ὄνομα
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Aeol. and Dor. ὄνυμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 (Crete), SIG1122.8 (Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); Lacon. *ἔνυμα prob. in pr. nn. A Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2; poet. also (metri gr.) οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sometimes in other Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic; Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 (Oropus), etc.: Hom. has οὔνομα Od.6.194, 9.355, Il.3.235, οὐνόματ' (α) 17.260, ὄνομα Od.9.16, 364, 366, 19.183, ὄνομ' (α) 4.710 et saep. :—name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc. ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194 and in Od.13.248 (v. infr. II); Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα 9.366, cf. 18.5,19.183,247; Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54, cf. 19.409, Hes. Th.144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name, πόλις ὄνομα Καιναί X.An. 2.4.28, etc. : also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v.l.); ὀνόματι λέγειν = by name, Pl.Ap.21c; ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4, etc.; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 (Philae); ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄνομα each by his name, 3 Ep.Jo.14. 2 ὄνομα τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av.810 :—Pass., ὄνομα κεῖταί τινι ib.1291; ὄνομα ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12; so ὄνομα φέρειν or ὄνομα ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN1119a33, HA572a11. 3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name, εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550; καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄνομα X. Oec.7.3, cf. E.Ion259, 800, Pl.Cra.393e, etc. :—so in Pass., ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph.605, cf. El.694; ὄνομα δημοκρατία κέκληται Th.2.37; τὸ ἐναντίον ὄνομα ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122; ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64; λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg.842e; but also ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt.279e, Cra.385d; ὄνομα καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm.147d; τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται . . Κυνὸς σῆμα E.Hec.1271; τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3. II name, fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248; οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93; ὄνομα ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma.282a; τὸ μεγα ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64; τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς . . Id.5.16; τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma.281c; ὄνομα μέγιστον ἔχειν Th.2.64; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23; οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1; παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο notably, Ath.6.240c; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib.241a. III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97; opp. ἔργον, E.Or.454, Hipp.502; περὶ ὀνόματος μάχεσθαι Lys.33.3; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd.285a, Lg.644a. 2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence of alliance, under the lawful name of alliance, Th.4.60; μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89; χώρα καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R.495c, cf. Plb.11.5.4. IV in periphr. phrases, ὄνομα τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v.l. for ὄμμ') Id.Or.1082 : with the names of persons, periphr. for the person, ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκους Id.Ph.1702. 2 of persons, ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15; ἕτερα ὀνόματα ἀντ' αὐτοῦ . . πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.); in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.); βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄνομα charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.); τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.); in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips.3 ii 25 (iii A. D.); ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.); δικαιώματα . . ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11 (ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc. V phrase, expression, especially of technical terms, ὀνόματα τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19 : generally, D.19.187. VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra.399b, cf. Ap.17c, Smp.198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh.1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al.; τὸ ἰλλαίνειν ὄνομα the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679. 2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht.168b, Sph.262a, 262b, cf. Arist.Po.1457a10, Int.16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45; ὄνομα κύριον = a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄνομα alone, Ar.Nu.681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213); also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nomen, Skt. nāma.)
German (Pape)
[Seite 348] τό, ion. u. poet. οὔνομα, äol. ὄνυμα (ὀ ist vorgeschlagen, die Wurzel γνο = νο), 1) Name, die Benennung einer Person oder Sache; bei Hom. der Eigenname, mit dem eine Person genannt wird, οὕς κεν ἐϋ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην, Il. 3, 235, wie τῶν ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ' εἴποι, 17, 260 (sonst nicht in der Il.); auch bestimmter, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Od. 7, 54, vgl. 19, 403, der Name, mit dem sie genannt wird, ἐμοὶ δ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων, 19, 183, Εὐρυβάτης δ' ὄνομ' ἔσκε, 247, öfter; ὄνομα τῇ κολάσει εὐθῦναι, Plat. Prot. 326 d, wie ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, 315 e; auch parenthetisch, Δίων ὄνομα αὐτῷ, Is. 6, 20; auch εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον, mit dem sie dich nannten, Od. 8, 550, vgl. 9, 364; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, Plat. Crat. 383 e, vgl. 402 d; daher ὄνομα κέκληται δημοκρατία, Thuc. 2, 37; ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen geben, beilegen, Od. 19, 403; häufiger im med., ὄνομα τίθεσθαι, 19, 406; so Ar. Nubb. 66 Av. 809. 923; u. in Prosa, τούτοις ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος, Plat. Legg. V, 736 a; ἀντὶ τοῦ ὀνόματος, οὗ ἔθετο αὐτῷ ὁ πατὴρ Βοιωτόν, Dem. 40, 34; Folgde häufig; – ἐπ' ὀνόματος εἶναι, s. ἐπί; – ὄνομα φέρειν, einen Namen tragen, Soph. O. C. 60; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος, von oder nach einem Andern den Namen haben, Plat. Hipp. mai. 282 a; Γαῖα, πολ λῶν όνομάτων μορφὴ μία, Aesch. Prom. 210, öfter; τύμβῳ ὄνομα σὸν κεκλήσεται, Eur. Hec. 1271; – πόλις Θάψακος ὀνόματι, mit Namen, Xen. An. 1, 4, 11; gewöhnlicher im absoluten accus., πόλις ὄνομα Καιναί, 2, 4, 28 u. öfter, u. Folgde; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα; bei Namen rufen, Pol. 5, 35, 2; namentlich, ἐπ' ὀνόματος δηλοῦν τὰς πόλεις, 18, 28, 4. – 2) wie bei uns, Name, Ruf, Ruhm; Hom., doch so, daß an den Eigennamen selbst zu denken ist, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, Od. 13, 248; ἃς σὺ μὲν οὐδὲ θ ανων ὄνομ' ὤλεσας, dem nachher entspricht ἀλλά τοι αἰεὶ πάντας ἐπ' ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, 24, 93; Od. 4, 710 ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται, daß auch nicht der Name von ihm übrig bleibe; ὄνομα μόνον δείσαντες, den Ruf des Namens, Soph. O. C. 266; πολὺ τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας, 307. – Auch in Prosa = berühmter Name, οὐδ' ἂν ἐγένετο Πρωταγόρου ὄνομα ἐν τοῖς Ἕλλησιν, Plat. Prot. 335 a; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ, Hipp. mai. 281 c; καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, Thuc. 5, 16; ἀπὸ γὰρ τῆς μάχης τὸ τούτου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο, Xen. Cyr. 4, 2, 3; ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι, von unberühmtem Namen, Herkommen, An. 6, 4, 7; Sp., die auch ὄνομα καὶ δόξα, ὄνομα καὶ κλέος u. dgl. verbinden, Anth. – 3) der bloße Name in Ggstz der Person oder Sache, ὄνομα, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι, Eur. Or. 454, vgl. I. A. 128; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι, Dem. 9, 15. Daher auch der falsche Name, hinter dem man die Sache versteckt, Vorwand, καὶ πρόσχημα, Pol. 11, 6, 4; D. Hal. u. a. Sp.; vgl. auch Thuc. 4, 60. – 4) bes. bei Gramm. das nomen im Ggstz von ῥῆμα, verbum, auch im engeren Sinne Eigenname im Ggstz von προσηγορία, nomen appellativum (s. unter ῥῆμα). – Uebh. das Wort, der Ausdruck, ὀνόμασι διαθέσθαι, dem ἐνθυμηθῆναι entgegengesetzt, Isocr. 4, 9, der auch ὀνόματα = λέξις den ἐνθυμήματα gegenüberstellt.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 nom : ὄνομα θεῖναί τινι, ou θέσθαι, donner un nom à qqn ou à qch ; λέγειν τινὰ ὀνόματι PLAT, ὄνομα καλεῖν τινα, appeler qqn d’un nom ; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος HDT tirer son nom de qch ; πόλις Θάψακος ὀνόματι XÉN une ville du nom de Thapsakos ; πόλις ὄνομα Καιναί XÉN une ville du nom de Kænes ; Εὐρυβάτης ὄνομ’ ἔσκε OD Eurybatès était son nom;
2 nom, renom, renommée;
3 nom (p. opp. à la personne ou à la chose même, et, en gén., à l'action) ; p. ext. vain nom, nom spécieux, prétexte ; en gén. mot, expression ; t. de gramm. substantif (par opp. au verbe ῥῆμα) ; τὸ κύριον ὄνομα le nom propre.
Étymologie: ὀ- prosth., γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὄνομα: ион. οὔνομα, эол. ὄνῠμα и ὤνομα, ατος τό
1) имя, название (ὄ. θέσθαι или θεῖναί τινι Hom.): ὄ. καλεῖν τινα или τινι и λέγειν τινὰ ὀνόματι Plat. или ἐξ ὀνόματος Polyb. называть кого-л. по имени; τι ὀνόματι προσαγορεύειν Arst. давать чему-л. название; πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen. город с названием Тапсак; πόλις ὄ. Καιναί Xen. город по имени Кены;
2) (громкое) имя, слава (ὄ. καὶ κλέος Anth.): ὄ. ἔχειν ἀπό τινος Her., Plat.; составить себе имя (= прославиться) благодаря чему-л.; κτήσεσθαι ἔκ τινος ὄ. μέγα Xen. стяжать себе чем-л. великую славу;
3) (пустое) слово (τὰ ὀνόματα μᾶλλον ἢ τὰ πράγματα Dem.);
4) отговорка, предлог: μετ᾽ ὀνομάτων καλῶν Thuc. под благовидными предлогами;
5) термин (ὄ. ἐν τῇ ναυτικῇ Xen.);
6) выражение или речь Dem.;
7) (описательно = κάρα, κεφαλή и т. п.): ὦ φίλτατον ὄ. Πολινείκους! Eur. о милый Полиник!;
8) грам. имя (нарицательное), слово (ῥήματα καὶ ὀνόματα Plat.);
9) грам. имя собственное.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνομα: τό, Ἰων. καὶ ποιητ. οὔνομα, Αἰολ. ὄνῠμα· (ἴδε ἐν τέλ.)· ἡ λέξις δι’ ἧς δηλοῦται πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα, Ὅμ., κλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ., μόνον δὲ δὶς ἐν τῇ Ἰλ. (Γ. 235, Ρ. 260), καὶ συχνότερον ἐν τῷ κοινῷ ἢ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ ὀνόματος προσώπου (πλὴν ἐν δυσὶ χωρίοις μνημονευομένοις κατωτ. ΙΙ)· ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Ὀδ. Ζ. 194· Οὗτις ἔμοιγ’ ὄνομα Ι. 366, πρβλ. Σ. 5, Τ. 183, 247· Ἀρήτη δ’ ὄνομ’ ἐστὶν ἐπώνυμον Η. 54, πρβλ. Τ. 409, Ἡσ. Θ. 144· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ λέξις ὄνομα κεῖται ἀπολ., πόλις ὄνομα Καιναί, δηλ. ὀνόματι, Ξεν. Ἀνάβ. 2.4, 28, κτλ.· ἀλλὰ καὶ κατὰ δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι αὐτόθι 1. 4, 11 λέγειν τινὰ ὀνόματι Πλάτ. Ἀπολ. 21C· ἐξ ὀνόματος Πολύβ. 18. 28, 4, κτλ.· ― κατ’ ὄνομα Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 14, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 983. 4. 2) ὄνομα τίθημί τινι, δίδω ὄνομα εἴς τινα, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ συνήθως ἐν μέσῳ τύπῳ, τίθεσθ’ ὄνομ’ ὅττι κεν εἴπω αὐτόθι 406, πρβλ. Θ. 554, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810 κἑξ., πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 12, Ἀριστοφ. Νεφ. 63 κἑξ.· καὶ παθητικῶς, ὂν. κεῖταί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1291· ὄν. ἐστι ἢ κεῖται ἐπί τινι, λόγου ὄντος περὶ ὀνομάτων ἐφ’ οἵῳ ἔργῳ ἕκαστον εἴη Ξεν. Ἀπομνημον. 3. 14, 2· ὁ μὲν γὰρ ἀλαζὼν ἔμοι γε δοκεῖ ὄνομα κεῖσθαι ἐπὶ τοῖς προσποιουμένοις καὶ πλουσιωτέροις εἶναι ἢ εἰσὶ καὶ ἀνδρειοτέροις Κύρ. 2. 2, 12· οὕτως, ὄν. ἔχειν ἀπό τινος Ἡρόδ. 1. 71, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 282Α· ὡσαύτως, ὄν. φέρειν ἢ ἐπιφέρειν ἐπί τι Ἀριστοτέλ. Ἠθικ. Ν. 3. 12, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 18, 8· πρβλ. ἐπώνυμος. 3) ὄνομα καλῶ τινα, ὀνομάζω τινὰ μέ τι ὄνομα, εἶπ’ ὄνομ’, ὅττι σε κεῖθι κάλεον Ὀδ. Θ. 550· καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄν. Ξεν. Οἰκ. 7, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἴων. 259, 800, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ὄν. δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φ. 605, πρβλ. Ἠλ. 694· ὄν. κέκληται δημοκρατία Θουκ. 2. 37· τὸ ἐναντίον ὄν. μετωνόμασται ὁ αὐτ. 1. 122· ὄν. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας ὁ αὐτ. 4. 64· λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοὶ Πλάτ. Νόμ. 842Ε· ― ἀλλὰ καί, ὀνόματί τινα καλεῖν, προσαγορεύειν Ἀντιφῶν 146. 8, Κρατ. 385D· ὄνομα καλεῖν ἐπί τινι «αὐτ. ἐν Παρμ. 147D· τύμβῳ δ’ ὄνομα σῷ κεκλήσεται... Κυνὸς σῆμα Εὐρ. Ἑκάβ. 1271· τοὔνομα προσηγορεύθη Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. 4) ἡ λ. ὄνομα, ἐνίοτε παραλείπεται, ᾧ δὴ… ἄνθρωπον… τίθενται, εἰς ὃ δίδουσι (τὸ ὄνομα) ἄνθρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 392D, 402Β· ταὐτὸν τοῦτο κεκλημένος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὄνομα, δόξα, φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ’ ἵκει Ὀδ. Ν. 248, πρβλ. Ω. 93· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν Θουκ. 7. 64· καταλιπεῖν ὄν. ὡς..., ὁ αὐτ. 5. 16· τοὔνομά τινος ἀφικνεῖται πρός τινα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 20· ὡσαύτως, ὄνομα μέγα, ὡς καὶ νῦν, πεφημισμένον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· μέγιστον ὄν. ἔχειν Θουκ. 2. 64· ἐν ὀνόματι εἶναι, ἔχειν μέγα ὄνομα, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 346· παράσιτοι δ’ ἐπ’ ὀνόματος ἐγένοντο, ὀνομαστοί, Ἀθήν. 240C· ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι’ ὀνόματος παρασίτων αὐτόθι 241Α. ΙΙΙ. ὄνομα καὶ οὐδὲν πλέον, μόνον ὄνομα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πραγματικὸν πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ἵνα μηδ’ ὄνομ’ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίποιτο Ὀδ. Δ. 710· βοᾶ ἔτι μηδ’ ὄνομ’ εἴη Θεόκρ. 16. 97· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, πρβλ. Ὀρ. 454, Ἱππόλ. 502· περὶ ὄν. μάχεσθαι Λυσ. 912 Reisk.· ἐκ τῶν ὀν. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι Δημ. 114. 12. 2) ψευδὲς ὄνομα, πρόφασις, ὀνόματι (ἢ ἐπ ὀνόματι), προφάσει.., ὑπὸ τὸ πρόσχημα.., Θουκ. 4. 60· μετ’ ὀνομάτων καλῶν, ὡς τὸ τοῦ Σαλλουστ. honestiw nominibus, ὁ αὐτ. 5. 89· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὸς Πλάτ. Πολ. 495C, πρβλ. Πολύβ. 11. 6, 4. IV. ὄνομα ἐν περιφράσει, ὄνομα τῆς σωτηρίας, τῆς εὐγενείας, ἀντί, σωτηρία, εὐγένεια, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1080, Seidl. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 875 (905)· οὕτω τὸ Λατ. nomen, Markl. Stat. Sylv. 1. 1, 8· - μετ’ ὀνομάτων προσώπων κατὰ περίφρασιν, ἀντὶ αὐτῶν τῶν προσώπων, ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκους Εὐρ. Φοίν. 1702. V. ὡς τὸ λέξις, φράσις, ἔκφρασις, μάλιστα ἐπὶ τεχνικῶν ὅρων, ὀν. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ Ξεν. Ἀθην. 1, 19· καθόλου, λόγος, ὁμιλία, Δημ. 400. 1. VI. ἐν τῇ Γραμματικῇ ὄνομα, Λατ. nomen, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥῆμα, verbum, Ἀριστοφ. Νεφ. 681 κἑξ., Πλάτ. Θεαίτ. 168Β, πρβλ. Χαρμ. 163D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, κύρ. ὄνομα Λατιν. nomen proprium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσηγορία, Λατ. nomen apellativum, Γραμμ. - (Ἐντεῦθεν ὀνομάζω, ὀνομαίνω, κτλ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰολ. ὄνυμα) ἀνώνυμος, νώνυμος: ἡ ῥίζα εἶναι ΓΝΟ (πρβλ. γιγνώσκω), ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Λατ. co-gnom-en, i-gnominia· ἀλλὰ τὸ g συνήθως ἐκπίπτει· πρβλ. Σανσκρ. nâm-an· Λατ. nom-en· Γοτθ. nam-o, γεν. nam-ins (ὄνομα), ga-nam-jan (ὀνομάζειν), κλ.).
English (Autenrieth)
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; for ‘fame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.
Spanish
nombre, conjunto de nombres, conjunto de palabras, fórmula
English (Abbott-Smith)
ὄνομα, -τος, τό, [in LXX chiefly for שֵׁם;]
1.in general, the name by which a person or thing is called: Mt 10:2, Mk 3:16, Lk 1:63, Jo 18:10,al.; ἄνθρωπος (etc.), ᾧ (οὗ) ὄ. (τ. ὄ), sc. ἦν or ἐστίν (BL, §30, 3), Mk 14:32, Lk 1:26, 27; with same ellipsis, καὶ τ. ὄ. αὐτοῦ, Lk 1:5, Jo 1:6, al.; ὀνόματι, seq. nom. prop., Mt 27:32, Mk 5:22, Lk 1:5, Ac 5:1, al.; acc. absol. (Bl., §34, 7), τοὔνομα (= τ. ὄνομα), Mt 27:57; ὄ. μοι (sc. ἐστίν; cf. Hom., Od., ix, 366), Mk 5:9 (cf. Lk 8:30); ἔξειν ὄ., Re 9:11; καλεῖν (ἐπιτιθέναι) ὄ. (Bl., §33, 1), Mt 1:21, Mk 3:16; τ. ὄ. ἐν (τ.) βίβλῳ ζωῆς (cf. Deiss., LAE, 121), Phl 4:3, Re 13:8, cf. Lk 10:20 (ἐν τ. οὐρανοῖς); ὄ. βλασφημίας, Re 13:1; the name as opp. to the reality, Re 3:1 (cf. Hdt., vii, 138); as a title: Eph 1:21, Phl 2:9, 10 (Lft., in l.).
2.By a usage similar to that with ref. to Heb. שֵׁם (Lft., Notes, 106f.), but also common in Hellenistic (M, Pr., 100; Bl., §39, 4; Deiss, BS, 146f., 196f.; LAE, 123:4, of all that the name implies, of rank, authority, character, etc.: of acting on one's authority or in his behalf, ἐν (εἰς) ὄ., c. gen. pers. (v. reff. supr.), Mt 10:41 21:9 28:19, Mk 11:9, Lk 13:35, Jo 5:43, Ac 8:16, I Co 1:13; of the name Christian, I Pe 4:16; especially of the name of God as expressing the divine attributes: ἁγιάζειν (ἅγιον) τὸ ὄ. (τ. Πατρός, Κυρίου), Mt 6:9, Lk 1:49 11:2; ψάλλειν (ὁμολογεῖν) τῷ ὀ., Ro 15:9, He 13:15; δοξάζειν (φανεροῦν, φοβεῖσθαι) τὸ ὄ., Jo 12:28 17:6, 26 Re 11:18 15:4; βλασφημεῖν, Ro 2:24, I Ti 6:1, Re 13:6; similarly, of the name of Christ: τ. καλὂν ὄ. (Deiss., LAE, 276); πιστεύειν τῷ ὀ., I Jo 3:23; π. εἰς τ. ὄ. (Bl., §39, 4), Jo 1:12 2:23 3:18; ὀνομάζειν τὸ ὄ., II Ti 2:19; κρατεῖν, Re 2:13; οὐκ ἀρνεῖσθαι, Re 3:8; ἐν τ. ὀ. (v. reff. supr.), Mk 9:38 16:[17], Lk 10:17, Jo 14:13 16:23, 24 20:31, Ac 3:6 4:12, Eph 5:20, I Pe 4:14, al.; εἰς τ. ὄ. συνάγεσθαι, Mt 18:20; ἕνεκεν τοῦ ὀ., Mt 19:29; διὰ τὸ ὄ., Mt 10:22, Mk 13:13, al.; διὰ τοῦ ὀ., I Co 1:10; ὑπὲρ τοῦ ὀ., Ac 9:16, Ro 1:5, al.; id. absol., Ac 5:41, III Jo 7; πρὸς τὸ ὄ., Ac 26:9.
3.cause, ground, reason (in cl., usually in bad sense, pretext): Mk 9:41 (Swete, in l.; Dalman, Words, 305f.).
4.In late Greek (Deiss., BS., 196f.), an individual, a person: Ac 1:15, Re 3:4 11:13.
English (Strong)
from a presumed derivative of the base of γινώσκω (compare ὀνίνημι); a "name" (literally or figuratively) (authority, character): called, (+ sur-)name(-d).
English (Thayer)
ὀνόματος, τό (ΝΟΜ (others ΓΝΟ; see Vanicek, p. 1239), cf. Latin nomen (English name), with the prefixed omicron ὀ (but see Curtius, § 446)), the Sept. for שֵׁם (from Homer down), the name by which a person or a thing is called, and distinguished from others;
1. universally: of proper names, τῶν ἀποστόλων τά ὀνόματα, ἄνθρωπος or ἀνήρ ᾧ ὄνομα, πόλις ἡ ὄνομα, namely, ἦν, named, followed by the name in the nominative (cf. Buttmann, § 129,20, 3): Xenophon, mem. 3,11, 1); οὗ (L ᾧ) τό ὄνομα, καί τό ὄνομα αὐτοῦ, αὐτῆς, etc., ὄνομα αὐτῷ namely, ἦν or ἐστιν (Buttmann, as above), ὀνόματι, followed by the name (cf. Buttmann, § 129a. 3; Winer's Grammar, 182 (171)), Xenophon, anab. 1,4, 11); τοὔνομα (i. e. τό ὄνομα), the accusative absolute (Buttmann, § 131,12; cf. Winer's Grammar, 230 (216)), i. e. by name, ὄνομα μοι namely, ἐστιν, my name Isaiah, οὔτις ἐμοιγ ὄνομα, Homer, Odyssey 9,366); ἔχειν ὄνομα, followed by the name in the nominative, καλεῖν τό ὄνομα τίνος, followed by the accusative of the name, see καλέω, 2a.; καλεῖν τινα ὀνόματι τίνι, ὀνόματι καλούμενος, καλεῖν τινα ἐπί τῷ ὀνόματι, ἐπί, B. 2a. εε., p. 233 b); κατ' ὄνομα (see κατά, II:3a. γ., p. 328a); τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη (ἐγγέγραπται T WH Tr) ἐν τοῖς οὐρανοῖς, your names have been enrolled by God in the register of the citizens of the kingdom of heaven, τό ὄνομα τίνος (ἐγράφη) ἐν βίβλῳ (τῷ βιβλίῳ) ζωῆς, ἐπί τό βιβλίον τῆς ζῇς ἐκβάλλειν (which see 1h.) τό ὄνομα τίνος ὡς πονηρόν, since the wickedness of the man is called to mind by his name, ἐπικαλεῖσθαι τό ὄνομα τοῦ κυρίου, see ἐπικαλέω, 5; ἐπικέκληται τό ὄνομα τίνος ἐπί τινα, see ἐπικαλέω, 2; ὀνόματα (ὄνομα) βλασφημίας equivalent to βλάσφημα (βλασπηημον) (cf. Winer's Grammar, § 34,3b.; Buttmann, § 132,10), names by which God is blasphemed, his majesty assailed, R G Tr, see γέμω). so used that the name is opposed to the reality: ὄνομα ἔχεις, ὅτι ζῇς, καί νεκρός εἰ, thou art said (A. V. hast a name) to live, ὄνομα εἶχεν, ὡς ἐπ' Ἀθηνας ἐλαυνει, Herodotus 7,138). equivalent to title: περί ὀνομάτων, about titles (as of the Messiah), κληρονομεῖν ὄνομα, χαρίζεσθαί τίνι ὄνομα τί, ὁ κύριος is meant (but critical texts read τό ὄνομα etc., which many take either strictly or absolutely; cf. Meyer and Lightfoot at the passage (see below just before 3))); specifically, a title of honor and authority, ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ, in devout recognition of the title conferred on him by God (i. e. the title ὁ κύριος), ὄνομα here follows that of ὄνομα in Lightfoot, and cf. Winer's Grammar, 390 (365)).
2. By a usage chiefly Hebraistic the name is used for everything which the name covers, everything the thought or feeling of which is roused in the mind by mentioning, hearing, remembering, the name, i. e. for one's rank, authority, interests, pleasure, command, excellences, deeds, etc.; thus, εἰς ὄνομα προφήτου, out of regard for (see εἰς, B. II:2d.) the name of prophet which he bears, equivalent to because he is a prophet, βαπτίζειν τινα εἰς ὄνομα τίνος, by baptism to bind anyone to recognize and publicly acknowledge the dignity and authority of one (cf. βαπτίζω, II.
b. (aa.)), to do a thing ἐν ὀνόματι τίνος, i. e. by one's command and authority, acting on his behalf, promoting his cause (cf. Winer's Grammar, 390 (365); Buttmann, § 147,10); as, ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου (from ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, of his own free-will and authority, ἐν τῷ ὀνόματι of Jesus, L T Tr WH in κυρίου here denotes God; cf. 2f. below). According to a very frequent usage in the O. T. (cf. יְהוָה שֵׁם), the name of God in the N. T. is used for all those qualities which to his worshippers are summed up in that name, and by which God makes himself known to men; it is therefore equivalent to his divinity, Latin numen (not his nature or essence as it is in itself), the divine majesty and perfections, so far forth as these are apprehended, named, magnified (cf. Winer, Lex. Hebrew et Chald., p. 993; Oehler in Herzog x., p. 196ff; Wittichen in Schenkel iv., p. 282ff); so in the phrases ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ namely, ἐστιν, ἁγιάζειν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ψάλλειν, δοξάζειν, φανερουν, γνωρίζειν, φοβεῖσθαι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, G L T Tr WH); διαγγέλλειν, ἀπαγγέλλειν, βλασφημεῖν, ἀγάπην ἐνδείκνυσθαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματι σου, ᾧ (by attraction for ὁ (cf. Buttmann, § 143,8, p. 286; Winer's Grammar, § 24,1; incorrectly οὕς)) δέδωκάς μοι, keep them consecrated and united to thy name (character), which thou didst commit to me to declare and manifest (cf. verse 6), ὑπέρ τοῦ ἁγίου ὀνόματος σου, οὗ κατεσκήνωσας ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ' Teaching etc., chapter 10,2 [ET]). After the analogy of the preceding expression, the name of Christ (Ἰησοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ κυρίου ἡμῶν, etc.) is used in the N. T. of all those things which, in hearing or recalling that name, we are bidden to recognize in Jesus and to profess; accordingly, of "his Messianic dignity, divine authority, memorable sufferings, in a word the peculiar services and blessings conferred by him on men," so far forth as these are believed, confessed, commemorated (cf. Westcott on the Epistles of John, p. 232): hence, the phrases εὐαγγελίζεσθαι τά περί τοῦ ὀνοματου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεγαλύνειν τό ὄνομα τῷ ὀνόματι ( ἐν τῷ ὀνόματι) αὐτοῦ ἐλπίζειν, Buttmann, 156 (153)); πιστεύειν, πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα,, 13 b); πίστις τοῦ ὄνομα, ὁ ὀνομάζων τό ὄνομα κυρίου, whoever nameth the name of the Lord namely, as his Lord (see ὀνομάζω, a.), κρατεῖν, to hold fast i. e. persevere in professing, οὐκ ἀρνεῖσθαι, τό ὄνομα Ἰησοῦ ἐνδοξάζεται ἐν ὑμῖν, βαστάζειν τό ὄνομα ἐνώπιον ἐθνῶν (see βαστάζω, 3), ἐπί τῷ ὀνόματι Χριστοῦ, see ἐπί, B. 2a. β., p. 232b. The phrase ἐν τῷ ὀνόματι Χριστοῦ is used in various senses:
a. by the command and authority of Christ: see examples just above.
b. in the use of the name of Christ i. e. the power of his name being invoked for assistance, Relz L T Tr WH (see f. below); ἐν ποιῶ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο; through the power of Christ's name, pervading and governing their souls, in acknowledging, embracing, professing, the name of Christ: σωθῆναι, δικαιωθῆναι, ζωήν ἔχειν, in professing and proclaiming the name of Christ, παρρησιάζεσθαι, relying or resting on the name of Christ, rooted (so to speak) in his name, i. e. mindful of Christ: ποιεῖν τί, εὐχαριστεῖν, αἰτεῖν τί, i. e. (for substance) "to ask a thing, as prompted by the mind of Christ and in reliance on the bond which unites us to him," R G L in 23; cf. Ebrard, Gebet im Namen Jesu, in Herzog iv. 692ff. God is said to do a thing ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, regardful of the name of Christ, i. e. moved by the name of Christ, for Christ's sake, διδόναι the thing asked, T Tr WH; πέμπειν τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ὀνόματι Χριστοῦ (A. V. for the name of Christ) (German auf Grund Namens Christi), i. e. because one calls himself or is called by the name of Christ: ὀνειδίζεσθαι, ὡς Χριστιανός, 16). The simple dative τῷ ὀνόματι Χριστοῦ signifies by the power of Christ's name, pervading and prompting souls, τῷ ὀνόματι τοῦ κυρίου (i. e. of God) λαλεῖν, of the prophets, R G; τῷ ὀνόματι σου, by uttering thy name as a spell, Rst bez G (see b. above). εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ συνάγεσθαι is used of those who come together to deliberate concerning any matter relating to Christ's cause (German auf den Namen), with the mind directed unto, having regard unto, his name, ἕνεκεν τοῦ ὀνοματου (A. V. for my name's sake), i. e. on account of professing my name, διά τό ὄνομα μου, αὐτοῦ, etc.: διά τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου παρακαλεῖν τινα, to beseech one by employing Christ's name as a motive or incentive (cf. Winer's Grammar, 381 (357)), his name, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν, ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, equivalent to for defending, spreading, strengthening, the authority of Christ, τό ὄνομα is used absolutely, the Name, namely, κυρίου, of the Lord Jesus; so Vat. Lightfoot on Ignatius ad Ephesians 3,1 [ET]; Buttmann, 163 (142) note; Winer's Grammar, 594 (553). So Lightfoot in πρός τό ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ... ἐναντία πρᾶξαι, שֵׁמות (ὀνόματα is used equivalent to persons reckoned up by name: nomen, equivalent to the cause or reason named: ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, in this cause, i. e. on this account, namely, because he suffers as a Christian, L T Tr WH (others, more simply, take ὄνομα here as referring to Χριστιανός preceding); ἐν ὀνόματι, ὅτι (as in Syriac d)MSB ) Χριστοῦ ἐστε, in this name, i. e. for this reason, because ye are Christ's (disciples), Mark 9:41.
Greek Monotonic
ὄνομα: τό, Ιων. και ποιητ. οὔνομα, Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. nomen, όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.·
I. 1. απόλ., με το όνομα, πόλις ὄνομα Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ.
2. ὄνομα θεῖναί τινα, δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά συνήθως στη Μέσ., ὄν. θέσθαι, στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., ὄν. κεῖταί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ.
3. ὄνομα καλεῖν τινα, αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται δημοκρατία, σε Θουκ.
II. «όνομα», φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· ὄνομα ή τὸ ὄνομα ἔχειν, είμαι ονομαστός για κάτι (καλό ή κακό), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ.
III. 1. το όνομα καθεαυτό, σε αντίθ. προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το ἔργον, σε Ευρ. κ.λπ.
2. ψευδές όνομα, προσποίηση, πρόφαση, ὀνόματι ή ἐπ' ὀνόματι, με το πρόσχημα ότι, σε Θουκ.
IV.ὄνομα επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, ὄνομα τῆς σωτηρίας, αντί σωτηρία, σε Ευρ.· ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκου, στον ίδ.
V. φράση, έκφραση, σε Ξεν.· γενικά, ρήση, λόγος, ομιλία, σε Δημ.
VI.στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. nomen, σε αντίθ. προς το ρήμα verbum, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: name (Il.), gramm. word (Att.), as part of speech = nomen (Pl., Arist.; beside ῥῆμα = verbum).
Other forms: ep. (also Hdt.) οὔνομα (metr. length.), Aeol. Dor. ὄνυμα; Dor. also ἔνυμα in Ἐνυμα-κρατίδας, Ἐνυμαντιάδας (Lac.)?
Compounds: Compp., e.g. ὀνομά-κλυτος with a famous name (Χ 51; Schwyzer 440), ἐξ-ονομα-κλήδην, s. v.; ὀνοματο-ποιέω to give a name, to name (Arist.), after other compp. with -ποιέω (ὀνοματο-ποιός Ath., Zos. Alch., -ποιία Str.; cf. Schwyzer 726); ἀν-ώνυμος (θ 552; comp. length.), ν-ώνυμ(ν)ος (ep.; s. below) nameless.
Derivatives: A. Nouns: 1. Dimin. ὀνομάτιον (Arr., Longin.); 2. Adj. ὀνοματ-ώδης of the nature of a name, concerning the name (Arist.), -ικός belonging to the ὄνομα (D. H.). B. Verbs: 1. ὀνο-μαίνω, almost only aor. ὀνομῆναι, also w. ἐξ-, (mostly ep. Il.), fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), pres. (Dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Locr.) to call, to proclaim. 2. ὀνομάζω, Dor. Aeol. ὀνυμάζω, aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, often w. prefix, e.g. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, `to call (by the name), to name, to enunciate (cf. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) with ὀνομασία f. name, expression (Hippias Soph., Pl., Arist.), ὀνομαστής m. = Lat. nominator (pap. III p), ὀνομ-αστί (-εί) namely, by name (IA.; Schwyzer 623), -αστικός serving for, belonging to naming (Pl.; Chantraine Études 132), ἡ -ικη(πτῶσις) casus nominativus (Str., gramm.). 3. ὀνοματίζω 'dispute about names (Gal.), -ισμός m. list of names (inscr. Thess.).
Origin: IE [Indo-European] [321] *h₃neh₃m-n̥, *h₃nh₃m-n- name
Etymology: Old word for name, with Arm. anun < *onomn- < *anomn- (with o > u before m) to be immediately compared; anun can be both *h₃nh₃mn and *h₃neh₃mn; the Greek word must have zero grade, *h₃nh₃mn. Also Phrygian ονομαν may have ο- from *h₃- (Kortlandt SCauc. 7(1987)63). The e elsewhere has diff. origin; Alb. emër (Geg.), êmën (Tosc.) may be a loan from Latin nomen; for OPr. emmens m. see below on Slavic; the Greek ἐ- is not well explained, but it may be due to dissim. against the following o < h₃; cf. below on Tocharian; the Greek u-vowel, also in ὄνυμα, ἀνώνυ-μος a.o., is due to assimilation (cf. Schwyzer 352 with several hypotheses). The other languages have one of the two ablaut-grades: Lat. nōmen = Skt. nā́ma, IE *h₃neh₃mn̥, Germ., e.g. Goth. namo n., IE *nh₃mōn-; OFr. nomia, MHG be-nuomen, Dutch be-noemen (which is an every-day word) have *h₃neh₃m- again (Beekes, Sprache 33 (1987) 1ff. Diff. again Slav., e.g. OCS imę (< *h₃n̥h₃m-), Celt., e.g. OIr. ainm (from *anmen- < *h₃n̥m-), Toch. B ñem, A ñom (from *nem-with h₁ from dissim. of the second h₃?; s. v. Windekens Orbis 11,607 w. lit.). Most complicated is Anatolian: Hitt. laman- n. (< *h₃neh₃m- like Latin), with l- from dissim. and loss of the h₃-; lamnii̯a- name from *h₃nh₃m-; but Hier. Luw. adama(n)-za with a- from h₃. With ὀνομαίνω agree in formation Germ., e.g. Goth. namnjan name, Hitt. lamnii̯a- id. (cf. also Schwyzer Mél. Pedersen 65 on ὀνομ-αίνω, -άζω). The orig. n-stem still clearly seen in νώνυμν-ος < *n̥-h₃nh₃mn-; younger is ἀνὼνυμος. -- Details from several languages w. lit. in WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja etc. Cf. on ὄνομαι.
Middle Liddell
ὄνομα, ατος, τό,
I. Lat. nomen, a name, Hom., etc.:—absol., by name, πόλις ὄνομα Καιναί Xen., etc.; also in dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen.
2. ὄν. θεῖναί τινα to give one a name, Od.; but commonly in Mid., ὄν. θέσθαι Od., attic; and for Pass., ὄν. κεῖταί τινι Ar., etc.; ὄν. ἔχειν ἀπό τινος Hdt.
3. ὄνομα καλεῖν τινα to call one by name, Od., attic; so with pass. verbs. ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος Soph.; ὄν. κέκληται δημοκρατία Thuc.
II. name. fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.; τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν Thuc.; ὄνομα or τὸ ὄν. ἔχειν to have a name for a thing (good or bad), 2 opt., Thuc.
III. a mere name, opp. to the real person or thing, Od.; opp. to ἔργον, Eur., etc.
2. a false name, pretence, pretext, ὀνόματι or ἐπ' ὀνόματι under the pretence, Thuc.
IV. ὄνομα is also used in periphr. phrases, ὄνομα τῆς σωτηρίας, for σωτηρία, Eur.; ὦ φίλτατον ὄν. Πολυνείκους Eur.
V. a phrase, expression, Xen.: generally, a saying, speech, Dem.
VI. in Grammar, a noun, Lat. nomen, opp. to ῥῆμα, verbum, Ar., Plat., etc.
Frisk Etymology German
ὄνομα: -ατος
{ónoma}
Forms: ep. (auch Hdt.) οὔνομα (metr. Dehn.), äol. dor. ὄνυμα, dor. auch ἔνυμα in Ἐνυμακρατίδας, Ἐνυμαντιάδας (lak.)
Grammar: n.
Meaning: Name (seit Il.), gramm. Wort (att.), als Redeteil = nomen (Pl., Arist. usw.; neben ῥῆμα = verbum).
Composita : Kompp., z.B. ὀνομάκλυτος mit berühmtem Namen (ep. poet. seit Χ 51; Schwyzer 440), ἐξονομακλήδην, s. bes.; ὀνοματοποιέω einen Namen geben, benennen (Arist. usw.), nach anderen Kompp. mit -ποιέω (ὀνοματοποιός Ath., Zos. Alch., -ποιία Str. u.a.; vgl. Schwyzer 726); ἀνώνυμος (seit θ 552; Komp.dehnung), νώνυμ(ν)ος (ep.; vgl. unten) namenlos.
Derivative: Ableitungen. A. Nomina: 1. Demin. ὀνομάτιον (Arr., Longin. u.a.); 2. Adj. ὀνοματώδης namenartig, den Namen betreffend (Arist.), -ικός [[zum ὄνομα gehörig]] (D. H. usw.). B. Verba: 1. ὀνομαίνω, fast nur Aor. ὀνομῆναι, auch m. ἐξ-, (vorw. ep. seit Il.), Fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), Präs. (dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Lokr.) nennen, kund tun. 2. ὀνομάζω, dor. äol. ὀνυμάζω, Aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, oft m. Präfix, z.B. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, ‘(beim Namen) nennen, benennen, aussprechen’ (vgl. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) mit ὀνομασία f. Benennung, Ausdruck (Hippias Soph., Pl., Arist. usw.), ὀνομαστής m. = lat. nominator (Pap. III p), ὀνομαστί (-εί) ‘namentlich, mit,bei Namen’ (ion. att.; Schwyzer 623), -αστικός zum Nennengehörig, dienend (Pl. u.a.; Chantraine Études 132), ἡ -ικὴ(πτῶσις) casus nominativus (Str., Gramm.). 3. ὀνοματίζω’um Namen streiten’ (Gal.), -ισμός m. Namenliste (Inschr.Thess.).
Etymology : Altes Wort für Name, mit arm. anun unmittelbar gleichzusetzen, idg. *onomn. Der e-Vokal in Ἐνυμακρατίδας u.a. findet sich auch in alb. emër (geg.), êmën (tosk.) und apreuss. emmens m. (idg. *enm-?); der u-Vokal, auch in ὄνυμα, ἀνώνυμος u.a., ist als (sonst nirgends mit Sicherheit zu belegende) Reduktionsstufe zu beurteilen (vgl. Schwyzer 352 mit verschiedenen Hypothesen). Die übrigen Sprachen weichen im Ablaut ab: lat. nōmen = aind. nā́ma, idg. *nṓmn̥, germ., z.B. got. namo n., idg. *nŏmōn-. Noch anders slav., z.B. aksl. imę, kelt., z.B. air. ainm, toch. B ñem, A ñom (idg. *nem- od. ural. LW?; s. v. Windekens Orbis 11,607 m. Lit.), heth. laman- n. (umstritten, s. Kronasser Etymologie 1, 59f. m. Lit.). Laryngalhypothesen bei Austin Lang. 17, 88. Zu ὀνομαίνω stimmen bildungsgemäß germ., z.B. got. namnjan nennen, heth. lamnii̯a- ib. (vgl. noch Schwyzer Mél. Pedersen 65 über ὀνομαίνω, -άζω); der urspr. n-Stamm noch in νώνυμνος. — Einzelheiten aus verschiedenen Sprachen m. Lit. bei WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja usw. Vgl. zu ὄνομαι.
Page 2,396-397
Chinese
原文音譯:Ônoma 哦挪馬
詞類次數:名詞(230)
原文字根:名 相當於: (שֵׁם) (שֵׁמַע) (שֹׁמַע)
字義溯源:名字,名叫,名號,名稱,姓名,名,叫;源自(γινώσκω)*=知道);比較: (ὀνίνημι)=使滿足,而 (ὀνίνημι)出自(ὀνομάζω)X=忽略*)。名字代表一個人,說出他的所是,他的使命,他的工作,他的目的。就如:耶穌,意為耶和華拯救,說出他要將自己的百姓從罪惡裏救出來。等到他完成了他救贖的工作,父將他升為至高,又賜給他那超乎萬名之上的名;叫一切在天上的,地上的,和地底下的,因耶穌的名,無不屈膝。我們也是因他的名得救,也是信入他的名。今天我們是在主耶穌的名裏向父祈求。並且傳揚他的名,使他的名得著榮耀。所以,基督徒的一生都和基督的名發生密切的關係
同源字:1) (ἐπονομάζω)在命名 2) (ὄνομα)名字 3) (ὀνομάζω)起名 4) (ψευδώνυμος)不真實的稱呼
出現次數:總共(229);太(22);可(15);路(34);約(25);徒(60);羅(5);林前(6);弗(2);腓(4);西(1);帖後(2);提前(1);提後(1);來(4);雅(3);彼前(2);約壹(3);約叄(2);啓(37)
譯字彙編:
1) 名(166)數量太多,不能盡錄;
2) 名叫(40) 太27:32; 可5:9; 可5:9; 可5:22; 路1:5; 路1:26; 路1:27; 路2:25; 路5:27; 路8:41; 路10:38; 路16:20; 路23:50; 路24:13; 約1:6; 約3:1; 徒5:1; 徒5:34; 徒8:9; 徒9:10; 徒9:11; 徒9:12; 徒9:36; 徒10:1; 徒11:28; 徒12:13; 徒13:6; 徒16:1; 徒16:14; 徒17:34; 徒18:2; 徒18:7; 徒18:24; 徒19:24; 徒20:9; 徒21:10; 徒27:1; 徒28:7; 啓9:11; 啓9:11;
3) 名字(14) 太10:2; 路1:59; 路1:61; 路1:63; 徒13:8; 腓4:3; 啓6:8; 啓13:8; 啓15:2; 啓17:8; 啓19:12; 啓21:12; 啓21:14; 啓22:4;
4) 名號(2) 啓13:1; 啓17:3;
5) 名的(1) 啓13:17;
6) 名叫⋯的(1) 路24:18;
7) 一個名(1) 啓17:5;
8) 有名(1) 弗1:21;
9) 叫(1) 可14:32;
10) 名稱(1) 徒18:15;
11) 姓名(1) 約叄1:15
English (Woodhouse)
celebrity, fame, honor, honour, name, noun, reputation
Translations
Abkhaz: ахьʒ; Adyghe: цӏэ; Afar: migaq; Afrikaans: naam; Aghul: тур; Ainu: レ; Akan: edin; Aklanon: ngaean; Albanian: emër; American Sign Language: H@RadialFinger-H@CenterChesthigh Contact Contact; Amharic: ስም; Andi: цӏцӏер; Arabic: اِسْم, أَسْمَاء; Cypriot Arabic: ism; Egyptian Arabic: اسم; Hijazi Arabic: اسم; Moroccan Arabic: اسمية, اسم; Tunisian Arabic: اِسْمْ; Aragonese: nome, nombre; Aramaic Classical Syriac: ܫܡܐ; Jewish Babylonian Aramaic: שְׁמָא; Archi: цӏор; Argobba: ስም; Armenian: անուն; Aromanian: numã, numi; Ashkun: nām; Assamese: নাম; Asturian: nome, ñome; Atong: bimung; Avar: цӏар; Azerbaijani: ad, isim; Baluchi: نام; Bashkir: исем, ат; Basque: izen; Beja: sim; Belarusian: імя, назоў, назва; Bengali: নাম; Bikol Central: ngaran, pangaran; Blin: suuŋ; Borôro: ije; Breton: ano, anv; Budukh: тур; Bulgarian: име, название, наименование; Burmese: အမည်, နာမည်; Buryat: нэрэ; Catalan: nom; Cebuano: ngalan, pangalan; Central Sierra Miwok: ˀoja·še-; Chechen: цӏе; Chepang: मेङ्; Chichewa: dzina; Chickasaw: holhchifo; Chinese Cantonese: 名, 名字, 名稱, 名称; Dungan: минзы; Gan: 名字; Hakka: 名仔, 名字; Mandarin: 名, 名字, 名稱, 名称; Min Dong: 名; Min Nan: 名, 名字, 名稱, 名称; Wu: 名; Chiricahua: -́zhii; Chukchi: нынны; Chuukese: it; Chuvash: ят; Coptic: ⲣⲁⲛ; Cornish: hanow; Corsican: nomu; Crimean Tatar: ad, isim; Czech: jméno, název; Dalmatian: naun, naum; Danish: navn; Dhivehi: ނަން; Dolgan: аат; Dutch: naam; Dzongkha: མིང; Eastern Mari: лӱм; Elfdalian: nammen; Erzya: лем; Eshtehardi: نومَ; Esperanto: nomo; Estonian: nimi; Even: гэрбэ; Evenki: гэрби; Extremaduran: nombri; Farefare: yʋ'ʋrɛ; Faroese: navn; Finnish: nimi, nimitys; French: nom; Middle French: nom; Old French: nom; Friulian: non; Galician: nome; Garo: বিমুং; Georgian: სახელი, სახელწოდება, დასახელება; German: Name; Gothic: 𐌽𐌰𐌼𐍉; Greek: όνομα; Ancient Greek: ὄνομα; Guaraní: téra; Gujarati: નામ; Hausa: suna; Hawaiian: inoa; Hebrew: שֵׁם; Higaonon: ngadan; Hiligaynon: ngalan; Hindi: नाम, इस्म; Hittite: 𒆷𒀀𒈠𒀭; Hungarian: név; Ibanag: ngagan; Icelandic: nafn; Ido: nomo; Ilocano: nagan; Indonesian: nama; Ingrian: nimi; Ingush: цӏи; Interlingua: nomine; Irish: ainm; Old Irish: ainmm; Primitive Irish: ᚐᚅᚋ; Isan: ซื่อ; Isnag: ngaxan; Istriot: non, nom; Istro-Romanian: nome; Italian: nome; Japanese: 名前, 名, お名前, ご芳名, 名称; Javanese: aran, jeneng; Kalasha: نوم; Kalmyk: нерн; Kamkata-viri: nom; Kannada: ಹೆಸರು; Kapampangan: lagyu, lagiu; Karachay-Balkar: ат; Karakhanid: ااتْ; Karelian: nimi; Kashmiri: ناو; Kashubian: miono; Kazakh: есім, ат, аты-жөні; Khmer: ឈ្មោះ; Kikai: 名; Kikuyu: rĩĩtwa 5, rĩtwa Komi-Permyak: ним; Komi-Zyrian: ним; Korean: 이름, 성함(姓銜), 명칭(名稱); Kunigami: 名; Kurdish Central Kurdish: ناو; Northern Kurdish: nav; Kyrgyz: ат, ысым; Ladin: inom, inuem; Ladino: nombre; Lao: ຊື່, ນາມ; Latgalian: vuords; Latin: nomen; Latvian: vārds; Lezgi: тӏвар; Ligurian: nómme; Lithuanian: vardas; Lombard: nomm; Luhya: lisina; Luxembourgish: Numm; Lü: ᦋᦹᧈ; Maasai: enkarna; Macedonian: име, назив; Maguindanao: ngala; Malay: nama; Malayalam: പേര്, നാമം; Maltese: isem; Manchu: ᡤᡝᠪᡠ; Mansaka: aran; Mansi: нам; Manx: ennym; Maori: ingoa; Maranao: ngaran; Marathi: नाव; Middle English: name; Middle Korean: 일홈〮; Miyako: 名; Mizo: hming; Moksha: лем; Mongolian Cyrillic: нэр; Mongolian: ᠨᠡᠷᠡ; Mwani: zina; Mòcheno: nu'm; Nanai: гэрбу; Navajo: -́zhiʼ, yízhí; Naxi: miq; Neapolitan: nomme; Nepali: नाम; Ngarrindjeri: mitji; Ngazidja Comorian: dzina; Nivkh: ӄʼа; North Frisian: noome; nööm; Northern Amami-Oshima: 名; Northern Sami: namma; Norwegian Bokmål: navn; Nynorsk: namn; Occitan: nom; Ojibwe: wiinzowin; Okinawan: 名; Oki-no-Erabu: 名; Old Church Slavonic Cyrillic: имѧ; Glagolitic: ⰹⰿⱔ; Old East Slavic: имѧ; Old English: nama; Old French: num; Old Javanese: ngaran; Old Persian: nāman; Oriya: ନାମ; Oromo: maqaa; Ossetian: ном; Ottoman Turkish: آد; Paiwan: ngadan; Pali: nāma; Pangasinan: ngaran; Pashto: نوم, اسم; Persian: نام, اسم; Pipil: -tukay, -tucay; Pitjantjatjara: ini; Plains Apache: -zhííh; Polish: imię, nazwa; Portuguese: nome; Prasuni: nom; Punjabi: ਨਾਂ; Quechua: suti, huti; Rohingya: nam; Romani: nav; Romanian: nume; Romansch: num, nom; Russian: имя, название; Rusyn: имня, мено, имено; Saho: migac; Samoan: igoa; Sanskrit: नामन्; Sardinian: nomene, nomini, numen, numene; Saterland Frisian: Noome; Scots: name; Scottish Gaelic: ainm; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏ме; Roman: ȉme; Shan: ၸိုဝ်ႈ; Sherpa: མིང; Sicilian: nomu; Sidamo: suʼma; Silesian: mjano; Sindhi: نالو; Sinhalese: නම; Skolt Sami: nõmm; Slovak: meno; Slovene: ime; Slovincian: mjuono; Somali: magac; Sorbian Lower Sorbian: mě; Upper Sorbian: mjeno, imje, mje; Sotho: lebitso; Southern Amami-Oshima: 名; Southern Sami: nomme; Spanish: nombre; Sundanese: jenengan, nami; Swahili: jina sg, majina; Swedish: namn; Tabasaran: ччвур; Tagalog: ngalan, pangalan; Tahitian: iʻoa; Tajik: ном, исм; Tamil: பெயர்; Tatar: исем, ат; Tausug: ngan; Telugu: పేరు, నామము; Ternate: ronga; Tetum: naran; Thai: ชื่อ, นาม; Tibetan: མིང, མཚན; Tigrinya: ስም; Tocharian A: ñom; Tocharian B: ñem; Tok Pisin: nem; Toku-No-Shima: 名; Tongan: hingoa; Turkish: ad, isim; Turkmen: at; Tuvaluan: igoa; Tzotzil: biil; Udi: цӏи; Udmurt: ним; Ugaritic: 𐎌𐎎; Ukrainian: ім'я, назва; Umbrian: 𐌍𐌖𐌌𐌄𐌌, 𐌍𐌏𐌌𐌄; Urdu: نام, اسم; Uyghur: ئات, ئىسىم; Uzbek: ism, nom, ot; Venetian: nome; Vietnamese: tên; Volapük: nem; Votic: nimi; Waigali: nām; Wakhi: nung; Walloon: no; Welsh: enw; West Frisian: namme; Western Apache: -̨́-̨́zhi', -́zhi'; Western Bukidnon Manobo: ngazan; White Hmong: lub npe; Wutunhua: minze; Xhosa: ifani; Yaeyama: 名; Yagnobi: нум; Yakut: аат; Yiddish: נאָמען; Yogad: ngagan; Yonaguni: 名; Yoron: 名; Yoruba: orukọ; Yucatec Maya: kʼaabaʼ; Yup'ik: ateq; Yámana: wapus; Zazaki: name, nom; Zealandic: naem; Zhuang: mingzcih, mingzcoh, coh; Zulu: igama, ibizo