ὁδός
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ἡ (οὐδός once in Hom., Od.17.196): I of place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al.; ἱππηλασίη ὁδός Il.7.340; λαοφόρος 15.682; ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54; ὁδὸς ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881; βασιλικὴ ὁδός PPetr.3p.65 (iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.); ποταμοῦ ὁδός course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16; ὁδὸς ἀκοντίου Antipho 3.4.5 : with expression of the direction, ὁδὸς ἐς . . Od. 22.128; ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp.173b; ἐπί . . Id.Phdr.272c; τὴν εὐθὺς Ἄργους . . ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp.1197; τῆς ἀληθείας ὁδός the way to truth, Id.Fr.289; cf. νόστος 1.1. 2 with Preps., πρὸ ὁδοῦ further on the way, forwards, Il.4.382 (cf. φροῦδος); later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards... Arist.Cael.292b9, cf. Metaph.1044a24; πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol.1338a35, cf. D.Prooem.34; κατ' ὁδόν = by the way, Hdt.1.41,III; κατὰ τὴν ὁδόν = along the road, Pl.Smp.174d, cf. infr. 111.3; ἐκ τῆς ὁδοῦ on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁδοῦ = 'the man in the street', Eup.25 D.); ἐν ὁδῷ = on a road, Hdt.1.114; ἐν τῇ ὁδῷ μέσῃ Id.3.76 (but ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός); ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607. 3 ὁδός is freq. omitted, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος; cf. τηνάλλως. II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.; τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80 (anap.); τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant.807(lyr.); ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή = the road up and the road down is one and the same Heraclit. 60; also, expedition, foray, ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151, cf. A.Th.714; τριήκοντα ἡμερέων . . ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206; also ὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5 (codd., ὁδοῦ edd.); ἄστρων ὁδοί E. El.728 (lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which . ., Il.6.292; οὐρανοῦ τέμνων ὁ. . . Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν = is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg.810e); similarly where ὁδός is road, μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220; ὁ. χωρεῖν Th.3.24; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34. III metaph., way or manner, πολλαὶ δ' ὁ. . . εὐπραγίας Pi.O.8.13; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu.989 (anap.); θεσπεσία ὁδός the way or course of divination, Id.Ag.1154(lyr.); μαντικῆς ὁ. S.OT311; οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC1314; σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec.744; γνώμης Id.Hipp.290; λογίων ὁδός their way, intent, Ar.Eq.1015; εὐτελείας ὁδός Jul.Or.6.198d. 2 a way of doing, speaking, etc., τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33, cf. 8.18; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119; ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl.506, cf. Nu.75; ἢν ἔχομεν ὁ. λόγων Id.Pax733; μία δὴ λείπεται . . ὁ. Pl.Smp.184b. 3 method, system, Id.Sph.218d, Arist.APr.53a2, al.; ὁδῷ = methodically, systematically, Pl.R.533b, Stoic.2.39, etc.; so καθ' ὁδόν Pl.R.435a; τὴν διὰ τοῦ στοιχείου ὁ. ἔχων ἔγραφεν Id.Tht.208b (cf. διέξοδον 208a). 4 of the Christian faith and its followers, Act.Ap.9.2, 22.4, 24.14. (Root sed- 'go', in Skt. sad-, ā-sad- 'come to', 'reach', OSlav. choditi 'go'.)
German (Pape)
[Seite 294] ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαθήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλθεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλθον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανθῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῦ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαθείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεθα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοθεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καθ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24. att. = οὐδός, Schwelle, s. unten.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
voie;
A. au propre;
I. route, chemin : ὁδὸς ἱππηλασίη IL route praticable aux chevaux ; ὁδὸς λαοφόρος IL grand’route ; ὁδὸς βασιλική, route royale, grand’route ; ἡ ἱερὰ ὁδός la voie sacrée d’Athènes à Éleusis ; ἱρὴ ὁδός HDT la route sacrée vers Delphes ; ποταμοῦ ὁδός XÉN voie fluviale, lit d'un fleuve ; πρὸ ὁδοῦ IL en poursuivant la route, en avant ; postér. profitable, avantageux : πρὸ ὁδοῦ εἶναι LUC être utile ; entrée, accès;
II. route, marche, voyage par terre ou par eau : ὁδοῦ κατάρχειν SOPH se mettre en route ; ὁδὸν βαδίζειν ATT faire une route ; ὁδὸν ἥκειν SOPH ou ἐξήκειν SOPH avoir fait la route, être arrivé ; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν SOPH, τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν SOPH faire sa dernière route, aller à la mort ; avec idée d’hostilité marche offensive, campagne, incursion;
B. fig. voie, moyen, manière de faire qch : καθ’ ὁδόν PLAT selon une méthode déterminée, méthodiquement ; échappatoire.
Étymologie: DELG v.sl. chodu « marche », skr. (a-)sad « s'avancer, s'approcher », avest. (apa-)had « se retirer ».
English (Autenrieth)
way, path, road, journey, Od. 17.196; even by sea, Od. 2.273; πρὸ ὁδοῦ γενέσθαι, ‘progress on one's way,’ Il. 4.382.
English (Slater)
ὁδός (-οῦ, -ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς.)
1 way
a lit. ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν (O. 2.70) δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ (O. 10.30) ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85) εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν in Cyrene (P. 5.93) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδόν fr. 30. 4. δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ. . 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδού δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις ( on the path of the daphnephoric procession, cf. Schwyz., 2. 112: others connect ὁδοῦ with δάφνας) Παρθ. 2. 68.
b met., path of song, glory, simm. ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων (O. 1.110) κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται (O. 6.25) τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.73) ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.46) ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ (O. 7.90) πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας (O. 8.13) ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι (O. 9.105) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις ὁδοί τε βραχεῖαι (P. 9.68) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.7) καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (N. 6.54) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.51) ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν (N. 9.19) ]α κατὰ πᾶσαν ὁδὸν[ (Pae. 4.6) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20. ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) ἀλλὰ δίκας δοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν. (Puech: διδούς G-H.) Παρθ. 2. . γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (ὁδὸν is internal acc. with φορεῖται and dir. acc. of θεραπεύων) fr. 123. 9. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ of the entry of Herakles into the palace of Diomedes) fr. 169. 19. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: -οτάταις ὁδοῖς codd.: -οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.
c
I motion ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς i. e. going to and fro at the loom (P. 9.18)
II journey “νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν” (cf. fr. 169. 19) (P. 4.115) ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι (P. 8.42)
English (Abbott-Smith)
ὁδός, -οῦ, ἡ, [in LXX chiefly (very freq.) for דֶּרֶךְ;]
1.a way, path, road: Mt 2:12, Mk 10:46, Lk 3:5 al.; κατὰ τὴν ὁ., Lk 10:4, al.; παρὰ τὴν ὁ., Mt 13:4, al.; c. gen. pers, (subj.), τὴν ὁ. ἑτοιμάζειν (fig.), Mt 3:3, Mk 1:3, al.; c. gen. term. (obj.), ἐθνῶν, Mt 10:5; τ. ἁγίων (fig.), He 9:8; acc., ὁδόν, with force of prep. (like Heb. דֶּרֶךְ; Bl., §34, 8; 35, 5), ὁ. θαλάσσης, Mt 4:15 (LXX).
2.A traveller's way, journey: ἐν τ. ὁ., Mt 5:25, Mk 8:27, al.; ἐξ ὁ., Lk 11:6; εἰς ὁ., Mt 10:10; τ. ὁδὸν πορεύεσθαι, Ac 8:39; ὁ. ἡμέρας, Lk 2:44; ὁδὸν ποιεῖν (= cl., ὁ. ποιεῖσθαι; V. Field, Notes, 25), to make one's way, i.e. proceed on one's journey, Mk 2:23.
3.Metaph. (cl.; but esp. freq. in Heb.; v. Cremer, 442ff.), of a course of conduct, a way of thinking or acting: Ac 14:16, I Co 4:17 12:31, Ja 1:8 5:20; τοῦ Κάϊν, Ju 11; τ. Βαλαάμ, II Pe 2:15; εἰρήνης, Ro 3:17; ζωῆς, Ac 2:28; ἡ ὁ. ἡ ἀπάγουσα εἰς τ. ζωήν (Dalman, Words, 160), Mt 7:14; τ. δικαιοσύνης, Mt 21:32; σωτηρίας, Ac 16:17; αἱ ὁ. τ. θεοῦ (κυρίου), Ac 13:10, Ro 11:33, Re 15:3 (cf. Ho 14:9 Ps 94 (95):10, Si 39:24, al.); ἡ ὁ. τ. θεοῦ (the way approved by God), Mt 22:16, Mk 12:14, Lk 20:21; id., of the Christian religion, Ac 18:26; so, absol., ἡ ὁ., Ac 9:2 19:9, 23 24:22; of Christ as the means of approach to God, Jo 14:6.
4.Ellipsis of ὁ.: ποίας (sc. ὁδοῦ), Lk 5:19; ἐκείνης, ib. 19:4 (v. Bl., §36, 13; 44, 1).
English (Strong)
apparently a primary word; a road; by implication, a progress (the route, act or distance); figuratively, a mode or means: journey, (high-)way.
English (Thayer)
ὁδοῦ, ἡ (apparently from the root, ἘΔ, to go (Latin adire, accedere), allied with Latin solum; Curtius, § 281); the Sept. numberless times for דֶּרֶך, less frequently for אֹרַח; (from Homer down); a way;
1. properly,
a. a travelled way, road: κατά τήν ὁδόν (as ye pass along the way (see κατά, II:1a.)) by the way, on the way, σαββάτου ὁδός (A. V. a sabbath-day's journey) the distance that one is allowed to travel on the sabbath, σάββατον, 1a.). ἡ ὁδός with a genitive of the object, the way leading to a place (the Hebrew דֶּרֶך also is construed with a genitive, cf. Geseuius, Lehrgeb., p. 676 (Gr. § 112,2; cf. Winer's Grammar, § 30,2)): ἐθνῶν, τῶν ἁγίων into the holy place, ζάω, II.
b. (τοῦ ξύλου, Gcn. 3:24; Αἰγύπτου ... Ἀσσυρίων, γῆς Φιλιστιειμ, τοῦ Σινᾶ, via mortis, Tibull. 1,10, 4; cf. Kühner, ii., p. 286,4). in imitation of the Hebrew דֶּרֶך, the accusative of which takes on almost the nature of a preposition, in the way to, toward (cf. Gesenius, Thesaurus, i., p. 352{a}), we find ὁδόν θαλάσσης in ὁδόν (τῆς θαλάσσης, γῆς αὐτῶν, ὁδόν δυσμῶν ἡλίου, ὁδόν θάλασσαν ἐρυθράν, Thiersch, De Alex. Pentateuchi versione, p. 145f; (Buttmann, § 131,12)), with a genitive of the subject, the way in which one walks: ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, ἑτοιμάζειν τήν ὁδόν τῶν βασιλέων, κατευθένειν τήν ὁδόν τίνος, to remove the hindrances to the journey, ἑτοιμάζειν (and ἐυθύνειν, κατασκευάζειν, τήν ὁδόν τοῦ κυρίου, see ἑτοιμάζω.
b. a traveller's way, journey, travelling: ἐν τῇ ὁδῷ, on the journey, on the road, ἐξ ὁδοῦ, from a journey, αἴρειν or κτᾶσθαι τί εἰς ὁδόν, εἰς τήν ὁδόν, πορεύομαι τήν ὁδόν, to make a journey (Xenophon, Cyril 5,2, 22), with αὐτοῦ added (A. V. to go on one's way), to continue the journey undertaken, ὁδός ἡμέρας, a journey requiring a (single) day for its completion, used also, like our a day's journey, as a measure of distance, ἀοπέχειν παμπολλων ἡμερῶν ὁδόν, Xenophon, Cyril 1,1, 3, cf. Herodotus 4,101 (Winer's Grammar, 188 (177))); on the phrase ὁδόν ποιεῖν, ποιέω, I:1a. and c.
2. Metaphorically,
a. according to the familiar figure of speech, especially frequent in Hebrew (cf. Winer's Grammar, 32) and not unknown to the Greeks, by which an action is spoken of as a proceeding (cf. the German Wandel), ὁδός denotes a course of conduct, a way (i. e. manner) of thinking, feeling, deciding: a person is said ὁδόν δεικνύναι τίνι, who shows him how to obtain a thing, what helps he must use, εἰρήνης, ζωῆς, σωτηρίας, τῆς δικαιοσύνης, the way which ἡ δικαιοσύνη points out and which is accustomed to characterize ἡ δικαιοσύνη, so in δικαιοσύνη, 1b., p. 149{a} bottom); used of the Christian religion, τῆς ἀληθείας, τοῦ Κάϊν, τοῦ Βαλαάμ, ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ, in all his purposes and actions, τάς ὁδούς μου ἐν Χριστῷ, the methods which I as Christ's minister and apostle follow in the discharge of my office, πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν (to walk in their own ways) who take the course which pleases them, even though it be a perverse one, πορεύω, under the end); αἱ ὁδοί τοῦ Θεοῦ or κυρίου, the purposes and ordinances of God, his ways of dealing with men, ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ, the course of thought, feeling, action, prescribed and approved by God: ἡ ὁδός τοῦ κυρίου, ὁδός used generally of a method of knowing and worshipping God, ἡ ὁδός simply, of the Christian religion (cf. Buttmann, 163 (142)), ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός I am the way by which one passes, i. e. with whom all who seek approach to God must enter into closest fellowship, ὁδός in certain formulas and phrases (Winer's Grammar, 590f (549f); Buttmann, § 123,8; Bos, Ellipses etc. (edited by Schaefer), p. 331f.)
Greek Monotonic
ὁδός: ἡ,
I. 1. διαδρομή, μονοπάτι, δίοδος, δρόμος, λεωφόρος· ποταμοῦ ὁδός, κοίτη ποταμού, σε Ξεν.· η τροχιά των ουρανίων σωμάτων, σε Ευρ.
2. με προθ., πρὸ ὁδοῦ, εμπρός, περαιρετώ, σε Ομήρ. Ιλ. (πρβλ. φροῦδος)· κατ' ὁδόν, καθ' ὁδόν, κατά τη διαδρομή, στον δρόμο, σε Ηρόδ.· ἐκ τῆς ὁδοῦ, στο δρόμο του, στον ίδ.
II. η ενέργεια του ταξιδιού, της περιπλάνησης, είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης, ταξίδι ή οδοιπορία, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εκστρατεία, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν, δρόμος που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, σε Ευρ.
III. 1. μεταφορικό μέσο ή τρόπος, μέθοδος, θεσπεσία ὁδός, μέσο ή τρόπος χρησμοδότησης, σε Αισχύλ.· ὁδὸς μαντικῆς, σε Σοφ.· λογίων ὁδός, ο σκοπός τους, σε Αριστοφ.
2. τρόπος για να κάνει κάποιος κάτι, τρόπος ομιλίας κ.λπ.· τριφασίας ἄλλαςὁδοὺς λόγων, τρεις άλλοι τρόποι για να αφηγηθεί κάποιος την ιστορία, σε Ηρόδ.· ὁδὸν ἥντιν' ἰών, με ποιο τρόπο δράσης, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. τρόπος, μέθοδος, σύστημα, ὁδῷ, μεθοδικά, συστηματικά, σε Πλάτ.
4. η Οδός, δηλ. η χριστιανική πίστη, σε Καινή Διαθήκη
• ὁδός: ὁ, Αττ. αντί οὐδός, κατώφλι, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδός: эп. тж. οὐδός ἡ
1 путь, дорога (λαοφόρος, ἱππηλασίη Hom.; ἁμαξιτός Pind.; ὁ. εἰς ἄστυ Plat.): ἰέναι ἱρὴν ὁδόν Her. идти священной (т. е. ведущей в Дельфы) дорогой; τὰς ὁδοὺς ποιεῖν Xen. или τέμνειν Thuc. прокладывать дороги; ἡ εἰς Θήβας φέρουσα ὁ. Thuc. дорога на Фивы; πρὸ ὁδοῦ Hom. (продвигаясь) все дальше; κατ᾽ ὁδόν Her. по дороге, в пути; κατὰ τὴν ὁδόν Plat. по пути, дорогой; (иногда ὁ. лишь подразумевается) πορεύεσθαι τὴν ἔξω τείχους Plat. идти по дороге вне (городской) стены;
2 улица: ἐν ὁδῷ Her. на улице;
3 русло, тж. течение, направление (ποταμοῦ Xen.);
4 путь, движение, переход, поездка, путешествие: ὁδοῦ κατάρχειν Soph. отправиться в дорогу; τριήκοντα ἡμερέων ὁ. Her. тридцатидневный путь; ὁδὸν ἥκειν или ἐξήκειν Soph. вернуться из путешествия, прибыть; τῆς ὁδοῦ ὄντες NT идущие этим путем; τρίποδας ὁδοὺς στείχειν Soph. ходить на трех ногах, т. е. опираясь на палку; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν или τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν Soph. пройти последний путь, т. е. умереть;
5 перен. путь, метод, способ, средство (εὐπραγίας Pind.; βουλευμάτων Eur.; ἡ τετμημένη ὁ. τῆς νομοθεσίας Plat.): ὁδῷ, καθ᾽ ὁδόν или τὴν ὁδὸν ἔχων Plat. по определенному методу, планомерно, методически, тж. надлежащим способом, здраво.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f. (on the fem. gender Schwyzer-Debrunner 34).
Meaning: going, road, street, ride, journey, march (Il.), metaph. way out, means (Pi., IA.).
Compounds: Many compp., e.g. ὁδο-ποιέω to open a path, to make one's way (Att.) with -ποιία f. road construction (X.), -ποιός m. roadworker (X., Aeschin., Arist.); ὁδοι-πόρος m. wayfarer, wanderer (Ω 375, trag., com.) with -πορία, -ίη journey (on land) (h. Merc. 85, Hp., Hdt., X.), -πορέω to cover a distance, to travel, to journey (through) (ion., trag.); ὁδοι-δόκος m. bushranger (Plb.; Wackernagel Unt. 26); on the 1 member with retained locatival inlection to avoid a sequence of three shorts Schwyzer 239 a. 452 w. n. 5, Schw.-Debrunner 155. -- As 2. member e.g. in εὔ-οδος well-roaded with εὑοδ-ία, -έω, -όω (Att.), also in εἴσ-, ἔξ-, μέθ-, σύν-οδος etc. entrance etc. (since κ 90) replacing lacking verbal nouns of εἰσ-ιέναι (*εἴσ-ι-σι-ς : Skt. -i-ti-) etc. (Schwyzer-Debrunner 356 n. 2 w. lit., Porzig Satzinhalte 201).
Derivatives: 1. ὅδιος (ἐν-, παρ-, ἐφ- a.o.) affiliated with the road (Il.); 2. τὰ ὁδαῖα n. pl. goods, in which one trades on the way (θ 163, ο 445; cf. ὁδάω below); 3. -οδικός a.o. in μεθοδ-ικός methodical, systematic (hell.); 4. ὁδωτός equipped with, passable, doable (S. OK 495; cf. ὁδόω); 5. ὁδίτης (παρ- a. o.) m. traveler, wayfarer (Il.; extens. Redard 31ff. w. lit.); 6. ὅδισμα n. road construction (A. Pers. 71 [lyr.]; as if from *ὁδίζω after τείχισμα a.o.). Denominative verbs: 7. ὁδεύω, very often with prefix, e.g. δι-, ἐξ-, μεθ-, παρ-, συν- (partly from δί-οδος etc.) to travel by road, to travel, to wander (since Λ 569) with (-)ὅδευσις (IA.) a.o.; 8. ὁδόω to show the way, to lead (Hdt., A., E.); 9. ὁδάω (ἐξ-) to sell (E. Kyk.); ὁδεῖν πωλεῖν H.
Origin: IE [Indo-European] [887] *sod- course
Etymology: With ὁδός agrees a Slavic word for course etc., e.g. OCS chodъ m. βάδισμα, δρόμος', Russ. chód course, progress, which like ὁδός very often occurs with prefix and may have its initial (ch- for s-) exactly from prefixcompp. (pri-, u-, per-). These compp. justify also the furher connexion with Indo-Iran. verbs like Skt. ā-sad- tread on, go on, Av. apa-had- go away, become weak, so also with the verb for sit, sit down in ἕζομαι a.o. (s. v.), IE *sed-, to which as verbal noun, prob. fist with prefix, *sodó-s > ὁδός, OCS chodъ. -- Details w. lit. in WP. 2, 486, Pok. 887, W.-Hofmann s. 2. cēdō, Vasmer s. chód; cf. Porzig Satzinhalte 306 f., Gliederung 170.
Middle Liddell
ὁδός,
I. a way, path, track, road, highway: ποταμοῦ ὁδός the course of a river, Xen.; the path of the heavenly bodies, Eur.
2. with Preps., πρὸς ὁδοῦ further on the way, forwards, Il. (cf. φροῦδοσ):—κατ' ὁδόν by the way, Hdt.;— ἐκ τῆς ὁδοῦ on his road Hdt.
II. a travelling, journeying, whether by land or water, a journey or voyage, Hom., etc.:—also an expedition, foray, Il.:—c. gen., τὴν εὐθὺς Ἀργοῦς ὁδόν the way leading straight to Argos, Eur.
III. metaph. a way or manner, θεσπεσία ὁδός the way or course of divination, Aesch.; ὁδ. μαντικῆς Soph.; λογίων ὁ the way, intent of the oracles, Ar.
2. a way of doing, speaking, etc., τριφασίας ἄλλας ὁδοὺς λόγων three other ways of telling the story, Hdt.; ὁδὸν ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar., etc.
3. a way, method, system; ὁδῷ methodically, systematically, Plat.
4. the Way, i. e. the Christian Faith, NTest.
ὁδός, οῦ, ὁ, attic for οὐδός
a threshold, Soph., etc.
Frisk Etymology German
ὁδός: 1.
{hodós}
Grammar: f. (zum fem. Genus Schwyzer-Debrunner 34)
Meaning: Gang, Weg, Straße, Fahrt, Reise, Marsch (seit Il.), übertr. Ausweg, Mittel (Pi., ion. att.).
Composita : Viele Kompp., z.B. ὁδοποιέω einen Weg machen, bahnen (att., hell. u. sp.) mit -ποιία f. Wegbau (X. u. a.), -ποιός m. Straßenbauer (X., Aeschin., Arist. usw.) u. a.; ὁδοιπόρος m. Reisender, Wanderer (Ω 375, Trag., Kom. u. a.) mit -πορία, -ίη ‘(Land)reise’ (h. Merc. 85, Hp., Hdt., X. u.a.), -πορέω ‘einen Weg zurücklegen, reisen, (durch)wandern’ (ion., Trag., sp. Prosa) u.a.; ὁδοιδόκος m. ‘Wegelagerer (Plb. u. a.; Wackernagel Unt. 26); zum Vorderglied mit beibehaltener lokativischer Flexion zur Meidung von drei Kürzen Schwyzer 239 u. 452 m. A. 5, Schw.-Debrunner 155. — Als Hinterglied z.B. in εὔοδος mit guten Wegen mit εὐοδία, -έω, -όω (att., hell. u. sp.), auch in εἴσ-, ἔξ-, μέθ-, σύνοδος usw. Eingang (seit κ 90) als Ersatz fehlender Verbalnomina von εἰσιέναι (*εἴσι-σις : aind. -i-ti-) usw. (Schwyzer-Debrunner 356 A. 2 m. Lit., Porzig Satzinhalte 201).
Derivative: Ableitungen (auch von εἴσοδος usw.): 1. ὅδιος (ἐν-, παρ-, ἐφ- u.a.) zum Weg gehörig (seit Il.); 2. τὰ ὁδαῖα n. pl. Waren, womit man unterwegs Handel treibt (θ 163, ο 445; vgl. ὁδάω unten); 3. -οδικός u.a. in μεθοδικός methodisch, systematisch (hell. u. sp.); 4. ὁδωτός mit Wegen versehen, gangbar, ausführbar (S. OK 495; vgl. ὁδόω); 5. ὁδίτης (παρ- u. a.) m. ‘Reisender,Wanderer’ (seit Il.; ausführlich Redard 31ff. m. Lit.); 6. ὅδισμα n. Wegbau (A. Pers. 71 [lyr.]; wie von *ὁδίζω nach τείχισμα u.a.). Denominative Verba: 7. ὁδεύω, sehr oft mit Präfix, z.B. δι-, ἐξ-, μεθ-, παρ-, συν- (z. T. von δίοδος usw.) des Weges gehen, reisen, wandern (seit Λ 569) mit (-)ὅδευσις (ion. att.) u.a.; 8. ὁδόω den Weg zeigen, leiten (Hdt., A., E.); 9. ὁδάω (ἐξ-) ‘verkaufen (E.Kyk.); ὁδεῖν· πωλεῖν H.
Etymology : Zu ὁδός stimmt ein slavisches Wort für Gang, z.B. aksl. chodъ m. ’βάδισμα, δρόμος’, russ. chód Gang, Verlauf, das wie ὁδός sehr oft mit Präfix vorkommt und seinen Anlaut (ch- für s-) gerade gewissen Präfixkompp. (pri-, u-, per-) zu verdanken scheint. Diese Kompp. rechtfertigen auch die weitere Verbindung mit indoiran. Verba wie aind. ā-sad- hintreten, hingehen, aw. apa-had- weggehen, aufweichen, mithin auch mit dem Verb für sitzen, sich setzen in ἕζομαι u.a. (s. d.), idg. sed-, wozu als Verbalnomen, wohl zunächst mit Präfix, *sodó-s > ὁδός, aksl. chodъ. — Einzelheiten m. Lit. bei WP. 2, 486, Pok. 887, W.-Hofmann s. 2. cēdō, Vasmer s. chód; dazu Porzig Satzinhalte 306 f., Gliederung 170.
Page 2,349-350
Chinese
原文音譯:ÐdÒj 何多士
詞類次數:名詞(102)
原文字根:路 相當於: (דֶּרֶךְ) (מְסִלָּה)
字義溯源:道路*,路,道,路上,路程,作為,行事,蹤跡。新約記載兩條實在的路:
1)從耶路撒冷下耶利哥的路( 路10:30,31)
2)從耶路撒冷下迦薩的路( 徒8:26)。主耶穌指出兩條不同的路:
1)大路,引到滅亡,找著的人也多( 太7:13)
2)小路,引到永生,找著的人也少( 太7:14)。新約中記載一些隱喻的道路:
1)義路(或:公義的路; 太21:32);
2)平安的路( 路1:79);3)救人的道(或:救恩的路; 徒16:17);4)真道(或:真理的路; 彼後2:2)。主耶穌說,我就是道路,真理,生命;若不藉著我,沒有人能到父那裏去( 約14:6)。參讀 (ἀγωγή) (ἄμφοδον)同義字
同源字:1) (ἄμφοδον)叉路 2) (διέξοδος)通路 3) (διοδεύω)旅行通過 4) (εἴσοδος)入口 5) (ἔξοδος)出口 6) (εὐοδόω)旅途幫助 7) (μεθοδεία)旁道 8) (ὁδεύω)行路 9) (ὁδηγέω)指引道路 10) (ὁδηγός)領導者 11) (ὁδοιπορέω)徒步旅行 12) (ὁδοιπορία)旅行 13) (ὁδός / ὁδοποιέω)道路 14) (πάροδος)通道 15) (συνοδεύω)同行 16) (συνοδία)結隊旅行
出現次數:總共(102);太(22);可(17);路(20);約(4);徒(20);羅(3);林前(2);帖前(1);來(3);雅(3);彼後(4);猶(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 路(68) 太2:12; 太4:15; 太7:13; 太7:14; 太8:28; 太10:5; 太10:10; 太13:4; 太13:19; 太15:32; 太20:17; 太20:30; 太21:8; 太21:8; 太21:19; 太21:32; 太22:9; 太22:10; 可2:23; 可4:4; 可4:15; 可6:8; 可8:3; 可8:27; 可9:33; 可9:34; 可10:17; 可10:32; 可10:46; 可10:52; 可11:8; 可11:8; 路1:79; 路8:5; 路8:12; 路9:3; 路9:57; 路10:4; 路10:31; 路11:6; 路12:58; 路14:23; 路18:35; 路19:36; 路24:32; 路24:35; 約14:4; 約14:5; 徒8:26; 徒8:36; 徒8:39; 徒9:17; 徒9:27; 徒22:4; 徒25:3; 徒26:13; 羅3:16; 羅3:17; 帖前3:11; 來9:8; 雅1:8; 雅2:25; 雅5:20; 彼後2:2; 彼後2:15; 彼後2:15; 彼後2:21; 猶1:11;
2) 道路(24) 太3:3; 太11:10; 可1:2; 路1:76; 路3:5; 路7:27; 路20:21; 約1:23; 約14:6; 徒2:28; 徒9:2; 徒13:10; 徒14:16; 徒16:17; 徒18:25; 徒18:26; 徒19:9; 徒19:23; 徒24:14; 羅11:33; 林前12:31; 來3:10; 啓15:3; 啓16:12;
3) 道(4) 太22:16; 可1:3; 可12:14; 路3:4;
4) 路程(2) 路2:44; 徒1:12;
5) 一條⋯路(1) 來10:20;
6) 行事(1) 林前4:17;
7) 道路的(1) 徒24:22;
8) 路上(1) 太5:25
English (Woodhouse)
journey, manner, method, orbit, path, road, way, line of march, walk in life, way of life
Mantoulidis Etymological
(=δρόμος). Ἀπό τό ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: ὁδάω -ῶ (=πουλῶ), ὁδεία, ὁδεύω, ὅδευμα, ὁδεύσιμος, ὁδευτέον, ὁδευτής, ὅδιος, ὁδίτης (=ταξιδιώτης) καί τά σύνθ. ὁδηγός, ὁδοιπόρος.
Translations
Abkhaz: амҩа, амҩаду; Adyghe: урам; Afrikaans: straat; Albanian: rrugë; Amharic: መንገድ; Arabic: شَارِع, زَنَقَة; Egyptian Arabic: شارع; Hijazi Arabic: شارِع; Moroccan Arabic: زنقة; Armenian: փողոց; Aromanian: ulitsã, sucaki; Assamese: বাট, আলি, আলিবাট; Asturian: calle, caye; Avar: къватӏ; Azerbaijani: küçə, xiyaban; Bashkir: урам; Basque: kalean, kale; Baure: kaye; Bavarian: Stråßn, Strossn; Belarusian: вуліца; Bengali: রাস্তা; Bouyei: gaail; Breton: straed, straedoù, ru, ruioù; Bulgarian: улица, сокак; Burmese: လမ်းကြား, လမ်း; Caló: ulicha; Catalan: carrer; Chechen: урам; Cherokee: ᎦᎳᏅᏛᎢ; Chinese Cantonese: 街, 路; Dungan: гэдо, гэ, хонзы; Mandarin: 街, 路, 馬路, 马路, 街路, 街道; Min Nan: 街路; Chukchi: яравытгыр; Chuvash: урам; Coptic: ϣⲑⲉϩ, ϧⲓⲣ, ⲡⲗⲁⲧⲓⲁ; Cornish: stret; Corsican: strada; Czech: ulice; Dalmatian: plaza; Danish: gade; Dutch: straat; Erzya: ульця; Esperanto: strato; Estonian: tänav, uulits; Faroese: gøta; Finnish: katu; French: rue; Friulian: strade; Galician: rúa; Georgian: ქუჩა, ფოლორცი; German: Straße; Gothic: 𐌲𐌰𐍄𐍅𐍉, 𐍀𐌻𐌰𐍀𐌾𐌰, 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌰𐌳𐌰𐌿𐍂𐌹; Greek: οδός, δρόμος; Ancient Greek: πλατεῖα, ῥύμη; Greenlandic: aqqusineq; Guaraní: ape, tape; Gujarati: સડક; Hausa: titi; Hebrew: רְחוֹב; Higaonon: dalan; Hindi: गली, सड़क; Hungarian: utca; Icelandic: gata, stræti; Ido: strado; Indonesian: jalan, jalan raya; Ingush: улица; Interlingua: strata; Irish: sráid; Old Irish: sráit; Istriot: cal; Italian: strada, via; Japanese: 道, 道路, 通り, 街路, ストリート, 通り; Javanese: dalan; Kabardian: уэрам; Kannada: ರಸ್ತೆ, ಬೀದಿ, ಮಾರ್ಗ; Kazakh: көше; Khakas: орам; Khmer: វីថិ, វិថី; Komi-Permyak: улич; Korean: 거리, 가로(街路), 길, 도로(道路), 가(街), 길거리; Kuna: igar; Kurdish Central Kurdish: جادە, کۆڵان, شەقام; Northern Kurdish: kuçe, kolan, cade; Kyrgyz: көчө; Lao: ຖະໜົນ; Latin: via, vicus, platea; Latvian: iela; Lezgi: куьче; Lithuanian: gatvė; Low German German Low German: Straat, Stroot; Luxembourgish: Strooss; Macedonian: улица; Malay: jalan, lebuh; Malayalam: തെരുവ്; Maltese: triq; Manchu: ᡤᡳᠶᠠᡳ; Manx: straid; Maori: tiriti; Marathi: मार्ग, रस्ता; Middle English: strete; Moksha: ульця; Mongolian Cyrillic: гудамж; Mongolian: ᠭᠤᠳᠤᠮᠵᠢ; Mòcheno: stros; Nanai: гиан; Norman: rue; North Frisian: stroote; struat; Northern Sami: gáhta, gáhtta; Norwegian Bokmål: gate; Nynorsk: gate; Occitan: carrièra; Old Church Slavonic Cyrillic: оулица; Old East Slavic: улица; Old English: stræt; Old Norse: gata; Oriya: ଗଳି; Ossetian: уынг; Pashto: نونګړی, کوڅه; Persian: خیابان, کوی; Plautdietsch: Gauss; Polabian: sroto; Polish: ulica; Portuguese: rua; Punjabi: ਗਲੀ; Rhine Franconian: Schdrooß; Romanian: stradă; Romansch: via, strada; Russian: улица; Sanskrit: वीथी; Sardinian: bia, via, istrada, istrata, strada; Scots: gait; Scottish Gaelic: sràid; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏лица; Roman: ȕlica; Shor: орам; Sinhalese: වීදිය; Skolt Sami: uuʹlec; Slovak: ulica; Slovene: ulica; Sorbian Lower Sorbian: droga, wulica; Upper Sorbian: hasa, dróha, wulica; Southern Altai: ороом; Spanish: calle, lleca; Swahili: barabara, njia; Swedish: gata; Tabasaran: кюче; Tagalog: taal; Tajik: кӯча, гузар, хиёбон; Tamil: வீதி, தெரு; Taos: kàyi'ína; Tatar: урам; Telugu: వీధి; Tetum: lurón; Thai: ถนน; Tibetan: ལམ་ཁག, ལམ་ཁ; Tigrinya: ጐደና; Tocharian B: naunto; Tok Pisin: rot; Tupinambá: apé; Turkish: sokak; Turkmen: köçe; Udmurt: ульча, урам; Ukrainian: вулиця; Urdu: گَلی, سَڑَک; Uyghur: كوچا; Uzbek: koʻcha; Venetian: strada, całe; Vietnamese: đường, đường phố, phố; Volapük: süt; Võro: huulits, uulits; Walloon: rowe; Welsh: heol, stryd; West Frisian: strjitte; White Hmong: kev; Wolof: mbédd; Yakut: уулусса; Yiddish: גאַס; Zazaki: kuçe; Zhuang: gai