321; μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406. IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419; μ. πληθύν Il.2.143; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.); μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16. β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc. D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147. E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446,477, etc.; with him, οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115. II and then, next afterwards, opp. πρόσθε, Il.23.133. III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128,150, A.Ag.759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc. F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88,171, S.Ant. 48,etc. G IN COMPOS.: I of community or participation, as in μεταδίδωμι, μετέχω, usu. c. gen. rei. 2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers. II in the midst of, of space or time, as in μεταδήμιος, μεταδόρπιος 1; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον. III of succession of time, as in μεταδόρπιος 2, μετακλαίω, μεταυτίκα. IV of pursuit, as in μεταδιώκω, μετέρχομαι. V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων. VI after, behind, as in μετάφρενον, opp. πρόσθε. VII reversely, as in μετατρέπω, μεταστρέφω. VIII most freq. of change of place, condition, plan, etc., as in μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, μεταγιγνώσκω, etc.
German (Pape)
[Seite 141] (mit μέσος verwandt, wie mit u. mitten, vgl. μέτασσαι, μεταξύ), poet. auch μεταί, äol. u. dor. πεδά, Adverbium und Präposition.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
A. adv.
I. au milieu, parmi : μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη IL au milieu (d’eux) est Athénè aux yeux brillants ; μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων IL au milieu (d’eux) est le puissant Agamemnon;
II. par derrière;
1 avec idée de lieu par derrière, à la suite : μετὰ Τυδέος υἱὸν ἔπουσαν IL (Athénè) qui accompagne en le suivant le fils de Tydée ; μετὰ νῶτα βαλών IL (où fuis-tu) le dos tourné (à l’ennemi) ? πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ’ ὔμμες OD moi le premier, vous ensuite ; πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν IL en avant marchent les guerriers montés sur des chars, par derrière suivait la nuée des guerriers à pied;
2 avec idée de temps ensuite : ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκεν IL ensuite il s’assit à l’écart loin des vaisseaux, puis lança un trait ; suivi de δέ : μετὰ δέ, et ensuite;
3 en faisant se succéder, en remplaçant : μετὰ δὴ βουλεύαι ; HDT reviens-tu sur ta résolution ? litt. prends-tu une résolution qui succède à celle que tu avais prise ?;
B. prép. avec le gén., le dat. et l’acc. :;
• GÉN. « avec », càd :
1 au milieu de, parmi : μετὰ δμώων πῖνε καὶ ἦσθε OD il buvait et mangeait au milieu de ses serviteurs ; καθήμενον μετὰ τῶν ἄλλων PLAT assis au milieu des autres;
2 en communauté avec;
3 d’accord avec : μετὰ καιροῦ THC selon l’occasion ; μετὰ τοῦ ἀδικουμένου ἔσεσθαι XÉN on sera du côté de celui à qui on ferait du mal;
4 avec accompagnement de : γῆρας μετὰ πενίας PLAT la vieillesse avec la pauvreté ; outre : γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατός THC (ce prince) qui joignit à la sagesse la puissance;
• DAT. poét.
1 au milieu de, parmi, entre, dans : ἔχειν μετὰ χερσί ou ἴσχειν SOPH avoir ou tenir entre les mains ; μετὰ γαμφηλῇσιν IL ou μετὰ γένυσσιν IL (aiguisant ses défenses) dans litt. entre ses mâchoires ; avec un sg. collectif : μετὰ στρατῷ IL au milieu de l’armée ; μεθ’ αἵματι καὶ κονίῃσι IL au milieu du sang et de la poussière;
2 avec : μετ’ ἄλλῶ λαῷ ESCHL avec le reste du peuple ; μετὰ καὶ τοῖσι OD que cela s’ajoute à tous ces maux;
3 d’accord avec, selon : μετὰ πνοιῇσ’ ἀνέμοιο IL, OD au gré du vent litt. selon le souffle du vent;
4 pour : μετ’ ἀθανάτοισι IL pour les immortels ; μετ’ ἀμφοτέροισι IL (afin qu’il arrive pour le mieux) pour les deux partis;
• ACC.
1 après, à la suite de : ποταμὸς μέγιστος μετὰ Ἴστρον HDT le fleuve le plus grand après l’Ister ; avec idée de temps μετὰ τοῦτον τὸν χρόνον PLAT après ce temps;
2 entre, parmi : μετὰ χεῖρας ἔχειν HDT avoir entre les mains ; μεθ’ ὁμήλικας OD entre ceux de ton âge ; μετ’ Aἰθιοπῆας IL parmi ou chez les Éthiopiens ; fig. τινα μετ’ ἔριδας καὶ νείκεα βάλλειν, jeter qqn au milieu des querelles et des disputes;
3 vers : σφαῖραν ἔρριψε μετ’ ἀμφίπολον OD elle lança la balle vers une suivante;
4 avec idée de temps pendant : μεθ’ ἡμέραν HDT pendant le jour;
Rem. I. μετά se place qqf en poésie, après son rég. et s’accentue alors μέτα;
II. il s’emploie poét. p. μέτεστι, et s’accentue également μέτα : avec un dat. : τί δ’ Ἑλένης παρθένῳ τῇ σῇ μέτα ; EUR quoi de commun entre Hélène et la vierge qui est ta fille ? cf. πάρα p. πάρεστι;
En composition μετά marque;
1 (μετά, avec) la communauté ou la participation : μεταδίδωμι, μετέχω, etc. ; l’action en commun avec qqn : μεταδαίνυμαι, μεταίτιος, etc.
2 (μετά, entre) : μεταίχμιον, μεταπύργιον, etc.
3 (μετά, après) la succession : μετάφρενον, etc. ; la poursuite : μεταδιώκω, μετέρχομαι, etc. ; la succession dans le temps : μεταυτίκα, μετέπειτα, etc. ; l’action de laisser aller : μεθίημι, etc. ; l’idée de à rebours : μεταστρέφω, μετατρέπω ; le changement de lieu ou de condition : μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, etc.
Étymologie: cf. skr. mithu « ensemble ».
English (Autenrieth)
amid, among, after.—I. adv. (here belong all instances of ‘tmesis’), μετὰ δ' ἰὸν ἕηκεν, let fly an arrow among them (the ships), Il. 1.48, Od. 18.2 ; πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ' ὔμμες, afterward, Od. 21.231, and so of time, Od. 15.400: denoting change of position, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, ‘had passed over the meridian’; μετὰ δ' ἐτράπετ, ‘turned around’; μετὰ νῶτα βαλών, Od. 12.312, Α 1, Il. 8.94. The relation of the adv. may be specified by a case of a subst., thus showing the transition to the true prepositional use, μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω, ‘let this be added to those and be among them,’ Od. 5.224.—II. prep., (1) w. gen., along with; μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων, μάχεσθαι μετά τινος, ‘in league with,’ Od. 10.320, Il. 13.700.—(2) w. dat., amid, among, between, in; μετὰ χερσὶν ἔχειν, ‘in the hands,’ Il. 11.184, Od. 3.281 ; μετὰ γένυσσι, ποσσί, ‘between,’ Il. 11.416, Il. 19.110 ; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο πέτεσθαι, i. e. as fast as the winds, Od. 2.148 ; Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, the last ‘among’ his mates, the position of honor in being eaten, Od. 9.369.—(3) w. acc., denoting motion, among, towards, to, after, μετ' Αἰθιοπῆας ἔβη, μετὰ μῶλον Ἄρηος, σφαῖραν ἔρριψε μετ ἀμφίπολον, βῆναι μετά τινα, Il. 1.423, Il. 7.147, ζ 11, Il. 5.152, and sometimes of course in a hostile sense; so fig., βάλλειν τινὰ μετ' ἔριδας, ‘plunge in,’ ‘involve in,’ Il. 2.376; sometimes only position, without motion, is denoted, Il. 2.143; of succession, after, next to, whether locally or of rank and worth, μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, Il. 13.492; κάλλιστος ἀνὴρ μετὰ Πηλείωνα, Il. 2.674; then of time, purpose, conformity, or adaptation, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, ‘after the death of P.’; πλεῖν μετὰ χαλκόν, ‘after,’ i. e. to get bronze; μετὰ σὸν κῆρ, ‘after,’ i. e. to suit thy heart, Il. 24.575, Od. 1.184, Ο 52, Il. 18.552, Od. 2.406, Il. 11.227 .—μέτα = μέτεστι, Od. 21.93.
English (Slater)
μετά (
1 μέτα (O. 2.34), (P. 5.94), (Pae. 9.21) )
&nnbsp;1 prep.,
a c. acc.
I to, among προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46) λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 3.
II of purpose, after, in pursuit of ἔειπεν Ὑψιπυλείᾳ μετὰ στέφανον ἰών (O. 4.23) μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.68) Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ (N. 3.38) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5.
III of time, after μετὰ χειμέριον ὄμβρον (P. 5.10) [[[μετὰ]] μέγαν κάματον (v. l. πεδὰ) (P. 5.47) ] νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον (I. 8.8)
IV of time, during καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
b c. gen., along with μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν (O. 2.34) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (O. 10.49) μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν (P. 5.94) οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) ὀλοφύρομαι οὐδὲν ὅτι πάντων μέτα πείσομαι (Pae. 9.21)
c c. dat., among λέγοντι μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)
2 adv., afterwards ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας afterwards, even at this moment (P. 4.64)
English (Abbott-Smith)
μετά (before vowel μετ’; on the neglect of elision in certain cases, V. WH, App., 146 b), prep. c. gen., acc. (in poet, also c. dat.), [in LXX for אַחַד ,עִם ,אֵת, etc.].
I.C. gen.,
1.among, amid: Mk 1:13, Lk 22:37 (LXX, ἐν) 24:5, Jo 18:5, al.; διωγμῶν, Mk 10:30.
2.Of association and companionship, with (in which sense it gradually superseded σύν, than which it is much more freq. in NT; cf. Bl., §42, 3): c. gen. pers., Mt 8:11 20:20 Mk 1:29 3:7 Lk 5:30, Jo 3:22, Ga 2:1, al. mult.; εἶναι μετά, Mt 5:25, Mk 3:14, al.; metaph., of divine help and guidance, Jo 3:2, Ac 7:9, Phl 4:9, al.; opp. to εἶναι κατά, Mt 12:30, Lk 11:23; in Hellenistic usage (but v. M, Pr., 106, 246f.), πολεμεῖν μετά = cl. π., c. dat., to wage war against (so LXX for נִלְחַם עִם, I Ki 17:33), Re 2:16, al.; c. gen. rei, χαρᾶς, Mt 13:20, Mk 4:16, al.; ὀργῆς, Mk 3:5, al.
II.C. acc,
1.of place, behind, after: He 9:3.
2.Of time, after: Mt 17:1, Mk 14:1, Lk 1:24, Ac 1:5, Ga 1:18, al.; μετὰ τοῦτο, Jo 2:12, al.; ταῦτα, Mk 16:[12], Lk 5:27, Jo 3:22, al; c. inf. artic. (BL, §71, 5; 72, 3), Mt 26:32, Mk 1:14, al.
III.In composition,
1.of association or community: μεταδίδωμι, μετέχω, etc.
2.Exchange or transference: μεταλλάσσω, μετοικίζω, etc.
3.after: μεταμέλομαι.
English (Strong)
a primary preposition (often used adverbially); properly, denoting accompaniment; "amid" (local or causal); modified variously according to the case (genitive association, or accusative succession) with which it is joined; occupying an intermediate position between ἀπό or ἐκ and εἰς or πρός; less intimate than ἐν and less close than σύν): after(-ward), X that he again, against, among, X and, + follow, hence, hereafter, in, of, (up-)on, + our, X and setting, since, (un-)to, + together, when, with (+ -out). Often used in composition, in substantially the same relations of participation or proximity, and transfer or sequence.
Greek Monolingual
(ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί)
(πρόθεση)
1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)
β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε μετά παρρησίας» β. «μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες μετὰ ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι μετὰ σωφροσύνης», Αριστοτ.)
2. όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) ακολουθία τοπική, ύστερα, έπειτα από (α. «το φαρμακείο είναι μετά τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «μετὰ δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», Παυσ.)
β) ακολουθία χρονική, κατόπιν, έπειτα, ὕστερα από (α. «μετά Χριστόν» β. «μετ' ολίγον» γ. «μετά μεσημβρίαν» δ. «μετά τρίτον ἔτος», Θεοφρ.)
γ) ακολουθία κατά τάξη κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο Γερμανός δρομέας ήλθε πρώτος μετά τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «κάλλιστος ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», Ομ. Ιλ.)
δ) σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος («μετά από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)
3. (απολύτως ως επίρρ.) κατόπιν, ύστερα, έπειτα (α. «θα τά πούμε μετά» β. «πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (με αιτ.) δηλώνει διαδοχή σε αξίωμα, ασχολία κ.λπ. («μετά την πτώση της δικτατορίας επανήλθε η δημοκρατία»)
2. φρ. α) «μετά μένα», «μετά σένα» κ.λπ.
μαζί μου, μαζί σου κ.λπ.
β) «μόλις και μετά βίας» — με δυσκολία
γ) «μετά τιμής», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική έκφραση σε επιστολές και έγγραφα
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) με τη βοήθεια ή με τη συναίνεση κάποιου
αρχ.
1. (με γεν. και δοτ.) στο μέσο, μεταξύ (α. «μετὰ τῶν θεῶν διάγουσα», Πλάτ.
β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, ἄλλοτε δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) α) ενώπιον
β) προσέτι, εκτός από («αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῑσιν ἐλέγμην», Ομ. Οδ.)
3. (με αιτ.) α) στο μέσο πλήθους («ἵκοντο μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)
β) σε αναζήτηση κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.)
γ) για κάποιο σκοπό («μετὰ στέφανον ἰών», Πίνδ.)
4. φρ. α) «μετὰ τοῡ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου
β) «μεθ' ἡμέραν», «μετὰ νύκτας» — κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατά τη διάρκεια της νύχτας
γ) «εἰμὶ μετά τινος» — είμαι με το μέρος κάποιου, είμαι υπερασπιστής κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα me- «στο μέσο», ενώ το ta οφείλεται πιθ. σε αναλογία κατά το κατά και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (πρβλ. αρχ. ισλδ. med, γοτθ. mip, αγγλοσαξ. mid(i), αρχ. άνω γερμ. mit(i). Συνδέεται επίσης με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (πρβλ. Metu-barbis «ανάμεσα στους βάλτους», Met-apa, Μετ-άπιοι) και πιθ. με τα μέχρι και μέσος. Η λ. μετά μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meta και πιθ. στις σύνθετες λ. metakekumena (πρβλ. χέω) και metakitita (πρβλ. κτίζω). Η λ. μετά χρησιμοποιείται ως επίρρημα, ως πρόθεση (συντασσόμενη με γενική, δοτική και αιτιατ.) και ευρέως εν συνθέσει (βλ. μετα). Ως πρόθεση η μετά απαντά με τις μορφές μετ' πριν από ψιλούμενη (μετ' ἀρετῆς) και μεθ' πριν από δασυνόμενη λ. (μεθ' ἡμῶν). Ο ποιητικός τ. μεταί απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. μεται-βολία) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα καταί, παραί. Η αρχική σημ. της πρόθεσης μετά είναι «μεταξύ», ενώ η σημ. «μαζί» (της πρόθεσης μετά + γενική) είναι μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την πρόθεση συν, ενώ υστερογενής είναι και η χρονική σημ. (πρβλ. μετά ταύτα). Ο τ. μέτα ως επίρρημα έχει τη σημ. «μεταξύ, πίσω». Σε ορισμένες διαλέκτους (πρβλ. αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την πρόθεση μετά χρησιμοποιείται η πρόθεση πεδά. Τέλος, η πρόθεση μετά εμφανίζεται και με τις μορφές με και ματά].
Greek Monotonic
μετά: ποιητ. μεταί, Αιολ. και Δωρ. πεδά (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.,
I. στο μέσον, ανάμεσα σ' ένα πλήθος, μετ' ἄλλων ἑταίρων, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν μετὰ δούλων, σε Αισχύλ.
II. από κοινού, μαζί, μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· μετά τινος πάσχειν, στῆναι, σε Αισχύλ., Σοφ.
III. μαζί, με τη χρήση, ἱκετεύειν μετὰ δακρύων, σε Πλάτ.· μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.,
I. μόνο ποιητ., κυρίως Επικ.,
1. κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, ανάμεσα, με τη συνοδεία, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν, ο Νέστωρ βασίλευσε ανάμεσα στην τρίτη γενιά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, μετὰ νηυσί, ἀστράσι, μεταξύ, ανάμεσα σε, σε Όμηρ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη συνοδεία των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.
3. μεταξύ, μετὰ χερσὶν ἔχειν, κρατώ ανάμεσα, δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ φρεσίν, στο ίδ.
II. συμπληρώνω έναν αριθμό με, στο πλάι, πέμπτος μετὰ τοῖσιν, πέμπτος μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το μετά δεν χρησιμ. ποτέ με δοτ. ενικ., με την εξαίρεση των περιληπτικών ονομάτων, μετὰ στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.,
I. λέγεται για κίνηση, στη μέση, το να έρχεται κάποιος ανάμεσα σε ένα πλήθος, μετὰ φῦλα θεῶν, σε Όμηρ.· μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε επιδίωξη ή αναζήτηση κάποιου, βῆναι μετὰ Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική έννοια, βῆναι μετά τινα, τον καταζητώ, τον καταδιώκω, στο ίδ.· επίσης, βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν, πηγαίνω να αναζητήσω νέα για τον πατέρα σου, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον μέτα θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
III. λέγεται για απλή ακολουθία ή διαδοχή:
1. λέγεται για τόπο, μετά, αμέσως μετά, πίσω, λαοὶ ἕπονθ', ὡσεὶ μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για χρόνο, μετά, ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος, μετά τον Έκτορα, ο θάνατός σου πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ύστερα, στους Αττ.· μεθ' ἡμέραν, κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για αξία, κοινωνική ιεραρχία, μετά από, πιο κάτω από, που ακολουθ. από υπερθ., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
IV. σε συμφωνία, σύμφωνα με, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ, όπως εσύ και εγώ εύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μετ'ὄγμον, σύμφωνα με τη γραμμή του αυλακιού, στο ίδ.
V.γενικά, ανάμεσα, μεταξύ, όπως η σύνταξη με δοτ., μετὰ πάντας ἄριστος, ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰχεῖρας ἔχειν, σε Ηρόδ. Δ. ΑΠΟΛ.,
I. ως επίρρ., μεταξύ αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. και κατόπιν, αμέσως μετά, ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. Ε. μέτα αντί μέτεστι, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,
I. λέγεται για κοινωνία,
1. συμμετοχή, όπως μεταδίδωμι, μετέχω, με γεν. πράγμ.
2. λέγεται για ενέργεια, πράξη από κοινού με κάποιον άλλο, όπως μεταδαίνυμαι, με δοτ. προσ.
II. λέγεται για διάστημα, όπως μεταίχμιον.
III. λέγεται για διαδοχή, όπως μεταδόρπιος.
IV. χρησιμ. για επιδίωξη, όπως μετέρχομαι.
V. λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε κάτι, όπως μεθίημι.
VI. κατόπιν, πίσω, όπως μετάφρενον.
VII. πίσω ξανά, διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως μετατρέπω, μεταστρέφω.
VIII. πολύ συχνά λέγεται για αλλαγή τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως μεταβαίνω, μεταβουλεύω κ.λπ.