Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνάπτω

From LSJ
Revision as of 14:42, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάπτω Medium diacritics: συνάπτω Low diacritics: συνάπτω Capitals: ΣΥΝΑΠΤΩ
Transliteration A: synáptō Transliteration B: synaptō Transliteration C: synapto Beta Code: suna/ptw

English (LSJ)

   A join together,    I in physical sense, Χειρὶ Χεῖρα, of dancers, Ar.Th.955 (lyr.); ξ. καὶ ξυνωρίζου Χέρα, in sign of friendship. E.Ba.198, cf. IA832, Pl.Lg.698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν Χεῖρα) E.Ph.106; but σ. Χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba.615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξ. πόδα, σ. ἴχνος τινί, meet him, Id.Ion538 (troch.), 663; πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37; δρόμῳ σ. meet in full career, ib.1101; ξ. κῶλον τάφῳ approach the grave, Id.Hel.544; φόνος ξ. τινὰ γᾷ Id.Ph.673 (lyr.); ξ. βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba.747; στόμα σ. kiss one, Id.IT375; κακὰ κακοῖς σ. link misery with misery, Id.HF1213 (lyr.); κακὰ ξ. . . τινί link him with misery, Id.Med.1232; prov., σ. λίνον λίνῳ join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd.298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. E.IT488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξ. δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id.Ion 807 (troch.).    2 metaph. of combination in thought, σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R.588d; σ. ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph.252c; ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17; εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph.1027b32 (διαιρεῖ Alex.Aphr.); ἀδύνατα σ. Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13; σ. τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18; σ. μηχανήν frame a plan, A.Ag.1609, cf. E.Hel. 1034; σ. ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59]; σ. λόγον πρός τι D.60.12; πρὸς τὸ ἄκρον οὐ σ. τὸν συλλογισμόν Arist. APr.69a18; σ. ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως" take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but σ. τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to, τί τινι Epicur.Nat.11.9, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—Pass., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph.245e, cf. Phd.60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence, συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546.    II with regard to persons,    1 in hostile sense, σ. τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς . . ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp.480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in... Id.Ba.1303; for S.Aj.1317, v. συλλύω 11.    b σ. μάχην join battle, Hdt.6.108; στρατεύματι A.Pers.336, cf. E.Heracl.808; σ. πόλεμον πρός τινας Th. 6.13; συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55, cf. Hdt.1.18; τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459; σ. ἀλκήν Id.Supp.683; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach.686 (troch.); σ. συνάψεις LXX 4 Ki.10.34; σ. φασγάνων ἀκμάς E.Or.1482 (lyr.); ἔγχη Id.Ph.1192; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—Pass., μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158, cf. 6.94.    2 in friendly sense, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί enter into conversation with him, Ar.Lys.468 (cf. infr. B.11.1); φιλία σ. τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22:—Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.    b c. acc. rei, σ. μῦθον E.Supp.566; σ. ὅρκους Id.Ph.1241; κοινωνίαν X.Lac.6.3; φιλίαν πρός τινα D.H.19.13, cf. 2.30; freq. in E., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph.1049 (lyr.), 49, Andr.620, etc.; γένναν Id.Fr.558; τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5:—in Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός get one's daughter married, Th. 2.29:—Pass., οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7 (iv A.D.); ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5 (iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή, . . συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.); μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227 B.    III Math., esp. in pf. Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ . . καὶ τοῦ . .the ratio is compounded of . ., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη continued proportion (cf. συνεχής 1.3), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.    2 in Music, συνημμένα τετράχορδα conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.    3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ σ., hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf. συνάρτησις 11.    B intr.:    I in local sense, border on, lie next to, τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Hdt.2.75; Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers.885 (lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [τῷ ποταμῷ] reaching to . ., Plb.3.67.9; ἐὰν διώρυγες συνάπτωσι τοῖς Χώμασι PLille 1v.7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712; αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA516a30; δύο πόροι εἰς ἓν σ. ib.508a13; τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις ib.507a5; ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα ib.507a28; of the sides of a cone, πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4.    2 of Time, to be nigh at hand, ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247; σ. πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25; συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8; συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1, etc.    3 metaph., σ. ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN1156b18; οὐ σ. [αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib.1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι σ. Id.Metaph.1042a15; σ. πρός τι Id.Pol.1276a7, Cat.4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA580a15; λύπη σ. [τῷ θεραπεύειν] E.Hipp.187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ will border upon death, Epicur.Fr.448; σ. εἴς τι have reference to, Thphr.CP6.1.2.    II of persons, ξ. λόγοισιν enter into conversation, S.El.21; ἐς λόγους σ. τινί E.Ph.702; σ. εἰς Χορεύματα join the dance, Id.Ba.133 (lyr.); ἐς Χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; σ. εἰς τὸν καιρόν come in just at the right time, Plb.3.19.2; σ. τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.; σ. εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4; πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10, etc.    2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., -πτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).    3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction (συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.    C Med., unite for oneself and so form, φιλίαν D.S.13.32; κῆδος D.C.41.57; v.supr.A.11.2b.    2 to be next to, connected with, τινι X. Oec.5.3.    3 lay hold of, τοῦ καιροῦ Plb.15.28.8.    4 take part with one, assist, τινι E.Hel.1444: abs., A.Pers.742 (troch.); τινος in a thing, ib.724 (troch.), S.Fr.874.    5 bring upon oneself, πληγάς D.40.32.

German (Pape)

[Seite 1003] bei Sp. kommt ein aor. pass. συναφῆναι vor, – 1) zusammenknüpfen, verknüpfen, μηχανήν, Aesch. Ag. 1591; vgl. Eur. Hel. 1040; sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; σύναπτε αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, Rep. IX, 588, d. Bes. – a) im feindlichen Sinne, στρατεύματι μάχην ξυνάψαι, den Kampf beginnen, handgemein werden, Aesch. Pers. 328; u. so ist auch Soph. Ai. 1296 zu nehmen, wo es im Ggstz von συλλύω steht und der Schol. erkl. ξυνάψων αὐτοὺς δηλονότι εἰς μάχην; Her. πόλεμον, 1, 18, Krieg beginnen, μάχην 6, 108, auch συνάπτειν τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην, 5, 75, u. ohne μάχην, eine Schlacht liefern, mit einander anbinden, 4, 80, u. pass., νεῖκός μοι συνῆπτο πρός τινα, ich war in Streit gerathen mit Einem, 7, 158; ξυνῆψαν ἔγχη, Eur. Phoen. 1199, μάχην Suppl. 144 u. öfter; ξυνῆψέ μοι πόλεμον, Rhes. 428; κακά τινι, Med. 1232; φασγάνων ἀκμὰς συνήψαμεν, Or. 1482; πόλεμον Thuc. 6, 13; μ άχην Xen. Cyr. 1, 6, 41 u. öfter; vgl. noch πληγὰς συναψάμενος Dem. 40, 32. – b) im freundlichen Sinne, συνάπτεσθαι φιλίαν, Freundschaft unter einander knüpfen, D. Sic. 13, 32; sich anschließen, gemeinschaftliche Sache mit Einem machen, beistehen, χὡ θεὸς συνάπτεται, Aesch. Pers. 729, vgl. 710 u. Soph. frg. 710; ξυνάπτετον πόδα ἐς ταὐτὸν ἄμφω, Eur. Phoen. 37, vgl. Suppl. 1014 Ion 538; ματρὶ γάμους συνάπτει, Phoen. 1056, wie λέκτρα ἀλλήλοισιν, Herc. Für. 1317; χειρὶ χεῖρα, Ar. Thesm. 955; τὰς χεῖρας, Plat. Legg. III, 698 d; εἰκὸς δὲ καὶ τὸ κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός, Thuc. 2, 29; τὶ πρός τι, Pol. 1, 75, 4 u. öfter, wie a. Sp. – 2) intrans., daranstoßen, angränzen, berühren, Τήνῳ τε συνάπτουσ' Ἄνδρος ἀγχιγείτων, Aesch. Pers. 859; Eur. Hipp. 187; Her. 2, 75; Plat. ep. VIII, 353, d. – Dah. ὥρα συνάπτει, Pind. P. 4, 247, die Zeit steht nahe bevor, sie drängt; χρόνου συνάψαντος, als die Zeit sich näherte, Pol. 2, 2, 8. 4, 27, 1 u. öfter, διὰ τὸ συνάπ τειν τὴν τῆς Πλειάδος δύσιν, 3, 54, 1, – ξυνάπτετον λόγοισιν, sc. ἀλλήλοιν, Soph. El. 21, sich in ein Gespräch einlassen; vgl. συνάπτει ἐν αὐτῇ πάντα ὅσα δεῖ, Arist. eth. 8, 4; auch εἰς λόγους συνῆψα Πολυνείκει, Eur. Phoen. 709, wie Ar. Lys. 468 vollständig sagt τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις; Plat. ξυνάπτει δὲ ἀεὶ παλαιὰ τελευτὴ δοκοῦσα ἀρχῇ φυομένῃ νέᾳ, Ep. VIII, 353 d; συνάπτειν τοῖς ἄκροις, auf die Bergspitzen gelangen, Pol. 5, 98, 5; γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, 3, 67, 9; auch πρός τι, 3, 84, 1; οὗ συνάπτει τὰ Γαλατικὰ πεδία πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν, 3, 86, 2; u. feindlich, συνάψαι τοῖς πολεμίοις, 3, 83, 6; auch εἰς συνάπτον ἥκειν ἀλλήλοις, sich nähern zum Kampfe, 1, 76, 2; τῶν ὁπλιτῶν συναπτόντων σὺν βοῇ, Plut. Ant. 39. – Bei Nicom. ar. 2, 21 u. sonst ist συνημμένη ἀναλογία eine stetige Proportion.

Greek (Liddell-Scott)

συνάπτω: μέλλ. -άψω, συνενώνω, συνδέω, συναρμόζω, σχετίζω, 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σ. χειρὶ χεῖρα ἐπὶ χορευτῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 955· σ. καὶ ξυνωρίζου χέρα, εἰς σημεῖον φιλίας, Εὐρ. Βάκχ. 198, πρβλ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 832, Πλάτ. Νόμ. 698D· ἰδού, ξύναψον (ἐνν. τὴν χέρα) Εὐρ. Φοίν. 105· ἀλλά, οὐδέ σου συνῆψε χεῖρα δεσμίοισιν ἐν βρόχοις; οὐδὲ συνέδεσε τὴν μίαν χεῖρα μετὰ τῆς ἄλλης διὰ δεσμῶν; ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 615, πρβλ. 545· ― συνάπτειν πόδαἴχνος τινί, συναντᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 538, 663· πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 37· σ. δρόμῳ αὐτόθι 1101· σ. κῶλον τάφῳ, πλησιάζω τὸν τάφον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 544: οὕτω, φόνος σ. τινὰ γᾷ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 674· ― ξ. βλέφαρα, κλείειν τὰ βλέφαρα, τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 747· σ. στόμα, φιλῶ τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 375· ― σ. κακὰ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1212· (ἀλλά, συνάπτω κακόν τινι, συνδέω αὐτὸν πρὸς τὴν δυστυχίαν, ἔοιχ’ ὁ δαίμων πολλὰ τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1232)· παροιμ., σ. λίνον λίνῳ, συνδέω κλωστὴν πρὸς κλωστήν, δηλ. παραβάλλω πράγματα ὁμοειδῆ, Πλάτ. Εὐθυδ. 298C· «λίνον λίνῳ συνάπτεις: ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων· Στράττις Ποταμίοις» Φώτ. σ. 284, 23, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12· ἴδε Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὡσαύτως, σ. τι ἔκ τινος Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 488, πρβλ. Ἱππ. 515· κοινῇ ξ. τινὶ δαῖτα, παρέχω εἴς τινα κοινὸν φαγητόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 807. 2) μεταφ., ἐπὶ συνάψεως ἢ συνδέσεως κατὰ διάνοιαν γιγνομένης, σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Πλάτ. Πολ. 588D· σ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252C: ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτειν αὐτὰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 16· εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 4, 3· ἀδύνατα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 22, 5· ὡσαύτως, σ. τὸ γίγνεσθαί θ’ ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 18· ― σ. μηχανήν, σχηματίζω σχέδιόν τι, ἐπινοῶ τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1609, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1034· σ. ὄναρ εἴς τινα, σχετίζω τὸ ὄνειρον μέ τινα, ἀναφέρω τὸ ὄνειρον εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 59· οὕτω, σ. λόγον πρός τι Δημ. 1392. 21· ἀλλὰ σ. τὸν λόγον, συντέμνω αὐτόν, «συντομεύω», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2. ― Παθ., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἑτέρου Πλάτ. Σοφ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 60Β. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς πρόσωπα 1) σ. τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην, φέρω αὐτὰ εἰς μάχην, εἰς σύναψιν μάχης, Ἡρόδ. 5. 75 ἐλπίς... ἣ πολλὰς πόλεις ξυνῆψε, ἤγειρεν εἰς πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 480· οὕτω, συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, περιέπλεξεν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1304· περὶ τοῦ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1317, ἴδε συλλύω ΙΙ· ― ὡσαύτως, β) σ. μάχην, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 6. 108· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 18, Αἰσχύλ. Πέρσ. 336, πρβλ. Helmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 808· πρός τινα Θουκ. 6. 13, κ. ἀλλ.· συνάψαι πόλεμον Ἑλλήνων μέγαν Εὐρ. Ἑλ. 55· σοφῷ ἔχθραν ξυνάπτειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 459· σ. ἀλκὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 683· ― ὡσαύτως (ἄνευ τοῦ μάχην), μάχομαι, πολεμῶ, Ἡρόδ. 4. 80, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 686· ― αἱ φράσεις αὗται προέκυψαν ἐκ τῆς ἁπλουστέρας ἐννοίας τοῦ σ. φέσγανα, Λατ. conserere manus, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1482, Φοίν. 1192. ― Παθ., νεῖκος συνῆπταί τινι πρός τινα Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. 6. 95. 2) ἐπὶ φιλικῆς σημασίας, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί, ἔρχεσθαι εἰς συνομιλίαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 468 (πρβλ. κατωτ. Β. 3)· φιλία σ. τοὺς κακούς τε κἀγαφοὺς Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22. ― Παθητ., συνάπτεσθαί τινι, ἔχειν σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφεσθαί τινα, Ἀνθολ. Π. παράρτημα 321. β) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, σ. μῦθον Εὐρ. Ἱκέτ. 566· σ. ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1241· κοινωνίαν Ξεν. Λακ. 6, 3· φιλίαν πρός τινα Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2345 Reiske, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, συνάπτω σχέσεις διὰ γάμου, Φοίν. 1049, 49, Ἀνδρ. 620, κτλ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξυνάπτομαι κῆδος τῆς θυγατρός, ὑπανδρεύω τὴν θυγατέρα μου, Θουκ. 2. 29. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς συγγραφ., σ. ἑαυτούς, προσκλίνειν εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον καὶ συναντᾶσθαι, Εὐκλ.· ἀναλογία συνημμένη, συνεχὴς (ἴδε συνεχὴς Ι. 3), Νικομ. Ἀριθμ. 2. 21. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, ἴδε ἐν λ. συναφὴ ΙΙΙ. 3) ἐν τῇ λογικῇ, συνημμένον ἀξίωμα ἢ τὸ σ., Λατ. connexum, ὑποθετικὸς συλλογισμός, ὡς π. χ. εἴπερ ἡμέρα ἐστί, φῶς ἐστι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 109, Α. Γέλλ. 16. 8, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 43C (ἔνθα ἴδε Wytt.)· οὕτω, κοῖα συνῆπται; ποῖον συμπέρασμα ἀκολουθεῖ; Καλλ. Ἀποσπ. 70. 3· ― πρβλ. συνάρτησις ΙΙ. Β. ἀμεταβ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, συνορεύω, κεῖμαι πλησιέστατα πρός..., τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Ἡρόδ. 2. 75· Τήνῳ… συνάπτουσ’ Ἄνδρος Αἰσχ. Πέρσ. 885· γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, ἐξικνούμενοι μέχρι..., Πολύβ. 3. 67, 9 ― ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οὐ σ. αὗται αἱ φιλίαι, δὲν ἑνοῦνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 5· αὗται μὲν σ., αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 6· οἱ πόροι σ. αὐτόθι 2. 17, 4· τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις αὐτόθι 2· ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα αὐτόθι 6, πρβλ. Κατηγ. 6, 2, Πολυδ. Γ΄, 2. 5. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐγγίζω, εἶμαι ἐγγύς, πλησίον, ὥρα συνάπτει Πινδ. Π. 4. 440· σ. πρὸς τὸν χειμῶνα Ἱππ. Ἀφ. 1245· χρόνου συνάψαντος Πολύβ. 2. 2, 8· συνάψαντος τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. 6. 36, 1, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ γεγονότων, λύπη σ. τινι Εὐρ. Ἱππ. 188, πρβλ. Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054C. 3) μεταφ., κατὰ διάνοιαν, σ. ἐν αὐτῇ πάνθ’ ὅσα δεῖ, συναντῶνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 7· τῷ γένει αἱ ἰδέαι σ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 3· ― ὡσαύτως, σχετίζομαι πρός τι, σ. πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 3, 1· ἀλλ’ ὁμοίως, πλησιάζω, ὁμοιάζω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 1· σ. εἴς τι, ἔχω σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρός τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σ. λόγοισι, ἔρχομαι εἰς συνομιλίαν, Σοφ. Ἠλέκ. 21· οὕτω, ἐς λόγους ξ. τινι Εὐρ. Φοίν. 702· ὡσαύτως, σ. εἰς χορεύματα, λαμβάνω μέρος εἰς τὸν χορόν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 133· σ. ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. ἔρχομαι πολὺ πλησίον τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. 429· σ. εἰς τὸν καιρόν, ἔρχομαι ἀκριβῶς κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Πολύβ. 3. 19, 2· σ. τοῖς ἄκροις, φθάνω μέχρι τῶν ἄκρων, ὁ αὐτ. 3. 93, 5, κτλ.· σ. εἰς Σελεύκειαν ὁ αὐτ. 5. 66, 4· πρὸς τὴν παρεμβολὴν ὁ αὐτ. 3. 53, 10, κτλ. 2) τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι… τᾶσδ’ ἀπὸ πέτρας, εἴθετύχη νὰ ὁδηγήσῃ τὸ πήδημα τοῦ ποδός μου ἀπὸ ταύτης τῆς πέτρας, Εὐρ. Ἱκ. 1014. Γ. Μέσ., συνάπτω δι’ ἐμαυτόν, φιλίαν Διόδ. 13. 32 κῆδος Δίων Κ. 41. 57· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. 2) ἡ προβατευτικὴ τέχνη συνῆπται τῇ γεωργίᾳ, εἶναι στενῶς συνδεδεμένη μετὰ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκ. 5. 3. 3) ἐπιλαμβάνομαί τινος, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῦ καιροῦ Πολύβ. 15. 28, 8 ― συμβοηθῶ, τινι Εὐρ. Ἑλ. 1444· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 742· τινος αὐτόθι 724, Σοφ. Ἀποσπ. 710. 4) ἐπιφέρω εἰς ἐμαυτόν, πληγὰς Δημ. 1018. 8. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 145.

French (Bailly abrégé)

ao. συνῆψα;
I. tr. 1 nouer ensemble, lier l’un à l’autre, lier : μὴ συνάψων, ἀλλὰ συλλύσων SOPH non pour faire le nœud, mais pour le défaire, càd non pour compliquer la difficulté, mais pour en apporter la solution ; avec un acc. : σ. τὰ ἄκρα XÉN réunir les extrémités ; σ. στόμα EUR baiser ; σ. δεξιὰν χερί EUR se tendre les mains ; avec idée d’hostilité σ. μάχην HDT engager le combat ; σ. πόλεμόν τινι HDT, πρός τινα THC engager une guerre avec qqn ; σ. τινὰς εἰς μάχην HDT, abs. συνάπτειν τινάς PLUT exciter à la lutte ou au combat ; σ. πᾶσαν μηχανήν ESCHL mettre en mouvement tous les ressorts ; σ. κακά τινι EUR faire du mal à qqn ; σ. ὅρκους EUR se jurer réciproquement;
2 t. de mus. τετράχορδα συνημμένα PLUT suite de sons sur quatre cordes dans l’ancienne gamme;
3 t. de philos. τὸ συνημμένον ἀξίωμα et subst. τὸ συνημμένον proposition dans la laquelle, étant donnée une hypothèse, la conclusion suit nécessairement;
II. intr. 1 avec idée de lieu confiner à, toucher à, être limitrophe de, τινι : τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ HDT cette plaine touche à celle d’Égypte;
2 s’attacher à, s’unir à ; fig. s’unir, se joindre, se rattacher;
3 avec idée de temps s’approcher, approcher, être imminent ; en parl. d’événements σ. τινι s’approcher de qqn, menacer qqn;
4 avec un suj. de pers. s’approcher ; particul. avec idée d’hostilité s’approcher pour combattre, en venir aux mains, combattre;
Moy. συνάπτομαι;
I. intr. 1 avoir du rapport avec, τινι ; dépendre de, avec ἔκ τινος;
2 se lier, s’attacher à une personne ou à une chose ; assister, aider : τινι qqn ; τινος en qch;
II. tr. lier ou attacher qch de soi ; σ. κῆδος THC former des liens d’alliance (marier sa fille).
Étymologie: σύν, ἅπτω.

English (Slater)

συνάπτω
   1 press of time ὥρα γὰρ συνάπτει (P. 4.247)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α ἅπτω
συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, -η, -ο
προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο»)
2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις»
i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία
ii) δημιουργώ ερωτικό δεσμό
β) «συνάπτω γνωριμία» — γνωρίζομαι, πιάνω γνωριμία
γ) «συνάπτω δάνειο» — δανείζομαι
δ) «συνάπτω συμβόλαιοσύμβαση
(νομ.) υπογράφω συμβόλαιοσύμβαση]
ε) «συνάπτω συνθήκη» — συνομολογώ συνθήκη, υπογράφω συμφωνία
στ) «συνημμένη μετοχή»
γραμμ. μετοχή της οποίας το υποκείμενο είναι συγχρόνως και υποκείμενο του ρήματος
νεοελλ.-αρχ.
φρ. α) «συνάπτω μάχη(ν)» — μάχομαι, δίνω μάχη
β) «συνάπτω γαμο(ν)» — παντρεύομαι, νυμφεύομαι
γ) «συνάπτω [αρχ. συνάπτομαι] φιλία(ν)» — γίνομαι φίλος, δημιουργώ φιλικές σχέσεις
αρχ.
1. συναντώ κάτι, βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάτι («δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει»)
2. εξαρτώ («συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῑν», Αριστοτ.)
3. (με εχθρική σημ.) α) οδηγώ στη διεξαγωγή πολέμου («ἐλπὶς... ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε», Ευρ.)
β) προσεγγίζω, πλησιάζωὅπου τοὺς Καρχηδονίους ἤκουσε συνάπτειν», Πλούτ.)
4. συνδέω φιλικά («ἡ φιλία διαδυομένη συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς», Ξεν.)
5. προσθέτωαὖθις δὲ συνάπτει τούτοις, λέγων...», Ευσ.)
6. συνεχίζω
7. συνδέω λέξεις κατά τη συντακτική τους σειρά («συνάπτειν ἀλλήλοις το τ' "ἐκστάντες" καὶ τὶ "ὀξέως"», Γαλ.)
8. (αμτβ.) α) είμαι κοντά σε κάτι, συνορεύω με κάτι («τὸ πεδίον τοῡτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ», Ηρόδ.)
β) (για οργανικά μέλη) συνδέομαι με... («εὐθὺς πρὸς τὸ στόμα συνάπτει ἡ κοιλία», Αριστοτ.)
γ) (ιδίως με χρον. σημ.) πλησιάζω («συνάπτειν πρὸς τὸν χειμῶνα», Πολ.)
δ) αστρολ. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συναφή σχέση ή επίδραση με άλλον
ε) μτφ. i) συναντώμαι με κάποιον
ii) συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι
iii) προσαρμόζομαι
iv) προσάπτομαι
ν) αναφέρομαι σε κάτι
9. μέσ. συνάπτομαι
α) συναναστρέφομαι
β) συνδέομαι στενά με κάποιον («ἡ προβατευτικὴ τέχνη συνῆπται τῇ γεωργίᾳ», Ξεν.)
γ) επωφελούμαι από κάτι («πρόδηλον γὰρ εἶναι πᾱσι τὸν ὄλεθρον, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῡ καιροῡ», Πολ.)
δ) συμβοηθώ
ε) επιφέρω στον εαυτό μου («ἐξ ἀντιλογίας... πληγὰς συναψάμενος», Δημοσθ.)
στ) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («ἐτόλμησέ τις εἰπεῑν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο ἐπεί, φησίν, συνήφθη μετὰ τὴν ἀπότεξιν τὴν τοῡ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ», Ωριγ.)
10. φρ. α) «συνάπτω πόδαἴχνος] τινί» — συναντώ κάποιον
β) «συνάπτω δρόμῳ τι» — φθάνω σε έναν τόπο τρέχοντας
γ) «συνάπτω βλέφαρα κόραις» — κλείνω τα μάτια
δ) «συνάπτω στόμα τινί» — φιλώ κάποιον
ε) «συνάπτω κακά τινι» — βλάπτω κάποιον
στ) «συνάπτω δαῑτα» — προσφέρω, παρέχω
ζ) «συνάπτω μηχανήν» — επινοώ σχέδιο
η) «συνάπτω τινὰ εἰς βλάβην» — περιπλέκω κάποιον
θ) «συνάπτω τὰς ἀπορίας» — συσχετίζω
ι) «συνάπτω ὄναρ» — συνδέω το όνειρό μου με κάποιον
ια) «συνάπτω τὸν λόγον»
i) συνδέω κάτι σε αναφορά προς κάτι άλλο
ii) συντομεύω
ιβ) «συνάπτω ἔχθραν» — φιλονικώ
ιγ) «συνάπτω πόλεμόν τινι [ή πρός τινα]» — πολεμώ με κάποιον
ιδ) «συνάπτω ἀλκήν [ή ἀκμάς ή ἔγχη]» — οδηγώ σε συμπλοκή, σε σύρραξη
ιε) «συνάπτω συνάψεις» — διεξάγω πολέμους
ιστ) «συνάπτω ἐμαυτὸν εἰς λόγους τινί» — συνομιλώ φιλικά με κάποιον
ιζ) «συνάπτω γένναν» — παντρεύομαι
ιη) «συνάπτω μῡθον» — αφηγούμαι, λέω
ιθ) «συνάπτω ὅρκους» — ορκίζομαι αμοιβαία
κ) «συνάπτω εἰς χορεύματα» — παίρνω μέρος σε χορό
κα) «συνάπτω χειρὶ χεῑρα»
(για χορευτές) πιάνομαι χέρι με χέρι
κβ) «συνάπτω εἰς χεῑρα γῇ» — πλησιάζω στην ξηρά
κγ) «συνάπτω εἰς τὸν καιρόν» — έρχομαι ή φθάνω εγκαίρως
κδ) «συνάπτω τοῑς ἄκροις» — φθάνω στα άκρα
κε) «συνάπτω εἴς τι [ή πρός τι]» — φθάνω σε κάτι
κστ) «τύχα μοι ξυνάπτει ποδὸς ἅλματι»
(στην ποίηση) η τύχη οδηγεί το πήδημα του ποδιού μου
κζ) «συνάπτεται νεῑκος πρός τινας» — διεξάγεται πόλεμος με κάποιους
κη) «συνάπτομαι κῆδος τῆς θυγατρός» — παντρεύω την κόρη μου
κθ) «συνάπτομαι ἔκ τινος» — αποτελούμαι από κάτι
λ) «ἀναλογία συνημμένη» — συνεχής αναλογία
λα) «συνημμένα τετράχορδα»
μουσ. εναρμονισμένα τετράχορδα
λβ) «συνημμένον ἀξίωμα» ή, απλώς, «τὸ συνημμένον» — υποθετικός συλλογισμός στον οποίο, όταν τεθεί η υπόθεση, ακολουθεί κατ' ανάγκην το συμπέρασμα
λγ) «συνάπτω λόγοισιν [ή εἰς λόγους]» — συνομιλώ
11. παροιμ. φρ. «λίνον λίνῳ συνάπτω» — συνδέω κλωστή με κλωστή, δηλαδή παραβάλλω όμοια πράγματα.

Greek Monotonic

συνάπτω: μέλ. -άψω,
Α. I. 1. συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω, ενώνω, εφάπτω· συνάπτω χέρα, σε ένδειξη φιλίας, σε Ευρ.· ἰδού, σύναψον (ενν. τὴν χέρα), στον ίδ.· αλλά, συνάπτω χεῖρά τινος ἐν βρόχοις, δένω σφιχτά τα χέρια του με δεσμά, στον ίδ.· συνάπτω πόδας ή ἴχνος τινί, συναντώ κάποιον, σε Ευρ.· συνάπτω κῶλον τάφῳ, προσεγγίζω τον τάφο, στον ίδ.· ομοίως, φόνοςσυνάπτει τινὰ γᾷ, στον ίδ.· ξυνάπτω βλέφαρα, κλείνω σφιχτά τα μάτια, στον ίδ.· συνάπτω στόμα, φιλώ κάποιον, σε Ευρ.· συνάπτω κακὰ κακοῖς, ενώνω τη δυστυχία με τη δυστυχία, στον ίδ.· αλλά, συνάπτω κακόν τινι, τον δένω με τη δυστυχία, τον φέρνω σε επαφή μαζί της, στον ίδ.· συνάπτω τινὶ δαῖτα, παραθέτω σε κάποιον γεύμα, στον ίδ.· παροιμ., συνάπτω λίνονλίνῳ, συνδέω κλωστή με κλωστή, δηλ. συγκρίνω ομοειδή πράγματα, σε Πλάτ.
2. συνδέω στη σκέψη μου, συνδυάζω, συσχετίζω, στον ίδ.· συνάπτω μηχανήν, καταστρώνω σχέδιο, σε Αισχύλ.· συνάπτω ὄναρ εἴς τινα, συνδέω ένα όνειρο με κάποιον, το συσχετίζω μ' αυτόν, σε Ευρ.· ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, τους περιέπλεξε σε ζημία, σε απώλεια, στον ίδ.
II. 1. με εχθρική σημασία, συνάπτω εἰς μάχην, οδηγώ σε συμπλοκή, σε Ηρόδ.· ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε, ενέπλεξε τις πόλεις σε σύγκρουση, σε Ευρ.
2. συνάπτω μάχην, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Ηρόδ.· τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ.· πρός τινα, σε Θουκ.· επίσης (χωρίς το μάχην), συμπλέκομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., νεῖκος συνῆπταί τινιπρός τινα, σε Ηρόδ.
III. 1. με φιλική σημασία, συνδέω, συνενώνω, σε Ξεν. — Παθ., συνάπτεσθαί τινι, σχετίζομαι, συναναστρέφομαι κάποιον, σε Ανθ.
2. με αιτ. πράγμ., συνάπτω μῦθον, ὅρκους, σε Ευρ.· συνάπτω τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, σχετίζομαι με κάποιον μέσω γάμου, στον ίδ.· ξυνάπτεσθαί κῆδος τῆς θυγατρός, παντρεύω την κόρη μου, σε Θουκ. Β. αμτβ.·
I. 1. με τοπική σημασία, συνορεύω με, γειτνιάζω, βρίσκομαι πολύ κοντά σε, εφάπτομαι, σε Ηρόδ.· Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για χρόνο, εγγίζω, είμαι πλησίον από πλευράς χρόνου, επίκειμαι, σε Πίνδ.· ομοίως λέγεται για γεγονότα, λύπη συνάπτω τινί, σε Ευρ.
3. μεταφ., λέγεται για σκέψεις, συναντώμαι, συμπίπτω, σε Αριστ.· συνδέομαι με, πρόςτι, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, συνάπτω λόγοισι, συνομιλώ, σε Σοφ.· ομοίως, ἐς λόγους ξυνάπτω τινί, σε Ευρ.· επίσης, συνάπτω εἰς χορεύματα, παίρνω μέρος στον χορό, χορεύω μαζί με, στον ίδ.· συνάπτω ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. προσεγγίζω, αγγίζω τη γη, στον ίδ.
2. τύχα ποδὸς ξυνάπτει μοι, δηλ. έχω έλθει στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ. Γ. 1. Μέσ., βρίσκομαι κοντά σε, συνδέομαι με, τινι, σε Ξεν.
2. μετέχω από κοινού με κάποιον, βοηθώ, τινι, σε Ευρ.· απόλ., σε Αισχύλ.
3. επιφέρω στον εαυτό μου, πληγάς, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άπτω, Att. ook ξυνάπτω [σύν, ἅπτω] met acc. fysiek samenvoegen:; τὰς χεῖρας σ. elkaars handen vastpakken Plat. Lg. 698d; met acc. en dat.:; χειρὶ σύναπτε χεῖρα voeg hand in hand Aristoph. Th. 955; θᾶσσον... ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις sneller dan jij je oogleden met je koninklijke pupillen kunt samenvoegen (d.w.z. dan je met je ogen kunt knipperen) Eur. Ba. 747; σ. πόδα of σ. ἴχνος met dat. iemands pad kruisen; spreekw.. οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις je voegt geen linnen met linnen samen, ‘dat slaat als een tang op een varken’ Plat. Euthyd. 298c. overdr. mentaal verbinden, combineren, aan elkaar koppelen: met εἰς/ἐς + acc..; σύναπτε... αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα breng die (beelden) met hun drieën in één samen Plat. Resp. 588d; σ. τοὔναρ ἐς φίλους de droom met vrienden in verband brengen Eur. IT 59; in elkaar zetten:; ξ. μηχανήν een listig plan smeden Aeschl. Ag. 1609; ook pass.. συνάπτεται … ἕτερον ἐξ ἄλλου want elk (idee) zit aan een ander vast Plat. Sph. 245e. van sociale relaties in contact brengen, samenbrengen, verenigen:; ἡ φιλία … συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς vriendschap verenigt mensen met een voortreffelijk karakter Xen. Mem. 2.6.22; βούλῃ συνάψω μῦθον; wil je dat ik reageer (op wat net gezegd is)? Eur. Suppl. 566; met dat. met:; τί τοῖσδε σαυτὸν εἰς λόγον τοῖς θηρίοις συνάπτεις waarom knoop je met deze beesten een gesprek aan? Aristoph. Lys. 468; ματρὶ … γάμους … συνάπτει hij ging met zijn moeder een huwelijk aan Eur. Phoen. 1049; ook med..; κῆδος ξ. τῆς θυγατρός een huwelijksrelatie voor zijn dochter regelen (d.w.z. zijn dochter laten trouwen) Thuc. 2.29.3; ongunstig in conflict brengen:. πόλεις σ. steden met elkaar in conflict brengen Eur. Suppl. 480; σ. τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην de legers met elkaar de strijd laten aangaan Hdt. 5.75.1; φασγάνων ἀκμάς σ. de punten van de zwaarden doen kruisen, d.w.z. de strijd aangaan Eur. Or. 1482; σ. μάχην, σ. πόλεμον (de) strijd aangaan, een oorlog beginnen. zonder acc., met dat. of πρός + acc. of abs. fysiek grenzen aan, raken aan, in de buurt zijn van, met dat.: van plaatsen; Τήνῳ … συνάπτουσ ’ Ἄνδρος het aan Tenos grenzende Andros Aeschl. Pers. 885; πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ die vlakte raakt aan de Egyptische vlakte Hdt. 2.75.2; ἐς χεῖρα γῇ συνῆψαν (zeelieden die) op een handbreedte van het vasteland komen Eur. Hcld. 429; ook van tijd:. πρὸς τὸν χειμῶνα ξ. doorlopen tot in de winter (van koorts die in de herfst begint) Hp. Aph. 2.25. overdr. samenhangen met, verbonden zijn met, gepaard gaan met, met dat., met πρός + acc.: τῷ … συνάπτει λύπη daarmee gaat verdriet gepaard Eur. Hipp. 187. van sociale relaties in contact komen (met): abs..; ξυνάπτετον λόγοισιν ( dat. instrum.) jullie moeten overleggen Soph. El. 21; ἐς λόγους σ. met iemand in gesprek komen, met dat. Eur. Phoen. 702; ongunstig slaags raken; overdr. mee aanpakken met, zich aan de zijde scharen (van), zich voegen (bij), meehelpen, bijstaan, meestal med.; ellipt.:; ὅταν σπεύδῃ τις αὐτὸς, χὠ θεὸς συνάπτεται als iemand zelf vaart maakt, helpt ook de godheid mee Aeschl. Pers. 742; met dat.:; ἡμῖν … σπουδῇ σύναψαι voegt u zich snel bij ons Eur. Hel. 1444; met gen.: γνώμης … τις δαιμόνων ξυνήψατο een of andere godheid heeft hem bijgestaan in zijn plan Aeschl. Pers. 724.

Russian (Dvoretsky)

συνάπτω:
1) связывать, соединять, сочетать (τινά τινι Eur.): ξ. βλέφαρα Eur. смыкать веки; σ. χερὶ χεῖρα Arph. и σ. χεῖρας Plat. обмениваться рукопожатием; συνάψαι στόμα τινί Eur. прильнуть устами к кому-л.; ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. соединить обе оконечности; συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. связать чьи-л. руки путами; θρέμμα ξυνημμένον Plat. спутанный зверь; ἴχνος συνάψαι τινί Eur. встретиться с кем-л.; σ. λόγον πρός τι Dem. приступать к обсуждению чего-л.; σ. ὅρκους Eur. обменяться клятвами; σ. εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. соединить три в одно; σ. κακὰ κακοῖς Eur. присоединять к старым бедам новые; δύ᾽ ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. Eur. удваивать несчастье; τετράχορδα συνημμένα Plut. четырехструнные созвучия; συνημμένος συλλογισμός Sext. сопряженный, т. е. условный силлогизм (типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί);
2) тж. med. завязывать, заключать (γάμους τινί Eur.): σ. κῆδός τινι Eur. вступать в союз с кем-л.; σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. вступать в беседу с кем-л.; τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. породниться;
3) (о войне, сражении и т. п.) завязывать, начинать (πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.): ἔχθραν σ. τινί Eur. вступать во враждебные отношения с кем-л.; νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. быть во вражде с кем-л.; μάχην σ. τινί Plut. завязывать бой с кем-л.;
4) составлять, придумывать: κοινὴν σ. μηχανήν τινος Eur. сообща составлять план чего-л.;
5) сталкивать друг с другом (πολλὰς πόλεις Eur.);
6) вовлекать, ввергать: συνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. ввергнуть всех в одно и то же несчастье; ξυνάψαι τινὰ γᾷ Eur. уложить кого-л. в землю, т. е. в могилу;
7) прилегать, примыкать, простираться (τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.): συνάψαι θανάτῳ Plut. граничить со смертью;
8) находиться в связи, соприкасаться (ἀλλήλοις Arst.): τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. идеи связаны с общностью; σ. πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. иметь отношение к ранее сказанному;
9) приближаться, быть близким: συνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. когда наступило время; συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. так как зима уже близка; λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. рассказ, близкий к сказке; εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. подплыть почти вплотную к земле; δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. бегом добраться до города; συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. прибыть как раз вовремя;
10) вступать, входить, принимать участие: σ. λόγοισι Soph. беседовать; ἐς λόγους ξ. τινί Eur. вступать в беседу с кем-л. (ср. 3); σ. εἰς χορεύματα Eur. бросаться в пляску;
11) охватывать, постигать (λύπη συνάπτει τινί Eur.): τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. счастье благоприятствует чьему-л. путешествию;
12) вступать в бой, сражаться Her., Plut.: συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. я буду сражаться, предводительствуя менадами;
13) med. содействовать, помогать (τινι Eur.): γνώμης Aesch. помочь в осуществлении плана;
14) med. хвататься, пользоваться (σ. τοῦ καιροῦ Polyb.).

Middle Liddell

fut. -άψω
I. to tie or bind together, to join together, unite, ς. χέρα, in sign of friendship, Eur.; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν χέρἀ Eur.; but, ς. χεῖρά τινος ἐν βρόχοις to bind it fast, Eur.:— ς. πόδα or ἴχνος τινί to meet him, Eur.; ς. κῶλον τάφῳ to approach the grave, Eur.; so, φόνος ς. τινὰ γᾷ Eur.:— ξ. βλέφαρα to close the eyes, Eur.; ς. στόμα to kiss one, Eur.:— ς. κακὰ κακοῖς to link misery with misery, Eur.; but, ς. κακόν τινι to link him with misery, Eur.: ς. τινὶ δαῖτα to give one a meal, Eur.: proverb., ς. λίνον λίνῳ to join thread to thread, i. e. to compare things of the same sort, Plat.
2. to connect in thought, to combine, Plat.: ς. μηχανήν to frame a plan, Aesch.; ς. ὄναρ εἴς τινα to connect it with him, refer it to him, Eur.; ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in one loss, Eur.
II. in hostile sense, ς. εἰς μάχην to bring into action, Hdt.; ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε engaged them in conflict, Eur.
2. ς. μάχην to join battle, Hdt.; τινί with one, Aesch.; πρός τινα Thuc.: also (without μάχην) to engage, Hdt., Ar.:—Pass., νεῖκος συνῆπταί τινι πρός τινα Hdt.
III. in friendly sense, to unite, Xen.: —Pass., συνάπτεσθαί τινι to have intercourse with, Anth.
2. c. acc. rei, ς. μῦθον, ὅρκους Eur.; ς.τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος to form an alliance by marriage, Eur.: ξυνάπτεσθαι κῆδος τῆς θυγατρός to get one's daughter married, Thuc.
B. intr.:
I. in local sense, to border on, lie next to, Hdt.; Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος Aesch.
2. of Time, to be nigh at hand, Pind.; so of events, λύπη ς. τινί Eur.
3. metaph. of thoughts, to meet together, Arist.:— to be connected with, πρός τι Arist.
II. of persons, ς. λόγοισι to enter into conversation, Soph.; so, ἐς λόγους ξ. τινί Eur.; also, ς. εἰς χορεύματα to join in the dance, Eur.; ς. ἐς χεῖρα γῇ, i. e. to come close to land, Eur.
2. τύχα ποδὸς ξυνάπτει μοι, i. e. I have come in good time, Eur.
C. Mid. to be next to, connected with, τινι Xen.
2. to take part with one, to assist, τινι Eur.; absol., Aesch.
3. to bring upon oneself, πληγάς Dem.