φιλέω

Revision as of 14:46, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

Aeol. φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy.1787 Fr.1 + 2.24; 2sg. φίλησθα Ead.22; late 3pl.
A φίλεισι Epigr.Gr.990.12 (Balbill.): Boeot. φίλειμι Hdn.Gr.2.930: Ep. inf. φιλήμεναι Il.22.265: Ion. and Ep. impf. φιλέεσκε 3.388, al.: fut. φιλήσω, Ep. inf. φιλησέμεν Od.4.171: aor. 1 ἐφίλησα Pi.P.2.16, etc.: pf. πεφίληκα ib. 1.13:—Med., Poet. 1 aor. ἐφῑλάμην; 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; 3pl. φίλαντο Lyc.274; imper. φῖλαι Il.5.117, 10.280; subj. φίλωνται h.Cer.117, Hes.Th.97; but φίλατο as Pass., A.R.3.66; also part. φιλάμενος IG14.1549 (Rome):—Pass., fut. Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: fut. 3 πεφιλήσομαι Call. Del.270: aor. ἐφιλήθην E.Hec.1000, Pl.Phdr.253c: Ep. 3pl. ἐφίληθεν Il.2.668: pf. πεφίλημαι Pi.N.4.45, X.An.1.9.28; Dor. part. πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3. [ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: (φίλος):—love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R. 334c, Arist.Rh.1380b34; φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men, φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (also ὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς.. παντοίην φιλότητα Od.15.245, cf. Il.9.117); μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94; εἰ.. Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370; αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23; λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66; ὃν δ' ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς A.Ch.907; μάλιστά σ'.. ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El.1363; ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος Men.125; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel.999, Med.86, etc.:—Pass., to be beloved by one, ἐκ Διός Il.2.668; παρ' αὐτῇ 13.627, etc.; τινι E.Hec.1000.
2 treat affectionately or treat kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.; φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15; ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42; ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι.. φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543, cf. 14.322; θεὸς (i.e. Calypso) ἥ με.. ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281.
3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr.231c; ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr.70a6; but φ. is used of lovers, ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325; Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924; οὐκ ἔστ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ E.Tr.1051, cf. Hdt.4.176 (Pass.), Ar.Lys.905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς.. τὴν αὐτοῦ φιλέει (cherishes her) καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Il.9.343, cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib.450; but ἐμὲ.. ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com., ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq.1341.
b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν.
4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5; κατὰ τὸ στόμα AP5.284 (Agath.); φιλήσω.. τὸ σὸν κάρα S.OC1131; πατέρα.. περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag.1559 (anap.), cf. Ar.Av.671,674, Pl.Phdr.255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ.. τὸν Ἄδωνιν.. ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c.
5 of things as objects of love, like, approve, σχέτλια ἔργα Od.14.83; ἀοιδάν Pi.N.3.7; οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων.. τέρψιας P.9.18, etc.; αἰσχροκέρδειαν S.Ant.1056, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.); Πράμνιον οἶνον Ephipp.28.
6 of things as the subject, ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48; ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39.
7 in making a request, οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1010; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perhaps in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend').
II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or be used to do, φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου.. φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228; Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12, cf. P.3.18; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις.. ὕβριν A.Ag.763 (lyr.); τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj.989, etc.; rarely with part. for inf., φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl.645.
2 of things, events, etc., αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp.769; ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304; φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦθ' ἑτέρᾳ τρέπεσθαι Ar.Nu.813 (lyr.); φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125; ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp. 182c: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R.494c, al.; οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R. 467b; ὁποῖα φ. Luc.Am.9.
3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν.. Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ.. λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for... Plu.Pomp. 73.

German (Pape)

[Seite 1276] lieben; von dem alten Stamme φιλ findet sich bei Hom. aor. med. ( = ἐφίλησα) ἐφίλατο, φίλατο, Il. 5, 61. 20, 304, imperat. φῖλαι, nicht φίλαι zu schreiben, 5, 117. 10, 208, conj. φίλωνται H. h. Cer. 117, bei sp. D., z. B. ἐφίλαο Agath. 7 (V, 284); bei Ap. Rh. 3, 66 aber ist φίλατο pass., wie Μούσαις φιλάμενον Ep. ad. 701 (App. 317); ep. int. praes. φιλήμεναι, Il. 22, 265; φίλημι, φίλησθα, = φιλῶ, φιλεῖς, wird aus Sappho angeführt; φιλέεσκον, Hom.; φιλήσομαι für φιληθήσομαι, Antiph. 1, 19 u. Hom. (s. nachher), gew. πεφιλήσομαι in dieser Bdtg; – 1) lieben, liebhaben; von der Liebe der Götter zu den Menschen, εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ (ὦ Ζεῦ) Il. 7, 204; μάλα τούς γε φιλεῖ Απόλλων 16, 94; Pind. P. 2, 6 u. Tragg., Liebe zur Gattinn, Il. 9, 340; zu den Eltern und Kindern, gegen Gastfreunde und Fremde, d. i. liebevoll, gastlich aufnehmen, Od. 4, 29. 5, 135. 7, 33. 8, 42. 10, 14. 12, 450. 14, 128. 15, 70. 74. 17, 111 Il. 3, 207. 6, 15; παρ' ἄμμι φιλήσεαι, du wirst uns freundlich willkommen sein, Od. 1, 123, wo das fut. med. in passioer Bdtg steht; vgl. 15, 281. πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ Eur. Med. 86; auch von sinnlicher Geschlechtsliebe, Il. 9, 450 Od. 18, 325; Her. 4, 176; Ar. Ran. 541 Pax 1038; mit doppeltem acc., φιλεῖν τινα φιλότητα, Od. 15, 245; im pass., φιλεῖσθαι ἔκ τινος, von Einem geliebt werden, Il. 2, 668, παρά τινος 13, 627, gew. ὑπό τινος, Her. 5, 5 u. sonst; in Att. Prosa überall, Gegensatz μισέω, Plat. Rep. I, 334 c u. oft; auch = gutheißen, billigen, σχέτλια ἔργα Od. 14, 83; gern haben, ἀοιδάν Pind. N. 3, 7; οὐδ' ἐφίλασε δείπνων τέρψιας N. 9, 19; μέλος πεφιλημένον 4, 45, u. öfter; βίοτον, ὃν πλεῖστον φιλεῖ Soph. O. R. 612; στρατὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ Eur. I. A. 1001, u. sonst. – 2) mit u. ohne στόματι, seine Liebe mit dem Munde zu erkennen geben, küssen, herzen, u. überh. liebkosen; πατέρ' ἀντιάσασα περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει Aesch. Ag. 1540; Soph. O. C. 1133; Ar. Av. 671 Lys. 1036; τοῖσι στόμασι ἀλλήλους φιλέουσι, τὰς παρειὰς φιλέονται, gegenseitig, Her. 1, 134, περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῖ Plat. Phaedr. 256 a; Xen. Cyr. 1, 3,9 u. öfter, wie Sp. – 3) c. infin., gern thun, gewöhnlich thun; μεμνᾶσθαι φιλεῖ Pind. N. 1, 12; P. 3, 18; φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια, er liebt zu schweigen, Aesch. Spt. 601; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις ὕβριν, es pflegt zu erzeugen, Ag. 741, vgl. Suppl. 750; τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Soph. Ai. 968, vgl. 1340, u. oft; φιλῶ λέγειν τἀληθὲς αἰεί Eur. Rhes. 394, vgl. Phoen. 854 Med. 48, u. in Prosa, bes. bei Her. häufig, οἷα φιλέει γενέσθαι ἐν πολέμῳ, wie es im Kriege zu gehen pflegt, 8, 128; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι, durch Versuche pflegt dem Menschen Alles zu Teil zu werden, 7, 9,3, vgl. 2, 27. 3, 82. 6, 27. 9, 122; ὧν τὸ μὲν μετὰ ἀνοίας φιλεῖ γίγνεσθαι Thuc. 3, 42, u. oft; τῷ τρόπῳ δόξα ψευδής τε καὶ ἀληθὴς ἡμῖν φιλεῖ γίγνεσθαι Plat. Phil. 37 b, u. oft; auch ὡς φιλεῖ, οἱα φιλεῖ. sc. γίγνεσθαι, wie gewöhnlich, nach Gewohnheit; οἷα δὴ φιλοῦσιν Plat. Rep. VIII, 565 e; Folgde, τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, Pol. 4, 2,10. – Vgl. übrigens ἀγαπάω u. ἐράω.

French (Bailly abrégé)

φιλῶ :
f. φιλήσω, ao. ἐφίλησα, pf. πεφίληκα;
I. aimer d'amitié (p. opp. à ἐρᾶν « aimer d'amour ») :
1 en gén. éprouver de l'amitié pour qqn, aimer, chérir, acc. : φιλεῖν τινα φιλότητα OD aimer qqn d'amitié;
2 regarder comme un ami, traiter en ami ; prendre soin de, aider, assister : τινα qqn;
3 donner un signe d'amitié ; baiser : τῷ στόματι HDT sur la bouche ; φ. κάρα baiser la tête;
II. aimer d'amour, c. ἐρᾶν;
III. p. ext. 1 voir volontiers, accueillir avec plaisir, approuver, agréer, acc.;
2 se plaire à ; avec un inf. : aimer à, se plaire à, avoir coutume de : φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν HDT la divinité se plaît à, càd a coutume de rabaisser ce qui s'élève trop ; οἷα φιλεῖ γίγνεσθαι THC comme cela a coutume d'arriver ; οἷα ou ὁποῖα φιλεῖ selon l'habitude ; • impers. φιλέει avec l'inf. HDT c'est l'habitude que ; ὡς φιλεῖ avec l'inf. comme c'est l'habitude;
Moy. φιλέομαι, φιλοῦμαι se baiser mutuellement.
Étymologie: φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φιλέω:
1 любить (τινα Hom., Trag., Xen., Plat., Plut.; φιλεῖσθαι ἔκ и παρά τινος Hom., ὑπό τινος Her. или τινι Eur.): λόγοις φ. Soph. любить (лишь) на словах; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ Eur. каждый (из них) любит себя больше, чем ближнего; οὐκ ἔστ᾽ ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ Eur. не любит тот, кто не любит всегда; αἰσχροκέρδειαν φ. Soph. любить нечестные доходы;
2 относиться по-дружески: οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ᾽ ἀνθρώπων Xen. (в этом случае) люди будут не только относиться к тебе по-дружески, но и любить тебя;
3 целовать (τινα Aesch. и τι Soph.; φ. τῷ στόματι Her., Xen. и κατὰ τὸ στόμα Anth.): τὰς παρειὰς φιλεῖσθαι Her. целовать друг друга в щеки;
4 радушно принимать (τινα ἐν μεγάροισι, φ. καὶ τρέφειν τινά Hom.): φιλήσεαι οἷά κ᾽ ἔχωμεν Hom. тебе будет оказан прием всем, что только есть у нас; (ὁ) φιλέων Hom. гостеприимный хозяин;
5 (в знач. лат. soleo и отчасти, amo) иметь обыкновение, иметь склонность: φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν Hom. божество имеет обыкновение подрезать (как садовник) все выдающееся; φιλεῖ τίκτειν ὕβρις ὕβριν Aesch. насилие обыкновенно порождает насилие; νέα φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ Eur. молодой ум не знает печали; οἷα φιλέει γενέσθαι ἐν πολέμῳ Her. как обыкновенно бывает на войне; οἷα (ὁποῖα) φιλεῖ Plat., Luc. как часто происходит, по обыкновению; φιλέει προσημαίνειν impers. Her. обыкновенно появляются предзнаменования.

Greek Monolingual

(I)
φιλάω, Ν
βλ. φιλώ (II).
(II)
φιλῶ, φιλέω, ΝΜΑ, και φιλώ, φιλάω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α φίλος
1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῖν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.)
2. μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι και φιλοῦμαι, φιλέομαι
ανταλλάσσω φιλί ή φιλιά με κάποιον (α. «φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη» β. «ἢν δ' ἦ οὕτερος ὑποδεέστερος ὁλίγῳ τὰς παρειὰς φιλέονται», Ηρόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφιλημένος, -η, -ο(ν)
(λόγιος τ.) αγαπητός, προσφιλής
νεοελλ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («όπου βρίσκει και φιλεί, μούντζες του κι αν παντρευτεί», παροιμ.)
β) (για ερπετό, ιδίως φίδι) δαγκάνω
γ) μτφ. i) έρχομαι σε επαφή, εφάπτομαι με κάτι («ο δρόμος ήταν στενός και έτσι τα αυτοκίνητα φιλήθηκαν»)
ii) ναυτ. φέρνω κάτι σε τέλεια επαφή με κάτι άλλο, εφαρμόζω κάτι με κάτι άλλο
2. φρ. «φιλώ κατουρημένες ποδιές» — βλ. ποδιά
3. παροιμ. «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις φίλα το» — να υποκύπτεις στον εχθρό σου, όταν είσαι ανίσχυρος να τον βλάψεις
αρχ.
1. συμπαθώ, αγαπώ κάποιον («μάλα τους γε φιλεῖ ἑκάεργος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ, θέλω («ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος», Μεν.)
3. φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
4. (ιδίως) περιποιούμαι, φιλοξενώ κάποιον («ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι... φιλέειν καὶ τιέμεν», Ομ. Οδ.)
5. τρέφω έρωτα για κάποιον, είμαι ερωτευμένος με κάποιον («οὐκ ἔστ' ἐραστής, ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ», Ευρ.)
6. (σχετικά με πράγμ.) αποδέχομαι με ευχαρίστηση, επιδοκιμάζω, εγκρίνω («σχέτλια ἔργα φιλεῖν», Ομ. Οδ.)
7. (για πράγμ.) μού αρέσει κάτι («ἁσυχίαν δὲ φιλεῖ συμπόσιον», Πίνδ.)
8. (με απρμφ.) α) αγαπώ, αρέσκομαι να...
β) συνηθίζω να κάνω κάτι («φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις... ὕβριν», Αισχύλ.)
γ) (για πράγμ., γεγονός κ.λπ.) έχω την συνήθεια να... («αὔρα φιλέει πνέειν», Ηρόδ.)
δ) (με το γίγνεσθαι) συνηθίζω να συμβαίνω, συνήθως γίνομαι («ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποις φιλέει γίγνεσθαι», Ηρόδ.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέω: Αἰολ. φίλημι, βϳ πρόσ. φιλεῖσθα Σαπφὼ 89, Ahr., ἴδε D. Aeol. § 26. 1 καὶ 5· Ἐπικ ἀπαρ. φιλήμεναι Ἰλ. Χ. 265· ― Ἰων. καὶ Ἐπικ. παρατ. φιλέεσκε Ἰλ. Γ. 388, κ. ἀλλ.· ― μέλλ. φιλήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. φιλησέμεν Ὀδ. Δ. 171· ― ἀόρ. αϳ ἐφίλησα Σοφ., κλπ.· ― πρκμ. πεφίληκα Πινδ. Π. 1. 25. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφῑλάμην (ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. φίλλω), γϳ ἑνικ. ἐφίλατο, φίλατο Ἰλ. Ε. 61, Υ. 304, προστ. φῖλαι Ε. 117, Κ. 280· φίλωνται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 117, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Ἡσ. Θ. 97 (ἔνθα κοινῶς φιλεῦνται)· ἀλλὰ φίλατο ὡς παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 66· καὶ φιλάμενος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 317. ― Παθ., μέσ. μέλλ. φιλήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ. (ἀντὶ φιληθήσομαι) Ὀδ. Α. 123, Ο. 281, Ἀντιφῶν 113. 28· μέλλ. γϳ πεφιλήσομαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 270· ― ἀόρ. ἐφιλήθην Εὐρ. Ἑκ. 1000, Ξεν., Ἐπικ. γϳ πληθ. ἐφίληθεν Ἰλ. Β. 668 ― πρκμ. πεφίλημαι Πινδ. Ν. 4. 74, Ξεν., Δωρ. μετοχ. πεφιλᾱμένος Θεόκρ. 3. 3· ὡσαύτως πέφιλμαι Ἐφραίμ. Καισ. σ. 35 (Maii nov. Cor?ect. τ. 3), Τζέτζ. ἐξηγ. Ἰλ. σ. 21, 15, Πρόλ. Χριστ. Πάσχ. 7 [ῐ πλὴν ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις ἐφῑλατο, φῑλατο, κλπ.]· (φίλος). Ἀγαπῶ, θεωρῶ μετὰ τρυφερότητος, ἀποβλέπω εἴς τινα ὡς εἰς φίλον, Λατ. diligere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μισεῖν, Πλάτ. Πολ. 334C, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 1· (περὶ τῆς σχέσεως τῆς ἀγάπης ταύτης πρὸς τὴν σαρκικὴν ἀγάπην τῶν δύο φύλων ἴδε κατωτ. 3)· ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν θεῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, φ. δὲ ἑ μητίετα Ζεὺς Ἰλ. Β. 197· ὃν πέρι κῆρι φ. Ζεὺς Ὀδ. Ξ. 146, πρβλ. Ἰλ. Ι. 117· (ὡσαύτως, ὃν πέρι κῆρι φ. Ζεύς... παντοίην φιλότητα Ὀδ. Ο. 245)· μάλα τούς γε φ ἑκάεργος Ἀπόλλων Ἰλ. Π. 94· εἰ... Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ Η. 204· κλπ.· ― ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ συβώτου πρὸς τὸν δεσπότην του, Ὀδ. Ξ. 146· πρὸς τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδελφήν του, Ο. 370· μάλιστα δὲ ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, (ἴδε κατωτ. 3), ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθός... τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Ἰλ. 342 κἑξ., πρβλ. 486· τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἠγάπα αὐτὴν περιπαθῶς, αὐτόθι 450, Ὀδ. Θ. 309· οὕτω, λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην Σοφ. Ἀντιγ. 543· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἀττ., κλπ.· φιλέων φιλέοντα Πινδ. Π. 10. 103· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στυγέω, ἐχθαίρω, κλπ., ὃν δ’ ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς Αἰσχύλ. Χο. 907· μάλιστα σ’ … ἤχθηρα κἀφίλησ’ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ Σοφ. Ἠλ. 1363· ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος Μένανδρ. ἐν «Δὶς Ἐξαπατῶντι» 4· κλπ.· ― Ὁ Ἐπικ. μέσος ἀόρ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας (ἴδε ἀνωτ.)· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἡ ὄντως μέση σημασία ἐξεφέρετο περιφραστικῶς διὰ τοῦ φιλεῖν ἑαυτόν, Εὐρ. Ἑλ. 999, Μήδ. 86, κλπ. ― Παθ., ἀγαπῶμαι, ἔκ τινος Ἰλ. Β. 668· παρά τινος Ν. 627· ὑπό τινος Ἡρόδ. 5. 5· κλπ.· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1000. 2) φέρομαι φιλοφρόνως, μετὰ τρυφερότητος καὶ εὐμενείας, μάλιστα δὲ ὑποδέχομαι φιλοξένως, οἷον ξένον ἢ φίλον ὅπως ξενίσω αὐτὸν, Ὀδ. Δ. 29, Ε. 135, Ἰλ. Γ. 207, κλπ.· φίλος δ’ ἦν ἀνθρώποισιν· πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Ἰλ. Ζ. 14· ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Ὀδ. Θ. 42· ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι... φιλέειν καὶ τιέμεν Ο. 542, πρβλ. Ξ. 322· ἥ με... ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν Η. 256· τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; τίς ἤθελεν ἐρίσῃ πρὸς ἄνδρα εὐμενῶς ξενίζοντα; Θ. 208. κλπ· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. τύπῳ παρ’ ἄμμι φιλήσεαι, θὰ φιλοξενηθῇς, παρ’ ἡμῖν, Ὀδ. Α. 123, πρβλ. Ο. 281· ἴδε ἀγαπάω Ι. 3) οἱ Ἕλληνες ἐποιοῦντο ἐπιμελῆ διάκρισιν τοῦ φιλεῖν καὶ ἐρᾶν, ὡς καὶ τῆς φιλίας καὶ τοῦ ἔρωτος, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι, τούτους μάλιστα λέγουσιν ὅτι περιποιοῦνται τρυφερῶς πρὸς οὓς ἔχουσι θερμὸν ἔρωτα, Πλάτων ἐν Φαίδρῳ 231C· ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11. 11, πρβλ. Συμπ. 8. 21· φιλοῦσιν οἱ ἐρώμενοι Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 27, 1. ― ἀλλ’ ἐνίοτε τὸ φιλεῖν πλησιάζει κατὰ πολὺ εἰς τὴν σημασίαν τοῦ ἐρᾶν (ἴδε ἀνωτ. Ι). ἣ γ’ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Ὀδ. Σ. 325· οὐκ ἔστ’ ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ Εὐρ. Τρῳ. 1051· οὕτως Ἡρόδ. 4. 176, Ἀριστοφ. Βάτρ. 541, Εἰρ. 1138· πρβλ. φιλότης Ι. 4) δεικνύω σημεῖα ἐξωτερικὰ ἀγάπης, ἰδίως ἀσπάζομαι, «φιλῶ», φ. τῷ στόματι, «φιλῶ τὸ στόμα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φ. τὴν παρειάν, Ἡρόδ. 1. 134, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 27· τοῖς στόμασι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9. 5· κατὰ τὸ στόμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 285· οὕτω, φιλήσω... τὸ σὸν κάρα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1131· πατέρα... περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1560, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 671, 674, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Ε, κλπ.· μετὰ διπλ. αἰτ. τὸ φίλαμα, τό... τὸν Ἄδωνιν... ἀποθνάσκοντα φίλασεν, μὲ τὸ ὁποῖον ἐφίλησεν αὐτὸν ὅτε ἀπέθνησκε, Μόσχ. 3. 69. ― Μέσ., φιλῶ καὶ φιλοῦμαι ἀμοιβαίως, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἡ σημασία αὕτη δὲν ὑπάρχει παρ’ Ὁμ., ὅστις ποιεῖται χρῆσιν τοῦ κύσω, κύσαι. 5) ἐπὶ πραγμάτων ὡς ἀντικειμένων ἀγάπης, ἀγαπῶ, ἀποδέχομαι εὐαρέστως, ἐπιδοκιμάζω, σχέτλια ἔργα Ὀδ. Δ. 83· ἀοιδάς, δείπνων τέρψιας Πινδ. Ν. 3. 11, 11. 9, 35. κλπ.· αἰσχροκέρδειαν Σοφ. Ἀντ. 1056, πρβλ. 312. Πράμνιον οἶνον Ἔφιππον ἐν Ἀδήλ. 1· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 6. 6) ἐπὶ πραγμάτων ὡς ὑποκειμένων, ἀσυχίαν δὲ φιλεῖ συμπόσιον Πινδ. Ν. 9. 114· ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Καλλ. Ἀποσπ. 40. ΙΙ. ἀγαπῶ νὰ πράττω τι, ὅθεν, συνηθίζω νὰ πράττω τι, ἔχω τὴν συνήθειαν νά..., φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Ἡρόδ. 7. 10, 5· Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Πινδ. Ν. 1. 15, πρβλ. Π. 3. 31· φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις... ὕβριν (ἔνθα τὸ ὕβρις κεῖται κατὰ προσωποποίησιν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 764· τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Σοφ. Αἴ. 989, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., σπανίως μετὰ μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ., φιλεῖς δὲ δρῶσ’ αὐτὸ σφόδρα Ἀριστοφ. Πλ. 645. 2) ἐπὶ πραγμάτων, γεγονότων, κλπ., αὔρα φιλέει πνέειν Ἡρόδ. 2. 27· φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 769· ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 304· φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Θουκ. 4. 125 μάλιστα μετὰ τοῦ γίγνεσθαι, ἐπὶ τῶν συνήθως συμβαινόντων, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι, πάντα συμβαίνουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον διὰ τῆς πείρας, Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. 7, 10, 6., 7. 50, 1., πρβλ. 8. 128, Θουκ. 3. 42, Ἰσοκρ. 137C, Πλάτ. Πολ. 494C· κ. ἀλλ.· οἷα φ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 79· εἶτα δὲ καὶ ἄνευ τοῦ γίγνεσθαι· οἷα δὴ φιλεῖ, ὡς εἶναι σύνηθες, Λατ. ut solet, Πλάτ. Πολ. 467Β· ὁποῖα φ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) ἀπροσ., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (ἐξυπακ. ὁ θεός), εὗτ’ ἄν... Ἡρόδ. 6. 27· ὡς δὴ φιλεῖ... λόγον ἔχειν ἀνθρώπους, ὡς εἶναι σύνηθες..., Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 182C. ― Ἡ χρῆσις αὕτη ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον· τὸ Λατ. amare εἶναι ἐν χρήσει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Hor. 2 Od. 3. 10, ἴδε Bentl. Serm. 1. 4, 87.

English (Autenrieth)

φιλέει, φιλεῖ, inf. φιλήμεναι, part. φιλεῦντας, ipf. (ἐ)φίλει, iter. φιλέεσκε, fut. inf. φιλησέμεν, aor. (ἐ)φίλησα, mid. fut., w. pass. signif., φιλήσεαι, aor. (ἐ)φίλατο, imp. φῖλαι, pass. aor. 3 pl. φίληθεν: love, hold dear, mid., Il. 20.304; also entertain, welcome as guest, Od. 5.135.

English (Slater)

φῐλέω (φιλεῖ, -εῖς, -έοισιν; -έων, -έοντ(α); -εῖν: aor. (ἐ)φίλης(ε), φίλησεν; φιλήσαντ(α): pf. πεφίληκε; πεφιλημένον.) love φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεὶ καὶ Ζεὺς πατήρ, μάλα φιλεῖ δὲ παῖςκισσοφόρος (O. 2.26) — 7. θεὸς κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται (P. 1.13) Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων (P. 2.16) φίλον εἴη φιλεῖν (P. 2.83) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26) ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18) Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως (P. 10.66) ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ (N. 3.7) ἐξύφαινε μέλος πεφιλημένον (N. 4.45) μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (N. 5.44) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν ( as a friend: v. Barrett on Eur., Hipp. 1102 App.) Παρθ. 1. 11. ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (-ε]ν G-H, -α]ν Puech) Παρθ. 2. 65. c. inf., εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν ἀεὶ κλύειν (P. 1.90) ἅλικες οἶα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ (N. 1.12) φιλει[ (Pae. 6.67)

English (Strong)

from φίλος; to be a friend to (fond of (an individual or an object)), i.e. have affection for (denoting personal attachment, as a matter of sentiment or feeling; while ἀγαπάω is wider, embracing especially the judgment and the deliberate assent of the will as a matter of principle, duty and propriety: the two thus stand related very much as θέλω and βούλομαι, or as θυμός and νοῦς respectively; the former being chiefly of the heart and the latter of the head); specially, to kiss (as a mark of tenderness): kiss, love.

English (Thayer)

φιλῶ; imperfect 3rd person singular ἐφίλει; 1st aorist ἐφίλησα; perfect πεφίληκα; (φίλος); from Homer down;
1. to love; to be friendly to one (the Sept. several times for אָהַב): τινα, L marginal reading ἀγαπᾷ); ἐν πίστει added, with a love founded in and springing from faith, τί, to love i. e. delight in, long for, a thing: τήν πρωτοκλισίαν, ἀσπασμούς, τήν ψυχήν, to be desirous of preserving one's life (opposed to μισεῖν, to hate it when it cannot be kept without denying Christ), τό ψεῦδος, σοφίαν, amo facere, to love to do, i. e. to do with pleasure: Pindar Nem. 1,15; Aeschylus septem 619; Agam. 763; Suppl. 769; Euripides, Iph. Taur. 1198; Rhes. 394; Xenophon, hipparch. 7,9; Aelian v. h. 14,37).
2. to kiss: τινα, Sept. for נָשַׁק, ἀγαπᾶν and φιλεῖν: the former, by virtue of its connection with ἄγαμαι, properly denotes a love founded in admiration, veneration, esteem, like the Latin diligere, to be kindly disposed to one, wish one well; but φιλεῖν denotes an inclination prompted by sense and emotion, Latin amare; ὁ μή τοῦ δεόμενος οὐδέ τί ἀγαπωη ἄν. ὁ δέ μή ἀγαπωη (ἀγαπῶν (?)), ὀυδ' ἄν φίλοι, Plato, Lysias, p. 215b.; ἐφιλησατε αὐτόν (Julius Caesar) ὡς πατέρα καί ἠγαπησατε ὡς εὐεργέτην, Dio Cassius, 44,48; ut scires, eum a me non diligt solum, verum etiam amari, Cicero, ad fam. 13,47; L. Clodius valde me diligit vel, ut ἐμφατικωτερον dicam, valde me amat, id. ad Brut. 1. Hence, men are said ἀγαπᾶν God, not φιλεῖν; and God is said ἀγαπῆσαι τόν κόσμον (φιλεῖν the disciples of Christ (ἀγαπᾶν (not φιλεῖν) τούς ἐχθρούς (τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, ἀγαπᾶν is not, and cannot be, used of sexual love (but it is so used occasionally by the later writers; cf. Plutarch, Pericl. 24,12, p. 165e.; symp. 7, p. 180b. ὁ ἐρώμενος τόν ἐραστην ἀγαπᾷ; cf. Stephanus Thesaurus i., p. 209a.; Sophocles' Lexicon, under the word ἀγαπάω, 2; Woolsey in the Andover Rev. for Aug. 1885, p. 170f). Cf. Tittmann, Syn. N.T. i., p. 50ff; Cremer, under the word ἀγαπάω (4te Aufl., p. 9f); Trench, § xii.; (Schmidt, chapter 136, especially § 6; Cope, Aristotle, rhet. vol. 1 m Appendix A. (also given in the Journ. of Philol. for 1868, p. 88ff); also Höhne in (Luthardt's) Zeitschr. f. kirchl. Wissensch. as above with for 1882, p. 6ff; especially Woolsey as above Compare: καταφιλέω.)

Greek Monotonic

φῐλέω: Αιολ. φίλημμι, Επικ. απαρ. φιλήμεναι· Ιων. και Επικ. γʹ ενικ. προστ. φιλέεσκε· μέλ. φιλήσω, Επικ. απαρ. φιλησέμεν· αόρ. αʹ ἐφίλησα, παρακ. πεφίληκα — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἐφῑλάμην (όπως από φίλλω), γʹ ενικ. ἐφίλατο, φίλατο, προστ. φῖλαι — Παθ., Μέσ. μέλ. φιλήσομαι, με Παθ. σημασία (αντί φιληθήσομαι)· αόρ. αʹ ἐφιλήθην, Επικ. γʹ πληθ. ἐφίληθεν· παρακ. πεφίλημαι· (φίλος
I. 1. αγαπώ, περιβάλλω με στοργή, Λατ. diligere, σε Όμηρ. κ.λπ.· φιλέω τινὰ φιλότητα, νιώθω συμπάθεια για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· αγαπώ και περιποιούμαι κάποιον ως σύζυγός του, σε Όμηρ.· ο Επικ. Μέσ. αορ. αʹ με Ενεργ. σημασία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αντιμετωπίζω με τρυφερότητα ή ευγένεια, καλωσορίζω έναν επισκέπτη, σε Όμηρ. — Παθ., παρ' ἄμμι φιλήσεαι, θα φιλοξενηθείς στο σπίτι μας, σε Ομήρ. Οδ.
3. φιλώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., τὸ φίλαμα, τὸ τὸν Ἄδωνιν φίλασεν, το φιλί με το οποίο τον φίλησε, σε Μόσχ. — Μέσ., φιλάμε ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ.
4. λέγεται για πράγματα, αγαπώ, μου αρέσει, εγκρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
II. 1. με απαρ., αγαπώ να κάνω κάτι, είμαι θιασώτης στο να κάνω, θέλω ή συνηθίζω να κάνω, σε Ηρόδ., Τραγ.
2. λέγεται για πράγματα, γεγονότα, αὔρα φιλέει πνέειν, σε Ηρόδ.· φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι, μεγάλες μονάδες στρατού είναι επιρρεπείς στο να καταλαμβάνονται από πανικό, σε Θουκ.· πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι, όλα έρχονται στον άνθρωπο με την εμπειρία, σε Ηρόδ.· και χωρίς γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ, καθώς είναι συνήθεια, σε Πλάτ.· επίσης, προστ. ὡςδὴ φιλεῖ, καθώς συνηθίζεται, Λατ. ut solet, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φίλος
I. to love, regard with affection, Lat. diligere, Hom., etc.; φ. τινὰ φιλότητα to feel affection for him, Od.; to love and cherish as one's wife, Hom.:—the epic aor1 mid. in act. sense, Il.
2. to treat affectionately or kindly, to welcome a guest, Hom.:—Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.
3. to kiss, Aesch., etc.; c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ τὸν Ἄδωνιν φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.:—Mid. to kiss one another, Hdt.
4. of things, to love, like, approve, Od., Soph.
II. c. inf. to love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do, Hdt., Trag.
2. of things, events, αὔρα φιλέει πνέειν Hdt.; φιλεῖ μέγαλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι great armies are apt to be seized with panic, Thuc.; πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.; and without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Plat.; also impers., ὡς δὴ φιλεῖ as it is usual, Lat. ut solet, Plut.

Chinese

原文音譯:filšw 非累哦
詞類次數:動詞(25)
原文字根:(成為)喜愛 相當於: (אָהַב‎) (נָשַׁק‎)
字義溯源:友愛,愛,疼愛,情愛,愛惜,喜愛,愛好,親嘴,愛;源自(φίλος)*=親愛的)。參讀 (ἀγαπάω)的同義字參讀 (φίλος)同源字
出現次數:總共(24);太(5);可(1);路(2);約(12);林前(1);多(1);啓(2)
譯字彙編
1) 愛(7) 太10:37; 太10:37; 約5:20; 約15:19; 約16:27; 林前16:22; 多3:15;
2) 喜愛(3) 太23:6; 路20:46; 啓22:15;
3) 我愛(3) 約21:15; 約21:16; 約21:17;
4) 你愛⋯麼(2) 約21:17; 約21:17;
5) 疼愛的(1) 啓3:19;
6) 我與⋯親嘴(1) 太26:48;
7) 我⋯親嘴(1) 可14:44;
8) 他⋯愛(1) 約11:36;
9) 愛了(1) 約16:27;
10) 親嘴(1) 路22:47;
11) 你所愛的(1) 約11:3;
12) 愛惜(1) 約12:25;
13) 他們愛(1) 太6:5

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀγαπῶ). Ἀπό τό ἐπίθ. φίλος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίλημα, φιλητέον, φιλητής, φιλητικός, φιλητός, ἀφίλητος, ἀξιοφίλητος, πολυφίλητος, φιλήτωρ (ἐραστής), Φιλήμων, φιλημοσύνη, φίλησις, φιλία, φίλτρον, προσφιλής.

Translations

love

Abenaki: kazalmômuk; Adangme: suɔ; Afrikaans: lief; Ainu: カタイロッケ; Albanian: do; Amharic: ማፍቀር, መውደድ; Arabic: أَحَبَّ‎; Egyptian Arabic: حب‎; Aragonese: amar; Archi: кьан; Armenian: սիրել; Aromanian: agãpisescu, alughescu; Assamese: ভাল পোৱা, মৰম কৰা; Asturian: querer; Azerbaijani: sevmək; Bashkir: яратыу; Basque: maite izan, maitatu; Belarusian: любі́ць, кахаць; Bengali: ভালবাসা; Breton: karout; Bulgarian: обичам; Burmese: အချစ်, ချစ်ခင်; Buryat: дурлаха; Catalan: estimar, amar; Cebuano: higugma; Chechen: деза; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛/爱, 愛情/爱情; Dungan: нэ; Hakka: 愛/爱, 愛/爱; Mandarin: 愛/爱, 熱愛/热爱, 愛好/爱好, 愛戴/爱戴; Min Dong: 愛/爱, 愛/爱; Min Nan: 愛情/爱情, 情愛/情爱, 愛/爱; Wu: 愛/爱; Chuvash: сав; Coptic: ⲙⲉ; Corsican: amà; Crimean Tatar: sevmek; Czech: milovat, mít rád; Dalmatian: amur; Danish: elske; Dhivehi: ލޯބި‎; Dolgan: багар; Dutch: houden van, beminnen, liefhebben, graag zien; Esperanto: ami; Estonian: armastama; Faroese: elska; Finnish: rakastaa; French: aimer; Friulian: amâ; Galician: amar; Georgian: სიყვარული; German: lieben, lieb haben, gern haben; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐍉𐌽; Greek: αγαπώ; Ancient Greek: ἀγαπάω, φιλέω, ἐράω, στέργω; Guaraní: hayhu; Gujarati: પ્રેમ કરવો; Haitian Creole: renmen; Hebrew: אָהַב‎; Hindi: प्यार करना, प्रेम करना, इश्क़ करना, मुहब्बत करना; Hungarian: szeret; Icelandic: elska; Ido: amar; Indonesian: cinta; Ingrian: suvata; Ingush: веза; Interlingua: amar; Irish: gráigh; Italian: amare, volere bene; Japanese: 愛する, 恋する, 愛でる, 好む, 愛好する; Jarai: amuăih; Jeju: 궤다; Kalmyk: дурлх; Kapampangan: lugud; Karok: íimnih; Kazakh: сүю; Khmer: ស្រឡាញ់; Korean: 사랑하다, 애정을 품다; Kumyk: сюймек; Kurdish Central Kurdish: خۆشویستن‎; Northern Kurdish: hez kirin, hez kirin; Kyrgyz: сүйүү; Ladin: amà; Lao: ຮັກ; Latin: amo; Latvian: mīlēt; Lezgi: кӏан хьун; Ligurian: amà; Lingala: linga; Lithuanian: mylėti; Lombard: amà; Luo: hero; Luxembourgish: gär hunn; Macedonian: сака, љуби; Malay: cinta; Malayalam: ഇഷ്ടപ്പെടുക; Maltese: ħabb; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠮᠪᡳ, ᠴᡳᡥᠠᠯᠠᠮᠪᡳ, ᡥᡳᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Maori: hiahia, aroha, tāmau; Marathi: प्रेम; Marshallese: yokwe; Middle English: loven; Mirandese: amar; Mizo: hmangaih; Mogholi: täla; Mongolian Cyrillic: дурлах, хайрлах; Mozarabic: امار‎; Nahuatl: tlahzoa, tlajsoa; Navajo: ayóóʼáyóʼní; Neapolitan: amà; Norman: aimer; North Frisian: liibe, leew haa, lefhaa; Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨠ; Norwegian Bokmål: elske; Occitan: aimar; Ojibwe: zaagi', zaagitoon; Old Church Slavonic Cyrillic: любити; Old English: lufian; Old Frisian: minnia; Old Occitan: amar; Oromo: jaalachuu; Ottoman Turkish: سومك‎; Pela: ŋø⁵⁵, tʃɔ̠t⁵⁵ tɛʔ³¹; Persian: دوست داشتن‎, عشق داشتن‎, عاشق بودن‎, مهر ورزیدن‎; Piedmontese: amé; Pipil: -tasujta, -tazuhta; Polabian: ľaibĕt; Polish: kochać, miłować; Portuguese: amar, adorar; Quechua: waylluy, munai, waillui; Romani: kamel; Romanian: iubi, adora; Romansch: avair gugent, charezzar; Russian: любить; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀лети, во̀љети, љубити; Roman: vòleti, vòljeti, ljúbiti; Shan: ႁၵ်ႉ; Sinhalese: ආදරය කරනවා; Slovak: milovať, ľúbiť, mať rád; Slovene: ljubiti, imeti rad; Sorbian Lower Sorbian: lubowaś; Upper Sorbian: lubować; Spanish: amar, querer; Sumerian: 𒆠𒉘; Swahili: kupenda; Swedish: älska; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ ꠙꠣꠃꠣ, ꠝꠣꠄꠣ ꠇꠞꠣ; Tabasaran: ккун хьуб; Tagalog: ibig, mahal; Tajik: дӯст доштан, ишқ варзидан; Tamil: காதலி, அன்பு செலுத்து; Tatar: яратырга, сөяргә; Telugu: ప్రేమించు; Tetum: hadomi; Thai: รัก; Tupinambá: aûsub; Turkish: sevmek; Turkmen: söýmek; Ukrainian: любити, кохати; Urdu: پیار کرنا‎, محبت کرنا‎, عشق کرنا‎; Uzbek: sevmoq; Vietnamese: yêu; Volapük: löfön; Welsh: caru; West Frisian: leaf hawwe, hâlde fan, beminne, leavje; White Hmong: hlub; Wolof: mbëggéel, mbeugeil; Yakut: таптаа; Yiddish: ליב האָבן‎; Yoruba: fẹ́, fẹ́ràn, nífẹ̀ẹ́; Yup'ik: kenkeluni; Zazaki: sineyen; ǃXóõ: ǀnàm, tsāha, tào

kiss

Abaza: ашӏагвдзра; Abkhaz: агәӡра, агәыдкылара; Afrikaans: soen; Albanian: puth; Alemannic German: verschmutza; Amharic: ሳመ, መሳም; Arabic: قَبَّلَ, بَاسَ, لَثَمَ; Egyptian Arabic: باس; Gulf Arabic: باس; Hijazi Arabic: باس; Moroccan Arabic: باس; Aragonese: besar; Aramaic Syriac: ܢܽܘܫܩܬܳܐ, ܢܽܘܫܰܩܬܳܐ; Arapaho: niitén-; Archi: пӏаъбос, баъ-бос; Armenian: համբուրել, պաչել; Aromanian: bash, bashu; Asturian: besar; Avar: баизе; Aymara: jamp'atiña; Azerbaijani: öpmək; Bashkir: үбеү; Basque: musu eman; Belarusian: цалаваць, пацалаваць; Bengali: চুম্বন করা, বুসা; Bikol Central: hadok; Bislama: kis, kisim, kiskisim; Breton: pokat, bouchañ; Bulgarian: целувам, целуна; Burmese: နမ်း; Buryat: таалаха; Catalan: besar, petonejar, fer un petó; Cebuano: halokan, halok; Ch'orti': tzuhtzi uti'; Chamorro: chiku; Chechen: берташ да̄ха; Cherokee: ᎠᏔᏪᏙᏍᎦ; Cheyenne: -mȧsém, -mȯsém, -mȯsém, -vȯsémohtá, -vȯsémȯsáne; Chinese Cantonese: 接吻, 嘴, 嘴嘴, 錫/锡, 惜; Dungan: щинтын; Hokkien: 吻, 唚/吣; Mandarin: 吻, 親/亲, 親吻/亲吻, 接吻, 親嘴/亲嘴; Choctaw: impuⁿsa; Chukchi: йыӈок; Chuvash: чупту; Cornish: amma, abma; Corsican: basgià; Crimean Tatar: öpmek; Czech: líbat, políbit, dát pusu; Dalmatian: bissuor; Danish: kysse; Dutch: kussen, zoenen; Dzongkha: འུ; Emilian: basèr; Erzya: паламс, палсемс; Esperanto: kisi; Estonian: suudlus, suudlema; Evenki: нюка̄ндя-мӣ; Faroese: mussa, kyssa; Finnish: suudella, suukottaa, pussata; French: embrasser, baiser; Friulian: bussâ, bušâ; Gagauz: öpmää; Galician: bicar, beixar; Gallurese: basgià; Gamilaraay: yabili; Georgian: კოცნა, ამბორი; German: küssen, knutschen; Gothic: 𐌺𐌿𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: φιλάω, φιλώ, ασπάζομαι, δίνω φιλί; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, κατασπάζομαι, καταφιλέω, κυνεῖν, κυνέω, κυνῶ, φιλεῖν, φιλέω, φιλῶ; Greenlandic: kunippaa, kunissivoq; Guaraní: hetũ; Hebrew: נישק \ נִשֵּׁק, נתן נשיקה; Higaonon: hadok; Hiligaynon: halukan, halok; Hindi: चूमना, चुम्बन करना; Hungarian: puszil, csókol; Hunsrik: kisse; Icelandic: kyssa; Ido: kisar; Ilocano: ungngo; Indonesian: cium, mengecup, sun; Ingrian: antaa suuta; Interlingua: basiar; Irish: póg; Italian: baciare; Ivatan: mangarek; Japanese: キスする, 口付けする, 接吻する, チューする; Jarai: čŭm; Javanese: sun; Kapampangan: uma, uman; Karelian: nopata, ukata, šuuda mučottua; Kaurna: taapaanthi; Kazakh: сүю, өбу; Khakas: охсанарға; Khmer: ថើប; Khün: ᨧ᩠ᨷᩪ; Korean: 입맞추다, 키스하다, 뽀뽀하다, 뽀뽀를 하다; Kuna: wagar ue; Kurdish Central Kurdish: ماچ کردن; Northern Kurdish: maç kirin, ramûsandin; Kyrgyz: өбүү, өөп коюу; Ladino: bezar; Lao: ຈູບ, ຫອຍຈູບ, ຈຸມພິດ; Latgalian: sumynuot, bučuot; Latin: basio, osculor, suavior, savior; Latvian: skūpstīt, bučot; Ligurian: baijà; Limburgish: pune; Lithuanian: bučiuoti; Lombard: basà; Luxembourgish: kussen, këssen, eng Bees ginn; Macedonian: бакнува, бакне, бацува, баци, целива; Malay: mencium; Malayalam: ചുംബിയ്ക്കുക, ഉമ്മ വക്കുക; Maltese: bies; Manchu: ᠣᠵᠣᠮᠪᡳ; Manx: cur paag da, cur smittag da; Marathi: चुंबन, पापा, पापी; Mazanderani: خش, خش هداهن; Middle English: kissen; Mingrelian: ჯუნა; Mirandese: beisar; Mongolian Cyrillic: үнсэх, озох; Navajo: yiyiitsʼǫs; Neapolitan: vasà; Nepali: म्वाइँ खानु; Ngazidja Comorian: uɓusu; Norman: embraichi, baîsi; North Frisian: taatji; Northern Sami: cumˈmát; Northern Thai: ᨧ᩠ᨷᩪ; Norwegian Bokmål: kysse; Occitan: baisar, potonar; Ojibwe: ojiim; Old English: cyssan; Old Frisian: kessa; Old High German: kussen; Old Norse: kyssa; Old Saxon: kussian; Oromo: dhungachuu; Ottoman Turkish: اوپمك; Pashto: چومل, مچول; Persian: بوسیدن, ماچ کردن; Piedmontese: basé; Polish: całować, pocałować; Portuguese: beijar; Quechua: much'ay, mucai, muzai; Romanian: săruta, pupa; Romansch: bitschar, bitschear, bitschier, bütschar, bütscher; Russian: целовать, поцеловать, целоваться; Sanskrit: चुम्ब्; Sardinian: basai, vasare; Campidanese: basare; Logudorese: basu, basare; Sassarese: bajà; Scottish Gaelic: pòg; Serbo-Croatian Cyrillic: љубити, пољубити, целивати, цјеливати, поцеливати, поцјеливати; Roman: ljúbiti, poljúbiti, celívati, cjelívati, pocelivati, pocjelivati; Sicilian: vasari, baciari; Sinhalese: හාදුව; Slovak: bozkať, pobozkať; Slovene: ljubiti, poljubljati, poljubiti; Somali: dhunkasho; Sorbian Lower: póškaś, wupóškaś, póšknuś; Upper: košić, wokošić; Southern Altai: окшоор, јытаар, ӧбӧр; Southern Sami: tjuvliestidh, tjånnahtidh; Spanish: besar; Old Spanish: besar; Swahili: -busu, -nonea; Swedish: kyssa, pussa; Tagalog: halikan, hahagkan; Tajik: бӯса кардан, бӯса гирифтан, бӯсидан, бӯсса кардан; Tamil: முத்தம்; Tatar: үбәргә; Telugu: ముద్దాడు, చుంబించు; Thai: จูบ; Tibetan: འོ་བྱེད, ཁ་བསྐྱལ, ཨོའོ་བསྐྱལ, འོ་བྱས; Tupinambá: îurupyter; Turkish: öpmek; Turkmen: öpmek; Tuvan: ошкаар, чыттаар; Ugaritic: 𐎐𐎌𐎖; Ukrainian: цілувати, поцілувати; Urdu: چومنا, چمبان کرنا; Uyghur: ئۆپمەك, بوسە قىلماق, لېۋىگە باسماق; Uzbek: oʻpmoq, boʻsa olmoq; Venetian: baxar; Vietnamese: hôn, hun; Volapük: kidön; Võro: suuandminõ; Walloon: rabressî, båjhî; Waray-Waray: harok; Welsh: cusanu; West Frisian: tútsje; Western Bukidnon Manobo: hazek; Yakut: уураа, убураа; Yiddish: קושן; Yucatec Maya: ts'u'uts'

Lexicon Thucydideum

solere, to be accustomed, 1.78.2, 1.141.6. 2.62.3. 2.65.4, 3.42.1. 3.81.5, 4.28.3. 4.125.1, 5.70.1. 6.63.2. 7.79.3, 7.80.3. 8.1.4.