σοφός
English (LSJ)
σοφή, σοφόν,
A skilled in any handicraft or art, clever, ἁρματηλάτας σοφός Pi.P.5.115, cf. N.7.17; κυβερνήτης A.Supp.770; μάντις Id.Th.382; οἰωνοθέτας S.OT484 (lyr.); of a sculptor, E.Fr.372; even of hedgers and ditchers, Margites Fr.2; but in this sense mostly of poets and musicians, Pi.O.1.9, P.1.42, 3.113; ἐν κιθάρᾳ σοφός E.IT1238 (lyr.), cf. Ar.Ra.896 (lyr.), etc.; τὴν τέχνην σοφώτερος ib.766; περί τι Pl.Lg.696c; γλώσσῃ σοφός S.Fr.88.10; σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ, μαθόντες δὲ λάβροι Pi.O.2.86.
2 clever in practical matters, wise, prudent, ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ' εἰδώς, σ. A.Fr.390; esp. statesmanlike, in which sense the seven Sages were so called, Dicaearch. ap.D.L.1.40: hence, shrewd, worldly-wise, Thgn.120, Pi.I.2.12, Hdt. 3.85; σ. ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοὶ Id.7.130; σ. παλαιστὴς... ἀλλὰ χαἱ χαἱ σοφαὶ γνῶμαι.. ἐμποδίζονται S.Ph.431, cf. 440, Aj.1374; πολλὰ σ. A.Ag. 1295; ἃ δεῖ σ. E.Ba.655 sq.; τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ Pl. R.519a: also σοφαὶ πραπίδες Pi.O.11(10).10; φύσις Ar.V.1282: even of animals, X.Cyn.3.7 (Comp.), 6.13 (Sup.); σ. πειθώ Pi.P.9.39 codd. (σοφοῖς Bgk.); εὐβουλία A.Pr.1038: τὸ σοφόν my little trick, Pl.R. 502d; your clever notion, Id.Euthd.293d; τἀπ' ἐμοῦ σοφά, δάκρυα my tears, all the resources that I have, E.IA1214; εἰ δίκαια, τῶν σοφῶν κρείσσω τάδε better than all craft, S.Ph.1246; σοφόν [ἐστι] c. inf., E. Hec.228.
b more generally, learned, wise, τὸ μὲν σ. [αὐτὸν] καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν Pl.Phdr.278d, cf. 279c, Prt.329e, Ap.21a (Comp.), 22c (Sup.); opp. ἀμαθής, ib.25d (Comp.); of sophists, ib.20a, Prt.309d, X.Mem.2.1.21, etc.; universally and ideally wise, ὁ σ., τουτέστιν ὁ τὴν τοῦ ἀληθοῦς ἐπιστήμην ἔχων Chrysipp.Stoic.2.42, cf. 3.167, al.: later σοφώτατος as a title, especially of lawyers or professors, PIand.16.4 (v/vi A.D.), POxy.126.6 (vi A.D.).
3 subtle, ingenious, opp. ἀμαθής (1445) and σαφής, Ar.Ra. 1434 (Adv.); σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές E.Or.397; τὸ σοφὸν οὐ σοφία = wisdom overmuch is no wisdom, Id.Ba.395 (lyr.); τί οὖν ἦν τοῦτο; οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν nothing curious or recondite, D.9.37.—For the senses of ς., v. Arist.EN1141a10.—mostly abs., but c. acc. rei, E.Ba.655, Pl.Phlb. 17c, etc.; also ἐν οἰωνοῖς, κιθάρᾳ, E. IT662, 1238 (lyr.); εἴς τι Id.Fr.162 (Sup.); περί τι or τινος, Pl.Smp. 203a, Ap.19c: rarely c. gen., σοφὸς κακῶν A.Supp.453: also c. inf., πῶς δῆτ' ἔγωγ' ἂν.. Διὸς γενοίμην εὖ φρονεῖν σοφώτερος; S.Fr.524.7.
II of things, cleverly devised, wise, νόμος Hdt.1.196 (Sup.); νοήματα, ἔπεα, Pi.O.7.72 (Sup.), P.4.138, etc.; γνῶμαι S.Aj.1091; νοῦς Id.El.1016; πάντα προσφέρων σοφά all wise sayings, Id.Fr.763, cf. Ph.1245; χρόνου τε διατριβὰς σοφωτάτας ἐφηῦρε Id.Fr.479; σοφώτερ' ἢ κατ' ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη E.Med.675; σ. φυγή Id.Supp.151; οὐδὲν σοφὸν εἶναι shows no great wisdom, Arist.EN1137a10.
III Adv. σοφῶς = cleverly, wisely, etc., first (?) in S.(?)Fr.1122; then in E.Alc. 699, Ba.1271 codd., Heracl.558, Ar.Ra.1434, etc.: Comp. σοφώτερον E. Hec.1007: Sup. σοφώτατα Id.Hel.1528, Ar.Nu.522:—σοφῶς, as an exclamation of applause, Plu.2.45f, Mart.3.46.8, etc. (Not in Ep., exc. in Margites l.c. and as ancient v.l. (Eust.1023.14) in Il.23.712; but v. σοφία, σοφίζομαι.)
German (Pape)
[Seite 915] ursprünglich geschickt, geübt in mechanischer Kunst, in einem Handwerke, kundig; ἁρματηλάτας, Pind. P. 5, 107; τέκτονες, P. 3, 113; bes. von Dichtern u. Sängern, oft bei Pind.; σοφὸς τὴν μουσικήν, Plat. Phil. 17 c; und allgemeiner, σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ, Pind. Ol. 2, 86; übh. von klarer Einsicht, wie Eur. sagt σοφόν τοι τὸ σαφές, Or. 397; lebens- u. staatsklug, der sich und Andern im häuslichen und öffentlichen Leben wohl zu rathen weiß, Pind. u. Tragg.: ἦ σοφός, ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ τόδ' ἐβάστασε, Aesch. Prom. 889; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν, 1040; διδάσκαλος, Eum. 269; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ, Soph. Ai. 578; οἰωνοθέτας, O. R. 484; σοφὸς σὺ μάντις, Ant. 1046; σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, klug, Phil. 429; αἱ σοφαὶ γνῶμαι, Ai. 1070; El. 466; βουλεύων σοφῶς, Phil. 421; τὸν ἐν οἰωνοῖς σοφόν, Eur. I. T. 662, wie ἐν κιθάρᾳ 1237; c. inf., σοφὸς λέγειν, geschickt zu sprechen, erfahren, geübt im Reden, Med. 580; u. so in Prosa von Her. 3, 85 an überall; man vgl. noch folgende Verbindungen: σοφὸς περὶ τὰ τοιαῦτα, Plat. Conv. 203 a; περὶ τῶν τοιούτων, Apol. 19 c; σοφὸν τούτων, ὧν οἴοιτο πέρι δεινὸς εἶναι, Soph. 230 a; σοφὸν τὰ τοιαῦτα, Euthyphr. 5 a (wie Xen. οἱ σοφοὶ ἃ ἐπίστανται ταῦτα σοφοί εἰσι, Mem. 4, 6, 7); σοφοὶ λέγειν, Phaedr. 266 c. Auch von Sachen, νόμος Her. 1, 196, u. sonst; τὸ σοφόν, ein schlauer, kluger Einfall, Klugheit, Verschlagenheit, Plat. Rep. VI, 502 d u. A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. habile, particul. dans les arts mécaniques ; habile en gén. : περί τινος ou ἔν τινι en qch ; en parl. de choses habile : παπαῖ, σοφόν γε τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου EUR Cycl.572 oh ! oh ! qu'il est habile le bois de la vigne !;
II. en parl. de l'intelligence ou du caractère;
1 prudent, sage ; τὸ σοφόν PLAT, τὰ σοφά EUR la sagesse ; σοφόν ἐστι avec l'inf. il est sage de;
2 particul. initié à la sagesse, savant, instruit particul. en parl. de philosophie ; ironiq. subtil, profond, d'où obscur : οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν DÉM rien de plus subtil ni de savant, rien qui demande une intelligence souple ni profonde;
3 particul. ingénieux, fin, rusé ; τὰ σοφά SOPH l'habileté, la finesse;
Cp. σοφώτερος, Sp. σοφώτατος.
Étymologie: R. Σοφ, avoir du goût, de la saveur ; cf. lat. sapere, sapiens.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφός -ή -όν kundig, vaardig, bedreven (in een bepaald vak):; οἰωνοθέτας (nom.) uitlegger van vogeltekens Soph. OT 484; met acc. resp., met περί + acc., met περί + gen. in iets; ἐν κιθάρᾳ σ. vaardig in (het spelen op) de citer Eur. IT 1238; met inf..; σοφοὶ λέγειν vaardig in het spreken Plat. Phaedr. 266c; overdr.. σ. κακῶν ervaren in ellende Aeschl. Suppl. 453. verstandig, slim, wijs (in praktische zaken), intelligent:; νοῦς geest Soph. El. 1016; γνώμη oordeel Soph. El. 474; uitbr. van zaken; ὁ … σοφώτατος ὅδε de meest verstandige (wet) is de volgende Hdt. 1.196.1; βουλεύων σοφά door wijze raad te geven Soph. Ph. 423; onpers. met inf.. σοφόν (ἐστι) het is verstandig om Eur. Hec. 228. geleerd, (filosofisch) ontwikkeld, wijs:; Ἀναξάγοραν καὶ Θαλῆν … σοφοὺς μέν, φρονίμους δ’ οὔ φασιν εἶναι men zegt dat Anaxagoras en Thales wel wijs waren, maar geen gezond verstand hadden Aristot. EN 1141b4; met acc. resp. in iets. slim, ingenieus, clever:. τὸ σοφὸν … οὐ σοφία slimmigheid is nog geen wijsheid Eur. Ba. 395; οὐδέν … τὸ σοφόν μοι ἐγένετο mijn slimme vondst heeft me niets opgeleverd Plat. Resp. 502d.
Russian (Dvoretsky)
σοφός:
1 опытный, дельный, искусный, умелый (τέκτων Pind.; κυβερνήτης Aesch.; σ. περί τι и περί τινος Plat., ἔν τινι и εἴς τι Eur., тж. σ. τι Arph. и σ. τινι Soph.): σ. κακῶν Aesch. страдалец;
2 (благо)разумный, рассудительный, сообразительный (ἄνδρες Her.; νοῦς Soph.);
3 понятливый, умный (κύων Xen.);
4 мудрый (νόμος Her.; νοήματα Pind.; γνῶμαι Soph.): μείζω τινὰ ἢ κατ᾽ ἄνθρωπον σοφίαν σοφοί ирон. Plat. мудрые какой-то сверхчеловеческой мудростью; σοφὸν τὸ σαφές Eur. мудрое (всегда) ясно;
5 мудрствующий Arph. - см. тж. σοφόν.
II ὁ мудрец (Her. etc.; οἱ ἑπτὰ σοφοί Diog. L.).
English (Slater)
σοφός (-ός, -ῷ, -όν, -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς; -ᾶς, -αί, -αῖς; -ῶν; σοφώτατοι; -ώτατον, -ώτατα.)
a wise, skilled of people, ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.34) σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ pr. (O. 2.86) ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν pr. (O. 5.16) ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ (O. 9.28) εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν (P. 1.42) σοφὸν Αἰσονίδαν (P. 4.217) ἔν τε σοφοῖς πολίταις (P. 4.295) πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός (P. 5.115) πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ (P. 8.74) “σοφᾶς Πειθοῦς” (P. 9.39) αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ (N. 4.2) ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός (i. e. συνήσεις πρὸς τί ταῦτα εἴρηται Σ.) (I. 2.12) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (sc. the Aiginetans) (I. 9.4) σο]φὸν ἁγητῆρα λ[ (supp. Bartoletti.) ?fr. 346a. 2. pro subs., τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.44) αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν (O. 7.31) χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.88) σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.12) “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.50) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (v. Schadewaldt, 300̆{1}) (N. 7.17) ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (N. 8.41) ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν (Pae. 6.52)
b specifically, skilled in poetry ἐπέων τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν (P. 3.113) ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.45) ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος (Pae. 18.3) cf. (P. 4.138), Δ. 2. 24. pro subs., ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι (O. 1.9) βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς (P. 9.78) εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὖτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (I. 8.47) σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.
c of things τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας (O. 7.72) ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως (O. 11.10) σοφῶν ἐπέων (P. 4.138) καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18) ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 24.
English (Strong)
akin to saphes (clear); wise (in a most general application): wise. Compare φρόνιμος.
English (Thayer)
σοφή, σοφόν (akin to σαφής and to the Latin sapio, sapiens, sapor, 'to have a taste', etc.; Curtius, § 628; (Vanicek, p. 991)), the Sept. for חָכָם; (from Theognis, Pindar, Aeschylus down); wise, i. e.
a. skilled, expert: εἰς τί, ἀρχιτέκτων, δημιουργός, of God, Xenophon, mem. 1,4, 7).
b. wise, i. e. skilled in letters, cultivated, learned: σοφία, a.), one who in action is governed by piety and integrity: forming the best plans and using the best means for their execution: so of God, in σοφώτερον, contains more Wisdom of Solomon, is more sagaciously thought out, SYNONYMS: σοφός, συνετός, φρόνιμος: σοφός wise, see above; συνετός intelligent, denotes one who can 'put things together' (συνιέναι), who has insight and comprehension; φρόνιμος prudent (A. V. uniformly, wise), denotes primarily one who has quick and correct perceptions, hence, 'discreet,' 'circumspect,' etc.; cf. Schmidt, chapter 147. See σοφία, at the end]
Greek Monolingual
-ή, -ό / σοφός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α
1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής
2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ', Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ' ἀνήρ», Σοφ.)
3. αυτός που έχει ορθή κρίση, μεγάλη πείρα της ζωής και σύνεση, συνετός, φρόνιμος (α. «υπῆρξε σοφός κυβερνήτης» β. «ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ο πόλλ' εἰδὼς σοφός», Αισχύλ.)
4. (με παθ. σημ.) αυτός που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, εύστοχος, επιτυχής, κατάλληλος (α. «σοφή σκέψη» β. «νόμοι δὲ αὐτοῖσι ὧδε κατεστᾱσι
ὁ μὲν σοφώτατος ὅδε κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην», Ηρόδ.)
5. φρ. «σοφόν το σαφές» — η σαφήνεια είναι γνώρισμα της σοφίας ή του σοφού ανθρώπου
αρχ.
1. (σχετικά με τέχνη, επιστήμη ή επάγγελμα) αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, που κατέχει κάτι στην εντέλεια («ἀλλ' οὔπω σοφὸς ἂν εἴης τὴν μουσικὴν εἰδὼς ταῦτα μόνα», Πλάτ.)
2. (με ειρων. σημ.) σοφιστής («Πρόδικος δὲ ὁ σοφός», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σοφόν
ευφυΐα
4. (το αρσ. στον υπερθ.) ὁ σοφώτατος
τίτλος νομομαθών
5. φρ. «τὸ σοφὸν οὐ σοφία» — η ευφυΐα δεν είναι σοφία.
επίρρ...
σοφώς / σοφῶς ΝΑ, και σοφά Ν
με σοφία, με σύνεση (α. «σοφά μίλησες» β. «ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το επίρρ. σάφα και με τον τ. Σίσυφος δεν θεωρούνται ικανοποιητικές. Η οικογένεια τών σοφός, σοφία χρησιμοποιήθηκε σημασιολογικά με την ευρεία έννοια της φιλοσοφίας (βλ. λ. φιλοσοφία), αλλά και «επί κακώ» στα παράγωγα σοφίζομαι, σόφισμα, σοφιστής, για να δηλώσει το τέχνασμα, την πανουργία, τη μηχανορραφία (βλ. λ. σοφίζομαι). Με α' συνθετικό τη λ. σοφός, τέλος, έχει σχηματιστεί το ανθρωπωνύμιο Σοφοκλής.
ΠΑΡ. σοφία, σοφίζομαι
αρχ.
σοφώ
μσν.
σοφίς, σοφώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. σοφοδότις, σοφόδωρος, σοφόνους, σοφοποιός, σοφοτέχνης, σοφουργός
μσν.
σοφοσυνήγορος. (Β' συνθετικό) άσοφος, δοκησίσοφος, θυμόσοφος, ιατροφιλόσοφος, μωρόσοφος, πάνσοφος, πολύσοφος, υπέρσοφος, φιλόσοφος, ψευδόσοφος
αρχ.
αγροικόσοφος, ακρόσοφος, αυτόσοφος, αφιλόσοφος, διάσοφος, δοξοματαιόσοφος, δοξόσοφος, εθελοφιλόσοφος, εμφιλόσοφος, ένσοφος, επίσσοφος, εύσοφος, ημίσοφος, θεόσοφος, μικρόσοφος, μισόσοφος, οιησίσοφος, οφθαλμόσοφος, παντόσοφος, τρίσοφος, υπόσοφος, χειρόσοφος
νεοελλ.
αμπελοφιλόσοφος, κενόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, ψευτοφιλόσοφος].
Greek Monotonic
σοφός: -ή, -όν,
I. 1. κανονικά, επιδέξιος ή πεπειραμένος σε οποιοδήποτε χειροτέχνημα ή πρακτική τέχνη, ικανός στο επάγγελμά του, σε Θέογν. κ.λπ.· λέγεται για αρματηλάτη, σε Πίνδ.· ομοίως για ποιητές και μουσικούς, στον ίδ.· επίσης για μάντη, σε Σοφ. κ.λπ.
2. ευφυής, ικανός σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, σώφρων, συνετός, επινοητικός, πανούργος· σοφοὶ ἄνδρες Θεσσαλοί, πανούργοι Θεσσαλοί! σε Ηρόδ.· πολλὰ σοφός, σε Αισχύλ.· μείζω, σοφίαν σοφός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τῶν σοφῶν κρείσσω, καλύτερα από όλα τα τεχνάσματα, σε Σοφ.· σοφόν(ἐστι), με απαρ., σε Ευρ.
3. αυτός που κατέχει τις επιστήμες, πολυμαθής, βαθύς γνώστης, πεφωτισμένος, πεπαιδευμένος, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, ακατάληπτος, συγκεχυμένος, ασαφής, σκοτεινός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, συνετός, φρόνιμος, γνωστικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σοφώτερ' ἢκατ' ἄνδρα συμβαλεῖν, ζητήματα που είναι αρκετά πολύπλοκα για να τα αντιληφθεί άνθρωπος, σε Ευρ.
III. επίρρ., σοφῶς, ευφυώς, έξυπνα, με γνώση, με σύνεση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερον, σε Ευρ.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.· ― κυρίως ὁ δεξιὸς ἢ πεπειραμένος ἔν τινι τέχνῃ, δεξιὸς ἐν τῇ τέχνῃ του, καθόλου ἐπὶ παντὸς ὑπερέχοντος ἔν τινι τοὺς ὁμοίους ἑαυτῷ, Θέογν. 120· ἁρματηλάτας σ. Πινδ. Π. 5. 154, πρβλ. Ν. 7. 25· κυβερνήτης Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770· μάντις ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382· οἰωνοθέτας Σοφ. Ο. Τ. 484· ἐπὶ γλύπτου, Εὐρ. Ἀποσπ. 373· ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν ταφροποιῶν καὶ φρακτοποιῶν, ὡς ἐν τῷ Μαργίτῃ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, τὸ πλεῖστον ἐπὶ ποιητῶν καὶ μουσικῶν, Πινδ. Ο. 1. 15, Π. 1. 42., 3. 200· ἐν κιθάρᾳ σ. Εὐρ. Ι. Τ. 1238, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 896, κτλ.· πρβλ. σοφία Ι., σοφιστὴς Ι. 1· σ. τὴν τέχνην αὐτόθι 766· περί τι Πλάτ. Νόμ. 696C· γλώσσᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 109· ― ὡσαύτως ὁ φύσει δεξιός, εὐφυής, ὁ φύσει ἱκανὸς ἢ ἐπιτήδειος πρός τι, ἀντίθετον τῷ ὁ μαθὼν (ὁ τὰ πάντα δηλ. ὀφείλων εἰς τὴν διδασκαλίαν), σοφὸς ὁ πόλλ’ εἰδὼς φυᾷ Πινδ. Ο. 2. 154. 2) ὡς τὸ φρόνιμος, εὐφυὴς εἰς τὰ κοινὰ πράγματα τοῦ βίου, σοφός, φρόνιμος, ὁ χρήσιμ’ εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ’ εἰδώς, σοφὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 286a· μάλιστα εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας ταύτης οὕτως οἱ ἑπτὰ σοφοὶ ἐκλήθησαν, ἴδε Δικαίαρχ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 40 κἑξ., πρβλ. σοφιστὴς Ι. 2· ἐντεῦθεν, πανοῦργος, «σοφὸς τοῦ αἰῶνος τούτου», Πινδ. Ι. 2. 19, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 85· σ. ἄνδρες Θεσσαλοί, ἔξυπνοι, πανοῦργοι, ὁ αὐτ. 7. 130· σ. παλαιστής..., ἀλλὰ καὶ σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται Σοφ. Φιλ. 431, πρβλ. 440, Αἴ. 1374· πολλὰ σ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1295· ἃ δεῖ σ. Εὐρ. Βάκχ. 655 κἑξ.· μείζω σοφίαν σ. Πλάτ. Ἀπολ. 20Ε· ― οὕτω, σ. πραπίδες Πινδ. Ο. 11 (10), νοῦς Σοφ. Ἠλ. 1016· φύσις Ἀριστοφ. Σφ. 1282· ― οὕτω καὶ ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κυν. 3, 7., 6, 13· σ. πειθὼ Πινδ. Π. 9. 69· εὐβουλία Αἰσχύλ. Πρ. 1038· ― τὸ σοφόν, εὐφυὴς σκέψις, εὐφυΐα, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· τἀπ’ ἐμοῦ σοφά, δάκρυα, τὰ δάκρυά μου, ἅτινα εἶναι ἅπαν τὸ καταφύγιόν μου, Εὐρ. Ι. Α. 1214· εἰ δίκαια, τῶν σοφῶν κρείσσω τάδε, καλλίτερα πάσης σοφίας, Σοφ. Φιλ. 1246· σοφόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 228. 3) ἐπὶ τῶν φιλοσόφων ἀποκλειστικῶς, ὁ γινώσκων τὰς ἐπιστήμας, κατὰ βάθος τὰ πράγματα, πεπαιδευμένος, βαθύς, συχν. παρ’ Εὐρ., Πλάτ., κλπ.· ἐντεῦθεν εἰρωνικῶς, λεπτεπίλεπτος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀντίθετον τῷ σαφής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1434, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 293D, (ἐν ᾧ ὁ Εὐρ. ἐν Ὀρ. 397, λέγει: σοφὸν τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές)· τὸ σοφὸν οὐ σοφία, ἡ παραπολλὴ σοφία δὲν εἶναι σοφία, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 392· τό τε μὴ θνητὰ φρονεῖν οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, δὲν εἶναι περίεργον οὐδὲ μυστηριῶδες, Δημ. 120. 21. ― Περὶ τῶν διαδοχικῶν τούτων περιορισμῶν τῆς σημασίας ἴδε Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, καὶ πρβλ. σοφία. ― Τὸ Ἀγγλικὸν cunning ἔχει ἱστορίαν δυναμένην νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ σοφός, ἢ μᾶλλον τὴν τοῦ σοφιστής. ― Συντάσσεται μετ’ αἰτ. πράγματ., Εὐρ. Βάκχ. 655, Πλάτ. Φίληβ. 17C, κτλ· σ. ἔν τινι Εὐρ. Ι. Τ. 662, 1238· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 162· περί τι ἢ τινος Πλάτ. Συμπ. 203Α, Ἀπολ. 19C· σπανίως μετὰ μόνης γεν., κακῶν σοφὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 453· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Π. 8. 104, Σοφ. Ἀποσπ. 470, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 921· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον κεῖται ἀπολ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ὁ εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἔντεχνος, φρόνιμος, συνετός, νόμος Ἡρόδ. 1. 196· νοήματα, ἔπεα Πινδ. Ο. 7. 132, Π. 4. 244, κτλ.· γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 1091, Φιλ. 431· νοῦς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1016· πάντα προσφέρων σοφά, παντὸς εἴδους σοφοὺς λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 702, πρβλ. Φιλ. 1245· χρόνου τε διατριβὰς σοφωτάτας ἐφηῦρε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 380· σοφώτερ’ ἢ κατ’ ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη Εὐρ. Μήδ. 675· σ. φυγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 151· οὐδὲν σοφὸν εἶναι, δὲν δεικνύει πολὺ μεγάλην σοφίαν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 15. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σοφῶς, μετὰ σοφίας, δεξιῶς, συνετῶς, κτλ., πρῶτον παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 423, κ. ἀλλ.· ἀκολούθως παρ’ Εὐρ., Ἀριστοφ., κλπ.· πρβλ. σαφὴς ἐν τέλ. ― Συγκρ. -ώτερον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1007· μεταγεν. -ωτέρως, Σχόλ. εἰς Ἑκάβ. 984· ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Ἑλ. 1528, Ἀριστοφ. Νεφ. 522. Ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ ἐφέρετο ἐκ παλαιοῦ ὡς διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Ψ. 712), εἰ μὴ ἐν τῷ Μαργίτῃ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὰ παράγωγα σοφία, σοφίζομαι ἀπαντῶσι. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ἐν τῷ Λατ. sap-ere, sap-iens· ― τὸ κύριον ὄνομα Σίσυφος (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο) εἶναι πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, = ὁ πανοῦργος· ― ἴδε καὶ σαφής).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: clever, skillful, able, shrewd, wise (Hes. Fr. 193).
Compounds: As 1st member a. o. in Σοφοκλῆς; very often as 2nd member, e. g. φιλόσοφος friend of a σοφόν, who loves τὸ σοφόν, την σοφίαν, eager for knowledge, friend of the sciences, philosopher (Heracleit., Att.) with φιλοσοφία f. scientific study, education, philosophy (Att.; on the meaning Heyde Philosophia naturalis 7 [1961] 144 ff.), φιλοσοφέω to be eager for knowledge, to study (IA.); on ἐπίσσοφος n. of a yearly changing official (Thera) s. ψέφει.
Derivatives: σοφία, Ion. σοφίη f. skilfulness, virtuosity, knowledge, cleverness, shrewdness, wisdom (since O 412). Denom. verbs. 1. σοφίζομαι, also w. prefix, esp. κατασοφίζομαι to practice a form of art, to think up, to concoct (since Hes. Op. 649), σοφίζω to make smart, to instruct (LXX, christ. lit.); from it σόφισμα n. (clever, cunning) concoction (Pi., IA.), with σοφισμάτιον, σοφισματώδης, σοφισματικός; σόφισις f. (sch.); σοφιστής m. "concoctor", artist, learned man, teacher, sophist (Pi., IA.) with σοφίστρια, σοφιστικός, σοφιστήριον, σοφιστεύω, σοφιστεία. 2. σοφόω = σοφίζω (LXX). -- On σοφός and σοφία s. Snell Ausdrücke 1ff, B. Gladigow Sophia und Kosmos. Unters. zur Frühgesch. von σοφός und σοφίη (Spudasmata 1).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Unsuccesful attempts at interpretation from IE Bq (a. o. Brugmann IF 16, 499 ff. w. lit.). Cf. Σίσυφος, also σάφα and ψέφει. - A word with this meaning is often substratum loan.
Middle Liddell
σοφός, ή, όν
I. properly, skilled in any handicraft or art, cunning in his craft, Theogn., etc; of a charioteer, Pind.; of poets and musicians, Pind.; of a soothsayer, Soph., etc.
2. clever in matters of common life, wise, prudent, shrewd, ς. ἄνδρες Θεσσαλοί shrewd fellows, the Thessalians! Hdt.; πολλὰ σοφός Aesch.; μείζω σοφίαν σοφός Plat., etc.; τῶν σοφῶν κρείσσω better than all craft, Soph.; σοφόν [ἐστι] c. inf., Eur.
3. skilled in the sciences, learned, profound, wise, Eur., Plat., etc.; hence, ironically, abstruse, obscure, Ar., etc.
II. pass., of things, cleverly devised, wise, Hdt., etc.; σοφώτερ' ἢ κατ' ἄνδρα συμβαλεῖν things too clever for man to understand, Eur.
III. adv. σοφῶς, cleverly, wisely, Soph., Eur., etc.:—comp. -ώτερον, Eur.: Sup. -ώτατα, Eur.
Frisk Etymology German
σοφός: {sophós}
Meaning: geschickt, kundig, klug, schlau, weise (seit Hes. Fr. 193).
Composita: Als Vorderglied u. a. in Σοφοκλῆς; sehr oft als Hinterglied, z. B. φιλόσοφος Freund des σοφόν, der τὸ σοφόν, τὴν σοφίαν liebt, wißbegierig, Freund der Wissenschaft, Philosoph (Herakleit., att.) mit φιλοσοφία f. ‘(wissenschaftliches) Studium, Bildung, Philosophie’ (att.; zur Bed. Heyde Philosophia naturalis 7 [1961] 144 ff.), -έω wißbegierig sein, studieren (ion. att.); zu ἐπίσσοφος N. eines jährlich wechselnden Beamten (Thera) s. ψέφει.
Derivative: Davon σοφία, ion. -ίη f. Geschicktheit, Kunstfertigkeit, Kenntnis, Klugheit, Schlauheit, Weisheit (seit O 412). Denom. Verba. 1. σοφίζομαι, auch m. Präfix, bes. κατα- eine Kunst ausüben, ausklügeln, aussinnen (seit Hes. Op. 649), -ίζω geschickt machen, belehren (LXX, christl. Lit.); davon σόφισμα n. ‘(kluge, listige) Erfindung’ (Pi., ion. att.), mit -ισμάτιον, -ισματώδης, -ισματικός; -ισις f. (Sch.); -ιστής m. "der Klügler", Künstler, Gelehrter, Lehrer, Sophist (Pi., ion. att.) mit -ίστρια, -ιστικός, -ιστήριον, -ιστεύω, -ιστεία. 2. σοφόω = σοφίζω (LXX). — Zu σοφός und σοφία s. Snell Ausdrücke 1ff, B. Gladigow Sophia und Kosmos. Unters. zur Frühgesch. von σοφός und σοφίη (Spudasmata 1).
Etymology: Unerklärt. Erfolglose idg. Deutungsversuche bei Bq (u. a. Brugmann IF 16, 499 ff. m. Lit.). Vgl. Σίσυφος, auch σάφα und ψέφει.
Page 2,754-755
Chinese
原文音譯:sofÒj 所賀士
詞類次數:形容詞(22)
原文字根:智慧的 相當於: (חָכָם)
字義溯源:有智慧的*,智慧的,智慧人,智慧,聰明,聰明人,精巧的;類似(Σαῦλος)X=清亮的*),比較(φρόνιμος)=聰明人),而 (φρόνιμος)出自(φρήν)=心思*,隔膜)
同源字:1) (ἄσοφος)不智的 2) (κατασοφίζομαι)狡猾地對抗 3) (σοφία)智慧 4) (σοφίζω)使有智慧 5) (σοφός)智慧的 6) (φιλοσοφία)哲學 7) (φιλόσοφος)哲學家
出現次數:總共(20);太(2);路(1);羅(4);林前(11);弗(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 智慧人(6) 太23:34; 林前1:19; 林前1:20; 林前3:20; 林前6:5; 弗5:15;
2) 聰明(3) 太11:25; 羅1:22; 羅16:19;
3) 有智慧的(3) 林前1:27; 林前3:18; 林前3:19;
4) 智慧的(2) 羅16:27; 林前1:26;
5) 聰明人(2) 路10:21; 羅1:14;
6) 比⋯更智慧(1) 林前1:25;
7) 有智慧(1) 雅3:13;
8) 聰明的(1) 林前3:10;
9) 智慧(1) 林前3:18
English (Woodhouse)
clever, quick-witted, skilful, wise, a clever person, concretely, learned man
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα σαφ- (λατιν. sapor, sapiens), εἶναι συγγενικό μέ τά σαφής, Σίσυφος.
Παράγωγα: σοφία, σοφίζω (=διδάσκω), σοφίζομαι (=μηχανεύομαι τεχνάσματα), σόφισμα (=ἔξυπνο τέχνασμα), σοφιστής, σοφιστεύω, σοφιστεία, σοφιστέον, σοφιστικός, σεσοφισμένως (=ἔξυπνα), Σοφοκλῆς, φιλόσοφος, φιλοσοφία.
Translations
wise
Albanian: urtë; Arabic: حَكِيم, فَطِن, فَطُن, عَاقِل; Armenian: իմաստուն; Aromanian: mintimen; Azerbaijani: ağıllı, müdrik, hikmətli; Belarusian: мудры, разумны; Bulgarian: мъ́дър, умен; Catalan: savi; Chinese Mandarin: 明智, 英明, 高明, 聰明, 聪明; Czech: moudrý, rozumný; Danish: vis, klog; Dutch: wijs; Esperanto: saĝa; Estonian: tark; Finnish: viisas; French: sage; Galician: sabio; Georgian: ჭკვიანი, ბრძენი; German: weise, klug; Alemannic German: wiis; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌳𐌿𐌲𐍃, 𐍃𐌽𐌿𐍄𐍂𐍃; Greek: σοφός; Ancient Greek: σοφός; Hebrew: חָכָם; Hindi: बुद्धिमान; Hungarian: bölcs; Icelandic: vís; Indonesian: bijaksana, bijak, wicak; Irish: críonna, fáidhiúil, seanchríonna; Italian: saggio; Japanese: 賢い, 賢明な; Kannada: ಜಾಣ; Karakhanid: بِلْكا; Kashmiri: گاٹُل, गाटुल; Kazakh: дана, данышпан; Khmer: ប្រាជ្ញា, ប្រតិពល, ប្រាជ្ញ, វិទូ; Korean: 현명하다, 명철하다, 지혜롭다, 슬기롭다; Kyrgyz: акылман, даанышман; Lao: ສັບປັນຍາ, ສະຫລາດ; Latgalian: gudrys; Latin: sapiens, cordatus; Latvian: gudrs; Lithuanian: išmintingas; Luxembourgish: klug; Macedonian: мудар; Malay: bijaksana, bijak; Maore Comorian: -endza hikima; Navajo: hóyą́; Norman: sage; Norwegian Bokmål: vis, klok; Occitan: savi; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫдръ; Old East Slavic: мудръ; Old English: wīs; Old Turkic: 𐰋𐰃𐰠𐰏𐰀; Persian: دانا, خردمند, زنیر; Plautdietsch: weis; Polish: mądry; Portuguese: sábio, sensato; Rapa Nui: maori; Romani Welsh Romani: gožvalo; Romanian: cu scaun la cap, înțelept; Russian: мудрый, умный, разумный; Sanskrit: कवि; Scottish Gaelic: crìonna, glic, seanacheannach; Serbo-Croatian Cyrillic: мудар, у̑ман; Roman: múdar, ȗman; Slovak: múdry, umný, rozumný; Slovene: moder; Sorbian Lower Sorbian: mudry; Spanish: sabio, juicioso, sapiente; Swahili: -staarabu; Swedish: vis, klok; Tagalog: marunong; Tajik: доно, хирадманд, донишманд; Tamil: சாது; Telugu: తెలివైన; Thai: เฉลียวฉลาด, ฉลาด; Turkish: akıllı, bilge; Turkmen: paýhasly; Ugaritic: 𐎈𐎋𐎎; Ukrainian: мудрий, розумний; Urdu: بدھمان; Uzbek: donishmand, dono; Vietnamese: khôn; Warlpiri: pina; Welsh: cymen, doeth; West Frisian: wiis
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı