φύλαξ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
[ῠ], φύλᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): (φυλάσσω):—
A watcher, guard, sentinel, Hom. (only in Il., always masc. and in plural), φύλακες ἄνδρες 9.477; ἡγεμόνες φυλάκων ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. (Hdt. uses φυλακός, exc. in signf. ΙΙ), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.Supp. 303; νεὼς σῆς φ. S.Ph.543; δράκοντα μήλων φ. Id.Tr.1100, al.; φύλαξ τοῦ τείχους Th.2.78, cf. IG12.44.14, al.; φύλαξ κατὰ τὰς πύλας X.HG4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; οἱ φύλακες the garrison, Th.6.100, X. An.4.2.5, etc.; φύλακες τοῦ σώματος = bodyguards, Pl.R.566b; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ = jailer Id.Cri.43a; των αἰχμαλώτων X.HG4.5.6, etc.: λόχοι φύλακες = bodies of reserve, Id.An.6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.Fr.316, cf. S.Aj.36, OC355, E.Andr.86: metaph., flames (φλόγες) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the hospitable table is φύλαξ φιλίας Timocl.13.
II guardian, keeper, protector, Hes.Op.123,253; κτεάνων Pi.P.8.58; δωμάτων φύλαξ, χώρας φύλαξ, A.Ag.914, S.OT1418, etc.; παιδός φύλαξ Hdt.1.41; τῆς γυναικός φύλαξ X.Cyr.6.3.14; τῆς πολιτείας φύλαξ And.4.16, cf. Pl.R.374d, al.; τῆς ἀρχῆς φύλαξ Lys.12.94; φύλαξ των νόμων Pl.Lg.966b; φύλαξ τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.Tr.462, Pl.Plt.305c, X.Mem.2.1.32; of a divinity, Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου SIG985.51 (Philadelphia, i B. C.): also φύλαξ Ἀργείου δορός a protector against it, E.Ph.1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the ἀγορανόμοι, Lys. 22.16.
2 observer, τοῦ δόγματος Pl.R.413c; τοῦ ἐπιταττομένου X.Cyn.12.2.
3 of things, [στήλην] ὥσπερ φύλαξ τῆς δωρεᾶς Plu. Nic.3.
4 chain, keeper, φύλαξ ἀργυροῦς, φύλαξ χαλκοῦς, IG7.3498.8 (Orop.), Inscr. Délos1426 Bii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417B i93(ii B. C.).
5 bandage, Gal.19.144. (Cf. Lat. bubulcus (Ital. bifolco), subulcus.)
German (Pape)
[Seite 1313] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν φύλαξ Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ ὄπισθεν φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.
French (Bailly abrégé)
ακος;
1 (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; en gén. les gardes d'une place de garnison ; gardes du corps, gardes d'un prince;
2 (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne en gén.
Étymologie: DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
Russian (Dvoretsky)
φύλαξ: ᾰκος (ῠ) adj.
1 несущий охрану, дозорный (ἄνδρες Hom.);
2 сторожевой, т. е. находящийся в охранении или резервный (λόχοι Xen.).
ᾰκος ὁ, реже ἡ
1 страж, караульный, дозорный (φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.): φύλακες τοῦ σώματος Plat. телохранители; φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. стража у ворот; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. тюремщик; οἱ ὄπισθεν φύλακες Xen. тыловое охранение, арьергард;
2 защитник, блюститель, хранитель (τῆς χώρας Xen.): φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ γενέσθαι Her. просить кого-л. присматривать за ребенком; φύλακες Ἀργείου δορός Eur. защитники (Фив) от аргивской армии; φ. νόμων Plat. блюститель (хранитель) законов;
3 исполнитель (φύλακες ἀγαθοὶ τοῦ ἐπιταττομένου Xen.): φύλακες τοῦ παρ᾽ αὐτοῖς δόγματος Plat. те, кто проводит в жизнь собственный взгляд.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἴδε κατωτ. (φυλάσσω)· ― ὡς καὶ νῦν, ὁ φυλάττων, φρουρός, Λατ. excubitor, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ὡς ἀρσ. καὶ ἐν τῷ πληθ., φύλακες ἄνδρες Ι. 477· ἡγεμόνες φυλάκων αὐτόθι 85, πρβλ. Κ. 58· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ. (ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ τύπῳ φύλακος, ὁ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), δωμάτων, χώρας φ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1418, κλπ.· φύλακα ἐφιστάναι τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 303· φ. νεὼς σῆς Σοφ. Φιλ. 543· δράκοντα μήλων φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1100, κ. ἀλλ.· φ. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 78· φ. κατὰ πύλας Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 8· φύλακας καταστῆσαι Λυσίας 154. 38, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5· οἱ φ., ἡ φρουρά, Θουκ. 6. 100, Ξεν. κλπ., φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, Πλάτ. Πολ. 566Β· ἔχειν φύλακας περὶ αὑτὴν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, πρβλ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 66· ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Πλάτ. Κρίτων 43Α· τῶν αἰχμαλώτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6, κλπ. ― λόχοι φύλακες, ἐφεδρεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3 (5), 9· ― ὡς θηλ. (πρβλ. φυλακίς), ἔστι κἀμοὶ κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 36, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 355, Εὐρ. Ἀνδρ. 86, Τρῳ. 462, Πλάτ. Πολιτικ. 305C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· οὕτω μεταφ., αἱ φλόγες καλοῦνται φύλακες Ἡφαίστου κύνες, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· καὶ ἡ τράπεζα τοῦ φιλοξενοῦντος λέγεται φύλαξ, φύλαξ φιλίας Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2. ΙΙ. κηδεμών, προστάτης, φύλαξ, ὑπερασπιστής, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, 251· κτεάνων Πινδ. Π. 8. 81· τοῦ παιδὸς Ἡρόδ. 1. 41· τῆς γυναικὸς Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 3, 14· τῆς πολιτείας Ἀνδοκ. 31. 12· τῆς ἀρχῆς Λυσίας 129. 4· τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 966Β· τῆς εἰρήνης Ἰσοκρ. 77C· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., λοχαγέτας πύλας ἐφ’ ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Φοίν. 1094. 2) ὁ τηρῶν, φυλάττων, ἐκτελεστής, τοῦ δόγματος Πλάτ. Πολ. 413C· τοῦ ἐπιταττομένου Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι, Λυσίας 165. 54, πρβλ. Πλουτ. Νικ. 3.
English (Slater)
φῠλαξ guardian γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν (Ἀλκμάν) (P. 8.58) ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων, καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρός πού φησιν εἶναι, Liban., ep., 36. 1) fr. 288.
Spanish
English (Strong)
from φυλάσσω; a watcher or sentry: keeper.
English (Thayer)
φυλακός, ὁ (φυλάσσω), a guard, keeper: Homer down; the Sept. for שֹׁמֵר.)
Greek Monolingual
ο / φύλαξ -ακος, ΝΜΑ
αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους» β. «τοὺς τοῦ Θεοῦ ἱερέας ἐπήγετο... ὥσπερ τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς φύλακας», Ευσ.
γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ
δ. «φύλακας τοῦ ἡμίσεος τείχους», Θουκ.
ε. «νεὼς... φύλαξ», Σοφ.
στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φύλαξ», Αισχύλ.
ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «φύλακας τών παραδεδομένων ὑπ' αὐτοῦ διδαγμάτων», Ιουστίν.
γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», Ξεν.
δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», Πλάτ.)
3. προστάτης, υπερασπιστής (α. «ο άγιος, ο φύλακας του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ φύλακας», Θεοδώρ.
γ. «ἄγαλμα Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.
δ. «λοχαγέτας πύλας ἐφ' ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορός», Ευρ.)
4. στον πληθ. οι φύλακες
το σύνολο τών φυλάκων, η φρουρά
νεοελλ.
φρ. α) «φύλακας άγγελος»
μτφ. συμπαραστάτης, βοηθός σε δύσκολες στιγμές
β) «φύλακες γρηγορείτε» — προτροπή, που αντάλλασσαν με δυνατή φωνή μεταξύ τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή βάρδια
γ) «έχουν γνώση οι φύλακες» — διαβεβαίωση ότι για κάτι υπάρχει η απαιτούμενη προσοχή και προστασία
νεοελλ.-μσν.
φρ. «φύλακας άγγελος» και «φύλαξ ἄγγελος»
εκκλ. ο άγγελος που προστατεύει κάθε χριστιανό
μσν.
αντιπρόσωπος, τοποτηρητής («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου», Σωφρ.)
αρχ.
1. αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί κάτι («φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)
2. κρίκος αλυσίδας
3. ονομασία επιδέσμου
4. φρ. α) «φύλακες τοῦ σώματος» — σωματοφυλακή (Πλάτ.)
β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι (Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους συχνά τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς (πρβλ. κόλαξ, μεῖραξ). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. -fulcus) τών λατ. bu-bulcus «βουκόλος» και su-bulcus «χοιροβοσκός». Η άποψη, ωστόσο, αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω του ότι το αμάρτυρο -fulcus θα οδηγούσε στην αποδοχή ως αρχικού του θεματικού τ. φυλακός, ο οποίος όμως είναι υστερογενής, και αφ' ετέρου λόγω του ότι η λ. φύλαξ, σε αντιδιαστολή προς τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε κατά κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για σύνδεση της λ. με τις λ. πύλη και φωλεός, καθώς και για αναγωγή στην ΙΕ ρίζα bheudh- «επαγρυπνώ, παρατηρώ, προσέχω» του ρ. πυνθάνομαι (πρβλ. πευθήν «κατάσκοπος»).
ΠΑΡ. φυλακή, φυλακίζω, φυλάκιο(ν), φύλακτρο(ν), φυλάσσω / φυλάω
αρχ.
φυλακεία, φυλακεύς, φυλακία, φυλακικός, φυλακιστής
αρχ.-μσν.
φυλακείον, φυλακίτης
μσν.
φυλακώ
νεοελλ.
φυλακάτορας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φυλακάρχης
(Β' συνθετικό) αγροφύλακας (αγροφύλαξ), αμπελοφύλακας (αμπελοφύλαξ), αρχειοφύλακας (αρχειοφύλαξ), αρχιφύλακας (αρχιφύλαξ), βιβλιοφύλακας (βιβλιοφύλαξ), δεσμοφύλακας (δεσμοφύλαξ), εθνοφύλακας (εθνοφύλαξ), θαλαμοφύλακας (θαλαμοφύλαξ), θεσμοφύλακας (θεσμοφύλαξ), θησαυροφύλακας (θησαυροφύλαξ), ιματιοφύλακας (ιματιοφύλαξ), κλειδοφύλακας (κλειδοφύλαξ), κτηματοφύλακας (κτηματοφύλαξ), λιμενοφύλακας (λιμενοφύλαξ), νεκροφύλακας(νεκροφύλαξ), νομοφύλακας (νομοφύλαξ), νυκτοφύλακας (νυκτοφύλαξ), οδοφύλακας (οδοφύλαξ), οπισθοφύλακας (οπισθοφύλαξ), οπλοφύλακας (οπλοφύλαξ), οροφύλακας (οροφύλαξ), πολιτοφύλακας (πολιτοφύλαξ), σκευοφύλακας (σκευοφύλαξ), σκηνοφύλακας (σκηνοφύλαξ), σφραγιδοφύλακας (σφραγιδοφύλαξ), σωματοφύλακας (σωματοφύλαξ), χαρτοφύλακας (χαρτοφύλαξ), χωροφύλακας (χωροφύλαξ)
αρχ.
αιγιαλοφύλαξ, ακροφύλαξ, αλωνοφύλαξ, αντροφύλαξ, αργυροφύλαξ, αρκτοφύλαξ, αρχιδεσμοφύλαξ, αρχιναυφύλαξ, αρχινυκτοφύλαξ, αρχιπαραφύλαξ, αρχιπεδιοφύλαξ, αρχισωματοφύλαξ, βουβωνοφύλαξ, γαζοφύλαξ, γενηματοφύλαξ, γερροφύλαξ, γεωφύλαξ, γραμματοφύλαξ, δαμοσιοφύλαξ, δεξιοφύλαξ, δρυμοφύλαξ, ειματοφύλαξ, ειργμοφύλαξ, ειρηνοφύλαξ, ειρκτοφύλαξ, Ελληνοσποντοφύλαξ, εντεροφύλαξ, επιφύλαξ, ερημοφύλαξ, εσμοφύλαξ, εφηβοφύλαξ, ημεροφύλαξ, θεοφύλαξ, θερμοφύλαξ, θηροφύλαξ, θυροφύλαξ, ιεροφύλαξ, καρδιοφύλαξ, καρποφύλαξ, κεστροφύλαξ, κνωδακοφύλαξ, κοιτωνοφύλαξ, κρηνοφύλαξ, κωμοφύλαξ, μαγδωλοφύλαξ, μετοικοφύλαξ, μηλοφύλαξ, μηνιγγοφύλαξ, μοτοφύλαξ, ναοφύλαξ, ναυφύλαξ, νεωριοφύλαξ, νεωφύλαξ, νησοφύλαξ, νηττοφύλαξ, ξενοφύλαξ, ξυστροφύλαξ, οικοφύλαξ, οινοφύλαξ, οπωροφύλαξ, ορεοφύλαξ, ορμοφύλαξ, οροφύλαξ (II), ορφανοφύλαξ, οχθοφύλαξ, παιδοφύλαξ, παλαιστροφύλαξ, παραφύλαξ, πεδιοφύλαξ, πεντηκοντοφύλαξ, πινοφύλαξ, πιστοφύλαξ, πλαγιοφύλαξ, πλαγυφύλαξ, ποδοφύλαξ, προφύλαξ, πρωτοφύλαξ, πυλωνοφύλαξ, πυργοφύλαξ, ρητροφύλαξ, ρισκοφύλαξ, σιτοφύλαξ, σπειροφύλαξ, στρατοφύλαξ, στρωματοφύλαξ, συγγραφοφύλαξ, συμβολοφύλαξ, συμφύλαξ, συνθηκοφύλαξ, ταγματοφύλαξ, τειχοφύλαξ, τομαροφύλαξ, υδροφύλαξ, υποβιβλιοθηκοφύλαξ, υποβιβλιοφύλαξ, υπομνηματοφύλαξ, υποστρατοφύλαξ, υποφύλαξ, φυτοφύλαξ, χαλαζοφύλαξ, χαλκιοφύλαξ, χειλοφύλαξ, χιμαιροφύλαξ, χορτοφύλαξ, χρεωφύλαξ, χρηματοφύλαξ, χρησμοφύλαξ, χρυσοφύλαξ, χωματοφύλαξ, ωνοφύλαξ
νεοελλ.
ακτοφύλακας, αλατοφύλακας, αλσοφύλακας, αρχαιοφύλακας, αρχιλιμενοφύλακας, αστυφύλακας, δακτυλοφύλακας, δασοφύλακας, εμπροσθοφύλακας, θεματοφύλακας, καστροφύλακας, σταβλοφύλακας, τελωνοφύλακας, τερματοφύλακας, υποθηκοφύλακας, φαροφύλακας].
French (Bailly abrégé)
acc. pl. de φύλαξ.
Greek Monotonic
φύλαξ: [ῠ], -ακος (φυλάσσω)·
I. φύλακας, φρουρός, σκοπός, Λατ. excubitor, σε Όμηρ., Αττ.· οἱ φύλακες, η φρουρά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., κλῂςἐπὶ γλώσσῃ (φυλακίς), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. 1. κηδεμόνας, προστάτης, υπερασπιστής, σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φύλαξ δορός, υπερασπιστής κατά του δόρατος, σε Ευρ.
2. εκτελεστής, φύλακας, περιφρουρητής τοῦ δόγματος, σε Πλάτ.· τοῦ ἐπιταττομένου, σε Ξεν.
3. λέγεται για πράγματα, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, λέγεται για τους ἀγορανόμους, σε Λυσ.
Middle Liddell
φῠ́λαξ, ακος, φυλάσσω
I. a watcher, guard, sentinel, Lat. excubitor, Hom., attic; οἱ φ. the garrison, Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος body guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc.
II. a guardian, keeper, protector, Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. δορός a protector against it, the spear, Eur.
2. an observer, τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen.
3. of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.
Frisk Etymology German
φύλαξ: -ακος
{phúlaks}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Wächter, Hüter, Beschützer (seit Il.),
Composita: in Kompp. m. nominalem Vorderglied unbeschränkt produktiv, der Funktion nach Rückbildung zu φυλάσσω, z.B. οἰκοφύλαξ Haushüter (A. u.a.), auch m. συν-, ὑπο- u.a. (neben συν-, ὑποφυλάσσω). Auch (sekundär) φυλακός (Akz. nach den Nom. ag.; Egli Heteroklisie 108ff.) m. ib. (ion. poet. seit Ω 566; Chantraine Gramm. hom. 1, 232), PN Φύλακος (Hom.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. Fem. φυλακίς, -ίδος (προ-) ‘Wäch- terin’ (Pl.), ~ ναῦς Wachtschiff (Th., D. S.), -ισσα f. (LXX). 2. φυλακή f. Wache, Bewachung, Wachsamkeit, Wachtposten, Besetzung (seit Il.), eig. Rückbildung zu φυλάσσω; ἀντι-, προ-, παρα- ~ von ἀντιφυλάσσω usw.; vgl. Porzig Satzinhalte 189. — Weitere Ableitungen, z.T. auf φυλακή zu beziehen: 3. φυλακία f. = φυλακή (Pap. III-IVp), im Anschluß an Kompp., z.B. ἀρχι-, σωματοφυλακία (Inschr., D.S.); s. Scheller Oxytonierung 38 f. 4. -ιον n. ‘Wachthaus, -turm' (Pap. u.a.), oft in Kompp., z.B. ὁπλοφυλάκιον Zeughaus (Str.) zu ὁπλοφύλαξ. 5. -εῖον n. ib., auch Wachtposten, Wache (Plb.); auch σιτοφυλακεῖον n. Kornspeicher (Suid.: σιτοφύλακες). 6. -εία f. Schutz, Amulett (Poet. de herb., Gloss.), wie von *-εύω, wenn nicht für -ία; so sicher in δεσμοφυλακεία f. Dienst als Gefängnisaufseher (Pap.: δεσμοφύλαξ, -ακέω). 7. -ῆες m. pl. Wächter (Opp., Versende; metr. Erweiterung, vgl. Boßhardt 70). 8. φυλαξίτης m. Polizeibeamter, Gendarm (hell. Pap. u. Inschr.) mit -ιτεύω ‘als φ. dienen’, -ιτικόν Polizeisteuer (hell. Pap.), auch παρα-, συν-, ἀρχι- ~ (hell. u. sp.); f. -ῖτις pythagor. Bez. der Siebenzahl (Nikom.; Redard 45). 9. φυλαξιστής in lat. phylacista m. Kerkermeister (Plaut., metrisch unsicher). 10. φυλαξικός behutsam, vorsichtig (Pl.), χρεο- ~ (Inschr.) u.a. — Denominative Verba: 11. φυλάσσω, att. -ττω, auch m. δια-, παρα-, προ- u.a., ‘(be)wachen, hüten, beschützen’, Med. sich hüten (seit Il.) mit mehreren Ablegern (vgl. auch φυλακή, -ός oben): φυλακτῆρες pl. Wächter (Il.; Benveniste Noms d'agent 38), -τήριος beschützend (Pl.), -τήριον (προ-) n. ‘Wachthaus, -turm, Wachtposten, Schutzmittel, Amulett’ (ion. att.), -τηρία· παννυχίς H., -τηριάζομαι mit einem Amulett versehen werden PMag. Par.), -τωρ m. Wächter (ägypt. Epigr. Ia-Ip, Nonn.), -τρον n. ‘Polizei- steuer’ (Pap. IIp), -ται m. pl. Beamte in Cumae (Plu.), -τικός (προ-, δια-, παρα-) bewachend, behutsam, vorsichtig (X., Arist., Plb. u.a.; Chantraine Études 101 u. 141), -ξις f. Bewachung, Sicherheit (S.Fr. 432, E. u.a.), -γμα (προ-) n. Verordnung, Beschützung (LXX u.a.). — 12. φυλακίζω in Haft nehmen, ins Gefängnis werfen (LXX, Act. Ap.). 13. -φυλακέω, unbeschränkt produktiv zu den Kompp. mit -φύλαξ, z.B. τειχοφυλακέω die Mauer bewachen (D. H., Plu. u.a.) von τειχοφύλαξ (Hdt., Plu. u.a.).
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Da die Nomina auf -αξ ein weites Register umspannen und neben zahlreichen offenbaren Sekundärbildungen auch mehrere undurchsichtige Wörter umfassen, hat der Etymologe freie Hand. Begrifflich kommen am nächsten Personenbezeichnungen wie (das altererbte?) μεῖραξ, das rein griechische μέλλαξ, das unklare κόλαξ. Wie diese hatte wohl auch φύλαξ ursprünglich einen volkstümlichen Klang (vgl. Chantraine Form. 379 f.). Volkstümlich waren auch lat. bubulcus Ochsentreiber, subulcus Sauhirt, deren anscheinendes Hinterglied von Froehde BB 19, 238 A. und namentlich von Lagercrantz KZ 37, 177 ff. mit φυλακός identifiziert wird. Da aber das thematische φυλακός eine sekundäre Erweiterung von φύλαξ ist (s. Egli a. O.), muß jedenfalls auf die Identität der Bildungsweisen verzichtet werden. Auch durch den α-Vokal weicht φύλαξ von den lat. Nomina ab. Zu bemerken ist noch, daß φύλαξ und verwandte Wörter sich nur ausnahmsweise (μ 136; vgl. noch ρ 593) auf das Viehhüten beziehen (vgl. βουκόλος, αἰπόλος, συβώτης, ὑφορβός, ἱπποκόμος usw.). — Andere Vorschläge: zu φωλεός mit schwundstufigem φυλ- (Grošelj Živa Ant. 1, 262 u. 265; 4, 177); pelasgisch zu πύλη und πόλις (v. Windekens Orbis 13, 235 ff. mit Georgiev). — Frühere, überholte Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,1048-1049
Chinese
原文音譯:fÚlax 廢拉克士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:守衛
字義溯源:看守的人,看守者,哨兵;源自(φυλάσσω)*=看守)
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 看守的人(2) 徒12:6; 徒12:19;
2) 看守者(1) 徒5:23
English (Woodhouse)
guard, guardian, protector, one who guards, one who watches
Léxico de magia
ὁ guardián de la divinidad suprema φύλαξ, ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε ... ἄγνωστε guardián, te invoco a ti, señor, a quien nadie conoce SM 87 4 de Anubis θᾶττον ἄνοιξον, κλειδοῦχέ τε Ἄνουβι φύλαξ abre rápido, tú que guardas las llaves, guardián Anubis P IV 1467 de la Ogdóada, e.e., los ocho dioses de la cosmogonía hermopolitana ὃν δορυφοροῦσιν οἱ ηʹ φύλακες a quien protegen con sus lanzas los ocho guardianes P XIII 788 P XXI 20 de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἀθεωρήτων <ἐ>νεφόπτας, κρυφίμων φύλακας os invoco a vosotros, espías de lo invisible, guardianes de lo oculto P IV 1353 P VII 352 ὑμεῖς δέ ἐστε ἅγιοι ἄγγελοι, φύλακες τοῦ Ἀρδιμαλεχα καὶ Ὀραρω vosotros sois ángeles sagrados, guardianes de Ardimaleca y Oraro P IV 1938
See also
αγροφύλαξ, ἀγροφύλαξ, αιγιαλοφύλαξ, αἰγιαλοφύλαξ, αἰπολοφύλαξ, ακροφύλαξ, ἀκροφύλαξ, ἁλοφύλαξ, αλσοφύλαξ, αλωνοφύλαξ, ἁλωνοφύλαξ, ἀμπελοφύλαξ, ἀνδρωφύλαξ, ἀντιφύλαξ, αντροφύλαξ, ἀντροφύλαξ, αργυροφύλαξ, ἀργυροφύλαξ, αρκτοφύλαξ, Αρκτοφύλαξ, ἀρκτοφύλαξ, Ἀρκτοφύλαξ, ἀρουραφύλαξ, ἀρουροφύλαξ, ἀρχαιοφύλαξ, ἀρχειοφύλαξ, αρχιδεσμοφύλαξ, ἀρχιδεσμοφύλαξ, αρχιναυφύλαξ, ἀρχιναυφύλαξ, αρχινυκτοφύλαξ, ἀρχινυκτοφύλαξ, αρχιπαραφύλαξ, ἀρχιπαραφύλαξ, αρχιπεδιοφύλαξ, ἀρχιπεδιοφύλαξ, αρχισωματοφύλαξ, ἀρχισωματοφύλαξ, ἀρχιφύλαξ, αὐλοφύλαξ, βαλανειοφύλαξ, βελοφύλαξ, βιβλιοφύλαξ, βουβωνοφύλαξ, βυβλιοφύλαξ, γαζοφύλαξ, γενηματοφύλαξ, γερροφύλαξ, γεωφύλαξ, γραμματοφύλαξ, δαμοσιοφύλαξ, δεξιοφύλαξ, δεσμοφύλαξ, δημοσιοφύλαξ, δικαιοφύλαξ, δογματοφύλαξ, δρυμοφύλαξ, ἐθνοφύλαξ, ειματοφύλαξ, εἱματοφύλαξ, ειργμοφύλαξ, εἰργμοφύλαξ, εἱργμοφύλαξ, ειρηνοφύλαξ, εἰρηνοφύλαξ, ειρκτοφύλαξ, εἱρκτοφύλαξ, Ελληνοσποντοφύλαξ, εντεροφύλαξ, ἐντεροφύλαξ, επιφύλαξ, ἐπιφύλαξ, ερημοφύλαξ, ἐρημοφύλαξ, εσμοφύλαξ, ἑσμοφύλαξ, εφηβοφύλαξ, ἐφηβοφύλαξ, ημεροφύλαξ, ἡμεροφύλαξ, θεοφύλαξ, θερμοφύλαξ, θεσμοφύλαξ, θηροφύλαξ, θησαυροφύλαξ, θυροφύλαξ, ιεροφύλαξ, ἰεροφύλαξ, ἱεροφύλαξ, ιματιοφύλαξ, ἱματιοφύλαξ, Ινωποφύλαξ, Ἰνωποφύλαξ, ἱροφύλαξ, καρδιοφύλαξ, καρποφύλαξ, καστροφύλαξ, κειμηλιοφύλαξ, κεστροφύλαξ, κηνσοφύλαξ, κηποφύλαξ, κλειδοφύλαξ, κλεισουροφύλαξ, κνωδακοφύλαξ, κοιτωνοφύλαξ, κοσμοφύλαξ, κρηνοφύλαξ, κριθοφύλαξ, κρομμυδοφύλαξ, κτηματοφύλαξ, κυλινδροφύλαξ, κωμοφύλαξ, λιμενοφύλαξ, μαγδωλοφύλαξ, μαλοφύλαξ, μεμοροφύλαξ, μετοικοφύλαξ, μηλοφύλαξ, μηνιγγοφύλαξ, μοτοφύλαξ, μυστηριοφύλαξ, ναοφύλαξ, ναυφύλαξ, νεκροφύλαξ, νεωριοφύλαξ, νεωφύλαξ, νησοφύλαξ, νηττοφύλαξ, νομοφύλαξ, νυκτοφύλαξ, νωτοφύλαξ, ξενοφύλαξ, ξυστροφύλαξ, ὁδοφύλαξ, οικοφύλαξ, οἰκοφύλαξ, οινοφύλαξ, οἰνοφύλαξ, οπισθοφύλαξ, ὀπισθοφύλαξ, ὁπλοφύλαξ, οπωροφύλαξ, ὀπωροφύλαξ, ορεοφύλαξ, ὀρεοφύλαξ, ορμοφύλαξ, ὁρμοφύλαξ, ὀρνιθοφύλαξ, οροφύλαξ, ὀροφύλαξ, ὁροφύλαξ, ορφανοφύλαξ, ὀρφανοφύλαξ, ουροφύλαξ, οὐροφύλαξ, οχθοφύλαξ, ὀχθοφύλαξ, παιδοφύλαξ, παλαιστροφύλαξ, παντοφύλαξ, παραδεισοφύλαξ, παραθηκοφύλαξ, παραφύλαξ, πεδιοφύλαξ, πεντηκοντοφύλαξ, πιννοφύλαξ, πινοφύλαξ, πιστοφύλαξ, πλαγιοφύλαξ, πλαγυφύλαξ, ποδοφύλαξ, πολιτοφύλαξ, προσφύλαξ, προφύλαξ, πρωτοφύλαξ, πτερνοφύλαξ, πυλωνοφύλαξ, πυργοφύλαξ, ρητροφύλαξ, ῥητροφύλαξ, ρισκοφύλαξ, ῥισκοφύλαξ, σηκοφύλαξ, σιγνοφύλαξ, σιτοφύλαξ, σκεοφύλαξ, σκευοφύλαξ, σκηνοφύλαξ, σκυβαλοφύλαξ, σπειροφύλαξ, σταυροφύλαξ, στρατοφύλαξ, στρωματοφύλαξ, συγγραμματοφύλαξ, συγγραφοφύλαξ, συκοφύλαξ, συμβολοφύλαξ, συμφύλαξ, συνθηκοφύλαξ, σφραγιδοφύλαξ, σωματοφύλαξ, ταγματοφύλαξ, τειχοφύλαξ, τομαροφύλαξ, τοποφύλαξ, τουλδοφύλαξ, υδροφύλαξ, ὑδροφύλαξ, υποβιβλιοθηκοφύλαξ, ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ, υποβιβλιοφύλαξ, ὑποβιβλιοφύλαξ, υπομνηματοφύλαξ, ὑπομνηματοφύλαξ, υποστρατοφύλαξ, ὑποστρατοφύλαξ, υποφύλαξ, ὑποφύλαξ, φυτοφύλαξ, χαλαζοφύλαξ, χαλκιοφύλαξ, χαρτοφύλαξ, χειλοφύλαξ, χιμαιροφύλαξ, χορτοφύλαξ, χρεοφύλαξ, χρεωφύλαξ, χρηματοφύλαξ, χρησμοφύλαξ, χρυσοφύλαξ, χωματοφύλαξ, χωροφύλαξ, ωνοφύλαξ, ὠνοφύλαξ
Translations
guard
Albanian: rojë, resë, mbrojtës; Arabic: حَارِس; Egyptian Arabic: غفير; Armenian: պահակ, պահապան; Bashkir: һаҡсы; Belarusian: вартавы, ахоўнік, ахова; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: стража, охрана; Burmese: ကင်း, အစောင့်, အထိန်း; Catalan: guarda, guardià; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᎦᏘᏱ; Chinese Mandarin: 衛兵/卫兵, 衛士/卫士; Czech: stráž; Danish: vagt, livvagt; Dutch: wacht, bewaker, lijfwacht; Esperanto: gardisto; Estonian: valvur; Finnish: vartija, suojus; French: garde; Galician: garda, gardián, gardiá; German: Wächter; Gothic: 𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰; Greek: φύλακας, φρουρός, σκοπός; Ancient Greek: ἀκροφύλαξ, ἀμφιβατήρ, ἀνδρωφύλαξ, ἀρήνωρ, ἀρμικούστωρ, ἀρμοκούστωρ, κούστωρ, δημόσιος, σκοπός, τηρός, φύλαξ; Haitian Creole: gad; Hebrew: מִשְׁמָר, שׁוֹמֵר; Hindi: रक्षक, पासबान, मुहाफ़िज़, संरक्षक, रखवाला; Hungarian: őr; Icelandic: vörður; Ilocano: bantayan; Indonesian: pengawal, garda; Irish: garda; Italian: guardia, piantone, custode; Japanese: 監視者, 衛兵, ガード; Khmer: ឆ្មាំ, គង្វាល; Korean: 가드, 위병; Lao: ຍາມ; Latgalian: sorgs; Latin: custos, praeses; Latvian: sargs; Macedonian: чувар; Maori: kaitiaki; Navajo: haʼasídí; Norwegian Bokmål: vakt; Nynorsk: vakt; Old English: weard; Persian: پاسبان, نگهبان, پاسدار; Polish: strażnik; Portuguese: guarda; Romanian: gardă, paznic, gardian, păzitor; Russian: стражник, страж, охранник, сторож, конвоир, часовой, караульный; Scottish Gaelic: freiceadan, geàrd; Serbo-Croatian: čuvar, stražar; Sicilian: guardia, vardia; Slovak: stráž, strážnik; Slovene: stražar anim, straža; Spanish: guarda, guardia, guardés; Swahili: askari, mlinzi, walinzi; Swedish: väktare, vakt, gard; Tagalog: guwardiya, bantay; Thai: ยาม, บริบาล; Turkish: bekçi; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, захисник, охорона, варта; Vietnamese: vệ sĩ
guardian
Arabic: حَارِس; Azerbaijani: qoruqçu; Belarusian: ахоўнiк, ахоўнiца, стораж, страж; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: пазител, блюстител; Catalan: guardià, guàrdia; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Mandarin: 監護人/监护人; Czech: strážce; Dutch: bewaker, wachter; Finnish: vartija, vahti, suojelija, edunvalvoja; French: gardien; Galician: gardián; German: Wächter, Wache; Greek: φύλακας, φρουρός; Ancient Greek: φύλαξ; Hungarian: gondnok, gondozó, őrző, őr; Icelandic: verndari; Indonesian: pelindung; Irish: coimirceoir; Italian: guardiano, custode; Japanese: 保護者; Korean: 보호자(保護者); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگار; Latin: custos, curator, curatrix, tutor, cura, praeses; Maori: kaitiaki; Occitan: gardian; Old English: weard; Polish: stróż, obrońca, strażnik; Portuguese: guardião, guarda; Romanian: gardian, paznic, strajă, străjer, păzitor; Russian: страж, хранитель, хранительница, защитник, защитница, блюститель, блюстительница; Sanskrit: गोप्तृ; Serbo-Croatian Roman: skrbnik, skrbkinja, hranitelj, zaštitnik, čuvar; Slovak: strážca, strážkyňa; Spanish: guardián, guardia; Swedish: väktare; Turkish: koruma, gardiyan; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, сторож; Uzbek: qoʻriqchi; Zazaki: starwan, ğerdiyan
sentinel
Arabic Egyptian Arabic: غفير; Bulgarian: страж; Catalan: sentinella; Chinese Mandarin: 哨兵, 步哨; Czech: hlídka; Danish: skildvagt, vagtpost; Dutch: wacht; Finnish: vartija, vahti; French: factionnaire, sentinelle; Galician: sentinela; German: Wache, Wachposten, Wächter, Wächterin; Greek: σκοπός, φρουρός; Hungarian: őrszem; Irish: fairtheoir; Italian: sentinella; Japanese: 歩哨, 番兵; Latin: vigil, custos, excubitor, praeses; Navajo: haʼasídí; Portuguese: sentinela, vigia; Russian: часовой, караульный, охранник, страж; Scottish Gaelic: freiceadan; Serbo-Croatian Cyrillic: стра̀жа̄р; Roman: stràžār; Spanish: guarda, centinela; Swedish: vaktpost, skyltvakt; Turkish: gözcü, koruyucu, nöbetçi; Ukrainian: вартовий; Welsh: gwarchodwr, gwyliwr
protector
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ