μορφή: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μορφή]], Α δωρ. τ. μορφά)<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] του ανθρώπου, [[θωριά]], [[παρουσιαστικό]] (α. «όποια η [[μορφή]] τέτοια και η [[ψυχή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική [[εμφάνιση]] του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον [[ψυχικό]] του κόσμο<br />β. «δες [[μορφή]] και δες [[ψυχή]]» γ. «αποκρουστική [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η [[εμφάνιση]], το εξωτερικό, το [[σχήμα]], η [[φόρμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[γένος]], [[ποικιλία]] («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στη [[μεταφυσική]]) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική [[αρχή]] τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εσωτερικό, εννοιολογικό [[περιεχόμενο]], ο [[τρόπος]] έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική [[δομή]] του έργου τέχνης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύπος]], [[είδος]] κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)<br />β) [[φάση]] εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή [[κινητοποίηση]] πήρε ανησυχητική [[μορφή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> μαθηματική [[έκφραση]] ορισμένου τύπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατελής]] [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς<br />β) «τέλεια [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς<br />γ) «[[ψυχολογία]] της μορφής» — [[σχολή]] της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη [[μελέτη]] της αντίληψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ωραίο]] [[σχήμα]], η [[ωραιότητα]] της μορφής<br /><b>2.</b> το σωματικό [[κάλλος]], η [[ομορφιά]]<br /><b>3.</b> [[χρώμα]] προσώπου<br /><b>4.</b> η φαινομενική [[μορφή]], σε [[αντίθεση]] με το [[είδος]], με την αληθινή [[μορφή]] («ἀλλάτοντα τὸ [[εἶδος]] | |mltxt=η (ΑΜ [[μορφή]], Α δωρ. τ. μορφά)<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] του ανθρώπου, [[θωριά]], [[παρουσιαστικό]] (α. «όποια η [[μορφή]] τέτοια και η [[ψυχή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική [[εμφάνιση]] του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον [[ψυχικό]] του κόσμο<br />β. «δες [[μορφή]] και δες [[ψυχή]]» γ. «αποκρουστική [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η [[εμφάνιση]], το εξωτερικό, το [[σχήμα]], η [[φόρμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[γένος]], [[ποικιλία]] («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στη [[μεταφυσική]]) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική [[αρχή]] τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εσωτερικό, εννοιολογικό [[περιεχόμενο]], ο [[τρόπος]] έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική [[δομή]] του έργου τέχνης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύπος]], [[είδος]] κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)<br />β) [[φάση]] εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή [[κινητοποίηση]] πήρε ανησυχητική [[μορφή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> μαθηματική [[έκφραση]] ορισμένου τύπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατελής]] [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς<br />β) «τέλεια [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς<br />γ) «[[ψυχολογία]] της μορφής» — [[σχολή]] της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη [[μελέτη]] της αντίληψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ωραίο]] [[σχήμα]], η [[ωραιότητα]] της μορφής<br /><b>2.</b> το σωματικό [[κάλλος]], η [[ομορφιά]]<br /><b>3.</b> [[χρώμα]] προσώπου<br /><b>4.</b> η φαινομενική [[μορφή]], σε [[αντίθεση]] με το [[είδος]], με την αληθινή [[μορφή]] («ἀλλάτοντα τὸ [[εἶδος]] αὑτοῦ εἰς πολλάς μορφάς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορφή]] εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] μιας ρίζας <i>μερφ</i>- η οποία μαρτυρείται μόνο στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ἀμερφές]]<br />αἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. <i>μέρφος</i> που θα αντιστοιχούσε με τη [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γένος]]: [[γονή]]) και ενός ρήματος <i>μέρφω</i> παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>mer</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και συνδέεται πιθ. με [[μόρφνος]]. Το λατ. <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, με ετρουσκική [[επίδραση]], [[παρά]] τα προβλήματα που γεννά το μακρό -<i>ō</i>- της Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[ωραιότητα]], σωματικό [[κάλλος]], ως συνώνυμο τών [[χάρις]], [[κάλλος]] [[αλλά]] με σημαντικές διαφορές σε [[σχέση]] με τα [[εἶδος]], <i>φυή</i>. Στη Νεοελληνική η λ. [[μορφή]] έλαβε τη σημ. της εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]], ενώ, για να δηλώσει το σωματικό [[κάλλος]], επικράτησε η λ. [[ομορφιά]]. Με τη λ. [[μορφή]] ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (<b>[[πρβλ]].</b> [[μορφολογία]], [[μορφογένεση]], [[μορφομετρικός]]), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μορφάζω]], [[Μορφεύς]](-<i>έας</i>), [[μορφώνω]] (-<i>όω</i> / -<i>άω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφήεις]], [[μορφύνω]], [[Μορφώ]], [[μόρφων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μορφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μόρφημα]], [[μορφικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μορφοειδής]], [[μορφοεμφέρεια]], [[μορφόλυκος]], [[μορφοφανής]], [[μορφόχρους]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μορφοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μορφοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μορφάλλαξη]], [[μορφογένεση]], [[μορφολογία]], [[μορφομετρικός]], [[μορφοποίηση]], [[μορφοτροπέας]], [[μορφοτροπία]], <i>μορφοφοβία</i>, [[μορφοφωνηματική]], [[μορφοφωνολογία]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόμορφος]], [[αγριόμορφος]], [[αετόμορφος]], <i>αλληλόμορφος</i>, [[αλλόμορφος]], <i>αλογόμορφος</i>, [[άμορφος]], [[ανθρωπόμορφος]], [[αυτόμορφος]], [[γυναικόμορφος]], [[δίμορφος]], [[δύσμορφος]], [[έμμορφος]], [[ετερόμορφος]], [[εύμορφος]], [[ζωόμορφος]], [[ηλιόμορφος]], [[θεόμορφος]], [[θηριόμορφος]], [[ιδιόμορφος]], [[κακόμορφος]], [[καλλίμορφος]], [[καλόμορφος]], [[κριόμορφος]], [[λεοντόμορφος]], [[λυκόμορφος]], [[μυριόμορφος]], [[ομοιόμορφος]], [[πεντάμορφος]], [[πιθηκόμορφος]], [[πολύμορφος]], [[τερατόμορφος]], [[τρίμορφος]], [[χαριτόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιολόμορφος]], [[αλλοιόμορφος]], [[ανδρόμορφος]], <i>αντίμορφος</i>, <i>αξιόμορφος</i>, <i>απόμορφος</i>, [[αρκτόμορφος]], [[αρσενόμορφος]], <i>γυπόμορφος</i>, [[διάμορφος]], [[δίμορφος]], [[δρακοντόμορφος]], [[δωδεκάμορφος]], <i>ειδωλόμορφος</i>, <i>εικονόμορφος</i>, [[ειλικόμορφος]], <i>εννεάμορφος</i>, [[εσπερόμορφος]], [[ηερόμορφος]], [[θεατρόμορφος]], [[θηλύμορφος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιππόμορφος]], <i>κωνόμορφος</i>, [[κνωπόμορφος]], [[κυνόμορφος]], [[λυκαινόμορφος]], [[ορνεόμορφος]], [[πάμμορφος]], [[πανεύμορφος]], [[παντεύμορφος]], [[σύμμορφος]], [[σφαιρόμορφος]], [[ταυρεόμορφος]], [[τετράμορφος]], [[υγρόμορφος]], [[χλοόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελόμορφος]], [[αερόμορφος]], [[αιθερόμορφος]], [[αιλουρόμορφος]], [[ακτινόμορφος]], [[αμπελόμορφος]], [[ανομοιόμορφος]], [[απαισιόμορφος]], [[απειρόμορφος]], [[αστερόμορφος]], <i>βαλανόμορφος</i>, [[γραόμορφος]], [[δακρυόμορφος]], <i>διπλόμορφος</i>, [[έμμορφος]], [[εναντιόμορφος]], [[ερπετόμορφος]], [[ερυθρόμορφος]], [[ζυγόμορφος]], [[θυσανόμορφος]], [[ιχθυόμορφος]], [[κορακόμορφος]], [[κτηνόμορφος]], [[λειχηνόμορφος]], <i>λωτόμορφος</i>, [[μελανόμορφος]], [[ξενόμορφος]], [[ολόμορφος]], <i>όμορφος</i>, [[οστεόμορφος]], [[οφιόμορφος]], <i>πανέμμορφος</i>, <i>παπυρόμορφος</i>, [[πλειόμορφος]], <i>πυργόμορφος</i>, [[ριζόμορφος]], <i>φοινικόμορφος</i>.] | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
English (LSJ)
ἡ,
A form, shape, twice in Hom. (not in Hes.), σοὶ δ' ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast comeliness of words, Od.11.367 (cf. Eust. ad loc.); so prob. ἄλλος μὲν . . εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.8.170: freq. later, μορφὰς δύο ὀνομάζειν Parm.8.53; μορφὴν ἀλλάξαντα Emp.137.1; μορφὰν βραχύς Pi.I.4(3).53; μορφῆς μέτρα shape and size, E.Alc.1063: periphr., μορφῆς φύσις A.Supp.496; μορφῆς σχῆμα, τύπωμα, E.Ion992, Ph.162; τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA640b34; καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μ. μία A.Pr.212; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν ib.449; νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδόν S.El.1159; of plants, Thphr.HP1.1.12 (pl.); esp. with ref. to beauty of form, ὑπέρφατον μορφᾷ Pi.O.9.65; οἷς ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μ. ib.6.76, cf. IG42 (1).121.119 (Epid., iv B. C.), LXX To.1.13, Vett.Val.1.6, etc.; σῶμα μορφῆς ἐμῆς OGI383.41 (Commagene, i B. C.); μορφῆς εἰκόνας ib.27; χαρακτῆρα μορφῆς ἐμῆς ib.60. 2 generally, form, fashion, appearance, A.Pr.78, S.Tr.699, El.199 (lyr.); outward form, opp. εἶδος, ἑκατέρω τῶ εἴδεος πολλαὶ μ. Philol.5; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R.380d; μ. θεῶν X.Mem.4.3.13, cf. Ep.Phil.2.6, Dam.Pr.304; ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς A.R.4.1193; κατά τε μορφὰς καὶ φωνάς gesticulations and cries, D.H.14.9; τὴν μ. μελάγχρους, τῇ μ. μελίχροας, in complexion, Ptol.Tetr.143, 144. 3 kind, sort, E. Ion 382, 1068 (lyr.), Pl.R.397c, etc. (Possibly cogn. with Lat. forma for morgu̯hmā, with f by dissimilation, cf. μύρμηξ.)
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, die Gestalt, Leibesbildung; εἶδος ἀκιδνότερος πέλει, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, Od. 8, 170, wie μορφὰν βραχύς Pind. I. 3, 71; οὔτε φωνἡν οὔτε του μορφὴν βροτῶν ὄψει, Aesch. Prom. 21; πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία, 210; ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας, das Aeußere des Körpers, Soph. Phil. 129; μορφῆς μετάστασις, die Verwandlung der Gestalt, Eur. Hec. 1266, vgl. μορφὴν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν, Bacch. 4; bes. schöne Gestalt, körperliche Schönheit, ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισιν, Pind. Ol. 9, 70; ποτιστάζει Χάρις εὐκλέα μορφάν, 6, 76; διαφθορὰν μορφῆς, Aesch. Prom. 647; καλή, Soph. O. C. 584; ἔριν μορφᾶς, Eur. I. A. 184; κατὰ σώματος μορφήν, Plat. Phaedr. 271 a; μορφὰς παντοίας εἴληφε, Phil. 12 c; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μ ορφάς, Rep. II, 380 d; auch συῶν μορφαί, Tim. Locr. 104 e; μορφαὶ θεῶν, Xen. Mem. 4, 3, 13; Folgde, ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς, Ap. Rh. 4, 1193. – In der Zeichenkunst der Umriß. – Später auch die Geberden, das Mienenspiel.
Greek (Liddell-Scott)
μορφή: ἡ, σχῆμα, Λατ. forma, σοὶ δ’ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί, «τὸ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων γράφεται καὶ ἔνι μὲν μορφὴ ἐπέων, ὅ ἐστι κάλλος ἢ πιθανότης» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 367· οὕτω πιθ., ἄλλος μέν... εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ἄλλος ἔχει εὐτελὲς ἐξωτερικόν, ἀλλ’ ὁ θεὸς κοσμεῖ αὐτὸν διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς εὐγλωττίας, Θ. 169· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις, ὁ δὲ Ἡσ. οὐδαμοῦ· οὐδὲ τῶν παραγώγων αὐτῆς οὐδὲν μεταχειρίζονται οὔτε τῶν συνθέτων· - συχνότατον παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι, μορφή, παράστημα, σχῆμα ἐξωτερικόν, μορφὰν βραχὺς Πινδ. Ι. 4 (3). 89· μορφῆς μέτρα Εὐρ. Ἄλκ. 1063· περίφρ., μορφῆς φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· μ. σχῆμα, τύπωμα Εὐριπ. Ἴων 992, Φοίν. 162· καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία Αἰσχύλ. Πρ. 210· ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν αὐτόθι 449· νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) συχνάκις, ὡς τὸ Λατ. forma, species, ὡραία μορφή, Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) καθόλου, εἶδος, σχῆμα, ἐξωτερικόν, Σοφ. Τρ. 699, Ἠλ. 199· - ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εἶδος, δηλ. τὴν ἀληθῆ μορφήν, Πλάτ. Πολ. 380D· μ. θεῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· ἡρώων εἴδεα καὶ μορφὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1193. 4) μορφή, εἶδος, Εὐρ. Ἴων 382, 1067, Πλάτ. Πολ. 397C, κτλ. ΙΙ. σχῆμα, σχηματισμὸς τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 10. 15. (Πρότερον ἐθεωρεῖτο ὡς = forma, κατὰ μετάθεσιν· ἀλλ’ ἴδε Pott. 2. 119).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
forme :
1 forme du corps, figure, extérieur;
2 forme, apparence en parl. de songes, de fantômes;
3 forme, sorte, espèce.
Étymologie: cf. lat. forma.
English (Autenrieth)
form, fig., grace; ἐπέων, λ 3, Od. 8.170. (Od.)
Spanish
English (Strong)
perhaps from the base of μέρος (through the idea of adjustment of parts); shape; figuratively, nature: form.
English (Thayer)
μορφῆς, ἡ (from root signifying 'to lay hold of', 'seize' (cf. German Fassung); Fick, Part i., p. 174; Vanicek, p. 719), from Homer down, the form by which a person or thing strikes the vision; the external appearance: children are said to reflect ψυχῆς τέ καί μορφῆς ὁμοιότητα (of their parents), ἐφανερώθη ἐν ἑτέρα μορφή, ἐν μορφή Θεοῦ ὑπάρχων, μορφήν δούλου λαβών, who, although (formerly when he was λόγος ἄσαρκος) "he bore the form (in which he appeared to the inhabitants of heaven) of God (the sovereign, opposed to μορφή δούλου), yet did not think that this equality with God was to be eagerly clung to or retained (see ἁρπαγμός, 2), but emptied himself of it (see κενόω, 1) so as to assume the form of a servant, in that he became like unto men (for angels also are δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, μένει ἀεί ἁπλῶς ἐν τῇ αὐτοῦ μορφή, Plato, de rep. 2, p. 381c., and it is denied that God φαντάζεσθαι ἄλλοτε ἐν ἀλλαις ἰδέαις ... καί ἀλλαττοντα τό αὐτοῦ εἶδος εἰς πολλάς μορφας ... καί τῆς ἑαυτοῦ ἰδεας ἐκβαίνειν, p. 380d.; ἡκιστ' ἄν πολλάς μορφας ἰσχοι ὁ Θεός, p. 381b.; ἑνός σώματος οὐσίαν μετασχηματίζειν καί μεταχαράττειν εἰς πολυτροπους μορφας, Philo leg. ad Gaium § 11; οὐ γάρ ὥσπερ τό νόμισμα παρακομμα καί Θεοῦ μορφή γίνεται, ibid. § 14at the end; God ἔργοις μέν καί χαρισιν ἐνεργής καί παντός ὁυτινοσουν φανερωτερος, μορφήν δέ καί μέγεθος ἡμῖν ἀφανεστατος, Josephus, contra Apion 2,22, 2.) [ SYNONYMS: μορφή, σχῆμα: according to Lightfoot (see the thorough discussion in his 'Detached Note' on Phil. ii.) and Trench (N. T. Synonyms, § lxx.), μορφή form differs from σχῆμα figure, shape, fashion, as that which is intrinsic and essential, from that which is outward and accidental. So in the main Bengel, Philippi, others, on μορφή δούλου in Philippians , the passage cited relate to the complete form, or nature, of a servant; and σχῆμα to the external form, or human body.]
Greek Monolingual
η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά)
1. το πρόσωπο του ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η ψυχή» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο
β. «δες μορφή και δες ψυχή» γ. «αποκρουστική μορφή»)
2. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η εμφάνιση, το εξωτερικό, το σχήμα, η φόρμα
3. είδος, γένος, ποικιλία («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», Ευρ.)
4. (φιλοσ.) (στη μεταφυσική) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική αρχή τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» αρχή
νεοελλ.
1. (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε αντιδιαστολή προς το εσωτερικό, εννοιολογικό περιεχόμενο, ο τρόπος έκφρασης, το ύφος
2. (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική δομή του έργου τέχνης
3. μτφ. α) τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)
β) φάση εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή κινητοποίηση πήρε ανησυχητική μορφή»)
4. μαθημ. μαθηματική έκφραση ορισμένου τύπου
5. φρ. α) «ατελής μορφή»
(μυκητ.) το στάδιο του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς
β) «τέλεια μορφή»
(μυκητ.) το στάδιο του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς
γ) «ψυχολογία της μορφής» — σχολή της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη μελέτη της αντίληψης
αρχ.
1. το ωραίο σχήμα, η ωραιότητα της μορφής
2. το σωματικό κάλλος, η ομορφιά
3. χρώμα προσώπου
4. η φαινομενική μορφή, σε αντίθεση με το είδος, με την αληθινή μορφή («ἀλλάτοντα τὸ εἶδος αὑτοῦ εἰς πολλάς μορφάς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορφή εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα μιας ρίζας μερφ- η οποία μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ἀμερφές
αἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. μέρφος που θα αντιστοιχούσε με τη μορφή (πρβλ. γένος: γονή) και ενός ρήματος μέρφω παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη μορφή mer-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λάμπω» και συνδέεται πιθ. με μόρφνος. Το λατ. fōrma πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική, με ετρουσκική επίδραση, παρά τα προβλήματα που γεννά το μακρό -ō- της Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ωραιότητα, σωματικό κάλλος, ως συνώνυμο τών χάρις, κάλλος αλλά με σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα εἶδος, φυή. Στη Νεοελληνική η λ. μορφή έλαβε τη σημ. της εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιστημονική ορολογία, ενώ, για να δηλώσει το σωματικό κάλλος, επικράτησε η λ. ομορφιά. Με τη λ. μορφή ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (πρβλ. μορφολογία, μορφογένεση, μορφομετρικός), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.
ΠΑΡ. μορφάζω, Μορφεύς(-έας), μορφώνω (-όω / -άω)
αρχ.
μορφήεις, μορφύνω, Μορφώ, μόρφων
μσν.- νεοελλ.
μορφίζω
νεοελλ.
μόρφημα, μορφικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μορφοειδής, μορφοεμφέρεια, μορφόλυκος, μορφοφανής, μορφόχρους
αρχ.-μσν.
μορφοσκόπος
μσν.
μορφοποιός
νεοελλ.
μορφάλλαξη, μορφογένεση, μορφολογία, μορφομετρικός, μορφοποίηση, μορφοτροπέας, μορφοτροπία, μορφοφοβία, μορφοφωνηματική, μορφοφωνολογία. (Β' συνθετικό) αγλαόμορφος, αγριόμορφος, αετόμορφος, αλληλόμορφος, αλλόμορφος, αλογόμορφος, άμορφος, ανθρωπόμορφος, αυτόμορφος, γυναικόμορφος, δίμορφος, δύσμορφος, έμμορφος, ετερόμορφος, εύμορφος, ζωόμορφος, ηλιόμορφος, θεόμορφος, θηριόμορφος, ιδιόμορφος, κακόμορφος, καλλίμορφος, καλόμορφος, κριόμορφος, λεοντόμορφος, λυκόμορφος, μυριόμορφος, ομοιόμορφος, πεντάμορφος, πιθηκόμορφος, πολύμορφος, τερατόμορφος, τρίμορφος, χαριτόμορφος
αρχ.
αιολόμορφος, αλλοιόμορφος, ανδρόμορφος, αντίμορφος, αξιόμορφος, απόμορφος, αρκτόμορφος, αρσενόμορφος, γυπόμορφος, διάμορφος, δίμορφος, δρακοντόμορφος, δωδεκάμορφος, ειδωλόμορφος, εικονόμορφος, ειλικόμορφος, εννεάμορφος, εσπερόμορφος, ηερόμορφος, θεατρόμορφος, θηλύμορφος, ιερακόμορφος, ιππόμορφος, κωνόμορφος, κνωπόμορφος, κυνόμορφος, λυκαινόμορφος, ορνεόμορφος, πάμμορφος, πανεύμορφος, παντεύμορφος, σύμμορφος, σφαιρόμορφος, ταυρεόμορφος, τετράμορφος, υγρόμορφος, χλοόμορφος
νεοελλ.
αγγελόμορφος, αερόμορφος, αιθερόμορφος, αιλουρόμορφος, ακτινόμορφος, αμπελόμορφος, ανομοιόμορφος, απαισιόμορφος, απειρόμορφος, αστερόμορφος, βαλανόμορφος, γραόμορφος, δακρυόμορφος, διπλόμορφος, έμμορφος, εναντιόμορφος, ερπετόμορφος, ερυθρόμορφος, ζυγόμορφος, θυσανόμορφος, ιχθυόμορφος, κορακόμορφος, κτηνόμορφος, λειχηνόμορφος, λωτόμορφος, μελανόμορφος, ξενόμορφος, ολόμορφος, όμορφος, οστεόμορφος, οφιόμορφος, πανέμμορφος, παπυρόμορφος, πλειόμορφος, πυργόμορφος, ριζόμορφος, φοινικόμορφος.]
Greek Monotonic
μορφή: ἡ,
1. μορφή, σχήμα, Λατ. forma, σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων, έχεις τη δύναμη να δίνεις μορφή στα λόγια σου, δηλ. να δίνεις μια απόχρωση αλήθειας στα ψέματά σου, σε Ομήρ. Οδ.· θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ο Θεός προσθέτει το στέμμα της ομορφιάς, της ευγλωττίας στα λόγια του, στο ίδ.
2. μορφή, σχήμα, εικόνα, ιδίως όπως το Λατ. forma, εξαιρετική ή θεσπέσια μορφή, ομορφιά, σε Πίνδ., Τραγ.
3. γενικά, μορφή, σχήμα, διάπλαση, εμφάνιση, σε Σοφ., Ξεν.
4. μορφή, είδος, τύπος, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μορφή: дор. μορφά ἡ
1) вид, образ, тж. форма или очертания (μορφὴν ἔπεσι στέφειν Hom.; μορφαὶ θεῶν Xen.; μ. σώματος Plat.): μορφῆς μέτρα Eur. вид и рост; πολλῶν ὀνομάτων μ. μία Aesch. один образ со многими именами; ἀντὶ φιλτάτης μορφῆς σποδός τε καὶ σκιά Soph. вместо дорогих черт - пепел и тень;
2) внешность, видимость (ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Plat.);
3) красивая внешность, красота: ἔρις μορφᾶς Eur. спор о красоте (между тремя богинями);
4) филос. форма (γίγνεται πᾶν ἔκ τε τοῦ ὑποκειμένου καὶ τῆς μορφῆς Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: outward (corporal) shape, form, beautiful shape, charm (θ 170 a. λ 367; on the meaning cf. Treu Von Homer zur Lyrik 175f.).
Compounds: Very often as 2. member, e.g. πολύ-μορ-φος with many forms (Hp., Arist.) with πολυμορφ-ία (Longin., Him.).
Derivatives: Three denominatives : 1. μορφόομαι, -όω, also with μετα-, δια- a.o., assume a shape, form (Thphr., Arat., LXX, NT, Plu.) with (μετα-, δια-)μόρφωσις shaping, embodiment (Thphr., Str., Ep. Rom.); μορφ-ώτρια f. she who forms, represents (E. Tr.437), -ωτικός forming (Gal., Prokl.); also μόρφωμα form (Epicur., Aq.), but in trag. (A., E.) as enlargement of μορφή, cf. Chantraine Form. 186 f. -- 2. μορφάζω make gestures, behave oneself (X.) with -ασμός name of a dance (Ath., Poll.), embellish (Eust.); ἐπι-μορφάζω pretend, simulate (Ph.). -- 3. μορφύνει καλλωπίζει, κοσμεῖ H. (after καλλύνω a.o.); from ἄ-μορφος: ἀμορφύνειν οὑ δεόντως πράττειν H. (Antim. 72). -- Two names: Μορφώ f. surn. of Aphrodite in Sparta (Paus., Lyc.), Μορφεύς m. son of (the) Sleep (Or. Met. 11, 635), father of the dream-images created by him; Bosshardt 122 f. To be rejected Güntert Kalypso 193 f.: Μορφώ and Μορφεύς to μόρφνος. -- Adj. μορφήεις with beautiful shape (Pi.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀμερφές αἰσχρόν H. points to a noun *μέρφος n., beside which μορφή as γένος : γονή, τέγος : Lat. toga a.o.; the for the verbal nouns *μέρφος and μορφή to be posited primary verb *μέρφω v.t. is unknown. Also further connections are quite hypothetical. After Solmsen KZ 34, 23 f. (s. also Persson Beitr. 2, 687 a. 689) as *'glittering motley outward aspect' with μορφνος (s.v.) to Lith. márgas motley, manycoloured, beautiful, beside which the zero grade mirgė́ti light up and again extinguish, shine in motley play of colours; one should start from an IE verb *mergʷʰ- bunt glänzen o.ä.. Diff. on the Lith. words WP. 2, 274 and Fraenkel Wb. s. márgas. -- Not better Osthoff BB 24, 137A. (to μάρπτω), Thieme ZDMG 102, 107 (to Skt. bráhman-). -- On the attempts to connect Lat. forma with μορφή s. W.-Hofmann and Ernout-Meillet s.v. (DELG points to the difficulty of the o).
Middle Liddell
μορφη, ἡ,
1. form, shape, Lat. forma, σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast power to give shape to words, i. e. to give a colour of truth to lies, Od.; θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.
2. form, shape, figure, esp. like Lat. forma, a fine or beautiful form, Pind., Trag.
3. generally, form, fashion, appearance, Soph., Xen.
4. a form, kind, sort, Eur., Plat.