ἔπος
English (LSJ)
older ϝέπος SIG9 (v. infr.), etc., εος, τό (Skt.
A vácas 'word', 'hymn', cf. εἶπον): I word, παύρῳ ἔπει in short utterance, Pi.O. 13.98 ; ἐπέων κόσμος Parm.8.52, Democr.21 ; ἔπους σμικροῦ χάριν S. OC443 ; λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες Th.3.67 : generally, that which is uttered in words, speech, tale, ἔπος ἐρέειν Il.3.83, etc.; φάσθαι Xenoph. 7.3, Parm.1.23, etc.; joined with μῦθος, Od.4.597, 11.561.—Special uses, 1 song or lay accompanied by music, 8.91,17.519. 2 pledged word, promise, Il.8.8 ; τελέσαι ἔπος fulfil, keep one's word, 14.44, cf. A.Pr.1033. 3 word in season, counsel, Il.1.216, 2.807, Od.18.166, etc.; freq. in Trag., E.Hel.513, etc. 4 word of a deity, oracle, Od.12.266, Hdt.1.13, etc. 5 saying, proverb, τὸ παλαιὸν ἔπος Id.7.51, cf. Ar.Av.507. 6 word, opp. deed, ἔπε' ἀκράαντα words of none effect, opp. ἔτυμα, Od.19.565, cf. E.HF111 (lyr.); opp. ἔργον, Il.15.234, Od.2.272, etc., cf. 11.1 ; αἴτε ϝέπος αἴτε ϝάργον SIG9 (Elis, vi B.C.); opp. βίη, Il.15.106 ; opp. χεῖρες, 1.77 (pl.). 7 subject of a speech, message, 11.652, 17.701, S.OT 1144, etc. II later usages, 1 joined with ἔργον or πρᾶγμα Heraclit.1, A.Pers.174 (troch.), Ar.Eq.39, etc.; ἔργῳ τε καὶ ἔπει Pl. Lg.879c ; ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134 ; χρηστὰ ἔργα καὶ ἔπεα ποιέειν Id.1.90. 2 κατ' ἔπος word by word, κατ' ἔ. βασανιεῖν φησι τὰς τραγῳδίας Ar.Ra.802. 3 πρὸς ἔπος at the first word, Luc. Ep.Sat.37. b word in exchange for word, ἀμείβεσθαι, ἀποκρίνεσθαι, of an oracle, Id.Alex.19, Philops.38 ; also ἔ. δ' ἀμείβου πρὸς ἔ. A.Eu. 586, cf. Ar.Nu.1375, Pl.Sph.217d. c οὐδὲν πρὸς ἔ. to no purpose, Ar.Ec.751 ; also, nothing to the purpose, ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔ. ἀποκρίνωμαι Pl.Euthd.295c, cf. Luc.Herm.36 ; τί πρὸς ἔπος; Pl.Phlb.18d. 4 ὡς ἔπος εἰπεῖν almost, practically, qualifying a too absolute expression, esp. with πᾶς and οὐδείς (not with metaphors), Pl.Ap.17a, Phd. 78e, Grg.456a, al., Arist.Metaph.1009b16, Pol.1252b29, D.9.47, etc. ; opp. ὄντως or ἀκριβεῖ λόγῳ, Pl.Lg.656e, R.341b ; later ὡς ἔ. ἐστὶν εἰπεῖν POxy.67.14(iv A.D.) ; in Trag., ὡς εἰπεῖν ἔ. A.Pers.714(troch.), E.Heracl.167,Hipp.1162, once in Pl.,Lg.967b(s.v.l.). 5 ἑνὶ ἔπει in one word, briefly, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα λέγειν Hdt.3.82. III of single words, esp. with ref. to etymology or usage, Id.2.30, Ar. Nu.638, Pl.Prt.339a, etc.; ὀρθότης ἐπῶν,=ὀρθοέπεια (q.v.), Ar.Ra. 1181 ; ἄριστ' ἐπῶν ἔχον ib.1161. IV in pl., epic poetry, opp. μέλη (lyric poetry), ἰαμβεῖα, διθύραμβοι, etc., ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί Pi.N.2.2 ; τὰ Κύπρια ἔπεα Hdt.2.117, cf. Th.1.3, X.Mem.1.4.3, Pl.R.379a, etc. ; ἔπεά τε ποιεῖν πρὸς λύραν τ' ἀείδειν Theoc.Ep.21.6 ; νικήσας ἔπος IG3.1020 ; ποητὴς ἐπῶν ib.7.3197.9 (Orchom. Boeot.), cf. OGI51.37 (Egypt, iii B.C.). b generally, poetry, even lyrics, Alcm.25(prob.), Pi.O.3.8, etc. c lines, verses, esp. of spoken lines in the drama, Ar.Ra.862, 956, etc. : sg., verse, line of poetry, Hdt.4.29, Pl.Min. 319d ; group of verses, Id.R.386c, Hdt.7.143. d lines of writing, μυρίων ἐπῶν μῆκος Isoc.12.136 ; ἐν ὅλοις ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμεῖν, of a historian, Luc.Hist.Conscr.28.
German (Pape)
[Seite 1009] (eigtl. Fεποσ, s. Inscr. 11), τό, 11 das Gesagte, Gesprochene, das Wort, jede mündliche Aeußerung, auch mehrere zu einem Ganzen verbundene Wörter, die Rede, Erzählung, bes. häufig bei Hom., der das später übliche λόγος nur zweimal gebraucht, im sing. u. plur.; ἐσθλὸν δ' οὔτε τί πω εἶπες ἔπος Il. 1, 108; κακὸν ἔπος ἀγγέλλειν 17, 701; ἔπεα πτερόεντα προσηύδα, auch δόλια, μαλακά, μειλίχια; mit μῦθος verbunden, Od. 4, 597. 11, 561, εἰπεῖν, φάσθαι, αὐδᾶν, φράζεσθαι, μυθεῖσθαι u. ä., s. diese Verba. Auch der Gesang od. gesangweise vorgetragene Erzählungen, Od. 8, 91. 17, 519. – So bei allen Dichtern häufig, Aesch. ἔπος ἐκρίπτειν, ἐκβάλλειν, λακεῖν, φάσκειν u. ä., s. die einzelnen Verba. – Wortim Ggstz der That, Ζεῦ πάτερ εἴποτε δή σε – ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ, Il. 1, 503. 15, 234; Ἀλκινόου δ' ἐκ τοῦδ' ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε Od. 11, 346; μή σε δὶς φράσαι μήτ' ἔπος μ ήτ' ἔργον Aesch. Pers. 170; in Prosa, ἔργῳ τε καὶ ἔπει Plat. Legg. IX, 879 c, vgl. Rep. VI, 494 e; ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. 3, 135, ἐπαφρόδιτα καὶ ἔπη καὶ ἔργα Xen. Conv. 8, 15; vgl. Thuc. 2, 41; λόγοι ἔπεσι κοσμ ηθέντες, mit Schmuck der Worte, 3, 67, vgl. τοιαῦθ' ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη Soph. Tr. 1075, sonst ist das einzelne Wortin Prosa ῥῆμα oder ὄνομα, auch verbunden ὀνόματα καὶ ῥήματα, die Rede λόγος. – Auch im Ggstz von βίη u. χείρ, Il. 1, 77. 15, 106, dah. auch mit dem Nebenbegriff des Eitlen, Nichtigen, ἐστάλην ἰηλέμων γόων ἀοιδός, ἔπεα μόνον καὶ δόκημα νυκτερωπόν Eur. Herc. Fur. 111, vgl. 229. Aber στεῦται γάρ τι ἔπος εἰπεῖν Ἅκτωρ, ein Wort, das der Rede werth ist, mit Nachdruck, Il. 3, 83. – Bes. merke man noch bei Hom. – al das gegebene Wort, Zusage, Versprechen, Il. 8, 8; τελεῖν ἔπος, sein Wort erfüllen, 14, 44; vgl. πᾶν ἔπος τελεῖ Aesch. Prom. 1035. – b) der Ausspruch eines Gottes, Sehers, Orakelspruch, μάντιος Od. 12, 262; auch Tragg., wie Soph. O. R. 89 Tr. 819; vgl. Her. 1, 13. 7, 143; einzeln bei Sp. – c) Gerücht, κωφὰ καὶ παλαί ἔπη Soph. O. R. 290. – d) übh. ein inhaltreiches Wort, Spruch, Sentenz, Sprichwort, Ar. Av. 507; ὡς ἔπος εἰπεῖν (selten in anderer Stellung, wie des Verses wegen ὡς εἰπεῖν ἔπος Aesch. Pers. 7; vgl. Plat. Legg. XII, 967 c) theils: wie man zu sagen pflegt, so zu sagen, ohne Genauigkeit od. Bestimmtheit, nur ungefähr es mit einem Worte auszudrücken, um mich so auszudrücken, wenn ich so sagen darf (Lob. Paralipp. 60, bes. nach allgemeinen, umfassenden Ausdrücken, πᾶς, οὐδείς, ὅλος, um anzudeuten, das Wort sei nicht so streng zu nehmen), dah. Plat. Rep. I, 341 d τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ entgegengesetzt, wie ὄντως Legg. II, 656 e; vgl. λευκὴν οὐχ ὡς εἰπεῖν ἔπος, ἀλλὰ καὶ χιόνος καὶ γάλακτος πλέον λευκήν, d. i. nicht im gew. Sinne des Wortes, Ael. H. A. 4, 36; theils: um es gerad heraus zu sagen, um die Wahrheit, um es kurz zu sagen, διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' ὡς ἔπος εἰπεῖν Aesch. Pers. 700; Ἱππόλυτος οὐκέτ' ἐστὶν ὡς ἔπος εἰπεῖν Eur. Hipp. 1162; Plat.; Her. ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν 3, 82; – ἔπος ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς Aesch. Eum. 556; vgl. ἔπος πρὸς ἔπος ἠρειδόμεσθα Ar. Nubb. 1375; ἔπος πρὸς ἔπος ποιεῖσθαι τὴν συνουσίαν Plat. Soph. 217 d. Collektiv παύρῳ ἔπει, mit wenig Worten, Pind. Ol. 13, 98; ἔπους σμικροῦ χάριν Soph. O. C. 443. – 2) der Inhalt der Rede, Sache, oft im Deutschen geradezu durch eszu übersetzen, Il. 11, 652. 17, 701. 22, 454 u. öfter; πρὸς τί τοῦτο τοὔπος ἱστορεῖς, wozu erzählst du das? Soph. O. R. 1144; τί πρὸς ἔπος αὖ ταῦτ' ἐστίν; Plat. Phil. 18 d, wie gehört das zur Sache? ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔπος ἀποκρίνωμαι, falls ich nichts zur Sache Gehöriges antworten sollte, Euthyd. 295 c; οὐδὲν πρὸς ἔπος ταῦτά φασιν, nicht zur Sache gehörig, Luc. Philops. 1; a. Sp.; vgl. Ar. οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα καὶ φειδωλίαν οὐδὲν πρὸς ἔπος οὕτως ἀνοήτως ἐκβαλῶ, Eccl. 751, um Nichts und wider Nichts, umsonst. – 3) τὰ ἔπη, das in Hexametern abgefaßte Heldengedicht, episches Gedicht, Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπ έων ἀοιδοί Pind. N. 2, 2; τὰ Κύπρια ἔπεα Her. 2, 117; Thuc. 1, 3. 3, 104, von einzelnen Versen aus Homer; Plat. Rep. II, 379 a ἐάν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσι ποιῇ, ἐάν τε ἐν μέλεσιν, ἐάν τε ἐν τραγῳδίᾳ; Phaedr. 241 e ὅτι ἤδη ἔπη φθέγγομαι ἀλλ' οὐκέτι διθυράμβους; wie bei Thuc. von einem einzelnen Hexameter, ἀπὸ τοῦδε τοῦ ἔπους ἀρξάμενοι Rep. III, 386 c; ἐν ἰαμβείοις καὶ ἐν ἔπεσιν X, 602 b; λέγουσι δύο ἔπη εἰς τὸν Ἄρωτα Phaedr. 252 b. Uebh. Gedicht, Xen. Hem. 1, 2, 21; außer dem Hexameter von elegischen Versen, Distichen, auch übh. Vers, Ar. Th. 412; allgemeiner, Zeile, οὐδ' ἢν μυρίων ἐπῶν ᾐ τὸ μῆκος Isocr. 12, 136; ὅσαι μυριάδες ἐπῶν Luc. hist. conscr. 19; vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπος: -εος, τό, (ἐκ τῆς √ϜΕΠ, ἴδε ἔπω Α). Ι. λέξις, παύρῳ ἔπει, δι’ ὀλίγων λέξεων, Πινδ. Ο. 13. 138· ἔπους σμικροῦ χάριν Σοφ. Ο. Κ. 443· λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες, λόγοι κοσμηθέντες διὰ κομψῶν λέξεων, Θουκ. 3. 67· καθόλου, τὸ διὰ λέξεων ἐκφερόμενον εἴτε πολλῶν εἴτε ὀλίγων, ὁμιλία, λόγος, λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ὅστις δὲν μεταχειρίζεται οὕτω τὸ μετὰ ταῦτα συνώνυμον λόγος) ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ μῦθος, μύθοισιν ἔπεσσί τε σοῖσιν ἀκούων Ὀδ. Δ. 597· ἵν’ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς Λ. 561. Ἐντεῦθεν, ὡσαύτως, ὅταν αἱ λέξεις τοῦ ᾄσματος εἶναι σπουδαιότεραι τῆς μελῳδίας αὐτοῦ, ᾆσμα μετὰ μουσικῆς, ἐπεὶ τέρποντ’ ἐπέεσσιν Θ. 91· ἀοιδὸν… ὅς τε θεῶν ἔξ ἀείδῃ δεδαὼς ἔπε’ ἱμερόεντα βροτοῖσι Ρ. 519. ― Αἱ ἑπόμεναι χρήσεις εἶναι αἱ μᾶλλον ἄξιαι σημειώσεως, παρ’ Ὁμ.: 1) λόγος ἄξιος νὰ ἀκούσῃ τις αὐτόν, σπουδαῖον, στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἰλ. Γ. 83. 2) ὑπόσχεσις, Θ. 8, τελεῖν ἔπος φυλάττειν, ἐκτελεῖν τὸν λόγον, Ξ. 44, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1033. 3) λόγος ἐπίκαιρος, συμβουλή, γνώμη, Ἰλ. Α. 108, κτλ. συχνὸν παρ’ Ἀττ. 4) ὁ λόγος, ἐκ θείας ἐμπνεύσεως, προφητεία, χρησμός, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μάντηος ἀλαοῦ, κτλ., Ὀδ. Μ. 266, Ἡρόδ. 1. 13, κλ., καὶ Τραγ.: ― βραδύτερον, ὡσαύτως, λόγιον, ῥητόν, παροιμία (ὡς τὸ ἀπόφθεγμα), τὸ παλαιὸν ἔπος, Ἡρόδ. 7. 51, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 507. 5) λέξις κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔργον, ἔπεα ἀκράαντα, λόγοι ἀνεκτέλεστοι, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀντίθετον τῷ ἔτυμα, Ὀδ. Τ. 595, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111: ― ἐντεῦθεν αἱ λέξεις ἔπος καὶ ἔργον συχνάκις παρατίθενται ἀλλήλαις, Ἰλ. Ο. 234, Ὀδ. Β. 272, κτλ.· οὕτω καί, ἢ ἔπει ἠὲ βίῃ Ἰλ. Ο. 106· προσέτι, ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77. 6) ἐκεῖνο ὅπερ αἱ λέξεις ἐκφράζουσιν, ἡ ἔννοια, οὐσία, ὑπόθεσις λόγου, κτλ., σχεδὸν ὅμοιον τῇ λέξει πρᾶγμα, νῦν δὲ ἔπος ἐρέων πάλιν ἄγγελος εἶμ’ Ἀχιλῆϊ Α. 602, Ρ. 701, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1144, Ο. Κ. 443: ― ὁ Ὅμ. συχν. ἔχει τὰς φράσ., ἔπος εἰπεῖν, ἐρεῖν, φάσθαι, αὐδᾶν, μυθεῖσθαι, φράζεσθαι, πιφάσκειν. ΙΙ. μεταγεν. χρήσεις, 1) συχνάκις συνδυάζεται μετὰ τοῦ ἔργου ἢ πρᾶγμα, Αἰσχυλ. Πέρσ. 174, Ἀριστοφ. Ἱππ. 39, κτλ.· ἔργῳ τε καὶ ἔπει Πλάτ. Νόμ. 897C· ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. 1. 90, Λοβέκκ. ἐν Σοφ. Αἴ. σ. 430. 2) κατ’ ἔπος, λέξιν πρὸς λέξιν, ἀκριβῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 802. 3) πρὸς ἔπος, εἰς τὸν πρῶτον λόγον, ἅμα τῇ αἰτήσει, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 37. β) πρὸς ἔπος ἀμειβομένου τοῦ θεοῦ, πρὸς πᾶσαν λέξιν ἀποκρινομένου τοῦ θεοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 19, Φιλοψ. 38: ― ὡσαύτως, ἔπος δ’ ἀμείβου πρὸς ἔπος Αἰσχύλ. Εὐμ. 586, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1375, Πλάτ. Σοφ. 217D. γ) οὐδὲν πρὸς ἔπος, πρὸς οὐδένα σκοπόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 751· ὡσαύτως, ἐξαρκεῖ σοι, ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔπος ἀποκρίνωμαι Πλάτ. Εὐθυδ. 295C· τὶ πρὸς ἔπος; ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 18D, Λουκ., κλ. 4) ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ ὡς εἰπεῖν ἔπος, εἰπεῖν κατὰ τὸ λεγόμενον, οὕτως εἰπεῖν, Εὐρ. Ἡρακλ. 167, κτλ.· ἴδε ἐν λ. ἔμβραχυ καὶ ἐν λ. ὣς Β. ΙΙ. 3: ― ἰδίως, ὁμιλῶ ἁπλῶς, γενικῶς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὄντως ἢ ἀκριβεῖ λόγῳ, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Πολ. 341Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁμιλῶ σαφῶς, ἁπλῶς, «μὲ ἕνα λόγον», Αἰσχύλ. Πέρσ. 714. 5) ἑνὶ ἔπει, μὲ μίαν λέξιν, συντόμως, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα λέγειν Ἡρόδ. 3. 82. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ποίησις εἰς ἡρωϊκοὺς στίχους, ἐπικὴ ποίησις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλη (τὴν λυρικὴν ποίησιν), ἰαμβεῖα, διθυράμβους, κτλ., πρῶτον παρὰ Πινδ. Ν. 2. 2, Ἡρόδ. 2. 117, Θουκ. 1. 3· νικᾶν ἔπος Συλλ. Ἐπιγρ. 200. 13· ποιητὴς ἐπῶν αὐτόθι 1584. 9, κ. ἀλλ., πρβλ. Ο. Μυλλέρου Ἱστ. τῆς Ἑλλ. Φιλολογίας, 1 § 3· ἀκολούθως ἐφηρμοσμένη εἰς τὴν ἐλεγειακὴν ποίησιν, ἔπειτα εἰς ἄλλα εἴδη, ἔτι δὲ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν λυρικὴν ποίησιν, Ἀλκμὰν 29, Πινδ. Ο. 3. 14. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ στίχῳ ποιήσεως, Ἡρόδ. 4. 29, Ἀριστοφ. Βάτρ. 862, 956. 1161 ἐντεῦθεν, περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ὁ αὐτ. Νεφ. 638· πρβλ. Francke εἰς Καλλῖν. σελ. 77 κἑξ.· ἔτι δέ, τῷ δὲ πλήθει τῶν λεγομένων οὐκ ἐπιτιμησόντων οὐδ. ἢν μυρίων ἐπῶν ᾗ τὸ μῆκος Ἰσοκρ. 261Α, πρβλ. Schäf. εἰς Διον. π. Συνθ. σ. 30· καὶ παρὰ Λουκ. (πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 28), ἐπὶ ζωγράφου, οὐδ’ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφει, οὐδ’ ἐν ἑπτὰ γραμμαῖς.― Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 137.
French (Bailly abrégé)
ion. ἔπεος, att. ἔπους (τό) :
A. parole :
I. parole, mot : λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες THC discours arrangés avec de beaux mots ; πρὸς ἔπος LUC au premier mot ; ἔπος πρὸς ἔπος ESCHL mot pour mot ; κατ’ ἔπος AR mot à mot, exactement ; ἐνὶ ἔπεϊ HDT en un mot ; ὡς ἔπος εἰπεῖν, pour ainsi dire, pour le dire en un mot;
II. p. ext. 1 discours;
2 paroles d’un chant, récitatif;
3 parole donnée, promesse;
4 conseil, avis;
5 manière de dire, proverbe, sentence;
6 parole d’un dieu, oracle;
7 nouvelle;
B. sens d’un discours, sujet d’un développement;
C. vers en gén.
1 particul. τὰ ἔπη la poésie épique;
2 au sg. vers ; p. ext. ligne d’écriture.
Étymologie: R. Ϝεπ, parler = lat. voc-, cf. vocare.
English (Autenrieth)
(root ϝεπ., cf. vox), pl. ἔπεα: word, words, rather with reference to the feeling and ethical intent of the speaker than to form or subject-matter (ῥῆμα, μῦθος); κακόν, ἐσθλόν, μείλιχον, ἅλιον, ὑπερφίαλον ἔπος, Il. 24.767, Il. 1.108, Od. 15.374, Σ 32, Od. 4.503; pl., ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1.77; δώροισίν τ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν, Il. 9.113; so of the bard, ἔπἐ ἷμερόεντα, ρ , Od. 8.91; phrases, ποῖόν σε ϝέπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, ἔπος τ' ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζεν, εὐχόμενος ἔπος ηὔδᾶ, ἔπεα πτερόεντα προσηύδᾶ. ἔπος, ἔπεα are best literally translated; if paraphrased, ‘command,’ ‘threat,’ are admissible, not ‘tale,’ ‘message,’ or the like.
English (Slater)
ἔπος (ἔπει, ἔπος; ἔπεα, -έων, -εσι(ν), -εσσιν. ϝεπ-, (O. 6.16) )
1 in general, word (of song or speech) οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι (O. 3.8) ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ (O. 13.25) ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) “φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (P. 4.29) ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες (P. 4.57) “οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (P. 4.105) βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων (P. 4.138) χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν (P. 6.37) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (v. τρεῖς) (N. 7.48) τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι (N. 7.104) ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε (I. 8.46) πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ] δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Παρθ. 2. 32. esp. gen. pl., words of song, song, ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν, γινώσκομεν (P. 3.113) εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299) Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί (N. 2.2) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.28) κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (N. 9.3) θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (καύχαις coni. Benedictus) (N. 9.7) Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (i. e. of epic verse) (I. 4.39) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.19) ἐμο[ὶ δ' ἐπ][ω]ν (Pae. 2.103) ]ωδ ἐπέων δυνατώτερον (Pae. 4.5) ]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ (Pae. 14.34) ἐμὲ δ ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 24.
2 s. in various senses.
a speech esp. of praise. εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος (O. 6.16) Ἴσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι (P. 2.66) καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (i. e. answer ) (N. 10.80) ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46)
b prayer εἰ χρεὼν τοῦθ κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2) ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.) (I. 6.42)
c prophecy τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι (P. 4.9)
d tale λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω (N. 3.53)
e saying Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) (I. 6.67) σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.
3 frag. ]δ' ἔπος[ (Pae. 8.10) ῥερῖφθαι ἔπος fr. 318.
English (Strong)
English (Thayer)
ἐπεος (ἐπους), τό, a word: ὡς ἔπος εἰπεῖν (see εἶπον, 1a., p. 181 a), SYNONYMS: ἔπος seems primarily to designate a word as an articulate manifestation of a mental state, and so to differ from ῤῆμα (which see), the mere vocable; for its relation to λόγος see λόγος I:1.]
Greek Monolingual
το (AM ἔπος)
1. εκτεταμένη ποιητική σύνθεση που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας ολόκληρης κοινωνίας και εξυμνεί ηρωικά κατορθώματα
2. πληθ. τα έπη
επικά ποιήματα σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους
νεοελλ.
1. σειρά ηρωικών πράξεων ή κατορθωμάτων («το έπος της Αλβανίας»)
2. φρ. «αμ’ έπος αμ’ έργον» — μόλις το ‘πε, το ‘κανε κιόλας
αρχ.
1. λέξη, έκφραση («ἀλλ’ ἔπους σμικροῦ χάριν φυγάς σφιν ἔξω πτωχὸς ἠλώμην», Σοφ)
2. διήγηση, ομιλία («ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν», Ομ. Ιλ.)
3. σπουδαίος λόγος («στεῡται γάρ τι ἔπος ἐρέειν κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
4. υπόσχεση («τελεῑν ἔπος», Ξεν.)
5. επίκαιρος λόγος,συμβουλή
6. λόγος που προέρχεται από θεία έμπνευση, χρησμός, προφητεία («καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μάντηος ἀλαοῡ», Ομ. Οδ.)
7. λέξη σε αντιδιαστολή με το έργο («ἔπεα ἀκράαντα» — λόγια χωρίς αποτέλεσμα, Ομ. Οδ.)
8. έννοια, ουσία, υπόθεση λόγου («νῡν δὲ ἔπος ἐρέων πάλιν ἄγγελος εἶμ’ Ἀχιλῆι», Ομ. Ιλ.)
9. ρητό, παροιμία, απόφθεγμα («τοῡτ’ ἄρ’ ἐκεῑν’ ἧν τοὔπος ἀληθῶς», Αριστοφ.)
10. φήμη («καὶ μὴν τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη», Σοφ.)
11. απαίτηση, επιθυμία («οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι», Ομ. Ιλ.)
12. ποιητικός στίχος («μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος ἐν Ὀδυσσείῃ», Ηρόδ.)
13. σύνολο στίχων
14. (σε πεζό κείμενο) σειρά, αράδα («τῷ τε πλήθει τῶν λεγομένων οὐκ ἐπιτιμησόντων οὐδ’ ἥν μυρίων ἐπῶν ᾖ τὸ μῆκος», Ισοκρ.)
15. (για ζωγράφο) σύνθεση εικόνας («τήν... μάχην ἐν οὐδ’ ὅλοις ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμόντος», Λουκιαν.)
16. φρ. α) «κατ’ ἔπος» — λέξη προς λέξη
β) «οὐδὲν πρὸς ἔπος» — για κανέναν σκοπό
γ) «ὡς ἔπος εἰπεῑν» ή «ὡς εἰπεῑν ἔπος» — για να πω με συντομία
δ) «ἑνὶ ἔπει» — με μια λέξη, σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έπος (διαλεκτ. Fέπος) ταυτίζεται με αρχ. ινδ. vacas-, αβεστ. vačah- και ανάγεται σε ΙE wekw-os < ΙE ρίζα wekw- «λέγω, μιλώ». Απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει τα λόγια, παράλληλα προς το μύθος που δηλώνει το περιεχόμενο των λόγων. Στην Ιων.-Αττική σημαίνει «λέξη» —αντιτιθέμενο στο έργον— και χρησιμοποιείται σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις, όπως έπος ειπείν «για να μιλήσω έτσι, όπως λένε κ.λπ.». Στην επική ποίηση, εξάλλου, απαντά πληθ. έπεα. Η λ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -επής σε 36 αρχαία σύνθετα
πρβλ. αισχροεπής, ακριτοεπής, αληθοεπής, αμαρτοεπής, αμετροεπής, αμευσιεπής, ανεπής, απτοεπής, αριστοεπής, αρτιεπής, αφαμαρτοεπής, βραχυεπής, δεινοεπής, ευεπής, ευθυεπής, ευρησιεπής, ηδυεπής, ημιεπής, ησιεπής, θελξιεπής, θεοεπής, θερσιεπής, ισοεπής, ισχνοεπής, καλλιεπής, κομψοεπής, παντοεπής, παυροεπής, περισσοεπής, πολυεπής, ταυτοεπής, τερψιεπής, χρηστοεπής, ψευδοεπής, ωκυεπής. Στην ίδια ρίζα wekw- ανάγεται και ο αόρ. είπον, επικ. έειπον, απρμφ. ειπείν, από τον οποίο προήλθε υστερογενώς ο ιων. αόρ. α΄ είπα. Στους αορίστους αυτούς αντιστοιχούν οι ενεστώτες λέγω, φημί, αγορεύω, μέλλ. ερώ και παρακμ. είρηκα. Το έειπον, που συνδέεται επακριβώς με αρχ. ινδ. ά-vocam, προήλθε από e-wenkw-om, θεματ. αόρ. με αναδιπλασιασμό. Δηλ. ε-Fε-Fπ-ον> ε-Fε-ιπ-ον, με ανομοίωση του β’ -F- σε -ι-> έ-ειπ-πον> είπον. Υπάρχουν, εξάλλου, και ονοματικοί τ. με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αιτ. όπα (ονομ. όψ < Fοπ-ς), όσσα < ότια < Foτ-yă, εν-οπή, ενώ στην Αρχαία Ινδική απαντά αθέμ. ενεστ. vak-ti «μιλάει, λέει»].
Greek Monotonic
ἔπος: -εος, τό (ἔπω Α)·
I. 1. λέξη, λόγος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μύθος, θρύλος, ιστορία, τραγούδι, ποίημα, στο ίδ.
2. δεσμευτικός λόγος, δέσμευση, υπόσχεση, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
3. συμβουλή, ορμήνια, νουθεσία, γνώμη, στο ίδ.
4. θεϊκός λόγος, προφητεία, μαντεία, χρησμός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· έπειτα, επίσης, ρητό, γνωμικό, παροιμία, απόφθεγμα, σε Ηρόδ.
5. νόημα, έννοια, περιεχόμενο, θέμα ομιλίας, αντικείμενο ή ζήτημα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Φράσεις:
1. ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε, σε Ηρόδ.
2. κατ' ἔπος, λέξη προς λέξη, αυτολεξεί, ακριβώς, σε Αριστοφ.
3. οὐδὲν πρὸς ἔπος, τίποτα σχετικό, σε Πλάτ.
4. ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος, τρόπος του λέγειν, ούτως ειπείν, σε Ευρ. κ.λπ.
5. ἑνὶ ἔπει, με μια λέξη, σύντομα, συνοπτικά, σε Ηρόδ.
III. 1. στον πληθ., ηρωικός, έμμετρος, ποιητικός λόγος, επική ποίηση, αντίθ. προς το μέλη (λυρική ποίηση) κ.λπ., στον ίδ., Αττ.· επίσης, γενικά, ποίηση, σε Πίνδ.
2. στον ενικ., στροφή ή στίχος ποιητικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπος: εος τό тж. pl.
1) слово: παύρῳ ἔπει Pind. в немногих словах; ἔ. πρὸς ἔ. Arph., Plat. слово за слово; ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἶπαι Her. свести воедино и выразить все в одном слове;
2) слова, речь, рассказ, повествование: ἄγε δεῦρο, ἵν᾽ ἔ. καὶ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. подойди и услышь мои речи; ἅμα ἔ. τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. как он сказал, так и сделал; ἔπεα ἀκράαντα Hom. пустые слова;
3) (данное) слово, обещание: τελεῖν ἔ. Hom. сдержать слово;
4) (тж. ἔ. μάντιος Hom.) вещее слово, прорицание Soph., Her.;
5) изречение, поговорка, пословица (τὸ παλαιὸν ἔ. Her.): ὡς ἔ. εἰπεῖν Aesch., Arph., Plat. как говорится, так сказать;
6) предмет (речи), содержание, смысл: πρὸς τί τοῦτο τοὔπος (= τὸ ἔ.) ἱστορεῖς; Soph. зачем ты толкуешь об этом?; τί πρὸς ἔ.; Plat. какое это имеет отношение к делу?; οὐδὲν πρὸς ἔ. Arph. ни к чему, бесцельно;
7) весть, новость: ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Soph. приносящий дурные вести;
8) стихотворная строка, стих, преимущ. гексаметр (Ὁμήρου ἔ. ἐν Ὀδυοσείῃ Her.); pl. ἔπη эпическая, реже элегическая и лирическая поэзия (τὰ Κύπρια ἔπεα Her.; τὰ Ὀρφικὰ ἔπη Arst.);
9) строка (вообще) (μυρίων ἐπῶν μῆκος Isocr.): οὐδ᾽ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφειν Luc. описать менее, чем в семи строчках.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: word, speech (Il.),
Other forms: in plur. also = song, epic poem (Pi., Hdt.; on meaning and use Fournier Les verbes "dire" 212ff.).
Compounds: As 1. member in ἐπεσβόλος (s. v.), ἐπο-ποιός (with analog. comp. vowel); as 2. member e. g. in ἀπτοεπής (s. v.).
Derivatives: ἐπύλλιον small song, small verse (Ar.; after it other deminutives in -ύλλιον, Leumann Glotta 32, 214 and 225); ἐπικός belonging to epic poetry (D. H.).
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯ekʷ- speak
Etymology: Ϝέπος (El., Cypr.) is identical with Skt. vácas-, Av. vačah- word; IE *u̯ékʷ-os- n. Greek further has the nouns *ὄψ in ὄπ-α (acc.), ὄσσα, prob. also ἐν-οπή, and the aorist εἶπον, s. vv. A primary athematic verb is preserved in Skt. vák-ti he seaks. - See W.-Hofmann s. vōx. (S. also on αἶνος.)
Middle Liddell
ἔπος, εος, [ἔπω1]
I. a word, Od., etc.:— a tale, story, lay, Od.
2. a pledged word, promise, Il., etc.
3. a word of advice, counsel, Il.
4. the word of a deity, a prophecy, oracle, Od., Hdt., Trag.:—later also, a saying, saw, proverb, Hdt.
5. the meaning, substance, subject of a speech, a thing or matter, Il.
II. Phrases:— ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε "no sooner said than done," Hdt.
2. κατ' ἔπος word by word, exactly, Ar.
3. οὐδὲν πρὸς ἔπος nothing to the purpose, Plat.
4. ὡς ἔπος εἰπεῖν or ὡς εἰπεῖν ἔπος, so to say, as the saying is, Eur., etc.
5. ἑνὶ ἔπει in one word, briefly, Hdt.
III. in pl. poetry in heroic verse, epic poetry, opp. to μέλη (lyric poetry), etc., Hdt., attic: also, generally, poetry, Pind.
2. in sg. a verse or line of poetry, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
ἔπος: {épos}
Forms: im Plur. auch = Lied, episches Gedicht (Pi., Hdt. usw.; über Bedeutung und Gebrauch im allg. Fournier Les verbes "dire" 212ff.).
Grammar: n.
Meaning: Wort, Rede (seit Il.),
Composita : Als Vorderglied in ἐπεσβόλος (s. d.), ἐποποιός (mit analog. Komp. vokal); als Hinterglied z. B. in ἀπτοεπής (s. d.).
Derivative: Ableitungen: ἐπύλλιον Liedchen, Verschen (Ar.; danach andere Deminutiva auf -ύλλιον, Leumann Glotta 32, 214 und 225); ἐπικός zur epischen Dichtung gehörig (D. H. u. a.).
Etymology : Griech. ϝέπος (el., kypr.) ist mit aind. vácas-, aw. vačah- Wort identisch; idg. *u̯équ̯os- n. Daneben stehen im Griech. noch die Nomina *ὄψ in ὄπα (Akk.), ὄσσα, wohl auch ἐνοπή, und der Aorist εἶπον, s. bes. Ein primäres athematisches Verb ist in aind. vák-ti er spricht erhalten. — Weitere idg. Formen bei WP. 1, 245f., W.-Hofmann s. vōx. S. auch die Lit. zu αἶνος.
Page 1,545
Chinese
原文音譯:œpoj 誒坡士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:放置(說)
字義溯源:話語,話,發言,有話,可說,言語;源自(λέγω)*=講)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 有話(1) 來7:9