κράτος
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. and Ep. κάρτος, εος, τό, both in Hom.; Aeol. κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength, ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142; ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally, δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80; μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp.207; κατὰ κράτος with all one's might or strength, πολιορκεῖσθαι Th.1.64; πολεμεῖν Pl. Lg.692d; ἐξελέγχεσθαι D.34.20, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; also ἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23; ἐλαύνειν Id.An.1.8.1, etc.; ἀπὸ κράτους D.S.17.34; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph.594. 2 personified, K. Βία τε A. Pr.12; K. καὶ Δίκη Id.Ch.244. II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.; τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359, cf. Il.12.214; Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96, cf. A.Pr.527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948; τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11, etc.: pl., ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp.393 (lyr.), cf. S.Ant.485; esp. of political power, rule, sovereignty, ὁ μαιόμενος τὸ μέγα κρέτος ὀντρέψει τάχα τὰν πόλιν Alc. l.c.; τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129; ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all-powerful, Id.7.3; ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; later τὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy.41i2 (iii/iv A. D.): in pl., κράτη καὶ θρόνους S.Ant.173, cf. OT586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant.166. 2 c. gen., power over, τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69; τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42; πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp.425 (lyr.); τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr.949; δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch.480; δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th.871; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143; μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98; κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt.273a: pl., ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT201 (lyr.). 3 of persons, a power, an authority, Ἀχαιῶν δίθρονον κ. A.Ag.109 (lyr.), cf. 619, Th.127 (lyr.). III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280; κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838 (lyr.); νίκη καὶ κράτη A.Supp.951; ἀέθλων κ. victory in... Pi.I. 8(7).4; νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj.443; νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg.962a; κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130. IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167. 2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144. V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. (κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.)
Greek (Liddell-Scott)
κράτος: ᾰ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. κάρτος, εος, τό, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἰσχύς, δύναμις, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ σωματικῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ δόλος, Ἰλ. Η. 142· ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἔστι μέγιστον Ν. 484, κτλ.· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν, τοῦτο (δηλ. τὸ βάψαι) εἶναι τὸ παρέχον δύναμιν εἰς τὸν σίδηρον, Ὀδ. Ι. 393· δικαία γλῶσσ’ ἔχει κρ. μέγα Σοφ. Ἀποσπ. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 207· κατὰ κράτος, πάσῃ ἰσχύι, πάσῃ δυνάμει, πολιορκεῖσθαι Θουκ. 1. 64· πολεμεῖν Πλάτ. Νόμ. 692D ἐξελέγχεσθαι Δημ. 913. 15, κτλ.· ἀλλὰ συχνότατα, πόλιν ἑλεῖν κατὰ κράτος, κυριεῦσαι αὐτὴν βίᾳ, ἐξ ἐφόδου, Θουκ. 8. 100, Ἰσοκρ. 65C, κτλ.· οὕτως, ἀνὰ κράτος αἱρεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ἐλαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 8, 1, κτλ.· ― ὡσαύτως, ἀπὸ κράτους Διόδ. 17. 34· πρὸς ἰσχύος κράτος, ἀντίθετ. τῷ λόγῳ, Σοφ. Φιλ. 594. 2) προσωποπ., Ἰσχύς, Δύναμις, Κρ. Βία τε Αἰσχύλ. Πρ. 12· Κρ. καὶ Δίκη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 244. ΙΙ. καθόλου, δύναμις, ἐξουσία, τοῦ γὰρ κρ. ἐστί μέγιστον, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 118, κτλ.· τοῦ γὰρ κρ. ἐστιν ἐν οἴκῳ Ὀδ. Α. 359, πρβλ. Ἰλ. Μ. 214· οὕτω, Ζηνὸς κρ. Πινδ. Ο. 6. 162, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 529· ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 393, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 485. 2) μεθ’ Ὅμ., κυβέρνησις, διοίκησις, ἐξουσία, Ἡρόδ. 1. 129· τὸ κρ. περιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. ἐν 3. 81· τὸ πᾶν κρ. ἔχω, εἶμαι πανίσχυρος, ὁ αὐτ. ἐν 7. 3· ἐκπίπτειν κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 948· ἀρχὴ καὶ κρ. τυραννικὸν Σοφ. Ο. Κ. 373· πρῶτος ἐν κράτει βασιλεύς, ὁ πρῶτος βασιλεὺς μὲ ἀληθινὴν ἐξουσίαν, Θουκ. 2. 29· ― καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτη καὶ θρόνους Σοφ. Ἀντ. 173, πρβλ. 586, κτλ.· θρόνων κράτη ὑψίστη, βασιλικὴ ἰσχύς, ἐξουσία, αὐτόθι 166. 3) μετὰ γεν., ἐξουσία, ἀρχὴ ἐπί τινος, κράτος ἔχειν τῶν Περσῶν Ἡρόδ. 3. 69· τὸ κρ. εἶχε τῆς στρατιῆς ὁ αὐτ. ἐν 9. 42· πᾶν κράτος χθονὸς Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 425· τῶν ἄλλων δαιμόνων Εὐρ. Τρῳ. 949· δὸς κρ. τῶν σῶν δόμων Αἰσχύλ. Χο. 480· δωμάτων ἔχειν κρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 871· τὸ τῆς θαλάσσης κρ. Θουκ. 1. 143· κρ. τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν 8. 24· ὧν ἂν ᾗ τὸ κρ. τῆς γῆς, ὅσοι ἔχουσι τὴν ἐξουσίαν τῆς χώρας, ὁ αὐτ. ἐν 4. 98· κρ. ἔχειν ἑαυτοῦ Πλάτ. Πολιτ. 273Α· ἐν τῷ πληθ., ἀστραπῶν κράτη νέμων Σοφ. Ο. Τ. 201. 4) ἐπὶ προσώπων, δύναμις, ἐξουσία, Ἀχαιῶν δίθρονον κρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 109, πρβλ. 619, Θήβ. 127. ΙΙΙ. ὑπεροχή, ὑπερτέρα δύναμις, κυριότης, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς Ἰλ. Α. 509., Ζ. 387, Ὀδ. Φ. 280· κρ. ἄρνυσθαι Σοφ. Φιλ. 838· νίκη καὶ κράτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 951· ἀέθλων κρ., νίκη ἐν..., Πινδ. Ι. 8 (7). 7· νίκη καὶ κρ. τῶν δρωμένων Σοφ. Ἠλ. 85· κρ. ἀριστείας, ἡ ἀμοιβή. τὸ ἔπαθλον, βραβεῖον τῆς μεγίστης ἀνδρείας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 443· νίκη καὶ κρ. τῶν πολεμίων Πλάτ. Νόμ. 962Α· κρ. πολέμου καὶ νίκη Δημ. 381. 12. ― Ἡ λέξις αὕτη καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς φέρονται ὑπὸ δύο τύπους, κρατ- καὶ καρτ-· ὁ δεύτερος εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπικός, οἷον κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, ἀλλ’ ἐν τῷ κρατερὸς καὶ καρτερὸς ἐπικρατεῖ τὸ ἀντίθετον ὡς κανών, ἴδε κρατερὸς ἐν τέλ.· τὰ δὲ κρατέω, κρατὺς δὲν ἔχουσι τύπον καρτ-. (Ἡ ῥίζα ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῷ κραταιός. Γοτθ. hard-us (σκληρός, αὐστηρός), Ἀρχ. Γερμ. hart-i, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
épq. κάρτος, ion. -εος, att. -ους (τό) :
force :
1 force du corps, force, vigueur, solidité : κατὰ κράτος, de vive force ou de toute sa force ; ἀνὰ κράτος XÉN de vive force ou de toutes ses forces ; πρὸς ἰσχύος κράτος SOPH par la puissance de la force;
2 domination, puissance ; particul. pouvoir royal, puissance souveraine : ἀρχὴ καὶ κράτος τυραννικόν SOPH commandement et pouvoir d’un roi ; domination, autorité souveraine : τῶν Περσῶν HDT sur les Perses ; τῆς στρατιῆς HDT sur l’armée ; χθονός ESCHL sur la terre ; τῆς θαλάσσης THC l’empire de la mer;
3 maîtrise, victoire.
Étymologie: R. Κρατ, être fort.
English (Autenrieth)
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.
English (Slater)
κράτος (-ει, -ος.)
a power, strength Ἱέρων ἀμφέπει Δάματρα, λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει (sc. Ἡσυχία) (P. 8.11)
b power, success κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν (sc. Φερένικος ἵππος) (O. 1.22) “κράτει δὲ πέλασον” (sc. ἐμέ) (O. 1.78) πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα (O. 10.82) δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (N. 4.68) Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.5)
Spanish
poder, objeto símbolo de poder, cetro
English (Strong)
perhaps a primary word; vigor ("great") (literally or figuratively): dominion, might(-ily), power, strength.
English (Thayer)
κρατεος (κράτους) (from a root meaning 'to perfect, complete' (Curtius, § 72); from Homer down), τό, Hebrew עֹז;
1. force, strength.
2. power, might: τό κράτος τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, the might of his strength, τῆς δόξης αὐτοῦ, κατά κράτος, mightily, with great power, ηὔξανε, a mighty deed, a work of power: ποιεῖν κράτος (cf. ποιεῖν δυνάμεις), dominion: in the doxologies, τίνος (the genitive of object), τό Περσεων κράτος ἔχοντα, Herodotus 3,69). (Synonym: see δύναμις, at the end.)
Greek Monolingual
το (AM κράτος, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. κάρτος, αιολ. τ. κρέτος)
1. δύναμη επιβολής, εξουσία, ισχύς (α. «το κράτος του νόμου» β. «ὅτι τὸ κράτος τοῦ θεοῡ καὶ σοῡ, κύριε, τὸ ἔλεος», ΠΔ
γ. «τοῦ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἵκω», Ομ. Οδ.
δ. «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», Θουκ.)
2. κυβέρνηση, διοίκηση, πολιτική εξουσία, οι αρχές (α. «η επιχείρηση περιήλθε στο κράτος» β. «ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», Σοφ.)
3. η μορφή διακυβέρνησης μιας πολιτείας, η πολιτεία, η επικράτεια («η Τουρκία είναι δικτατορικό κράτος»)
4. φρ. «κατά κράτος» — εντελώς, ολοσχερώς (α. «τους νικήσαμε κατά κράτος» β. «ὥστε κατὰ κράτος ἐλέγχεσθαι τὸν Πυθαγόραν», Πλούτ.)
νεοελλ.
λαός εγκατεστημένος μόνιμα σε μια χώρα και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί πρωτογενή πολιτική εξουσία
2. φρ. α) «υπό το κράτος κάποιου» — υπό την επήρεια, υπό την επιβολή κάποιου («υπό το κράτος του φόβου»)
β) «το κράτος είμαι Εγώ» — λόγοι που αποδίδονται στον Λουδοβίκο ΙΔ' της Γαλλίας και οι οποίοι αποτελούν διεθνώς τη συμπυκνωμένη έκφραση του απολυταρχισμού
γ) «κράτος εν κράτει» — σύνολο που αποκτά ή επιδιώκει να αποκτήσει αυτονομία πέρα από τα καθορισμένα ή επιτρεπτά ὅρια μέσα σε ένα άλλο ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκει
μσν.
στήριγμα, ενίσχυση
αρχ.
1. σωματική δύναμη, ρώμη («καὶ δ' ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον», Ομ. Ιλ.)
2. υπεροχή («νίκην τ' ἐφ' ἡμῑν καὶ κράτος τῶν δρωμένων», Σοφ.)
3. ιατρ. σύνδεσμος αρθρώσεως
4. το πίσω μέρος του χεριού
5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δέκα
6. φρ. α) «κράτος ἑαυτοῦ» — αυτοκυριαρχία
β) «τὰ τῶν θρόνων κράτη» — η ύψιστη βασιλική εξουσία
γ) «κράτος αριστείας» — το έπαθλο της ανδρείας
δ) «κατά κράτος» και «πρὸς ἰσχύος κράτος» — διά της βίας
ε) «ἀνά κράτος» και «κατὰ κράτος» — με κάθε δύναμη, με όλη τη δύναμη («τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος», Πλάτ.)
στ) «τὸ πᾱν κράτος ἔχω» — είμαι πανίσχυρος (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράτ-ος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το επίθ. κρατύς «ισχυρός», το οποίο εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα (krt-) του ΙΕ τ. kret- (πρβλ. κρέτ-ος, κρείσσων)
τη συνεσταλμένη βαθμίδα (krt-) εμφανίζει επίσης, με διαφορετική δήλωση του -r-, και ο διαλεκτικός τ. κάρτος (πρβλ. καρδία: κραδία). Η λεξιλογική οικογένεια του κρατύς/κράτος συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kratu «ισχύς, νους, θέληση», αβεστ. xratu- «νους, θέληση», καθώς και με γερμ. hart «σκληρός», γοτθ. hardus. Ο τ. κράτος απαντά σε μεγάλη ομάδα ανθρωπωνυμίων με τις εξής μορφές: α) αυτούσιο το θ. κρατ- (π.χ. Κράτ-ων) και σε ορισμένα ον. με υποκορ. κατάλ. (π.χ. Κρατ-ύλος)
β) ως α' συνθετικό με τις μορφές Κρατι-/ Καρτι- (π.χ. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος) —που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τα Αλκί- (Αλκί-φρων), Καλλι- (Καλλί-μαχος)— καί Κραται- (π.χ. Κραται-μένης)
και γ) συχνότατα ως β' συνθετικό με τη μορφή -κράτης (π.χ. Ιπποκράτης, Ισο-κράτης, Πολυ-κράτης, Σωκράτης). Η μορφή κραται- απαντά ως α' συνθετικό και σε άλλα ον. (π.χ. κραται-βάτης) και σχηματίστηκε αναλογικά προς τα πάλαι-, χαμαι- (πρβλ. παλαί-μαχος, χαμαι-λέων). Ως β' συνθετικό, τέλος, η λ. κράτος απαντά με τη μορφή -κρατής και -κράτης. Η αρχική σημ. της λ. «σωματική δύναμη», ξεκινώντας από τη σημ. «σκληρότητα» που έχει η ΙΕ ρίζα, εξελίσσεται στη σημ. της υπεροχής και επικράτησης και στη συνέχεια σ' αυτήν της εξουσίας και διακυβέρνησης.
ΠΑΡ. κραταιός, κρατερός, κρατώ
αρχ.
κρατεύω
νεοελλ.
κρατίδιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κρατάρχης
αρχ.
κραταιβάτης, κραταίβιος, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίλεως, κραταιπαγής, κραταίπεδος, κραταίπιλος, κραταίπους, κραταίρινος. (Β' συνθετικό) α) -κράτης: αριστοκράτης, δημοκράτης
αρχ.
μενεκράτης, ναυκράτης, ταυροκράτης, τιμοκρά-της
νεοελλ.
αποικιοκράτης, γραφειοκράτης, θεοκράτης, ιδεοκράτης, κεφαλαιοκράτης, λαοκράτης, μηχανοκράτης, νεροκράτης, πλουτοκράτης, σοσιαλδημοκράτης, στρατοκράτης, τεχνοκράτης, τρομοκράτης, φαλλοκράτης, φανλοκράτης, φυσιοκράτης, χριστιανοδημοκράτης
β) -κρατής: ακρατής, εγκρατής
αρχ.
αυτοκρατής, δικρατής, δυσκρατής, επικρατής, θηλυκρατής, ισοκρατής, μεγαλοκρατής, ναυκρατής, παγκρατής, περικρατής, πολυκρατής, υπερακρατής, ωμοκρατής].
Greek Monotonic
κράτος: [ᾰ], Ιων. και Επικ. κάρτος, -εος, τό·
I. 1. δύναμη, ισχύς, σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ κράτος, με όλη τη δύναμη ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με κάθε δύναμη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
2. προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.
II. 1. γενικά, δύναμη, εξουσία, σε Όμηρ.· διακυβέρνηση, εξουσία, αρχή, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με γεν., αρχή πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., ἀστραπᾶν κράτη νέμων, σε Σοφ.
3. λέγεται για πρόσωπα, αρχή, αρχή εξουσίας, σε Αισχύλ.
III. υπεροχή, υπέρτερη δύναμη, κυριαρχία, σε Όμηρ., Αττ.· κρ.ἀριστείας, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κράτος: (ᾰ), эп.-ион. тж. κάρτος, εος τό
1) сила, мощь, крепость (τὸ σιδήρου κ. Hom.): κατὰ κ. всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.); ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. мчаться во весь опор; πρὸς ἰσχύος κ. Soph. силой, насильно;
2) могущество, власть (sc. Διός Hom.): τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. быть всемогущим; θρόνων χράτη Soph. царская власть; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. господство на море; τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. стоять во главе армии;
3) глава, вождь, повелитель: Ἀχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. оба повелителя ахейцев, т. е. Агамемнон и Менелай; Διογενὲς φιλόμαχον κ. Aesch. рожденная Зевсом царица битв (т. е. Афина);
4) одоление, победа (νίκη καὶ κ. τῶν πολεμίων Plat.);
5) pl. бесчинства, проступки (εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράτος -ους, zonder contr. -εος, τό, ep. κάρτος, ep. Aeol. κρέτος kracht, geweld:; κάρτος... Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη δώσουσ ( ι ) Athena en Hera zullen (jou) wel kracht geven Il. 9.254; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν want dat geeft nu juist de kracht aan ijzer Od. 9.393; κατὰ κράτος met geweld Thuc. 8.100.5; κατὰ κράτος τοῦ κυρίου ὁ λόγος ηὔξανεν καὶ ἴσχυεν zo groeide het woord van de Heer in kracht en kreeg de overhand NT Act. Ap. 19.20; ἔφευγον ἀνὰ κράτος zij vluchtten zo snel mogelijk Xen. Cyr. 4.2.30; personif. το Κράτος: Kracht. macht, gezag, heerschappij:; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ ’ ἐνὶ οἴκῳ want mij komt het gezag in huis toe Od. 1.359; τούτοισι περιθέωμεν τὸ κράτος laten we deze mensen met de macht bekleden Hdt. 3.81.3; ἐγὼ κράτη δὴ πάντα... ἔχω ik bezit het volledige gezag Soph. Ant. 173; met gen.:; τὸ τῆς θαλάσσης κράτος de heerschappij op zee Thuc. 1.143.3; overdr.:; κράτος ἔχειν ἑαυτοῦ zelfbeheersing bezitten Plat. Plt. 273a; overhand:; θεὸς δώσει κράτος ᾧ κ ’ ἐθέλῃσι de god zal de overwinning geven aan wie hij wil Od. 21.280; concr. machthebber, heerser:. τῆσδε γῆς φίλον κράτος geliefde heerser van dit land Aeschl. Ag. 619.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: strength, power, authority (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 202 ff.).
Other forms: ep. Ion. (Dor.) also κάρτος, Aeol. κρέτος
Compounds: Often as 1. member, e. g. ἀ-κρατής without strength, power (over others or over oneself); oppos. ἐγ-κρατής having power over, controlling (oneself) with ἐγκράτεια, -έω etc.; αὑτο-κρατής having power over oneself, independent; more usual αὑτο-κράτωρ with unlimited power (Ar., Th.); details in Debrunner FS Tɨèche (Bern 1947) 11f.; also -κρέτης in Aeol. and Arc. Cypr. PN, e. g. Σω-κρέτης.
Derivatives: Beside κράτος, κρέτος there are several adjectives: 1. κρατύς strong, powerful (Hom.; only κρατὺς Ἀργεϊφόντης, verse-end) with κρατύνω, ep. also καρτ- strengthen, conso;idate, rule (Il.) with κρατυσμός strenghtening, κρατυντήριος id., -τικός id. (medic.), κρατύντωρ controller (PMag. Leid.). - 2. κρατερός (Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (Il.) id. (IA.); also as 1. member, e.g. κρατερό-φρων (Il.). καρτερέω, also with prefix, e.g. δια-, be steadfast, hold out, overcome onseself (IA.) with καρτερία (Pl., X.), -ρησις (Pl.) holding on, firmness, -ρικός (Att.); καρτερόω strengthen (Aq., Herm.). - 3. κραταιός id. (Il.), also as plant-name (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 82); rarely as 1. member, e.g. κραταιό-φρων (PMag.). With κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω strengthen (LXX, NT ) with κραταίωμα, -ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). - 4. Primary comparison: comp. κρείττων, (Atticising) κρείσσων with sec. -ει- for κρέσσων (Ion., Pi.); Dor. κάρρων, Cret. κάρτων; denomin. κρειττόομαι have excrescences, with κρείττωσις (Thphr.). sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (Il.), with -τεύω be the best, surpass (Pi., Att.); -(ε)ία as title, highness (pap.). -- 5. Adv. κάρτα in a high degree, very (Ion. and trag.). - 6. As 1. member often κραται- (καρται-), e.g. κραται-γύαλος with strong breast-pieces (T 361). Further Κρατι-, Καρτι- in PN, e.g. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος; also Κρατ(ο)-, Κρατε- a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypocoristic short-names Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 a. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 126). On Κρεσφόντης s. v. - 7. Verb: κρατέω (Il.), Aeol. κρετέω, aor. κρατῆσαι (posthom.), κρέτησαι (Sapph.), often with prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, περι-, controll, possess, rule, conquer; with (ἐπι- etc.) κράτησις power, rule (Th., LXX), (δια-, ἐπι-) κρατητικός controlling (late), (δια-)κράτημα support, grip (medic.); κρατητής possessor (Procl.); κρατῆρας τοὺς κρατοῦντας H. for κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). But ἐγκρατέω from ἐγ-κρατής, ναυ-κρατέω, -τία from ναυ-κρατής etc.; s. above. καρταίνειν κρατεῖν H. -- 8. On κρατευταί s. v.
Origin: IE [Indo-European] [??] *kret- strength [Pok. wrongly 531 *kar-!!]
Etymology: With the full grade in Aeol. κρέτος interchanges regularly the zero grade in κρατύς, κάρτα (on ρα : αρ Schwyzer 342). Through analogy arose both κράτος, κάρτος and the compp. κάρρων < *κάρσ(σ)ων < *κάρτι̯ων and κάρτων beside the old fullgrade κρέσσων < *κρέτι̯ων; details in Seiler Steigerungsformen 53 ff. A zero grade of the σ-stem in κρέτος is supposed in Κρεσ-φόντης ( < *Κρετσ-; Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). - The relation of the forms is not always clear. The adjective κρατερός, καρτερός may conrain a alternating ρ-stem (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), if it is not an analogical innovation to κράτος, κρατέω (e.g. Schwyzer 482). The form Κρατι-, Καρτι-, which appears only in PN, will not be old (like e.g. in κυδι-άνειρα : κῦδος), but rest on analogy (after Ἀλκι-, Καλλι- a. o.; Frisk Nom. 70). On κάρτα cf. e.g. τάχα, ἅμα. The 1. member κραται- may have been built after παλαι- a. o.; and κραταιός after παλαιός? (cf. Schwyzer 448). Diff. Risch 117: κραταιός back formation to κραταιή for *κράταια, fem. to κρατύς (Πλαταιαί : πλατύς). Also κρατέω is discussed. Against the obvious explanation as denominative of κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι only posthom.) see Leumann Hom. Wörter 113ff.; he assumes in κρατέω a backformation to ἐπικρατέω from ἐπι-κρατής (Hom. only adv. ἐπικρατέως). Again diff. Specht KZ 62, 35 ff. - An exact agreement to κράτος etc. is not found. Close are Skt. krátu- m. power, mind, will, Av. xratu- m. id.. The objections that the Indo-Ir. word indicates primarily spiritual qualities ar refuted by OE cræft Kraft, physical strength, power, also insight, craft etc.. The Germanic word for hard, Got. hardus etc., which is usually adduced, differs in vowel (IE *kortú- against *kr̥tú- to *kret-). - Cf. Mayrhofer KEWA s. krátuh.
Middle Liddell
κάρτος, εος,
I. strength, might, Hom., attic; κατὰ κράτος with all one's might or strength, by open force, by storm, Thuc., Xen., etc.
2. personified, Strength, Might, Aesch.
II. generally, might, power, Hom.: rule, sway, sovereignty, Hdt., attic
2. c. gen. power over, Hdt., attic; in pl., ἀστραπᾶν κράτη νέμων Soph.
3. of persons, a power, an authority, Aesch.
III. mastery, victory, Hom., attic; κρ. ἀριστείας the meed of highest valour, Soph.
Frisk Etymology German
κράτος: {krátos}
Forms: ep. ion. (dor.) auch κάρτος, äol. κρέτος
Grammar: n.
Meaning: Stärke, Kraft, Macht, Herrschaft, Sieg (seit Il.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 202 ff.).
Composita : Oft als Vorderglied, z.B. ἀκρατής ‘ohne Kraft, ohne Macht (über andere oder über sich selbst)’; Gegensatz ἐγκρατής ‘Macht über etwas besitzend, (sich) beherrschend’ mit ἐγκράτεια, -έω usw.; αὐτοκρατής Macht über sich selbst habend, selbständig; gewöhnlicher αὐτοκράτωρ Selbstherrscher (seit Ar. und Th.; nach den Nom. ag. auf -τωρ); Einzelheiten bei Debrunner Festschrift Ed. Tièche (Bern 1947) 11f.; daneben -κρέτης in äol. und ark. kypr. EN, z.B. Σωκρέτης.
Derivative: Neben κράτος, κρέτος stehen mehrere Adjektiva: 1. κρατύς stark, mächtig (Hom.; nur κρατὺς Ἀργεϊφόντης, Versende) mit κρατύνω, ep. auch καρτ-, stärken, befestigen, herrschen (seit Il.) mit κρατυσμός Stärkung, κρατυντήριος stärkend, -τικός ib. (Mediz.), κρατύντωρ Beherrscher (PMag. Leid.). — 2. κρατερός (ep. lyr. seit Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (seit Il.) stark, mächtig, gewaltsam (ion. att.); auch als Vorderglied, z.B. κρατερόφρων (poet. seit Il.). Davon καρτερέω, auch mit Präfix, z.B. δια-, standhaft sein, ausdauern, über sich gewinnen (ion. att.) mit καρτερία (Pl., X. u. a.), -ρησις (Pl.) das Ausdauern, Standhaftigkeit, -ρικός (att.); καρτερόω stärken (Aq., Herm.). — 3. κραταιός stark, kräftig, mächtig, hart (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), auch als Pflanzenname (Ps.-Dsk.; Strömberg Pflanzennamen 82); selten als Vorderglied, z.B. κραταιόφρων (PMag.). Davon κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω stärken (LXX, NT u. a.) mit κραταίωμα, -ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). — 4. Primäre Steigerungsformen: Komp. κρείττων, ep. (attisierend) κρείσσων mit sekundärem -ει- für κρέσσων (ion., Pi.); dor. κάρρων, kret. κάρτων; Denominativum κρειττόομαι Auswüchse bekommen, vom Wein, mit κρείττωσις (Thphr.). Sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (seit Il.), mit -τεύω der Beste sein, übertreffen (Pi., att.); -(ε)ία als Titel, Hoheit (Pap.). — 5. Adv. κάρτα in hohem Maße, sehr (vorw. ion. und Trag.). — 6. Als Vorderglied mehrfach κραται- (καρται-), z.B. κραταιγύαλος mit starken Bruststücken (T 361). Außerdem Κρατι-, Καρτι- in EN, z.B. Κρατίδημος, Καρτίνικος; auch Κρατ(ο)-, Κρατε- u. a. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypokoristische Kurznamen Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 u. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 126). Zu Κρεσφόντης s. u. — 7. Verb: κρατέω (seit Il.), äol. κρετέω, Aor. κρατῆσαι (nachhom.), κρέτησαι (Sapph.), oft mit Präfix, z.B. ἐπι-, κατα-, περι-, ‘beherrschen, besitzen, vorherrschen, (be)siegen’; davon (ἐπι- usw.) κράτησις Macht, Herrschaft (Th., LXX u. a.), (δια-, ἐπι-) κρατητικός beherrschend (spät), (δια-)κράτημα Stütze, Griff (Mediz.); κρατητής Besitzer (Prokl.); κρατῆρας· τοὺς κρατοῦντας H. für κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). Dagegen ἐγκρατέω von ἐγκρατής, ναυκρατέω, -τία von ναυκρατής usw.; s. oben. καρταίνειν· κρατεῖν H. — 8. Zu κρατευταί s. bes.
Etymology : Mit der Hochstufe in äol. κρέτος alterniert regelmäßig die Schwundstufe in κρατύς, κάρτα (βένθος : βαθύς usw.; zu ρα : αρ Schwyzer 342). Durch Analogie entstanden sowohl κράτος, κάρτος wie die Kompp. κάρρων < *κάρσ(σ)ων < *κάρτι̯ων und κάρτων neben dem alten hochstufigen κρέσσων < *κρέτι̯ων; Einzelheiten bei Seiler Steigerungsformen 53 ff. Eine Schwachstufe des σ-Stamms in κρέτος wird auch in Κρεσφόντης ( < *Κρετσ-) vermutet (Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). — Wie sich die Formen im übrigen zueinander verhalten, ist nicht ganz klargelegt. Das Adjektiv κρατερός, καρτερός enthält vermutlich einen alten, mit dem σ-Stamm in κρέτος (und dem ν-Stamm in καρταίνειν?) alternierenden ρ-Stamm (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), obgleich eine analogische Neubildung zu κράτος, κρατέω nicht als ausgeschlossen gelten kann (z.B. Schwyzer 482). Dagegen dürfte das nur in EN erscheinende Κρατι-, Καρτι- nicht alt sein (wie z.B. im κυδιάνειρα : κῦδος), sondern auf Analogie (nach Ἀλκι-, Καλλι- u. a.; Frisk Nom. 70) beruhen. Zu κάρτα vgl. z.B. τάχα, ἅμα. Das Vorderglied κραται- dürfte nach παλαι- u. a. gebildet sein; dazu κραταιός nach παλαιός? (vgl. Schwyzer 448 m. Lit.). Anders Risch 117: κραταιός Rückbildung zu κραταιή für *κράταια, Fem. zu κρατύς (Πλαταιαί : πλατύς). Auch κρατέω ist umstritten. Gegen die nächstliegende Erklärung als Denominativum von κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι erst nachhom.) wendet sich Leumann Hom. Wörter 113ff.; er will dafür in κρατέω eine Rückbildung aus ἐπικρατέω von ἐπικρατής (Hom. nur Adv. ἐπικρατέως) sehen. Noch anders Specht KZ 62, 35 ff. : κρατέω aus *κρατει̯-ω zu κρατι-; dagegen Leumann a.a.O. Eine genaue Entsprechung zu κράτος u. Verw. gibt es nirgends. Sehr nahe kommen indessen aind. krátu- m. Kraft, Verstand, Wille, aw. xratu- m. Verstand, Wille. Die gegen diese Zusammenstellung oft geäußerten Bedenken (z.B. WP. 1, 354) wegen des vorwiegend auf geistige Qualitäten bezüglichen indoiran. Wortes erledigen sich schon durch einen Hinweis auf ags. cræft ‘Kraft, physische Stärke, Macht’, auch Einsicht, Gewandtheit. Das germanische Wort für hart, got. hardus usw., das gewöhnlich, vielleicht mit Recht, hierhergezogen wird, weicht im Vokal (idg. *qartú- oder *qortú- gegenüber *qr̥tú- zu *qret-) ab. — Vgl. Mayrhofer Wb. s. krátuḥ m. Lit.
Page 2,8-10
Chinese
原文音譯:kr£toj 克拉拖士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:握住 相當於: (עֹז)
字義溯源:活力,權力*,能力,大能,權能,權,權勢。這字說到權,權能。魔鬼是掌死權的,但是道成肉身,特要藉著死敗壞那掌死權的( 來2:14)。接著,主的道大大興旺,而且得勝( 徒19:20)。所以權能都是屬於主的。參讀 (δύναμις)同義字
同源字:1) (ἀκρασία)無自制能力 2) (ἀκρατής)無能力 3) (ἐγκρατεύομαι)自制 4) (κοσμοκράτωρ)世界統治者 5) (κραταιός)有權能的 6) (κραταιόω)加能力 7) (κρατέω)用力氣 8) (κράτιστος)極有能力的 9) (κράτος)活力,權力 10) (κρείττων)更強 11) (παντοκράτωρ)全能者 12) (περικρατής)掌握者
出現次數:總共(12);路(1);徒(1);弗(2);西(1);提前(1);來(1);彼前(2);猶(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 權能(7) 徒19:20; 弗6:10; 西1:11; 提前6:16; 彼前4:11; 彼前5:11; 啓1:6;
2) 大能(2) 路1:51; 弗1:19;
3) 權勢(1) 啓5:13;
4) 權(1) 來2:14;
5) 能力(1) 猶1:25
English (Woodhouse)
authority, government, mastery, power, rule, sovereignty, victory, mastery over, superiority in power, supreme power, triumph over