ὄνος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ and ἡ,
A ass, once in Hom., Il.11.558; then in IG12.40.12, Hdt.4.135, etc., cf. Arist.HA580b3; ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες, together with a number of fabulous animals, Hdt.4.191,192; ὄνος μονοκέρατος Arist.HA499b19, PA663a23, cf. Ael.NA3.41 :—freq. in provs.:
1 ὄνος λύρας (sc. ἀκούων), of one who can make nothing of music, Men. 527, Id.Mis.18, cf. Varroap.Gell.3.16.13, Diogenian.7.33; expld. in Apostol.12.91a, ὄνος λύρας ἤκουε καὶ σάλπιγγος ὗς; ὄνος κάθηται, of one who sits down when caught in the game of ὀστρακίνδα, Poll.9.106, 112; the two provs. combined by Cratin. 229 ὄνοι δ' ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, cf. κιθαρίζω. ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ᾧτα, a donkey hears the lyre and wiggles its ears (said of the insensitive). Lucian, Against the Ignorant Book Collector 4.1
2 περὶ ὄνου σκιᾶς for an ass's shadow, i.e. for a trifle, Lat. de lana caprina, Ar.V.191(v. Sch.), Pl.Phdr.260c; ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S. Fr.331.
3 ὄνου πόκαι or ὄνου πόκες, v. πόκος ΙΙ; ὄνον κείρεις, of those who attempt the impossible, Zen.5.38.
4 ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, of one who gets into a scrape by his own clumsiness. with a pun on ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ar.Nu.1273, cf. Pl.Lg.701d.
5 ὄνος ὕεται an ass in the rain, of being unmoved by what is said or done, Cratin.52, cf. Cephisod.1; ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Diogenian.7.30; ὄνος εἰς Ἀθήνας Macar.Prov.6.31.
6 ὄνος ἄγω μυστήρια, i.e my part is to carry burdens, Ar.Ra.159.
7 ὄνων ὑβριστότερος, of wanton behaviour, X.An.5.8.3; κριθώσης ὄνου S.Fr.876.
8 ὦτ' ὄνου λαβεῖν, like Midas, Ar.Pl.287.
9 ὄνος εἰς ἄχυρα, of one who gets what he wants, Diogenian.6.91; ὄνου γνάθος, of a glutton, ib. 100.
10 ὄνος ἐν μελίσσαις, of one who has got into a scrape, Crates Com.36; but ὄνος ἐν πιθήκοις, of extreme ugliness, Men.402.8; ὄνος ἐν μύρῳ 'a clown at a feast', Suid.
11 εἰς ὄνους ἀφ' ἵππων, of one who has come down in the world, Lib.Ep.34.2, cf. Zen.2.33, etc.
II a fish of the cod family, esp. the hake, Merluccius vulgaris, Epich. 67, Arist.HA599b33, Fr.326, Henioch.3.3, Opp.H.1.151, etc.
III wood-louse, κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος ἰσόσπριος S.Fr.363, cf. Arist.HA557a23 (v.l. ὀνίοις), Thphr.HP4.3.6, Hsch. s.v. σηνίκη; cf. ὀνίσκος ΙΙ, ἴουλος IV.
IV wingless locust, = τρωξαλλίς, Dsc.2.52.
V ὄνων φάτνη a nebulous appearance between the ὄνοι (two stars in the breast of the Crab), Theoc.22.21, cf. Arat.898, Thphr.Sign.23 (ἡ τοῦ ὄνου φάτνη ib.43,51), Ptol.Tetr.23.
VI ὄνου πετάλειον, = φύλλον ὀνίτιδος, Nic.Th.628.
VII from the ass as a beast of burden the name passed to:
1 windlass, Hdt.7.36, Hp.Fract.31, Arist.Mech.853b12.
2 the upper millstone which turned round, ὄνος ἀλέτης X.An.1.5.5; also ὄνος ἀλετών Alex.13, 204, cf. Hsch. s.v. μύλη; perhaps simply, millstone, Herod.6.83 : Phot. says that Aristotle also calls the fixed nether millstone ὄνος (but Arist.Pr.964b38 says, ὄνου λίθον ἀλοῦντος when the millstone is grinding stone, as it does when no grist is in the mill).
3 beaker, wine cup, Ar.V.616, Posidon.2 J.
4 spindle or distaff, Poll.7.32,10.125, Hsch.
5 perhaps coping of a wall, Inscr.Délos372 A158 (iii/ii B.C.).
VIII ass's load, as a measure, πυροῦ ὄνος τρεῖς PFay.67.2(i A.D.).
German (Pape)
[Seite 350] ὁ, u. ἡ, 1) Esel, Eselinn; νωθής, im masc., Il. 11, 558; περὶ ὄνου σκιᾶς, um des Esels Schatten, d. i. um eine nichtsnutzige Kleinigkeit, z. B. μάχεσθαι, sprichwörtlich, Ar. Vesp. 191, vgl. Zenob. 6, 28 Paroem. app. 4, 26; anders Plat. μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, Phaedr. 260 c; ὄνου πόκας, Ar. Ran. 186, vgl. Paroem. App. 2, 29, etwa ins Land mit gebratenen Tauben, obwohl an letzterer Stelle auch erklärt wird ἔνθα οἱ ὄνοι σήπονται καὶ τὰ ἔρια αὐτῶν ὡς πόκοι γίνονται, sehr gesucht; vgl. ὄνου πόκους ζητεῖς, Zenob. 4, 38. ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων; – ὄνος ἄγων μυστήρια, Ar. Ran. 159, womit Diogen. 6, 98 ὄνος ἄγει μυστήρια zu vergleichen, Esel führten die heiligen Gerätschaften und anderes Gepäck nach Eleusis; ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, Ar. Nub. 1255, vom Esel fallen, mit einem Wortspiele für ἀπὸ νοῦ καταπεσών, nach dem Schol. ἐπὶ τῶν ἀλόγως πραττόντων ἡ παροιμία καὶ μὴ δυναμένων ὄνοις χρῆσθαι μήτι γε δὴ ἵπποις, man kann auch unser »vom Pferd auf den Esel kommen« vergleichen; Plat. Legg. III, 701 d. – In Ar. Vesp. 616 ist ein Wortspiel gemacht mit ὄνος, Esel, u. ὄνος, einer Art Weingefäß. – Sprichwörtlich auch ὄνος λύρας, ὄνος πρὸς λύραν, ὄνος λύρας ἀκούων u. ä., s. Diogen. 7. 33 u. Anm. u. Mein. Men. p. 184, von einem rohen, gegen alle Musenkunst unempfindlichen Menschen; ähnlich ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, vgl. ὄνος ἐν μύροις, Paroem. App. 4, 23; ὄνος εἰς ἄχυρα, Philem. bei Ath. II, 52 e, es geht nach Wunsch; Diogen. 6, 91; ὄνος ἐν μελίσσαις, vom Unglück, Crates bei Phot. u. Diogen. 7, 32; – ὄνου ὑβριστότερος, Xen. An. 5, 8, 3, denn die Esel gelten für stumpf gegen Schläge und muthwillig und trotzig; vgl. Arist. eth. 3, 8, οἱ ὄνοι τυπτόμενοι οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς; Luc. sagt ἀσελγότεροι τῶν ὄνων, Pisc. 34, u. ὄνων ἁπάντων ὑβριστότατόν σε ὄντα, Pseudol. 3; auch ὄνος ὕεται, ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιστρεφομένων, com. bei Phot. – 2) auch ein Meerfisch heißt so (vgl. ὀνίσκος), Ath. u. A. – Der Kellerwurm, die Kellerassel (vgl. ὀνίσκος u. ἴουλος), Diosc. u. A. – Eine ungeflügelte Heuschreckenart, ἀσίρακος. – Ein Gestirn neben der Krippe. – 3) eine Zugmaschine, Haspel, Winde, Her. 7, 36. – 4) der obere, laufende Mühlstein, auch ὄνος ἀλέτης, Xen. An. 1, 5, 5; ἀλέτων ὄνος, Alexis Ath. XIII, 590 b, wie Poll. 7, 19; ὄνου λίθον ἀλοῦντος, Arist. Probl. 35, 3; nach Phot. bei Arist. auch der untere, unbewegliche Stein. – 5) auch die Spindel, der Rocken hieß so, VLL.; u. nach Poll. auch die Eins, das Aß auf dem Würfel, sonst οἴνη, unio.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. âne, ânesse, animal : ὄνοι ἄγριοι XÉN ânes sauvages, onagres;
II. p. anal. 1 cabestan, machine à tirer ou à soulever des fardeaux;
2 ὄνος ἀλέτης XÉN pierre supérieure d'une meule.
Étymologie: p. *ὄσνος, cf. lat. asinus -- DELG sumér. anšu.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνος: ὁ καὶ ἡ, (ἴδε ἐν τέλει)· ― «γαΐδαρος», μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Λ. 558, ἔνθα ἡ ἐπίμονος ἀντίστασις τοῦ Αἴαντος παραβάλλεται πρὸς τὴν τοῦ ὄνου· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., κλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8 (ἔνθα λέγει ὅτι: «ψυχρὸν τὸ ζῷον ὁ ὄνος ἐστί, διόπερ ἐν τοῖς χειμερινοῖς οὐ θέλει γίνεσθαι τόποις διὰ τὸ δύσριγον εἶναι τὴν φύσιν»)· ὁ Ἡρόδ. ὡσαύτως μνημονεύει: ὄνους τοὺς τὰ κέρεα ἔχοντας, ὁμοῦ μετ’ ἄλλων μυθωδῶν ζῴων, 1. 191, 192· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. λέγει: «μονοκέρατα καὶ μώνυχα ὀλίγα, οἷον ὁ Ἰνδικὸς ὄνος» π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 6· ― συχν. ἐν παροιμίαις: 1) ὄνος λύρας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἠλιθίου μὴ δυναμένου νὰ ἐννοήσῃ μουσικήν, ἑρμηνευόμενον ἐν τοῖς Παροιμιογράφ., ὄνος λύρας ἤκουσε καὶ σάλπιγγος ὗς, Φώτ., Σουΐδ.: ― ὄνος κάθηται, ἐπὶ τοῦ ἡττηθέντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς σφαίρας, ὅστις ἐκαλεῖτο ὄνος καὶ ἐποίει πᾶν τὸ προσταχθέν, Πολυδ. Θ΄, 106, Varro παρὰ Gell. 3. 13· ― τὰς δύο παροιμίας χαριέντως ὁμοῦ συγκατέμιξεν ὁ Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 6, ὡς ὄνοι ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, ἴδε Meineke, καὶ πρβλ. κιθαρίζω. 2) περὶ ὄνου σκιᾶς, δηλ. περὶ μηδαμινοῦ πράγματος, Λατ. de lana caprina, Ἀριστοφ. Σφ. 191 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.), Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· τὰ πάντ’ ὄνου σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 308. 3) ὄνου πόκαι ἢ πόκες, ἴδε ἐν λ. πόκος ΙΙ· οὕτως, ὄνον κείρεις Παροιμιογρ. 4) ἀπ’ ὄνου πεσεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπίπτοντος εἰς δυσχερείας διὰ τὴν ἰδίαν ἑαυτοῦ ἀδεξιότητα, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὁμοήχου: ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1273, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 701D. 5) ὄνος ὕεται, βρέχεται, μένει ἐν τῇ βροχῇ, ἐπὶ ἠλιθίου ἢ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου ἀναισθητοῦντος πρὸς τὰ συμβαίνοντα, Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόνσιν» 1· ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Παροιμιογρ.· ὄνος εἰς Ἀθήνας ὁ αὐτ. 6) ὄνος ἄγων μυστήρια, ἐπὶ βαρέως πεφορτωμένου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 159. 7) ὄνου ὑβριστότερος, ἐπὶ κτηνωδίας, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 3, ἔνθα ἴδε Schneid.· οὕτω, κριθώσης ὄνου Σοφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 24. 8) ὄνου ὦτα λαβεῖν, ὡς ὁ Μίδας, Ἀριστοφ. Πλ. 287. 9) ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ ἀδηφάγου, Παροιμιογρ.· οὕτως, ὄνου γνάθος αὐτόθ. 10) ὄνος ἐν μελίσσαις, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπεσόντος εἰς δυσχέρειαν, Παροιμιογρ.· ― ἀλλά, ὄνος ἐν πιθήκοις, ἐπὶ ἐσχάτης ἀσχημίας, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8· ― ὄνος ἐν μύροις, «ἐπὶ τῶν ἀναξίως ἐν τρυφαῖς διαγόντων» Παροιμιογρ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, γάδος ἢ ὀνίσκος, Λατ. asellus, Ἐπίχ. 42 Ahr., Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Φιλόξ. 2. 16, κλ.· περὶ τοῦ ἰχθύος ὄνου ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 48· ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 8, Ἀθήν. 315F· πρβλ. ὀνίσκος. ΙΙΙ. σκώληξ τις τοῦ ξύλου, κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος Σοφ. Ἀποσπ. 334, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6· πρβλ. ὀνίσκος, ἴουλος IV. IV. εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, ἣ καλεῖται καὶ ἀσίρακος, Διοσκ. 2. 57. V. ὄνων φάτνη, φωτεινή τις ἀστέρων πληθὺς μεταξὺ τῶν ὄνων (δύο ἀστέρων ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Καρκίνου), Λατ. praesepe, Θεόκρ. 22. 21, πρβλ. Ἄρατ. 898, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδάτων κλ. 4. 2, Πλίν. 18. 80. VI. ὄνου πετάλειον, = ὀνόφυλλον, Νικ. Θηρ. 628. VII. ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ὄνου ὡς ἀχθοφόρου ζῴου ἡ λέξις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) μηχανήν τινα πρὸς ἕλξιν βαρέων σωμάτων, Λατιν. sucula, Ἡρόδ. 7. 36, Ἱππ. Ἀγμ. 773, Ἀριστ. Μηχαν. 18. 4. 2) τὴν ἄνω πέτραν τοῦ μύλου τὴν περιστρεφομένην, ὄνος ἀλέτης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· καὶ ἀλετῶνας... ὄνους Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1· ἀλετὼν ὄνος ὁ αὐτ. ἐν «Πυραύνῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. μύλη· ― οὕτω, μύλος ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 2. ― Ὁ Φώτ. λέγει : «ὄνος τὸ ἐπάνω τοῦ μύλου· Ἀριστοτέλης δὲ κατ’ άμφοτέρων τάσσει», ― ἐσφαλμένως· διότι ὁ Ἀριστ. Πρβλ. 35. 3 λέγει, ὄνου λίθον ἀλοῦντος, ὅταν ἡ μυλόπετρα ἀλέθῃ λίθον (ὅπερ γίνεται ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἄλεσμα ἐν τῷ μύλῳ). 3) ποτήριον οἴνου, Ἀριστοφ. Σφ. 616, Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 12. 4) ἄτρακτος ἢ ἠλακάτη, Πολυδ. Η΄, 32., 10. 125, Ἡσύχ. (Πιθαν. ἀντὶ ὄσνος, ὡς ἐμφαίνεται ἐν τῇ Λατ. asin-us· πρβλ. Γοτθ. asil-us· Ἀρχ. Γερμ. esil· Λιθ. ásil-as· Σλαυ. osil-u· Ἀρχ. Σκανδιν. asn-i· Ἀγγλο-Σαξον. ass-u κτλ.). ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 313 κἑξ.
Greek Monotonic
ὄνος: ὁ και ἡ, γάιδαρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.·
I. παροιμ.:
1. περὶ ὄνου σκιᾶς, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το τίποτε, Λατ. de lana caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ὄνου πόκαι ή πόκες, βλ. πόκος II.
3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την ίδια του την αδεξιότητα, με λογοπαίγνιο από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, σε Αριστοφ.
4. ὄνος ἄγων μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ.
5. ὄνου ὑβριστότερος, λέγεται για κτηνωδία, σε Ξεν.
6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, όπως ο Μίδας, σε Αριστοφ.
II. ὄνων φάτνη, φωτεινή σωρεία αστέρων στο μέσο του διαστήματος όπου βρίσκονται οι δύο ὄνοι (δύο αστέρες στον κόλπο του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. praesepe, σε Θεόκρ.
III. από την ιδιότητα του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου:
1. μηχανή ανύψωσης, τροχαλία, σε Ηρόδ.
2. η επάνω μυλόπετρα του μύλου, ὄνος ἀλέτης, σε Ξεν.· ομοίως, μύλος ὀνικός, σε Καινή Διαθήκη
3. μεγάλο πλατύστομο ποτήρι, κρασοπότηρο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὄνος: ὁ и ἡ
1 осел, ослица (βραδὺς ὥσπερ ὄ. Arph.; τῶν ὄνων ὑβριστότερος Xen.): ὄ. ἄγριος Xen. дикий осел, онагр; ὄ. ἐν πιθήκοις погов. Men. осел среди обезьян (о крайней неповоротливости); ὄνου σκιά погов. Plat. тень осла, т. е. сущий вздор, пустяки; ἀπ᾽ ὄνου πεσεῖν Plat. или καταπεσεῖν погов. Arph. свалиться с осла, т. е. потерпеть провал, «сесть в лужу»; καθῆσθαι ὄνον погов. Plat. сидеть ослом (о проигравшем участнике игры в мяч);
2 «ослик» (разновидность трески) Arst.;
3 мокрица Soph., Arst.;
4 тех. ворот, лебедка Her.;
5 верхний жернов (ὄ. ἀλέτης Xen.);
6 кубок, чаша Arph.;
7 астр. Ослы (звезды γ и δ в созвездии Рака): ὄνων φάτνη Theocr. Ясли Ослов (звездное скопление между звездами γ и δ в созвездии Рака).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: ass, female ass (Λ 558), often metaph., e.g. windlass, winch, the upper millstone (ὄ. ἀλέτης; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 58), as fishname (after the grey colour or the great head as sign of stupidity?), s. Strömberg 100;
Other forms: Myc. ono /onos/.
Compounds: Very often as 1. member, a.o. in plantnames as ὀνο-θήρα, -κάρδιον, -πορδον (Rohlfs ByzZ 37, 53f.), ὄνοσμα (s. Strömberg 138 a. 61); on ὄνιννος s. v., on ὄναγρος = ὄ. ἄγριος wild ass Risch IF 59, 286 f.; as 2. member in ἡμί-ονος f. (m) mule (Il.), cf. Risch l.c. 22f.
Derivatives: 1. Several diminut., partly in metaph. meaning: ὀν-ίσκος m. (Hp., Ph. Bel.), -ιον (-ίον?) n. (pap.), -ίδιον (Ar.), -άριον (Diphil. Com.), -αρίδιον (pap.), -ύδιν (?; pap. IV p). 2. Other subst.: ὀνίς f. donkey droppings (IA.); ὀνῖτις f. kind of marjoram, Origanum heracleoticum (Nic., Dsc. Gal.; Redard 75, Andrews ClassPhil. 56, 75f.); ὀνίας m. kind of σκάρος (Ath.; on the meatnames in -ίας Chantraine Form. 94); ὀνεῖον n. donkey stable (Suid.). 3. Adj.: ὄν-ειος of a donkey (Ar., Arist.), -ικός belonging to a donkey (NT, pap., inscr.), -ώδης donkey-like (Arist.). 4. Verb ὀνεύω to draw with a windlass, to draw up (Th., Stratt.). On ὄνωνις s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word. After Brugmann IF 22, 197ff. (s. Kretschmer Glotta 2, 351) from *osonos (through *ohonos > *hoonos = ὁ ὄνος[?]) and with Lat. asinus a loan from a southpontic language; here after B. also Arm. ēš, gen. iš-oy. One considers also Sumer. anšu ass (s. Neumann, IF 69, 61). -- Schrader-Nehring Reallex. 1, 271ff. with important details; further lit. in W.-Hofmann s. asinus. -- Not to Lat. onus burden (thus still Grégoire Byzantion 13, 287ff.), also not to Hebr. ā̂tōn female ass. - Prob. a Pre-Greek word.
Greek Monolingual
όνος
ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή)
1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου
2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος
3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι
αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου
4. φρ. α) «όνου σκιά» — καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο
β) «περί όνου σκιάς» — λέγεται για συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με ζήτημα ανάξιο λόγου
γ) «όνου πόκους (ή πόκας) ζητείς» — λέγεται για κάποιον που επιδιώκει κάτι το ασήμαντο ή μηδαμινό, αφού το μαλλί τού γαϊδάρου δεν έχει καμία αξία, ή για αυτόν που επιζητεί να πετύχει κάτι το αδύνατο, το ακατόρθωτο
δ) «όνος ύεται» — λέγεται για άνθρωπο ανόητο ή ισχυρογνώμονα, ο οποίος είναι εντελώς απαθής απέναντι σε ό,τι λέγεται ή σε ό,τι γίνεται
ε) «όνος με ελάκτισεν καγώ αντιλακτίσω αυτόν;» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες απαξιοί κανείς να απαντήσει σε προσβολές και ύβρεις κακοήθους ατόμου
αρχ.
1. (ως μονάδα μέτρησης) φόρτωμα που σηκώνει ένα ζώο
2. (στους κύβους) η μονάδα, ο άσσος
3. είδος άπτερης ακρίδας
4. μτφ. α) είδος βαρούλκου που χρησιμοποιούνταν για την άρση βαριών αντικειμένων ή για τέντωμα σχοινιών
β) η επάνω κινητή περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλου
γ) η μυλόπετρα
δ) μεγάλο ποτήρι για το κρασί, με κοίλο πυθμένα
ε) το αδράχτι ή η ρόκα
στ) (για τοίχο) επιστέγασμα, γείσο
5. φρ. α) «ὄνος λύρας» — λεγόταν για άνθρωπο που δεν μπορούσε να καταλάβει ή να αισθανθεί τους μουσικούς ήχους, που ήταν τελείως άμουσος
β) «ὄνος κάθηται»
(σε παιχνίδι) άτομο που κάθεται κάτω και είναι υποχρεωμένο, όταν χάνει, να κάνει οτιδήποτε θέλουν οι συμπαίκτες του
γ) «ὄvov κείρεις» — ματαιοπονείς
δ) «ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν» — λεγόταν για άτομο που περιπίπτει σε δυσάρεστες και δυσχερείς καταστάσεις εξαιτίας δικής του αδεξιότητας
ε) «ὄνῳ τις ἔλεγε μῡθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει» — λεγόταν για άνθρωπο εντελώς άξεστο και απαθή
στ) «ὄνος εἰς Ἀθήνας» — λεγόταν για άτομο που βρέθηκε σε εντελώς ξένο με τις δικές του συνήθειες περιβάλλον
ζ) «ὄνων ὑβριστότερος» — λεγόταν για πολύ απρεπή ή κτηνώδη συμπεριφορά
η) «ὄνος εἰς ἄχυρα» — άτομο που πέτυχε εκείνο που επιδίωκε
θ) «ὄvoυ γνάθος» — υπερβολικά λαίμαργος άνθρωπος
ι) «ὄνος ἐν μελίσσαις» — άτομο που έχει πέσει σε δεινά, σε συμφορές, που δυστυχεί
ια) «ὄνος ἐν πιθήκοις» — άνθρωπος υπερβολικά άσχημος
ιβ) «ὄνος ἄγω μυστήρια» — μού έλαχε να σηκώσω εγώ τα βάρη, δηλ. τους μπελάδες
ιγ) «ὄνος ἐν μύρῳ»
(στο λεξ. Σούδα) άτομο που ζει με πολυτέλεια και ανέσεις, χωρίς πραγματικά να τό αξίζει
ιδ) «εἰς ὄνους ἀφ' ἵππων» — λεγόταν για άτομο που ξεπέφτει οικονομικά ή κοινωνικά
ιε) «ὄνος ἰσόσπριος» — η σαρανταποδαρούσα
ιστ) «ὄνων φάτνη»
αστρον. νεφέλωμα μεταξύ δύο αστέρων τού Καρκίνου
ιζ) «ὄvoυ πετάλειον» — φύλλο τού φυτού ορίγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης, ετυμολ. Η. λ. ὄνος δεν ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή, αφού το ζώο είναι ανατολικής-μεσογειακής προέλευσης. Ως αρχικός τ. θεωρείται το σουμερ. anšu «όνος», από τον οποίο έχουν προέλθει με διαφορετική εξέλιξη το ελλ. ὄνος (< *hoonos < *ohonos < *osonos), το λατ. asinus (χωρίς ρωτακισμό, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο τ. δεν έχει λατινική προέλευση) και το αρμ. ēš, išoy. Η λ. ὄνος μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά (πρβλ. μυκην. ono). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ως ονομασία τού όνου η λ. γάιδαρος*.
ΠΑΡ. όνειος (Ι), ονίδιον, ονικός, ονίσκος
αρχ.
ονάριον, ονάς, ονείον, ονεύω, όνη, ονίας, όνιον, ονίς, ονίτις, ονώδης
μσν.
ονηδόν
νεοελλ.
ονή (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ονάγρα, όναγρος, ονηγός, ονηλάτης, ονοκέφαλος, ονόπορδον, όνοσμα
αρχ.
ονέλαφος, ονήλατος, ονημάξιον, ονοβάτις, ονοβατώ, ονόγαστρις, ονοειδής, ονοζύγιον ονοθήρας, ονοθυσία, ονοκάρδιον, ονοκένταυρος, ονοκίνδιος, ονοκοίτης, ονοκόμος, ονοκόπος, ονοκρόταλος, ονοκτηνοτρόφος, ονοπρόσωπος, ονόπυξος, ονοστύππαξ, ονοσφαγία, ονοτρόφος, ονοφορβός
αρχ.-μσν.
ονόκωλος
μσν.
ονοθρίαμβος, ονοκηλώνιος, ονόμυλος, ονόρυγχος, ονόσκορδον, ονοστάσιον νεοελλ. ονόκομβος, ονολάτρες. (Β συνθετικό) ημίονος ].
Middle Liddell
ὄνος, ὁ, ἡ,
I. an ass, Il., Hdt., etc.:—proverb.,
1. περὶ ὄνου σκιᾶς for an ass's shadow, i. e. for nothing at all, Lat. de lana caprina, Ar., Plat.
2. ὄνου πόκαι or πόκες, v. πόκος II.
3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, of one who gets into a scrape by his own clumsiness, with a pun on ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ar.
4. ὄνος ἄγων μυστήρια, of one heavily laden, Ar.
5. ὄνου ὑβριστότερος, of brutality, Xen.
6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, like Midas, Ar.
II. ὄνων φάτνη a luminous appearance between the ὄνοι (two stars in the breast of the Crab), Lat. praesepe, Theocr.
III. from the ass as a beast of burden,
1. a windlass, pulley, Hdt.
2. the upper millstone, ὄνος ἀλέτης Xen.:—so, μύλος ὀνικός NTest.
3. a beaker, wine-cup, Ar.
Frisk Etymology German
ὄνος: {ónos}
Forms: myk. o-no.
Grammar: m. f.
Meaning: Esel, Eselin (seit Λ 558), oft übertr., z.B. Winde, Haspel, der obere Mühlstein (ὄ. ἀλέτης; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 58), als Fischname (nach der grauen Farbe oder dem großen Kopf als Zeichen der Dummheit?), s. Strömberg 100;
Composita : Sehr oft als Vorderglied, u.a. in Pflanzennamen wie ὀνοθήρα, -κάρδιον, -πορδον (Rohlfs ByzZ 37, 53f.), ὄνοσμα (s. Strömberg 138 u. 61); zu ὄνιννος s. bes., zu ὄναγρος = ὄ. ἄγριος Wildesel Risch IF 59, 286 f.; als Hinterglied in ἡμίονος f. (m) Maulesel (seit Il.), vgl. Risch a. O. 22f.
Derivative: Ableitungen. 1. Mehrere Deminutiva, z.T. in übertragener Bed. ὀνίσκος m. (Hp., Ph. Bel. usw.), -ιον (-ίον?) n. (Pap.), -ίδιον (Ar.), -άριον (Diphil. Kom. usw.), -αρίδιον (Pap.), -ύδιν (?; Pap. IV p). 2. Sonstige Subst. : ὀνίς f. Eselsmist (ion. att.); ὀνῖτις f. Art Majoran, Origanum heracleoticum (Nik., Dsk. Gal.; Redard 75, Andrews ClassPhil. 56, 75f.); ὀνίας m. Art σκάρος (Ath.; zu den Fischnamen auf -ίας Chantraine Form. 94); ὀνεῖον n. Eselstall (Suid.). 3. Adj.: ὄνειος vom Esel (Ar., Arist. usw.), -ικός zum Esel gehörig (NT, Pap., Inschr.), -ώδης eselähnlich (Arist. usw.). 4. Verb ὀνεύω mit der Winde ziehen, aufziehen (Th., Stratt. u. a.).
Etymology : Unklar ὄνωνις (-ίς) f. Pflanzenname Ononis antiquorum, Hauhechel (Thphr. u.a.; vgl. Strömberg 61, 155) mit ὀνωνῖτις f. ib. (Ps.-Dsk.; Redard 75). Fremdwort unbekannter Herkunft. — Nach Brugmann IF 22, 197ff. (dazu Kretschmer Glotta 2, 351) aus *osonos (über *ohonos > *hoonos = ὁ ὄνος[?]) und mit lat. asinus aus einer südpontischen Sprache entlehnt; hierher nach B. noch arm. ēš, Gen. iš-oy. In Betracht kommt dann auch sumer. anšu Esel. — Schrader-Nehring Reallex. 1, 271ff. mit wichtigen Einzelheiten; weitere Lit. bei W.-Hofmann s. asinus. — Nicht zu lat. onus Last (so noch Grégoire Byzantion 13, 287ff., v. Windekens Le Pélasgique 123f.), auch nicht zu hebr. ā̂tōn Eselin.
Page 2,397-398
English (Autenrieth)
ass, Il. 11.558†.
English (Slater)
ὄνος ass κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33)
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a donkey: an ass.
English (Thayer)
ὄνου, ὁ, ἡ (from Homer down), the Sept. for חֲמור and אָתון, an ass: ὁ, ἡ, Matthew 21:2,7.
Chinese
原文音譯:Ônoj 哦挪士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:驢 相當於: (חֲמֹור)
字義溯源:驢*
同源字:1) (ὀνάριον)驢駒 2) (ὀνικός)磨石 3) (ὄνος)驢
出現次數:總共(6);太(3);路(2);約(1)
譯字彙編:
1) 驢(5) 太21:5; 太21:7; 路13:15; 路14:5; 約12:15;
2) 一匹驢(1) 太21:2
Mantoulidis Etymological
(=γάιδαρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: ὀνίσκος (ὑποκορ.), ὀνικός, ὀνοβατῶ.
Léxico de magia
ὁ ἡ 1 asno del que se usa diversas partes: la piel φόρει (τὴν λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου lleva la lámina colgándotela con una tira (de piel) de asno P IV 260 λαβὼν δέρμα ὄνου γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας coge una piel de asno y escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro P XXXVI 362 la grasa λαβὼν ὄνου μέλανος στέαρ καὶ αἰγὸς ποικίλης στέαρ toma grasa de un asno negro y grasa de una cabra moteada P IV 1332 un diente τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ ... περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y llévalos siempre P XIa 38 ἔχε δὲ καὶ φυλακτήριον θηλείας ὄνου ὀδόντα τῶν ἄνωθεν δεξιοῦ σ<ι>αγονίου ten también como amuleto un diente de los de arriba del lado derecho de la quijada de un asno hembra P IV 2897 prob. con valor apotropaico οὐ μὴ σὲ λύσῃ οὐ κύων βαυβύζων, οὐκ ὄνος ὀγκώμενος, οὐ γάλλος no te librará un perro ladrando, ni asno rebuznando, ni eunuco P XXXVI 157 2 imagen de asno grabada λαβὼν πλινθίον ὠμὸν χαλκῷ γραφείῳ χάραξον ὄνον τρέχοντα toma un pequeño ladrillo sin cocer y graba con un estilo de bronce un asno corriendo P IV 3256 ref. a Helios ὥρᾳ ἕκτῃ μορφὴν ἔχεις ὄνου en la hora sexta tienes forma de asno P III 514 P IV 1664
Translations
ass
Arabic: حِمَار; Aramaic Classical Syriac: ܚܡܪܐ, ܚܡܪܬܐ, ܐܬܢܐ; Jewish Babylonian Aramaic: חֲמָרָא; Armenian: էշ, ավանակ; Azerbaijani: eşşək; Baluchi: ہر; Basque: asto; Chinese Mandarin: 驢, 驴, 驢子, 驴子; Chuvash: ашак; Czech: osel; Danish: æsel; Dutch: ezel; Esperanto: azeno; Estonian: eesel; Finnish: aasi; French: âne; German: Esel, Eselin; Greek: όνος, γάϊδαρος; Ancient Greek: ἀειδούριον, ἀμφώδων, γάδαρος, γαείδαρος, γαϊδάριον, ὄνος; Hungarian: szamár; Icelandic: asni; Ido: asno; Indonesian: keledai; Interlingua: asino; Irish: asal; Italian: asino, ciuco, somaro, buricco; Karachay-Balkar: эшек; Kazakh: есек; Korean: 나귀, 당나귀; Kyrgyz: эшек; Latin: asinus, asellus, asella; Latvian: ēzelis; Laz: ეშეღი; Limburgish: aezel; Macedonian: магаре; Malay: keldai; Manx: assyl; Norwegian: esel, asen; Occitan: ase, asne; Old French: asne; Persian: خر; Plautdietsch: Äsel; Polish: osioł anim; Portuguese: asno, burro, jumento, besta, jerico, jegue; Romanian: măgar, asin; Russian: осёл, ишак; Samoan: asini; Sanskrit: गर्दभ; Scottish Gaelic: asal, aiseal; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀гарац; Roman: màgarac; Sicilian: sceccu; Slovak: somár, osol; Slovene: osel; Spanish: asno, pollino, burro, jumento; Sudovian: asilas; Swedish: åsna; Tagalog: asno; Tocharian B: kercapo; Turkish: eşek; Vietnamese: lừa; Volapük: cuk
Abkhaz: аҽада; Adyghe: щыды; Afrikaans: donkie; Akkadian: 𒀲; Albanian: gomar, magar; Amharic: አህያ; Arabic: حِمَار; Egyptian Arabic: حمار; Gulf Arabic: حمار; Moroccan Arabic: حمار, حمارة, دحش, دحشة; Aramaic Classical Syriac: ܚܡܪܐ, ܚܡܪܬܐ, ܐܬܢܐ; Jewish Babylonian Aramaic: חֲמָרָא; Armenian: էշ, ավանակ; Aromanian: cãci, dãngã, gumar, dãnglãrã, shonj, tãronj, uci, uricljat, tar; Assamese: গাধ; Asturian: burru, burra; Avar: хӏама; Awadhi: गदहा; Azerbaijani: eşşək, ulaq; Baluchi: ہر; Bashkir: ишәк; Basque: asto; Bau Bidayuh: kaldei; Belarusian: асёл; Bengali: গাধা; Breton: azen; Budukh: лем; Bulgarian: магаре, осел; Burmese: မြည်း; Buryat: элжэгэн; Catalan: ase, somera, burro, burra, ruc, ruca; Central Melanau: keledai; Chechen: вир; Cherokee: ᏗᎦᎵᏅᎯᏛ; Cheyenne: a'éevo'ha; Chichewa: bulu; Chickasaw: haksibish falaa'; Chinese Cantonese: 驢, 驴, 驢仔, 驴仔; Dungan: лү; Hakka: 驢仔, 驴仔; Mandarin: 驢, 驴, 驢子, 驴子; Min Dong: 驢, 驴; Min Nan: 驢, 驴, 驢仔, 驴仔; Wu: 驢, 驴; Chuukese: tongki; Chuvash: ашак; Coptic: ⲉⲱ; Crimean Tatar: eşek; Czech: osel; Dalmatian: samur; Danish: æsel; Dhivehi: ހިާމރު; Dutch: ezel; Eastern Mari: осёл; Elfdalian: åsn; Esperanto: azeno; Estonian: eesel; Ewe: tedzi; Faroese: asni; Finnish: aasi; French: âne; Friulian: mus; Galician: asno, burro; Georgian: ვირი, ჯორი; German: Esel; Grauchen, Grautier; Gothic: 𐌰𐍃𐌹𐌻𐌿𐍃; Greek: γάιδαρος, γαϊδούρα, γαϊδούρι, όνος; Greenlandic: siutitooq; Gujarati: ગધેડો; Hausa: jaki; Hebrew: חֲמוֹר, אָתוֹן; Hindi: गधा; Hungarian: szamár; Icelandic: asni; Ido: asno; Indonesian: keledai; Ingush: вир; Interlingua: asino; Irish: asal; Istriot: samèri; Italian: asino, somaro, buricco, ciuco; Japanese: 驢馬, ロバ; Kalmyk: элҗгн; Kannada: ಕತ್ತೆ; Karachay-Balkar: эшек; Kashubian: osoł; Kazakh: есек; Khmer: សត្វលា, លា; Korean: 당나귀, 나귀; Kriol: ginggong ginggong; Kurdish Central Kurdish: کەر; Northern Kurdish: ker; Kyrgyz: эшек; Ladin: musc, musciat; Lao: ລາ, ມ້າລໍ; Latin: asellus, asinus; Latvian: ēzelis; Laz: ეშეღი; Lezgi: лам; Ligurian: ase; Limburgish: aezel; Lithuanian: asilas; Low German: Esel; Luo: punda; Luxembourgish: Iesel; Lü: ᩃᩣ; Macedonian: магаре; Malay Jawi: کلداي, حمار; Rumi: keldai, himar; Malayalam: കഴുത; Maltese: ħmar; Manchu: ᡝᡳᡥᡝᠨ; Manx: assyl; Maori: kāihe; Marathi: गाढव; Moksha: ишме; Mongolian: илжиг; Navajo: télii; Neapolitan: ciuccio; Norman: âne; Northern Sami: ásen; Norwegian: esel; Occitan: ase, asne; Old Church Slavonic Cyrillic: осьлъ; Old East Slavic: осьлъ; Old English: esol; Old French: asne; Oriya: ଗଧ; Oromo: harree; Ossetian: хӕрӕг; Pashto: خر; Persian: خر, الاغ; Plautdietsch: Äsel; Polish: osioł, oślica; Portuguese: asno, jerico, jegue, jumento, burro; Punjabi: ਗਧਾ; Quechua: wuru, asnu; Romani: magari, magarka; Romanian: măgar, asin; Romansch: asen; Russian: осёл, ослица, ишак; Samoan: asini; Sanskrit: गर्दभ; Sardinian: burriccu, molenti, molingianu, àinu; Campidanese: àinu, bestiolu, molènti, bistrassu; Logudorese: poleddu, polléddu, pulléddu, àinu, àinu; Scots: cuddie; Scottish Gaelic: asal; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀гарац, то̀вар; Roman: màgarac, tòvar; Sicilian: sceccu; Sindhi: گڏھ; Sinhalese: බූරුවා; Slovak: somár, osol; Slovene: osel, oslica; Somali: dameer; Sorbian Lower Sorbian: ezel, wósoł; Upper Sorbian: wosoł; Sotho: tonki; Southern Altai: эштек; Spanish: asno, burro, jumento; Sumerian: 𒀲; Swahili: punda; Swedish: åsna; Tagalog: asno, buriko; Tajik: хар; Tamil: கழுதை; Taos: mùldu'úna; Tatar: ишәк; Telugu: గాడిద; Thai: ลา; Tibetan: བོང་བུ; Tigrinya: ኣድጊ; Tocharian B: kercapo; Tok Pisin: donki, esel; Turkish: eşek, merkep; Turkmen: eşek; Tuvan: элчиген; Udmurt: ишак, осёл; Ukrainian: осел, віслюк, ішак; Urdu: گدھا; Uyghur: ئېشەك; Uzbek: eshak; Venetian: muso, àxeno; Vietnamese: lừa; Volapük: cuk; Wakhi: xur; Walloon: ågne, bådet, både, bourike, ågntea; Welsh: asyn; West Coast Bajau: keribas; West Frisian: ezel; Wolof: mbaam-sëf mi, mbaam-sëf; Xhosa: imbongolo; Yakut: осёл; Yiddish: אייזל, חמור; Yoruba: ké̩té̩ké̩té̩; Zazaki: her; Zulu: imbongolo, udonki; Zuni: moshok'o
pulley
Arabic: مَنْجُور; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc