δίκαιος: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A.</b> conforme aux convenances, au droit :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i> observateur de la règle, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui remplit ses devoirs envers les dieux et les hommes, honnête, juste;<br /><b>2</b> humain, civilisé ; <i>particul.</i> qui pratique l'hospitalité;<br /><b>II.</b> <i>en parl. d'actions</i> juste, honnête, convenable ; τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια le droit, la justice ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] δικαίου d'après une induction légitime ; ξὺν [[τῷ]] δικαίῳ SOPH ayant la justice avec moi, de mon côté ; τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα ESCHL infliger à qqn le traitement mérité, un juste châtiment ; τὰ δίκαια les droits et les devoirs de chacun;<br /><b>B.</b> <i>p. ext.</i> conforme à la règle :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[δίκαιος]] [[πολίτης]] DÉM citoyen régulier, véritable citoyen ; [[δίκαιος]] [[συγγραφεύς]] LUC véritable écrivain;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι XÉN rendre un cheval propre au service de qqn;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἅρμα]] δίκαιον char bien équilibré ; parfait, excellent;<br /><b>4</b> <i>en parl. de nombres</i> ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι HDT cent arpents juste;<br /><b>C.</b> δίκαιός εἰμι avec l'inf., <i>au sens de</i> δίκαιόν ἐστιν [[ἐμέ]] <i>avec l'inf.</i>, il est juste que je…, <i>d'où</i><br /><b>1</b> j’ai le droit de : δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι [[εἶναι]] THC ils ont le droit d'être très défiants;<br /><b>2</b> je suis digne de, je mérite <i>en mauv. part</i> : δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι DÉM il mérite de périr;<br /><b>3</b> j’ai le devoir de : δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]] HDT il est convenable que vous alliez, vous devez aller.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />nom d'un serpent sacré en Crète.<br />'''Étymologie:''' par euph. de [[δίκαιος]]¹.
|btext=<span class="bld">1</span>α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A.</b> conforme aux convenances, au droit :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i> observateur de la règle, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui remplit ses devoirs envers les dieux et les hommes, honnête, juste;<br /><b>2</b> humain, civilisé ; <i>particul.</i> qui pratique l'hospitalité;<br /><b>II.</b> <i>en parl. d'actions</i> juste, honnête, convenable ; τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια le droit, la justice ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] δικαίου d'après une induction légitime ; ξὺν [[τῷ]] δικαίῳ SOPH ayant la justice avec moi, de mon côté ; τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα ESCHL infliger à qqn le traitement mérité, un juste châtiment ; τὰ δίκαια les droits et les devoirs de chacun;<br /><b>B.</b> <i>p. ext.</i> conforme à la règle :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[δίκαιος]] [[πολίτης]] DÉM citoyen régulier, véritable citoyen ; [[δίκαιος]] [[συγγραφεύς]] LUC véritable écrivain;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι XÉN rendre un cheval propre au service de qqn;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἅρμα]] δίκαιον char bien équilibré ; parfait, excellent;<br /><b>4</b> <i>en parl. de nombres</i> ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι HDT cent arpents juste;<br /><b>C.</b> δίκαιός εἰμι avec l'inf., <i>au sens de</i> δίκαιόν ἐστιν [[ἐμέ]] <i>avec l'inf.</i>, il est juste que je…, <i>d'où</i><br /><b>1</b> j’ai le droit de : δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι [[εἶναι]] THC ils ont le droit d'être très défiants;<br /><b>2</b> je suis digne de, je mérite <i>en mauv. part</i> : δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι DÉM il mérite de périr;<br /><b>3</b> j’ai le devoir de : δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]] HDT il est convenable que vous alliez, vous devez aller.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />nom d'un serpent sacré en Crète.<br />'''Étymologie:''' par euph. de [[δίκαιος]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''δίκαιος:''' и 2 (δῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[чтущий законы]], [[честный]], [[справедливый]], [[праведный]] ([[ἀνήρ]] Hom., Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[справедливый]], [[подобающий]], [[правильный]] (τὸ ῥηθέν Hom.; [[λογισμός]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[истинный]], [[настоящий]], [[подлинный]] ([[πολίτης]] Dem.; [[συγγραφεύς]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[законный]] ([[μέμψις]] Arph.; [[ὁδός]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> подходящий, (при)годный, отличный ([[ἅρμα]] Xen.; [[κρέας]] Plut.): ἵππον τῷ βουλομένῳ [[δίκαιον]] ποιήσασθαι Xen. приспособить лошадь к своим нуждам;<br /><b class="num">6)</b> [[ровный]], [[точный]]: αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι [[στάδιον]] ἑξάπλεθρον Her. ровно сто оргий составляют стадий в шесть плетров;<br /><b class="num">7)</b> (с [[εἰμί]]) имеющий право: δ. εἰμι ποιεῖν τι Thuc., Arph. я вправе делать что-л.;<br /><b class="num">8)</b> (с [[εἰμί]]) обязанный: δίκαιοί ἐστε ἀμυνέοντες [[ἰέναι]] Her. вы должны идти на помощь;<br /><b class="num">9)</b> (с [[εἰμί]]) заслуживающий, достойный (δ. ἐστ᾽ ἀπολωλέναι Dem.). - см. тж. [[δίκαιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 37: Line 40:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίκαιος:''' [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον ([[δίκη]]),·<br /><b class="num">Α.</b> στον Όμηρ. και σε αρχ. συγγραφείς:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που εφαρμόζει τα έθιμα και τους νόμους της κοινωνίας, [[πολιτισμένος]], οργανωμένος με [[τάξη]], [[νόμιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δικαίη [[ζόη]], αναγνωρισμένος, [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[δικαίως]] μνᾶσθαι, ζητώ να παντρευτώ όπως πρέπει, όπως είναι σωστό και [[πρέπον]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τηρητής]] του δικαίου, [[ακριβής]], [[έντιμος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για πράξεις, που βρίσκονται σε [[συμφωνία]] με το [[δίκαιο]], είναι εναρμονισμένες με το [[δίκαιο]], στον ίδ. <b>Β.</b> Μεταγεν. [[χρήση]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ισόρροπος]], [[ομαλός]], [[σύμμετρος]], ισοσταθμισμένος, καλοζυγιασμένος, [[ἅρμα]] δίκαιον, σε Ξεν.· [[κανονικός]], [[ακριβής]], [[ορθός]], [[αμερόληπτος]], <i>ὀργυιαὶ δίκαιαι</i>, σε Ηρόδ.· τῷ δικαιοτάτῳ [[τῶν]] λόγων, [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]], στον ίδ.· πάντα [[δικαίως]] τετήρηται, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκαιος]], [[νόμιμος]], [[ορθός]], <i>τὸ δίκαιον</i>, το [[δίκαιο]], το οφειλόμενο αντίθ. προς <i>τὸ ἄδικον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δίκαιη, νόμιμη [[αξίωση]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ως</i>, [[ορθώς]], [[δικαίως]], [[νομίμως]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και για πράγματα, όπως το Λατ. [[justus]], [[πρέπων]], [[ορθός]], αρμόζων, σε Αισχύλ.· <i>ἵππονδ. ποιεῖσθαί τινι</i>, κάνω ένα [[άλογο]] κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[αληθινός]], σε Δημ.· [[συγγραφεύς]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-ως</i>, πραγματικά και αληθινά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλός]], [[πρέπων]], όπως το [[μέτριος]], σε Θουκ.· — [[δικαίως]], με [[λογική]], εύλογα, σε Σοφ., Θουκ. <b>Γ.</b> Στον πεζό λόγο: <i>δίκαιός εἰμι</i>, με απαρ., δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]], είστε υποχρεωμένοι να έρθετε, σε Ηρόδ.· <i>δ. εἰμι κολάζειν</i>, έχω το [[δικαίωμα]] να [[τιμωρώ]], σε Αριστοφ.· δίκαιοί εἰσιἀπιστότατοι [[εἶναι]], έχουν δίκιο να δυσπιστούν, σε Θουκ.· <i>δ. ἐστιν ἀπολωλέναι</i>, [[dignus]] est [[qui]] pereat, σε Δημ.· πρέπει να συμπληρώσουμε <i>δίκαιόν ἐστι</i>, με απαρ., το οποίο επίσης συναντάται.
|lsmtext='''δίκαιος:''' [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον ([[δίκη]]),·<br /><b class="num">Α.</b> στον Όμηρ. και σε αρχ. συγγραφείς:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που εφαρμόζει τα έθιμα και τους νόμους της κοινωνίας, [[πολιτισμένος]], οργανωμένος με [[τάξη]], [[νόμιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δικαίη [[ζόη]], αναγνωρισμένος, [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[δικαίως]] μνᾶσθαι, ζητώ να παντρευτώ όπως πρέπει, όπως είναι σωστό και [[πρέπον]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τηρητής]] του δικαίου, [[ακριβής]], [[έντιμος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για πράξεις, που βρίσκονται σε [[συμφωνία]] με το [[δίκαιο]], είναι εναρμονισμένες με το [[δίκαιο]], στον ίδ. <b>Β.</b> Μεταγεν. [[χρήση]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ισόρροπος]], [[ομαλός]], [[σύμμετρος]], ισοσταθμισμένος, καλοζυγιασμένος, [[ἅρμα]] δίκαιον, σε Ξεν.· [[κανονικός]], [[ακριβής]], [[ορθός]], [[αμερόληπτος]], <i>ὀργυιαὶ δίκαιαι</i>, σε Ηρόδ.· τῷ δικαιοτάτῳ [[τῶν]] λόγων, [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]], στον ίδ.· πάντα [[δικαίως]] τετήρηται, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκαιος]], [[νόμιμος]], [[ορθός]], <i>τὸ δίκαιον</i>, το [[δίκαιο]], το οφειλόμενο αντίθ. προς <i>τὸ ἄδικον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δίκαιη, νόμιμη [[αξίωση]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ως</i>, [[ορθώς]], [[δικαίως]], [[νομίμως]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και για πράγματα, όπως το Λατ. [[justus]], [[πρέπων]], [[ορθός]], αρμόζων, σε Αισχύλ.· <i>ἵππονδ. ποιεῖσθαί τινι</i>, κάνω ένα [[άλογο]] κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[αληθινός]], σε Δημ.· [[συγγραφεύς]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-ως</i>, πραγματικά και αληθινά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλός]], [[πρέπων]], όπως το [[μέτριος]], σε Θουκ.· — [[δικαίως]], με [[λογική]], εύλογα, σε Σοφ., Θουκ. <b>Γ.</b> Στον πεζό λόγο: <i>δίκαιός εἰμι</i>, με απαρ., δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]], είστε υποχρεωμένοι να έρθετε, σε Ηρόδ.· <i>δ. εἰμι κολάζειν</i>, έχω το [[δικαίωμα]] να [[τιμωρώ]], σε Αριστοφ.· δίκαιοί εἰσιἀπιστότατοι [[εἶναι]], έχουν δίκιο να δυσπιστούν, σε Θουκ.· <i>δ. ἐστιν ἀπολωλέναι</i>, [[dignus]] est [[qui]] pereat, σε Δημ.· πρέπει να συμπληρώσουμε <i>δίκαιόν ἐστι</i>, με απαρ., το οποίο επίσης συναντάται.
}}
{{elru
|elrutext='''δίκαιος:''' и 2 (δῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[чтущий законы]], [[честный]], [[справедливый]], [[праведный]] ([[ἀνήρ]] Hom., Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[справедливый]], [[подобающий]], [[правильный]] (τὸ ῥηθέν Hom.; [[λογισμός]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[истинный]], [[настоящий]], [[подлинный]] ([[πολίτης]] Dem.; [[συγγραφεύς]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[законный]] ([[μέμψις]] Arph.; [[ὁδός]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> подходящий, (при)годный, отличный ([[ἅρμα]] Xen.; [[κρέας]] Plut.): ἵππον τῷ βουλομένῳ [[δίκαιον]] ποιήσασθαι Xen. приспособить лошадь к своим нуждам;<br /><b class="num">6)</b> [[ровный]], [[точный]]: αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι [[στάδιον]] ἑξάπλεθρον Her. ровно сто оргий составляют стадий в шесть плетров;<br /><b class="num">7)</b> (с [[εἰμί]]) имеющий право: δ. εἰμι ποιεῖν τι Thuc., Arph. я вправе делать что-л.;<br /><b class="num">8)</b> (с [[εἰμί]]) обязанный: δίκαιοί ἐστε ἀμυνέοντες [[ἰέναι]] Her. вы должны идти на помощь;<br /><b class="num">9)</b> (с [[εἰμί]]) заслуживающий, достойный (δ. ἐστ᾽ ἀπολωλέναι Dem.). - см. тж. [[δίκαιον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκαιος Medium diacritics: δίκαιος Low diacritics: δίκαιος Capitals: ΔΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: díkaios Transliteration B: dikaios Transliteration C: dikaios Beta Code: di/kaios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, also ος, ον E.Heracl.901 (lyr.), IT1202, D.S.5.72: (δίκη): A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized, ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 (Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90; ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον loyally, S.Ant.292. 2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.; δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2; ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96; opp. δυσσεβής, A.Th.598, cf. 610; δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg.507b; δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς S.Ant.791 (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc. 3 ὁ δίκαιος, euphemism of a sacred snake, GDI 5056 (Crete). B later: I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph., νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86; δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, βάσανος Antipho 1.8; συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39. b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149. Adv. -αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3; δ. ἐξετάζειν ib.154. 2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr.189 (lyr.), etc.; τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN1129a34; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib.1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib.1134b18; ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh.1374a27, cf. EN1137b12; καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99; τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag.812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av.1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.); μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρόςTh.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv. -αίως rightly, justly, Hdt.6.137; μεῖζον ἢ δ. A.Ag.376 (lyr.); καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135. II of persons and things, meet and right, fitting, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag.1604; κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196). b normal, σχήματα Hp.Art.69; φύσις Id.Fract.1 (Sup.). 2 real, genuine, γόνος S.Fr.[1119]; ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7 (Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj.547, cf.Pl.Cra.418e. 3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv. -αίως with reason, Id.6.34, cf. S.OT675: Comp. -ότερον Ar.V.1149, etc.; also -οτέρως Isoc. 15.170: Sup. -ότατα Ar.Av.1222; Aeol. δικαίτατα IG12(2).526c17 (Eresus). III ψυχὴ ἐς τὸ δ. ἔβη 'the land of the leal', IG7.2543.3 (Thebes). C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137; δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu.1434, cf. S.Ant.400; δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17; δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12; δ. ἐστιν ἀπολωλέναι dignus est qui pereat, D.6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to... Arist.Pol.1287b12; with a non-personal subject, ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40: less freq. in Comp. and Sup., δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34; δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp.172b; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr.611, etc.: pl., δίκαια γὰρ τόνδ' εὐτυχεῖν S.Aj.1126, cf. Tr.495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr.276a. [[[δικαίων]] with penultimate short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]

German (Pape)

[Seite 626] (δίκη), zuweilen 2 End.; Eur. Heracl. 902; I. T. 1202; vgl. Aesch. Spt. 626; u. bei Sp., wie D. Sic. 5, 72 u. Alciphr. 3, 23; – der nach Sitten. Brauch handelt (vgl. δίκη), z. B. οὐκ ἐθέλουσι δικαίως μνᾶσθαι Od. 14, 90. Gew. = gerecht, der seine Pflichten gegen Götter u. Menschen erfüllt, von Hom. an überall; im Ggstz von δυσσεβής, Aesch. Spt. 580, wo es 592 neben σώφρων, ἀγαθός, εὐσεβής steht; Χείρων ist δικαιότατος Κεντααρων, Il. 11, 832, von Epaphroditos in den Scholl. φιλοξενώτατος erklärt; denn die Pflichten gegen Fremde sind bes. im δίκαιος einbegriffen, machen den Menschen zum wohlgesitteten; vgl. Odyss. 6, 120 τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω; ἦ ῥ' οἵ γ' ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής. Uebrigens ist zu Iliad. 11, 832 in den Scholl. noch bemerkt τὸ ὑπερθετικὸν κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπολύτου· ἔστι δὲ ὁ μόνος ἐν Κενταύροις δίκαιος. ὅμοιον δὲ τούτῳ τὸ »μελάντερον ἠύτε πίσσα (Iliad. 4, 277)«; also etwa »der (sehr) gerechte unter den Centauren«. Iliad. 13, 6 Ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων, vgl. Scholl. Bei Plat. Gorg. 507 b wird δίκαιος auf das Verhalten gegen die Menschen, ὅσιος auf das gegen die Götter bezogen; περὶ τὴν πόλιν, Ar. Plut. 588. – Nach Arist. Eth. Nic. 5, 2, 8 διώρισται τὸ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἶσον. Insbesondere ist δίκαιος: – a) gleichmäßig; ἅρμα οὐ δίκαιον ἀδίκων ίππων συνεζευγμένων Xen. Cyr. 2, 2, 26, was B. A. 344 εὐπειθές erkl. wird, ein gleichmäß gehender Wagen od. übh. ein tüchtiger; u. so von Sachen: tüchtig, brauchbar, was so ist, wie es sein soll; βοῦς, ἵππος, Xen. Mem. 4, 4, 5; ἵππος δ. τὴν γνάθον, mit gleichweichen Kinnbacken, Poll. 1, 196, im Ggstze von ἑτερόγναθος; vom Acker, dem πονηρόν entgeggstzt, Xen. Cyr. 8, 3, 38; – αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. 2, 149, gerade, vollkommen 100 Klafter. – Aber auch ἰητρός, Hippocr.; συγγραφεύς, Luc. hist. conscr. 39. – b) gesetzmäßig, recht; πηδάλιον Pind. P. 1, 86; λόγος Aesch. Suppl. 168; ψῆφος Eum. 675; γνώμη Soph. El. 551; μέμψις Ar. Plut. 10; λογισμός, richtig, Dem. 60, 32; καὶ ὀρθὴ ὁδός 18, 15; auch καὶ ὀρθὴ καὶ ἀδιάφθορος ψυχή 18, 298; καὶ προσήκουσα ἀπολογία 19, 202, u. öfter κρίσις, αἰτία u. ä., bes. bei den Rednern; χάριν παρασχεῖν Soph. O. C. 1494, gebührenden, wie Dem. 38, 25; δίκαια λέγειν, πράττειν, Soph. O. R. 280 O. C. 829; Plat. Gorg. 460 b u. sonst; – τὸ δίκαιον, das Recht, Aesch. Prom. 187; Ar. Ach. 645; τὸ δίκαιον οὕτω ἔφερε, das Recht brachte es so mit sich, Her. 7, 137; μετὰ τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Plat. Apol. 32 c, u. oft bei den Rednern; auch = ein Rechtsgrund; δίκαια, ἃ ἔχομεν Thuc. 3, 54; ὑπάρχει μοι καὶ τοῦτο τὸ δίκαιον Dem. 12, 21; vgl. 22, 70; τὰ τούτου τοῦ ἀγῶνος δίκαια 25, 1; τὰ τῶν προγόνων καλὰ καὶ δίκαια, Ehre u. Recht, 18, 63; τὰ παρ' ἐμοῦ δ. Aesch. 1, 196; δίκαια λέγειν, Recht haben, Soph. O. R. 280; Thuc. 2, 72; aber τὰ δίκαια πράξασθαί τινα, Einen zur gebührenden Strafe ziehen, Aesch. Ag. 812; adverb., τό γε δίκαιον, und das mit Recht, Plat. Crat. 412 d; ὥς γε τὸ δίκαιον Legg. II, 659 b; ὥςπερ τὸ δ., wie es recht ist, Lach. 181 c; τῶν δικαίων τυγχάνειν, sein Recht erlangen, D. Hal. 5, 66; τὰ δίκαια ἔχειν, λαμβάνειν, vom gebührenden Solde, Xen. An. 7, 7, 14. 17; vgl. Hell. 7, 4, 4; τὰ δ. τοῖς ξένοις ποιεῖν Plut. Dion. 40; πάντα τὰ δίκαια ποιεῖν τινι, Einem alles erweisen, was er billiger Weise erwarten kann, Arat. 48. Auch gegenseitige rechtliche Verhältnisse, Verträge, τὰ πρός τινα δ. Pol. 3, 21, 10; τὰ πρὸς Σύλλαν δ. Plut. Lucull. 3; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις D. Hal. 3, 51. – Die Vbdgn ἐκ τοῦ δικαίου, σὺν τῷ δικαίῳ, κατά u. παρὰ τό δίκαιον s. unter den Präpositionen. – Sehr gewöhnl. δίκαιόν ἐστι, mit folgdm inf., τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν Aesch. Eum. 695; ἐμὲ φράζειν, es ist recht, billig, daß ich sage, Her. 1, 39; Plat. u. A.; wofür noch üblicher die Attraction: δίκαιός εἰμι τῶνδ' ἀπηλλάχθαι κακῶν, es ist billig, daß ich befreit bin, Soph. Ant. 396; vgl. Ar. Nubb. 1265; δίκαιός εἰμι οὔνομα τοῦτο φέρεσθαι, ich verdiene, Her. 1, 32; u. so bei Att.; Thuc. 1, 40; δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι εἶναι, sie sind berechtigt, bes. mißtrauisch zu sein, 4, 7; δίκαιοί ἐστε γνώμην ἔχειν, ἐλεεῖν, Andoc. 1, 3; Is. 5, 35; δικαιότατος γὰρ εἶ τοὺς λόγους ἀπαγγέλλειν, es ziemt sich, daß du gerade, Plat. Conv. 172 b, wie auch Xen. An. 5, 9, 3 οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι die richtige Lesart ist; τούτου τὴν αἰτίαν ἔχειν οὗτός ἐστιν δ., es ist recht, daß er, Dem. 18, 4; – Sp. Der Zusammenhang entscheidet, ob es zu übersetzen:werth, befugt, verpflichtet sein. – Adv. δικαίως, z. B. μνᾶσθαι (s. oben), gerechter, billiger Weise, bei Dichtern u. in Prosa; δικαίως ἐμός Soph. Ai. 456, in Wahrheit mein eigen. – Compar. gew. δικαιότερος, nach E. M. 31, 8 u, Eust. 1441, 23 auch δικαιέστερος; – δικαιοτέρως, Isocr. antid. §. 181; δικαιότατα, Ar. Av. l 222.

French (Bailly abrégé)

1α ou ος, ον :
A. conforme aux convenances, au droit :
I. en parl. de pers. observateur de la règle, particul. :
1 qui remplit ses devoirs envers les dieux et les hommes, honnête, juste;
2 humain, civilisé ; particul. qui pratique l'hospitalité;
II. en parl. d'actions juste, honnête, convenable ; τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια le droit, la justice ; ἐκ τοῦ δικαίου d'après une induction légitime ; ξὺν τῷ δικαίῳ SOPH ayant la justice avec moi, de mon côté ; τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα ESCHL infliger à qqn le traitement mérité, un juste châtiment ; τὰ δίκαια les droits et les devoirs de chacun;
B. p. ext. conforme à la règle :
1 en parl. de pers. δίκαιος πολίτης DÉM citoyen régulier, véritable citoyen ; δίκαιος συγγραφεύς LUC véritable écrivain;
2 en parl. d'animaux ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι XÉN rendre un cheval propre au service de qqn;
3 en parl. de choses ἅρμα δίκαιον char bien équilibré ; parfait, excellent;
4 en parl. de nombres ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι HDT cent arpents juste;
C. δίκαιός εἰμι avec l'inf., au sens de δίκαιόν ἐστιν ἐμέ avec l'inf., il est juste que je…, d'où
1 j’ai le droit de : δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι εἶναι THC ils ont le droit d'être très défiants;
2 je suis digne de, je mérite en mauv. part : δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι DÉM il mérite de périr;
3 j’ai le devoir de : δίκαιοί ἐστε ἰέναι HDT il est convenable que vous alliez, vous devez aller.
Étymologie: δίκη.
2ου (ὁ) :
nom d'un serpent sacré en Crète.
Étymologie: par euph. de δίκαιος¹.

Russian (Dvoretsky)

δίκαιος: и 2 (δῐ)
1) чтущий законы, честный, справедливый, праведный (ἀνήρ Hom., Aesch.);
2) справедливый, подобающий, правильный (τὸ ῥηθέν Hom.; λογισμός Dem.);
3) истинный, настоящий, подлинный (πολίτης Dem.; συγγραφεύς Luc.);
4) законный (μέμψις Arph.; ὁδός Dem.);
5) подходящий, (при)годный, отличный (ἅρμα Xen.; κρέας Plut.): ἵππον τῷ βουλομένῳ δίκαιον ποιήσασθαι Xen. приспособить лошадь к своим нуждам;
6) ровный, точный: αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. ровно сто оргий составляют стадий в шесть плетров;
7)εἰμί) имеющий право: δ. εἰμι ποιεῖν τι Thuc., Arph. я вправе делать что-л.;
8)εἰμί) обязанный: δίκαιοί ἐστε ἀμυνέοντες ἰέναι Her. вы должны идти на помощь;
9)εἰμί) заслуживающий, достойный (δ. ἐστ᾽ ἀπολωλέναι Dem.). - см. тж. δίκαιον.

Greek (Liddell-Scott)

δίκαιος: [ῐ], -α, -ον, ὡσαύτως -ος, -ον, Εὐρ. Ἡρακλ. 901, Ι. Τ. 1202, Διόδ. 5. 72 (δίκη). Α. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφ., Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τηρῶν τὰ ἔθιμα καὶ νόμιμα, Ὀδ. Γ. 52· ἰδίως ἐπὶ κοινωνικῆς τάξεως, καλῶς συντεταγμένος, πεπολιτισμένος, ὡς τὸ Λατ. humanus, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀγρίας, ἀπολιτίστους φυλάς, ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἀντίθ. φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ὀδ. Ι. 175, Ν. 201, πρβλ. Θ. 575· οὕτως οἱ Γαλακτοφάγοι εἶναι δικαιότατοι, Ἰλ. Ν. 6· ὁ Χείρων εἶναι δικαιότατος Κενταύρων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀξέστους ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 832, πρβλ. Θέογν. 314, 795· οὕτω καὶ δικαίη ζόη, κανονικός, συνήθης τρόπος τοῦ ζῆν, ἀνεγνωρισμένος ὡς καλὸς καὶ ἀξιότιμος, Ἡρόδ. 2. 177· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δικαίως μνᾶσθαι, ἐπιζητῶ νὰ λάβω γυναῖκα προσηκόντως, τιμίως, Ὀδ. Ξ. 90·- ὁ Σόλων μεταχειρίζεται τὸ ἐπίθ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήνιος, ἤρεμος, Ἀποσπ. 18. 4· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον, πιστῶς, ἐν ὑπακοῇ, Σοφ. Ἀντ. 292. 2) τηρῶν τοὺς νόμους ἢ κανόνας τοῦ ὀρθοῦ καὶ πρέποντος, «σωστός», ἀκριβὴς εἰς ὅλα τὰ καθήκοντα αὑτοῦ πρός τε τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσιος καὶ δίκαιος· συχνάκις παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀντίθ. δυσσεβής, Αἰσχύλ. Θήβ. 598, πρβλ. 610· βραδύτερον τοῦτο ἦτο δ. καὶ ὅσιος, ἴδε Πλάτ. Γοργ. 507B· ὡς οὐσιαστ. =ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 741. ΙΙ. ἐπὶ πράξεων, κτλ., σύμφωνος πρὸς τὸ ὀρθόν, Ὅμ., κλπ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, διὰ πρᾶγμα ὀρθῶς λεχθέν, Ὀδ. Σ. 413. Β. Περὶ τῆς μεταγεν. χρήσεως, Ι. περὶ πραγμάτων δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν τὴν διαίρεσιν τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν Ἠθ. Ν. 5. 2, 8 (ἔνθα ὅμως παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ δίχα)· 1) ὡς τὸ ἴσος, ὁμαλός, ἰσόρροπος, σύμμετρος, ἅρμα δίκαιον, ὁμαλῶς κινούμενον, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· δικαιόταται ἀντιρροπαὶ Ἱππ. Ἄρθρ. 783· δικαιότατα μοχλεύειν αὐτόθι· -ὀρθός, ἴσος, ἀπροσωπόληπτος, «ἀμερόληπτος», βάσανος Ἀντιφῶν 112. 23. β) κατὰ νόμους ἀκριβής, αὐστηρός, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων. Ἡρόδ. 7. 108, πρβλ. Θουκ. 3. 44· πάντα δικαίως ἡμῖν τετήρηται Δημ. 515· 13· δικαίως ἐξετάζειν ὁ αὐτ. 564. 16·- ἐπὶ ἀριθμῶν, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Ἡρόδ. 2. 149. 2) ὀρθός, νόμιμος, ἰδίως τὸ δίκαιον, ἀντίθ. τὸ ἄδικον, Ἡρόδ. 1. 96, Αἰσχύλ. Πρ. 187, κτλ.· τὰ δίκαια κἄδικα Ἀριστοφ. Νεφ. 99, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 38· τὰ ἴσα καὶ δίκαια (ἴδε ἐν λ. ἴσος Ι. 2)· τοὐμὸν δ., «τὸ δίκῃο μου», Εὐρ. Ι. Α. 810· ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δίκαιον, Ἀντιφῶν 144. 14· τὰ δ. ποιεῖν τινι, κάμνω εἴς τινα ὅ,τι εἶναι ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, κτλ.· τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, ἔχω, λαμβάνω ὅ,τι εἶναι δίκαιον, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 14 καὶ 17· -τὰ δ. πράττεσθαί τινα, ἐπιβάλλειν τινὶ τὴν πρέπουσαν ποινήν, τιμωρεῖν τινα, Αἰσχύλ Ἀγ. 812· -ἐκ τοῦ δικαίου =δικαίως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1435, Θουκ. 2. 89· μετὰ τοῦ δ. Λυσ. 191. 33· -τὸ δίκαιον εἶναι ὡσαύτως τὸ ὀφειλόμενον, νόμιμος ἀπαίτησις, Θουκ. 3. 54, Δημ. 572. 14, κτλ.· τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια, ἀμοιβαῖαι ὑποχρεώσεις ἢ συμφωνίαι, Πολύβ. 3. 21, 10· ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις, ἐπὶ ὡρισμένοις τισὶν ὅροις, Διον. Ἁλ. 3. 51·- ἐπίρρ., ὀρθῶς, Ἡρόδ. 6.137, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων τε καὶ πραγμάτων, ὡς τὸ Λατ. justus, πρέπων καὶ ὀρθός, ἁρμόζων, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604· κόσμος οὐ φέρειν δίκαιος ὁ αὐτ. Εὐμ. 55· σχῆμα σώματος Ἱππ. Ἄρθρ. 832· δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίαν, κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς.., ὁ αὐτ. 19. 22· ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι, κάμνω ἵππον κατάλληλον πρὸς χρῆσιν ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, πρβλ. Κυν. 7, 4· ἀλλά, ἵππος δ. τὴν σιαγόνα, ἔχων καλὸν στόμα, Πολυδ. Α΄, 196. 2) πραγματικός, γνήσιος, συγγραφεὺς Λουκ. Ἱστ. Συγγραφ. 39· εἴπερ δικαίως ἔστ’ ἐμὸς, ἐὰν ἀληθῶς, ὄντως εἶναι ἰδικός μου, Σοφ. Αἴ. 547· οὐ δικαίου πολίτου, δὲν εἶναι ἔργον ἀληθοῦς, γνησίου, πιστοῦ πολίτου, δὲν ἀνήκει, δὲν ἁρμόζει εἰς.., Δημ. 34. 15. 3) καλὸς, πρέπων, μέτριος Θουκ. 1. 76·- δικαίως, εὐλόγως, ὁ αὐτ. 6. 34, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 675·- συγκρ. -οτέρως Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 181, κοινότερον -ότερον· ὑπερθ. -ότατα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1222. Γ. Παρὰ πεζοῖς σημειωτέα ἡ προσωπ. σύνταξ., δίκαιός εἰμι, =δίκαιόν ἐστιν ἐμέ· μετ’ ἀπαρ., δίκαιοί ἐστε ἰέναι, =δίκαιόν ἐστιν ὑμᾶς.., Ἡρόδ. 9. 60, πρβλ. 8. 137· δ. εἰμι ἔχειν ὁ αὐτ. 9. 27· δ. εἰμι κολάζειν, ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ τιμωρῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1434· δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Ἀντιφῶν 123. 17· δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι, ἔχουσι δίκαιον νὰ δυσπιστῶσι, Θουκ. 4. 17· δ. βλάπτεσθαι Λυσ. 159. 6· δ. ἐστιν ἀπολωλέναι, dignus est qui pereat, Δημ. 74. 26· ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ., ἔχει δικαίωμα νὰ…, εἶναι δίκαιον νὰ…, Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· σπανιώτερον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., δικαιότεροι χαρίζεσθαι Λυσ. 161. 13· δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Πλάτ. Συμπ. 172B· πρβλ. κύριος Ι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπρόσωπ. σύνταξις, δίκαιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὡσαύτως εἶναι δόκιμος, ὡς Ἡρόδ. 1. 39, Αἰσχύλ. Πρ. 611, κτλ.· ὡσαύτως κατὰ πλ., δίκαια γὰρ τόνδ’ εὐτυχεῖν Σοφ. Αἴ. 1126, πρβλ. Τρ. 495, 1116. -Ἐνίοτε δὲ εὑρίσκομεν καὶ δικαίως ἂν μετ’ εὐκτ., ὡς Πλάτ. Φαίδρ. 276A, Πολ. 331A. Δ. Ἐπίρρ. -ως, ἴδε ἀνωτ. Α Ι, Β ΙΙ, III, V, VI. [δικαίων μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας ἐν Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 2, ὅπερ ὑποδεικνύει τύπον δίκᾱος· καὶ παρ’ Ἡσυχ. ἔχομεν οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον· -πρβλ. δείλαιος δείλαος, παλαιὸς πάλαος].

English (Autenrieth)

(δίκη), -ότερος, -ότατος: right, righteous, just.—Adv., δικαίως.

English (Slater)

δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. -ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) (O. 2.6)
1 νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (P. 1.86) δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων (P. 4.280) μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) (N. 10.54) ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (N. 8.41) [βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως (Pae. 8.12)

English (Strong)

from δίκη; equitable (in character or act); by implication, innocent, holy (absolutely or relatively): just, meet, right(-eous).

English (Thayer)

δίκαια, δίκαιον (from δίκη right) (fr. Homer down), properly, the Hebrew צַדִּיק, "observant of ἡ δίκη, righteous, observing divine and human laws; one who is such as he ought to be; (German rechtbeschaffen; in the earlier language, whence appropriated by Luther, gerecht in a broad sense; in Greek writings used even of physical things, as ἵππος, Xenophon, mem. 4,4, 5; γήδιον δικαιοτατον, most fertile, Xenophon, Cyril 8,3, 38; (ἅρμα δίκαιον, ibid. 2,2, 26));
1. in a wide sense, upright, righteous, virtuous, keeping the commands of God;
a. universally: Isaiah, it was not consistent with his uprightness to expose his betrothed to public reproach); Winer's Grammar, 117 (111)); ἁμαρτωλοί καί ἀσεβεῖς, δίκαιοι καί ἄδικοι, εὐλαβής, ἤθη ἐυλαβαη καί δίκαια, τό δίκαιον καί ἐυλαβες, Plato, polit., p. 311a. b.); with ἅγιος, ἀγαθός, φοβούμενος τόν Θεόν, ἔργα δίκαια, opposite πονηρά, τό δίκαιον, that which regard for duty demands, what is right: δίκαιον ἐστι, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, God being Judges, innocent, faultless, guiltless, (for נָקִי, R G L brackets Tr brackets WH marginal reading; αἷμα δίκαιον, (Tr marginal reading WH text); ἡ ἐντολή ἅγια καί δίκαια (having no fellowship with sin (others besides, see the commentaries at the passage)) καί ἀγαθή, δίκαιος: ἅγιος καί δίκαιος, δίκαιος can be found, ἄνθρωπος οὐκ ἐστι δίκαιος ἐν τῇ γῆ, ὅς ποιήσει ἀγαθόν καί οὐχ ἁμαρτήσεται). of God: holy, just or righteous, on account of the following καί τόν δικαιοῦντα, and the justifier or who pronounces righteous, but the substantial meaning is holy, that quality by virtue of which he hates and punishes sin); approved God, acceptable to God, (German gottwohlgefallig): ἐκ πίστεως, acceptable to God by faith (Winer's Grammar, 136 (129)): δίκαιος παρά τῷ Θεῷ, rendering to each his due; and that in a judicial sense, passing just judgment on others, whether expressed in words or shown by the manner of dealing with them: ὁ δίκαιος κριτής, of Christ, κρίσις δίκαια, αἱ ὁδοί τοῦ Θεοῦ δίκαια καί ἀληθιναί, τό δίκαιον, what is due to others, δίκαιον namely, ἐστιν, it is agreeable to justice, (See references under the word δικαιόω, at the end; cf. ἀγαθός, at the end.)

Greek Monolingual

-α και -η, -ο και δίκιος, -α, -ο (AM δίκαιος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο»)
2. ο νόμιμοςδίκαιος κληρονόμος»)
3. ο αμερόληπτος («δίκαια κρίση», «δικαία βουλή», «δίκαιη παρατήρηση», «δικαία βάσανος», «δίκαιη εξέταση»)
4. σωστός, κανονικός, ταιριαστόςδίκια ζύγια», «δίκαιος έπαινος», «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι»)
5. δικαιολογημένος, «δίκια αφορμή», «δίκαιη οργή», «δίκαιη αγανάκτηση»)
6. (απρόσ. έκφρ.) «είναι δίκαιο να...», «δίκαιον ἐστι»
αρχ.
1. αυτός που πειθαρχεί σε έθιμα, σε θεσμούς πολιτισμού («ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι»)
2. εκείνος που τηρεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στους ανθρώπους και στους θεούς («δίκαιος καὶ ὅσιος»)
3. (για νόμο) αυτός που έχει θεσπισθεί με νόμιμη, κανονική διαδικασία
4. κανονικός, συμμετρικός («δίκαιον σχῆμα σώματος», «ἵππος δικαίαν τὴν σιαγόνα ἔχων»)
5. (για ζώα) εξημερωμένος κατάλληλος («ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαι»)
6. (για αγρό) εύφορος, αποδοτικός
7. πραγματικός, άξιος του ονόματος («δίκαιος συγγραφεύς»)
8. φρ. α) «δικαίη ζόη» — κανονικός τρόπος ζωής, αναγνωρισμένος ως έντιμος
β) «ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ» — για κάτι που ειπώθηκε σωστά
γ) «δίκαιός εἰμι ἰέναι» ή «δίκαιός ἐστι ἄρχειν» — είναι δίκαιο να, έχω το δικαίωμα να... II. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίκαιο και δίκιο (AM δίκαιον)
1. ό,τι είναι σύμφωνο με τον νόμο, ηθικό, ορθό («το άδικο δίκαιο κάμνουσι»)
2. η δικαιοσύνη
3. νόμιμη απαίτηση, δικαίωμα («το δίκιο του μ' αναλαμπή και φλόγα το γυρεύει», «θα βρω το δίκιο μου»)
νεοελλ.
το δίκαιο
1. το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις τών μελών μιας κοινωνίας
2. η νομική επιστήμη
3. φρ. α) «δίκαιον εξ υποκειμένου» — το δικαίωμα
β) «γραπτό δίκαιο» — οι νόμοι
γ) «άγραφο δίκαιο» — εθιμικοί, παραδοσιακοί κανόνες δικαίου
δ) «με το δίκιο του» — δίκαια, σωστά
ε) «του δίνω ή του ρίχνω δίκιο» — κρίνω ότι σωστά έπραξε κάτι ή εγείρει μιαν αξίωση
στ) «παίρνω το δίκιο μου πίσω» — εκδικούμαι αυτόν που μέ αδίκησε
ζ) «να πούμε και του στραβού ή και του φτωχού το δίκιο» — να υποστηρίξουμε και του ανίσχυρου τις αξιώσεις ή να αναγνωρίσουμε και κάτι καλό μέσα στα τόσα κακά
η) «το δίκαιο του ισχυροτέρου» — οι ισχυροί παρουσιάζουν τις αυθαιρεσίες τους ως νόμιμες
θ) «κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου» — ήρεμα και βαθιά·

Greek Monotonic

δίκαιος: [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον (δίκη),·
Α. στον Όμηρ. και σε αρχ. συγγραφείς:
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που εφαρμόζει τα έθιμα και τους νόμους της κοινωνίας, πολιτισμένος, οργανωμένος με τάξη, νόμιμος, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δικαίη ζόη, αναγνωρισμένος, συνηθισμένος τρόπος ζωής, σε Ηρόδ.· επίρρ., δικαίως μνᾶσθαι, ζητώ να παντρευτώ όπως πρέπει, όπως είναι σωστό και πρέπον, σε Ομήρ. Οδ.
2. τηρητής του δικαίου, ακριβής, έντιμος άνθρωπος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για πράξεις, που βρίσκονται σε συμφωνία με το δίκαιο, είναι εναρμονισμένες με το δίκαιο, στον ίδ. Β. Μεταγεν. χρήση:
I. 1. λέγεται για πράγματα, ισόρροπος, ομαλός, σύμμετρος, ισοσταθμισμένος, καλοζυγιασμένος, ἅρμα δίκαιον, σε Ξεν.· κανονικός, ακριβής, ορθός, αμερόληπτος, ὀργυιαὶ δίκαιαι, σε Ηρόδ.· τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων, μιλώ με ακρίβεια, στον ίδ.· πάντα δικαίως τετήρηται, σε Δημ.
2. δίκαιος, νόμιμος, ορθός, τὸ δίκαιον, το δίκαιο, το οφειλόμενο αντίθ. προς τὸ ἄδικον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δίκαιη, νόμιμη αξίωση, σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. -ως, ορθώς, δικαίως, νομίμως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα και για πράγματα, όπως το Λατ. justus, πρέπων, ορθός, αρμόζων, σε Αισχύλ.· ἵππονδ. ποιεῖσθαί τινι, κάνω ένα άλογο κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει κάποιος, σε Ξεν.
2. γνήσιος, αυθεντικός, αληθινός, σε Δημ.· συγγραφεύς, σε Λουκ.· επίρρ. -ως, πραγματικά και αληθινά, σε Σοφ.
3. καλός, πρέπων, όπως το μέτριος, σε Θουκ.· — δικαίως, με λογική, εύλογα, σε Σοφ., Θουκ. Γ. Στον πεζό λόγο: δίκαιός εἰμι, με απαρ., δίκαιοί ἐστε ἰέναι, είστε υποχρεωμένοι να έρθετε, σε Ηρόδ.· δ. εἰμι κολάζειν, έχω το δικαίωμα να τιμωρώ, σε Αριστοφ.· δίκαιοί εἰσιἀπιστότατοι εἶναι, έχουν δίκιο να δυσπιστούν, σε Θουκ.· δ. ἐστιν ἀπολωλέναι, dignus est qui pereat, σε Δημ.· πρέπει να συμπληρώσουμε δίκαιόν ἐστι, με απαρ., το οποίο επίσης συναντάται.

Middle Liddell

adj adj δίκη
A. in Hom. and early writers,
I. of persons, observant of custom and social rule, well-ordered, civilised, Od.; so, δικαίη ζόη a regular way of living, Hdt.:—adv., δικαίως μνᾶσθαι to woo in due form, decently, Od.
2. observant of right, righteous, Hom., etc.:—so of actions, in accordance with right, righteous, Hom.
B. later usage:
I. of things, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον Xen.:— regular, exact, rigid, ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.; τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.; πάντα δικαίως τετήρηται Dem.
2. right, lawful, just, τὸ δίκαιον right, opp. to τὸ ἄδικον, Hdt., etc.; also, a right, a lawful claim, Thuc., etc.:—adv. -ως, rightly, justly, Hdt., etc.
II. of persons, as well as things, like Lat. justus, meet, right, fitting, Aesch.; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι to make a horse fit for another's use, Xen.
2. real, genuine, true, Dem., συγγραφεύς Luc.:—adv. -ως, really and truly, Soph.
3. fair, moderate, like μέτριος, Thuc.: —δικαίως with reason, Soph., Thuc.
C. in Prose, δίκαιός εἰμι with inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.; δίκαιοί εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have reason to be most distrustful, Thuc.; δ. ἐστιν ἀπολωλέναι dignus est qui pereat, Dem.:—we should say δίκαιόν ἐστι, which also occurs.

Chinese

原文音譯:d⋯kaioj 笛開哦士
詞類次數:形容詞(81)
原文字根:義 相當於: (אֱמֶת‎) (יָשָׁר‎) (צַדִּיק‎)
字義溯源:公平的,公義的,正直的,公正的,義,義的,義者,義人,好人,善的,為義,正,正當的,理所當然,合理的,當得的;源自(δίκη / καταδίκη)*=公正)。神是公義的,是公義的審判者。那義者基督的血,獻上為挽回祭,便滿足了神一切公義的要求,就稱信從基督的人為義
出現次數:總共(81);太(19);可(2);路(11);約(3);徒(6);羅(7);加(1);弗(1);腓(2);西(1);帖後(2);提前(1);提後(1);多(1);來(3);雅(2);彼前(3);彼後(4);約壹(6);啓(5)
譯字彙編
1) 義人(32) 太1:19; 太5:45; 太9:13; 太10:41; 太13:17; 太13:43; 太13:49; 太23:29; 太23:35; 太25:37; 太25:46; 太27:19; 太27:24; 可2:17; 路1:6; 路5:32; 路14:14; 路15:7; 路23:47; 羅1:17; 羅3:10; 羅5:7; 加3:11; 提前1:9; 來10:38; 雅5:6; 雅5:16; 彼前3:12; 彼前4:18; 彼後2:7; 彼後2:8; 約壹3:7;
2) 公義的(10) 路23:50; 約17:25; 腓4:8; 帖後1:6; 提後4:8; 約壹1:9; 約壹2:29; 啓16:5; 啓16:7; 啓19:2;
3) 義的(5) 路18:9; 羅7:12; 彼前3:18; 彼後2:8; 約壹3:7;
4) 義人的(5) 太10:41; 太10:41; 太23:35; 路1:17; 來12:23;
5) 義(4) 可6:20; 徒10:22; 羅3:26; 羅5:19;
6) 公義(4) 太23:28; 路2:25; 帖後1:5; 啓15:3;
7) 義者(3) 徒7:52; 徒22:14; 約壹2:1;
8) 為義(2) 羅2:13; 來11:4;
9) 公正(2) 西4:1; 多1:8;
10) 善(1) 徒24:15;
11) 正(1) 彼後1:13;
12) 理所當然的(1) 弗6:1;
13) 是義的(1) 約壹3:12;
14) 正當的(1) 腓1:7;
15) 為義的(1) 啓22:11;
16) 公平(1) 約7:24;
17) 當得的(1) 太20:7;
18) 當(1) 太20:4;
19) 是合理的(1) 路12:57;
20) 好人(1) 路20:20;
21) 公義者(1) 徒3:14;
22) 公平的(1) 約5:30;
23) 合理(1) 徒4:19

English (Woodhouse)

deserved, fair, just, entitled to, far

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)