πολιτικός

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτῐκός Medium diacritics: πολιτικός Low diacritics: πολιτικός Capitals: ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: politikós Transliteration B: politikos Transliteration C: politikos Beta Code: politiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for, or relating to citizens, σύλλογος Pl.Grg.452e; οἶκοι Isoc.2.21; αἱ π. λειτουργίαι, opp. αἱ τῶν μετοίκων, D.20.18; π. κοινωνία, βίος, Arist.Pol.1252a7, 1254b30; π. νόμος IG9 (1).32.22 (Stiris, ii B. C.), PHal.1.79, cf. PPetr.3p.49 (iii B. C.), Mitteis Chr.31 vii 9 (ii B. C.); π. χώρα, Lat. ager publicus, Plb.6.45.3; παῖδες π. IG14.748 (Naples); χορὸς π. ib.7.1776 (Helice); at Rome, π. στρατηγία office of praetor urbanus (i. e. qui inter cives ius dicit), Plu.Brut. 7. Adv. -κῶς, κινεῖν bring a civil action, Cod.Just.4.20.13.1.    b in a town, π. τόπος a city site, POxy.2109.8 (iii A. D.).    c πολιτικός, ὁ, official, PTeb.208 (i B. C.), Sammelb.286 (pl.), POxy.34 iii 10 (pl., ii A. D.), etc.    2 befitting a citizen, civic, civil, ἰσονομία Th.3.82; σχῆμα π. τοῦ λόγου Id.8.89; ἀγῶνες X.Mem.2.6.26; π. ἀρετή Id.Lac. 10.7; ἡ -ωτάτη ἔρις ib.4.5; τὰ πολιτικά civil affairs, opp. τὰ πολεμικά, Id.Eq.2.1, cf. Hier.9.5; πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία more constitutionly, Arist.Pol.1305b10; π. ἀρχή, opp. δεσποτική, ib.1254b4; observant of social order, Plb.34.14.2. Adv. -κῶς, ἔχειν act like a citizen, in a constitutional manner, Isoc.4.79; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ib. 151; οὐκ ἴσως οὐδὲ π. D.10.74; οὕτω… ἀρχαίως εἶχον, μᾶλλον δὲ π. the Greek states were so much like members of one state, Id.9.48; π. ἄρχειν, opp. βασιλικῶς, Arist.Pol.1259b1; opp. δεσποτικῶς, ib. 1324a37; of animals, πολιτικώτερον χρῶνται τοῖς ἀπογόνοις more socially, Id.HA 589a2: hence,    b civil, courteous, Plb.23.5.7. Adv. civilly, courteously, πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν Id.18.48.7.    3 consisting of citizens or of one's fellow-citizens, τὸ πολιτικόν the community, Hdt.7.103, cf. Th.8.93; τὸ π. στράτευμα, opp. τὸ τῶν συμμάχων, X.HG4.4.19: without στράτευμα, ib.5.3.25, etc.; αἱ π. δυνάμεις Aeschin.3.98; opp. οἱ σύμμαχοι, D.18.237, cf. 9.48; π. δικαστήριον a court composed of locally appointed citizens, opp. ξενικὸν δ. (one composed of foreigners invited from abroad), SIG306.28 (Tegea, iv B. C.), 976.9 (Samos, ii B. C.); οἱ π. ἱππεῖς καὶ πεζοί Plb.1.9.4, cf. D.S.19.106; τὰ π. σώματα prob. cj. for τὰ πολεμικὰ σ. in Plb.4.52.7, cf. SIG588.64 (Milet., ii B. C.); σῶμα π. IG12(7).386.25 (Aegiale, iii B. C.); οἱ π., = οἱ πολῖται, ib.22.2316.54.    4 living in a community, ἄνθρωπος φύσει π. ζῷον Arist.Pol.1253a3; πολιτικὰ δ' ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων τὸ ἔργον Id.HA488a7; also, fit for, characteristic of, free government, Id.Pol.1287b38, 1294b1; πλῆθος ib.1288a12.    5 secular, opp. ecclesiastical, πρόσοδοι SIG459.6 (Beroea, iii B. C.), cf. 526.35 (Itanus, iii B. C.), OGI267.29 (Pergam., iii B. C.); οἱ π. the laity, Lyd. Mens.3.10.    II of or befitting a statesman, statesmanlike, δεινότητες Nausiph.2; ψυχαὶ -ώτεραι, opp. οἰκονομικώτεραι, X.Cyr.2.2.14, cf. Pl.Alc.1.133e; ὁ πολιτικός the statesman, Arist.Pol.1252a7, 1274b36, 1276a34; also, title of a dialogue by Plato.    III belonging to the state or its administration, political, οἰκείων καὶ π. ἐπιμέλεια Th. 2.40; τέχνη π. Democr.157, Pl.Prt.319a, Grg.521d; ἡ π. ἐπιστήμη, ἡ π., the science of politics, opp. οἰκονομική, βασιλική, Id.Plt.259c, 303e (in Arist. politics includes ethics, EN1094b11, Rh.1356a27, and is divided into πολιτική (proper) καὶ οἰκονομία καὶ φρόνησις, EE1218b13, cf. EN1141b23 sq.); π. πράγματα Isoc.4.113; πράξεις Pl.Hp.Ma. 281c; φρόνησις Arist.EN1141b26; λόγος, title of work by Antipho Soph., Hermog.Id.2.11, etc.; τὰ π. public matters, γνῶναι Th.2.40, cf. 6.15,89; πράττειν τὰ π. Pl.Grg.521d, cf. Ap.31d, etc.; but τὰ π. βλάπτειν prejudice the weal of the state, Id.R.407d.    2 civil, municipal, opp. natural or general, οὐ γὰρ ἐκ π. αἰτίας D.21.218.    IV generally, having relation to public life, political, public, opp. κατ' ἰδίας, Th.8.89; π. τιμαί X.Mem.2.6.24; λόγοι civil oratory, Isoc.15.46, D.H.Comp.1, al.; τίς π. καὶ κοινὴ βοήθεια; D.18.311. Adv. Comp. -ώτερον, litterae π. scriptae Cic.Att.5.12.2.    V suited to a citizen's common life, ordinary, κάνναθρον X.Ages.8.7; belonging to common usage, τῶν ὀνομάτων τὰ π. Isoc.9.10; drawn from ordinary life, παραδείγματα Gal.5.221; τὰς π.… χρείας [τοῦ σκέλους] ordinary, opp. wrestling and dancing, Id.2.299; ὁ π., opp. ὁ ποιητής, Phryn.45. Adv. -κῶς, λέγειν, opp. ῥητορικῶς, Arist.Po.1450b7; ὁρίζεσθαι Id.Pol. 1275b25; ἑρμηνεύειν Gal.18(1).415.    VI πολιτική, ἡ, concubine, mistress, PGrenf.2.73 (iii A. D.), POxy.903.37 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 657] den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια θηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιθυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτῐκός: -ή, -όν, (πολίτης) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολίτας, ξύλλογος Πλάτ. Γοργ. 452Ε· οἶκος Ἰσοκρ. 19Α· αἱ πολ. λειτουργίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ τῶν μετοίκων, Δημ. 462. 14· π. κοινωνία, βίος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 1 καὶ 5, 10· πολ. χώρα, Λατ. ager publicus, Πολύβ. 6. 45, 3· παῖδες π., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν χωρικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5805. 6, πρβλ. 1586. 29. 2) ὁ ἁρμόζων ἢ ἐμπρέπων εἰς πολίτην, πολιτικός, Λατ. civilis, ἰσονομία Θουκ. 3. 82· σχῆμα π. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. 8. 89· τιμαί, ἀγῶνες Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24 καὶ 26· π. ἀρετὴ ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 10, 7· ἡ πολιτικωτάτη ἔρις ὁ αὐτ. 4. 5· τὰ πολιτικὰ, αἱ πολιτικαὶ ὑποθέσεις, ἐν ἀντιθέσει τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 5, πρβλ. Ἱππαρχ. 2, 1· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία, μᾶλλον κλίνουσα εἰς δημοκρατικὸν πολίτευμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 3· π. ἀρχή, οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., πολιτικῶς ἔχω, σκέπτομαι, ἐνεργῶ ὡς πολίτης, συμφώνως πρὸς τὴν πολιτείαν, Λατ. civiliter agere, Ἰσοκρ. 56D· οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ὁ αὐτ. 72Β· οὐκ ἴσως οὐδὲ π. Δημ. 151. 4· π. ἄρχειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 12, 1· πρὸς τὸ δεσποτικῶς, 7. 2, 7· ― ἐντεῦθεν, β) πολιτικὸς τοὺς τρόπους, περιποιητικός, Πολύβ. 24. 5, 7· ― Ἐπίρρ., εὐγενῶς, μὲ καλὸν τρόπον, πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν ὁ αὐτ. 18. 31, 7. 3) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολιτῶν, τὸ πολιτικὸν = οἱ πολῖται, Ἡρόδ. 7. 103, Θουκ. 8. 93· τὸ π. στράτευμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τῶν συμμάχων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19· ἢ ἄνευ τῆς λ. στράτευμα, αὐτόθι 5. 3, 35, κτλ.· αἱ π. δυνάμεις, ἀντίθετον τῷ ξένοι, μισθοφόροι, Αἰσχίν. 67. 31, Δημ. 306. 17· οἱ ἱππεῖς καὶ πεζοὶ Πολύβ. 1. 9, 4. 4) ὁ ἐν κοινωνίᾳ ζῶν, κοινωνικός, ἄνθρωπος φύσει ζῷον π. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2. 9, πρβλ. 3. 6, 3., 3. 17, 1· πολιτικὰ δ’ ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων ἔργον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 25 ― ὡσαύτως, ὁ ἁρμόζων ἢ κατάλληλος δι’ ἐλευθέραν κυβέρνησιν (πρβλ. πολιτεία ΙΙΙ. 2), Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1 καὶ 4, πρβλ. 4. 9, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιτικὸν ἄνδρα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 14, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 133Ε, ― ὁ πολιτικός, ἐπιγραφὴ ἑνὸς τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 2., 3. 1, 1., 3. 3, 6· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὅσον εἶναι ἀνάγκη (ὅσον ἀπαιτεῖται) διὰ πολιτικὸν ἄνδρα, αὐτόθι 3. 2, 1. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν διοίκησιν αὐτήν, δημόσιος, Λατ. publicus, ἀντίθετον τῷ οἰκεῖος, Θουκ. 2. 40, κτλ.· π. πράγματα Ἰσοκρ. 64Β· πράξεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· ἡ π. τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 319Α· καὶ ἡ πολιτικὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κυβερνᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 521D, κτλ.· ἀλλά, ἡ π. ἐπιστήμη ἢ ἡ π., μόνον, ἡ ἐπιστήμη τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλ. αἱ ἀρχαὶ αἱ ὁρίζουσαι τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ καθήκοντα, κτλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἠθικὴν (τὴν ἐπιστήμην τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου καθηκόντων), συχν. παρὰ Πλάτ., οἷον Πολιτικ. 259C, 303Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7, Ἠθ. Ν. 6. 8, 2· ― τὰ πολιτικά, τὰ πράγματα τῆς πολιτείας, αἱ δημόσιαι ὑποθέσεις, Θουκ. 6. 15, 89, Πλάτ., κτλ.· τὰ π. πράττω, λαμβάνω μέρος εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Γοργ. 521D· ἀλλά, τὰ π. βλάπτειν, βλάπτειν τὰ συμφέροντα τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 407D. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πολιτείας, ἐκ τῆς πόλεως, οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας Δημ. 584. 14. IV. καθόλου, ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρὸς τὸν ὅλον δημόσιον βίον, πολιτικός, δημόσιος, ἀντίθετον τῷ κατ’ ἰδίας, Θουκ. 8. 89· οὕτω, π. τιμαὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24· λόγος Ἰσοκρ. 319C· τίς πολ. καὶ κοινὴ βοήθεια; Δημ. 328. 6. V. ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν δημόσιον ¦βίον τοῦ πολίτου, δεκτός, δόκιμος· (πρβλ. notus civilisque et proprius sermo παρὰ Σουητωνίῳ), τῶν ὀνομάτων τὰ π. Ἰσοκρ. 190Ε· πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. σ. 6, 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητικός, Φρύνιχ. 53. VI. Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. de citoyen :
1 qui concerne les citoyens, de citoyen ; ἰσονομία πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;
2 qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν στράτευμα XÉN ou τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l’armée athénienne, p. opp. aux alliés;
II. de l’État, qui concerne l’État, d’où
1 de l’État, public ; τὰ πολιτικά en gén. les affaires de l’État, affaires publiques ; ou particul. les sciences politiques et administratives;
2 qui convient aux affaires publiques ou à un homme public.
Étymologie: πολίτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πολιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πολίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή του πολίτη στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα κατοχής δημόσιων αξιωμάτων, αιρετών ή όχι, και το δικαίωμα να είναι κάποιος ένορκος
β. «πολιτικά δικαστήρια» — τα δικαστήρια που δικάζουν τους πολίτες
γ. «πολιτικὸς ξύλλογος», Πλάτ.
δ. «πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση τών κοινών, στον τρόπο διοίκησης της πολιτείας (α. «πολιτικά ζητήματα» β. «πολιτικὰ πράγματα», Ισοκρ.)
3. ο σχετικός με τον δημόσιο βίο («πολιτικοί λόγοι»)
4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο μετέχει στη διακυβέρνηση του τόπου
5. το αρσ. ως ουσ. ο πολιτικός
άτομο που έχει ως κύρια ασχολία του τα δημόσια πράγματα, ο πολιτευόμενος
β. (το αρσ. ως κύριο όν.) Πολιτικός
τίτλος ενός από τους διαλόγους του Πλάτωνος
7. το θηλ. ως ουσ. η πολιτική
η πολιτικιά
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολιτικά
τα σχετικά με τη διοίκηση τών κοινών, οι υποθέσεις που αφορούν στη διοίκηση της πολιτείας
9. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Πολιτικά
σύγγραμμα του Αριστοτέλους απαρτιζόμενο από οκτώ βιβλία, στο οποίο εκτίθενται οι γνώμες του φιλοσόφου για την πολιτεία και τους πολίτες
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λοιπές, εκτός της εκκλησιαστικής και στρατιωτικής, εξουσίες (α. «παρέστησαν οι πολιτικές αρχές» — β, «πολιτικός γάμος» — γάμος που τελείται από πολιτική αρχή, ιδίως δήμαρχο ή κοινοτάρχη ή εκπρόσωπό τους, χωρίς την παρεμβολή της Εκκλησίας
2. αυτός που μεταχειρίζεται καλούς τρόπους, ευέλικτος, διπλωμάτης
3. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη, η επιστήμη της διακυβέρνησης του κράτους
β) ο τρόπος χειρισμού τών κρατικών υποθέσεων, το πρόγραμμα που εφαρμόζει μια κυβέρνηση στους διάφορους κρατικούς τομείς (α. «οικονομική πολιτική» β. «εκπαιδευτική πολιτική»)
γ) η εξωτερική πολιτική, ο τρόπος αντιμετώπισης και χειρισμού τών σχέσεων της χώρας με τα άλλα κράτη («η πολιτική τών μεγάλων δυνάμεων την εποχή εκείνη ήταν μάλλον αρνητική»)
δ) το να πολιτεύεται κανείς, η ενεργός συμμετοχή στα δημόσια πράγματα, στον δημόσιο βίο της χώρας (α. «η πολιτική τον κατέστρεψε» β. «τα τελευταία χρόνια δεν ασχολούμαι με την πολιτική»)
ε) η κατεύθυνση, οι σκοποί, οι αρχές και οι αντιλήψεις της δημόσιας δραστηριότητας ενός πολιτικού άνδρα («η πολιτική του Βενιζέλου ήταν εθνική»)
στ) επιτήδειος τρόπος ενέργειας και συμπεριφοράς σε ένα θέμα
3. φρ. α) «πολιτικό κόμμα» — ομάδα οργανωμένη με σκοπό την κατάκτηση και την άσκηση της εξουσίας μέσα σε μια πολιτεία
β) «πολιτικό σύστημα» — το σύνολο τών νομικών θεσμών που συνθέτουν ένα πολίτευμα ή μια πολιτεία καθώς και το σύνολο τών πραγματικοτήτων της πολιτικής ζωής
γ) «πολιτική ζωή» — το σύνολο τών δραστηριοτήτων, διεργασιών και σχέσεων που αναπτύσονται στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης πολιτείας σε μια δεδομένη στιγμή, η πορεία και η εξέλιξη τών κοινών, ο δημόσιος βίος
δ) «πολιτική εξουσία»
ί) η υπέρτατη δύναμη, ισχύς, που απορρέει από τη γενική θέληση μέσα σε μια πολιτεία και η οποία τήν κατευθύνει προς την πραγματοποίηση τών σκοπών της επιβάλλοντας κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς αναγκαστικής εφαρμογής
ii) άτομο ή ομάδα ατόμων ή πλειοψηφία που εκφράζουν την υπέρτατη δύναμη στην πολιτική κοινωνία
iii) η δύναμη οργάνωσης της κοινωνικής ζωής
ε) «πολιτική επιστήμη»
i) η συστηματική σπουδή, με εφαρμογή της επιστημονικής ανάλυσης, της λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας
ii) η μελέτη της πολιτείας και τών θεσμών και οργάνων με τα οποία συντάσσεται και λειτουργεί η πολιτεία
στ) «πολιτική φιλοσοφία» — η μελέτη τών πολιτικών ιδεών σε συσχετισμό με την εποχή τους, της θέσης και της ιεραρχίας τών αξιών, τών αρχών του πολιτικού καθήκοντος, του γιατί δηλαδή οι άνθρωποι οφείλουν ή δεν οφείλουν να υπακούουν στην πολιτική εξουσία, της φύσης βασικών εννοιών όπως είναι το δίκαιο, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, με στόχο να υποδειχθεί το υπό διάφορες εκδοχές δέον γενέσθαι ώστε να επιτευχθεί η επιβίωση, καθώς και η βελτίωση της ανθρώπινης ζωής
ζ) «πολιτική κοινωνία» — η οργανωμένη υπό ενιαία πολιτική εξουσία κοινωνία, η πολιτεία, το κράτος
η) «πολιτική κοινωνιολογία» — η συστηματική μελέτη τών πολιτικών φαινομένων στην αλληλεξάρτηση και αμοιβαία δράση τους με τα λοιπά στοιχεία του κοινωνικού συστήματος, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες, την οικονομία και τεχνική, την επιστήμη, τις κοινωνικές δομές, τη θρησκεία, την ιδεολογία, την ηθική, την τέχνη
θ) «πολιτική αγωγή»
(νομ.) η αγωγή που ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου στο ποινικό δικαστήριο και έχει ως αντικείμενο την αξίωση αποζημίωσης εξαιτίας του δικαζόμενου εγκλήματος ή τη χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης του παθόντος
ι) «πολιτική αεροπορία» — το σύνολο τών αεροσκαφών, τών εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης, τών υπηρεσιών και τών διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων
ια) «πολιτική άμυνα»
στρ. σύνολο μέτρων προστασίας του άμαχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων
ιβ) «πολιτική δίκη» — η διαδικασία ενώπιον τών τακτικών δικαστηρίων επί διαφορών και υποθέσεων του ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας
ιγ) «πολιτική δικονομία» — το σύνολο τών κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και την απονομή της δικαιοσύνης στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου
ιδ) «πολιτική οικονομία»
i) (κατά την κλασική αντίληψη) σύνολο πρακτικών κανόνων συμπεριφοράς οι οποίοι αποσκοπούν στο να ευνοήσουν την αύξηση του πλούτου και της δύναμης μιας χώρας
ιι) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) κοινωνική επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη τών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και την αμοιβαία δράση τους με τις παραγωγικές δυνάμεις, τους νόμους που διέπουν την παραγωγή και την κατανομή τών υλικών αγαθών στην ανθρώπινη κοινωνία κατά τα διάφορα στάδια εξέλιξής της
ιε) «πολιτική διαθήκη» — το κύκνειο άσμα ενός ηγεμόνα ή μεγάλου πολιτικού ηγέτη υπό μορφή γραπτού κειμένου στο οποίο διαλαμβάνονται οι τελευταίες του εκτιμήσεις για την πολιτική και το έργο του καθώς και οι παραινέσεις και οδηγίες του προς του διαδόχους του και τις επερχόμενες γενεές για την ακολουθητέα πορεία
ιστ) «πολιτικό δικαστήριο» — το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να δικάζει τις διαφορές ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και δημόσιου δικαίου οι οποίες με νόμο έχουν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτής της κατηγορίας
ιζ) «πολιτικό έγκλημα» — η αξιόποινη πράξη που προσβάλλει θεσμούς του πολιτεύματος με στόχο τη μεταβολή ή την κατάργησή τους
ιη) «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» ή συντ. «ΠΕΕΑ» — προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε από εκπροσώπους του ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, στις 10 Μαρτίου 1944, για την άσκηση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στις υπό τον έλεγχο τών οργανώσεων αυτών απελευθερωμένες περιοχές της χώρας, όπου είχε καταλυθεί η εξουσία τών αρχών κατοχής και της υποχείριάς τους κυβέρνησης της Αθήνας
ιθ) «πολιτικός παράγοντας» — πολιτικό πρόσωπο που ασκεί επιρροή σε ορισμένο γεωγραφικό, ιδίως, αλλά και διοικητικό χώρο
κ) «πολιτικό γραφείο»
i) το ιδιαίτερο γραφείο ενός πολιτευόμενου
ii) ανώτερο εκτελεστικό όργανο ορισμένων πολιτικών κομμάτων αντίστοιχο της εκτελεστικής επιτροπής άλλων κομμάτων
κα) «πολιτική γεωγραφία» — η γεωγραφία που ασχολείται με την περιγραφή της πολιτικής οργάνωσης τών κρατών
κβ) «νομισματική πολιτική» — βλ. νομισματικός
κγ) «πολιτικός μηχανικός» — επιστήμονας ειδικός στη μελέτη, σχεδίαση και εκτέλεση τεχνικών έργων και ειδικότερα οικοδομικών κατασκευών για αστική και βιομηχανική χρήση, συγκοινωνιακών κατασκευών οδοποιίας, σιδηροδρόμων, αεροδρομίων και λιμένων, συγκοινωνιακών λειτουργιών και μεταφορών, καθώς και έργων εκμετάλλευσης τών υδάτινων πόρων με κατασκευές φραγμάτων, υδροηλεκτρικών έργων, αρδευτικών, αποστραγγιστικών κ.ά. έργων
κδ) «πολιτικός ρεαλισμός»
i) (γενικά) το να στηρίζει ένας πολιτικός (ή μια πολιτική ηγεσία) τις αναλύσεις, εκτιμήσεις και προβλέψεις του καθώς και τις δραστηριότητες, τις επιδιώξεις και τους στόχους του σε πραγματικά δεδομένα, στην πραγματικότητα, και όχι σε αυθαίρετα υποκειμενικά συμπεράσματα, σε υποθετικά στοιχεία, σε παρορμήσεις και σε ευσεβείς πόθους
ιι) (κοινων.) σύστημα ιδεών και κριτήριο το οποίο τονίζει την υπεροχή και προτεραιότητα αυτού που είναι αντικειμενικό και αναγκαίο, σε αντιδιαστολή με τὸ φαινομενικό, το υποκειμενικό και υποθετικό ή φανταστικό
κε) «πολιτική ηγεσία»
i) η καθοδήγηση, ο τρόπος με τον οποίο ένας πολιτικός σχηματισμός κατευθύνει τη δράση του και τους οπαδούς του για την πραγμάτωση τών προγραμματικών του στόχων
ii) τα αιρετά ή διοριζόμενα πρόσωπα που αποτελούν το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο ενός διοικητικού ή πολιτικού σχηματισμού ή το σύνολο τών πολιτικών αρχηγών και τών αιρετών ή διορισμένων πολιτικών καθοδηγητικών οργάνων μιας χώρας (α. «η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας» β. «σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του τόπου καταδίκασε την τρομοκρατία»)
κστ) «πολιτική γραμμή»
i) η προγραμματική κατεύθυνση, η πορεία της δραστηριότητας ενός πολιτικού σχηματισμού, μιας πολιτικής ηγεσίας ή ενός πολιτευτή
ii) η στρατηγική και η τακτική, οι στρατηγικοί σκοποί και οι τακτικοί στόχοι ενός πολιτικού κόμματος, καθώς και οι τρόποι και οι μέθοδοι δράσης για την επίτευξη τους
κζ) «πολιτικός χάρτης» — χάρτης που απεικονίζει τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά της χαρτογραφούμενης περιοχής, όπως λ.χ. θέση και όρια κρατών, διοικητική υποδιαίρεσή τους, κυριότερες πόλεις και οικισμούς, καθώς και τις κυριότερες επικοινωνίες
κη) «πολιτικό κέντρο»
i) κύριος οικισμός μιας γεωγραφικής περιοχής στον οποίο είναι εγκατεστημένες οι διοικητικές κ.ά. αρχές της περιοχής
ii) ονομασία πολιτικής οργάνωσης εσέρων και μενσεβίκων που δημιουργήθηκε στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας το 1919 και αργότερα ανέτρεψε την εξουσία του αντεπαναστάτη ναυάρχου Κολτσάκ, ο οποίος είχε σχηματίσει κυβέρνηση στο Ομσκ και στη συνέχεια στο Ιρκούτσκ, η οποία αντιμάχονταν τους μπολσεβίκους
κθ) «πολιτικός θάνατος» — η εκμηδένιση της επιρροής και ισχύος ενός πολιτευόμενου
νεοελλ.-μσν.
α) «πολιτική γλώσσα»
(στο Βυζ.) η δημώδης γλώσσα
β) «πολιτικός στίχος»
(στο Βυζ.) ο δεκαπεντασύλλαβος τονικός ιαμβικός στίχος
(μσν) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί πολιτικοί
ο λαός
αρχ.
1. εξευγενισμένος («ἐπιχώριον φῡλον ὀξὺ καὶ πολιτικόν», Πολ.)
2. περιποιητικός
3. αυτός που αποτελείται από πολίτες (α. «το τε τῶν συμμάχων στράτευμα διῆκε καὶ τὸ πολιτικὸν οἴκαδε ἀπήγαγεν», Ξεν.
β. «πολιτικὸν δικαστήριον» — το δικαστήριο που απαρτιζόταν από εγχώριους πολίτες, σε αντιδιαστολή προς το ξενικόν, που απαρτιζόταν από πολίτες προσκεκλημένους από ξένη χώρα
4. αυτός που ζει σε κοινωνία, κοινωνικόςἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον», Αριστοτ.)
5. αυτός που αρμόζει σε ελεύθερη κυβέρνηση («κοινὸν δὲ μέσον τούτων ἀμφότερα ταῦτα διὸ καὶ πολιτικόν», Αριστοτ.)
6. αυτός που προέρχεται από την πόλη ή την πολιτεία, σε αντιδιαστολή προς το φυσικός ή το γενικός («οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας», Δημοσθ.)
7. αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή του πολίτη, συνηθισμένος («ἀκουσάτω δὲ ὡς ἐπί πολιτικοῡ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ», Ξεν.)
8. (για γλώσσα ή ύφος) δόκιμος («τῶν ὀνομάτων τὰ πολιτικά», Ισοκρ.)
9. το θηλ. ως ουσ. η επιστήμη που μελετά τις αρχές οι οποίες ορίζουν τις κανονικές σχέσεις και τα καθήκοντα τών πολιτών
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολιτικόν
α) οι πολίτες
β) το στράτευμα που αποτελείται από πολίτες
11. φρ. α) «πολιτική χώρα» — έκταση του δημοσίου
β) «πολιτική στρατηγία»
(στη Ρώμη) το αξίωμα του αστυδίκου
γ) «πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία» — η ολιγαρχία έκλινε περισσότερο προς το δημοκρατικό πολίτευμα
δ) «τά πολιτικά πράττω» — λαμβάνω μέρος στη δημόσια ζωή
ε) «πολιτικά βλάπτω» — βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης
στ) «πολιτική βοήθεια» — κρατική βοήθεια.
επίρρ...
πολιτικώς / πολιτικῶς ΝΜΑ και πολιτικά Ν
σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας, ως πολίτης
νεοελλ.
1. από πολιτική άποψη, με τρόπο που αφορά στην πολιτική
2. φρ. «πολιτικώς ενάγων» — αυτός που, επειδή αδικήθηκε, ασκεί το δικαίωμα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου να λάβει αποζημίωση και αποκατάσταση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης
μσν.
φρ. «πολιτικῶς κινῶ» — κινώ πολιτική αγωγή
αρχ.
1. με καλό τρόπο, ευγενικά
2. κατά τον συνηθισμένο τρόπο
3. φρ. «πολιτικῶς ἔχω» — ενεργώ κατά συνταγματικό τρόπο.

Greek Monotonic

πολῑτῐκός: -ή, -όν (πολίτης),
I. 1. αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στους πολίτες, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. αυτός που αρμόζει σε πολίτη, όπως αστικός, πολιτικός, Λατ. civilis, σε Θουκ.· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία, πιο συνταγματική (πιο δημοκρατική), σε Αριστ.· επίρρ., πολιτικῶς, όπως ο πολίτης, σύμφωνα με τον συνταγματικό τρόπο, Λατ. civiliter, σε Δημ.
3. αυτός που αποτελείται από πολίτες, τὸ πολιτικόν = οἱ πολῖται, η κοινωνία, σε Ηρόδ., Θουκ.· το σώμα των πολιτών, αντίθ. προς το οἱ σύμμαχοι, σε Ξεν. κ.λπ.
4. αυτός που διάγει κοινωνικό βίο, σε Αριστ.
II. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πολιτικό άνδρα, προικισμένος με πολιτικά χαρίσματα, σε Ξεν., Πλάτ.
III. 1. αυτός που ανήκει στην πολιτεία ή στη διοίκηση της, πολιτικός, Λατ. publicus, σε Θουκ.· ἡ πολιτική (ενν. τέχνη), η τέχνη της διακυβέρνησης, ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη ή ἡ πολιτική μόνη της, η πολιτική επιστήμη, σε Πλάτ.· τὰ πολιτικά, πολιτικά πράγματα, δημόσιες υποθέσεις, κυβέρνηση, σε Θουκ. κ.λπ.
2. πολιτικός, αστικός, δημοτικός, αντίθ. προς το έμφυτος, σε Δημ.
IV. γενικά, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημόσια ζωή, δημόσιος αντίθ. προς το κατ' ἰδίας, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτικός:
1) гражданский, государственный, общественный (λειτουργίαι Dem.; κοινωνία Arst.): τὸ πολιτικὸν στράτευμα Xen. войско, состоящее из (местных) граждан; ἡ πολιτικὴ χώρα Polyb. (лат. ager publicus) общественный земельный фонд (у римлян); ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη Plat. искусство управлять государством, политика; ἄνθρωπος φύσει ζῷον πολιτικόν (sc. ἐστιν) Arst. человек по природе есть существо общественное;
2) общеупотребительный (τὰ ὀνόματα Isocr.).
II ὁ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτικός -ή -όν [πολίτης] de burgers betreffend (~ πολίτης ) van de burgers:. κήδου τῶν οἴκων τῶν πολιτικῶν draag zorg voor huishoudens van de burgers Isocr. 2.21; ἰσονομία πολιτική gelijkberechtigdheid van de burgers Thuc. 3.82.8; ἡ πολιτικὴ τέχνη burgerlijke bekwaamheid Plat. Prot. 319a; τὰ πολιτικὰ διδάσκειν onderwijs geven in burgerdeugd Xen. Mem. 1.2.17. uit burgers bestaand, burger-:; τὸ πολιτικὸν στράτευμα het burgerleger Xen. Hell. 4.4.19; subst. τὸ\n πολιτικόν de burgerij; Hdt. 7.103.1; ook burgerleger. Xen. Hell. 5.3.25. de staat betreffend (~ πόλις ) de staat betreffend, staats-:. οἰκείων καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια zorg voor privé- en staatsbelangen Thuc. 2.40.2; τὰ πολιτικὰ βλάπτειν het staatsbelang schaden Plat. Resp. 407d; τὰ πολιτικὰ πράττειν zich met staatszaken bezighouden Plat. Ap. 31d; πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς de term πολιτικός: deskundig in de inrichting van de staat [Plat.] Def. 415c. in staatsverband levend:. ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον de mens is van nature een ‘politiek’ dier (d.w.z. een wezen dat in staatsverband leeft) Aristot. Pol. 1253a3. geschikt om de staat te besturen, staatmans-:; πολιτικόν... λέγεις Ἀσκληπιόν volgens jou was Asclepius geschikt om de staat te besturen Plat. Resp. 407e; ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη staatsmanskunde Plat. Plt. 303e; ψυχὰς οἰκονομικωτέρας τι ποιοῦντας ἢ πολιτικωτέρας hen geestelijk meer geschikt makend voor het besturen van een huishouden of van een staat Xen. Cyr. 2.2.14; φρόνησις... πολιτική staatkundig inzicht Aristot. EN 1141b26;; ἔστι... ἐν ζῴῳ θεωρῆσαι καὶ δεσποτικὴν ἄρχην καὶ πολιτικήν in een levend wezen kan men zowel het gezag van een meester als van de politiek gezagsdrager waarnemen Aristot. Pol. 1254b4; subst. ὁ\n πολιτικός staatsman. Aristot. Pol. 1252a7. publiek, openbaar:; ἦν δὲ τοῦτο... σχῆμα πολιτικὸν τοῦ λόγου αὐτοῖς dat was hun leus tegenover het volk Thuc. 8.89.3; πολιτικαὶ τιμαί publieke eerbewijzen Xen. Mem. 2.6.24; πολιτικὰ πράγματα het publieke leven Isocr. 4.113; overdr. gewoon, gebruikelijk:. τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον alleen de gebruikelijke woorden (moeten redenaars gebruiken) Isocr. 9.10. de staatsinrichting betreffend (~ πολιτεία ) staatkundig:; ἐν πολιτικοῖς λόγοις in staatkundige betogen Plat. Phaedr. 278c 3; spec. Aristoteles, voor constitutionele (d.w.z. voorbeeldig ingerichte) staatsvorm:; ἔστι γάρ τι φύσει... πολιτικόν er bestaat iets dat van nature kenmerkend is voor constitutioneel bestuur Aristot. Pol. 1287b38; subst.. τὸ πολιτικόν de constitutionele staatsvorm (mengvorm van democratie en oligarchie) Aristot. Pol. 1294b1; πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία de oligarchie kreeg meer het karakter van een constitutionele staatsvorm Aristot. Pol. 1305b10. adv. πολιτικῶς op de wijze van een (goede) burger:. εἶχον... πολιτικῶς zij gedroegen zich als goede burgers Dem. 9.48. zoals past bij een polis:. οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς... ἐβίωσαν zij leefden niet met een gemeenschappelijk of staatsbelang voor ogen Isocr. 4.151; οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι... πολιτεύονται sommigen besturen hun zaken niet op basis van gelijkheid of zoals in een polis Dem. 10.74; ἄρχειν... γυναικὸς μὲν πολιτικῶς over een vrouw gezag uitoefenen is als gezag over medeburgers Aristot. Pol. 1259b1. op de gebruikelijke manier:. οὕτω δὴ ὁριζομένων πολιτικῶς καὶ ταχέως nu de kwesties op de gebruikelijke manier ruwweg zijn gedefinieerd Aristot. Pol. 1275b25; οἱ μὲν γὰρ ἀρχαῖοι πολιτικῶς ἐποίουν λέγοντας, οἱ δὲ νῦν ῥητορικῶς de dichters van vroeger lieten hun personages alledaagse betogen houden, die van nu volgens de regels van de retorica Aristot. Poët. 1450b7.

Middle Liddell

πολῑτῐκός, ή, όν πολίτης
I. of, for, or relating to citizens, Plat., etc.
2. befitting a citizen, like a citizen, civic, civil, Lat. civilis, Thuc.; πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία more constitutional, Arist.:— adv., πολιτικῶς like a citizen, in a constitutional manner, Lat. civiliter, Dem.
3. consisting of citizens, τὸ πολιτικόν, = οἱ πολῖται, the community, Hdt., Thuc.: the civic force, opp. to οἱ σύμμαχοι, Xen., etc.
4. living in a community, Arist.
II. of or befitting a statesman, statesmanlike, Xen., Plat.
III. belonging to the state or its administration, political, Lat. publicus, Thuc.: —ἡ πολιτική (sub. τέχνἠ, the art of government, ἡ π. ἐπιστήμη or ἡ π. alone, the science of politics, Plat.: —τὰ πολιτικά, state-affairs, public matters, government, Thuc., etc.
2. civil, municipal, opp. to natural or general, Dem.
IV. generally, of or for public life, public, opp. to κατ' ἰδίας, Thuc., Xen.