θεός

Revision as of 18:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

English (LSJ)

ὁ, Boeot. θιός, Lacon. σιός (v. infr.), Cypr., Cret. θιός Inscr.Cypr.135.27 H., Leg.Gort.1.1, Dor. also θεύς Call.Cer.58; acc. θεῦν v.l. ib.130; voc. (only late) θεός, also A θεέ LXXDe.3.24, Ev.Matt. 27.46, PMag.Lond.121.529, etc.; but classical in compd. names, Ἀμφίθεε, Τιμόθεε:—God, the Deity, in general sense, both sg. and pl. (εἰ καὶ ἐπὶ θεοὺς καὶ ἔτι μᾶλλον ἐπὶ θεὸν ἁρμόζει μεταφέρειν Plot.6.8.1), θ. δὲ τὸ μὲν δώσει τὸ δ' ἐάσει God will grant... Od.14.444; οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θ. τεύξειε 8.177, cf. 3.231, Il.13.730 (also θεὸς Ζεύς Od.4.236, 14.327); θ. καὶ ἀγαθὴ τύχη Pl.Lg.757e, cf. Timocl.3 D.; σὺν θεῷ Il.9.49, S.Aj.765, etc. (less freq. ξὺν τῷ θ. ib.383); σὺν θ. εἰρημένον Hdt.1.86, cf. 3.153; σὺν θ. εἰπεῖν Pl.Prt.317b: so in plural, σύν γε θεοῖσιν Il.24.430; οὔ τοι ἄνευ θεοῦ Od.2.372; οὐ θεῶν ἄτερ pi.P.5.76; ἐκ θεόφι Il.17.101; ὑπὲρ θεόν against his will, 17.327; ἂν θ. θέλῃ Alex. 231; θ. θέλοντος Men.Mon.671: in plural, ἂν θεοὶ θέλωσιν Alex.247; θεῶν συνεθελόντων, βουλομένων, X.Eq.Mag.9.8, Luc.Macr.29; εἰ ὀρθῶς ἢ μή, θ. οἶδε Pl.Phdr.266b, cf.R.517b, etc.; in oaths, θ. ἴστω S.OC522 (lyr.), etc.; πρὸς θεῶν Hdt.5.49, D.1.15, etc.: τοὺς θεούς σοι = bless you!, good heavens!, for heaven's sake! M.Ant.7.17, Arr.Epict.2.19.15, al.; τὸν θ. σοι ib.3.7.19, al.: qualified by τις, Od.9.142, etc.; οὐκ ἄνευ θεῶν τινος A.Pers.164 (troch.), E.Ba.764; κατὰ θεόν τινα Id.IA411, Pl. Euthd.272e; κατὰ θεόν πως εἰρημένα Id.Lg.682a: doubled in poets, θεὸν θεόν τις ἀγλαϊζέτω B.3.21, cf. Diagor.1; θεοὶ θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι E.HF772, cf. Paus.Gr.Fr.203; θεοί (Cret. θιοί) as an opening formula in Inscrr. (sc. τύχην ἀγαθὴν διδοῖεν), Leg.Gort.1.1, IG 12.52, etc.: sg., θ. τύχη ib.5(2).1, etc.: in Prose also with the Art., ὁ θ. πάντων ἂν εἴη αἴτιος Pl.R.379c, cf. Lg.716c, etc.; τὰ πρὸς τοὺς θ., τὰ παρὰ τῶν θ., X.Mem.1.3.1, 2.6.8. b θεοί, opp. ἄνδρες, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Il.1.544; ὃν Ξάνθον καλέουσι θ., ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον 20.74: in Comparisons, θεοῖσιν ἶσ' ἔθελε φρονέειν 5.440; θεοῖς ἐναλίγκια μήδεα Od.13.89; also in sg., θεῷ ἐναλίγκιος αὐδήν Il.19.250; θεὸς ὥς 5.78; ὥς τε θεός 3.381: prov., θεὸς πρὸς ἀνθρώπους, of an 'angel's visit', Herod.1.9. c of special divinities, νέρτεροι θ. A.Pers.622, S.Ant.602 (lyr.); ἐνέρτεροι θ. Il.15.225; οἱ κάτωθεν θ. S.Ant.1070; θ. οὐράνιοι h.Cer.55, A.Ag.90 (anap.); οἱ δώδεκα θ. Ar.Eq.235, X.Eq.Mag.3.2, IG22.30, etc.; μὰ τοὺς δώδεκα θ. Men.Sam.91; in dual, τὼ σιώ (Lacon.), of Castor and Pollux, ναὶ τὼ σ. X.An.6.6.34, HG4.4.10, Ar.Lys.81: so in Boeot., of Amphion and Zethus, νεὶ τὼ σιώ (leg. θιώ) Id.Ach.905. d ὁ θ., of natural phenomena, ὁ θ. ὕει (sc. Ζεύς) Hdt.2.13; ὁ θ. ἐνέσκηψε βέλος Id.4.79; ἔσεισεν ὁ θ. (sc. Ποσειδῶν) X.HG4.7.4; of the sun, Hdt.2.24, A.Pers. 502, E.Alc.722; δύνοντος τοῦ θ. App.BC4.79; the weather, τί δοκεῖ τὰ τοῦ θεοῦ; Thphr.Char.25.2. e Astrol., θεοί,= ἀστέρες, Jul. Laod.in Cat.Cod.Astr.8(4).252. f θεός (sc. Ἥλιος), name of the 9th τόπος, Rhetor.ib.163, etc. 2 metaph., of abstract things, τὸ δ' εὐτυχεῖν τόδ' ἐν βροτοῖς θεός τε καὶ θεοῦ πλέον A.Ch.60; ἡ φρόνησις ἁγαθὴ θ. μέγας S.Fr.922; θ. γὰρ καὶ τὸ γιγνώσκειν φίλους E.Hel.60; ὁ πλοῦτος τοῖς σοφοῖς θ. Id.Cyc.316; φθόνος κάκιστος θ. Hippothoon 2. 3 as title of rulers, θεῶν ἀδελφῶν (sc. Ptolemy Il and Arsinoe), Herod.1.30, etc.; Πτολεμαῖος ὑπάρχων θεὸς ἐκ θεοῦ καὶ θεᾶς OGI90.10(Rosetta, ii B.C.); Ἀντίοχος ὅτῳ θεὸς ἐπώνυμον γίγνεται App.Syr.65; θεὸς ἐκ θεοῦ, of Augustus, OGI655.2 (Egypt, 24 B.C.); θ. ἡμῶν καὶ δεσπότης IPE4.71 (Cherson., ii A.D.). b = Lat. Divus, Mon.Anc.Gr.10.4, Str.4.1.1, etc.; οἱ ἐν θεοῖς αὐτοκράτορες = divi Imperatores, IG12(1).786 (Rhodes). c generally of the dead, καὶ ζῶντός σου καὶ εἰς θεοὺς ἀπελθόντος PPetr.2p.45 (iii B.C.); θεοῖς χθονίοις,= Lat. Dis Manibus, IG14.30,al. 4 one set in authority, judge, τὸ κριτήριον τοῦ θ., ἐνώπιον τοῦ θ., LXXEx.21.6, 22.8; θεοὺς οὐ κακολογήσεις ib.22.28(27). II θεός fem., goddess, μήτε θήλεια θεός, μήτε τις ἄρσην Il.8.7, cf. Hdt.2.35, al.; τοῖς θεοῖς εὔχομαι πᾶσι καὶ πάσαις D.18.1, cf. 141, Orac.ib.21.52; esp. at Athens, of Athena, Decr. ap. And.1.77, Pl.Ti.21a, etc.; ἁ Διὸς θεός, Ζηνὸς ἡ θ., S.Aj.401 (lyr.), 952 (ἡ Διὸς θεά ib.450); of other goddesses, ποντία θεός Pi.I. 8(7).36; ἡ νερτέρα θεός = Περσεφόνη, S.OC1548, etc.; of Thetis, Pl. Ap.28c; of Niobe, S.El.150 (lyr.), Ant.834 (anap.): in dual, of Demeter and Persephone, τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V.378 (lyr.); οὐδ' ἔδεισε τὼ θεώ And.1.125; freq. in oaths, νὴ τὼ θεώ Ar.Lys.112; μὰ τὼ θεώ Id.Ec.155,532. III as adjective in Comp. θεώτερος, divine, θύραι θ., opp. καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, Od.13.111; χορὸς θ. Call.Ap. 93, cf.Dian.249, D.P.257. (Derived by Hdt.2.52 fr. τίθημι (κόσμῳ θέντες τὰ πρήγματα), by Pl.Cra.397d fr. θεῖν. Etym. dub.) [In Ep. (twice in Hom.) and Trag. (E.Ba.47, 1347, al., not in Com.), as monosyll. by synizesis, θεοί Il.1.18, Thgn.142; θεῶν h.Cer.55, 259; θεοῖς Thgn.171; θεοῖσιν Od.14.251; θεούς h.Cer.325: even in nom. θεός before a vowel, E.Or.399 (cf. Pors. ad loc.), HF347; in Pi.P. 1.56 apptly. a short monosyll.]

German (Pape)

[Seite 1197] ὁ (nach Her. 2, 52 ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον, nach Plat. Crat. 397 d u. A. verwandt mit θέω, von den Gestirnen, die zuerst als Götter verehrt wurden; Andere bringen es mit Ζεύς, Διός, deus, zusammen; Andere mit θέσσασθαι, Curt. Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 230), dor. θεύς, Hdn. περὶ μ. λ. 6, 8, Call. Cer. 58, θεῦν 130, lacon. σιός; – Gott, Gottheit. Bei Hom. sowohl plur. als sing., so daß bei letzterm nicht immer an eine bestimmte Gottheit zu denken, wie etwa an Zeus, sondern an die über den Menschen waltende höhere Gewalt, Gottheit, die auch als θεοῦ μοῖρα bezeichnet wird, u. als μοῖρα allein, vgl. Nägelsbach Homerische Theologie. Sonst bestimmen Beiwörter oder die Zusammensetzungen, welcher Gott gemeint ist, z. B. ἐπερωτᾶν τὸν θεόν, das Orakel des Apollo befragen. Oft findet sich θεὸς ὥς, ὥστε θεός, θεῷ ἐναλίγκιος, um das Höchste u. Vollkommenste unter den Menschen zu bezeichnen, das an die Vortrefflichkeit der Götter hinanreicht; – ὑπὲρ θεόν, über, d. i. wider den Willen des Gottes, Il. 17, 327; σὺν θεῷ, unter Gottes Beistand, 9, 49; σὺν θεοῖς, 24, 230, auch bei Folgdn; Ggstz ἄνευ u. ἄνευθε θεοῦ, Od. 15, 530 Il. 5, 185, gegen den Willen der Götter, von Gott verlassen; πρὸς θεῶν, bei den Göttern, als Betheuerung. – Fem. ἡ θεός, Il. 1, 516; μήτε θήλεια θεός, μήτε τις ἄρσην 8, 7; Soph. Ai. 401. 925 u. a. D.; auch in Prosa, wie Dem. cor. init. u. Plat.; so sind in dem Schwur der Frauen, νή od. μὰ τὼ θεώ, Demeter u. Persephone gemeint, Ar. Lys. 112 Eccl. 532 u. A. – Als Adj. erscheint es Od. 13, 111, θύραι θεώτεραι, Thore, deren sich die Götter mehr bedienen, wie D. Per. 257 θεώτερος ναός sagt; χορὸς θεώτερος Callim. Ap. 93. – Bei Sp. ist ὁ θεὸς Καῖσαρ divus, Strab. IV, 177, oft, [Θεοί ist einsylbig gebraucht Il. 1, 17, θεῶν Hes. th. 44, θεοῖσιν zweisylbig Od. 14, 951, u. so oft bei att, Dichtern.]

Greek (Liddell-Scott)

θεός: ὁ, Βοιωτ. θιόςσιός, Λακων. σιός (ἴδε κατωτ. ΙΙ)∙ Δωρ. θεύς, αἰτ. θεῦν (Καλλ. εἰς Δήμ. 58. 130), κλητ. (βραδύτερον) θεός, ἢ (παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Κ. Δ.) θεέ∙ ἀλλὰ δόκιμον ἐν τοῖς συνθέτοις ὀνόμασι, Ἀμφίθεε Ἀριστοφ. Ἀχ. 176, Τιμόθεε Λουκ. Ἁρμονίδ. 1. (Περὶ τῆς ῥίζης καὶ προσῳδίας ἴδε ἐν τέλ.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
voc. θεός, postér. θεέ;
A. subst.
I. Dieu, la divinité : σὺν θεῷ, σὺν τῷ θεῷ SOPH, σύν γε θεοῖσιν IL d’accord avec les dieux, selon la volonté des dieux ; οὔτοι ἄνευ θεοῦ OD, οὐκ ἄνευθε θεοῦ IL non sans les dieux, non malgré les dieux ; ὑπὲρ θεόν IL contre la volonté des dieux ; πρὸς θεῶν au nom des dieux ; τὰ παρὰ τῶν θεῶν XÉN les signes, présages ou oracles par lesquels se manifeste la volonté des dieux ; ou le culte des dieux, la religion ; τὰ περὶ τοὺς θεούς XÉN ou πρὸς τοὺς θεούς XÉN le culte des dieux;
II. une divinité (particulière) :
1 κατὰ θεόν τινα EUR selon l’inspiration d’un dieu ; οἱ δώδεκα θεοί les douze grands dieux ; οἱ νέρτεροι θεοί SOPH, οἱ κάτω θεοί SOPH, οἱ κάτωθεν θεοί SOPH les dieux des enfers ; ναὶ τὼ σιώ (lac.) par les deux dieux, càd les Dioscures (Castor et Pollux);
2θεός une déesse ; particul.θεός Athéna ; ἡ νερτέρα θεός Perséphone ; τὼ θεώ les deux déesses (Déméter et Perséphone);
III. dieu par apothéose, à Rome (lat. divus);
B. adj. divin, propre aux dieux;
Cp. θεώτερος.
Étymologie: R.Θεσ, prier « celui qu’on prie » ; cf. θέσσασθαι ; ou sel. d’autres, Θε placer, poser « celui qui pose, qui établit, qui crée » -- DELG étym. inconnue, « le rapprochement avec lat. deus, skr. devá- {étant} bien entendu impossible ».

English (Autenrieth)

gen. and dat. pl. θεόφιν: god (or goddess); of individual divinities, and collectively, the deity, God, σὺν θεῷ, ἄνευ θεοῦ, etc. Forms of the pl. are often to be read with synizesis, e. g. θεοῖσιν, Od. 14.251.

English (Slater)

θεός (ὁ, ἡ; v. θεά: θελτ;γτ;ός, θεός, θεοῦ, θεοῖο, θεῷ, θεῷ, θεόν; θεοί, θεοί, θεῶν, θεων, θεοῖς, θεοῖσι, θεούς, θεοί.)
   1 god
   1 unspecified. (Τάνταλος) θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39) θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναισιν (O. 1.106) ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν fate dispensed by god (O. 2.21) παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς (O. 4.12) βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις at Olympia (O. 5.5) μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι (O. 5.24) θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν (O. 6.78) θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας (O. 7.34) θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν (O. 7.65) Τλαπολέμῳ ἵσταται ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις (O. 7.79) ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.37) ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.103) μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. (O. 5.5) ) (O. 10.49) θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (O. 13.21) Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παῤ ὅρκον κτίσιν (O. 13.83) ἐν θεῷ γε μὰν τέλος (O. 13.104) οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (θεοὶ etiam possis) (O. 14.8) θεῶν κρατίστου παῖδες (O. 14.14) θεῶν πολέμιος, Τυφὼς (P. 1.15) θεῶν παλάμαις (P. 1.48) οὕτω δ' Ἱέρωνι θελτ;γτ;ὸς ὀρθωτὴρ πέλοι (P. 1.56) θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.49) —50. χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν (P. 2.88) καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις (P. 3.93) εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110) “σὺν τιμᾷ θεῶν” (P. 4.51) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (P. 4.63) θεῷ πίσυνος (P. 4.232) σὺν θεῶν τιμαῖς (P. 4.260) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν (P. 5.25) οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν (P. 5.76) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν (P. 5.117) μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι (P. 6.24) “τύχᾳ θεῶν” (P. 8.53) θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω (P. 8.71) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις (P. 9.67) μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.20) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.49) Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν (P. 11.62) θεῶν βασιλέα (N. 1.39) ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν (N. 1.67) σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ (N. 6.24) τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (N. 7.32) βασιλῆα δὲ θεῶν (N. 7.82) εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (N. 7.89) ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν (N. 9.27) Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) Ἥβα καλλίστα θεῶν (N. 10.18) ἐπεὶ τοῦτον ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.58) πολλὰ μὲν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (i. e. Ἑστίαν) (N. 11.6) καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας (I. 2.39) ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος (I. 4.1) Πηλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν (I. 6.25) δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (I. 7.5) χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός (I. 8.10) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) σὺν θεῶν δὲ αἴσᾳ (Boeckh: θεῶ codd.) (I. 9.1) θεοὶ συνετέλεσσαν (Pae. 2.65) ἐν θεῶν ξενίᾳ at the Delphic Theoxenia (Pae. 6.61) Ζεὺςθεῶν σκοπὸς (Pae. 6.94) ]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβ[ρο (Pae. 15.7) δεῦτ ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2. θεῶ[ν] Κυβέ[λαν] ματ[έρα (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεύς fr. 93. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebent codd. Plutarchi, non habet, ut vid., Π.) Θρ. . 1. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 3. τί θεός; fr. 140d. σὺν θεοῖς (O. 8.14) σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος (I. 1.6) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (I. 4.5)
   2 opposed to men, mortals. εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν (O. 1.64) τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; (O. 2.2) θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ (O. 10.21) ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως (O. 11.10) ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν (P. 2.22) γόνον οὔτ' ἐν ἄνδρασι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (P. 2.43) κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς (P. 3.30) “παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) “θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” (P. 4.21) “ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις” (P. 9.40) θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ. εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.21) ἀρχαὶ δὲ βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (ἐκ θεῶν Σ: ?on analogy of ἄρχεσθαι) (N. 1.9) ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος (N. 6.1) ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι. καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος (N. 10.54) σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (I. 4.5) ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν (Pae. 6.51) οὐ γάρ ἔσθ ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 5. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (add. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει (supp. Blass) ?fr. 333a. 4.
   3 specific gods.
   a Apollo. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον (O. 6.36) ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις (O. 8.46) φέροισα σπέρμα θεοῦ (P. 3.15) ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.39) ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβία (P. 9.13) κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) καὶ τὸ μὲν διδότω θεός (Pae. 2.54) Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεός (Pae. 6.80) ὤμοσε [γὰρ θ]εός (Pae. 6.112) θεοῦ ἄδυτον (Pae. 7.3) his temple in Delphi: μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών (O. 7.31) ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν (N. 7.40)
   b Zeus. θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) γνώτ ἀείδω θεῶ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (οἶ pro θεῷ coni. Kayser) (N. 10.31) πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.49)
   c Poseidon. τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν (O. 1.86) θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.101) ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν (P. 2.12) (Ἰσθμός) ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται (N. 5.38)
   d Helios. καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.60)
   e Dionysos. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 9.
   f Herakles. ἥρως θεὸς (N. 3.22)
   g goddesses, Kybele, Great Mother. μεγάλας θεοῦ κύνα Pan. fr. 96. 2. Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (P. 3.79)
   h Thetis. πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (I. 8.34)
   i Honour, Aidos. κείνα θεός (N. 9.36)
   k Athene. εὗρεν θεός (P. 12.22)
   l Psamatheia. βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ, ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου (N. 5.13)
   4 θεόθεν, from, inspired by heaven σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν (O. 12.8) θεόθεν ἐραίμαν καλῶν (P. 11.50)
   5 frag. ]οι· θεῶν[ (Pae. 4.17)

Spanish

dios, Dios, diosa

English (Abbott-Smith)

θεός, -οῦ, ὁ, ἡ (Ac 19:37 only; v. M, Pr., 60, 244), late voc., θεέ (Mt 27:46; cf. De 3:24, al.), [in LXX chiefly for אֱלֹהִים, also for אֵל and other cognate forms, יהוה, etc.;]
a god or deity, God.
1.In polytheistic sense, a god or deity: Ac 28:6, I Co 8:4, II Th 2:4, al.; pl., Ac. 14:11 19:26, Ga 4:8, al.
2.Of the one true God;
(a)anarthrous: Mt 6:24, Lk 20:38, al.; esp. c. prep. (Kühner 3, iii, 605), ἀπὸ θ., Jo 3:2; ἐκ, Ac 5:39, II Co 5:1, Phl 3:9; ὑπό, Ro 13:1; παρὰ θεοῦ, Jo 1:6; παρὰ θεῷ, II Th 1:6, I Pe 2:4; κατὰ θεόν, Ro 8:27, II Co 7:9, 10; also when in gen. dependent on an anarth. noun (Bl., §46, 6), Mt 27:43, Lk 3:2, Ro 1:17, I Th 2:13; as pred., Lk 20:38, Jo 1:1, and when the nature and character rather than the person of God is meant, Ac 5:29, Ga 2:6, al. (M, Th., 14);
(b)more freq., c. art.: Mt 1:23, Mk 2:7, al. mult.; c. prep., ἀπὸ τ. θ., Lk 1:26; ἐκ, Jo 8:42, al.; παρὰ τοῦ θ., Jo 8:40; π. τῷ θ., Ro 9:14; ἐν, Col 3:3; ἐπὶ τῷ θ., Lk 1:47; ἐπὶ τὸν θ., Ac 15:19; εἰς τ. θ., Ac 24:15; πρὸς τ. θ., Jo 1:2; c. gen. pers., Mt 22:32, Mk 12:26, 27, Lk 20:37, Jo 20:17, al.; ὁ θ. μου, Ro 1:8, Phi 1:3, al.; ὁ θ. καὶ πατήρ κ. τ. λ., Ro 15:6, Eph 1:3, Phi 4:20, al.; c. gen. rei, Ro 15:5, 13, 33, II Co 1:3, I Th 5:23; τὰ τ. θεοῦ, Mt 16:23, Mk 12:17, I Co 2:11; τὰ πρὸς τὸν θ., Ro 15:17, He 2:17 5:1; τ. θεῷ, as a superl. (LXX, Jos 3:3), Ac 7:20, II Co 10:4; Hebraistically, of judges (Ps 81(82):6), Jo 10:34 (LXX), 35.

English (Strong)

of uncertain affinity; a deity, especially (with ὁ) the supreme Divinity; figuratively, a magistrate; by Hebraism, very: X exceeding, God, god(-ly, -ward).

Greek Monolingual

και θιός, ο, θηλ. θεά και θέαινα (AM θεός, θηλ. θεά και θέαινα Α βοιωτ., κυπρ. και κρητ. τ. θιός, λακων. τ. σιός, δωρ. θεύς)
1. ανώτερη υπερφυσική δύναμη που λατρεύεται ως δημιουργός και παντοκράτωρ
2. (στη χριστιανική θρησκεία) ο άναρχος και αιώνιος δημιουργός του κόσμου
3. καθετί που λατρεύεται από τους ανθρώπους ως προσωποποίηση του θείου («τὸ δὲ λοιπὸν (ξύλον) ἐργάσαντο θεοὺς καὶ προσκυνοῦσιν αὐτοῖς», ΠΔ)
4. καθετί που αγαπάμε πολύ, που εκτιμάμε και λατρεύουμε («θεός του είναι το χρήμα»)
νεοελλ.
1. ο υπερβολικά ωραίος («αυτός είναι σωστός θεός»)
2. θεότητα που μεριμνά για κάποιο αίσθημα ή αντικείμενο («ο θεός της αγάπης είναι ο Έρως»)
3. φρ. α) «προς θεού» ή «για τ' όνομα του θεού» — αναφώνηση παρακλητική ή προτρεπτική
β) «ο θεός να δώσει» — μακάρι
γ) «ο θεός να μην το δώσει» ή «θεός φυλάξοι» ή «ο θεός να φυλάει» — μακάρι να μη... δ) «ο θεός βοηθός» ή «ο θεός μαζί σας» — μακάρι να σάς βοηθήσει ο θεός
ε) «άνθρωπος του θεού» — άνθρωπος αφιερωμένος στον θεό
στ) «ελέω θεού» — τίτλος ηγεμόνων ή αρχιερέων που δηλώνει ότι η εξουσία τους προέρχεται από τον θεό απέναντι στον οποίο και μόνο είναι υπόλογοι
ζ) «δόξα σοι ο θεός» — ευχαριστία για ένα έργο το οποίο επιτεύχθηκε
η) «από μηχανής θεός» — θεότητα που εμφανιζόταν στη σκηνή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου προς λύση του δράματος
θ) «δεν έχει το θεό του» — είναι αλλοπρόσαλλος ή υπερβολικά παράτολμος, που αποτολμά τα πιο απίθανα πράγματα
4. παροιμ. α) «ο θεός αργεί μα δεν λησμονεί» — ο θεός αποδίδει δικαιοσύνη έστω και αργά
β) «αρνί που το βλέπει ο θεός ο λύκος δεν το τρώει» — οι κακοί δεν μπορούν να βλάψουν αυτούς που προστατεύονται από τον θεό
γ) «να φοβάσαι κείνον που θεό δεν φοβάται» — οι άθεοι και οι ασεβείς είναι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι
δ) «όλα τα ξέρει ο θεός μόνο διαίρεση δεν ξέρει» — ο θεός δεν μοίρασε δίκαια τα αγαθά στους ανθρώπους
ε) «νηστεύω θεέ μου! στανιό σου φτωχέ μου» — γι' αυτούς που νηστεύουν από ανέχεια, κι όμως καυχιώνται για τη νηστεία
στ) «νηστεύει ο δούλος του θεού γιατί φαΐ δεν έχει» — γι' αυτούς που νηστεύουν αναγκαστικά
ζ) «οταν δίνει ο θεός τ' αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί» — αυτοί που πλουτίζουν χωρίς κόπο σπαταλούν εύκολα την περιουσία τους
η) «ο θεός παιδιά δεν μού 'δωκε και μού 'δωκε προγόνια» — ο θεός μού έδωσε ό,τι δεν ήθελα και μού αρνήθηκε ό,τι ήθελα
αρχ.
1. αυτός που άρχει, που εξουσιάζει
2. στον πληθ. oἱ θεοί
οι αστέρες
3. φρ. α) (για όρκο) «πρὸς θεῶν» — για το όνομα τών θεών
β) (για αναφωνήσεις εκπλήξεως) «τοὺς θεούς σοι!» — οι θεοί μαζί σου, σε καλό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το λατ. deus, τo οποίο ανάγεται σε ΙΕ' τ. dei-wos, αποκλείεται για φωνητικούς λόγους. Επικρατέστερες παρουσιάζονται δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη θεός < θFεσός, οπότε συνδέεται με το λιθ. dvasia «πνεύμα» και το μσν. άνω γερμ. getwās «φάντασμα». Η υπόθεση αυτή ερμηνεύει τα συνθ. με α' συνθετικό θεσ- (π.χ. θέσφατος), παρουσιάζει όμως και φωνητικά προβλήματα (τόσο ο μυκηναϊκός τ. teo όσο και η μετρική δεν παρέχουν καμία ένδειξη προϋπάρχοντος -F-) και σημασιολογικά (οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν πνευματική αντίληψη για το θείο, όπως υποδηλώνεται από τους υποτιθέμενους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών, αλλά ανθρωπομορφική). Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, η λ. θεός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhē-/dhә1- «τοποθετώ», όπως και το ρ. τί-θη-μι, οπότε συνδέεται με το αρμ. di-k «θεοί» και τα λατ. feriae «αργίες», festus «εορταστικός». Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η λ. θεός δήλωνε αρχικά τις πέτρινες λατρευτικές στήλες. Δυσερμήνευτες παραμένουν ωστόσο η ποσότητα του -ε (-ĕ- του θεός < -ē- του dhē-) και η ύπαρξη τ. θεσ- στον οποίο η λ. απαντά ως α' συνθετικό εκ παραλλήλου με τον τ. θεο-.
ΠΑΡ. θεά, θεϊκός, θείος, θεότητα
αρχ.
θεάζω, θέαινα, θεώ. ΣΥΝθ. (Α' συνθετικό) βλ. θεο-, θεοισεχθρία, θεόσδοτος, θεόσδωρος, θεούπολις. (Β' συνθετικό) αδελφόθεος, άθεος, αντίθεος, ένθεος, ισόθεος, φιλόθεος
αρχ.
αγχίθεος, αδεισίθεος, ακουσίθεος, αξιόθεος, απόθεος, αυτόθεος, δεισίθεος, δύσθεος, δωδεκάθεος, επίθεος, επτάθεος, ζάθεος, ηγάθεος, ήθεος, ηίθεος, ημίθεος, κακόθεος, κατάθεος, κατηγάθεος, κριόθεος, μισόθεος, μνησίθεος παλαίθεος πολύθεος, σεμνόθεος, υπέρθεος, φιλένθεος
νεοελλ.
αρνησίθεος].

Greek Monotonic

θεός: ὁ, Λακων. και Βοιωτ. -σιός,
I. ο θεός, σε Όμηρ., και τα δύο με γενική σημασία, Θεὸς δώσει ο θεός θα δώσει, θα παράσχει, και με ειδική σημασία, θεός τις, ένας θεός· πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, σε Όμηρ.· τα πράγματα λέγεται ότι συμβαίνουν σὺνθεῷ, σύν γε θεοῖσιν, σύμφωνα με τη θέληση του θεού, στον ίδ., κ.λπ.· οὐκἄνευ θεοῦ, Λατ. non sine diis, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἄνευθε θεοῦ, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ θεῶν ἄτερ, σε Πίνδ.· ἐκ θεόφι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ θεόν, ενάντια στη θέληση του, στο ίδ.· κατὰ θεόν τινα, Λατ. divinitus, σε Ευρ.· σαν όρκος, πρὸς θεῶν, για το όνομα των θεών, μα τον θεό, σε Τραγ.· θεὸςἴστω, σε Σοφ., κ.λπ.
II. θεός, ως θηλ. αντί θεά, θέαινα, θεά, θεότητα, σε Όμηρ.· θήλεια θεός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ νερτέρα θέος, η Περσεφόνη, σε Σοφ.· συχνά σε όρκους, νὴτὼ θεώ, στον ίδ.· ναὶ τὼ σιώ, με τους Σπαρτιάτες, λέγεται για τον Κάστωρα και τον Πολυδεύκη, σε Ξεν.· με τους Βοιωτούς, λέγεται για τον Αμφίωνα και τον Ζήθο, στον ίδ.
III. ως επίθ. στο συγκρ., θεώτερος, περισσότερο θεϊκός· θύραι θ., πόρτες που χρησιμοποιούνται περισσότερο από τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θεός:
I беот. θιός или σιός, лак. σιός ὁ и ἡ (voc. θεός)
1) бог, божество (ἐκ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.): σὺν (τῷ) θεῷ Hom., Plat. и σὺν θεοῖσιν Hom. с соизволения бога (богов); οὔτοι ἄνευ (и οὐκ ἄνευθε) θεοῦ Hom. или οὐ θεῶν ἄτερ Pind. и не без ведома или не без помощи бога (богов); ὑπὲρ θεόν Hom. вопреки божественной воле; θεῶν συνεθελόντων Xen. (или βουλομένων Luc.) с соизволения или с помощью богов; πρὸς θεῶν Soph., Xen. во имя или ради богов; τὰ παρὰ τῶν θεῶν Xen. признаки божественной воли, т. е. знамения; τοῦ θεοῦ φήμη Soph. ответ бога, т. е. оракул; τὰ περὶ или πρὸς τοὺς θεούς Xen., Arst. почитание богов; κατὰ θεόν τινα Plat., Eur. по внушению какого-то божества; οἱ δώδεκα θεοί Arph. двенадцать (старших) богов (Зевс, Гера, Посидон, Аполлон, Афина, Артемида, Арей, Гефест, Афродита, Деметра, Гермес, Гестия); οἱ νέρτεροι (тж. οἱ κάτω и οἱ κάτωθεν) θεοί Soph. боги подземного царства; εἰ ὀρθῶς ἢ μή, θ. οἶδεν Plat. правильно или нет, бог весть; ὕει ὁ θ. бог (Зевс) послал дождь, т. е. дождь идет; ἔσεισεν ὁ θ. Xen. бог (Посидон) всколебал стихии; ναὶ τὼ σιώ! Xen. клянусь обоими богами! (т. е. Кастором и Полидевком - лаконская клятва, или Амфионом и Зетом - беотийская клятва); Θεοῦ πρόσωπον Polyb. Божий лик (мыс на побережье Финикии);
2) (тж. θήλεια θ. Hom.) богиня: θεοῖς εὔχεσθαι πᾶσι καὶ πάσαις Dem. молиться всем богам и богиням; ἡ νερτέρα θ. Soph. подземная богиня, т. е. Персефона; τὼ θεώ Arph. обе богини, т. е. Деметра и Персефона; νὴ (или μὰ) τὼ θεώ! Arph. да (или нет) клянусь обеими богинями! (клятвенная формула женщин);
3) полубог, герой: τοῦδε τοῦ θεοῦ ἐπώνυμοι Soph. (жители города) именуются именем этого героя (Колона);
4) женщина божественного рода, полубогиня: παντλάμων Νιόβα, σὲ δ᾽ ἔγωγε νέμω θεόν Soph. многострадальная Ниоба, я считаю тебя богиней;
5) «богиня» (самый удачный бросок в игре в кости) (εὐβολεῖν τὴν θεόν Luc.).
II adj. божественный: αἱ μὲν καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, αἱ δὲ θεώτεραι Hom. (из двух ворот) одни доступны для людей, другие же только для богов.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: god, goddess (Il.);
Compounds: myk. te-o. Very often in compp., e. g. ἄ-θεος, θεο-ειδής; θεόσ-δοτος after Διόσ-δοτος; on the form θεσ- s. θέσκελος, θέσπις. On θεσ- as magnifying prefix in MoGr. Georgakas Ἀθ. 46, 97ff.
Derivatives: 1. θεά f. goddess (ep.; details in Lommel Femininbildungen 13f., also Wackernagel Syntax 2, 25; on θεά and fem. θεός in Hom. s. Humbach Münch. Stud. zur Sprachwiss. 7, 46ff.). 2. θέαιναι pl. goddesses (after τέκταιναι a. o.; in Hom. as metr. filling; not with Chantraine REGr. 47, 287 n. 1 archaic form; further Schwyzer 475 w. n. 7). 3. θεῖος divine (Il.; cf. below) with θειώδως adv. (pap.), θειότης godliness (LXX, NT, Plu.), θειάζω prophesy, honour as god (Th.), also with prefix, e. g. ἐπι-θειάζω swear in the name of the gods with (ἐπι-)θειασμός (Th.) 4. θεϊκός id. (late). 5. Denomin. verb θεόω, -όομαι make to a god, become a god (Call.), mostly with prefix, e. g. ἀπο-θεόω id. (pap., Plb., Plu.) with ἀποθέωσις (Str.).
Origin: IE [Indo-European] [259] *dʰ(e)h₁s- god
Etymology: The connection with Arm. di-k pl. gods (Bartholomae BB 17, 348) seems probable; further to Lat. fēriae festive days, fēstus feastly, fānum temple, s. W.-Hofmann s. vv.; to Skt. dhíṣṇiya- Mayrhofer KEWA s. dhiṣáṇā. Arm. di-k would come from IE *dhēs-es, and θεός could be *dhes-ós; cf. θέσ-κελος; θεῖος then from *θέσ-ι̯ος (Schwyzer 467). The ē : e go back on *dheh₁s-: *dhh₁s-; this explains also the Latin forms, e.g. fanum < *fasnom < *dʰh₁s-nom; thus Rix, Kratylos XIV (1969) [1972] 179f. - The etymology as *θϜεσ-ός with Lith. dvasià spirit, MHG getwās ghost (s. on θεῖον) can be abandoned; there is no trace of the F in Greek and it is impossible in the Armenian word.

Middle Liddell

θεός, ὁ,
I. God, Hom., both in general sense, Θεὸς δώσει God will grant, and in particular sense, θεός τις a god; πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Hom.:—things are said to happen σὺν θεῷ, σύν γε θεοῖσιν by the will of God, Hom., etc.; οὐκ ἄνευ θεοῦ, Lat. non sine diis, Od.; οὐκ ἄνευθε θεοῦ Il.; οὐ θεῶν ἄτερ Pind.;— ἐκ θεόφι Il.;— ὑπὲρ θεόν against his will, Il.;— κατὰ θεόν τινα, Lat. divinitus, Eur.:—as an oath, πρὸς θεῶν by the gods, in God's name, Trag.; θεὸς ἴστω Soph., etc.
II. θεός as fem. for θεά, θέαινα, a goddess, Hom.; θήλεια θεός Il.; ἡ νερτέρα θ. Proserpine, Soph.; often in oaths, νὴ τὼ θεώ Soph.; ναὶ τὼ σιώ, with the Spartans, of Castor and Pollux, Xen.; with the Boeotians, of Amphion and Zethus, Xen.
III. as adj. in comp. θεώτερος, more divine, θύραι θ. doors more used by the gods, Od.

Frisk Etymology German

θεός: {theós}
Forms: myk. te-o?
Grammar: m. f.
Meaning: Gott, Göttin (seit Il.);
Composita : Sehr oft in Kompp., z. B. ἄθεος, θεοειδής; θεόσδοτος nach Διόσδοτος; zu der Form θεσ- s. θέσκελος, θέσπις. Über θεσ- als vergrößerndes Präfix im Neugr. Georgakas Ἀθ. 46, 97ff.
Derivative: Ableitungen: 1. θεά f. Göttin (ep. poet., nachklass.; Einzelheiten bei Lommel Femininbildungen 13f., dazu Wackernagel Syntax 2, 25; über θεά und fem. θεός bei Hom. s. Humbach Münch. Stud. zur Sprachwiss. 7, 46ff.). 2. θέαιναι pl. Göttinnen (nach τέκταιναι u. a.; bei Hom. als metrische Ausfüllung; nicht mit Chantraine REGr. 47, 287 A. 1 archaische Form; weitere Lit. bei Schwyzer 475 m. A. 7). 3. θεῖος göttlich (seit Il.; vgl. unten) mit θειώδως Adv. (Pap.), θειότης Göttlichkeit, Gottheit (LXX, NT, Plu. u. a.), θειάζω prophezeien, als Gott verehren (Th.), auch mit Präfix, z. B. ἐπιθειάζω im Namen der Götter beschwören mit (ἐπι-)θειασμός (Th.) u. a. 4. θεϊκός ib. (spät). 5. Denominatives Verb θεόω, -όομαι vergöttlichen, Gott werden (Kall. u. a.), vorwiegend mit Präfix, z. B. ἀποθεόω ib. (Pap., Plb., Plu. u. a.) mit ἀποθέωσις (Str. u. a.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Wegen der vielen lexikalischen Berührungen zwischen Griechisch und Armenisch kommt die Verbindung mit arm. di-k‘ pl. Götter (Bartholomae BB 17, 348) zunächst in Betracht; damit werden noch verknüpft lat. fēriae Feiertage, fēstus festlich, fānum Tempel, s. W.-Hofmann s. vv., wo auch weitere Lit.; zu aind. dhíṣṇiya- (Bed. unsicher) Mayrhofer Wb. s. Dhiṣáṇā. Als Grundform wäre dann für arm. di-k‘ idg. *dhēs-es anzusetzen, woneben θεός aus *dhĕs-ós; vgl. noch θέσκελος; auch θεῖος aus *θέσι̯ος (Schwyzer 467)? Der quantitative Unterschied ē : ĕ bleibt noch zu erklären. — Dieser Etymologie steht eine andere entgegen, die θεός aus *θϝεσός mit lit. dvasià Geist, mhd. getwās Gespenst (s. noch θεῖον) verbindet (de Saussure Mém. 81 A. 5); man hat dagegen eingewendet, daß das angebliche ϝ keine metrische Spur hinterlassen hat und daß sich die Griechen ihre Götter körperlich vorstellten. Der Vorschlag Pisanis (REIE 1; s. Acme 1, 272f.), auch arm. di-k‘ aus idg. *dhu̯es- herzuleiten, ist lautlich kaum haltbar. — Noch anders Bechtel BB 30, 267ff. (zu θοός· λαμπρός H.), Senn Soter 4 (1927) 11ff. (zu τίθημι mit Hdt. 2, 52; offenbare Volksetymologie), Bartoli Riv. fil. class. 56, 108ff., 423ff. (zu lat. deus mit vielen Vorgängern; lautlich unmöglich). — Zu neuphryg. δεως ζεμελως κε s. Σεμέλη und χθών. — Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 844 und 867; dazu noch W.-Hofmann s. bēstia und fānum usw. (s. oben), Pok. 259 und 269.
Page 1,662-663

Chinese

原文音譯:QeÒj 帖哦士
詞類次數:名詞(δικαιοσύνη))
原文字根:神(安置者) 相當於: (אֱלֹהִים‎)
字義溯源:神*。從神所創造的天地萬物,人可以領會神的存在,神的偉大,神的智慧。以後神揀選了亞伯拉罕,以撒,雅各,又帶領以色列人出埃及,在西乃山賜下十誡,與他們立約;藉此我們可以認識神與人的關係。等到神在肉身顯現,主耶穌死在十字架上,用他的血立了新約。現在我們因信入基督,可以在靈裏與宇宙的神有交通,而主觀的經歷神。憑著他賜給我們永遠的生命,我們可以永遠與神同在
同源字:1) (ἄθεος)無神的 2) (θεά)女神 3) (θεῖος)似神的 4) (θειότης)神性 5) (θεοδίδακτος / θεολόγος)由神所教訓的 6) (θεομαχέω)抵抗神 7) (θεομάχος)神的對手 8) (θεόπνευστος)神所默示的 9) (θεοσέβεια)敬虔 10) (θεοσεβής)敬拜神 11) (θεοστυγής)怨恨神的 12) (θεότης)神性 13) (φιλόθεος)愛神
出現次數:總共(1319);太(51);可(51);路(123);約(84);徒(167);羅(150);林前(106);林後(79);加(31);弗(31);腓(24);西(21);帖前(36);帖後(18);提前(22);提後(13);多(13);門(2);來(68);雅(16);彼前(39);彼後(7);約壹(62);約貳(2);約叄(3);猶(4);啓(96)
譯字彙編
1) 神(1142)數量太多,不能盡錄;
2) 神的(153)數量太多,不能盡錄;
3) 對神(4) 可11:22; 約16:2; 林前9:21; 林前14:2;
4) 向神(3) 羅10:2; 林後5:11; 加2:19;
5) 屬神的(2) 林前3:23; 提前6:11;
6) 給神(2) 徒21:20; 提後2:15;
7) 為神(2) 羅1:7; 林前10:20;
8) 給⋯神(2) 林後9:11; 加1:24;
9) 與神(1) 腓2:6;
10) 使神(1) 帖前4:1;
11) 是為神(1) 林後5:13;
12) 屬於神的(1) 彼後1:21;
13) 神之(1) 林前4:1;
14) 一些神(1) 徒7:40;
15) 歸與神(1) 路2:14;
16) (神)(1) 徒7:20;
17) 諸神(1) 林前8:5

English (Woodhouse)

goddess