ἕτερος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῖν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]].
|mltxt=-έρα, -ο (ΑΜ [[ἕτερος]], -έρα, -ον Α και δωρ. [[ἅτερος]] και αιολ. ἄτερος και ιων. [[οὕτερος]] και μτγν. [[θάτερος]])<br /><b>1.</b> (αντ. επιμερ.) [[άλλος]]<br /><b>2.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) ο [[έτερος]]<br />ο [[ένας]] από τους δύο («ο [[έτερος]] τών κατηγορουμένων»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου<br />β) «[[έτερον]] εκάτερον» — [[άλλο]] το ένα και [[άλλο]] το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπόλοιπος]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα χέρια ή τα άλλα [[μέλη]] του σώματος) ο [[ένας]] από τους δύο<br /><b>2.</b> [[δεύτερος]] («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η [[έννοια]] του <i>εὖ</i>, του <i>ἀγαθὸς</i> <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προηγούμενες έννοιες<br /><b>4.</b> το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θάτερα</i><br />[[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο («[[τοτὲ]] μὲν ἐπὶ θάτερα, [[τοτὲ]] δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑτέρα</i> (ενν. [[ημέρα]])<br />η επομένη, η δεύτερη<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ἕτερα» — ως [[προς]] άλλα διαφορετικά ζητήματα (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «δυοῑν [[θάτερον]]» — το ένα από τα δύο<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τῆ ἑτέρα λαβεῖν» — να πετύχει εύκολα (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (όταν προηγείται η [[έννοια]] του καλού, του αγαθού) το αντίθετο [[προς]] το προηγούμενο, δηλ. το [[κακό]] (α. «παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετέρως</i> (ΑΜ [[ἑτέρως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) κατ' [[άλλο]] τρόπο, [[κακώς]]<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]], με γεν.) διαφορετικά [[προς]] [[κάτι]] («[[ἑτέρως]] πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑτέρως]] ἔχω τοῦ σκέλους» — [[είμαι]] [[ετεροσκελής]]<br />β) «[[ἑτέρως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον τύπο [[άτερος]] που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>sem</i>- (> <i>εἷς</i>), και σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ελλ. <i>αρισ</i>-<i>τερός</i>, αρχ. ινδ. <i>eka</i>-<i>tara</i> «[[εκάτερος]]»). Το αρχικό <i>e</i>- προκύπτει [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>εἷς</i> (= <i>ē</i><i>s</i>) [[παρά]] με [[αφομοίωση]]. Συνδέεται με το ουαλ. <i>hanther</i> «ήμισυ», το κορνουαλ. <i>hanter</i> «ήμισυ», το γοτθ. <i>sundro</i> «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. <i>suntar</i> «[[χωριστός]]». Ο τ. <i>ετερο</i>- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να [[είναι]] πολύ [[παραγωγικός]]. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται [[πολλά]] τέτοια [[σύνθετα]], ορισμένα από τα οποία σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Πολυάριθμα [[είναι]] τα [[σύνθετα]] της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη [[λόγια]] Νεοελληνική και έδωσαν [[πλήθος]] επιστημονικών, [[κυρίως]], όρων στη [[γλώσσα]]. Συχνά παρατηρείται [[επίσης]] το [[φαινόμενο]] από παλιότερα [[σύνθετα]] που δεν [[είναι]] πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. <i>ετεροβαρώ</i> > μσν.-νεοελλ. [[ετεροβαρής]], μσν. [[ετεροπροσωπώ]] > μσν.-νεοελλ. [[ετεροπρόσωπος]] και νεοελλ. [[ετεροπροσωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ετερότης</i>, [[ετέρωθεν]], <i>ετέρως</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ετέρῃ</i>, [[ετεροίος]], [[ετερώ]], [[ετέρωθι]], [[ετερώνιος]], [[ετέρωτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετέρωσε]]. (Για τα [[σύνθετα]] με Α΄ συνθετικό <b>βλ. λ.</b> <i>ετερο</i>-)<br />(Β' συνθετικό) [[μηδέτερος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτουδέτερος</i>, [[μεθέτερος]], [[μηθέτερος]], [[ουθέτερος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕτερος Medium diacritics: ἕτερος Low diacritics: έτερος Capitals: ΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: héteros Transliteration B: heteros Transliteration C: eteros Beta Code: e(/teros

English (LSJ)

α, ον, only Att.-Ion. with ἕ-, Dor. ἅτερος [ᾰ] IG4.914.9 (Epid.), etc. (and Att.in crasis, v.infr.), Aeol. ἄτερος Alc.41.5, etc.:— but ἅτερος [ᾱ], Att. crasis for ὁ ἅτερος, Com.Adesp.14.23 D., al., Ion. οὕτερος (fr. ὁ ἕτ-) Hdt.1.34, etc., Dor. ὥτερος Theoc.7.36; neut. A θάτερον A.Ag.344, And.2.7, etc., Ion. τοὔτερον Hdt.1.32: pl. ἅτεροι, for οἱ ἅτεροι, Arist.Pol.1255a20; θάτερα S.El.345, Th.1.87, etc.; gen. θατέρου S.Ph.597, etc., Ion. τοὐτέρου Semon.7.113, Dor. θατέρω Ti.Locr.94a, θωτέρω Epich.71 (dub. l.); dat. θατέρῳ A.Pr.778; fem. nom. ἡτέρα IG22.1498.76, 1615.14,87 (iv B.C.), S.OC497, Ar.Lys.85, 90 codd., Paus.Gr.Fr.82; dat. θητέρᾳ S.OT782, Tr.272, E.Hipp. 894, Ar.Av.1365, etc., cf. Paus.Gr. l.c. (in Mss. sts. θατέρᾳ), Ion. τἠτέρῃ Phoen.5.2.—Later masc. and fem. θάτερος, θατέρα, even with the Art., Men.846, Chrysipp. ap. Paus.Gr.Fr.82, Lyc.590, Polem. Cyn.4, Luc.D Mort.26.1 (condemned in Pseudol.29), Gp.14.20.2, etc.; τῶν θατέρων Iamb. in Nic. p.83 P.; θάτερον acc. sg. masc., E. Ion [849]. I one or the other of two, usu. c. Art. exc. in Poets; freq. of natural pairs, σκαιῇ (sc. χειρὶ) ἔγχος ἔχων, ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον Il.16.734; τῇ ἑτέρῃ μὲν . . τῇ δ' ἑτέρῃ . . 14.272, cf. X.Cyn.10.11; χειρὶ ἑτέρῃ with one hand, Il.12.452, Od.10.171 (but χεὶρ ἑτέρη commonly of the left hand, v. infr. IV.I); ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο Il.4.502; χωλὸς δ' ἕτερον πόδα 2.217, cf. Ar.Ec.162, Din.1.82; ἀμφότεραι αἱ γνάθοι, ἢ ἡ ἑτέρα X.Eq.1.9; ἐκκοπεὶς τὸν ἕ. τῶν ὀφθαλμῶν D.H.5.23; εἰς γόνυ θάτερον Philostr.Im.2.20; of pairs in general, Il.5.258, etc.; τὴν ἑ. πύλην one of the two gates, Hdt.3.156; ὁ ἕ. τῶν στρατηγῶν Th.4.43; τὸ ἕ. τοῖν δυοῖν τειχοῖν Id.7.24: freq. of alternatives presented, τῶνδε τὰ ἕ. ποιέειν Hdt.4.126; ἑλοῦ γε θάτερ', ἢ . . ἢ . . S.El.345; τοῖνδ' ἑλοῦ δυοῖν πότμοιν τὸν ἕ. E.Ph.952; δυοῖν ἀγαθοῖν τοῦ ἑτέρου τεύξεσθαι Th.4.28; δυοῖν θάτερα, ἢ . . ἢ . . Pl. Tht.187c; ὅταν δυοῖν καλοῖν θάτερον κάλλιον ᾖ, ἢ τῷ ἑτέρῳ τούτοιν ἢ ἀμφοτέροις ὑπερβάλλον κάλλιόν ἐστιν Id.Grg.475a: in pl., one of two parties or sets, Od.11.258; τῶν ἕτεροί γε παῖδα κλαύσονται one set of parents, either mine or thine, Il.20.210; δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην 7.292; ἑτέροισι δὲ κῦδος ἔδωκαν 13.303: freq. with neg., οὐδ' ἕτεροι 11.71. 2 in double clauses ἕτερος (in Prose always ὁ ἕτερος) is generally repeated; ἑ. μὲν δουρὶ... τῷ δ' ἑ. 21.164; τὸν ἕ., ἕ. δὲ . . Od. 5.266; ἕ. λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαιναν Il.3.103, etc.: but sts. omitted in one clause, [ἕτερος μὲν] κακῶν, ἕ. δὲ ἐάων 24.528, cf. 7.420, IG22.1388.46 (prob.), etc.; ἡ μὲν... ἡ δ' ἑτέρη Il.22.149, IG12.76.50; ἕ.... ὁ δὲ . . Od.8.374; answered by ἄλλος, ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.313, cf. Od.7.123; reversely ἄλλῳ ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν [ἔδωκε] Il.13.731, cf. Pl.R.439b, Tht.184e; τότε μὲν ἕτερα... τότε δὲ ἄλλα . . Pl.Alc.1.116e; ὁ ἕτερος... ὁ λοιπός . . X.An.4.1.23; ἕτερα... τὰ δὲ . . S.OC1454 (lyr.); later μίαν μὲν . . ἑτέραν δέ A.D. Synt.172.5; τὴν μίαν . . τὴν δ' ἑτέρην AP9.680. 3 repeated in the same clause, ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστίν one building follows on another, Od.17.266; <ἀ> δ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ ὠθήτω let one cup push on the other, Alc.41.5; ἢ θάτερον δεῖ δυστυχεῖν ἢ θάτερον one party or the other, E.Ion [849]; ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν Th.2.64; ἕτερος ἀφ' ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ἔθνῃσκον ib.51; εἴ τίς τι ἕτερος ἑτέρου προφέρει Id.7.64; ξυμμειγνυμένων ἑτέρων ἑτέροις Ar.Av.701; συμφορὰ ἑτέρα ἑτέρους πιέζει one calamity oppresses one, another others, E.Alc. 893 (lyr.); ἑτέρᾳ δ' ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν Id.Ba.905, cf.S.OC231 (anap.); ἄλλη δ' εἰς ἑτέρην ὀλυφύρετο A.R.1.250. 4 = δεύτερος, second, ἡ μὲν... ἡ δ' ἑτέρη... ἡ δὲ τρίτη . . Od.10.352 sq., cf. Il.16.179, al., X.Cyr.2.3.22; ἡ ἑ. πρότασις the minor premiss, Arist. EN1143b3: without Art., ἕ. τέρας Hdt.7.57; προσαγορεύεις αὐτὰ ἑτέρῳ ὀνόματι you call them further by a new name, Pl.Phlb.13a; cf. IV. 1b. b with Pronouns of quantity, ordinals, etc., τόσσοι δ' αὖθ' ἕτεροι ποταμοί as many more, Hes.Th.367; ἕτερον τοσοῦτον as much again, Hdt.2.149; ἑτέρου τοσούτου χρόνου for as long again, Isoc. 4.153; ἕ. τοιαῦτα other things of like kind, Hdt.1.120, 191; ἑτέρων τοιῶνδε (sc. ἀνθρώπων) ἄρχεις ib.207; τῷ αὐτῷ τρόπῳ . . τῷ ἑτέρῳ in the same way over again, Id.2.127; ἄλλα τε τοιαῦθ' ἕτερα μυρία Ar.Fr.333.4; χιλίας ἑτέρας [δραχμάς] D.58.6; δεύτερον, τρίτον ἕ. δικαστήριον, Id.23.71,74; ἕ. ἐγώ, of a friend, Pythag. ap. Iamb.in Nic. p.35 P.; ἕτεροι αὐτοί second selves, Arist.EN1161b28; εὕρηκε τὸν ἕ., τὸν σέ Men.474. II without Art., another, of many, with a sense of difference, Il.4.306, Od.7.123, Ar.Ach.422, Lys.66, etc.; ἕ.αὖ τις Id.Eq.949; ἕ. αὖ Id.Pax 295, etc.; ἕτερα ἄττα Pl.Tht.188b; repeated ἑτέραν χἀτέραν τρικυμίαν Men.536.8: with neg., οἷα οὐχ ἕτερα [ἐγένετο] such as none like them had happened, Th.1.23; ναυμαχία . . οἵα οὐχ ἑτέρα τῶν προτέρων Id.7.70; οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ib. 29 (s.v.l.); οὐχ ἕτερον ἀλλά . . none other than, Plu.2.671b, cf. UPZ 71.9 (ii B.C.). b οἱ ἕ. the rest, Hdt.4.169. c ὁ ἑ. 'one's neighbour', ἀγαπᾶν τὸν ἕ. Ep.Rom.13.6, cf. Ep.Gal.6.4. III of another kind, different, ἕ. δέ με θυμὸς ἔρυκεν Od.9.302; τὸ μὲν ἕ., τὸ δὲ ἕ., i.e. they are different, Pl.Men.97d, cf. R.346a; ἕ. τε καὶ ἀνόμοιον Id.Smp. 186b; τὸ δὲ ταὐτὸν ἕ. ἀποφαίνειν καὶ τὸ θάτερον ταὐτόν Id.Sph.259d; ἕ. ἤδη ἦν καὶ οὐχ ὁ αὐτός D.34.12; ἑτέραν ἔδωκεν παντὶ τῷ κόσμῳ ὄψιν OGI458.7 (i B. C.); ἕ. εὐαγγέλιον Ep.Gal.1.6: coupled with ἄλλος, χἀτέρους ἄλλους πόνους and other different toils, E.Supp.573 (s.v.l.), cf. Or.345 (dub.l.); Ῥόδον καὶ ἄλλας ἑτέρας πόλεις D.15.27; ἕτερον τό τ' ἀλγεῖν καὶ θεωρεῖν ἐστ' ἴσως Philem.75.7; ἕτερα φρονῶν καὶ δημηγορῶν Din.1.17: c.gen., other than, different from, φίλους . . ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων Th.1.28, cf. Pl.Prt.333a, D.10.44, etc.; ἕτερον, ἕτερα ἢ... E.Or.345, X.Cyr.1.6.2; παρὰ ταῦτα πάντα ἕτερόν τι Pl.Phd.74a; ἕτερα πολιτείας εἴδη παρὰ μοναρχίαν Arist.Pol.1294a25, cf. 1286b21. 2 other than should be, euphem. for κακός, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα S.Ph.503; ἀγάθ' ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον D. 22.12: abs., δαίμων ἕ. Pi.P.3.34; λέκτρα, συμφοραί, E.Med.639 (lyr.), HF1238; ἐὰν τὰ ἕ. ψηφίσωνται οἱ δικασταί D.48.30; πλέον θάτερον ἐποίησαν did more harm (than good), Isoc.19.25, cf. Pl.Phd.114e, Euthd.280e, Aristid.2.117 J. IV Special Phrases: 1 elliptical, mostly in dat. fem., a τῇ ἑτέρᾳ (sc. χειρί), Ep. ἑτέρῃ or ἑτέρηφι, with one hand (v. sub init.); with the left hand, Od.3.441, Il.22.80, Theoc.24.45: hence prov., οὐ τῇ ἑτέρᾳ ληπτός not to be caught with one hand, Pl.Sph.226a; ἐκ δ' ἑτέρης A.R.1.1115, AP 9.650 (Leont.). b θατέρᾳ (sc. ἡμέρᾳ) on the morrow, S.OT782, E.Rh.449; τῆς ἑτέρας Pl.Cri.44a; but τῇ ἑτέρᾳ on the following (i.e. the third) day, X.Cyr.4.6.10. c (sc. ὁδῷ) in another or a different way, καὶ τῇδε φῦναι χἀτέρᾳ S.OC1444; another way, τρέπεσθαι Ar.Nu.812; ἑτέρᾳ πῃ Id.Eq.35; τότ' ἄλλοσ'... θατέρᾳ δὲ . . S.Tr. 272; θατέρᾳ... θατέρᾳ . . in one way... in the other... Henioch.5.16; ἑτέρηφι Hes.Op.216: acc. ἑτέραν ἐκτρέπεσθαι Luc.Tim.5. 2 adverb. with Preps.: a ἐπὶ θάτερα to the one or the other side, one or the other way, ἐπὶ μὲν θάτερα... ἐπὶ θ. δὲ . . Hp.Art.7; τότε μὲν ἐπὶ θάτερα, τότε δ' ἐπὶ θ. Pl.Sph.259c: also with another Prep., ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα to or on the other side, Th.1.87; ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα from the other side, Id.7.37; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ θ., ἐκ δὲ τοῦ ἐπὶ θ. Pl.Prt.314e: c. gen., ἐς τὰ ἐπὶ θ. τοῦ ποταμοῦ Th.7.84; εἰς τἀπὶ θ. τῆς πόλεως X.HG6.2.7; τὸ ἐπὶ θάτερον τῆς ῥινός Hp.Art.35. b κατὰ θάτερα on the one or other side, κατὰ θ. ἀστός D.57.30; ψόφου κατὰ θ. προσπεσόντος Plu.Brut.51, etc.; but καθ' ἕτερα at other points, Th.7.42. V Adv. ἑτέρως in one or the other way, opp. ἀμφοτέρως, Pl.Tht.181e; ἑ. τε καὶ ἑ., = ἀμφοτέρως, Id.Phdr.235a; τοῦ σκέλους ἑ. ἔχειν, = ἑτεροσκελὴς εἶναι, Philostr.VA3.39. 2 differently, rarely in Poetry, οὐχ ἑ. τις ἐρεῖ Theoc.Ep.10.3; ἑ. ἔχειν to be different, Ar.Pl.371: freq. in Prose, ὡς ἑ. in the other way (cf. ὡς), ἢν ἡ ἑτέρη γνάθος ἐκστῇ ὡς ἑ. χρὴ τὴν ἐπίδεσιν ἄγειν Hp.Art.34, cf. Pl.Sph.266a, etc.; ἐάν τε καλῶς, ἐάν θ' ὡς ἑ. D.18.85, cf. 212: c. gen., differently from, ἑ. πως τῶν εἰωθότων Pl.Plt.295d; ἑ. ἤπερ . . Ael.NA12.28. 3 otherwise than should be, badly, wrongly, once in Hom., ἑ. ἐβόλοντο Od.1.234; εἰ καὶ ἑ. τοῦτο ἀπέβη SIG851.10 (Marc.Aur.); εἴ τι ἑ. φρονεῖτε Ep.Phil. 3.15.

German (Pape)

[Seite 1049] ἑτέρα, ἕτερον, 11 einer von zweien, einer von beiden, εἰ γοῦν ἕτερός γε φύγῃσιν, falls einer von beiden entfliehen sollte, Il. 5, 258; bes. von paarweis vorkommenden Dingen, ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο, durch die eine Schläfe, 4, 502; χωλὸς δ' ἕτερον πόδα 2, 217; χειρὶ λαβὼν ἑτέρῃ 12, 452, auch ἑτέρῃ allein, 16, 734; in Prosa, τῇ ἑτέρᾳ, in der Regel die linke Hand im Ggstz gegen die rechte, die sich gewissermaßen von selbst versteht, vgl. Luc. Tor. 50; Plut. Artax. 1; Ael. V. H. 2, 17; aber Xen. Cyn. 10, 11 von der rechten; vgl. Il. 16, 734; τῇ ἑτέρᾳ λαβεῖν, mit der Linken erfassen, d. i. sprichwörtlich: mit leichter Mühe erlangen, Plat. Soph. 226 a; θάτερον κέρας, der linke Flügel, Plut. Alex. 16; wo der Zusammenhang die Zweizahl bestimmt, τῷ δ' ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ' ἀνένευσεν Il. 16, 250; ἕτεροί γε φίλον παῖδα κλαύσονται, meine Eltern oder deine, denn einer von uns beiden wird sicher fallen, Il. 20, 210; öfter ἑτέροισι νίκην, κῦδος ἔδωκαν, einer von den beiden kämpfenden Parteien; wo dem Frühern Etwas entgegengesetzt wird, ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν Od. 9, 302; ἄτην ἑτέραν ἐπάγουσιν ἐπ' ἄτῃ Aesch. Ch. 390; ἀπάτα δ' ἀπάταις ἑτέραις ἑτέρα παραβαλλομένα Soph. O. C. 230; φόνον ἕτερον ἐπὶ φόνῳ βαλών Eur. Herc. Für. 1685; τίνα ἑτέραν μόλω πόλιν; in welche andere Stadt? El. 1194, wie τίνα οἶκον ἄλλον ἕτερον; Or. 346; εἶναι σοφώτερον ἕτερον ἑτέρου, Einer sei weiser als der Andere, denn bei comparat. ist bestimmt an zwei zu denken, Plat. Theaet. 171 d. Bestimmter bei zweien ist im Att. ὁ ἕτερος, der eine von beiden, τοῖνδ' wie δυοῖν καλοῖν θάτερον Plat. Gorg. 475 a; ὁ ἕτερος τῶν Περικλέους, der eine von den beiden Söhnen des Perikles, Prot. 315 a; im Ggstz des Andern bestimmt ausschließend, ἢ τῷ ἑτέρῳ τούτοιν ἢ ἀμφοτέροις, einen oder beiden, Gorg. 475 a; Theaet. 190 d; ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν, der eine der beiden Feldherren, Thuc. 4, 43; über ὁ ἕτερος τῶν ὀφθαλμῶν oder τοῖν ὀφθαλμοῖν, wofür Phryn. ὁ ἕτερος ὀφθαλμός gesagt wissen will, vgl. Lob. Phryn. p. 474. – In Doppelsätzen ὁ ἕτερος – ὁ ἕτερος, der eine – der andere, Hom. u. Folgde; auch ὁ ἕτεροςἕτερος, Od. 5, 265, ὁ μὲν – ὁ δ' ἕτερος, Il. 22, 150 u. in Prosa; ἕτεροςἄλλος, Il. 9, 313; umgekehrt, 13, 731; ὁ ἕτερος – ὁ λοιπός, Xen. An. 4, 1, 23; auch fehlt im ersten Satze bisweilen ἕτερος, Il. 7, 420. 24, 528; Sp. auch εἷς μὲν – ἕτερος δέ. In Aufzählungen ist ἕτερος der andere, = δεύτερος, Il. 12, 93. 16, 179; Xen. Cyr. 2, 3, 22 u. bes. Sp.; dah. τῇ ἑτέρᾳ, am andern, am folgenden Tage, Xen. u. Folgde., – Οἱ ἕτεροι, die Anderen, die Gegenpartei, die Feinde, Thuc. 4, 48. 7, 34; Xen. Hell. 4, 2. 15 u. öfter; τὰ ἕτερα τῆς πόλεως, die andere Seite der Stadt, 1, 2, 7,; –.ὁ ἕτερος δαίμων ist der Unglück bringende, Pind. P. 3, 34; ähnl. vom unglücklichen Opfer, Aesch. Ag. 147; vgl. Soph. παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θἄτερα Phil. 501, nach der Scheu der Griechen, das Unglückliche auszusprechen, wie auch Dem. sagt ὅσα πώποτε τῇ πόλει γέγονεν ἀγαθὰ ἢ θάτερα, 22, 12, u. ἐὰν δ' ἀποτύχῃ καὶ τὰ ἕτερα ψηφίσωνται οἱ δικασταί, d. i. etwas Ungünstiges, 48, 30. – Οὐδ' ἕτερος, μηδ' ἕτερος, stärker als οὐδέτερος, auch nicht der eine von beiden, Il. 11, 70; vgl. Thuc. 2, 72. 5, 48; Xen. An. 7, 4, 10. – Häufig findet es sich in einem Satze zwei od. mehrmal neben einander gestellt, συμφορὰ ἑτέρους ἑτέρα πιέζει Eur. Alc. 895; Or. 977; ἑτέρᾳ ἕτερος ἕτερον δυνάμει παρῆλθεν Bacch. 903; ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον παίει Xen. An. 5, 9, 5; vgl. Ar. Av. 701; ἕτερος ἀφ' ἑτέρου ἔθνησκον Thuc. 7, 64; ἕτερα γὰρ ἑτέροις ἐστὶν ἡδέα Arist. Eth. 3, 1; – ἕτερος τοιοῦτος, ein anderer von eben der Art, ein eben solcher, Plat. Lach. 200 a u. öfter, um den Ggstz gegen das schon Genannte dieser Art hervorzuheben; ἄνθρωπος καὶ σὺ εἶς καὶ ἑτέρων τοιῶνδε ἄρχεις Her. 1, 207; 2, 150; auch ἑτέρους τοσούτους, eine eben so große Zahl, Aesch. 3, 98; vgl. Hes. Th. 367; Her. 2, 149 u. A.; ναυμαχία οἵα οὐχ ἑτέρα τῶν προτέρων, wie keine andere der früheren, Thuc. 7, 70; ξυμφορὰ οὐδεμιᾶς ἥσσων ἑτέρας 7, 29. Aehnl. auch γονεῖς μὲν τέκνα φιλοῦσιν ὡς ἑαυτούς, τὰ γὰρ ἐξ αὐτῶν οἷον ἕτεροι αὐτοὶ τῷ κεχωρίσθαι Arist. Eth. 8, 14, wie ihr anderes Selbst; wie Pythagoras den Freund erkl. als ein anderes Ich, ἕτερος ἐγώ, Iambl. – In Vrbdgn wie Thuc. 4, 67 Πλαταιῆς δὲ ψιλοὶ καὶ ἕτεροι περίπολοι kann es "außerdem" übersetzt werden, wie Xen. An. 1, 4, 2. Vgl. ἄλλος. – 21 wie schon bei den Aufzählungen mehrerer Dinge ἕτερος der zweite bedeutet, so wird damit auch Einer aus einer größern Menge herausgenommen u. einem Andern entgegengesetzt, so daß sogleich wieder eine Zweiheit eintritt, ταῦτ' οὖν καὶ ἕτερός τις ὑμῶν πέ es auch dem ἄλλος entspricht u. ohne den Zusatz τις unbestimmter wird; auffallend ist στοιχεῖον ἕτερον τῶν τεσσάρων Arist. mund. 2. Mit ἄλλος vbdn, πολλοὺς χἀτέρους ἄλλους πόνο υς Eur. Suppl. 573; Ῥόδον καὶ ἄλλας πόλεις ἑτέρας Dem. 15, 27. In οὐ τῆς ἐπιούσης ἡμέρας οἴομαι αὐτὸ ἥξειν, ἀλλὰ τῆς ἑτέρας Plat. Crit. 44 a ist es übermorgen (morgen u. übermorgen als die beiden in Frage kommenden Tage betrachtet). Anders Dem. 23, 74 τρίτον δ' ἕτερον δικαστήριον, was mehr zum folgenden Falle gehört. – 31 oft wird das Andere als ein Verschiedenes bes. hervorgehoben, wie es von selbst in ἕτερα μὲν λέγειν, ἕτερα δὲ φρονεῖν, z. B. Din. 1, 47, erscheint; ἕτερα φρονῶν καὶ δημηγορῶν 1, 17; ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ βάζει Il. 9, 313; Plat. Conv. 186 b ἕτερον καὶ ἀνόμοιον; ἕτερος ἤδη ἦν καὶ οὐχ ὁ αὐτός Dem. 34, 12; τὰ γὰρ ἕτερα τῷ εἴδει ὑφ' ἑτέρων οἰόμεθα τελειοῦσθαι, das der Art nach Verschiedene, Arist. Eth. 10, 4. So ἕτερα καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν Xen. Mem. 1, 1, 1. D aher ἕτερον ὄνομα, ῥῆμα, uneigentlicher Ausdruck, Heindf. Plat. Lys. 220 a. Gew. wird es dann mit dem gen. verbunden, ἕτερον εἶναι σωφροσύνης σοφία, die Weisheit sei etwas von der Besonnenheit Verschiedenes, Plat. Prot. 333 a, vgl. Gorg. 495 c; ἑτέραν τὴν κρύβδην ψῆφον τοῦ φανερῶς θορύβου Dem. 10, 44; vgl. Ath. XIII, 596 c; so erkl. auch Krüger Xen. An. 6, 2, 8 καὶ τούτων ἕτεροι, u. andere, von diesen verschiedene; auch παρὰ πάντα ταῦτα ἕτερόν τι, Plat. Phaed. 74 a; ἕτερον ἢ τὰ νῦν Soph. Tr. 835; dah. ἕτερον γίγνεσθαι, ein Anderer werden, seine Gesinnung ändern, Plut. ed. lib. 14. – Adv. ἑτέρως, auf die andere Weise, anders, wie das adj., Hom. u. Folgde; εἰ ἑτέρως πως ἔχει Plat. Legg. X, 897 b; Ggstz von ἀμφοτέρως, Theaet. 181 e; mit dem gen., anders als, ἑτέρως πως τῶν εἰωθότων γενόμενα, anders als gewöhnlich, Polit. 295 d. Auch im schlimmen Sinne, νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες Od. 1, 234; τῶν ὡς ἑτέρως συμβάντων Dem. 18, 212. – Auch ἑτέρᾳ, auf andere Weise, steht adverbial. – Mit dem Artikel verschmilzt es Att. im nom. in ἅτερος, im gen. u. den anderen cass. θατέρου u. s. w. Ion. οὕτερος, Her. 1, 34; τοὔτερον 1, 32; dor. ὥτερος, Theocr.; θατέρω Tim. Locr. 94 a, θωτέρω Epicharm. Ath. VII, 282 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἕτερος: -α, -ον, Δωρ. ἅτερος ᾰ, Koen ἐν Γρηγορ. Κορίνθου. 304: - ἀλλ’ ἅτερος ᾱ, Ἀττ. κρᾶσις ἀντὶ ὁ ἕτερος, Ἰων. οὕτερος Ἡρόδ. 1. 34, κτλ., Δωρ. ὥτερος Θεόκρ.· οὐδ. θάτερον, τό ἕτερον, Ἀττ., Ἰων. τοὔτερον Ἡρόδ. 1. 32· πληθ. ἅτεροι ἀντὶ οἱ ἕτεροι, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 6, 4· θάτερα Ἀττ.: γεν. θατέρου Ἀττ., Ἰων. τοὐτέρου Σιμωνίδ. περὶ Γυναικ. 113, Δωρ. θατέρω Τιμ. Λοκρ. 94Α, ἢ θωτέρω Ἐπιχ.: δοτ. θατέρῳ Αἰσχύλ. Πρ. 778: θηλ. ὀνομαστ. ἁτέρα ἢ (ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 497, Ἀριστοφ. Λυσ. 85. 90, ἡτέρα)» δοτ. θἀτέρᾳ Σοφ. Ο. Τ. 782, Εὐριπ. κλ. (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε θητέρᾳ), Ἰων. τἠτέρῃ Φοίνιξ· ὁ Κολοφώνιος παρ’ Ἀθην. 495Ε. -Μεταγεν. καὶ ἧττον δόκιμοι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν ὀνομ. θάτερος, ἔτι καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου ὁ θάτερος, ἡ θατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 200, Λυκόφρων 590· θατέραν, θατέρων, κτλ., Ἰώσηπ. καὶ Ἐκκλ.· πρβλ. Valck. εἰς Εὐριπ. Ἱππ. 349. Piers. ἐν Μοίριδι 432. (Ἐκ της √ΑΝΤ· πρβλ. τὸ Σανκρ. ant-aras· Γοτθ. anp-ar· Ἰσλανδ. ann- arr, πληθ. adrir· Γερμ. and-ere, κτλ.· ἐν τῇ Λατ. alt-er τὸ n μετεβλήθη, ἐξηφανίσθη δὲ ἐν τῇ Ἀγγλο-Σαξον. od-ar (oth-er), ὡς ἐν τῷ ἕτερος Ι. ὁ ἄλλος, εἷς ἐκ τῶν δύο, ὁπότε (πλὴν παρὰ ποιηταῖς) συνήθως προστίθεται τὸ ἄρθρον· συχνάκις ἐπὶ τῆς μιᾶς τῶν χειρῶν σκαιῇ ἔγχος ἔχων, ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον Ἰλ. Π. 734· τῇ ἑτέρῃ μὲν..., τῇ δ’ ἑτέρῃ..., Ξ. 272, Φ. 71, Ὀδ. Χ. 183, πρβλ. Ξεν. Κυν. 10. 11· χειρὶ ἑτέρῃ, τῇ μιᾷ χειρί, Ἰλ. Μ. 452, Ὀδ. Κ. 171, (ἀλλὰ χεὶρ ἑτέρη, συνήθως ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἴδε κατωτ. IV. 1)· οὕτως ἐπὶ τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὅσα ὑπάρχουσι κατὰ ζεύγη, ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο, διὰ τοῦ ἑτέρου κροτάφου, Ἰλ. Δ. 502· χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα Β. 217, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 162, Δείναρχ. 100. 35· ἀμφότεραι αἱ γνάθοι, ἢ ἡ ἐτέρα Ξενοφ. Ἱππ. 1, 9· ὁ ἕτ. τῶν ὀφθαλμῶν Διονύσ. Ἁλ. 5. 23· εἰς γόνυ θάτερον Φιλόστρ. 843: - ἀκολούθως ἐπὶ πάντων τῶν προσώπων ἢ πραγμάτων ὅσα ὑπάρχουσι κατὰ ζεύγη, Λατ. alteruter, ἄμφω ἀφ’ ἡμείων, εἴ γ’ οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν Ἰλ. Ε. 258, κτλ.· τήν ἑτέραν πύλην, τὴν μίαν ἐκ τῶν δύο πυλῶν, Ἡρόδοτ. 3. 156· τῶνδε τὰ ἕτερα ὁ αὐτ. 4. 126· τοῖνδ’ ἑλοῦ δυοῖν... τὸν ἕτ. Εὐρ. Φοίν. 951· ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν, ὁ εἷς ἐκ τῶν δύο..., Θουκ. 4. 43· δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτ. αὐτόθι 28· τὸ ἕτ. τοῖν δυοῖν τειχοῖν ὁ αὐτ. 7. 24· δυοῖν θάτερον, ἢ…, ἢ… Πλάτ. Θεαίτ. 187Β· τῷ ἑτέρῳ ἢ ἀμφοτέροις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 475Α: - ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. alterutri, τοὺς δ’ ἑτέρους Κρηθῆϊ τέκεν κτλ. Ὀδ. Λ. 258· τῶν δή νῦν ἕτεροί γε φίλον παῖδα κλαύσονται σήμερον, τούτων λοιπόν τῶν γονέων ἢ οἱ ἐμοί, ἢ οἱ σοὶ θὰ κλαύσωσι τὸν ἀγαπητὸν αὐτῶν υἱὸν σήμερον, Ἰλ. Υ. 210· εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ’ ἑτέροισί γε νίκην Ἰλ. Η. 292· ἑτέροισι δὲ κῦδος ἔδωκαν Ν. 303· συχν. μετ’ ἀρνήσ., οὐδ’ ἕτεροι Λ. 71· πρβλ. οὐδέτερος, μηδέτερος. 2) ἐν διπλαῖς προτάσεσι τὸ ἕτερος (παρὰ πεζογράφοις ἀείποτε ὁ ἕτερος) ἐπαναλαμβάνεται· ἑτέρῳ μὲν δουρί..., τῷ δ’ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς Φ. 164· τὸν ἕτερον, ἕτερον δέ… Ὀδ. Ε. 265· ἕτ. λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαίναν Ἰλ. Γ. 103· ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ’ ἀνένευσεν Π. 250· καὶ οὕτω παρὰ πᾶσι τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσιν: - τὸ ἕτερος ἐνίοτε παραλείπεται ἐν τῇ μιᾷ προτάσει, δίδωσι ἕτερος μὲν κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων Ω. 528, πρβλ. Η. 420· ἡ μέν..., ἡ δ’ ἑτέρη Χ. 149· ἕτερος..., ὁ δέ… Ὀδ. Θ. 374· μετὰ τοῦ ἄλλος, ἕτερος μέν..., ἄλλος δέ... Ἰλ. Ι. 313, 472, πρβλ. Θουκ. 4. 61, Πλάτ. Πολ. 439Β, Θεαίτ. 185Α· καὶ τἀνάπαλιν, ἄλλῳ ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν ἔδωκεν Ἰλ. Ν. 731, πρβλ. Ὀδ. Η. 123· τότε μὲν ἕτερα..., ἄλλοτε δὲ ἄλλα… Πλάτ. Ἀλκ. Πρῶτος 116Ε· ὁ ἕτερος…, ὁ λοιπός... Ξεν. Ἀν. 4. 1. 23· ἕτερα.., τὰ δέ... Σοφοκλ. Ο. Κ. 1454· καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, εἷς μέν..., ἕτερος δέ... 3) συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῆ προτάσει, ἐξ ἑτέρων ἕτερ’ ἐστίν Ὀδ. Ρ. 266· ἡ δ’ ἑτέρα κύλιξ τὴν ἑτέραν ὠθείτω, τὸ ἕν ποτήριον ἂς ὠθῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὸ ἄλλο, Ἀλκαῖος 41· ἢ θάτερον δεῖ δυστυχεῖν ἢ θάτερον, ἢ τὸ ἕν μέρος ἢ τὸ ἄλλο, Εὐρ. Ἴων 849· ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι Θουκ. 2. 64· ἕτερος ἀφ’ ἑτέρου ἔθνησκον ὁ αὐτ. 2. 51· εἴ τίς τι ἕτερος ἑτέρου προσφέρει ὁ αὐτ. 7. 64· ξυμμιγνυμένων ἑτέρων ἑτέροις Ἀριστοφ. Ὄρν. 701· ὡσαύτως, συμφορά ἑτέρα ἑτέρους πιέζει, μία συμφορὰ πιέζει τούτους καὶ ἄλλη τοὺς ἄλλους, Εὐρ. Ἄλκ. 893· τίθεται προσέτι καὶ τρίς, ἑτέρα δ’ ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 905, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 231· οὕτω καί, ἄλλη δ’ εἰς ἑτέρην ὀλοφύρετο Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 250. 4) ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. alter, δεύτερος, ἡ μέν…, ἡ δ’ ἑτέρη…, ἡ δὲ τρίτη.. Ὀδ. Κ. 352 κἑξ., πρβλ. Ν. 67 κἑξ., Ἰλ. Μ. 93 κἑξ.. Π. 179, Ἡρόδ. 7. 57, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 22· ἡ ἑτέρα (ἐξυπ. ἡμέρα), ἡ δευτέρα ἡμέρα, δηλ. ἡ μετὰ τὴν αὔριον, αὐτόθι 4. 6, 10· (πρβλ. πρότασις). β) οὕτω μετ’ ἀντωνυμ. ποσότητος, τόσοι δ’ αὖθ’ ἕτεροι, ἄλλοι τόσοι, Ἡσ. Θ. 367· ἕτερον τοσοῦτο, ἄλλο τόσον κατὰ τὸ μέγεθος, Ἡρόδ. 2. 149· ἑτέρου τοσούτου χρόνου Ἰσοκρ. 72D ἕτερα τοιαῦτα, ἄλλα παρόμοια, Ἡρόδ. 1. 120. 191· τοιοῦτος ἕτ., ἀκριβῶς ἄλλος τοιοῦτος, ὁ αὐτ. 3. 47, πρβλ. 1. 207., 2. 5· τῷ αὐτῷ τρόπῳ… τῷ ἑτέρω ὁ αὐτ. 2. 127· ἄλλα τε τοιαῦθ’ ἕτερα μυρία Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· χιλίας ἑτέρας (δραχμάς) Δημ. 1323. 20· δεύτερος τρίτος, τέταρτος ἕτ., ἀκόμη δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, ὁ αὐτ. 643. 18., 644. 16, κλ. οὕτως, ἕτεροι αὐτοί, ἄλλοι αὐτοί, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 12, 3· νῦν δὲ κατὰ πόλιν εὕρηκε τὸν ἕτερον τὸν σέ, τὸν ἐμὲ τουτονὶ Μένανδρ. ἐν «Ὑμνίδι» 4· ὁ ἑταῖρος ἕτερος ἐγὼ Κλήμ Ἀλ. 450. ΙΙ. τίθεται ἀνειμένως ἀντὶ τοῦ ἄλλος, Λατ. alius, ἄλλος, ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς διαφορᾶς, ὅτε τὸ ἄρθρον οὐδέποτε προστίθεται, ὅς δέ κ’ ἀνήρ ἀπὸ ὧν ὀχέων ἕτερ’ ἅρμαθ’ ἵκηται Ἰλ. Δ. 306, Ὀδ. Η. 124, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 422· ἕτ. τις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 949, Εἰρ. 274, Πλατ., κλπ.· ἕτερα ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 188Β· ἐπαναλαμβανόμενον, ἑτέραν χἀτεραν τρικυμίαν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7· αἱ δ’ αὖθ’ ἕτεραι χωροῦσί τινες Ἀριστ. Λυσ. 66· πρὶν ἕτερον αὖ δοίδυκα κωλῦσαί τινα Εἰρ. 295: -παρ’ Ἀττ. μετ’ ἀρνήσεως, οἷα οὐχ ἕτερα ἐγένετο, ὅμοια τῶν ὁποίων δὲν ἔγιναν ἄλλα, Θουκ. 1. 23· ναυμαχία... οἵα οὐχ ἑτέρα τῶν προτέρων ὁ αὐτ. 7. 70, πρβλ. 29, Πλουταρχ. 2. 671Β, κτλ. ΙΙΙ. ἄλλος παρὰ τὸν συνήθη, διάφορος, ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν Ὀδ. Ι. 302· τὸ μὲν ἕτερον, τὸ δὲ ἕτ., δηλ. ἀμφότερα εἶναι διάφορα, διαφέρουσι, Πλάτ. Μένων 97D, πρβλ. Πολ. 347Α· ἕτ. τε καὶ ἀνόμοιον ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186Β· τὸ ταὐτὸν ἕτ. ἀποφαίνειν καὶ τὸ ἕτ. ταὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 259D καὶ οὐχ ὁ αὐτὸς Δημ. 911. 7, κτλ.· - μετὰ τοῦ ἄλλος·: χἀτέρους ἄλλους πόνους, καὶ διαφόρους ἄλλους κόπους, Εὐρ. Ἱκέτ. 573· πρβλ. Ὀρ. 346, καὶ Δινδ. ἐν τόπῳ· Ρόδον καὶ ἄλλας πόλεις ἑτέρας Δημ. 198. 21· ἕτερον τό τ’ ἀλγεῖν καὶ θεωρεῖν ἔστ’ ἴσως Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1· ἕτερα φρονῶν καὶ δημηγορῶν Δείναρχ. 92. 23: - μετὰ γεν., ἄλλος παρά, διάφορος, φίλους... ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων Θουκ. 1. 28, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 333 Α· Δημ. 142. 26· ὡσαύτως, ἕτερον ἤ… Εὐρ. Ὀρ. 346· οὕτω μετὰ τῆς προθ. παρά, παρὰ πάντα ταῦτα ἕτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 74Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2· ἕτερα εἴδη παρὰ μοναρχίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 10, πρβλ. 3. 15, 13. 2) διάφορος παρ’ ὅ, τι ἔπρεπεν, οὐχὶ καλός, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ κακός, ὡς τὸ Λατ. alius ἢ sequior ἀντὶ malus, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα Σοφ. Φιλ. 503· ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον Δημ. 597. 3· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀπολ., δαίμων ἕτ. Πινδ. Π. 3. 62· θυσία Αἰσχύλ. Ἀγ. 151· λέκτρα, συμφοραὶ Εὐρ. Μήδ. 639, Ἡρ. Μαιν. 1238· πλέον θάτερον ποιεῖν, πλειότερον κακόν, Ἰσοκρ. 389D, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Ε, Εὐθύδ. 280Ε, Δημ. 1175. 19· ἴδε Benth Op. σ. 21, Valck. Diatr. σ. 112. IV. ἰδιάζουσαι φράσεις: 1) τῇ ἑτέρᾳ (δηλ. χειρί), Ἐπικ. τῇ ἑτέρῃ ἢ ἑτέρηφι, διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς (ἴδε ἐν ἀρχ.)· ἑτερηφι δὲ γέντο πυράγρην, τῇ ἑτέρᾳ δὲ (δηλ. τῇ ἀριστερᾷ) ἔλαβε τὴν πυράγραν, Ἰλ. Σ. 477, Ὀδ. Ο. 481, Θεόκρ. 24. 45· ἐντεῦθενπαροιμία, τῇ ἑτέρᾳ λαμβάνειν, λαμβάνειν ἀπόνως, Πλάτ. Σοφιστ. 226Α· ἑτέρηφι (οὐχὶ -ῃφι, ἴδε Göttl.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὡσαύτως, ἐκ δ’ ἑτέρης Ἀπολλ.. Ρόδ. Α. 1115, Ἀνθ. Π. 9. 650. β) (ἐξυπ. ἡμέρα), κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν, Σοφ. Ο. Τ. 782· θἀτέρᾳ Εὐριπ Ρῆσ. 449· τῇ ἑτέρᾳ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 10. γ) (ἐξυπακουομ. ὁδῷ), κατ’ ἄλλον διάφορον τρόπον, Σοφ. Ο. Κ. 1444· φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦθ’ ἑτέρᾳ τρέπεσθαι, διότι συμβαίνει πως τὰ τοιαῦτα νὰ λαμβάνωσιν ἄλλην τροπήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 812· ἑτέρᾳ πη ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 35· τότ’ ἄλλοσ’… θατέρᾳ δὲ… Σοφοκλ. Τρ. 272· θἀτέρᾳ..., θἀτέρᾳ..., κατὰ τὸν ἕνα τρόπον..., κατὰ τὸν ἄλλον..., Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16: - ὡσαύτως κατ’ αἰτ., ἑτέραν ἐκτρέπεσθαι Λουκ. Τιμ. 5. 2) Ἐπιρρημματικῶς μετὰ προθέσ. α) ἐπὶ θάτερα, πρὸς τὸ ἕν ἢ πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, κατὰ τὸν ἔνα ἢ τὸν ἄλλον τρόπον, ἐπὶ θάτερα μέν..., ἐπὶ θάτερα δέ... Ἱππ. 783D. E. τοτὲ μὲν ἐπὶ θάτερα, τοτὲ δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων Πλάτ. Σοφιστ. 259C· ὡσαύτως μετ’ ἄλλης προθ., ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα, πρὸς τὸ ἕτερον μέρος ἢ ἐπὶ τοῦ ἑτέρου μέρους, Θουκ. 1. 87· ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα, ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, ὁ αὐτ. 7. 37· ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ θ., ἐκ δὲ τοῦ ἐπὶ θ. Πλάτ. Πρωταγ. 314Ε: - μετὰ γεν., ἐς τὰ ἐπὶ θ. τοῦ ποταμοῦ Θουκ. 7. 84· εἰς τἀπὶ θ. τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 7· τὸ ἐπὶ θάτερον τῆς ῥινὸς Ἱππ. 802C. β) κατὰ θάτερα, κατὰ τὸ ἓν ἢ κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, κατὰ θ. ἀστὸς Δημ. 1307. 24, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 51, κτλ.: ἀλλά, καθ’ ἕτερα, ὡς πρὸς ἄλλα ζητήματα, Θουκ. 7. 42. V. ἐπιρρ. ἑτέρως, κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον τρόπον, ἀντίθετ. τῷ ἀμφοτέρως, Πλατ. Θεαίτ. 181Ε· ἑτ. καὶ ἑτ. = ἀμφοτέρως, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 235Α· ἑτ. ἔχειν τοῦ σκέλους = ἑτεροσκελὴς εἶναι, Φιλόστρ. 129. 2) κατ’ ἄλλον τρόπον, νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες Ὀδ. Α. 234 (ἔνθα ὁ Spitzn. καὶ ὁ Nitzsch προτιμῶσιν ἑτέρωσε βάλοντο)· οὔτε εἶναι κοινὸν τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, χἀτέρως καλῶς ἔχον Σοφ. Ἀντ. 687 (κατὰ τὸν Erfurd ἀντὶ χἀτέρῳ), Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 10. 3· ἑτέρως ἔχω, εἶμαι διάφορος, «διαφορετικός», τὸ δ’ ἐστὶν οὐ τοιοῦτον, ἀλλ’ ἑτέρως ἔχον Ἀριστοφ. Πλ. 371: - συχνότερον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἑτ., κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον, Ἱππ. 800D, Πλάτ. Σοφ. 266Α, κτλ.· ἐάν τε καλῶς, ἐάν θ’ ὡς ἐτ. Δημ. 254, 7, πρβλ. 298, 22: - μετὰ γεν., διαφόρως παρὰ... ἑτ. πως τῶν εἰωθότων Πλάτ. Πολιτικ. 295D· ἑτ. ἤπερ… Αἰλ. π. Ζ. 12, 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. autre en parl. de deux :
1 l’un des deux en parl. des organes doubles : χειρὶ ἑτέρῃ IL, OD de l’une des deux mains (d’ord. la gauche) ; en gén. en parl. de pers. ou de choses au nombre de deux : ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν THC l’un des deux généraux ; δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτερον THC de deux biens l’un ; particul. dans les loc. formées avec le neutre θάτερον, contr. p. τὸ ἕτερον (gén. θἀτέρου ou θατέρου, dat. θἀτέρῳ ou θατέρῳ ; pl. θάτερα contr. p. τὰ ἕτερα) l’un des deux : ἑλοῦ γε θάτερ’ ἢ… ἤ SOPH choisis donc l’un des deux partis, ou… ou ; ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα THC en venant de l’autre côté ; τἀπὶ θάτερα XÉN de l’autre côté ; ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα THC de l’autre côté ; avec le gén. : ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα τοῦ ποταμοῦ THC, εἰς τἀπὶ θάτερα τῆς πόλεως XÉN de l’autre côté du fleuve, de la ville ; au plur. οἱ ἕτεροι, les uns ou les autres de deux groupes ; τῇδε… ἑτέρᾳ SOPH (que ces choses arrivent) de cette façon ou de l’autre, càd (tournent) bien ou mal ; ἐξ ἑτέρων ἕτερ’ ἐστίν OD l’une des choses dépend de l’autre ; ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι THC l’un commande à l’autre ; ἕτεροι ἀφ’ ἑτέρου ἔθνῃσκον THC ils mouraient l’un après l’autre ; en un sens réciproqueἕτερος τὸν ἕτερον παίει XÉN ils se frappent l’un l’autre;
2 dans une énumération le second : ἡ μὲν… ἡ δ’ ἑτέρη (ion.)…, ἡ δὲ τρίτη OD la première, la seconde, la troisième ; ἡ ἑτέρα (ἡμέρα) le second jour ensuite, càd le surlendemain ou le lendemain;
3 un autre semblable ou analogue : τοιοῦτος ἕτερος, un autre du même genre ; ἕτερα τοιαῦτα HDT d’autres choses du même genre ; ἑτέρου τοσούτου χρόνου ISOCR encore pour autant de temps;
4 p. ext. autre en gén. : ἕτερος ἄλλος, ἄλλος ἕτερος, un autre ; οἷος οὐχ ἕτερος THC comme pas un autre ; τῇ ἑτέρᾳ (s.e. ὁδῷ) SOPH par un autre chemin ; ἑτέραν ἐκτρέπεσθαι LUC se détourner par un autre chemin;
II. autre :
1 différent, contraire, opposé : ὅς χ’ ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσὶν ἄλλο δὲ εἴπῃ IL celui qui pense une chose au fond de son cœur et qui en dit une autre ; adv. • θάτερα SOPH de l’autre côté ; τὰ ἕτερα τῷ εἴδει ARSTT les choses d’autre sorte, càd d’espèce différente ; adv. • ἕτερα μὲν ὁ πούς, ἕτερα δὲ ὁ ῥυθμός LUC autre chose est le pied, autre chose le rythme ; avec le gén. autre que : φίλους ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων THC des amis tout autres que ceux d’aujourd’hui ; avec ἤ, autre que ; avec παρά et l’acc., différent en comparaison de;
2 abs. autre qu’il ne faudrait, càd mauvais par euphém. : παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα SOPH être bien traité ou au contraire.
Étymologie: DELG forme orig. ἅτερος de *sm-teros, cf. skr. ekatara « l’un des deux ».

English (Autenrieth)

the other or one of two (alter); pl., ἕτεροι, one or the other party, Il. 20.210 ; ἕτερα ἅρματα, chariot ‘of the other party,’ Il. 4.306; freq. ἕτερος μὲν.. ἕτερος δέ, also w. article, or replaced in one member by ἄλλος, Il. 14.272, Il. 21.164, Il. 9.913; ἑτέρῃ χειρι, or simply ἑτέρῃ or ἑτέρηφι, Il. 16.734; with reference to more than two, like ἄλλος, Il. 21.437, η 12, Od. 17.266.

English (Slater)

ἕτερος (ἕτερος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις(ι): -ας; -αι, -αις: -α nom.)
   a another, any other ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον (O. 7.86) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.24) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25) pro subs., another, others, ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ (P. 2.52) εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89) πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (N. 8.3) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) (N. 8.37)
   b the other, remainder of ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς (P. 2.80) ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί (P. 5.96)
   c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) (P. 3.34) ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) (N. 8.3)
   d repeated in same clause, oneanother καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) (P. 10.60) τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι (N. 1.25) εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα (N. 7.6) cf. (N. 8.3) [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*]

English (Strong)

of uncertain affinity; (an-, the) other or different: altered, else, next (day), one, (an-)other, some, strange.

English (Thayer)

ἑτέρα, ἕτερον, the other; another, other; (from Homer on); the Sept. chiefly for אַחֵר. It refers:
1. to number, as opposed to some former person or thing;
a. without the article, other: joined to a noun (which noun denotes some number or class within which others are distinguished from the one), ἑπτά ἑτέρα πνεύματα, i. e. from the number of the πνεύματα or demons seven others, to be distinguished from the one already mentioned; add, ἕτεραι γενεαί, other than the present, i. e. past generations, ἄλλος, so sometimes also ἕτερος is elegantly joined to a noun that is in apposition: twice so in Luke , viz. ἕτεροι δύο κακοῦργοι two others, who were malefactors (Alexander Buttmann (1873) differently § 150,3), ἑτέρους ἑβδομήκοντα equivalent to ἑτέρους μαθητάς, οἵτινες ἦσαν ἑβδομήκοντα reliqua privata aedificia for 'the rest of the buildings, which were private' Caesar b. g. 1,5; cf. Bornemann, Scholia ad Luc., p. 147f; Winer s Grammar, 530 (493); (Josephus, contra Apion 1,15, 3and Müller's note). simply, without a noun, equivalent to ἄλλος τίς another, ἕτεροι πολλοί, οὐδέν ἕτερον, ἑτέρα, other matters, R G T; πολλά καί ἑτέρα, many other things also (hardly also, see καί, I:3; cf. remark under the word πολύς, d. a. at the end), ἕτερος with the genitive of person τά ἑτέρων (opposed to τά ἑαυτοῦ), ἑτέρων with τίς added, ἐν ἑτέρῳ, introducing a quotation, Winer's 592 (551) — but in ψαλμῷ). in partitive formulas: ἄλλοι ... ἕτεροι δέ, ὁ πρῶτος ... ἕτερος, ὁ δεύτερος ... ἕτερος, L T Tr WH ὁ ἕτερος); τινες ... ἕτεροι δέ, ᾧ μέν ... ἄλλῳ δέ ... ἑτέρῳ δέ ... ἄλλῳ δέ, οἱ μέν ... ἄλλοι (L οἱ) δέ ... ἕτεροι δέ, the other (of two): οἱ ἕτεροι, the others, the other party, T Tr WH (see ἑταῖρος). distinctively: εἷς or εἷς ... ὁ ἕτερος, τό ἕτερον πλοῖον, ἡ δέ ἑτέρα namely, ἡμέρα, the next day, the day after, Xenophon, Cyril 4,6, 10 (others)). ὁ ἕτερος, the other, when the relation of conduct to others is under consideration is often put by way of example for any other person whatever, and stands for 'the other affected by the action in question' (and may be transitive, thy neighbor, thy fellow, etc.): R G); plural οἱ, αἱ, τά ἕτεροι, ἕτεραι, ἑτέρα, the others i. e. the rest, another i. e. one not of the same nature, form, class, kind; different (so in Greek writings from Homer down): ἄλλος.)

Greek Monolingual

-έρα, -ο (ΑΜ ἕτερος, -έρα, -ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος)
1. (αντ. επιμερ.) άλλος
2. διαφορετικός, αλλιώτικος
3. (με άρθρο) ο έτερος
ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων»)
4. φρ. α) «αφ' ετέρου» — εξ άλλου
β) «έτερον εκάτερον» — άλλο το ένα και άλλο το άλλο
μσν.
1. υπόλοιπος
2. ξένος, εχθρός
αρχ.
1. (για τα χέρια ή τα άλλα μέλη του σώματος) ο ένας από τους δύο
2. δεύτερος («ἡ μὲν ἔβαλλε... ἡ δ' ἑτέρη... ἐτίταινε τραπέζας», Ομ. Οδ.)
3. (για ευφημισμό, όταν στον λόγο προηγείται η έννοια του εὖ, του ἀγαθὸς κ.λπ.) αυτός που έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες έννοιες
4. το ένα ή το άλλο μέρος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θάτερα
κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο («τοτὲ μὲν ἐπὶ θάτερα, τοτὲ δὲ ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων», Πλάτ.)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτέρα (ενν. ημέρα)
η επομένη, η δεύτερη
7. φρ. α) «καθ' ἕτερα» — ως προς άλλα διαφορετικά ζητήματα (Θουκ.)
β) «δυοῑν θάτερον» — το ένα από τα δύο
8. παροιμ. «τῆ ἑτέρα λαβεῖν» — να πετύχει εύκολα (Πλάτ.)
9. (όταν προηγείται η έννοια του καλού, του αγαθού) το αντίθετο προς το προηγούμενο, δηλ. το κακό (α. «παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα», Σοφ.
β. «ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῡρον», Δημοσθ.).
επίρρ...
ετέρως (ΑΜ ἑτέρως)
με άλλο τρόπο
αρχ.
1. κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. (με κακή σημασία) κατ' άλλο τρόπο, κακώς
3. (με καλή σημασία, με γεν.) διαφορετικά προς κάτιἑτέρως πως τῶν εἰωθότων γενόμενα» — που έγιναν διαφορετικά από το συνηθισμένο, Πλάτ.)
3. φρ. α) «ἑτέρως ἔχω τοῦ σκέλους» — είμαι ετεροσκελής
β) «ἑτέρως ἔχω» — είμαι διαφορετικός, αλλιώτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από τον τύπο άτερος που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sm-, συνεσταλμένη βαθμίδα της sem- (> εἷς), και σχηματίζεται με την κατάληξη -τερος (πρβλ. αρχ. ελλ. αρισ-τερός, αρχ. ινδ. eka-tara «εκάτερος»). Το αρχικό e- προκύπτει μάλλον κατ' αναλογία προς το εἷς (= ēs) παρά με αφομοίωση. Συνδέεται με το ουαλ. hanther «ήμισυ», το κορνουαλ. hanter «ήμισυ», το γοτθ. sundro «κατ' ιδίαν» και το αρχ. άνω γερμ. suntar «χωριστός». Ο τ. ετερο- ως α’ συνθετικό υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πολύ παραγωγικός. Από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται πολλά τέτοια σύνθετα, ορισμένα από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Πολυάριθμα είναι τα σύνθετα της Αρχαίας Ελληνικής και άλλα που πλάστηκαν στη λόγια Νεοελληνική και έδωσαν πλήθος επιστημονικών, κυρίως, όρων στη γλώσσα. Συχνά παρατηρείται επίσης το φαινόμενο από παλιότερα σύνθετα που δεν είναι πια εν χρήσει να δημιουργούνται νεώτερα ζωντανά παράγωγα. Π. χ. αρχ. ετεροβαρώ > μσν.-νεοελλ. ετεροβαρής, μσν. ετεροπροσωπώ > μσν.-νεοελλ. ετεροπρόσωπος και νεοελλ. ετεροπροσωπία.
ΠΑΡ. ετερότης, ετέρωθεν, ετέρως
αρχ.
ετέρῃ, ετεροίος, ετερώ, ετέρωθι, ετερώνιος, ετέρωτα
αρχ.-μσν.
ετέρωσε. (Για τα σύνθετα με Α΄ συνθετικό βλ. λ. ετερο-)
(Β' συνθετικό) μηδέτερος, ουδέτερος
αρχ.
αυτουδέτερος, μεθέτερος, μηθέτερος, ουθέτερος].

Greek Monotonic

ἕτερος: -α, -ον· Δωρ. ἅτερος [ᾰ]· αλλά, ἅτερος [ᾱ], Αττ. κράση αντί ὁ ἕτερος, Ιων. οὕτερος, Δωρ. ὥτερος· ουδ. θάτερον, Αττ., Ιων. τοὔτερον· πληθ. ἅτεροι, θάτερα, αντί οἱ ἕτεροι, τὰ ἕτερα, γεν. θατέρου· δοτ. θατέρῳ· θηλ. ονομ. ἁτέρα, δοτ. θἀτέρᾳ·
I. Λατ. alter, ο άλλος, ένας από τους δύο, χειρὶ ἑτέρῃ, σε Όμηρ., βλ. κατωτ. IV· χωλὸς ἕτερον πόδα κ.λπ.· έπειτα, λέγεται για όλα τα πρόσωπα ή πράγματα που υπάρχουν σε ζεύγη, Λατ. alteruter, σε Ομήρ. Ιλ.· τὴν ἑτ. πύλην, μία εκ των δύο, μία από τις δύο πύλες, σε Ηρόδ.· δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτ., σε Θουκ. κ.λπ.· στον πληθ., ένα από τα δύο μέρη, το καθένα από τα οποία βρίσκεται σε πληθ., Λατ. alterutri, σε Όμηρ.
2. σε διπλές προτάσεις, το ἕτερος (στον Πεζό λόγο ὁ ἕτερος) επαναλαμβάνεται, ἕτερον μὲν ἔδωκε, ἕτερον δ' ἀνένευσε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
3. συχνά επαναλαμβάνεται μέσα στην ίδια πρόταση, ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστιν, ο ένας στηρίζεται, εξαρτάται από τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι, ο ένας κυβερνά, διοικεί, διατάζει, εξουσιάζει τον άλλο, σε Θουκ.
4. όπως το Λατ. alter, = δεύτερος, δεύτερος, ἡ μέν..., ἡ δ' ἑτέρη..., ἡ δὲ τρίτη..., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ ἑτέρα (ενν. ἡμέρα), η δεύτερη μέρα, δηλ. μεθ-αύριο, σε Ξεν.· ομοίως, με αντωνυμίες που δηλώνουν ποσότητα, ἕτερον τοσοῦτο, άλλο τόσο στο μέγεθος, σε Ηρόδ.
II. τίθεται σε χαλαρή σύνδεση αντί του ἄλλος, Λατ. alius, άλλος, σε Όμηρ., Αττ.
III. 1. άλλος από τον συνηθισμένο, διαφορετικός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἕτ. καὶ οὐχ ὁ αὐτός, σε Δημ.· με γεν., άλλος από, διαφορετικός από, ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων, σε Θουκ.· ομοίως και, ἕτερον ἢ..., σε Ευρ.
2. άλλος απ' αυτό που θα έπρεπε να είναι, άλλος, όχι καλός, ευφημ. αντί κακός, όπως το Λατ. sequior αντί malus, ἀγαθὰ ἢ θάτερα, σε Δημ.· μόνο του, ἑτ. θυσία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
IV.ειδικότερες χρήσεις: 1. α) ελλειπτικό, τῇ ἐτέρᾳ (ενν. χειρί), Επικ. τῇ ἑτέρῃ ή ἑτέρῃφι, με το ένα χέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, με το αριστερό χέρι, σε Όμηρ. β) (ενν. ἡμέρα) κατά την επόμενη μέρα, σε Σοφ., Αριστοφ.
2. επιρρηματικά με προθέσεις: α) ἐπὶ θάτερα, προς το ένα ή το άλλο μέρος, σε Θουκ., κλπ. β) κατὰ θάτερα, στη μία ή στην άλλη πλευρά, σε Πλάτ.
V. 1. επίρρ., ἑτέρως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σε Πλάτ.
2. διαφορετικά, με άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἕτερος: (часто in crasi с членом: ἅτερος, ἁτέρα, θάτερον, gen. θατέρου, dat. f θατέρᾳ; ион. οὕτερος, n τοὔτερον)
1) другой, один (из обоих): τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων τρυφάλειαν, τῇ δ᾽ ἑτέρῃ σάκος Hom. держа в одной руке шлем, а в другой щит; ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσιν Thuc. одни властвуют над другими; χωλὸς ἕτερον πόδα Hom. хромой на одну ногу; ὁ ἕ. τῶν στρατηγῶν - δύο γὰρ ἦσαν ἐν τῇ μάχῃ οἱ παρόντες Thuc. один из полководцев - ибо в сражении (их) участвовало двое;
2) pl. тот или другой, кто-л. из обоих: τῶν ἕτεροι Hom. те или другие из них; οὐδ᾽ ἕτεροι μνώοντο φόβοιο Hom. ни те, ни другие, т. е. никто из них не помышлял о бегстве;
3) (в перечислениях) один, другой (лат. alter): (ὁ ἕ … ὁ) ἕ., ὁ μὲν … ὁ δ᾽ ἕ., ἕ. … ὁ δέ, ἕ. μένἄλλος δέ или ἄλλος … ἕ. Hom. etc., тж. ὁ ἕ. … ὁ λοιπός Xen. один …, другой (же); οὐδ᾽ или μηδ᾽ ἕ. Hom., Thuc., Xen.; (решительно) никто из них, ни один;
4) другой, второй (лат. alius, secundus): τῶν ἑτέρων Πάρις ἦρχε, τῶν δε τρίτων Ἓλενος Hom. у других предводителем был Парис, а у третьих - Гелен;
5) (без члена в знач. взаимности «друг», как усеченная форма к другой): ἐξ ἑτέρων ἕτερ᾽ ἐστίν Hom. (помещения) связаны друг с другом; ἕ. ἀφ᾽ ἑτέρου ἀναπιμπλάμενοι Thuc. заражаясь друг от друга;
6) в разделит. знач. один … другой, различный: συμφορὰ ἑτέρα ἑτέρους πιέζει Eur. различные несчастья угнетают различных людей, т. е. одного угнетает одно горе, другого - другое; ἕτερα ἑτέροις ἐστὶν ἡδέα Arst. одним нравится одно, другим - другое;
7) повторный, другой, такой же: ἐποίεε καὶ ὁ Κῦρος ἕτερα τοιαῦτα Her. Кир сделал то же самое; οἱ ἀκουσόμενοι ἕτεροι τοιοῦτοι Plat. также желающие послушать; ἕτερα ἄττα ὧν οἶδε Plat. нечто отличное от того, что он знает, т. е. нечто ему неизвестное; ἕ. τοσοῦτος χρόνος Isocr. еще такой же промежуток времени; παθήματα, οἷα οὐχ ἕτερα Thuc. бедствия, каких не было, т. е. не имевшие равных; δεύτερος, τρίτος, τέταρτος ἕ. Dem. второй, третий, да еще четвертый;
8) другой, иной, отличный, особый: ἕ. με θυμὸς ἔρυκεν Hom. иная мысль удержала меня (от этого плана); τὸ μὲν ἕτερον, τὸ δὲ ἕτερόν ἐστιν αὐτῶν Plat. то есть одно, а это - (совсем) другое; ἕ. ἢ τὰ νῦν Soph. не такой, как теперь; ἕ. τε καὶ ἀνόμοιος Plat. отличный и непохожий, т. е. совершенно иной; ἐν ἑτέροις Arst. в другом месте, в другой связи; περὶ τούτων ἕ. ἕστω λόγος Arst. об этом поговорим особо; ἕτερόν ἐστι σωφροσύνης σοφία Plat. мудрость - не то, что благоразумие; ἕ. ἀεὶ γιγνόμενος Arst. постоянно меняющийся; иногда усиливается посредством ἄλλος: Κῶς καὶ ἄλλαι ἕτεραι πόλεις Ἑλληνίδες Dem. Кос и прочие греческие государства;
9) противоположный, противный (τὰ ἕτερα τῆς πόλεως Xen.);
10) левый (χείρ Hom., Luc. - см. тж. ἑτέρα; κέρας Plut.);
11) южный: ἡ ἑτέρα ἄρκτος Arst. южный полюс;
12) вражеский: οἱ ἕτεροι Thuc., Xen.; противник (и);
13) не такой как следует, т. е. нехороший, неблагоприятный или плохой, дурной, ужасный (δαίμων Pind.; θυσία Aesch.; συμφοραί Eur.): παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα Soph. испытывать то хорошее, то дурное; πλέον θάτερον εἶναι Plat. быть большим злом;
14) в знач. а также (ср. лат. alius): ψιλοὶ καὶ ἕτεροι περίπολοι Thuc. легковооруженные, а также пограничные войска; ἔχων ναῦς ἑτέρας πέντε καὶ εἴκοσιν Xen. имея, кроме того, 25 судов - см. тж. ἑτέρα и ἕτερα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: one of two, the one, the other (Il.)
Other forms: ἅτερος (Dor. Aeol.; also Att. in crasis ἅτερος, θάτερα etc.); cf. Dor. ατροπανπαις Bourgeuet, Dial. laconien 1927, 117; Meillet assumed zero grade (BSL 28, 1927, 116f) as in ἀλλότριος and Lith. añtras.
Dialectal forms: Myc. a₂-te-ro
Compounds: With negation οὑδ-, μηδ-έτερος, -άτερος none of both (Hes., Ion.-Att. Dor.). Very often as 1. member in bahuvrihi with different meanings, e. g. ἑτερ-αλκής who helps one party (Il.; cf. on ἀλέξω), ἑτερ-ήμερος living day by day (λ 303 of the Dioscouroi; Ph.), ἑτερό-πτολις coming from another town (Erinn. 5).
Derivatives: ἑτέρ-ωθεν, -ωθι, -ωσε, -ωτα from the other side etc. (Hom.); ἑτεροῖος of anoher kind (Ion.-Att.; after τοῖος, ἀλλοῖος a. o.) with ἑτεροιότης (Pl., Ph.), ἑτεροιόομαι, -όω become different, change (Ion. etc.), -οίωσις change (hell.); ἑτερότης be different (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [902] *sm̥-tero- one of two
Etymology: From IE *sm̥-teros, zero grade of *sem- in εἷς one (s. v. and ἅπαξ) with the same suffix as in ἀριστερός (s. v.) a. o.; cf. esp. Skt. eka-tara- alteruter; the ε-vowel in ἕτερος rather after εἷς than through assimilation (cf. Schwyzer 614). - With ἅτερος is prob. identical a Celtic word for half, Welsh hanther, Corn. Bret. hanter; s. Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 33f.; who also tries to connect the Germ. group Goth. sundro on itself, κατ ἰδίαν', OHG suntar separated, however etc. (s. ἄτερ).

Middle Liddell

ἕτερος, η, ον [crasis for ὁ ἕτερος, ionic οὕτερος, doric ὥτερος; neut. θάτερον attic, ionic τοὔτερον; pl. ἅτεροι, θάτερα, for οἱ ἕτεροι, τὰ ἕτερα; gen. θατέρου; dat. θατέρῳ; fem. nom. ἁτέρα, dat. θἀτέρᾳ]
I. Lat. alter, the other, one of two, χειρὶ ἑτέρῃ Hom., v. infr. IV; χωλὸς ἕτερον πόδα, etc.:—then of all persons or things of which there are two, Lat. alteruter, Il.; τὴν ἑτ. πύλην one of the two gates, Hdt.; δυοῖν ἀγαθοῖν τὸ ἕτ. Thuc., etc.:—in pl. one of two parties, each of which is pl., Lat. alterutri, Hom.
2. in double clauses, ἕτερος (in Prose ὁ ἕτεροσ) is repeated, ἕτερον μὲν ἔδωκε, ἕτερον δ' ἀνένευσε Il., etc.
3. often repeated in the same clause, ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστίν one depends upon the other, Od.; ἕτεροι ἑτέρων ἄρχουσι the one rule the other, Thuc.
4. like Lat. alter, = δεύτερος, second, ἡ μὲν . . , ἡ δ' ἑτέρη . . , ἡ δὲ τρίτη . . , Od., etc.; ἡ ἑτέρα (sc. ἡμέρἀ, the second day, i. e. day after tomorrow, Xen.:—so with Pronouns of quantity, ἕτερον τοσοῦτο another of the same size, Hdt.
II. put loosely for ἄλλος, Lat. alius, another, Hom., attic
III. other than usual, different, Od., etc.; ἕτ. καὶ οὐχ ὁ αὐτός Dem.:—c. gen. other than, different from, ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων Thuc.; so, ἕτερον ἢ . . , Eur.
2. other than should be, other than good, euphem. for κακός, as Lat. sequior for malus, ἀγαθὰ ἢ θάτερα Dem.; and alone, ἑτ. θυσία Aesch., etc.
IV. Special Phrases:
1. elliptical, τῇ ἑτέρᾳ (sc. χειρί), epic τῇ ἑτέρῃ or ἑτέρῃφι with one hand, Il.; esp. with the left hand, Hom.
b. (sub. ἡμέρᾳ) on the next day, Soph., Xen.
c. (sub. ὁδῷ) 2n another or a different way, Soph., Ar.
2. Adverbial with Preps.,
a. ἐπὶ θάτερα to or on the other side, Thuc., etc.
b. κατὰ θάτερα on the one or other side, Dem.
V. adv.

Frisk Etymology German

ἕτερος: (ion. att. seit Il.),
{héteros}
Forms: ἅτερος (dor. äol.; auch att. in der Krasis ἅ̄τερος, θάτερα usw.), myk. a2-te-ro
Meaning: der eine von zweien, einer, der andere.
Composita : Mit Negation οὐδ-, μηδέτερος, -άτερος keiner von beiden (ion. att. dor. seit Hes.). Sehr oft als Vorderglied in Bahuvrihi mit verschiedenen Sinnfärbungen, z. B. ἑτεραλκής der einen Partei Hilfe bringend (vorw. ep. poet. seit Il.; vgl. zu ἀλέξω), ἑτερήμερος einen Tag um den andern lebend (λ 303 von den Dioskuren; auch Ph., Jul. u. a.), ἑτερόπτολις aus einer andern Stadt stammend (Erinn. 5).
Derivative: bleitungen: ἑτέρωθεν, -ωθι, -ωσε, -ωτα von der anderen Seite her usw. (Hom. usw.); ἑτεροῖος von anderer Art (ion. att.; nach τοῖος, ἀλλοῖος u. a.) mit ἑτεροιότης Verschiedenartigkeit (Pl., Ph. u. a.), ἑτεροιόομαι, -όω anders werden bzw. verändern (ion. usw.), -οίωσις Veränderung (hell. u. sp.); ἑτερότης das Anderssein (Arist. u. a.).
Etymology : Aus idg. *sm̥-teros, Schwundstufe von *sem- in εἷς einer (s. d. und ἅπαξ) mit demselben Suffix wie in ἀριστερός (s. d.) u. a.; vgl. bes. das gleichbedeutende aind. eka-tara- alteruter; der ε-Vokal in ἕτερος eher nach εἷς als durch Assimilation (vgl. Schwyzer 614). — Mit ἅτερος ist wahrscheinlich ein keltisches Wort für Hälfte, kymr. hanther, korn. bret. hanter identisch; s. zuletzt Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 33f. m. Lit.; daselbst auch ein Versuch, die germ. Gruppe got. sundro ‘fm: sich, κατ’ ἰδίαν’, ahd. suntar abgesondert, aber usw. (s. ἄτερ) einzubeziehen.
Page 1,581

Chinese

原文音譯:›teroj 赫帖羅士
詞類次數:形容詞(99)
原文字根:不同
字義溯源:別的*,別人,別的話,其他,次日,第二天,另,另有,另外的,另一個,另一的,另一不同的,一種樣式,其他的事,還有人,逆性的,不同,改變。參讀 (ἄλλος)的比較,和同義字
同源字:1) (ἑτερόγλωσσος)說另一種話的 2) (ἑτεροδιδασκαλέω)異樣的教導 3) (ἑτεροζυγέω)不同的負軛 4) (ἀλλοιόω / ἕτερος)別的 5) (ἑτέρως)不同地
出現次數:總共(98);太(9);可(1);路(33);約(1);徒(17);羅(9);林前(11);林後(3);加(3);弗(1);腓(1);提前(1);提後(1);來(5);雅(1);猶(1)
譯字彙編
1) 另一個(16) 太6:24; 太6:24; 太10:23; 路6:6; 路7:41; 路14:19; 路16:13; 路16:13; 路17:34; 路17:35; 路17:36; 路18:10; 路19:20; 路20:11; 路23:40; 林前4:6;
2) 別的(14) 太11:16; 路4:43; 路8:3; 路8:6; 路8:7; 路8:8; 路9:56; 徒2:4; 徒4:12; 徒27:1; 羅8:39; 羅13:9; 林前14:21; 加1:6;
3) 別人(12) 太11:3; 徒1:20; 徒17:34; 羅2:1; 羅2:21; 羅7:4; 羅13:8; 林前10:24; 林前10:29; 林前14:17; 加6:4; 提後2:2;
4) 另外(6) 太12:45; 路10:1; 路11:16; 路11:26; 來7:11; 來7:15;
5) 別(5) 徒8:34; 徒12:17; 羅7:3; 羅7:3; 腓2:4;
6) 另一人(5) 路9:59; 路9:61; 林前3:4; 林前6:1; 林前12:10;
7) 其他(3) 徒2:40; 加1:19; 提前1:10;
8) 另(3) 路16:18; 路23:32; 徒17:7;
9) 另一處(2) 約19:37; 來5:6;
10) 一種樣式(2) 林前15:40; 林前15:40;
11) 另一不同的(2) 林後11:4; 林後11:4;
12) 次日(2) 徒20:15; 徒27:3;
13) 別的話(2) 路3:18; 路22:65;
14) 逆性的(1) 猶1:7;
15) 從別的(1) 雅2:25;
16) 其他的(1) 徒23:6;
17) 又一人(1) 林前12:9;
18) 在其他的(1) 弗3:5;
19) 不同(1) 來7:13;
20) 其他的事(1) 徒17:21;
21) 別人的(1) 林後8:8;
22) 又有人(1) 來11:36;
23) 另有(1) 羅7:23;
24) 還有人(1) 徒2:13;
25) 另一種(1) 可16:12;
26) 另一隻(1) 路5:7;
27) 又些(1) 太16:14;
28) 別的病人(1) 太15:30;
29) 有一個(1) 太8:21;
30) 改變(1) 路9:29;
31) 再一個(1) 路14:20;
32) 另一位(1) 徒7:18;
33) 另一篇(1) 徒13:35;
34) 另一個人(1) 路22:58;
35) 對另一個(1) 路16:7;
36) 和別的(1) 路14:31;
37) 別的人(1) 徒15:35

English (Woodhouse)

other, of two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)