ἐξέρχομαι

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέρχομαι Medium diacritics: ἐξέρχομαι Low diacritics: εξέρχομαι Capitals: ΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: exérchomai Transliteration B: exerchomai Transliteration C: ekserchomai Beta Code: e)ce/rxomai

English (LSJ)

fut. ἐξελεύσομαι (but in Att. ἔξειμι (A) supplies the fut., also impf. ἐξῄειν): aor. 2 ἐξῆλθον, the only tense used in Hom.:—
A go or come out of, c. gen.loci, τείχεος, πυλάων, πόληος, Il.22.237,413,417; ἐκ δ' ἦλθε κλισίης 10.140; ἐ. δωμάτων, χθονός, etc., A.Ch.663, S.El. 778, etc.; ἐ. ἐκ.. Hdt.8.75, 9.12, S.OC37, etc.; ἔξω τῆσδ'.. χθονός E.Ph.476; of an actor, come out on the stage, Ar.Ach.240, Av.512: abs., come forth, ἐ. καὶ ἀμῦναι Il.9.576.
b rarely c. acc., ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν Hdt.7.29; ἐ. τὸ ἄστυ Id.5.104, cf.Arist.Pol.1285a5, LXX Ge.44.4.
c abs., march out, go forth, Th.2.11, etc.; ἐπί τινα Hdt.1.36.
d of an accused person, withdraw from the country to avoid trial, opp. φεύγω, D.23.45.
e ἐ. ὑπηρέτης to be commissioned to carry out an order of the court, Mitteis Chr.89.36(ii A.D.), etc.
f c. acc. cogn., go out on an expedition, etc., ἐ. ἐξόδους X.HG1.2.17; στρατείαν Aeschin.2.168; so παγκόνιτ' ἐ. ἄεθλ' ἀγώνων went through them, S.Tr.506 (lyr.); νίκης ἔχων ἐξῆλθε.. γέρας Id.El.687.
g with Preps., ἐ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, etc., X.Cyr.1.2.11, Pl.Cri.52b, etc.; ἐπὶ πλεῖστον ἐ. pursue their advantages to the utmost, Th.1.70; εἰς τόδ' ἐ. ἀνόσιον στόμα allow oneself to use these impious words, S. OC981; also ἐ. εἴς τινας come out of one class into another, as εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας, opp. ἔφηβοι, X.Cyr.1.2.12.
h of disease, pass off, ἢν ἐκ τοῦ ἄλλου σώματος ἡ νοῦσος ἐξεληλύθῃ Hp.Morb.2.13.
i of offspring, issue from the womb, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐ. Arist.Pr.896a18; ἐκ τῆς γαστρός M.Ant.9.3.
2 ἐ. εἰς ἔλεγχον stand forth and come to the trial, E.Alc.640; ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐ. τινί Id.Hec.226: abs., stand forth, be proved to be, ἄλλος S.OT1084; come forth (from the war), Th.5.31.
3 c. acc. rei, execute, ἃ ἂν.. μὴ ἐξέλθωσιν (v.l. for ἐπεξ-) Id.1.70; τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον (v.l. for ἐπεξ-) Id.3.108.
4 abs., exceed all bounds, Pl.Lg.644b; so ἐ. τὰ νόμιμα Nymphis15.
5 with acc. of the instrument of motion, ἐ. οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din.1.82.
II of time, come to an end, expire, Hdt.2.139, S.OT735, PRev.Laws 48.9 (iii B.C.), etc.; τοῦ ἐξελθόντος μηνός Hyp.Eux.35; ἐπειδὰν.. ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Pl.Plt. 298e; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι X.HG5.2.2.
2 of magistrates, etc., go out of office, ἡ ἐξελθοῦσα βουλή Decr. ap. And.1.77, cf. Arist.Pol.1273a16.
III of prophecies, dreams, events, etc., to be accomplished, come true, ἐς τέλος ἐ. Hes.Op.218: abs., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Hdt.6.108, cf. 82; ἐξῆλθε (sc. ἡ μῆνις) was satisfied, Id.7.137; ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ' ἀληθῶς A.Eu.796; κατ' ὀρθὸν ἐ. come out right, S.OT88; ἀριθμὸς οὐκ ἐλάττων ἐ. X.HG6.1.5; of persons, μὴ.. Φοῐβος ἐξέλθη σαφής turn out a true prophet, S.OT1011.
2 of words, proceed, παρά τινος Pl.Tht.161b; of goods, to be exported, Id.Alc.1.122e.

German (Pape)

[Seite 878] (s. ἔρχομαι), 1) aus-, herausgehen; gew. mit dem gen. des Orts, ἐκ δ' ἦλθε κλισίης Il. 10, 104, wie Od. 21, 190; ἐξελθέτω τις δωμάτων Aesch. Ch. 652; τῆσδε χθονός Soph. El. 768; οἴκων Eur. Hec. 174; mit praeposit., ἐκ τῆσδ' ἕδρας Soph. O. C. 37; ἔξω τῆσδε χθονός Eur. Phoen. 479; ἐξεληλυθότες ἐκ Σπάρτης Her. 9, 12; οὐκ ἐπὶ θεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Plat. Crit. 52 b; Phaed. 59 d; ὅθεν, ἐνθένδε, Tim. 79 b Crit. 44 e; absolut, fortgehen, ausziehen, Il. 9, 476; ἔξελθε πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch. Prom. 655; ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν Soph. Phil. 43; ἔξελθ' ἀμείψας στέγας 1246; ἐπὶ φόνον Eur. Or. 608; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden, Alc. 650; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge geraten, Hec. 226; vom Heere, Thuc. 2, 21; Xen. Hell. 7, 5, 6 u. A.; ἔξοδον Xen. Hell. 1, 2, 17, στρατείαν Aesch. 2, 168; ἄεθλα, Soph. Tr. 505, den Kampf bestehen; anders ist der acc. ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande, Her. 7, 29; vgl. Arist. pol. 3, 14; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din. 1, 82, auch nicht mit einem Fuße. – Auch von leblosen Dingen, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ' ἐμοῦ Plat. Theaet. 161 b; ὅθεν ἐξῆλθε τὸ πνεῦμα Tim. 79 b; von Krankheiten, die den Menschen verlassen, Hippocr. – Von der Zeit, vergehen, verstreichen, τίς χρόνος τοῖσδ' ἐστὶν οὑξεληλυθώς; Soph. O. R. 735; Her. 2, 139; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι, abgelaufen, Xen. Hell. 5, 2, 2; ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat. Polit. 298 e; Phaed. 108 e; Xen. An. 7, 5, 4 u. A. – Das Maaß überschreiten, εἴ ποτ' ἐξέρχεται, δυνατὸν δ' ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι Plat. Legg. I, 644 b; τὰ νόμιμα, übertreten, Ath. XII, 536 a. – 2) ausgehen, in Erfüllung gehen. εἰς τέλος ἐξέρχεσθαι Hes. O. 215; μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής Soph. O. R. 1011, Schol. μὴ οἱ χρησμοὶ τοῦ Φοίβου τελεσθῶσι; so von Träumen u. Orakeln, Her. 6, 82, ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι 107; ähnl. ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ' ἀληθῶς Aesch. Eum. 763; τὰ δύσφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρθὸν ἐξελθόντα, wenn es gut ausschlägt, Soph. O. R. 88; τοιόσδε δ' ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ' ἔτι ποτ' ἄλλος, ich möchte wohl nicht anders werden, ib. 1084; ἀριθμὸς καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἐλάσσων ἐξέλθοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen, Xen. Hell. 6, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

f. ἔξειμι, ao.2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα;
aller hors de :
I. en parl. de pers.
1 sortir, avec le gén. : πόληος IL, τείχεος IL, οἴκων EUR sortir d'une ville, d'un rempart, d'une maison ; rar. avec l'acc. ἐξ. τὸ ἄστυ HDT, χώρην HDT sortir de la ville, d'un pays ; fig. ἐκ τῶν ἐφήβων εἰς τοὺς τελείους XÉN sortir de la classe des éphèbes pour entrer dans celle des hommes faits;
2 sortir pour aller au loin, partir : ἐπὶ θήραν XÉN pour la chasse ; avec idée d'hostilité ἐπί τινα marcher contre qqn ; ἐξ. ἔξοδον XÉN partir ; ἐξ. στρατείαν ESCHN partir pour une expédition ; νόστον ἐξ. SOPH partir pour retourner;
3 en venir à : ἐς χερῶν ἄμιλλόν τινι EUR à lutter avec qqn ; εἰς ἔλεγχον EUR à une preuve ; avec l'acc. : τι à qch ; exécuter, accomplir qch;
4 sortir d'une épreuve, d'un examen ; être prouvé, démontré : ἄλλος ἐξέρχομαι SOPH je sors de là autre, il résulte de là, il est établi par là que je deviens autre;
II. en parl. de choses;
1 sortir, se faire jour, avoir une issue, aboutir ; en parl. d'événements, d'oracles, de songes arriver à son terme : κατ' ὀρθὸν ἐξ. SOPH avoir une heureuse issue ; ἐξῆλθε ἡ μῆνις HDT sa vengeance fut satisfaite;
2 en parl. du temps être passé, écoulé.
Étymologie: ἐξ, ἔρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέρχομαι: (fut. ἐξελεύσομαι, aor. 2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα)
1 выходить, уходить (πόλεως Hom., ἐκ τῆς πόλεως Plat. и τὸ ἄστυ Her.; χθονός Soph. и τὴν χώραν Her., Arst.): ἐ. τοῦ βίου Plut. умирать;
2 выступать, отправляться (ἐκ Σπάρτης Her.; πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch.; ἐπὶ φορβῆς νόστον Soph.; ἐπὶ τὴν θήραν Xen.; ἐκ τῆς πόλεως ἐπὶ θεωρίαν Plat.; στρατείαν Aeschin.; ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut.);
3 переходить (ἐκ τῶν ἐφήβων εἰς τοὺς τελείους Xen.);
4 приходить, являться (ἐπί τινα Her.);
5 вступать, приступать: εἰς ἔλεγχον ἐξελθεῖν Eur. подвергнуться испытанию; εἰς χερῶν ἅμιλλαν ἐξελθεῖν τινι Eur. вступить с кем-л. в рукопашный бой;
6 продвигаться вперед (ἐπὶ πλεῖστον Thuc.): τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξελθεῖν Thuc. совершить большую часть дела;
7 выходить, выделяться (τὸ σπέρμα ἐξέρχεται Arst.);
8 появляться (на свет), рождаться (τὸ παιδίον ἐξέρχεται Arst.);
9 высовываться (ἡ γλῶττα ἐξέρχεται μέχρι πόρρω Arst.);
10 расходоваться, тратиться (τὰ εἰσερχόμενα καὶ τὰ ἐξερχόμενα Arst.);
11 уходить с государственного поста: καὶ ἐξεληλυθότες καὶ μέλλοντες Arst. как прежние, так и будущие чиновники;
12 (о времени), проходить, миновать, (ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat.): τίς χρόνος τοῖσδ᾽ ἐστὶν οὑξεληλυθώς; Soph. сколько времени прошло с тех пор?;
13 вывозиться, служить предметом вывоза (χρυσίον καὶ ἀργυριον ἐξέρχεται Plat.);
14 исходить (οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ᾽ ἐμοῦ Plat.);
15 доходить, достигать (εἰς τέλος Hes.);
16 выходить за пределы, отклоняться: εἴ ποτε ἐξέρχεται δυνατὸν δ᾽ ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι Plat. если есть какой-л. недочет, который может быть исправлен;
17 исполняться, осуществляться: δοκέειν οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρησμόν Her. (он сказал, что), по его мнению, предсказание сбылось;
18 становиться, оказываться: ἐξελθεῖν κατ᾽ ὀρθόν Soph. оканчиваться благополучно; ἀριθμὸς καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι Xen. численность (войска) и в других местах может оказаться не меньше: φίλοι γενόμενοι ἐπὶ τελευτῆς ἐξέρχονται Arst. в конце концов они оказались друзьями.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς μέλλ. παραλαμβάνεται τὸ ἔξειμι, καθὼς καὶ ὡς παρατατ., τὸ ἐξήειν): ἀόρ. ἐξῆλθον, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος: Ἀποθ. Ἐκβαίνω ἔκ τινος τόπου, ἐξέρχομαι, μετὰ γεν. τόπου, δόμων, πόληος, πυλάων, τείχεος Ὅμ.· ἐκ δ’ ἦλθε κλισίης Ἰλ. Κ. 140· ἐξέρχεσθαι δωμάτων, χθονός, κτλ.· Αἰσχύλ. Χο. 663, κτλ.· ἐξ. ἐκ... Ἡρόδ. 8. 75, 9. 12, Σοφ. Ο. Τ. 37, κτλ., ἔξω... Εὐρ. Φοίν. 476· ἐπὶ ὑποκριτοῦ, παρουσιάζομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 240, Ὄρν. 512. β) σπανίως μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. egredi, ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν Ἡρόδ. 7. 29· ἐξ. τὸ ἄστυ ὁ αὐτὸς 5. 104, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 3. γ) ἀπολ., ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, Ἰλ. Ι. 576, Θουκ. 2. 21, κτλ: ὡσαύτως = ἐξέρχομαι κατά τινος, ἐπ’ αὐτὸν ἐξελθόντες Ἡρόδ. 1. 36· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνθρώπου πράξαντος ἀκούσιον φόνον, μεθίσταμαι, ἀπέρχομαι ἐκ τῆς χώρας ὅπως ἀποφύγω τὴν δίκην, Λατ. exulare, οὕτω δὲ ἀντιτίθεται τῷ φεύγω, τῷ ἐξεληλυθότων εἰπεῖν, ἀλλὰ μὴ πεφευγότων Δημ. 634. 21. δ) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, κτλ.· ἐξ. ἔξοδον Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· στρατείαν Αἰσχίν. 50. 34· οὕτω, παγκόνιτά τε ἐξῆλθον ἄεθλ’ ἀγώνων, διεξῆλθον, Σοφ. Τρ. 505, νίκης ἔχων ἐξῆλθε... γέρας, ὁ αὐτὸς Ἠλ. 687· νόστον ἐξ. (ἴδε νόστος) ὁ αὐτὸς Φιλ. 43. ε) μετὰ προθ., ἐξ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11, κτλ.· κρατοῦντες τὸν ἐχθρὸν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται, ἐπεκτείνουσι τὰς ἐκ τῆς νίκης ὠφελείας ἐπὶ πλεῖστον, Θουκ. 1. 70· σοῦ γ’ εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον στόμα, ἀφοῦ παρεξετράπῃς τόσον ὥστε νὰ ἐκβάλῃς τοῦ στόματός σου τόσον ἀνοσίους λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 981· ὡσαύτως, ἐξέρχεσθαι εἴς τινας, ἐξέρχεσθαι ἔκ τινος τάξεως καὶ μεταβαίνειν εἰς ἄλλην, ὡς ἐξέρχονται εἰς τοὺς τελείους ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἐφήβων δηλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12. 2) ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ, παρουσιασθεὶς εἰς ἔλεγχον, δοκιμασθεὶς ἔδειξας τίς εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 640· μήτ’ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί, μήτε νὰ τολμήσῃς νὰ ἔλθῃς εἰς ἅμιλλαν χειρῶν ἐναντίον μου, Εὐρ. Ἑκ. 226: ― γίνομαι, ἀποδείκνυμαι, τοιόσδε δ’ ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ’ ἔτι ποτ’ ἄλλος Σοφ. Ο. Τ. 1084· παύομαι, ἀντίθετον τῷ καθίσταμαι, ἃ ἔχοντες ἐς τόν... πόλεμον καθίσταντο... ταῦτα ἔχοντας καὶ ἐξελθεῖν Θουκ. 5. 31. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιτελῶ, καὶ ἃ μὲν ἐπινοήσαντες μὴ ἐξέλθωσιν οἰκεῖα στέρεσθαι ἡγοῦνται Θουκ. 1. 70· τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον ὁ αὐτὸς 3. 108· πρβλ., ἐπεξέρχομαι ΙΙ. 2. 4) ἀπολ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, «παραστρατῶ», Πλάτ. Νόμοι 644Β· οὕτω καί, τὰ τῆς Σπάρτης ἐξελθὼν νόμιμα, παραβάς, Νύμφις παρ’ Ἀθην. 536Α. 5) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, ἐξελθεῖν πόδα Δείναρχ. 100. 35· πρβλ. βαίνω ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, λήγω, ἀλλὰ γάρ οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρόνον ὁκόσον κεχρῆσθαι ἄρξαντα Αἰγύπτου ἐκχωρήσειν Ἡρόδ. 2. 139· χρόνος οὑξεληλυθὼς Σοφ. Ο. Τ. 735· τοῦ ἐξελθόντος μηνὸς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 44· ἐπειδάν... ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 2· ἐπὶ νόσου, Ἱππ. 465. 49. 2) ἐπὶ πολιτικῶν ἀρχῶν ὧν ἡ περίοδος ἔληξεν, ἡ ἐξελθοῦσα βουλή, ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 10· 37, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 7. ΙΙΙ. ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων, συμβεβηκότων, κτλ., ἀληθεύω, ἐκπληροῦμαι, Λατ. exire, evenire, ἐς τέλος ἐξελθοῦσα, «πληρωθεῖσα καιρῷ τινι» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216· ἀπολ., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 82· οὐδ’ ἐπαύσατο (ἡ μῆνις αὐτοῦ) πρὶν ἢ ἐξῆλθε, ἱκανοποιήθη, ὁ αὐτὸς 7. 137· οὕτως, ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ’, ἐγένετο, Αἰσχύλ. Εὐμ. 795· εἰ τύχοι κατ’ ὀρθὸν ἐξελθόντα, νὰ τελειώσωσι καλῶς, Σοφ. Ο. Τ. 88· ἀριθμὸς μὲν γάρ, ἔφη, καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι, δυνατὸν νὰ στρατολογηθῇ καὶ ἄλλοθεν οὐχὶ μικρότερος ἀριθμὸς στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 5· ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής, φοβούμενος μήπως ὁ Φοῖβος φανῇ δι’ ἐμὲ ἀληθὴς προφήτης, Σοφ. Ο. Τ. 1011· ἐξέρχομαι εἰς φῶς, γεννῶμαι, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐξέρχεται Ἀριστ. Πρβλ. 10. 46. 2) ἐπὶ λόγων, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἀεὶ παρὰ τοῦ ἐμοὶ προσδιαλεγομένου Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ἐπὶ χρημάτων, ἐξέρχεται δὲ οὐδαμόσε (τὸ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκ Λακεδαίμονος) ὁ αὐτὸς Ἀλκ. 1. 122Ε.

English (Autenrieth)

aor. ἐξῆλθον: come or go out, march forth, Il. 9.476,; πόληος, ‘out of the city,’ τείχεος, θύραζε, Od. 19.68.

Spanish

tener éxito, poseer eficacia mágica

English (Abbott-Smith)

ἐξέρχομαι, [in LXX chiefly and very freq. for יצא, also for עלה,בֹּוא, etc.;] depon.,
to go, or come out of: Mt 10:11, Mk 1:35, Jo 13:30, al.; c. inf., Mt 11:8, Mk 3:21, Lk 7:25, 26 Ac 20:8; id. seq. ἐπί, Mt 26:55, al.; εἰς, Mk 1:38; ἵνα, Re 6:2; ἐ. seq. ἐκ (cl. c. gen. loc.), Mk 5:2, Jo 4:30, al.; ἔξω, c. gen., Mt 21:17, Mk 14:68, Ac 16:13, He 13:13; ἀπό, Mk 11:12, Lk 9:5, Phl 4:15; ἐκεῖθεν, Mt 15:21, Mk 6:1, Lk 9:4, al.; of demons expelled, seq. ἐκ (ἀπό), c. gen. pers., Mk 1:25, 26 5:8, Lk 4:35, al.; of prisoners released, Mt 5:26, Ac 16:40; ptcp., ἐξελθών, c. indic., of verb of departure (cf. Dalman, Words, 20f.), Mt 8:32 15:21 24:1, Mk 16:8, Lk 22:39, Ac 12:9, 17 al. Metaph.,
(a)of persons: II Co 6:17, I Jo 2:19; of birth or origin, Mt 2:6 (LXX), He 7:5 (cf . Ge 35:11); of escape from danger, ἐκ τ. χειρὸς αὐτῶν, Jo 10:39; of public appearance, I Jo 4:1;
(b)of things: Mt 24:27; especially of utterances, reports, proclamations: φωνή, Re 16:17 19:5; φήμη, Mt 9:26, Lk 4:14; ἀκοή, Mk 1:28; λόγος, Jo 21:23; δόγμα, Lk 2:1 (cf. δι-εξέρχομαι).

English (Strong)

from ἐκ and ἔρχομαι; to issue (literally or figuratively): come (forth, out), depart (out of), escape, get out, go (abroad, away, forth, out, thence), proceed (forth), spread abroad.

English (Thayer)

imperfect ἐξηρχομην; future ἐξελεύσομαι; 2nd aorist ἐξῆλθον, plural 2nd person ἐξήλθετε, 3rd person ἐξῆλθον, and in L T Tr WH the Alex. forms (see ἀπέρχομαι, at the beginning) ἐξήλθατε (ἐξῆλθαν (Tdf. ἐξῆλθον; ἐξελήλυθα; pluperfect ἐξεληλύθειν (Sept. for יָצָא times without number; to go or come out of;
1. properly;
a. with mention of the place out of which one goes, or of the point from which he departs; α. of those who leave a place of their own accord: with the genitive alone, L T Tr WH insert ἔξω); R G. followed by ἐκ: ἔξω with the genitive — with addition of εἰς and the accusative of place, παρά with the accusative of place, πρός τινα, the accusative of person, ἐξέρχεσθαι ἀπό with the genitive of place, R G; R G); ἐξέρχεσθαι ἐκεῖθεν, T Tr text WH text); ὅθεν ἐξῆλθον, β. below). ἐξέρχεσθαι ἐκ etc. to come forth from, out of, a place: L omits; WH brackets ἐξῆλθεν); ἐξελθεῖν ἀπό, to come out (toward one) from, ἐξελθεῖν παρά τοῦ Θεοῦ: R G L marginal reading in ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἐκ τοῦ Θεοῦ, from his place with God, from God's abode, L text T Tr WH in β. of those expelled or cast out (especially of demons driven forth from a body of which they have held possession): ἐκ τίνος, the genitive of person: L marginal reading ἀπό); R Tr marginal reading; or ἀπό τίνος, L T Tr text WH; α. above); ). γ. of those who come forth, or are let go, from confinement in which they have been kept (e. g. from prison): α. where the place from which one goes forth (as a house, city, ship) has just been mentioned: Matthew (Tdf.); ἐκεῖθεν, i. e. ἐκ τῆς πόλεως ἤ κώμης ἐκείνης); ἐξέβαλεν αὐτόν); ); ἐξέρχεσθαι refers to the departure of demons: ἡ ἐλπίς τάς ἐργασίας αὐτῶν; see 2e. δ.). β. where one is said to have gone forth to do something, and it is obvious that he has gone forth from his home, or at least from the place where he has been staying: followed by an infinitive, τοῦ); R G infinitive with τοῦ (Tr brackets τοῦ)); ἐπί τινα (against), εἰς τοῦτο, ἵνα, εἰς with the accusative of place: εἰς τήν ἔρημον); ἐξερχομενοις alone is used of a people quitting the land which they had previously inhabited, ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τίνος, to meet one, L T Tr WH ὑπάντησιν), εἰς ἀπάντησιν or ὑπάντησιν) τίνι, R G; εἰς συνάντησιν τίνι, L T Tr WH ὑπάντησιν). Agreeably to the oriental redundancy of style in description (see ἀνίστημι, II:1c.), the participle ἐξελθών is often placed before another finite verb of departure: ἐξελθών (from the temple, see ἐπορεύετο ἀπό τοῦ ἱεροῦ, he departed from its vicinity); ἐκ τινων, ἐκ μέσου τινων, to go out from some assembly, i. e. to forsake it: μεμενήκεισαν μεθ' ἡμῶν); to come forth from physically, arise from, to be born of: ἐκ with the genitive of the place from which one comes by birth, ἐκ τῆς ὀσφύος τίνος, Hebrew מֵחֲלָצַיִם יָצָא; (Winer's Grammar, 33 (32))), ἐκ χειρός τίνος, to go forth from one's power, escape from it in safety: εἰς τόν κόσμον, to come forth (from privacy) into the world, before the public (of those who by novelty of opinion attract attention): α. of report, rumors, messages, precepts, etc., equivalent to to be uttered, to be heard: φωνή, to be made known, declared: ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ followed by ἀπό τινων, from their city or church, to spread, be diffused: ἡ φήμη, ἡ ἀκοή, Tr marginal reading); ὁ φθόγγος, τά ῤήματα, ὁ λόγος the word, saying, ἡ πίστις τίνος, the report of one's faith, to be proclaimed: δόγμα, an imperial edict, παρά τίνος, the genitive person, β. to come forth equivalent to be emitted, as from the heart, the mouth, etc.: ῤομφαία ἐκ τοῦ στόματος, G L T Tr WH); equivalent to to flow forth from the body: to emanate, issue: γ. ἐξέρχεσθαι (ἀπ' ἀνατολῶν), used of a sudden flash of lightning, δ. that ἐξέρχεσθαι in α. above) is used also of a thing's vanishing, viz. of a hope which has disappeared, arises from the circumstance that the demon that had gone out had been the hope of those who complain that their hope has gone out. On the phrase ἐισέρχεσθαι καί ἐξέρχεσθαι see in εἰσέρχομαι, 1a. (Compare: διεξέρχομαι.)

Greek Monolingual

(AM ἐξέρχομαι) έρχομαι
βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῖν», Ομ. Ιλ.)
μσν.- νεοελλ.
αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται της υπηρεσίας»)
αρχ.-μσν.
1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι
2. (για αίμα ή δάκρυα)
πηγάζω, βγαίνω
3. (για νερό) πηγάζω, αναβλύζω
μσν.
1. προέρχομαι
2. περιγράφω
3. αντεπεξέρχομαι
αρχ.
1. εκστρατεύω
(«οὕπω μείζονα παρασκευὴν ἔχοντες ἐξήλθομεν», Θουκ.)
2. (για εγκληματία) διαφεύγω σ' άλλη χώρα
3. διακρίνομαι ανάμεσα σε άλλους
4. σταματώ, τελειώνω
5. (για αρρώστια) περνώ
6. (για χρόνο) περνώ, λήγω
7. (για αρχή, υπηρεσία) λήγω («ἡ ἐξελθοῦσα βουλή», Ανδοκίδης)
8. αποβαίνω («τὰ δύσφορ' εἰ τύχοι κατ' ὀρθὸν ἐξελθόντα», Σοφ.)
9. προκύπτωἀριθμός... καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἐλάττων ἐξέλθοι», Ξεν.)
10. παρουσιάζομαι, αποκαλύπτομαι
τοιόσδε δ' ἐκφὺς οὐκ ἄν ἐξέλθοιμ' ἔτι ποτ' ἄλλος», Σοφ.)
11. (για όνειρα, μαντείες) βγαίνω αληθινός
12. πραγματοποιώ («τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον», Θουκ.)
13. ξεπερνώ το μέτρο
14. παραβαίνω («ἐξελθὼν νόμιμα», Αθήν.)
15. (για προϊόντα, εμπορεύματα) εξάγομαι
16. προβάλλω («ἐξέρχεσθαι οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα», Δείν.).

Greek Monotonic

ἐξέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι (αλλά στην Αττ. το ἔξειμι παίρνει τη θέση του μέλ., όπως επίσης παρατ. θεωρείται το ἐξῄειν)· αόρ. βʹ ἐξῆλθον· αποθ.·
I. 1. φεύγω ή εξέρχομαι από, με γεν. τόπου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ηθοποιό, βγαίνω, παρουσιάζομαι πάνω στη σκηνή, σε Αριστοφ.· επίσης με αιτ., ἐξ. τὴν χώρην, σε Ηρόδ.· απόλ., απέρχομαι, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, εξέρχομαι, επελαύνω, ἐπί τινα, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., εξέρχομαι σε εκστρατεία, σε Ξεν.· ολοκληρώνω εργασία, σε Σοφ.
2. ἐξ. εἰς ἔλεγχον, παρουσιάζομαι και οδηγούμαι σε δίκη, υποβάλλομαι σε έλεγχο, σε Ευρ.· αποδεικνύομαι τέτοιος ή με αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ.
3. με αιτ. πράγμ., επιτελώ, σε Θουκ.
II. λέγεται για χρόνο, παρέρχομαι, λήγω, σε Ηρόδ., Σοφ.
III. λέγεται για προφητείες, όνειρα, γεγονότα, συμβάντα, περιστατικά, εκπληρώνομαι, αληθεύω, πραγματοποιούμαι, σε Ηρόδ.· ὀρθὸν ἐξ., να τελειώσουν καλά, σε Σοφ.· μὴ ἐξέλθῃ σαφής, μήπως, μην τυχόν αποδειχτεί αληθινός προφήτης, στον ίδ.

English (Woodhouse)

expire, issue, lapse, result, be fulfilled, come out, come to an end, come true, exceed all limits, go beyond bounds, go out, go to excess, go to extremes, go too far, march out, run riot, turn out

⇢ Look up "ἐξέρχομαι" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Middle Liddell

fut. -ελεύσομαι [in Attic ἔξειμι supplies the fut., as also the imperf. ἐξῄειν] aor2 ἐξῆλθον
I. Dep.:— to go or come out of, c. gen. loci, Hom., Hdt., etc.; of an actor, to come out on the stage, Ar.:—also c. acc., ἐξ. τὴν χώρην Hdt.:—absol. to go away, march off, Il.: also, to march out, go forth, ἐπί τινα Hdt.:—c. acc. cogn. to go out on an expedition, Xen.: to go through a work, Soph.
2. ἐξ. εἰς ἔλεγχον to stand forth and come to the trial, Eur.: to turn out so and so, Soph.
3. c. acc. rei, to execute, Thuc.
II. of time, to come to an end, expire, Hdt., Soph.
III. of prophecies, dreams, events, to be accomplished, come true, Hdt.; ὀρθὸν ἐξ. to come out right, Soph.; μὴ ἐξέλθῃ σαφής lest he turn out a true prophet, Soph.

Chinese

原文音譯:™xšrcomai 誒克士-誒而何買
詞類次數:動詞(222)
原文字根:出去-來 相當於: (סוּר‎) (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎) (צָמַח‎)
字義溯源:發出,出來,出到,來到,出去,出,去,走,逃,進,下來,起行,起身,前行,發行,外邊,離開,離,傳,傳遍,傳開,流出來;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἔρχομαι)*=來)組成。參讀 (ἀναλύω) (ἀντλέω) (ἐκβαίνω)同義字
出現次數:總共(218);太(43);可(39);路(44);約(30);徒(30);羅(1);林前(2);林後(3);腓(1);帖前(1);來(5);雅(1);約壹(2);約貳(1);約叄(1);啓(14)
譯字彙編
1) 出來(43) 太8:28; 太12:43; 太13:1; 太14:14; 太15:22; 太17:18; 太18:28; 太24:1; 可3:21; 可5:13; 可8:11; 可9:25; 可9:29; 可11:11; 可11:12; 可14:26; 路4:35; 路4:35; 路4:41; 路6:19; 路8:29; 路8:33; 路11:53; 路15:28; 約18:16; 約18:38; 約19:17; 約19:34; 約20:3; 徒8:7; 徒16:18; 徒28:3; 林前14:36; 雅3:10; 啓6:4; 啓9:3; 啓14:15; 啓14:17; 啓14:18; 啓15:6; 啓16:17; 啓19:5; 啓19:21;
2) 出去(27) 太9:31; 太9:32; 太12:14; 太13:3; 太20:1; 太20:3; 太20:5; 太20:6; 太22:10; 可1:45; 可3:6; 可4:3; 可6:12; 可8:27; 可14:16; 可16:20; 路6:12; 路8:5; 路14:21; 路21:37; 約11:31; 約13:30; 約18:1; 徒12:17; 徒15:24; 徒15:40; 徒18:23;
3) 去(11) 太21:17; 可5:30; 路10:10; 路14:18; 約1:43; 徒10:23; 徒14:20; 徒16:3; 徒16:10; 林後8:17; 來11:8;
4) 出(9) 太25:1; 可1:35; 可14:68; 路17:29; 約8:42; 約10:9; 約12:13; 徒1:21; 來7:5;
5) 離(6) 路5:8; 路8:35; 路8:38; 路11:24; 徒22:18; 林前5:10;
6) 出去了(6) 可2:12; 路11:14; 約8:9; 約8:59; 徒17:33; 來11:8;
7) 他出來(5) 太26:71; 可6:34; 路1:22; 路22:39; 徒12:9;
8) 傳(5) 太9:26; 可1:28; 路4:14; 路7:17; 約21:23;
9) 他⋯去(4) 可2:13; 路22:62; 徒11:25; 啓3:12;
10) 他們⋯出去(4) 路9:6; 約4:30; 約21:3; 約壹2:19;
11) 你們出去(4) 太11:8; 太11:9; 路7:25; 路7:26;
12) 他們⋯出來(4) 太27:53; 路4:36; 路8:35; 徒12:10;
13) 我⋯出來(3) 路11:24; 約16:28; 腓4:15;
14) 出來的(3) 太12:44; 約16:27; 來3:16;
15) 就出來(3) 太8:32; 太26:30; 約18:4;
16) 他出去(3) 路4:42; 路5:27; 約13:31;
17) 你⋯出來(2) 太5:26; 路12:59;
18) 下來(2) 可5:2; 路2:1;
19) 你們⋯出來(2) 可14:48; 路22:52;
20) 去罷(2) 路13:31; 徒16:36;
21) 他離開(2) 可6:1; 約4:43;
22) 發出來的(2) 太15:18; 太15:19;
23) 出來罷(2) 可1:25; 可5:8;
24) 你們離(2) 太10:14; 路9:5;
25) 你們當⋯出來阿!(1) 啓18:4;
26) 牠要出來(1) 啓20:8;
27) 他⋯出來(1) 啓6:2;
28) 流出來(1) 啓14:20;
29) 將有⋯出來(1) 太2:6;
30) 進(1) 約貳1:7;
31) 傳遍(1) 羅10:18;
32) 我們前行(1) 徒21:8;
33) 就起身(1) 徒21:5;
34) 去了(1) 林後2:13;
35) 傳開了(1) 帖前1:8;
36) 已經來到(1) 約壹4:1;
37) 我們當出到(1) 來13:13;
38) 你們⋯出去(1) 太24:26;
39) 他⋯出(1) 太26:75;
40) 離去(1) 徒20:11;
41) 她們⋯出來(1) 可16:8;
42) 他是⋯出來(1) 約13:3;
43) 他⋯逃(1) 約10:39;
44) 曾⋯出去(1) 路8:46;
45) 你⋯出來的(1) 約16:30;
46) 他⋯離(1) 可7:31;
47) 你們要⋯出來(1) 林後6:17;
48) 我是⋯出來的(1) 可1:38;
49) 我⋯出來的(1) 約17:8;
50) 她⋯出去(1) 可6:24;
51) 他們⋯下來(1) 可6:54;
52) 他們⋯出外(1) 約叄1:7;
53) 來(1) 約19:5;
54) 他們出了(1) 可1:29;
55) 出來了(1) 可1:26;
56) 他們出來(1) 太27:32;
57) 你們離開(1) 可6:10;
58) 已經離(1) 可7:29;
59) 牠就出來了(1) 可9:26;
60) 已出去了(1) 可7:30;
61) 你們出來(1) 太26:55;
62) 你們出(1) 太25:6;
63) 你們走(1) 太10:11;
64) 都出(1) 太8:34;
65) 你們從前出(1) 太11:7;
66) 要出來(1) 太13:49;
67) 發出(1) 太24:27;
68) 離開(1) 太15:21;
69) 他們離開(1) 可9:30;
70) 你們從前出去(1) 路7:24;
71) 我們出去(1) 徒16:13;
72) 他們要出來(1) 徒7:7;
73) 他離(1) 徒7:4;
74) 牠出來了(1) 徒16:18;
75) 沒有了(1) 徒16:19;
76) 走了(1) 徒16:40;
77) 他們離(1) 徒16:40;
78) 你要離(1) 徒7:3;
79) 外邊(1) 約19:4;
80) 他上(1) 路8:27;
81) 曾趕出(1) 路8:2;
82) 起行(1) 路9:4;
83) 你出去(1) 路14:23;
84) 出到(1) 約18:29;
85) 就出來了(1) 約11:44;
86) 就起行(1) 徒20:1

Léxico de magia

tener éxito, poseer eficacia mágica ref. a una tablilla δεῖξον τὴν δύναμίν σου, καὶ ἐξέλθῃ τὸ πιττάκιον muestra tu fuerza y que la tablilla sea eficaz C 8b 6

Lexicon Thucydideum

exire, egredi, to go out, depart, 1.103.1, 1.103.3. 1.130.1, 1.131.2. 1.143.5. 2.4.4. 2.6.3. 2.21.2, [vulgo commonly ἐπεξιέναι], 2.57.1, 2.70.3. 2.70.4, 2.74.1. 2.75.1. 3.3.6, 3.20.1. 3.22.1. 3.22.5. 3.8.1, 3.34.3, 3.66.2. 3.111.1, 3.111.14.48.1, 4.69.4. 4.73.4. 4.75.1. 4.100.1, 4.106.1. 4.114.1. 4.114.15.7.5, 5.10.2. 5.10.6. 5.80.1, 5.80.3. 6.66.3, 6.96.3, 6.99.3. 6.101.2. 7.2.2, 7.3.1, 7.4.6, 7.4.67.42.6. 7.47.3, [vulgo commonly διεξιέναι, alii others ἀπιέναι, proficisci, to set out] 7.73.1. 7.73.2. 8.25.2. 8.69.4, (e consilio deliberately), 8.98.3,
in expeditionem proficisci, to set out on an expedition, 1.15.2, 1.77.6,
similiter similarly 1.95.7. 2.11.1, 4.5.1. 4.70.2, 4.81.1. 4.81.3. 5.8.2, 5.13.2. 5.34.1, 5.54.3, [nonnulli codd. several manuscripts ἐξελθόντος] 5.75.4. 6.7.2, 6.65.1,
progredi, to advance, 6.37.2, 7.11.4,
Translate, translate 1.70.5, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπεξ.]. 3.108.1, [vulgo commonly ἐπεξ.], confecerunt., they finished.
Absolute, absolutely excedere, to depart, withdraw, 5.31.5, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.46.4, cf. seq. compare what follows]