τύπος

From LSJ
Revision as of 16:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύπος Medium diacritics: τύπος Low diacritics: τύπος Capitals: ΤΥΠΟΣ
Transliteration A: týpos Transliteration B: typos Transliteration C: typos Beta Code: tu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (τύπτω)

   A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12; αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351; so perh. νάβλα τ. Sopat.16.    II the effect of a blow or of pressure:    1 impression of a seal, τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp.862, cf. Pl.Tht.192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21; τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R.377b; stamp on a coin, τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron, ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46: generally, print, impression, χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr.1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print, βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25; οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c.    b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.; ὁ θεὸς . . πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3.    2 hollow mould or matrix, καθάπερ ἐν τύπῳ τὰ σχήματα πλασθῆναι Arist.PA676b9, cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph., Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp.282.    3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr.275a; τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep.343a; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 (Jerusalem).    4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.    5 pip on dice, Id.9.95.    III cast or replica made in a mould, τ. κατάμακτος IG22.1534.87; τ. ἔγμακτος ib.64.    IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture, αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, cf. 106, 136, 148, 153; θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21.κγ; σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις E.Ph.1130; χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh.305; τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.; τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5; τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378, cf. 22.2021.8, 3.1330.5; ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι . . ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.    V carved figure, image, ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86; τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr.1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr.764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.    2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.    VI form, shape, οὐλῆς Arist.GA721b32; σώματος Id.Phgn.806a32; προσώπου Id.Mir.832b15; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b; τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73 (Canopus, iii B. C.); οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52; ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f; τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th.488; Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5; βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl.858; κάλλος ἔχουσα τύποισι features, IG14.2135 (Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.    2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς . . τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.    3 form of expression, style, ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4; ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin. ap. Porph. Plot.19; ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.; ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21; ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103.    4 Gramm., mode of formation, form, τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29; τ. παθητικός A.D.Synt.278.25.    VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances, αὑτὸν ἐκμάττειν . . εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς... οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους· . . οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib.379a, cf. 380c.    2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. τούτου Id.Tht.171e; τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου Id.R.402d; τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb.51d.    3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.    VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra.432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr.255.    2 outline, sketch, general idea, ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R.403e; περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg.876e; ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R.491c; τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol.1341b31; ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg.816c; ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186, cf. Phld.Rh.2.166 S.; ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.; pl., ib.p.4 U.; δέονται . . ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R.414a; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib.559a; ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ Id.Lg.718c; τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN1104a1; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib.1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib.1107b14; ὡς ἐν τ. Id.Pol.1323a10; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top.101a22; ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1.    3 outline, ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61.    IX prescribed form, model to be imitated, ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228; οὗτος . . εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R.380c, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib.398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib.443c; τ. εὐσεβείας . . παισὶν . . ἐκτέθεικα OGI383.212 (Nemrud Dagh, i B. C.); ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7; κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40), cf. Act.Ap.7.44.    2 general instruction, δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9; general principle in law, τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8 (ii A. D.).    b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.    3 rough draft of a book, βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.); τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.    4 form of a document, ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v.3 (iii B. C.); σωματισθῆναι . . τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12 (iii A. D.); κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16 (vi A. D.).    5 text of a document, ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.    6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov.113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others, χρὴ . . δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145 (vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).    X as law-term, summons, writ, οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9; δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29.

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, 1) der Schlag; τύπος ἀντίτυπος, Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 (Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., τύπος, ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος, Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., τύπος ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσθαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); ἤτοι σαφῶς ἢ καί τινα τύπον αὐτοῦ ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29. τό, = τύμμα, zw.

Greek (Liddell-Scott)

τύπος: [ῠ], ὁ, (ÖΤΥΠ, τύπτω)· - κτύπος, κτύπημα, τ. ἀντίτυπος Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τὸ παραγόμενον ἐκ κτυπήματος· ἐντεῦθεν, 1) τὸ σημεῖον κτυπήματος, τύποι πληγῶν, ὀδόντων Πλουτ. Αἰμίλ. 19, Ἀνθ. Π. 6. 57. β) τὸ σημεῖον ὃ ἀφίνει ἡ σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 862, Λυσίου Ἀποσπ. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 192Α, 194Β, Κικ πρὸς Ἀττ. 1. 10, 3· οὕτω, στίβου γ’ οὐδεὶς τύπος, οὐδὲν σημεῖονἴχνος πατήματος, Σοφ. Φιλ. 29· σὸς τ., τὸ σημεῖον ὅπερ ἀφῆκεν ὁ βραχίων σου, Εὐρ. Τρῳ. 1196, ἔνθα ἴδε σημ. Paley, ὅστις παραδέχεται τὴν γραφήν: ἐν πόρπακι σῷ κεῖται τύπος· - τύπον ἐνσημήνασθαί τινι Πλάτ. Πολ. 377Β· τοῦ αὐτοῦ μετέχω τ., εἶμαι ἐσχηματισμένος κατὰ τὸν αὐτὸν τύπον, αὐτόθι 402D· πρβλ. 396Ε, κλπ.· - σημεῖον δι’ ἐγκαύματος, στίγμα, Λουκ. Ἁλ. 46. γ) τύποι, σημεῖα, οἷα τὰ γράμματα, Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· τύποι γραμμάτων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· ὁ τ. τῶν χαρακτήρων ὁ αὐτ. 2. 577F. δ) ὡς τὸ νύμφη, ἡ κοιλότης ἡ μεταξὺ τοῦ κάτω χείλους καὶ τοῦ ἄκρου τῆς σιαγόνος, «ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης φίλτρον, ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω τύποςνύμφη» Πολυδ. Β΄, 90. ε) ἡ ἐπὶ τοῦ κύβου κοιλότης, «κύβος... ἡ ἐν αὐτῷ κοιλότης, τὸ σημεῖον, ὁ τύπος, ἡ γραμμή, τὸ δηλοῦν τὸν ἀριθμὸν τῶν βληθέντων» ὁ αὐτ. Θ΄, 95. ζ) ἐντυπώσεις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Θεφρ. Περὶ Αἰσθ. 52 κἑξ. η) ὁ τ. τῶν ἵππων, ὁ κτύπος, ἡ ἦχος τοῦ βαδίσματος αὐτῶν, Ξεν. Ἱππ. 11. 12 2) ἐπὶ μετάλλου ἢ λίθου, τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι Ἡρόδ. 2. 138· σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Εὐρ. Φοίν. 1130· ἐν τύπῳ καὶ ἐπὶ τύπου, ἐν ἀναγλύφῳ, Παυσ. 2. 19, 7., 6. 11, 3· πρβλ. ἔκτυπος· -ὅθεν ἁπλῶς, εἰκών, ἄγαλμα, ἀνδριὰς κλπ., Ἡρόδ. 2. 86, 106., 3. 88· χρυσέων ξοάνων τύποι, περιφραστικῶς ἀντὶ χρύσεα ξόανα, Εὐρ. Τρῳ. 1074 γραφαῖς καὶ τ., ἐν ζωγραφίαις καὶ ἀγάλμασι, Πολύβ. 9. 10, 12· ἀλλ’ ἀμφότερα περιλαμβάνονται ἐν τῷ ὀνόματι τύποι, Ἰσοκρ. 204Β· γραπτοὶ τ., πιθ., κεχωρματισμένα ἀγάλματα, Εὐρ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 730· - ἐντεῦθεν, εἴδωλον, γλυπτόν, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ε΄, 26), Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 43, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10. 3) τύπος τινός, ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, Ἱππομέδοντος... μέγας τύπ. Αἰσχύλ. Θήβ. 488 Γοργείοισιν εἰκάσω τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 49· ἐν γυναικείοις τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 382 οὕτως, ὄμφακος τ. ἀντὶ ὄμφαξ, Σοφ. Ἀποσπ. 239· βραχιόνων ἡβητὴς τ. Εὐρ. Ἡρακλ. 858. 4) ὁ γενικὸς τύπος ἢ χαρακτὴρ προσώπου ἢ πράγματος, ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 186, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 51D· πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Ε· ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432Ε· τ. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 397C, πρβλ. 383C. β) ὁ καθόλου τύπος, ἡ γενικὴ ἔννοια ἢ «ἰδέα» πράγματός τινος, οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν αὐτόθι 379Α, πρβλ. 380C· - ὁ καθόλου νοῦςἔννοια χωρίου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΕ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 25. 5) ὁ πρῶτος τύπος πράγματός τινος, τὸ ἀρχέτυπον, τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα Πλάτ. Πολ. 388Β· αὐτὸν ἐκμάττειν... εἰς τοὺς κακιόνων τ. αὐτόθι 396Ε εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης αὐτόθι 443Β· - παράδειγμα, ὑπόδειγμα, Α΄ πρ. Θεσσ. α΄, 7, Α΄ πρ Τιμ. δ΄, 12· κατὰ τὸν τ. Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 44, κλπ.· - ἀλλ’ ὡσαύτως τὸ ἀντίτυπον, ὡς τὰ τέκνα λέγονται τύπος τοῦ πατρός, καθ’ ἃ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρτεμιδ. ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, τ. λογίου Ἑρμοῦ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 307. 6) σχέδιον, σχεδίασμα, περίληψις, ἰχνογράφημα, ὅσον τοὺς τύπους ὑφηγεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 403Ε· περιγραφὴ καὶ τύποι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 876Ε· ἔχεις τὸν τ. ὦν λέγω ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 491C· τοὺς τ. μόνον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2· ἐξηγεῖσθαι τύποις Πλάτ. Νόμ. 816C· οὕτω, τύπῳ, ἐν τύπῳ, ἐν περιλήψει, καθόλου, γενικῶς, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι’ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 414Α· ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτὰς αὐτόθι 559Α· ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 718Α· τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 3· παχυλῶς καὶ τύπῳ ἐνδείκνυσθαι αὐτόθι 1. 11, 2· τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ αὐτόθι 2. 7, 5· ὡς ἐν τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 6. 8, 24· ὅσον τύπῳ, μόνον ἐν περιλήψει, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 7. 7) τρόπος ἐκφράσεως, ὕφος, ὁ τ. τῆς γραφῆς Λογγίνου Ἀποσπ. 6. 3· τύπ. ἐπιστολικὸς Δημήτρ. Φαληρ. 230. 8) τύπος ἢ μορφὴ νόσου, Γαλην· πρβλ. τυπόω ΙΙ. 2. ΙΙΙ. δίκη ἐπὶ ὀφειλῇ, παρ’ Ἀττ. λῆξις, Λατ. formula, Φιλόστρ. 541· «καὶ δίκης μὲν λῆξιν εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τύπος, τὸ ἰδιωτικῶς ἀμφισβήτημα» Πολυδ. Η΄, 29. IV. διάταγμα, δόγμα, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. coup;
II. marque imprimée par un coup, empreinte (en creux ou en relief), particul. :
1 trace de pas;
2 empreinte de la monnaie, du fer rouge, d’un sceau;
3 caractères gravés, signes d’écriture;
4 ouvrages de sculpture, travaux en relief ; p. ext. τύποι tableaux et sculptures ISOCR;
III. en gén. forme, d’où :
1 figure, image;
2 contour, ébauche, plan, esquisse ; fig. τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ λέγειν ARSTT dire sommairement et en résumé ; τύπῳ εἰπεῖν PLUT pour le dire en un mot;
3 représentation générale, image.
Étymologie: τύπτω.

Spanish

imagen

English (Strong)

from τύπτω; a die (as struck), i.e. (by implication) a stamp or scar; by analogy, a shape, i.e. a statue, (figuratively) style or resemblance; specially, a sampler ("type"), i.e. a model (for imitation) or instance (for warning): en-(ex-)ample, fashion, figure, form, manner, pattern, print.

English (Thayer)

τυπου, ὁ (τύπτω), from (Aeschylus and) Herodotus down;
1. the mark of a stroke or blow; print: τῶν ἥλων, L T Tr marginal reading τόπον) (Athen. 13, p. 585c. τούς τύπους τῶν πληγῶν ἰδοῦσα).
2. a figure formed by a blow or impression; hence, universally, a figure, image: of the images of the gods, Josephus, Antiquities 1,19, 11; 15,9, 5). (Cf. κύριοι τύπος θεοῦ, the Epistle of Barnabas 19,7 [ET]; ' Teaching' 4,11 [ET].)
3. form: διδαχῆς, i. e. the teaching which embodies the sum and substance of religion and represents it to the mind, manner of writing, the contents and form of a letter, an example; α. in the technical sense, viz. the pattern in conformity to which a thing must be made: β. in an ethical sense, a dissuasive example, pattern of warning: plural of ruinous events which serve as admonitions or warnings to others, R G; an example to be imitated: of men worthy of imitation, τύπον ἑαυτόν διδόναι τίνι, γενέσθαι τύπον (τύπους, R L marginal reading WH marginal reading; cf. Winer's Grammar, § 27,1note) τίνι, παρέχεσθαι ἑαυτόν τύπον καλῶν ἔργων, to show oneself an example of good works, γ. in a doctrinal sense, a type, i. e. a person or thing prefiguring a future (Messianic) person or thing: in this sense Adam is called τύπος τοῦ μέλλοντος namely, Ἀδάμ, i. e. of Jesus Christ, each of the two having exercised a pre-eminent influence upon the human race (the former destructive, the latter saving), Romans 5:14.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. ίχνος, σημάδι προκαλούμενο από χτύπημα ή από πίεση (α. «τύπος τών ήλων» — τα σημάδια τών καρφιών στο σώμα του σταυρωμένου Χριστού, ΚΔ
β. «τοὺς τύπους τῶν πληγῶν ἰδοῡσα», Αθήν.)
2. αποτύπωμα σφραγίδας
3. κοίλο αποτύπωμα του αρνητικού ομοιώματος ενός αντικειμένου, μήτρα, καλούπι, φόρμα, εκμαγείο
4. (κυριολ. και μτφ.) πρότυπο, υπόδειγμα (α. «είναι τύπος και υπογραμμός της αρετής και της τιμιότητας» β. «γενέσθαι ὑμᾱς τύποις πᾱσι τοῑς πιστεύουσιν», ΚΔ)
5. είδος, κατηγορία στην οποία εντάσσονται πράγματα ή φαινόμενα με ορισμένα κοινά γνωρίσματα (α. «καπνά τύπου Ξάνθης» β. «ξηρά, γλυκέα, πάντα ὅσα τοῡ τύπου τούτου», Πλάτ.)
6. προκαθορισμένη μορφή που περιέχει τους όρους βάσει τών οποίων συντάσσεται ή γράφεται κάτι (α. «τύπος συμβολαίου» β. «τύπος αίτησης» γ. «τύπος ἐπιστολιμαῑος», Φώτ.
δ. «τὸν τύπον τᾱς γραφῆς», Λογγίν.)
νεοελλ.
1. ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά που έχει καθιερωθεί με κανόνα ή από τη συνήθεια (α. «τύπος λατρείας» β. «κοινωνικοί τύποι» γ. «τηρώκρατώ] τους τύπους»)
2. η εξωτερική μορφή, τα δευτερεύουσας σημασίας στοιχεία («τον ενδιαφέρουν μόνον οι τύποι και όχι η ουσία»)
3. το σύνολο τών γνωρισμάτων που προσιδιάζουν σε ένα άτομο (α. «είναι απλός και χαρούμενος τύπος» β. «δεν μού αρέσει ο τύπος της»)
4. συνεκδ. άτομο ιδιόμορφο, εκκεντρικό («είναι τύπος ο νεαρός»)
5. ειρων. άτομο, πρόσωπο («σού αρέσει εκείνος εκεί ο τύπος με τα γυαλιά που μάς κοιτάζει;»)
6. γλωσσ. η εξωτερική μορφή λέξης, σε αντιδιαστολή με άλλην (α. «το ποιέω είναι ασυναίρετος τύπος του ποιώ» β. «το τὰν είναι δωρικός τύπος του τήν» γ. «λόγιος τύπος» δ. «διαλεκτικός τύπος»)
7. βιολ. α) το αρχικό υλικό στο οποίο θεμελιώνεται ο ορισμός μιας ομάδας ταξινόμησης
β) ζῶο ή φυτό που συγκεντρώνει στον μέγιστο βαθμό τα γνωρίσματα τα οποία χαρακτηρίζουν ένα είδος ή μια ποικιλία
8. ζωοτ. το σύνολο τών μορφολογικών χαρακτηριστικών που αντιστοιχούν σε ορισμένη ικανότητα ή παραγωγή (α. «γαλακτοφόρος τύπος» β. «κρεατοπαραγωγός τύπος»)
9. η με εκτύπωση αναπαραγωγή κειμένων και εικόνων, η τυπογραφία («γράφει τόσο ωραία γράμματα σαν να είναι του τύπου»)
10. το σύνολο τών εφημερίδων και τών περιοδικών εντύπων θεωρούμενων ως μέσων ενημέρωσης (α. «ο αθηναϊκός τύπος»
«β. «ημερήσιος τύπος» γ. «είν' ελεύθερος ο τύπος, φθάνει μόνον να μη γράφει», Κλ. Τριαντάφυλλος)
11. το επάγγελμα του δημοσιογράφου, η δημοσιογραφία («προσανατολίζεται να ασχοληθεί με τον τύπο»)
12. το σύνολο τών δημοσιογράφων («ο τύπος, μολονότι δεν είχε ειδοποιηθεί, ήταν από την πρώτη στιγμή παρών»)
13. μαθημ. α) αλγεβρική παράσταση ορισμένης βασικής μορφής («ο τύπος της δευτεροβάθμιας εξίσωσης»)
β) η έκφραση ενός μεγέθους συναρτήσει άλλων μεγεθών
14. μτφ. τρόπος, μέσο, φόρμουλαπρέπει να εξευρεθεί ένας τύπος για την επίλυση του θέματος»)
16. φρ. α) «για τον τύπο» ή «για τους τύπους» — για να τηρούνται τα προσχήματα
β) «κατά τύπους» — κατ' επίφαση
γ) «διά του τύπου» — με δημοσίευμα σε εφημερίδα ή σε περιοδικό
δ) «τύποις άκυρος»
(νομ.) άκυρος σε ό,τι αφορά το τυπικό μέρος, σε ό,τι αφορά τους προβλεπόμενους από τον νόμο τύπους
ε) «αντιπροσωπευτικός τύπος» — άτομο ή πράγμα που συγκεντρώνει τα κοινά γνωρίσματα τα οποία είναι χαρακτηριστικά για όλα τα άτομα ή πράγματα μιας ομάδας, μιας κατηγορίας ή ενός πληθυσμού
στ) «ονοματολογικός τύπος, ή, απλώς, «τύπος»
βιολ.
το μοναδικό στοιχείο στην ταξινόμηση, στο οποίο βασίστηκε η περιγραφή που συνδέεται με την αρχική έκδοση μιας ονομασίας
ζ) «χημικός τύπος»
χημ. παράσταση συμβόλων, τρόπος γραφικής απεικόνισης της σύστασης ή της δομής τών χημικών ενώσεων
η) «εμπειρικός τύπος»
χημ. χημικός τύπος που δείχνει από ποια χημικά στοιχεία αποτελείται μια χημική ένωση, καθώς και τη σχετική αναλογία τους σ' αυτήν
θ) «γενικός τύπος»
χημ. χημικός τύπος που είναι μια κατηγορία εμπειρικών τύπων, οι οποίοι αποδίδουν τη σύσταση οποιουδήποτε μέλους μιας ολόκληρης τάξης χημικών ενώσεων
ι) «μοριακός τύπος» — βλ. μοριακός
ια) «συντακτικός τύπος»
χημ. χημικός τύπος που απεικονίζει επί πλέον, σε σχέση με τους μοριακούς τύπους, και τη θέση τών χημικών δεσμών μεταξύ τών ατόμων ενός μορίου
ιβ) «στερεοχημικός τύπος»
χημ. χημικός τύπος που αποδίδει τη διάταξη τών μορίων στον χώρο
ιγ) «ηλεκτρονικός τύπος» — το σύνολο τών τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης
μσν.
δόγμα, διάταγμα που αφορά κυρίως τον διακανονισμό ενός θρησκευτικού ζητήματος
μσν.-αρχ.
1. χτύπημα
2. σημάδι («τοῡ Σταυροῡ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος», Μηναί.)
αρχ.
1. στίγμα από κάψιμο
2. εγχάραγμα, εγχάραξηπρόσωπον δὲ ἦν γυναικὸς ὁ τύπος», Ησύχ.)
3. η κοιλότητα του κύβου («κύβος... ἡ ἐν αὐτῷ κοιλότης, τὸ σημεῑον, ὁ τύπος, ἡ γραμμή, τὸ δηλοῡν τὸν ἀριθμὸν τῶν βληθέντων», Πολυδ.)
4. (κατά τον Πολυδ.) το λακκάκι που βρίσκεται μεταξύ του κάτω χείλους και του πιγουνιού, νύμφη
5. η εντύπωση που σχηματίζεται στα αισθητήρια
6. ήχος από χτύπημα, κρότος («ὁ τύπος τῶν ἵππων» — ο χτύπος τών οπλών τών αλόγων», Ξεν.)
7. γλυπτό ή σφυρήλατο έργο τέχνης, ανδριάντας, άγαλμα (α. «τύπον ποιησάμενος λίθινον ἔστησε», Ηρόδ.
β. «χρυσέων τε ξοάνων τύποι», Ευρ.)
8. είδωλο, ομοίωμα («τοὺς τύπους οὓς ἐποιήσατε προσκυνεῑν αὐτοῑς», ΚΔ)
9. το αρχικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο γίνεται επεξεργασία ενός αντικειμένου, αρχέτυπο, πρωτότυπο
10. αντίτυπο, αντίγραφο
11. η γενική έννοια, η ιδέα ενός πράγματος («οἱ τύποι περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν», Πλάτ.)
12. το νόημα, το περιεχόμενο ενός χωρίου, ενός κειμένου («γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῡτον», ΚΔ)
13. η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο εμφανίζεται κάτι
14. περίληψη, σχεδιάγραμμα («ἐξηγεῑσθαι τύποις», Πλάτ.)
15. ιατρ. ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται μια νόσος και, σχετικά με τον πυρετό, η σειρά, τα στάδια της έντασης και της ύφεσης
16. γενικές οδηγίες
17. γενική αρχή νόμου
18. αγωγή ενώπιον δικαστηρίου εναντίον δύστροπου οφειλέτη
19. δικαστική απόφαση
20. (σχετικά με τον γραπτό λόγο) τρόπος έκφρασης, ύφος
21. έμβλημα
22. σύμβολο
23. τρόπος ζωής
24. στον πληθ. οι χαρακτήρες τών γραμμάτων τών χαραγμένων πάνω σε λίθους, τα σημεία («δέλτον... χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων», Πλούτ.)
25. φρ. α) «στίβου... τύπος» — ίχνος πατήματος (Σοφ.)
β) «πεποιημένα ἐν τύπῳ»
(για έργα τέχνης) τα ανάγλυφα (Παυσ.)
γ) «γραπτοὶ τύποι»
πιθ. ζωγραφισμένα αγάλματα (Ευρ.)
δ) «τύποι τοῡ πατρός» — τα παιδιά (Αρτεμίδ. Δαλδ.)
ε) «Πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῡ τύπου» — τίτλος λόγου του Λυσίου (λεξ. Σούδα)
στ) «ὅσον τύπῳ» — μόνον περιληπτικά (Αριστοτ.)
ζ) «τύπῳ» ή «ἐν τύπῳ» και «ὡς τύπῳ περιλαβεῑν» — περιληπτικά (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω (βλ. και λ. τύπτω)].

Greek Monotonic

τύπος: [ῠ], ὁ (τύπτω
I. χτύπημα, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
II. 1. το αποτέλεσμα του χτυπήματος, αποτύπωμα σφραγίδας, σε Ευρ.· στίβου τύπος, σημάδι ή ίχνος πατήματος, σε Σοφ.· — τύποι, σημεία, γράμματα, σε Πλάτ.· ὁτύπος τῶν ἵππων, ο χτύπος, ο ήχος του βαδίσματός τους, σε Ξεν.
2. οτιδήποτε κατειργασμένο από μέταλλο ή λίθο, στον πληθ., μορφές δουλεμένες σε ανάγλυφο, σε Ηρόδ., Ευρ.· έπειτα απλώς, μορφή, εικόνα, άγαλμα, σε Ηρόδ., Ευρ.
3. τύπος τινός, μορφή ανθρώπου, δηλ. ο ίδιος ο άνθρωπος, Ἱππομέδοντος τύπος, σε Αισχύλ.· βραχιόνων τύπος = βραχίονες, σε Ευρ.
4. γενικός τύπος ή χαρακτήρας προσώπου, τύπος ή μοντέλο πράγματος, σε Πλάτ.· παράδειγμα, υπόδειγμα, σε Καινή Διαθήκη
5. σχέδιο, σχεδίασμα, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.· ομοίως, τύπῳ ἐν τύπῳ, περιληπτικά, σε γενικές γραμμές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τύπος: (ῠ) ὁ
1) удар: τ. ἀντίτυπος Her. удар и ответный удар;
2) знак, след (τύποι πληγῶν Plut.): τύποι σφενδόνης Eur. отпечаток (оттиск) перстня; τ. τοῦ καυτῆρος Luc. выжженное клеймо; τύποι γραμμάτων Plut. письменные знаки, письмена;
3) резьба, резное (скульптурное) изображение: αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her. ограда со скульптурными изображениями; ἀσπίδος τύποις ἐπῆν γίγας Eur. на щите была вырезана фигура гиганта; χρυσέων ξοάνων τύποι Eur. золотые изваяния;
4) форма или образец, тип: τοῦ αὐτοῦ μετέχειν τύπου Plat. иметь ту же форму, относиться к тому же типу; Ἱππομέδοντος μέγας τ. Aesch. громадного роста Гиппомедонт;
5) очерк, очертания, общий вид Isocr., Plat., Arst.: τύπῳ и ἐν τύπῳ Plat., Arst. в общем виде, в форме наброска; τύπον τινὰ λαβεῖν τινος Plat. постичь что-л. в общих чертах;
6) топот (ἵππων Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύπος -ου, ὁ [τύπτω] slag:. τύπος ἀντίτυπος slag op slag Hdt. 1.67.4 (orakel). wat door slaan ontstaat afdruk, indruk:; τύποι σφενδόνης de afdruk van de zegelring Eur. Hipp. 862; τὰ ἀκριβῆ τὸν τύπον (munten) die de juiste stempel hebben Luc. 59.10; overdr.: τύπον ἐνσημήνασθαι een stempel aan iem. meegeven Plat. Resp. 377b; ἔχειν τύπον τινος indruk hebben van iets Plat. Tht. 192a; ὁ τύπος τοῦ καυτήρος het brandmerk Luc. 28.46. letterteken:. τὰ γεγραμμένα τύποις hetgeen op schrift gesteld staat Plat. epist. 343a. reliëf, afbeelding:. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι een met reliëfs versierde muur Hdt. 2.138.2. vorm, beeld (in versch. materialen):; ποιεῦνται ξύλινον τύπον ἀνθρωποειδέα zij laten een houten (kist in de) vorm van een mens maken Hdt. 2.86.7; χρυσέων ξοάνων τύποι fraai gevormde gouden godenbeelden Eur. Tr. 1074; τοὺς τύπους οὓς ἐποιήσατε de afgodenbeelden die jullie hebben gemaakt NT Act. Ap. 7.43; uitbr. vorm, gedaante:. Γοργείοισιν... τύποις met de gedaanten van Gorgonen Aeschl. Eum. 49; νέων βραχιόνων... ἡβητὴν τύπον de jeugdige vorm van jonge armen Eur. Hcld. 858. schets, algemene voorstelling:. ἔχεις τὸν τύπον ὧν λέγω u heeft een algemene indruk van wat ik bedoel Plat. Resp. 491c; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς om ons een algemene voorstelling hierover te vormen Plat. Resp. 559a; ἐξηγεῖσθαι τύποις in grote lijnen uiteenzetten Plat. Lg. 816e; τοὺς τύπους μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν door hierover slechts de grote lijnen aan te geven Aristot. Pol. 1341b31; ὡς τύπῳ λαβεῖν in het algemeen genomen Thphr. Char. 1.1. voorbeeld, model:. εἷς... τῶν... τύπων, ἐν ᾧ δεήσει... ποιεῖν dat zal dan één van de modellen zijn waaraan men zich zal dienen te houden Plat. Resp. 380c; ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσιν τοῖς πιστεύουσιν zodat u een voorbeeld wordt voor allen die geloven NT 1 Thess. 1.7. type, karakter:. τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου aan hetzelfde karakter deelhebbend Plat. Resp. 402d; πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου alle dingen van dat type Plat. Tht. 171e.

Middle Liddell

τύ˘πος, ὁ, τύπτω
I. a blow, Orac. ap. Hdt.
II. the effect of a blow, the print or impress of a seal, Eur.; στίβου τύπος the print of a footstep, Soph.:— τύποι marks, letters, Plat.:— ὁ τ. τῶν ἵππων the sound of their tread, Xen.
2. anything wrought of metal or stone, in pl. figures worked in relief, Hdt., Eur.:—then, simply, a figure, image, statue, Hdt., Eur.
3. τύπος τινός a man's form, i. e. himself, Ἱππομέδοντος τ. Aesch.; βραχιόνων τ. = βραχίονες, Eur.
4. general form or character, the type or model of a thing, Plat.:— an example, NTest.
5. an outline, sketch, draught, Plat.; so, τύπῳ, ἐν τύπῳ in outline, in general, Plat.

Chinese

原文音譯:tÚpoj 替坡士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:打 相當於: (תַּבְנִית‎)
字義溯源:印模,記號,痕,像,預像,形象,樣式,內容,鑑戒,形體,模範,榜樣,模型;源自(τύπτω)*=重擊)。參讀 (εἶδος)同義字
出現次數:總共(15);約(2);徒(3);羅(2);林前(1);腓(1);帖前(1);帖後(1);提前(1);多(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 榜樣(5) 羅6:17; 帖前1:7; 提前4:12; 多2:7; 彼前5:3;
2) 痕(2) 約20:25; 約20:25;
3) 樣式(2) 徒7:44; 來8:5;
4) 一個榜樣(1) 帖後3:9;
5) 鑑戒(1) 林前10:6;
6) 為榜樣(1) 腓3:17;
7) 預像(1) 羅5:14;
8) 像(1) 徒7:43;
9) 內容(1) 徒23:25

English (Woodhouse)

character, form, impress, impression, mark, model, outline, pattern, shape, stamp, a rough outline, cast in metal, sketch in outline

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)