ἅπτω
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
fut. ἅψω: aor. ἧψα:—Pass., pf. ἧμμαι, Ion. A ἅμμαι Hdt.1.86: fut. ἅψομαι Od.9.379, ἁφθήσομαι (συν-) Gal.3.311:—Med., v.infr. (cf. ἑάφθη):—fasten or bind to, used by Hom., once in Act., ἅψας ἀμφοτέρωθεν . . ἔντερον οἰός (of a lyre-string) Od.21.408; once in Med., ἁψαμένη βρόχον . . ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου having fastened the noose to the beam (to hang herself), 11.278; so later ἅψεται ἀμφὶ βρόχον . . δείρᾳ E.Hipp.770; ἁψαμένη βρόχον αὐχένι A.R.1.1065:—Act., βρόχους ἅ. κρεμαστούς E.Or.1036; but βρόχῳ ἅ. δέρην Id.Hel.136, cf. AP7.493 (Antip. Thess.). 2 join, ἅπτω χορόν A.Eu.307; πάλην τινὶ ἅπτω fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Id.Ch.868: —Pass., ἅπτεσθαι τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol.1280b14. II more freq. in Med., ἅπτομαι, fut. ἅψομαι, aor. ἡψάμην E.Supp.317, with pf. Pass. ἧμμαι S.Tr.1010(lyr.), Pl. Phdr.260e:—fasten oneself to, grasp, c.gen., ἅψασθαι γούνων Il.1.512; χειρῶν 10.377; ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν Od.19.473; ἅπτεσθαι νηῶν Il.2.152; βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος; Od.10.379, cf. 4.60; ὡς δ' ὅτε τίς τε κύων συὸς . . ἅπτηται κατόπισθε . . ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.339; ἅπτεσθαι τοῦ ἐπεόντος ἐπὶ τῶν δενδρέων καρποῦ Hdt.2.32; τῶν τύμβων ἁπτόμενοι Id.4.172; ἅπτεσθαί τινος, Lat. manus inicere alicui, Id.3.137; οὔτ' ἔθιγεν οὔθ' ἥψαθ' ἡμῶν E.Ba.617; τῶν σφυγμῶν feel the pulse, Arr.Epict.3.22.73: metaph., take hold of, cleave to, Pl.Lg.967c. b abs., τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται for the spears of all the Trojans reach their mark, Il.17.631; ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο 8.67. c ἅπτεσθαι τῆς γῆς = land, disembark D.S.4.48. III metaph., engage in, undertake, βουλευμάτων S.Ant.179; ἀγῶνος E. Supp.317; πολέμου prosecute it vigorously, Th.5.61; ἧπται τοῦ πράγματος D.21.155; ψυχὴ ἡμμένη φόνων Pl.Phd.108b, cf. E.IT381; τῶν μεγίστων ἀσεβημάτων Plb.7.13.6; so ἅ. τῆς μουσικῆς καὶ φιλοσοφίας Pl.R.411c; ἐπιτηδεύματος ib.497e; γεωμετρίας Id.Plt.266a; τῆς θαλάττης Plb.1.24.7; ἅπτεσθαι λόγου E.Andr.662, Pl.Euthd.283a (but ἅπτεσθαι τοῦ λόγου attack, impugn the argument of another, Id.Phd. 86d); τούτων ἥψατο touched on these points, handled them, Th.1.97; ἅ. τῆς ζητήσεως Arist.GC320b34; but also, touch on, treat superficially, Pl.Lg.694c, Arist.EE1227a1. b abs., begin, set to work, ταῖς διανοίαις Ar.Ec.581. 2 fasten upon, attack, Pi.N.8.22, A.Ag. 1608, etc.; μόνον τῷ δακτύλῳ Ar.Lys.365; τῆς οὐραγίας Plb.2.34.12; esp. with words, Hdt.5.92.γ; of diseases, ἧπταί μου S.Tr.1010, cf. Gal.15.702; ἥψατο τῶν ἀνθρώπων Th.2.48; ὅσα ἅπτεται ἀνθρώπων all that feed on human flesh, ib.50. b lay hands on, χρημάτων Pl.Lg. 913a; τῶν ἀλλοτρίων Id.R.360b, etc. 3 touch, affect, ἄλγος οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ A.Fr.255, cf. S.OC955; ἅπτει μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς Pl.Ion535a; τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός E.Rh.916; ὥς μου χρησμὸς ἅ. φρενῶν Ar.Eq.1237; make an impression upon, ἡμῶν OGI315.56 (Pessinus, ii B. C.). 4 grasp with the senses, perceive, S.OC1550, Pl.Phd.99e; apprehend, τῆς αἰτίας Arist.Resp.472a3. 5 have intercourse with a woman, Pl.Lg.84ca, Arist.Pol.1335b40, 1 Ep.Cor. 7.1; εὐνῆς E.Ph.946. 6 come up to, reach, overtake, X.HG5.4.43; attain, τῆς ἀληθείας Pl.Phd.65b; τοῦ τέλους Id.Smp.211b: in Pi., c. dat., ἀγλαΐαις P.10.28; στάλαισιν Ἡρακλείαις Id.I.4(3).12; but also c. gen., Ἡρακλέος σταλᾶν Id.O.3.44. 7 make use of, avail oneself of, τῆς τύχης E.IA56. 8 Geom., of bodies and surfaces, to be in contact, Arist.Ph.231a22, cf. Metaph.1002a34, al., S.E.M.3.35; of lines or curves, meet, Euc.3Def.2; touch, Id.4Def.5, Archim. Sph.Cyl.1.28; pass through a point, Euc.4Defs.2,6; of points, lie on a line or curve, ib.Defs.1,3; ἅπτεται τὸ σημεῖον θέσει δεδομένης εὐθείας the locus of the point is a given straight line, Id. ap. Papp.656.6,al. B Act., kindle, set on fire (i.e. by contact of fire), Hdt.8.52, etc. (so in Med., Call.Dian.116); ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί A.Ag.295: metaph., πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43:—Pass., to be set on fire, ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι Od.9.379; ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον . . ἅψατο νηοῦ as soon as the corn caught fire, it set fire to the temple, Hdt.1.19; πυρῆς ἤδη ἁμμένης ib.86; ἧπται πυρί E.Hel.107. II ἅπτω πῦρ kindle a fire, ib.503:—Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Th.4.100; δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην Ar.Nu.1490, cf. Pl.301. III cook, Alex.124.1.
German (Pape)
[Seite 340] 1) heften, anknüpfen, Plat. Crat. 417 e τὸ ἅπτειν καὶ τὸ δεῖν ταὐτόν ἐστι; Hom. activ. Od. 21, 408 ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐυστρεφὲς ἔντερον οἰός; χορὸν ἅπτειν, den Reihen schlingen, vom Anfassen mit den Händen beim Tanz, Aesch. Eum. 297; πάλην τινί, einen Ringkampf mit Jem. anknüpfen, mit Einem anbinden, Ch. 855; βρόχους κρεμαστούς, die Schlinge anknüpfen, so daß sie herabhängt, Eur. Or. 1036; vgl. Hel. 135 βρόχῳ δέρην, wie Ant. Th. 84 (VII, 493). – Viel häufiger med., Od. 11, 278 ἁψαμένη βρόχον ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου; sich anheften, anknüpfen in verschiedenen Beziehungen, a) anfassen, berühren, γούνων Il. 1, 512; χειρῶν δ' ἁψάσθην, gewaltsam, 10. 377; γενείου, am Kinn fassen, Od. 19, 473; νηῶν ἠδ' ἑλκέμεν εἰς ἅλα, Hand an die Schiffe legen u. sie ins Meer ziehen, Il. 2, 152; κύων συὸς ἠὲ λέοντος ἅπτηται κατόπισθε, ποσὶν ταχέεσσι διώκων, ἰσχία τε γλουτούς τε Iliad. 8, 339; ohne cas., τῶν πάντων βέλε' ἅπτεται, ὅς τις ἀφείη Iliad. 17, 631; ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο 8, 67; κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα Od. 4, 522; οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι ἁψάμενοι ἑκάτερθε 9, 386; γονάτων Pind. N. 8, 14; Eur. Hec. 241. – b) ergreifen, antasten, sich bemächtigen, χρημάτων, τῶν ἀλλοτρίων Plat. Legg. XI, 913 a Rep. II, 360 b; πόνοι ἅπτονται τοῦ σώματος, greifen den Körper an, Xen. Cyr. 1, 6, 25; θανόντων οὐδὲν ἄλγος, die Todten berührt, trifft kein Schmerz, Soph. O. C. 959; Eur. Alc. 940. – c) feindlich angreifen, Aesch. Ag. 1590; Xen. Hell. 5, 4, 43 Cyr. 5, 1, 14, im Gegensatz von ἀπέρχεσθαι; – τῆς οὐραγίας Pol. 2, 34; von Krankheiten, z. B. der Pest, Thuc. 2, 48; ὀργὴ ἧπται τῆς πόλεως Pol. 31, 7; Hand anlegen, γονέων, an die Aeltern, Plat. Rep. V, 465 b; τοῦδ' ἀνδρός Soph. O. C. 826; Plat. Conv. 221 b; ἔπεσίν τινος, mit Worten angreifen, schelten; ohne ἔπεσιν Her. 5, 92, 3; τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς Plat. Ion. 535 a; φρενὸς ἅπτεσθαι, kränken, Eur. Rhes. 916; χρησμὸς ἅπτεται φρενῶν Ar. Equ. 1233. – d) Speise anrühren, βρώμης, ποτῆτος Od. 10, 379; σίτου 4, 60 (zugreifen); ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται Od. 19, 28; Thuc. 2, 50 ὅσα ὄρνεα καὶ τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται; Sp. häufig οἴνου ἅπτεσθαι. – e) ein Werk angreifen, sich an etwas machen, ἔργου Xen. Hell. 1, 4, 5; πολέμου Thuc. 5, 61; πράγματος Dem. 18, 141; τῆς τῶν ἱματίων ἐργασίας Plat. Polit. 280 e; oft λόγων, Eur. Ion. 544; Plat. Rep. VII, 539 a; aber Polit. 275 e ist λόγου ἅπτεσθαι den Sinn verstehen; ἀντιλογίας V, 454 b; φιλοσοφίας Phaed. 64 a u. öfter; schlechte Thaten, Verbrechen, φόνου Eur. I. T. 381; φόνων, κλωπείας Plat. Phaed. 108 b Legg. VII, 823 e; ἀσεβημάτων Pol. 7, 13; ψευδέων Pind. P. 3, 29. – f) erreichen, ἀληθείας Plat. Phaed. 65 b u. öfter. – g) in Vrbdgn wie εὐνῆς Eur. Phoen. 953, γυναικῶν Plat. Rep. V, 701 b, ὥρας Legg. VIII, 837 b, vgl. 840 a, τῶν καλῶν Xen. Mem. 1, 3, 8 streift die Bdtg an genießen; vgl. Arist. H. A. 5, 14. – Selten ist die Vrbdg mit dem dat., bis zu etwas hinreichen, Pind. P. 10, 28; I. 3, 30 στάλαισιν ἅπτοντ' Ἡρακλείαις. – 2) anzünden, anstecken, ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί Aesch. Ag. 286; πεύκας, φῶς Eur. Or. 1543 Rhes. 81; übertr., π υρσὸν ὕμνων Pind. I. 3, 61; λύχνον ἅπτειν Com. Häufiger im pass., ἡμμένος Ar. Plut. 301; ἁφθεὶς ὁ νηὸς κατεκαύθη Her. 1, 19; vgl. 1, 86; ἁφθέντα, ἡμμένον, Thuc. 4, 133; Eur. Cycl. 512; Theocr. 14. 23 u. Sp. – Hom. fut. med. in passiv. Bdtg, ὁ μοχλὸς ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι Od. 9, 379.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. med. jón. ἅμμαι Hdt.1.86]
A c. suj. anim. o abstr. y varios regímenes
I c. ac., en v. act. sujetar, atar ἔντερον οἰός Od.21.408, βρόχους E.Or.1036, βρόχῳ γ' ἅ. ... δέρην atar el cuello con una cuerda E.Hel.136, βρόχον AP 7.493 (Antip.Thess.), χορὸν ἅψωμεν formemos un coro A.Eu.307, πάλην ... μέλλει ἅψειν va a trabar una lucha A.Ch.868, cf. Pl.Cra.417e
•unir τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol.1280b14
•en v. med. ἁψαμένη βρόχον tras atarse un lazo, Od.11.278, A.R.1.1065, ἀγχόνην ἅψαντο se ataron una cuerda para ahorcarse, Semon.2.18, cf. A.Fr.47a.14, κρεμαστὸν ἅψεται ἀμφὶ βρόχον E.Hipp.110.
II gener. c. gen., en v. med.
1 c. gen. de pers. y partes del cuerpo tocar γούνων Il.1.512, cf. Plu.2.1100a, χειρῶν Il.10.377, γενείου Od.19.473, φόνου E.IT 381, τῶν σφυγμῶν tomar el pulso Arr.Epict.3.22.73, αὐτοῦ Hierocl.Facet.186, αὐτῶν Eu.Luc.18.15, cf. Eu.Marc.10.13, Eu.Matt.17.7, τῆς χειρὸς αὐτῆς Eu.Matt.8.15, μή μου ἅπτου no me toques, Eu.Io.20.17
•c. ac. indicando acción curativa τὸν δὲ ἁψάμενος Sol.1.62, χεῖρα ἥψατο Eu.Matt.8.3
•c. gen. de cosas τῶν τύμβων Hdt.4.172
•fig. ἄνθρωπος ... ζῶν ... ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος el nombre vivo roza con su propia muerte al dormir; despierto, roza con su sueño (c. juego de palabras con ἅπτω B 1 q.u.) Heraclit.B 26
•c. gen. de abstr. ἅπτεται τοῦ αἰσθητοῦ está en contacto con lo sensible Numen.11.19, ἅψασθαι μυστηρίων participar de los sacramentos Synes.Ep.41 (p.59)
•medic. adherirse ἡ σάρξ ... ἅπτεται τοῦ ὀστέου la carne se adhiere al hueso Hp.Art.50, αἱ ὑστέραι ... τῆς κύστιος Hp.Mul.2.137.
2 en contextos hostiles c. suj. y gen. de anim. o abstr. tocar, alcanzar, atacar κύων συός ... ἠὲ λέοντος Il.8.339, τοῦδε τ' ἀνδρός A.A.1608, μόνον Στρατυλλίδος τῷ δακτύλῳ Ar.Lys.365, τῶν ἀνθρώπων Th.2.48, οὐραγίας Plb.2.34.12, de ciertos animales ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται cuantos son nocivos para los hombres Th.2.50
•atacar en gener. τῶν κυρίων πόρων τῆς πόλεως Plb.30.31.12, μὴ ἅπτεσθε τῶν χριστῶν μου no toquéis a mis ungidos LXX Ps.104.15
•abs. hacer blanco πάντων βέλε' Il.17.631, cf. 8.67
•fig. de ataques verbales atacar ἐσλῶν Pi.N.8.22, τοῦ λόγου impugnar un argumento Pl.Phd.86d, πολλὰς ἀθεότητας ... τῶν τοιούτων ἅπτεσθαι que caigan sobre ellos acusaciones de impiedad Pl.Lg.967c.
3 c. suj. de pers. y compl. en gen. c. indicaciones locales alcanzar, llegarse a Ἡρακλέος σταλᾶν Pi.O.3.43, τῶν ἀνδρῶν X.HG 5.4.43, τοῦ τέλους alcanzar la meta Pl.Smp.211b, τῆς γῆς desembarcar D.S.4.48
•tb. c. dat. στάλαισιν ἅπτονθ' Ἡρακλείαις Pi.I.3(4).30, ἀγλαΐαις Pi.P.10.28
•fig. ἡ ψυχὴ τῆς ἀληθείας ἅπτεται Pl.Phd.65b.
4 c. suj. de pers. y gen. de abstr. o n. de acción emprender ἀγῶνος E.Supp.317, τοῦ λόγου E.Andr.662, φόνων Pl.Phd.108b, ἀσεβημάτων Plb.7.13.6, τούτων ... ἐν τῇ Ἀττικῇ ξυγγραφῇ Th.1.97
•dedicarse a τοῦ πολέμου continuar la guerra Th.5.61, γεωμετρίας Pl.Plt.266a, μουσικῆς δὲ καὶ φιλοσοφίας Pl.R.411c, τοῦ ἐπιτηδεύματος Pl.R.497e, τῆς ζητήσεως Arist.GC 320b34, τῆς θαλάττης Plb.1.24.7, αὐτῆς γὰρ τῆς ἁρμονίας Aristox.Harm.6.8, τοῦ πράγματος ἧπται se ha puesto con ese asunto D.21.155
•poner en práctica τῆς διανοίας Ar.Ec.581.
5 c. suj. de pers. y gen. de cosas y pers. hacerse con, tomar, apresar νηῶν Il.2.152, βρώμης ... οὐδὲ ποτῆτος Od.10.379, αὐτοῦ Hdt.3.137, τοῦ καρποῦ Hdt.2.32, τῶν καμήλων Ael.VH 12.37, τῶν ἐμῶν χρημάτων Pl.Lg.913a, τῶν ἀλλοτρίων Pl.R.360b, cf. Herm.Sim.1.11, κτήνους D.P.Au.1.5
•fig. τῆς τύχης aprovecharse del trance E.IA 57, μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων no se atiene a las mejores decisiones S.Ant.179, παιδείας ... ὀρθῆς οὐχ ἧφθαι que no tiene idea de lo que es una buena educación Pl.Lg.694c, ἔργων τῶν προσηκόντων ἁπτομένους tomando la iniciativa de las medidas indispensables Aen.Tact.2.3, c. suj. de abstr. ἁ χείρων Ἐρυσίχθονος ἅψατο βωλά la peor idea se adueñó de Erisictón Call.Cer.32.
6 c. suj. de pers. y compl. abstr. en gen. percibir σου (la luz), S.OC 1550, τῆς τοιαύτης αἰτίας Arist.Iuu.472a3, sensaciones, Pl.Phd.99e.
7 c. suj. anim. y régimen anim. en gen. tener trato sexual γυναικός Pl.Lg.840a, 1Ep.Cor.7.1, fig. μὴ γὰρ εὐνῆς ἥψατ' no ha llegado al lecho nupcial E.Ph.946
•abs., Arist.Pol.1335b40.
8 c. suj. gener. de cosas y abstr. y gen. de pers. afectar, impresionar θανόντων δ' οὐδὲν ἄλγος ἅπτεται S.OC 955, cf. A.Fr.255, de palabras μοῦ ... τῆς ψυχῆς Pl.Io 535a, el vino τῆς κεφαλῆς Gal.15.702, ἡμῶν OGI 315.56 (III d.C.)
•c. suj. anim. τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός me has conmovido las entrañas E.Rh.916.
9 en gener. estar en contacto c. gen. o abs. Arist.Ph.231a22, Metaph.1002a34
•geom. de líneas encontrarse, incidir Euc.3 Def.2, 4 Def.2, 6, 1 Def.8, S.E.M.3.35.
B gener. c. suj. de pers. y compl. de términos que significan ‘fuego’ o lo admiten.
1 tr. prender fuego, encender θυμὸν ἅψαντες πυρί A.A.295, πῦρ E.Hel.503, cf. Nonn.D.21.135, στυππεῖον Hdt.8.52, πυρὸς ἧψε φάος A.Fr.451u.9, πυρὸς σέλας ... ἅψας Emp.B 84.3
•abs. ἧψε enciende el fuego Alex.124.1, fig. κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων que aquel alumbre el fuego de mis himnos Pi.I.3(4).61
•en v. pas. δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην que alguien traiga una antorcha encendida Ar.Nu.1490, ἡμμένον σφηκίσκον Ar.Pl.301
•en v. med. φάος ἅπτεται ἑαυτῷ enciende para sí una luz ref. a los sueños, Heraclit.B 26, πεύκην Nonn.D.48.202, βοτῆρι [ἁψ] αμένῳ ... φλόγα πεύκης Pamprepius 3.120
•c. gen. τὸ λήιον ... ἅψατο νηοῦ Hdt.1.19.
2 intr., en v. med. prender ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι la estaca de olivo iba a prender en el fuego, Od.9.379, de Troya ἧπται E.Hel.107, ὁ Πρωτεὺς ὁ Φάριος ... ἐς πῦρ ἅπτεται Philostr.VS 593.
• Etimología: Cf. ἁφή.
French (Bailly abrégé)
1impf. ἧπτον, f. ἅψω, ao. ἧψα, pf. inus.
Pass. ao. ἥφθην, ao.2 ἥφην, pf. ἧμμαι;
ajuster, attacher, nouer, acc. ; ἅ. χορόν ESCHL former, litt. nouer un chœur de danse ; ἅ. πάλην τινί ESCHL engager une lutte avec qqn ; abs. λύουσ’ εἴθ’ ἅπτουσα SOPH déliant ou attachant, càd quoi que je fasse sorte de proverbe;
Moy. ἅπτομαι (impf. ἡπτόμην, f. ἅψομαι, ao. ἡψάμην, pf. ἧμμαι);
I. attacher pour soi : βρόχον ἀπὸ μελάθρου OD un lacet au plafond (pour se pendre);
II. toucher, d'où
1 atteindre, gén. : ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο IL les traits les atteignirent tous deux ; fig. ἅ. τῆς ἀληθείας PLAT parvenir à la vérité ; p. ext. saisir par les sens ou par l'esprit, percevoir;
2 toucher pour prendre : ἅ. βρώμης, ποτῆτος OD prendre de la nourriture, de la boisson ; ὅσα ὄρνεα καὶ τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται THC toutes les espèces d'oiseaux et de quadrupèdes qui se nourrissent de chair humaine ; particul. toucher en suppliant : ἅ. γούνων IL ou γονάτων EUR, χειρῶν IL, γενείου OD toucher les genoux, les mains, la barbe de qqn en suppliant;
3 porter la main sur, s'attaquer à, attaquer, gén. ; fig. πόνοι ἅπτονται τοῦ σώματος XÉN la fatigue envahit le corps ; attaquer en paroles, par des reproches ou des injures ; sans idée de violence ἅ. τῶν λόγων PLAT s'attaquer aux arguments d'autrui, les discuter;
4 fig. mettre la main à, se mettre à, s'adonner à, gén. ; en mauv. part φόνου EUR commettre un meurtre.
Étymologie: R. Ἁφ, toucher.
2impf. ἧπτον, f. ἅψω, ao. ἧψα, pf. inus.
Pass. ao. ἥφθην, pf. ἧμμαι;
allumer, acc. : ἄνθρακες ἡμμένοι THC charbons embrasés;
Moy. ἅπτομαι (inf. f. ἅψεσθαι) s'allumer.
Étymologie: R. Ἁφ, brûler.
English (Autenrieth)
aor. part. ἅψᾶς, mid. ipf. ἥπτετο, fut. ἅψεται, aor. ἥψατο (ἅψατο), inf. ἅψασθαι, part. ἁψάμενος, aor. pass. (according to some), ἑάφθη (q.v.): I. act., attach, fasten, Od. 21.408, of putting a string to a lyre.—II. mid., fasten for oneself, cling to, take hold of (τινός); ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου, in order to hang herself, Od. 11.278; ὡς δ' ο<<><>>τε τίς τε κυὼν συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος | ἅψηται κατόπισθε, ‘fastens on’ to him from the rear, Il. 8.339; ἅψασθαι γούνων, κεφαλῆς, νηῶν, etc.; βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος, ‘touch,’ Od. 10.379.
English (Slater)
ἅπτω (aor. ἅψαι: med. ἅπτομαι, -εται, -όμεσθα, -ονθ; -όμεναι)
a act., kindle met. προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43)
b med.,
I abs., touch met. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (= πόνους) ἁπτόμεναι with their touch (N. 4.3)
II c. dat., attain to ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα (Tric.: ἁπτόμεθα codd.) (P. 10.28) ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.12)
III c. gen., clasp, embrace ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ ἅπτομαι (N. 8.14) met., Θήρων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν (O. 3.43) ψευδέων δ' οὐχ ἅπτεται sc. Apollo (P. 3.29) ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν, ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (sc. φθόνος) (N. 8.22)
English (Strong)
a primary verb; properly, to fasten to, i.e. (specially) to set on fire: kindle, light.
English (Thayer)
1st aorist participle ἅψας; (cf. Latin apto, German heften); (from Homer down);
1. properly, to fasten to, make adhere to; hence, specifically to fasten fire to a thing, to kindle, set on fire, (often so in Attic): λύχνον, Aristophanes nub. 57; Theophrastus, char. 20 (18); Josephus, Antiquities 4,3, 4); πῦρ, T Tr text WH περιαψάντων); πυράν, L T Tr WH.
2. Middle (present ά῾πτομαι); imperfect ἡπτομην (R G Tr marginal reading); 1st aorist ἡψάμην; in the Sept. generally for נָגַע, הִגִּיעַ; properly, to fasten oneself to, adhere to, cling to (Homer, Iliad 8. 67);
a. to touch, followed by the object in genitive (Winer's Grammar, § 30,8c.; Buttmann, 167 (146); cf. Donaldson, p. 483): Matthew, Mark, and Luke. In μή μου ἅπτου is to be explained thus: Do not handle me to see whether I am still clothed with a body; there is no need of such an examination, for not yet etc.; cf. Baumg.-Crusius and Meyer at the passage (as given by Hackett in Bib. Sacr. for 1868, p. 779f, or B. D. American edition, p. 1813 f).
b. γυναικός, of carnal intercourse with a woman, or cohabitation, tangere, Horace sat. 1,2, 54: Terence, Heaut. 4,4, 15, and the Hebrew נָגַע, Plato, de legg. viii. 840a.; Plutarch, Alex. Magn c. 21).
c. with allusion to the levitical precept ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, have no contact with the Gentiles, no fellowship in their heathenish practices, μή ἅψῃ, Lightfoot; on the distinction between the stronger term ἅπτεσθαι (to handle?) and the more delicate θιγεῖν (to touch?) cf. the two commentators just named and Trench, § xvii. In classic Greek also ἅπτεσθαι is the stronger term, denoting often to lay hold of, hold fast, appropriate; in its carnal reference differing from θιγγάνειν by suggesting unlawfulness. θιγγάνειν, is used of touching by the hand as a means of knowledge, handling for a purpose; ψηλαφαν signifies to feel around with the fingers or hands, especially in searching for something, often to grope, fumble, cf. ψηλαφινδα blindman's buff. Schmidt, chapter 10.)).
d. to touch i. e. assail: τίνος, anyone, ἀνάπτω, καθάπτω, περιάπτω.)
Greek Monolingual
(νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι)
(-ω) ανάβω κάτι
νεοελλ.
1. ανάβω, καίγομαι
2. ανάβω, εξάπτομαι
αρχ.
1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» — ας αρχίσουμε τον χορό
2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα)
(-ομαι) νεοελλ.
1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω
2. φρ. α) «μή μου άπτου»
(για πρόσωπα) ο υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος
β) βοτ. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή
αρχ.-μσν.
εγγίζω
αρχ.
1. αγγίζω, ψαύω, ψηλαφώ
2. επιχειρώ κάτι, καταπιάνομαι
3. πιάνω, κρατώ
4. προσκολλιέμαι, αρπάζω
5. φθάνω στον σκοπό μου
6. (κ. μτφ.) επιτίθεμαι, προσβάλλω
7. αρχίζω, θέτω σε ενέργεια
8. επενεργώ, επιδρώ
9. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, εννοώ, καταλαβαίνω
10. έρχομαι σε επαφή, σε επικοινωνία ή συνουσία
11. φθάνω κάτι, καταλαμβάνω, γίνομαι κάτοχος
12. χρησιμοποιώ, επωφελούμαι
13. (γεωμ.) α) εφάπτομαι, συναντώ, αγγίζω
β) περνώ από ένα σημείο, διέρχομαι, βρίσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η προέλευση του τ. από αρχικό θέμ. αφ- (πρβλ. αβεστ. āfәnte «επιτυγχάνονται») είναι αβέβαιη. Η σημ. «ανάβω, αναφλέγω» οδηγεί σε πιθ. συγγένεια της λ. άπτομαι με το (γερμ.) seng- και το (σλαβ.) senk -, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε αρχική ΙΕ ρ. senkω - «καίω», ενώ η έννοια «συνάπτω, συνδέω» οδηγεί σε πιθ. σχέση με το λατ. apio, apere (μτχ. aptus). Από την αμοιβαία επίδραση των δύο αυτών ρημάτων προέκυψε ο τ. άπτω, που διατηρεί την αρχική δασύτητα του τ. senkω -. Κατ' άλλη άποψη, η δασύτητα του άπτω προήλθε από πιθ. επίδραση του ρ. έπω «φροντίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. sapati «φροντίζει, περιποιείται») στον τ. άπτω < λατ. aptus (apere).
ΠΑΡ. απτός, άπτρα, αφή, άφθα, αψίδα (-ις), αρχ. άμμα, απτώδιον, άψις.
ΣΥΝΘ. ανάπτω, εξάπτω, εφάπτομαι περιάπτω, προσάπτω, συνάπτω
αρχ.
αφάπτω, ενάπτω, καθάπτω, προάπτω, υφάπτω].
Greek Monotonic
ἅπτω: (√ΑΠ και √ΑΦ), μέλ. ἅψω, αόρ. αʹ ἧψα — Παθ., παρακ. ἧμμαι, Ιων. ἅμμαι (βλ. ἑάφθη) — Μέσ. μέλ. ἅψομαι, με Παθ. παρακ. ἧμμαι·
Α. I. 1. στερεώνω, προσαρμόζω, δένω σφιχτά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
2. συνάπτω, συμμετέχω, χορόν, σε Αισχύλ.· πάλην τινὶ ἅπτειν, αγωνίζομαι στην πάλη εναντίον κάποιου, στον ίδ.
II. Μέσ.,
1. συνάπτομαι, προσκολλώμαι, εξαρτώμαι από κάποιον, κρατώ κάποιον, σφίγγω, αγγίζω, με γεν., ἅψασθαι γούνων, ως ικέτης, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, ἅψασθαι γενείου, στο ίδ.· ἅπτεσθαι νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απόλ., φθάνω, αγγίζω το στόχο μου, στο ίδ.
2. εμπλέκομαι, συμμετέχω, με γεν., βουλευμάτων, σε Σοφ.· πολέμου, σε Θουκ.· ἡμμένος φόνου, μπλεγμένος σε..., σε Πλάτ.· αλλά, ἅπτεσθαι τῶν λόγων, απορρίπτω, αμφισβητώ το επιχείρημα κάποιου, στον ίδ.· τούτων ἥψατο, άγγιξε, πραγματεύτηκε αυτά τα ζητήματα, σε Θουκ.
3. εφορμώ, επιτίθεμαι, προσβάλλω εχθρικές θέσεις, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
4. αγγίζω, επιδρώ, επενεργώ, ἄλγοςοὐδὲν ἅπτεται νεκρῶν, σε Αισχύλ. κ.λπ.
5. προσλαμβάνω με τις αισθήσεις, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Σοφ., Πλάτ.
6. φθάνω, αγγίζω, αποκτώ, καταλαμβάνω, σε Πλάτ., Ξεν. Β. 1. Ενεργ. επίσης, ανάβω, βάζω φωτιά, καίω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. καίγομαι, παίρνω φωτιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. ἅπτειν πῦρ, ανάβω φωτιά, σε Ευρ. — Παθ., ἄνθρακες ἡμμένοι, πυρωμένα κάρβουνα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἅπτω:
I
1 тж. med. завязывать, обвязывать, привязывать, прикреплять (ἀμφοτέρωθέν τι Hom.; βρόχους κρεμαστούς и δέοην βρόχω Eur.; med. βρόχον ἀπὸ μελάθρου Hom.): ἅ. πάλην τινί Aesch. завязывать борьбу с кем-л.; χορὸν ἅψαι Aesch. устроить хоровод; τί δ᾽ ἐγὼ ἅπτουσ᾽ ἂν ἢ λύουσα προσθείμην πλέον; Soph. как же мне поступить? (досл. что же я могла бы прибавить завязыванием или развязыванием?); φέρε λόγων ἁψώμεθ᾽ ἄλλων Eur. давай поговорим о другом;
2 med. (de coitu) находиться в связи (Arst.; γυναικός Plat.);
3 med. достигать (τοῦ τέλους Plat.): ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο Hom. стрелы настигали и тех и других; ἅ. τύχῃ τῆς ἀληθείας Plut. случайно узнать истину;
4 med. приниматься (за что-л.), предпринимать, заниматься, приступать (ἔργου Xen.; πολέμου Thuc., Plut.; φιλοσοφίας Plat.; πραγμάτων μεγάλων Plut.): ἅψασθαι φόνου Eur. совершить убийство; οὐ μέλλειν, ἀλλ᾽ ἅ. Arph. не медлить, а приступить к делу;
5 med. воспринимать (τῶν πραγμάτων ταῖς αἰσθήσεσιν Plat.);
6 med. прикасаться, дотрагиваться (γενείου τινός Hom.; γονάτων Pind., Eur.; τῆς γῆς Diod.): καὶ ἁπτόμενοι καὶ χωρὶς ἑαυτῶν Plat. как соприкасающиеся, так и обособленные;
7 med. питаться, вкушать (τῶν τροφῶν Plut.): ὅσα τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται Thuc. четвероногие, питающиеся человеческим мясом; βρώμης οὐχ ἅ. οὐδὲ ποτῆτος Hom. не есть и не пить;
8 med. нападать (ἀνδρός Aesch., Soph.; sc. τῶν πολεμίων Xen.; Σικελίας Plut.): ἡ νόσος ἥψατο τῶν ἀθρώπων Thuc. эпидемия охватила население; τῶν ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὶ πόνοι οὐκ ὁμοίως ἅπτονται Xen. одни и те же труды по-разному изнуряют одинаковые организмы; ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. они осыпали друг друга обвинениями; ἅ. τοῦ λόγου (τινός) Plat. возражать против чьей-л. речи; μὴ ἅ. τῶν ἀλλοτρίων Plat. не трогать чужого; τῆς μὲν οὐδὲν ἄλγος ἅψεταί ποτε Eur. никакое страдание ее уже не коснется.
II
1 зажигать (θωμὸν πυρί Aesch.; πεύκας Eur.; λύχνον Arph.; перен. πυρσὸν ὕμνων Pind.); pass. быть зажженным, гореть (νηὸς ἁφθείς Her.; ἄνθρακες ἡμμένοι Thuc.; δᾴς ἡμμένη Arph.);
2 med. воспламеняться, загораться, зажигаться (ἐν πυρί Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: join, fasten, grasp; kindle (Il.).
Other forms: mostly med.
Derivatives: ἁφή the kindling, the touching, the grip etc. (Hdt.); from here, or as deverb., ἀφάω handle only pres. (Il.) - ἅψις handling (Hp.); ἅψος n. join, pl. joints (Od.; Chantr. Form. 421); ἅμμα noose, cord (Hp.) - ἁψίς, -ῖδος f. loop, mesh- Perhaps also ἄφθα, αὑαψή, χορδαψός s.s.vv.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Cf. Kretschmers Glotta 7, 352. Wrong Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 28 (from *ἅπϜω to Av. āfǝnte). vW. connects ἰάπτω. Szemerényi Gnomon 43 (1971) 656 connects fasten with Lat. apio and kindle with Gm. sengen, OCS prě-sǫčiti dry from *senkʷ-. Fur. 324, 353 (ἕμμα!) takes ἀφάω as evidence for Pre-Greek (but it may be derived from ἁφή). On ἅψος and Armenian forms s. Clackson 98ff.
Middle Liddell
[v. ἑάφθη for ionic perf. pass.] [Root !απ and !αφ]
I. to fasten, bind fast, Od., Eur.: Mid. to fasten for oneself, Od., Eur.
2. to join, χορόν Aesch.; πάλην τινὶ ἅπτειν to fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Aesch.
II. Mid. to fasten oneself to, cling to, hang on by, lay hold of, grasp, touch, c. gen., ἅψασθαι γούνων, as a suppliant, Od.; so, ἅψ. γενείου Od.; ἅπτεσθαι νηῶν Il., etc.:—absol. to reach the mark, Il.
2. to engage in, take part in, c. gen., βουλευμάτων Soph.; πολέμου Thuc.; ἡμμένος φόνου engaged in . ., Plat.;—but, ἅπτεσθαι τῶν λόγων to lay hold of, dispute the argument of another, Plat.; τούτων ἥψατο touched on these points, Thuc.
3. to set upon, attack, assail, Hdt., Aesch., etc.
4. to touch, affect, ἄλγος οὐδὲν ἅπτεται νεκρῶν Aesch., etc.
5. to grasp with the senses, apprehend, perceive, Soph., Plat.
6. to come up to, reach, gain, Plat., Xen.
B. Act., also, to kindle, set on fire, Hdt., Thuc.:— Pass., with fut. mid. to be set on fire, catch fire, Od., Hdt.
2. ἅπτειν πῦρ to light a fire, Eur.:—Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Thuc.
Frisk Etymology German
ἅπτω: {háptō}
Grammar: v.
Meaning: ‘haften, (an)knüpfen, anzünden’, gew. Med. ἅπτομαι anfassen, berühren (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἁφή das Anzünden, das Berühren, der Griff (Hdt., Pl., Arist. usw.); davon, oder vielmehr als Deverbativum von ἅπτω, ἀφάω betasten nur Präs. (Il., Opp., AP); erweiterte Formen ἀφάσσω ib. (ion. hell.) und ἀφάζει· ἀναδέχεται H. — ἅψις das Berühren (Hp., Pl., Arist.); ἅψος n. Verbindung, pl. Gelenke (ep.); zur Bildung Schwyzer 513; ἅμμα Schlinge, Knoten, Band (ion. poet.) mit dem späten Denominativum ἁμματίζω, wovon ἁμματισμός, und dem Deminutivum ἁμμάτιον (Gal.). — ἁψίς, -ῖδος f. s. bes. — ἅπτρα f. Demin. ἅπτριον Docht einer Lampe (Schol.). ἁπτώδιον Spange (als Schmuckstück; Pap.), wohl nach ἐνώδιον = ἐνώτιον. — Vielleicht auch ἄφθα, s. d. — Vgl. noch αὐαψή.
Etymology: Unerklärt. Vgl. die kritischen Erörterungen Kretschmers Glotta 7, 352. — Nach Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 28 aus *ἅπϝω zu aw. āfənte sie werden erreicht.
Page 1,126-127
Chinese
原文音譯:¤ptw 哈普拖
詞類次數:動詞(4)
原文字根:觸摸 相當於: (נָגַע)
字義溯源:連結*,點火,點,生火。註:聖經文庫將 (ἅπτω)與 (ἅπτω / περιάπτω)合併為一個編號
同源字:1) (ἀνάπτω)燃點 2) (ἅπτω)連接 3) (ἅπτω / περιάπτω)點火 4) (καθάπτω)捉住 5) (περιάπτω)繫住,生了 參讀 (ἀνάπτω) (ἀνθρακιά)同義字
出現次數:總共(4);路(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 點(2) 路8:16; 路11:33;
2) 生了(1) 徒28:2;
3) 點上(1) 路15:8
Mantoulidis Etymological
(=προσδένω, ἐγγίζω). Ρίζα αφμε πρόσφυμα τ → ἅφ-τ-ω → ἅπτω.
Παράγωγα: ἁφή (=ἄναμμα, ψηλάφηση), ἐπαφή (καί ὄχι ἐφαφή, γιατί στήν ἀρχή ἡ λέξη ἁφή ἔπαιρνε ψιλή), Ἔπαφος (=ὁ γιός τοῦ Διός καί τῆς Ἰοῦς), ἁπτός, ἅπτρα καί ἅπτριον (=τό φυτίλι τοῦ λύχνου), ἁπτέον, προσαπτέον, ἁπτικός, περίαπτον (=φυλαχτό), ἄαπτος (=ἀνίκητος), ἅψις (=ψηλάφηση, διατάραξη), ἁψίς (=σύνδεση, θόλος), ἁψίκορος (=αὐτός πού χορταίνει μόλις ἀγγίξει τά φαγητά, δύσκολος), ἁψιμαχέω, ἁψιμαχία (=ἀκροβολισμός), ἁψίθυμος, ἁψικάρδιος, ἅψος, τό (=ἄρθρωση), ἅμμα (=σχοινί), ἁφάω (=ψηλαφῶ), ἀφάσσω (=ψηλαφῶ).
Léxico de magia
1 act. encender ἐπιθεὶς λύχνον ἀμίλτωτον ἅψον pon una lámpara no pintada de rojo y enciéndela P VII 542 ῥάκος ἀπὸ βιαίου ἐλλύχνιον ποιήσας ἅψον λύχνον haz una mecha con ropa de uno muerto violentamente y enciende una lámpara P II 145 λύχνους δύο ἅπτε κοτυλιαίους ἔνθα καὶ ἔνθα τοῦ βωμοῦ enciende dos lámparas de una cotila a un lado y otro del altar P XIII 366 ἅψον λύχνους ἑπτὰ ἐπάνω πλίνθων ζʹ ὠμῶν enciende siete lámparas sobre siete ladrillos sin cocer P III 22 ἅπτε δὲ λιβανω<τόν> enciende el incensario P VII 543 ποίησον τόδε, καὶ ἅψω σου τὰς λαμπάδας haz esto y encenderé tus antorchas (como coacción a la divinidad) P XII 9 2 atar φυλακτήριον οἴσεις ἅψας δεξιᾷ χειρὶ καὶ ἀριστερᾷ χειρὶ νυκτός llevarás un amuleto atándolo a tu mano derecha y a tu mano izquierda de noche P XII 13 SM 78 2.6 (fr. lac.) 3 en v. med. tocar como medio de curación, en pap. crist. πιστεύομεν ὅτι ... ἥψω τῆς χειρὸς αὐτῆς καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός creemos que tocaste su mano y la fiebre la abandonó SM 31 2