κατατίθημι

Revision as of 16:15, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

fut. -θήσω: Hom. freq. uses the Ep. aor. forms, Act. κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, inf. κατθέμεν (Dor. κατθέμειν prob. in Epich.71, Aeol. A κά (θ) θηκε Schwyzer647a (Naucratis, vi B.C.)), Med. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι (sg. κάτθετο A.R.3.867); also καταθείομεν, aor. subj. for καταθῶμεν, Od.21.264; καταθείομαι, aor. subj. Med. for καταθῶμαι, Il.22.111, Od.19.17:—place, put, lay down, followed by various Preps., κ. ἄρνας ἐπὶ χθονός Il.3.293; κόρυθ' ἐπὶ χθονί 6.473; κ. τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ or εἰς Ἰθάκην, set him down in... 16.683, Od.16.230; τινὰ ἐν λεχέεσσι Il.18.233; τεύχε' ἐς θάλαμον Od.24.166; ἐς μέγαρον ἐπὶ θρόνου 20.96; κλισίην τινὶ παρὰ πυρί 19.55; τι ὑπὸ ζυγά 13.20; τι ἐκ καπνοῦ take down out of the smoke, 16.288, 19.7. 2 put down, offer as a prize, ἄπυρον κατέθηκε λέβητα Il.23.267, cf. 885 (tm.); κ. ἄεθλα Od.24.91; but κ. ἄεθλον ordain a contest, 19.572; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα κ. set up as a public notice, Pl.Lg.946d; so also κ. τι ἐς μέσον put it down in the midst, i.e. for common use, E.Cyc.547, cf. Ar.Ec.602; οὐσίαν, χρήματα κ., ib.855,871; τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον X.Cyr.2.1.14; but ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα communicate power to them, give them a common share of it, Hdt. 3.80; ἐς μέσον Κῴοισι κ. τὴν ἀρχήν Id.7.164; τὸ αὑτῶν ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Pl.R.369e; κ. εἰς τὸ μέσον or εἰς τὸ κοινόν, propose for common discussion, Id.Phlb.14b, Cra.384c. 3 put down as payment, pay down, Hdt.9.120, Ar.Ra.176, Nu.246, Th.1.27, Pl.Prt.314b, Lg. 921d, etc.; τέλη Antipho 5.77; μετοίκιον Lys.31.9; τὸ ὄφλημα D. 21.99, cf. 151; τὰς συμβολάς Antiph.26.8; put down as paid (in accounts), X. Oec.9.8; τί… τουτοινὶ καταθῶ σοι…; what shall I pay you for these? Ar.Pax1214: generally, pay, perform what one has promised, νικῶντί γε χάριν κ. Pi.N.7.76; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S. OC227 (anap.):—alsoin Med., v.infr.11.7. b dedicate, Schwyzer647a (Naucratis, vi B.C.), 682 (2) (Cypr.), al. 4 deposit, παρακαταθήκην ὲςHdt.5.92.ή; ἐνέχυρα IG5(2).344.18 (Orchom.Arc., iii B.C.):— in this sense usually in Med., cf. 11.4. b mortgage, Leg.Gort.6.19, Test.Epict.2.13, etc. 5 deposit in the tomb, bury, v.l. in Ev.Marc. 15.46. 6 sow seed, POxy.1031.17 (iii A.D.). 7 κ. ὁδόν lay down, make a road, Pi.P.5.90. 8 dish up, serve, Epich.71. 9 in late form κατατίθω, consign, ἀγγέλοις καταχθονίοις Tab.Defix.Aud. 75.1. II Med., lay down from oneself, put off, lay aside, especially of arms, τεύχεα... τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ Il.3.114, cf. Od.22.141 (hence, comically, θυμὸν κατάθου παρὰ τὴν ὀργὴν ὥσπερ ὁπλίτης Ar.Av. 401); χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς Od.17.86; ζώναν καταθηκαμένα, of a maiden, Pi.O.6.39; θοἰμάτιον, etc., Ar.Pl.926, etc.; τὴν χλαμύδα (of the ἔφηβος) prob. in Philem.34; τὴν μοναρχίαν lay down, Plu.Fab.9. 2 metaph., put an end to, settle, τὸν πόλεμον Th.1.121, Lys.33.6, D.19.264:—Pass., ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης being arranged on tolerable terms, Th.4.20. b put aside, leave out of the question, τοὺς ποιητάς Pl.Prt.348a, cf. Ti.59c, Democr.3; κ. ἐν ἀμελείᾳ treat negligently, X.Mem.1.4.15. 3 lay down in a place; of the dead, bury, Od.24.190; κ. πηδάλιον ὑπὲρ καπνοῦ Hes.Op.45; τὰς μαχαίρας ἐνθαδί Ar.Eq.489; [τὰ στρώματα] Id.Ra.166; ὤμοισι κατ' ἄμβροτα θήκατο τεύχη on one's shoulders, Q.S.12.303; put on shore, disembark, Luc.Alex.57; ποῖ δὴ ἡμᾶς ὁ ἀνὴρ -θήσεται; Plu.Caes.37: metaph., πολλὰ αἱ μακραὶ ἁμέραι κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω have brought them nearer... S.OC1216 (lyr.). 4 deposit for oneself, lay by, lay up in store (v.supr.1.4), [γαστέρας] ἐπὶ δόρπῳ for supper, Od.18.45; ἔντεα ἐς θάλαμον 19.17; ὅπλα εἰς τὰς ἄκρας X.Cyr.7.5.34; βίον Hes.Op.601; σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ ib.361; καρποὺς ἐς φορβήν Hdt.1.202; παραθήκην Id.6.73; χρήματα Antipho Soph.54; θησαυρὸν παισί Thgn.409; θησαυροὺς ἐν οἴκῳ X. Cyr.8.2.15; μυρίους δαρεικοὺς εἰς τὸ ἴδιον ἐμοί Id.An.1.3.3; (σῖτον) hoarditup in hope of high prices, Lys.22.9. b metaph., κλέος lay up store of glory, Hdt.7.220, 9.78, Pl.Smp.208c; ἀΐδιον δόξαν κ. Th. 4.87; κ. ἀποστροφήν τινι X. An.7.6.34: freq. χάριτα or χάριν κατατίθεσθαι τινι or πρός τινα, lay up a store of gratitude or favour, Hdt.6.41, 7.178, Antipho 5.61, Th.1.33, D.59.21, etc.; εὐεργεσίαν κ. ἐς βασιλέα Th.1.128 (so in Pass., μεγάλων μοι κατατεθεισῶν ἐς αὐτὸν εὐεργεσιῶν Hdn.3.6.2, cf. 1.4.3); also ἔχθραν καταθέσθαι πρὸς ἐκείνους ὑπὲρ αὐτῶν Lys.2.22; κατέθετο μῖσος διπλάσιον τῆς οὐσίας Men.626; but κ. ὀργὴν εἴς τινας vent one's fury upon... X. Cyn.10.8. 5 deposit in a place of safety, τοὺς πρέσβεις κατέθεντο εἰς Αἴγιναν Th.3.72; τὴν λείαν ἐς τοὺς Βιθυνούς X.HG1.3.2; κ. εἰς τὸ οἴκημα D.56.4; οἴκαδε Pl.Prt. 314a; διαθήκην παρά τινι Is.6.27; φιλίαν παρὰ θεούς X.An.2.5.8; [Διόνυσον] ἐν Δρακάνῳ Theoc.26.34:—Pass., of prisoners, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ κατατεθῶσιν Lex ap.D.24.63, cf. D.C.58.1. 6 lay up in memory or as a memorial, χρὴ… γνώμην ταύτην (ταύτῃ Bgk.) καταθέσθαι Thgn.717; μνημεῖον παρά τινι Pl.Tht.209c; κ. εἰς μνήμην record, register, Id.Lg.858d; κ. τι ἐς βιβλίον D.61.2; γνώμην -θέσθαι εἰς μέσον D.H.Rh.9.4. 7 pay (cf. 1.3), ἐκφόριον BGU1059.22 (i B.C.), cf. PTeb.329.7 (ii A.D.), etc. b employ, spend, τὴν ἀκμὴν… πρὸς τί κατατιθέμενος on what he is employing the prime of life, Apollod. Com.13.4; τὸν βίον εἴς τι Phld.Rh.1.244 S.; κ. τὴν σχολὴν εἰς καλόν τι employ one's leisure in... Plu.2.135d; τὴν τοῦ λέγειν δύναμιν εἰς τὴν τῶν ἀδικουμένων βοήθειαν D.S.9.13; σπουδὴν-τιθέμενοι Polystr.p.19 W. 8 impose, ὄνομα Parm.19.3, cf. 8.39; but μορφὰς κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν recorded their decision, decided to name, ib.53. 9 in Law, depose, aver, ἐν ὑπομνήμασι PLips.35.16 (iv A.D.), cf. Cod.Just.1.5.16.1, etc. b = συγκατατίθεμαι, Eust. 1261.19. c make a testamentary disposition, κ. διαθηκιμαίαν βούλησιν PMasp.151.43, al. (vi A.D.).—Freq. in Hom. and familiar Att.; rare in Trag.

Greek (Liddell-Scott)

κατατίθημι: μέλλ. -θήσω, ὁ Ὅμ. συχνάκις μεταχειρίζεται τοὺς ἐπικοὺς τοῦ ἀορίστου τύπους, ἐνεργ., κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, ἀπαρ. κατθέμεν· μέσ. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι·― ὡσαύτως καταθείομεν, ὑποτακτ. ἀορ. ἀντὶ καταθῶμεν, Ὀδ. Φ. 254· καταθείομαι, ὑποτ. μέσ. ἀορ. ἀντὶ καταθῶμαι, Ἰλ. Χ. 111, Ὀδ. Τ. 17· Δωρ. μέλλ. καταθησῶ Θεόκρ.· καθθέμεν Ἐπιγρ. Σελινοῦντος· ἀναγραψάτω καὶ καταθέτω, ἀναγράψαντες καταθέντων, συχνὰ ἐν Ἐπιγρ. Dittenb. Θέτω κάτω, τοποθετῶ, βάλλω κάτω, τόξον ἐδέξατο καὶ κατέθηκε Ὀδ. Φ. 82· σπείσαντες καταθείομεν τόξα 264· ἔτι ἑπομένων διαφόρων ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν τόπου, κ. τι ἐπὶ χθονὸς Ἰλ. Γ. 293· ἐπὶ χθονὶ Ζ. 473· δίχα κ. τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα Ξεν. Οἰκ. 9. 8· κατατιθέναι πάλιν, ὅθεν ἂν λαμβάνῃ 9, 10· καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκεν ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Ἰλ. Δ. 112· Ἀρήϊα τεύχεα κατθέμεν εἴσω Ὀδ. Τ. 4· κατέθηκεν ὅπου… Ξεν. Κύρ. 1, 4, 10· κ. τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ ἢ εἰς Ἰθάκην, τοποθετῶ τινα εἰς…, Ἰλ. Π. 683, Ὀδ. Π. 230· τινὰ ἐν λεχέεσσιν Ἰλ. Σ. 233· τι ἐς θάλαμον Ὀδ. Ω. 166· ἐς μέγαρον ἐπὶ θρόνου Υ. 96· κλισίην τινὶ παρὰ πυρὶ Τ. 55· τὶ ὑπὸ ζυγὰ Ν. 20· πρόσθεν Ἀχιλλῆος τεύχεα κ. Ἰλ. Τ. 12· ἀντία τινὸς Ἰλ. Γ. 425· ὑπ’ αἰθούσῃ κ. Ὀδ. Χ. 449· ἐκ καπνοῦ, καταβιβάζω, Ὀδ. Π. 288., Τ. 7. 2) καταθέτω, προβάλλω ὡς βραβεῖον, ἄπυρον κατέθηκε λέβητα Ἰλ. Ψ. 267, 385, ἔνθα προηγεῖται ἔθηκεν ἆθλα·― κ. ἄεθλα Ὀδ. Ω. 91· κατέθηκε καὶ προὔθηκεν, ἀδιαφόρως, Ἡσ. Θ. 539-541· ἀλλὰ κ. ἄεθλον, προτείνω ἀγῶνα, Ὀδ. Τ. 572· εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα κ., θέτω, δημοσιεύω πρὸς γνωστοποίησιν, Πλάτ. Νόμ. 946D· οὕτω καὶ κ. τι ἐς μέσον, καταβάλλω, καταθέτω εἰς τὸ μέσον, δηλ. πρὸς κοινὴν χρῆσιν, Εὐρ. Κύκλ. 547, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, πρβλ. 855, 871, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 14· ἀλλά, ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα, μεταδίδω εἰς τὸυς Π. τὴν ἐξουσίαν παρέχω εἰς αὐτοὺς μέρος ἐν τῇ ἐξουσίᾳ (ὅπερ εἰς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κράτος, ἐν κεφ. 81, εἶπεν) Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. 7.164· οὕτω, τὸ αὑτῶν ἔργον ἅπασι κοινόν, προτείνω εἴς τινα κοινὴν συζήτησιν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 14Β, Κρατ. 384C. 3) καταβάλλω ὡς πληρωμήν, πληρώνω, Ἡρόδ., 9. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 176, Νεφ. 246, Θουκ. 1. 27, ἔνθα κατατιθέναι καὶ καταβάλλειν τὸ ἀργύριον, ἀδιακρίτως λαμβάνονται, Πλάτ. κτλ.· τὰ τέλη Ἀντιφῶν 138. 27· τὸ μετοίκιον Λυσ. 187. 29· τὸ ὄφλημα Δημ. 546. 28, πρβλ. 563. 28· ὅσον (πρόστιμον) καταθεὶς παύσεται τῆς ὕβρεως 564. 2· τὰ λύτρα κ. 1250. 18· τὰς συμβολὰς Ἀντιφ. Ἁλ. 1. 8· ἴδε ἐν λέξ. ἐπωβολία·― λογαριάζω, σημειώνω ὡς πληρωμένον (ἐν λογαριασμοῖς), Ξεν. Οἰκ. 9. 8· τί… τουτοινὶ καταθῶ σοι…; τί νὰ σοῦ πληρώσω δι’ αὐτά; Ἀριστοφ. Εἰρ. 1214, πρβλ. 1207· ― καθόλου, πληρώνω, ἐκτελῶ ὅ,τι ἔχω ὑποσχεθῆ χάριν τῷ νικῶντι κ. Πινδ. Ν. 7. 112· ἃ δ’ ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; Σοφ. Ο. Κ. 227· ἐνίοτε καὶ τὸ Μέσ. ἐπὶ τῆς τοιαύτης σημασ., οὗ παθητ. τὸ κεῖσθαι, ὅ τι ἂν ὑπὲρ τῆς τιμῆς κατάθῃ παρ’ ἐμοὶ πολλαπλάσιον κείσεται Συν. Ἐπιστ. 52· κατατίθημι τούτου, ὑπὲρ τούτου, ἕνεκα τούτου, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37. 4) βάλλω κατὰ μέρος, θησαυρίζω, θησαυρὸν Θέογν. 409· παρακαταθήκην ἐς…, Ἡρόδ. 5. 92, 7· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4· ἐν ἐπιγρ. ἀντὶ τοῦ ὑποτιθέναι = ὑποθηκεύειν (oppignerare) Ἐπιγρ. Θήρας περὶ τὰ τέλη τοῦ γ΄ αίῶν. π. Χ., μηδὲν μήτε κατθέμεν μήτε διαλλάξασθαι, μήτε ἐξαλλοτριῶσαι, καὶ ἐν τοῖς Νόμ. τῆς Γόρτυν. Blass· κ. ἐνέχυρα Ἐπιγρ. Dittenb. 229. 18 = ὑποθήκας διδόναι. 5) κ. τινὰ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, φυλακίζω, Νόμ. παρὰ Δημ. 720. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 58. 1. 6) κ. εὐεργεσίας εἴς τινα, κάμνω εὐεργεσίας πρὸς τινα, Ἡρῳδιαν. 3. 6· οὕτω, κ. σπουδήν τινι ὁ αὐτ. 1. 4· καὶ τὸ Παθ., εὐεργεσίας κατατεθείσας εἰς ἐκεῖνον 6. 9, 2 καὶ 3. 6, 6. 7) εὐθύτομον ὁδὸν κατέθηκεν, «ἐποίησεν, ἀπειργάσατο» Σχολ., Πίνδ. Π. 5. 120. ΙΙ. Μέσ., καταθέτω, βάλλω κατὰ μέρος, δι’ ἐμαυτὸν, Λατ. deponere, ἰδίως ἐπὶ ὅπλων, τεύχεα… τὰ μὲν κατέθεντ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Γ. 114, πρβλ. Ὀδ. Χ. 141· ὅπλα καταθέσθαι ἐν εἰρήνῃ Ἡρῳδιαν. 8. 3, 4· (ἐντεῦθεν κωμικῶς, θυμὸν κατάθου παρὰ τὴν ὀργὴν ὥσπερ ὁπλίτης Ἀριστοφ. Ὄρν. 401)· χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Ρ. 86, 179· ζώναν καταθηκαμένα, ἐπὶ παρθένου, Πίνδ. Ο. 6. 66· θοἰμάτιον, κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 926, κτλ.· καταθέτω ἀξίωμα ἢ ἐξουσίαν, καταθέσθαι τὴν μοναρχίαν, Πλουτ. Φάβ. 9· ὅπερ καὶ ἀποτίθεσθαι τὴν ἀρχὴν λέγεται, Διογ. Λ. 1. 97· ἀφίστασθαι τῆς ἀρχῆς καὶ ἀπείπασθαι τὴν ἀρχὴν 9. β) μεταφρ., θέτω τέρμα εἴς τι, τελειώνω, τακτοποιῶ, καθησυχάζω, τὸν πόλεμον κατατίθεσθαι, ἡ μεταφορὰ ἐκ τοῦ κ. τὰ ὅπλα, ἐπειδὴ καὶ ὁ πόλεμος διὰ τῶν ὅπλων γίνεται, Θουκ. 1. 121, Λυσ. 914 Reisk., Δημ. 425. 26· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης, μετριαζομένης, διευθετουμένης, οὕτως ὥστε εὐκόλως νὰ ὑποφέρει τις αὐτήν, Θουκ. 4. 20. γ) βάλλω κατὰ μέρος, ἐξαιρῶ τῆς ζητήσεως, ἐῶ τινα χαίρειν, τοὺς ποιητὰς Πλάτ. Πρωτ. 348Α, πρβλ. Τίμ. 59D· κ. ἐν ἀμελείᾳ, ἀμελῶς μεταχειρίζομαι ἢ ἀμελῶ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 15. 3) βάλλω ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τῶν νεκρῶν, θάπτω (κατάθεσις), Ὀδ. Ω. 190· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1091· καμὼν ἀποθνήσκει καὶ κατατίθενται αὐτὸν πρόσθεν τῆς πόλεως ἐν Ἐπιγρ., μὴ κατατιθέντων τὸν νεκρὸν ἐν στροφαῖς (δηλ. ὁδῶν ἢ ἐν γωνίαις, ἀλλὰ συνεχεῖ πορείᾳ εἰς τὸν τάφον κομιζέτωσαν) Dittenberg 438. 147· κ. πηδάλιον ὑπὲρ καπνοῦ Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 45· τὰς μαχαίρας ἐνθαδὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 489· τὰ στρώματα ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 166· ὤμοισι κατ’ ἄμβροτα θήκατο τεύχη, ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐνεδύθη, περιεβλήθη, Κόϊντ. Σμ. 12, 304·― μεταφρ., αἱ μακραὶ ἁμέραι πολλὰ κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω, ἔφερον αὐτὰς πλησιέστερον…, Σοφ. Ο. Κ. 1216· ἴδε ἐν λέξ. ἐπιγουνίδιος. 4) καταθέτω δι’ ἐμαυτὸν ἢ τὰ ἐμαυτοῦ θέτω κατὰ μέρος, ἀποθέτω, Λατ. reponere (ἴδε ἀνωτ. Ι. 4), ἐπὶ δόρπῳ, διὰ δεῖπνον, Ὀδ. Σ. 45· ἔντεα ἐς θάλαμον Τ. 17· βίον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599· σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ αὐτόθι 359· καρποὺς Ἡρόδ. 1. 202· θησαυροὺς ἐν οἴκῳ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15, πρβλ. 7. 5. 24· μυρίους δαρεικοὺς οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ εἰς ὑμᾶς ἐδαπάνων ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 3, 3· κ. σῖτον, ἐπισωρεύω, ἀποθηκεύω, ἐπὶ τῇ ἐλπίδι μεγάλης τιμῆς ἐν τῷ μέλλοντι, Λυσ. 165. 5· μαρσίπους ἱματίων κατατίθεσθαι ἐν πέτρᾳ ἀντρώδει, κρύπτειν πρὸς ἐξασφάλισιν, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 11. β) μεταφορ., κατατίθεσθαι κλέος, θησαυρίζω δόξαν, Ἡρόδ. 7. 220, 9. 78, Πλάτ. Συμπ. 208C· ἀιδιον δόξαν κ. Θουκ. 4. 87· κ. ἀποστροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισί, ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν παίδων, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 34· καὶ συχνάκις, χάριτα ἢ χάριν κατατίθεσθαί τινι ἢ πρός τινα, θησαυρίζω εὐγνωμοσύνην ἢ εὔνοιαν παρά τινι, Λατ. collocare gratiam apud aliquem, Ἡρόδ. 6. 41., 7. 78, Ἀντιφῶν 136. 27· μετ’ ἀειμνήστου μαρτυρίου τὴν χάριν κ. Θουκ. 1. 33· ἀνυπέρβλητον χάριν κ. ὁ πρῶτός τι δράσας ἀγαθὸν Ἡρῳδιαν. 2. 3, 15, Δημ. 1351· ἐν τέλ., κτλ.· οὕτω, σπουδὴν πρός τινα κ. Πλουτ. Δημ. 12· ὡς ὁ Κικέρων studia sua conferre in aliquem, καὶ τὸ παθ., σπουδὴ κατατεθεῖσθαι Ἡρῳδιαν. 1. 4, 7· εὐεργεσίαν κατ. Θουκ. 1. 128· ὡσαύτως, ἔχθραν καταθέσθαι πρός τινα Λυσ. 192. 35· φιλίαν παρά τινι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 8· κατέθετο μῖσος διπλάσιον τῆς οὐσίας Μενάδρ. ἐν Ἀδήλ. 80· (ἀλλά, κ. ὀργὴν εἴς τινα, ἐκδηλῶ τὴν ὀργήν μου ἐναντίον τινός, ᾧ ἂν προσπέσῃ ὁ κάπρος, εἰς τοῦτον τὴν ὀργὴν κατέθετο Ξεν. Κυν. 10. 8)· πρβλ. καὶ τὴν παροιμίαν, ἃ μὴ κατέθου μὴ ἀνέλου, ὡς καὶ νῦν, ὅπου δὲν ἔβαλες μὴ πάρῃς. 5) θέτω ἐν ἀσφαλείᾳ, τοὺς πρέσβεις κατέθεντο εἰς Αἴγιναν Θουκ. 3. 72· τὴν λείαν εἰς τοὺς Βιθυνοὺς Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 2· κ. εἰς τὸ οἴκημα Δημ. 1284. 2· οἴκαδε Πλάτ. Πρωτ. 314Α· διαθήκην παρά τινι Ἰσαῖ. 5. 1· φιλίαν παρὰ θεοῖς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 8·― Παθ., ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ κατατεθῶσιν, ψήφισμα παρὰ Δημ. 720. 20. 6) ἀποθέτω ἐν τῇ μνήμῃ, χρὴ… γνώμην ταύτην καταθέσθαι Θέογν. 717, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209C· εἰς μνήμην κατέθεντο συγγράψαντες, σημειῶ, καταγράφω, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 858D· ἐν γράμμασιν ἢ εἰς γράμματα κατ. τι Συνέσ.· κ. εἰς συγγραφὴν τὰ συντάγματα Ἀνώνυμ.· κ. τι εἰς βιβλίον Δημ. 1401· 19· κ. τὴν γνώμην εἰς τὸ μέσον, προτείνειν, προβάλλειν γνώμην δημοσίᾳ, Διον. Ἁλ.. κτλ. 7) χρησιμοποιῶ ἢ δαπανῶ τὰ χρήματά μου (ἴδε Ι. 3), εἰς τὴν χλαμύδα κατεθέμην Φιλήμ. ἐν «Θυρ.» 1· οὕτω, τὴν ἀκμὴν… πρός τι κατατιθέμενος, εἴς τι χρησιμοποιῶν τὴν ἀκμὴν τῆς ζωῆς του, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 4· κ. τὴν σχολὴν εἴς τι, χρησιμοποιῶ τὰς ὥρας τῆς ἀναπαύσεώς μου εἴς τι, Πλούτ. 2. 135D, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 552. 6. 8) γνώμῃ κ., ὁρίζω, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Παρμεν. 112 Karst. 9) = συγκατατίθεμαι, ἴδε Εὐστ. 1261. 19· «οἱ δὲ μεθ’ Ὅμηρον καὶ ἐπὶ τοῦ ὁμολογητικῶς συγκατατίθεσθαι τὴν λέξιν (καταθέσθαι) τιθέασιν»·― Ἡ λέξις εἶμαι συχνὴ παρ’ Ὅμ. καὶ συνήθης παρὰ τοῖς Ἀττ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. λίαν σπανία.

French (Bailly abrégé)

I. déposer :
1 au propre τόξον OD son arc ; τὰ ὅπλα XÉN ses armes ; τι ἐκ καπνοῦ OD déposer ailleurs un objet qu’on retire de la fumée;
2 particul. déposer de l’argent, payer ; τάλαντα τῷ θεῷ HDT déposer des talents en offrande à la divinité ; μηδὲν αὐτῶν καταθείς XÉN sans rien payer pour eux ; κ. ἃ ὑπέσχετο SOPH acquitter la promesse que tu as faite;
II. déposer en public, d’où
1 proposer : ἄεθλα OD des prix ; λέβητα IL un bassin comme prix;
2 communiquer : ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα HDT communiquer aux Perses une part du pouvoir;
Moy. κατατίθεμαι;
I. 1 déposer, quitter : τεύχεα IL ses armes ; χλαῖναν OD sa tunique ; fig. τὴν μοναρχίαν PLUT abdiquer la dictature;
2 particul. déposer un mort, enterrer;
3 déposer, mettre de côté, négliger, acc.;
4 déposer, faire cesser : πόλεμον THC une guerre ; Pass. ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης THC l’incident étant arrangé sans déshonneur et sous le coup de revers encore sans gravité;
II. déposer ou réserver pour soi :
1 déposer en un lieu sûr : πρέσβεις THC, λείαν εἰς XÉN transporter et déposer en lieu sûr des envoyés, du butin, etc.
2 mettre en dépôt, en réserve pour soi, se réserver, acc. : τι ἐπὶ δόρπῳ OD qch pour son souper ; ἔντεα ἐς θάλαμον OD déposer son armure à l’écart dans sa chambre ; θησαυροὺς ἐν οἴκῳ XÉN déposer des trésors dans sa maison ; fig. χάριτα HDT, χάριν τινί XÉN se faire une réserve de reconnaissance chez qqn, càd lui accorder un bienfait, lui rendre un service ; φιλίαν παρά τινι XÉN, ἔχθραν πρός τινα PLUT s'amasser un fonds d’amitié, de haine, chez qqn ; πολλὰ αἱ μακραὶ ἁμέραι κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω SOPH une longue vie met en réserve (pour les retrouver dans la vieillesse) beaucoup de choses plus voisines de la douleur (que du plaisir);
3 consigner, enregistrer, acc.;
4 dépenser, employer : fig. τὴν σχολὴν εἴς τι PLUT employer son loisir à qch.
Étymologie: κατά, τίθημι.

English (Autenrieth)

fut. -θήσω, aor. κατέθηκα, pl. κάτθεμεν, κάτθεσαν, imp. κάτθετε, subj. καταθείομεν, inf. -θεῖναι, κατθέμεν, part. du. καταθέντε, mid. aor. 2 κατθέμεθα, κατθέσθην, subj. καταθείομαι, part. κατθέμενοι: put or lay down, put away, mid., for oneself; of setting one ashore or at any other place of destination, Od. 16.230, Il. 16.683; spreading a bed, Od. 19.317; proposing as a prize in a contest, Il. 23.267; laying the dead on the bier, Od. 24.190, 44; depositing things for safe keeping, etc.

English (Slater)

κατατίθημι
   a lay down med. ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκᾰμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39) act., of building roads, εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν (P. 5.90)
   b pay down νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (v. Schadewaldt, 62) (N. 7.76)

Spanish

poner, colocar, depositar

English (Strong)

from κατά and τίθημι; to place down, i.e. deposit (literally or figuratively): do, lay, show.

English (Thayer)

1st aorist κατέθηκα; 2nd aorist middle infinitive καταθέσθαι; (from Homer down); "to lay down (see κατά, III:1), deposit, lay up": active proper, τινα ἐν μνημείῳ, L Tr WH ἔθηκεν); middle to lay by or lay up for oneself, for future use: τίνι, with anyone; χάριν (better χαραματα; see χάρις, at the beginning) and χάριτας κατατίθεσθαι τίνι, to lay up favor for oneself with anyone, to gain favor with (to do something for one which may win favor), Herodotus 6,41; Thucydides 1,33; Xenophon, Cyril 8,3, 26; Demosthenes 193,22 (20); φιλίαν τίνι, εὐεργεσίαν τίνι, Josephus, Antiquities 11,6, 5; (cf. Demosthenes as above). (Compare: συγκατατίθημι.)

Greek Monolingual

κατατίθημι (AM)
μσν.
μέσ. κατατίθεμαι
α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
β) συμφωνώ, δέχομαι
γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου
μσν.-αρχ.
ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω
αρχ.
1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω
2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος
3. βάζω κάτι κατά μέρος και το φυλάγω για τον εαυτό μου
4. (σχετικά με αγώνες) αθλοθετώ, προβάλλω ως βραβείο
5. βάζω σκοπό, στόχο, σημάδι («νῦν γὰρ κατθήσω ἄεθλον τοὺς πελέκεας», Ομ. Οδ.)
6. βάζω κάτι σε μέρος ασφαλές, ασφαλίζω
7. προτείνω κοινή συζήτηση
8. δημοσιεύω κάτι
9. βάζω κάτι στη μέση για κοινή χρήση
10. δίνω, μεταβιβάζω σε κάποιον κάτι ή μέρος από κάτι
11. πληρώνω χρήματα, εξοφλώ κάποιο χρέος
12. μτφ. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, δαπανώ
13. εκτελώ ό,τι έχω υποσχεθεί
14. λογαριάζω, σημειώνω ότι κάτι πληρώθηκε
15. καταθέτω, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, αποταμιεύω, θησαυρίζω
16. συσσωρεύω, αποθηκεύω κάτι με την ελπίδα μελλοντικής αύξησης της τιμής του
17. αποθησαυρίζω την ευγνωμοσύνη ή την εύνοια κάποιου
18. αποθησαυρίζω το μίσος ή την έχθρα κάποιου
19. (για δρόμο) χαράζω, κατασκευάζω
20. βάζω πάνω στο τραπέζι φαγητό, στολίζω το τραπέζι
21. (ο τ. κατατίθω) παραδίδω κάτι για φύλαξη («ἀγγέλοις καταχθονίοις κατατίθω», επιγρ.)
22. σπέρνω
23. επιβάλλω, προστάζω
24. ανακοινώνω την απόφαση μου
25. καταθέτω ως μάρτυρας στο δικαστήριο
26. ορίζω με διαθήκη
27. μέσ. κατατίθεμαι
α) τοποθετώ κάτι σε κάποιον τόπο
β) μτφ. χάνω αξίωμα, εξουσία
γ) δίνω τέλος σε κάποια ενέργεια ή κατάσταση
δ) φυλάγω κάτι ως ανάμνηση
ε) σημειώνω, καταγράφω στη μνήμη
στ) εκδηλώνω την οργή μου εναντίον κάποιου
ζ) αποβιβάζω στην ξηρά, ξεμπαρκάρω
η) παραμελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τίθημι «τοποθετώ»].

Greek Monotonic

κατατίθημι: μέλ. -θήσω, αόρ. βʹ κατ-έθην· Επικ. τύποι, πληθ. κάτ-θεμεν, κάτ-θετε, κάτ-θεσαν, απαρ. κατ-θέμεν, αʹ πληθ. υποτ. κατα-θείομεν (αντί για κατα-θῶμεν) —
I. 1. Μέσ., κατ-θέμεθα, κατ-θέσθην, μτχ. καταθείομαι· υποτ. αντί για καταθῶμαι, μτχ. κατ-θέμενος· θέτω, τοποθετώ ή απλώνομαι, σε Όμηρ.
2. καταθέτω ή προβάλλω ως βραβείο, σε Ομήρ. Οδ.· κ.τι ἐς μέσον, καταβάλλω, βάζω στη μέση, δηλ. προς κοινή χρήση, σε Ευρ.· αλλά, ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα, μεταδίδω στους Πέρσες την εξουσία, παρέχω σ' αυτούς μέρος της εξουσίας, σε Ηρόδ.
3. καταβάλλω ως πληρωμή, αποπληρώνω, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· εκπληρώνω υπόσχεση, ἃ δ' ὑπέσχεό ποτ' καταθήσεις, σε Σοφ.
4. τοποθετώ, θέτω, σε Θέογν., Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., βλ. παρακ. II. 1. 4.
II. 1. Μέσ., καταθέτω, βάζω κατά μέρος για τον εαυτό μου, Λατ. deponere, λέγεται για όπλα ή ρούχα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. α) μεταφ., βάζω τέλος σε, κανονίζω, τελειώνω, τακτοποιώ, τὸν πολεμον, σε Θουκ. β) βάζω κατά μερος, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα, σε Ξεν.
3. βάζω σε κάποιον τόπο, σε Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τους νεκρούς, θάβω, σε Ομήρ. Οδ.
4. καταθέτω για τον εαυτό μου, αποθέτω (βλ. ανωτ. I. 4), στο ίδ. κ.λπ.· μεταφ., κατατίθεσθαι κλέος, θησαυρίζω δόξα, σε Ηρόδ.· χάριτα ή χάριν κατατίθεσθαί τινι ή πρός τινα, θησαυρίζω ευγνωμοσύνη ή εύνοια, Λατ. collocare gratiam apud aliquem, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, εὐεργεσίαν κ., σε Θουκ. κ.λπ. 5. α) εναποθέτω σε μέρος ασφαλές, στον ίδ., σε Ξεν. β) αποθέτω στη μνήμη ή ως ανάμνηση, σε Θέογν., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τίθημι, ep. aor. act. 1 plur. sync. κάτθεμεν, 2 plur. κάτθετε, 3 plur. κάτθεσαν, conj. 1 plur. καταθείομεν, imperat. κάτθετε, inf. κατθέμεν, ep. aor. med. indic. 1 plur. κατθέμεθα, dual. κατθέσθην, conj. 1 sing. καταθείομαι, poët. ptc. κατθέμενος; voor pass. van κατατίθημι zie κατάκειμαι act. neerzetten, neerleggen, plaatsen:; χλαῖναν... κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου de mantel legde hij op een zetel Od. 20.96; εἰς τὴν ἀγοράν γράμματα κ. op de markt bekendmakingen neerzetten Plat. Lg. 946d; uitbr.:; ὁδόν een weg aanleggen Pind. P. 5.90; overdr.: τι εἰς τὸ μέσον κ. iets ter discussie stellen Plat. Phlb. 14b. als prijs neerzetten, uitloven:; κ. λέβητα een ketel uitloven Il. 23.267; uitbr.: καταθήσω ἄεθλον ik zal een wedstrijd houden Od. 19.572. neerleggen, betalen:; ἑκατὸν τάλαντα κ. τῷ θεῷ honderd talenten aan de godheid betalen Hdt. 9.120.3; τί τουτοινὶ καταθῶ σοι τοῖν λόφοιν; wat moet ik je betalen voor dit paar pluimen? Aristoph. Pax 1214; overdr.: ἃ δ’ ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; hoe wil je nakomen wat je beloofd hebt? Soph. OC 227. med. afleggen, neerleggen (vaak van wapens); opbergen:. ἐς θάλαμον κ. ἔντεα de wapens in een kamer opbergen Od. 19.17; χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε zij legden hun mantels op de stoelen en de zetels Od. 17.86. overdr. naast zich neerleggen:; ποιητάς de dichters terzijde laten Plat. Prot. 348a; ἐν ἀμελείᾳ κ. verwaarlozen Xen. Mem. 1.4.15; een eind maken aan:. κ. πόλεμον de oorlog beëindigen Thuc. 1.121.1; ἵν’ ἐγώ … τὸν θυμὸν καταθῶμαι dat ik mijn boosheid opgeef Aristoph. Ve. 567; κ. τὴν μοναρχίαν de alleenheerschappij neerleggen Plut. Fab. 9.3. opzij leggen, bewaren:; ἐπὶ δόρπῳ κ. voor het avondeten bewaren Od. 18.45; κ. βίον voorraad opzij leggen Hes. Op. 601; deponeren, in bewaring geven:. τὴν λείαν ἅπασαν κατέθεντο εἰς Βιθυνούς de hele buit gaven ze in bewaring bij de Bithyniërs Xen. Hell. 1.3.2; παρ’ οὗς τὴν φιλίαν συνθέμενοι κατεθέμεθα bij wie wij ons vriendschapsverdrag onder bescherming hebben gesteld Xen. An. 2.5.8. overdr. zich verwerven, zich verzekeren van:. κ. ἔχθραν zich vijandschap op de hals halen Lys. 2.22; χάριν κατατίθεσθαι tot dank aan zich verplichten Thuc. 1.33.1; κ. κλέος roem verwerven Plat. Smp. 208c. bewaren, vaststellen:. ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ de mensen stelden een naam vast Parm. B 19.3; μνημεῖον κ. een merkteken achterlaten Plat. Tht. 209c.

Russian (Dvoretsky)

κατατίθημι: (fut. καταθήσω; эп.: 1 л. pl. aor. 2 κάτθεμεν - 3 л. pl. κάτθεσαν, 1 л. pl. conjct. καταθείομεν = καταθῶμεν, inf. κατθέμεν; med.: 1 л. pl. aor. 2 κατθέμεθα, 3 л. dual. κατθέσθην, conjct. καταθείομαι = καταθῶμαι, part. κατθέμενος) тж. med.
1) класть, складывать (τι ἐπὶ χθονός и ἐπὶ χθονί, ἐν ψαμάθῳ Hom.; τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen.);
2) (тж. κ. εἰς μέσον Eur.) ставить (κλισίην τινὶ παρὰ πυρί Hom.; τὸν κρατῆρα Eur.);
3) med. (снимая с себя) складывать (τὰ τεύχεα ἐπὶ γαίῃ, χλαῖναν ἐπὶ θρόνου Hom.): ἐν ἡσυχίᾳ καταθέσθαι τὸ σῶμα Plut. предаться отдыху;
4) med. снимать с себя (ζώναν Pind.; θοἰμάτιον Arph.);
5) тж. med. класть на погребальное ложе или в могилу, хоронить (τὸν Λύσανδρον ἐν φίλῃ χώρᾳ Plut.; τινὰ ἐν μνημείῳ NT): κατθέμενοι γοάοιεν Hom. погребая (нас, они) рыдали бы;
6) med. откладывать (для себя), припрятывать, прятать (τι ἐπὶ δόρπῳ Hom.; πάντα βίον ἔνδοθι οἴκου Hes.; sc. σῖτον Lys.; θησαυροὺς ἐν τῷ οἴκῳ Xen.);
7) переносить, помещать (Σαρπεδόνα ἐν Λυκίης δήμῳ Hom.);
8) высаживать (на берег) (Ὀδυσσέα εὕδοντα εἰς Ἰθάκην Hom.);
9) прокладывать (ὁδὸν εὐθύτομον Pind.);
10) med. отправлять (τὴν λείαν ἅπασαν εἰς Βιθυνούς Xen.);
11) med. отправлять в качестве заложников (τοὺς πρέσβεις ἐς Αἴγιναν Thuc.);
12) помещать, заключать, сажать (τινὰ ἐν τῶ δεσμωτηρίῳ Dem.);
13) (в качестве награды или приза) ставить, предлагать (ἄεθλα, λέβητα Hom.);
14) выставлять (для всеобщего обозрения) (γράμματα εἰς τὴν ἀγοράν Plat.);
15) med. слагать с себя (ἀρχήν, μοναρχίαν Plut.);
16) (преимущ. с εἰς τὸ μέσον или εἰς τὸ κοινόν) предоставлять, передавать: ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα Her. передать персидскому народу управление государством; εἰς τὸ κοινὸν καταθεῖναι Plat. подвергнуть (что-л.) совместному обсуждению; εἰς τὸ ἴδιον καταθέσθαι τι ἑαυτῷ Xen. использовать что-л. в личных целях; τὸ αὑτοῦ ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Plat. делать свое дело общим достоянием;
17) med. откладывать в сторону, оставлять без внимания (τοὺς ποιητάς Plat.): ἐν ἀμελείᾳ κ. τινά Xen.; пренебрегать кем-л.;
18) med. прекращать (πόλεμον Thuc.; λόγους περί τινος Plat.; διαβολὰς καὶ κατηγορίας Plut.): θυμὸν κατάθου Arph. уйми свой гнев; τῆς ξυμφορᾶς κατατιθεμένης Thuc. уладив это столкновение; ἐπ᾽ ἀργυρίῳ καταθέσθαι τὴν πρός τινα ἔχθραν Plut. за деньги помириться с кем-л. (ср. 23);
19) med. направлять (ὀργὴν εἴς τινα Xen.);
20) вносить, платить, уплачивать (δέκα τάλαντά τινι Her.; δύο δραχμάς Arph.; μετοίκιον Lys.; ὄφλημα Dem.): τῇ δραχμῇ ἑκάστου μηνὸς ἐπωβελίαν κ. Plat. уплачивать ежемесячно с каждой драхмы один обол (в виде процентов); τί τινος κ. τινι Arph. платить что-л. за что-л. кому-л.; ἃ δ᾽ ὑπέσχεο, ποῖ καταθήσεις; Soph. как исполнишь (досл. оплатишь) ты то, что обещал?;
21) отплачивать, возмещать: κ. τινι χάριν Pind. отблагодарить кого-л.;
22) med. иметь право на возмещение, aor. заслужить (χάριτα μεγάλην Her.): εὐεργεσίαν ἔς τινα καταθέσθαι Thuc. и χάριν καταθήσεσθαί τινι Xen., NT или πρός τινα Dem. оказать кому-л. услугу;
23) med. приобретать, стяжать (κλέος Her.; δόξαν Thuc.; φιλίαν παρά τινι Xen.): ἔχθραν πρός τινα καταθέσθαι Lys. навлечь на себя чью-л. вражду (ср. 18);
24) вносить, заносить, записывать (τι εἰς μνήμην Plat.; εἰς βιβλίον Dem.);
25) med. расходовать, употреблять (τὴν σχολὴν εἴς τι Plut.).

Middle Liddell

fut. -θήσω aor2 κατ-έθην epic form pl. κάτ-θεμεν epic form pl. κάτ-θετε epic form pl. κάτ-θεσαν inf. κατ-θέμεν 1st pl. subj. κατα-θείομεν [1st pl. subj. κατα-θείομεν for κατα-θῶμεν] Mid. κατ-θέμεθα, κατ-θέσθην subj epic . καταθείομαι subj epic . καταθείομαι subj. for καταθῶμαι part. κατ-θέμενος
I. to place, put, or lay down, Hom.
2. to propose as a prize, Hom.; κ. ἄεθλον to propose a contest, Od.; κ. τι ἐς μέσον to put it down in the midst, i. e. for common use, Eur.; but, ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα to communicate power to them, give them a common share of it, Hdt.
3. to put down as payment, pay down, Hdt., Ar., etc.:— to redeem a promise, ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; Soph.
4. to lay up, lay by, Theogn., Hdt.; so in Mid., v. infr. II. 4.
II. Mid. to lay down from oneself, put off, lay aside, Lat. deponere, of arms or clothes, Hom., etc.
2. metaph. to put an end to, arrange, settle, τὸν πόλεμον Thuc.
b. to put aside, treat negligently, Xen.
3. to lay down in a place, Hes., etc.: of the dead, to bury, Od.
4. to deposit for oneself, lay up in store (v. supr. I. 4), Od., etc.: —metaph., κατατίθεσθαι κλέος to lay up store of glory, Hdt.; χάριτα or χάριν κατατίθεσθαί τινι or πρός τινα to lay up a store of gratitude or favour, Lat. collocare gratiam apud aliquem, Hdt., etc.; so, εὐεργεσίαν κ. Thuc., etc.
5. to deposit in a place of safety, Thuc., Xen.
6. to lay up in memory or as a memorial, Theogn., Plat.

Chinese

原文音譯:katat⋯qhmi 卡他-提帖米
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向下-安置 相當於: (שׁוּב‎)
字義溯源:安放,放下,安置,討,得喜悅;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀποτίθημι)同義字
出現次數:總共(3);可(1);徒(2)
譯字彙編
1) 討(2) 徒24:27; 徒25:9;
2) 安放(1) 可15:46